19 Ιανουαρίου 2016

Το Κοριτσάκι που Ταξίδεψες.....







Στο ταξίδι μας αυτό που κινήσαμε να πάμε στις ράγες της ζωής...μόνοι μας ή με συνεπιβάτες,σε σταθμούς πολλούς μας έβγαλε....άλλοτε εικόνες  ζωντανούς ...γεμάτους ..κι άλλοτε σταθμούς χωρίς άνθια στολισμένους...γκρίζους... και τοπία με σύννεφα μπροστά...
Μα από το παραθύρι της δεύτερης της θέσης του τρένου.. που εδιάλεξες..που μπόρεσες το εισιτήριο να καταβάλλεις, τίποτα δεν σε εμπόδισε όλα της γης τοπία να τα σεργιανίσεις.... 
Τώρα δεν εγκατέλειψες...στην ίδια θέση κάθεσαι του οχήματος, του τρένου που αργά -αργά τις ράγες διασχίζεις και στο τέλος της διαδρομής πασχίζει να σε βγάλει...
Πόση ομορφιά ...λαχτάρα και συγκίνηση θα αισθανθείς...στ' αντίκρυσμα της στάσης που εδιάλεξες για πάντα να κατέβεις...!!!!!!!!!

Είναι που εσύ τον διάλεξες...και τον κυνήγησες ...και πάλεψες για να τον συναντήσεις ...
Τι κι αν ... τους φαίνεται τους άλλους φτωχικός ο δικός σου ο σταθμός ?

Μόνη σου ή με συνεπιβάτες διέσχισες ετούτο το σταθμό ...μη φοβηθείς ..προσπάθησε σε τούτη τη γωνιά να ησυχάσεις και τα όνειρα της νύχτας ...μες στη μέρα μην πετάξεις....
Πάντα τα τρένα εκεί που ονειρευόμαστε μας βγάζουν...
Δεν είν' τα όνειρα των αλλωνών δικά σου...φανταχτερά ...προκλητικά ...χρωματισμένα κι αν φαντάζουν...και πάψε ξένα να ονειρεύεσαι για σε...
Οι απολογισμοί δεν σου ταιριάζουν ...ούτε οι οπισθοχωρήσεις πια σου πρέπουν....

Βρίσκεσαι ήδη στο δικό σου τον σταθμό...ήταν βαρύ το τίμημα του ναύλου σου ..που αναγκάστηκες να το πληρώσεις...μα τα κατάφερες θαρρώ...εσύ να ταξιδέψεις....
Άλλωστε πρώτη ή δεύτερη η θέση που ταξίδεψες...κανείς δεν το κατόρθωσε τα μάτια στο σεργιάνι να σου κλείσει...είσαι γεμάτη με πολύτιμες  αποσκευές και εικόνες....
Το κοριτσάκι που εδιάλεξες συνεπιβάτη σου να έχεις...στην διπλανή τη θέση μέσα σου...ποτέ δεν σε εγκατέλειψε... του άρεσε η θέση αυτή και χαμογελαστό κι αυτό...στην ίδια στάση θα κατέβει....μέσα στον ίδιο το σταθμό...στις ράγες της ζωής σου...
Αρμονικά εταξιδέψατε μαζί...ώρες και μέρες ατελείωτες...και να ο σταθμός μπροστά σας...

Σοφία Θεοδοσιάδη
................................................................................................................................................................

 

 

18 Ιανουαρίου 2016

Είμαι το Φάντασμα αυτών που δεν κατάφεραν να φτάσουν και δεν θα φτάσουν....


Ο βραβευμένος με Oscar Robert De Niro συνεργάζεται για πρώτη φορά με τον installation artist JR στο φιλμ μικρού μήκους με τίτλο «Ellis», το οποίο πραγματεύεται τις συγκλονιστικές ιστορίες των μεταναστών που κατέφθασαν κατά εκατομμύρια στις αρχές του αιώνα στο γνωστό Ellis Island, προσδοκώντας σε μια καλύτερη ζωή στις ΗΠΑ.

Στο μικρό νησάκι, επί του οποίου βρίσκεται χτισμένο το εντυπωσιακό Άγαλμα της Ελευθερίας, διαδραματίστηκαν άπειρες ιστορίες ανθρώπινου πόνου και ανεκπλήρωτων ελπίδων, αφού ουσιαστικά χρησίμευσε ως το «φίλτρο» για να λάβουν οι μετανάστες την πολυπόθητη άδεια παραμονής και εργασίας του στις ΗΠΑ, ένα όνειρο που απέκτησε μεγάλες διαστάσεις στις αρχές του 20ού αιώνα, όπου η Αμερική φάνταζε σαν τη Γη της Επαγγελίας.

Στο φιλμ μικρού μήκους του JR, ο Robert De Niro ενσαρκώνει έναν από τους εκατομμύρια μετανάστες που βρέθηκαν στο Ellis Island Immigrant Hospital, στο νοσοκομείο που από το 1902 που ξεκίνησε τη λειτουργία του πέρασαν τουλάχιστον 1,2 εκατομμύρια μετανάστες, πολλοί εκ των οποίων δεν κατάφεραν ποτέ να φτάσουν στον προορισμό τους, εξαιτίας των ασθενειών που μάστιζαν τον πληθυσμό της εποχής.

Μέσα στο επιβλητικό και ερειπωμένο πια Ellis Island Immigrant Hospital, o JR χρησιμοποιεί τα installations, που κατασκεύασε από φωτογραφίες πραγματικών μεταναστών της εποχής, ως φυσικό σκηνικό για την πλοκή του φιλμ, με τον Robert De Niro στον ρόλο του αφηγητή της δραματικής ιστορίας εκατομμυρίων ανθρώπων που άφησαν τον τόπο τους για μια καλύτερη ζωή και ένα υποσχόμενο -αν και αβέβαιο- μέλλον.

Το φιλμ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο The New Yorker Festival στις 4 Οκτωβρίου, ενώ μόλις σήμερα κυκλοφόρησε ολόκληρο στο διαδίκτυο και μάλιστα με ελληνικούς υποτίτλους:

http://didee.gr/2016/01/18/ellis-dite-olokliro-to-sigklonistiko-film-mikrou-mikous-tou-robert-de-niro-me-ellinikous-ipotitlous/ 


Aφιερώστε μόνο 14 λεπτά από το χρόνο σας...για το παραπάνω, σπάνιο Βίντεο αυτό, με Ελληνικούς υποτίτλους....
.................................................................................................................................................................
Συγκρίνετε και παραλληλίστε....
<<Λυπάμαι είμασταν τόσο κοντά >>>
Ζωές που ψάχνουν το <<Απέναντι >>
Άνθρωποι διαφορετικού σχήματος ,χρώματος και μεγέθους....
Μα '''άνθρωποι''.
Είμαι το φάντασμα αυτών που δεν κατάφεραν να φτάσουν και δεν θα φτάσουν....
Ένας κόσμος υποκριτικός '''ένας κόσμος αδιάφορος...μα και ένας κόσμος στις μικρές λεπτομέρειες...στους λίγους...γεμάτος συναισθήματα ...μνήμη και ανθρωπιά...

Σοφία Θεοδοσιάδη 

..................................................................................................................................................................

17 Ιανουαρίου 2016

Ο μύθος της Αμυγδαλιάς...

Ήταν κάποτε στη Θράκη, μια πανέμορφη πριγκίπισσα, η Φυλλίς, η οποία ερωτεύτηκε το γιο του Θησέα, τον Δημοφώντα. Οι δύο νέοι γνωρίστηκαν όταν το καράβι του νεαρού Αθηναίου Δημοφώντα επέστρεφε από την Τροία.
Παντρεύτηκαν αλλά μετά από λίγο καιρό ο νεαρός Αθηναίος νοστάλγησε την πατρίδα του και η ερωτευμένη πριγκίπισσα μη αντέχοντας να τον βλέπει στεναχωρημένο ,τον άφησε να γυρίσει πίσω και αν την αγαπούσε πραγματικά θα ξαναγύριζε και τότε θα ήταν πραγματικά και ειλικρινά δικός της.

Έτσι κι έγινε, και η ερωτευμένη Φυλλίς έμεινε μόνη να περιμένει τον εκλεκτό της για χρόνια ώσπου μαράζωσε και πέθανε από τη θλίψη της.Όμως οι θεοί που ήξεραν την ιστορία της την μεταμόρφωσαν σε δέντρο για να μπορεί να περιμένει για περισσότερα χρόνια τον αγαπημένο της.Έτσι η ερωτευμένη γυναίκα δεν πέθανε αλλά έγινε το δέντρο, που έμελλε να γίνει σύμβολο της ελπίδας : η Αμυγδαλιά.

Έλεγαν λοιπόν ότι μετά από χρόνια και όταν ο Δημοφώντας επέστρεψε στη Θράκη , βρήκε την αγαπημένη του και πιστή γυναίκα , όχι περιστοιχισμένη από μνηστήρες ,αλλά ένα ξερό δέντρο δίχως φύλλα στη μέση του παγωμένου τοπίου.Απελπισμένος και γεμάτος τύψεις αγκάλιασε τον κορμό της και τότε εκείνη πλημμύρισε ανθούς στη μέση του χειμώνα νικώντας το θάνατο.

Μια άλλη εκδοχή του μύθου για την αμυγδαλιά αναφέρει ότι η φυλλίς έμεινε πίσω περιμένοντάς τον , στον τόπο της τελετής του γάμου της.Τα χρόνια περνούσαν και ο Δημοφώντας δεν επέστρεφε.Απελπισμένη η βασιλοπούλα που τον έχασε για πάντα πήγε και κρεμάστηκε σ'ένα δέντρο. Το δέντρο κράτησε την ψυχή της κι από τότε δεν ξανάβγαλε φύλλα , ούτε άνθισε.

Κάποτε με τα χιόνια του Γενάρη γύρισε ο γιος του Θησέα. Σαν έμαθε τον τραγικό χαμό της αγαπημένης του πήγε, αγκάλιασε το δέντρο και αυτό άρχισε να βγάζει τρυφερά φύλλα και άνθη. Η ψυχή της βασιλοπούλας ένιωσε χαρά με το γυρισμό του Δημοφώντα μα δεν ξαναπήρε την ανθρώπινη μορφή της. Έμεινε δέντρο και κάθε χρόνο το Γενάρη, στολίζεται με κάτασπρα λουλούδια.
Έτσι η αμυγδαλιά, έγινε σύμβολο της ελπίδας, δείχνοντας ότι η αγάπη δεν μπορεί να νικηθεί από το θάνατο.
...................................................................................................................................

                     Λαογραφική ιστορία της αμυγδαλιάς.                                                                                       
                                                                                                                                                                                                              
Η Αμυγδαλιά ήταν μια όμορφη κόρη και κατοικούσε σ΄ ένα μεγάλο πύργο. Η μητέρα της την είχε μονάκριβη , τη λάτρευε τόσο πολύ και δεν την άφηνε το χειμώνα να βγει έξω ούτε μια φορά, για να μην κρυώσει. Έτσι , η Αμυγδαλιά καθόταν τις χειμωνιάτικες μέρες πίσω από το τζάμι του παραθύρου της , μέσα στη ζεστασιά του δωματίου της και από εκεί έβλεπε τη βροχή να πέφτει,τον άνεμο να
  λυσσομανάει και πολλές φορές να ξεριζώνει τα δέντρα , το χιόνι να στροβιλίζεται και να ντύνει κάτασπρη τη γη , τα σπουργιτάκια να ψάχνουν με κόπο να βρουν κάτι για να τσιμπήσουν.

Μια μέρα ο Βοριάς , ο πιο ψυχρός από τους ανέμους που φυσάνε στη γη, έτυχε να περάσει έξω από τον πύργο, είδε την Αμυγδαλιά πίσω από το παράθυρό της , τον θάμπωσε τόσο πολύ η ομορφιά της , την αγάπησε κι έβαλε σκοπό να την παντρευτεί. Αλλά…ποια κοπέλα θα δεχόταν να παντρευτεί τον άνεμο; Έτσι ο Βοριάς αποφάσισε να μεταμορφωθεί σε άνθρωπο. Είχε μαγική δύναμη και το κατάφερε πολύ εύκολα. Μεταμορφώθηκε λοιπόν σ΄ ένα ωραίο παλικάρι , σ΄ έναν ιππότη και μια μέρα στάθηκε έξω από το παράθυρο της Αμυγδαλιάς.

Η όμορφη κόρη θαμπώθηκε κι αυτή από την ομορφιά του παλικαριού και δεν άργησε να τον αγαπήσει. -Γιατί δεν ανοίγεις το παράθυρό σου να σε δω από κοντά; τη ρώτησε μια μέρα ο Βοριάς. -Δεν μπορώ , του απάντησε η Αμυγδαλιά .Όσο κρατάει ο χειμώνας η μητέρα μου δε μ΄ αφήνει να βγω από το δωμάτιό μου ούτε ν΄ ανοίξω το παράθυρό μου, γιατί είμαι τόσο ντελικάτη και θα κρυώσω. Θα πρέπει να περιμένεις να έρθει το καλοκαίρι. -Το καλοκαίρι δεν περνώ από αυτά τα μέρη , της είπε ο Βοριάς. Να πεις στη μητέρα σου πως θέλω να σε παντρευτώ και τότε θα σ΄ αφήσει να βγεις από το δωμάτιό σου.

Μίλησε την ίδια εκείνη μέρα η Αμυγδαλιά στη μητέρα της για τον όμορφο νέο που είχε γνωρίσει και την παρακάλεσε να της επιτρέψει να τον παντρευτεί. -Μα…ποιος είναι αυτός ο νέος; τη ρώτησε η μητέρα της. Πώς να σε παντρέψω με έναν άγνωστο; Κι έπειτα…πώς θα μπορέσεις να βγεις έξω με αυτό το κρύο; Άφησε να ζεστάνει ο καιρός και τότε μπορείς να βγεις για να γνωρίσεις από κοντά το νέο που αγαπάς. -Να βγω έστω και για λίγο, την παρακάλεσε η Αμυγδαλιά. -Μην είσαι τόσο βιαστική κόρη μου, τη συμβούλεψε πάλι η μητέρα της.Υπάρχουν τόσοι και τόσοι νέοι που θα ήθελαν να σε παντρευτούν. Μη δίνεις και τόση εμπιστοσύνη σε αυτόν τον άγνωστο.

Η Αμυγδαλιά όμως δεν άκουσε τη συμβουλή της μητέρας της και μια μέρα που εκείνη έλειπε από τον πύργο , ντύθηκε στα λευκά , σα νύφη , άνοιξε την πόρτα κι έτρεξε να συναντήσει τον ιππότη της και να φύγει μαζί του… Ο Βοριάς την έσφιξε στην αγκαλιά του μα…ήταν τόσο παγωμένος και η Αμυγδαλιά ήταν τόσο άμαθη στο κρύο. Έτσι, δεν άργησε να παγώσει το σώμα της, να παγώσει η καρδιά της και να ξεψυχήσει…Δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι ο νέος που αγαπούσε ήταν ο Βοριάς που παγώνει το καθετί στο πέρασμά του.

Ο θεός λυπήθηκε πολύ για το θάνατο της Αμυγδαλιάς και πάνω στον τάφο της έκανε ν΄ ανθίσει ένα δέντρο που πήρε τ΄ όνομά της. Από τότε, ακόμα και μέσα στο βαρύ χειμώνα , η αμυγδαλιά βιάζεται ν΄ ανθίσει.Τα λευκά της λουλούδια μοιάζουν με νυφικό πέπλο. Βιάζεται να συναντήσει τον αγαπημένο της Βοριά και να τον παντρευτεί. Κι εκείνος , παγώνει και μαραίνει χωρίς να το θέλει τα λουλούδια της...
ΠΗΓΗ : Λαογραφία - Μυθολογία.
................................................................................................................................... 

Σκέψεις ....με άρωμα Σοφίας.



Πάντα πίστευα πως μέσα από τους μύθους και τα παραμύθια, τα πιο γλυκά τα λόγια και τα συμπεράσματα ηχούν στα αυτιά μας...
Γλυκός ο τρόπος για να μάθεις την αγάπη και το θάνατο , την προσμονή και την καρτερικότητα...την αφοσίωση...την πίστη...την ελπίδα...

Υπάρχουν ναι.. κι αυτοί οι άνθρωποι, αυτοί οι χαραχτήρες , όσο κι αν μοιάζει ουτοπικό, όσο κι αν φαίνεται παράταιρο σε μια τόσο γρήγορη και βιαστική εποχή...που όλα σαν μιας χρήσεως μαντιλάκια τα πετάει...

Υπάρχουν άνθρωποι και χαραχτήρες που πιστεύουνε και  στην αληθινή αγάπη...στο άγγιγμα της ψυχής...στο άγγιγμα του έρωτα...και μένουνε πιστοί..πιστοί στον άνθρωπο...στη δύναμη της ένωσης ...της επικοινωνίας...

Την ερωτεύτηκε για πάντα ο Βοριάς την αμυγδαλιά...
Τι υπέροχος συμβολισμός...τι εξαίσια αλληγορία...!!!!!!! 
Έρωτας ,αγάπη, αφοσίωση, πίστη, προσμονή, καρτερικότητα, λατρεία ...
Λέξεις και αξίες ανυπέρβλητες και διαχρονικές...
Υφάδια και κεντίδια και πηγές αληθινής ζωής....
Το κάθε που διαβάζεις πρέπει και να το αφουγκράζεσαι...
Το σμίλεμα του νου και της ψυχής , να το ανακαλύψεις στις διηγήσεις τις απλές, εκεί είναι κρυμμένη και η ουσία... 

Σοφία Θεοδοσιάδη.
.....................................................................................................................................

16 Ιανουαρίου 2016

Ανθείς το Καταχείμωνο Αμυγδαλιά μου εσύ...





Χειμώνας έπιασε βαρύς...λυγάνε τα κλαριά σου στη μανία του βοριά....
Μονάχη σου στην άκρη εκεί του βράχου μένεις... και σε κοιτώ ...σε παρακολουθώ....
όμορφη...λυγερή κι αγέρωχη...στα άσπρα και στα ροζ ντυμένη...καμαρώνεις...λουλούδι μου ακριβό..αμυγδαλιάς ανθός ευαίσθητος ...μα βιαστικός...και ανυπόμονος...τον ερχομό του άνθους σου κανείς ποτέ  χιονιάς ..δεν τόλμησε να σταματήσει ...να αναβάλλει....

Τρελλή θαρρούν πως είσαι εσύ και βιαστική...και τον καιρό να τον προλάβεις προσπαθείς...
Κανένας δε σε ρώτησε ποτέ...γιατί το ''Καλοκάιρι'' σου το βιάζεσαι ...λουλούδι να το κάνεις...
Τάχατες δεν είναι η αλήθεια αυτή...πως ο καιρός αν γρήγορα στην ώρα του δεν τον '''τσακώσεις'''και δεν τον εκμεταλλευτείς... και δεν τον παγιδέψεις...γρήγορα απ' το δικό σου το σταθμό...σε άλλο σταθμό θα κινήσει για να ταξιδέψει ... να κατέβει?
Ωφέλιμη η βιασύνη σου φορές - φορές...σαν θες πολύτιμα κομμάτια και του χρόνου  να εγκλωβίσεις....να γευθείς...καρπούς σαν θες και τα κλαριά σου να γεμίσεις....
Είναι τρελλή η αμυγδαλιά το καταχείμωνο π'ανθεί....μα είναι μοναδικό το θέαμα κι η εικόνα της...μες στο ξερό το άψυχο τοπίο του Χειμώνα...

Σάμπως δεν είναι μαγικό να ανθείς κι εσύ και  κόντρα να πηγαίνεις,στους ''παγερούς Χειμώνες'' και μες στους δύσκολους καιρούς ...που στο πιάτο σου αναπάντεχα οι ''χιονιστάδες '' των ανθρώπων των απανταχού..εσένα  σου σερβίρουν?
Τι όμορφη η αντίδραση των λουλουδιών σου των μοναδικών...που βιάζονται την Άνοιξη στη φύση και μέσα  στις καρδιές μας για να φέρουν....!!!!!!!!!! 

 Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη
...............................................................................................................................................................
                                                                                          ΑΝΘΙΣΜΈΝΗ ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ
                                                                                                   Γεώργιος Δροσίνης
                                                                                            
 Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά
με τα χεράκια της
κι εγέμισ’ από άνθη η πλάτη
η αγκαλιά και τα μαλλάκια της.
Κι εγέμισ’ από άνθη...

Αχ, σαν την είδα χιονισμένη την τρελή
γλυκά τη φίλησα
της τίναξα όλα τ’ άνθη από την κεφαλή
κι έτσι της μίλησα:
Της τίναξα όλα τ’ άνθη...

Τρελή, σαν θες να φέρεις στα μαλλιά σου τη χιονιά
τι τόσο βιάζεσαι;
Μονάχη της θε να `ρθει η βαρυχειμωνιά,
δεν το στοχάζεσαι;
Μονάχη της θε να `ρθει...

Του κάκου τότε θα θυμάσαι τα παλιά
τα παιχνιδάκια σου
σκυφτή γριούλα με τα κάτασπρα μαλλιά
και τα γυαλάκια σου.
Σκυφτή γριούλα...
................................................................................................................................................................


    
Το νεο-κλασσικό σήμερα, δημώδες σχεδόν για τους μεγαλύτερους σε ηλικία, τραγούδι της "ανθισμένης αμυγδαλιάς" γράφτηκε από τον Γεώργιο Δροσίνη και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο σατυρικό «Ραμπαγάς» το 1882. Ο συνθέτης του -κατά δήλωση του ιδίου- ήταν ο Γεώργιος (Τζώρτζης) Κωστής (1871-1959), ράπτης το επάγγελμα που πέθανε λησμονημένος στο Άργος, όπου τον είχε περιθάλψει ο τότε Αρχιμανδρίτης Μητροπόλεως Αργολίδος και μετέπειτα Επίσκοπος Χρυσόστομος Δεληγιαννόπουλος μετά τους σεισμούς της Ζακύνθου. Εκείνο που ίσως έχει και κάποια ιστορική αξία είναι το γεγονός ότι ο άγνωστος συνθέτης του, το μελοποίησε κατά τη διάρκεια της επιστράτευσης του 1885 με αποτέλεσμα πολύ γρήγορα να διαδοθεί από τους στρατιώτες σε όλη την Ελλάδα.


Το ποίημα αυτό το έγραψε ο Γεώργιος Δροσίνης σε νεαρή ηλικία όταν ακόμη δημοσίευε τους στίχους του με το ψευδώνυμο Αράχνη για μια χαριτωμένη μαθήτρια του Αρσακείου, εξαδέλφη του, που πράγματι συνέβη να κουνήσει την ανθισμένη νεραντζιά του κήπου του και να πέσουν τα άνθη επάνω της. Και βέβαια ποιητικά αλλά και συμβολικά η νεραντζιά έγινε αμυγδαλιά.

Οι στίχοι του ποιήματος συγκινούν περισσότερο με τις απλές εικόνες, τα ερωτικά συναισθήματα και την αντίθεση νεότητας – γήρατος σε μια φιλοσοφική σύνθεση. Η δε μουσική του αλλά και η εκτέλεσή του και σε τετραφωνία είχαν ως αποτέλεσμα να αποτελέσει το προσφιλέστερο «μελώδημα» της εποχής και για αρκετές 10ετίες της κάθε συμποτικής συγκέντρωσης ή «μουσικής οικιακής εσπερίδας».
                             
....................................................................................................................................................................

15 Ιανουαρίου 2016

Ιθάκες ψάχνεις και ονειρεύεσαι ...


Πάντα θα υπάρχει η αφορμή και πάντα η αιτία να ονειρεύεσαι...να σχεδιάζεις...να προγραμματίζεις ...να περιπλανιέσαι σε διαδρομές πρωτόγνωρες και μακρινές.....

Αρκεί μονάχα μια στιγμή ...μια τόση δα στιγμούλα...τη ρότα της σκέψης και της ζωής σου για να αλλάξει... σε τόπους άγνωρους και σε λιμάνια απάνεμα ή και φουρτουνιασμένα  να σε βγάλει...

Σαν έτοιμος από καιρό...σαν ένα κρυμμένο χαρωπό παιδί ...που έκρυβε τη μπάλα του, στο γήπεδο να βγει...πάντα εκεί κρυμμένος καρτερούσες.... 

Μπορεί τα χρόνια να διαβαίνουν ...να περνούν  ...νεράκι να κυλούν από μπροστά σου...μα αν οι ρυτίδες που στο μέτωπό σου σχηματίστηκαν...αν δεν τις άφησες και την μεγάλη σου καρδιά να ρυτιδιάσουν...και αν το πνεύμα το εφύλαξες γερά και τόθρεψες ...το πότισες ...εεε τότε ναι μπορείς ακόμα ταξίδια μακρινά να ονειρεύεσαι...ταξίδια σε θάλασσες αταξίδευτες , που σε λιμάνια ανοιχτά θε να σε πάνε ...να σε προσαράξουν....

Ναυάγησες πολλές φορές...φοβήθηκες και τόβαλες στα πόδια...
Θεωρίες άπειρες σου αναπτύξανε...και σε συμβούλεψαν σοφοί και ειδικοί...πως η ζωή πολλές παγίδες κρύβει...κι εσύ μαζεύτηκες και κλείστηκες τον φόβο σου να κρύψεις ...να ξορκίσεις αν μπορείς...χωρίς ποτέ σου να μπορέσεις τώρα εσύ...τη φλόγα από μέσα σου της αναζήτησης και του ταξιδιού να αφαιρέσεις... να ξεχάσεις...

Ανοίχτηκες και πάλι με λευκά πανιά...τις ανοιχτές τις θάλασσες που πάντα λάτρευες ...για να τις διασχίσεις...κλείνοντας ερμητικά τα αυτιά και στις Κασσάνδρες, που με εκκωφαντικές κραυγές σε προειδοποιούσαν...για να σε προφυλάξουν λέγοντας, από ναυάγια ξανά που έρχονταν για να σε συναντήσουν...
Μα ποιός άραγε γεύθηκε ταξίδια τόσο παράτολμα ωσάν κι εσέ ...το φόβο σου που πάτησες και σαν ένα άλλος Οδυσσέας χρόνια τώρα αμέτρητα, Ιθάκες ψάχνεις και ονειρεύεσαι ?

Μην τους ακούς και τη σχεδία σου ξανά στα γαλανά νερά της θάλασσάς σου πέταξε...γιατί παιδί των ανοιχτών των θαλασσών έχεις δηλώσει...και τα φουρτουνιασμένα κύματα ποτέ δεν σε φοβήσαν...και πάντα τις φουρτούνες της ζωής...μπουνάτσες διαδέχονταν και τις ακολουθούσαν..
Μα σαν θα βγεις σε απάνεμο λιμάνι.. που εσύ εδιάλεξες να δέσεις και να αράξεις...θάναι τόσο γεμάτη η ψυχή...που μονομιάς τις τρικυμίες θα κοπάσει...θα ξεχάσει...
Τι να την κάνεις μια ζωή σε λίμνες στάσιμων νερών...όταν μπροστά στα μάτια σου τα γαλανά νερά, σαν τις σειρήνες σε καλούν...σου γνέφουν ...σε φωνάζουν ?

<< Κι αν φτωχική την βρεις , η Ιθάκη δε σε γέλασε. έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν. >> Κ. Καβάφης .

 Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη.
................................................................................................................................................................... 

                                                                                    Κωνσταντίνος Καβάφης - Ιθάκη

    Σαν βγεις στο πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δε θα βρεις,
αν μεν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δε θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους.
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγματείες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά.
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στο νου σου να `χεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει.
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δε θα `βγαινες στον δρόμο.
Αλλά δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν

................................................................................................................................................................. 

13 Ιανουαρίου 2016

Εις τα θεμέλια του Φρενοκομείου - Γεωργίου Σουρή.

 

 

 

Εις τα θεμέλια του Φρενοκομείου

 

Ω Εορτή των Εορτών... Ω ευτυχής ημέρα!
Ω! τώρα πρέπει ο καθείς του Άστεως πολίτης
να βάλει στο μπαλκόνι του μια κόκκινη παντιέρα
με μια χρυσήν επιγραφή "Ζωρζής Δρομοκαΐτης".
Ναι! τώρα πρέπει στολισμός με δάφνες και μυρσίνες,
Ναι! τώρα πρέπουν κανονιές, φανάρια και ρετσίνες.

Φρενοκομείο κτίζεται και στη σοφήν Ελλάδα!
Α! ο Θεός εφώτισε τον Χιώτη τον Ζωρζή
και τώρα μέσα στου Δαφνιού τη τόση πρασινάδα
θα βρίσκουμε παρηγοριά κι η μνήμη του θα ζει.
Ω μέγα ευεργέτημα των ευεργετημάτων!
Ω μόνον οικοδόμημα των οικοδομημάτων!

Θέλει λαμπρόν Μαυσώλειον αυτός ο κληροδότης,
παιάνας κι αποθέωσιν εις τρίτους ουρανούς!...
Ευρέθη μες στους Χιώτηδες, με γνώση κι ένας Χιώτης,
κι εσκέφθη ο μεγάλος του και πρακτικός του νους
πως μέσα στην Ελλάδα μας που πλημμυρούν τα φώτα,
Φρενοκομείον έπρεπε να γίνει πρώτα-πρώτα.
..................................................................................................................................................................
 Ο Ζωρζής (Γεώργιος) Δρομοκαΐτης γεννήθηκε το 1805 στον Κάμπο της Χίου. Καταγόταν από τη βυζαντινή οικογένεια των Δερμοκαΐτη, η οποία είχε μετοικήσει στο νησί από την Κωνσταντινούπολη. Μετά την καταστροφή της Χίου από τους Τούρκους (30 Μαρτίου 1822) συνελήφθη αιχμάλωτος και επιχειρήθηκε να πουληθεί ως δούλος στην Κωνσταντινούπολη. Για καλή του τύχη τον βρήκε και τον αγόρασε ο θείος του Μιχαήλ Αγέλαστος, ο οποίος και τον πήρε υπό την προστασία του.
Η μεγαλύτερη ευεργεσία του, με την οποία διασώθηκε ως τις μέρες μας το όνομά του, είναι το ψυχιατρικό θεραπευτήριο στο Δαφνί της Αττικής, το οποίο φέρει την ονομασία «Φρενοκομείον Ζωρζή και Ταρσής Δρομοκαίτου», γνωστότερο ως Δρομοκαίτειο. Με τη διαθήκη του, που ήταν κατατεθειμένη στο Ελληνικό Προξενείο της Χίου (η Χίος βρισκόταν υπό τουρκικό ζυγό έως το 1912), κληροδότησε το ποσό των 800.000 δραχμών, με το οποίο κατέστη δυνατή η ανέγερση του νοσηλευτικού ιδρύματος και η λειτουργία του το 1887, επτά χρόνια μετά τον θάνατό του, που επισυνέβη στις 20 Δεκεμβρίου 1880.

...................................................................................................................................................................


«Ο Ρωμηός» είναι ένα ποίημα του σατιρικού ποιητή από τη Σύρο Γιώργου Σουρή (1853-1919)...

 Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.

Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.

Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.

Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.

Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.

Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.

Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ..
....................................................................................................................................................................
Σουρής Γεώργιος και καυστική σάτιρα...
Αλήθειες ειπωμένες ...βαθιές..αποστάγματα σκέψης ...κι όχι απλά προς τέρψιν των '''γελώντων'''...
Ένα υπέροχο ποίημα που δημοσιεύτηκε στην σατυρική εφημερίδα ο Ρωμηός το 1884...
Πέρασαν χρόνια και καιροί από τότε...μα πάντα η Ελλάδα μας η '''κουρελού'''θέλει ξανά μαντάρισμα...
Σοφία Θεοδοσιάδη.
...............................................................................................................................................................
 Ευχαριστώ τον αγαπημένο μου φίλο Νικόλα για το υπέροχο παρακάτω Βίντεο που μου έστειλε....
Πραγματικά αξίζει τον κόπο να το δείτε...
Τα καραγκιοζιλίκια του Έλληνα...
Συμπεριφορές γνώριμες σε όλους μας και ει δυνατόν αποφευκταίες...



   Κώστας Χατζής - ο Σουρής και η εποχή του .

..................................................................................

12 Ιανουαρίου 2016

Νίκου Καζαντζάκη, Οι αδερφοφάδες (απόσπασμα)

Νίκου Καζαντζάκη, Οι αδερφοφάδες (απόσπασμα) 

 

Μα ξαφνικά, γιατί; ποιος έφταιξε; Καμιά μεγάλη αμαρτία δεν πλάκωσε το χωριό· όπως πάντα οι χωριανοί νήστευαν τις σαρακοστές, Τετάρτη και Παρασκευή δεν έτρωγαν κρέας και ψάρι, δεν έπιναν κρασί, πήγαιναν κάθε Κυριακή στη λειτουργία, έφερναν πρόσφορα, έκαναν κόλλυβα, ξομολογιούνταν και μεταλάβαιναν, γυναίκα δε σήκωνε τα μάτια της να κοιτάξει ξένον άντρα, άντρας δε σήκωνε τα μάτια να κοιτάξει ξένη γυναίκα, όλοι ακλουθούσαν τη στράτα τού θεού...Όλα πήγαιναν καλά και ξαφνικά, εκεί πού ήταν ο θεός σπλαχνικά σκυμμένος κατά το ευτυχισμένο χωριό, απόστρεψε πέρα το πρόσωπό του. το χωpιό ευτύς σκοτείνιασε, κι ένα πρωί φωνή σπαραχτικιά ακούστηκε στην πλατεία του χωριού: «Ξεριζωθείτε, οι Δυνατοί της Γης προστάζουν, φύγετε! Όλοι οι Έλληνες στην Ελλάδα, όλοι οι Τούρκοι στην Τουρκιά! Πάρτε τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας, τα κονίσματα, ξεκουμπιστείτε! Δέκα μέρες διορία».

Θρήνος σηκώθηκε μέσα στο χωριό, σάστισαν γυναίκες κι άντρες, πήγαιναν κι έρχονταν κι αποχαιρετούσαν τους τοίχους, τους αργαλειούς, τη βρύση του χωριού, τα πηγάδια. Κατέβαιναν στην ακρογιαλιά, κυλίονταν στα χοχλάδια του γιαλού, αποχαιρετούσαν τη θάλασσα κι έσερναν μοιρολόι. Δύσκολα, δύσκολα πολύ, μαθές, ξεκολνάει η Ψυχή από τα γνώριμά της νερά κι από τα χώματα! Κι ένα πρωί ο γέρο παπα-Δαμιανός, μοναχός του, δεν αφήκε τον τελάλη, μήτε τον άλλο νιότερο παπά, τον παπα-Γιάνναρο, μοναχός του σηκώθηκε αξημέρωτα, πήρε σβάρνα το χωριό, γύριζε από πόρτα σε πόρτα, φώναζε : «Στ' όνομα του θεού, παιδιά, ήρθε η ώρα !»

Από τις βαθιές αυγές χτυπούσαν λυπητερά οι καμπάνες, οληνύχτα οι γυναίκες ζύμωναν, οι άντρες διαγούμιζαν βιαστικά από τα σπίτια τους ό,τι μπορούσαν να πάρουν μαζί τους, κάπου κάπου μια γριούλα έσερνε ακόμα το μοιρολόι, μα οι άντρες, με πρησμένα μάτια, γύριζαν και της φώναζαν να πάψει. Τι φελούν τα κλάματα; είπε ο Θεός θα γίνει, ας γίνει το λοιπόν να ξεμπερδεύουμε! Και γρήγορα γρήγορα, προτού να λυγίσει η Ψυχή μας και πριν καλά καλά να καταλάβουμε τη συφορά. Ελάτε, γρήγορα χέρια, βρε παιδιά! Ας φουρνίσουμε τα ψωμιά, ας σακιάσουμε όσο αλεύρι μπορούμε, μακρινή πολύ 'ναι η στράτα, ας πάρουμε μαζί μας ό,τι μας χρειάζεται για να ζήσουμε, τσουκάλια, σκάφες, στρώματα, άγια κονίσματα, μη φοβάστε, αδέρφια! Οι ρίζες μας δεν είναι μονάχα εδώ κάτω στη γης, πιάνουν και τον ουρανό και θρέφονται και γι’ αυτό η ράτσα μας είναι αθάνατη. Όρτσα το λοιπόν, παιδιά, Κουράγιο!

Φυσούσε αγέρας, χειμώνας καιρός, τα κύματα είχαν αγριέψει, ο ουρανός γεμάτος σύννεφα. Κανένα αστέρι. Οι δυο παπάδες του χωριού, ο γερο-Δαμιανός κι ο μαυρογένης παπα-Γιάνναρος, πηγαινόρχουνταν μέσα στην εκκλησιά, μάζευαν τα κονίσματα, το άγιο δισκοπότηρο, τ' ασημένιο Βαγγέλιο, τα χρυσοκέντητα άμφια, στέκουνταν κι αποχαιρετούσαν τον Παντοκράτορα, που ενέδρευε ζωγραφισμένος στον τρούλο, ο γερο-Δαμιανός γούρλωνε τα μάτια και τον κοίταζε. πρώτη φορά είχε δει πόσο ήταν άγριος, πως έσφιγγε τα χείλια του με θυμό και καταφρόνεση και κρατούσε το Βαγγέλιο σαν κοτρόνα κι ετοιμάζουνταν να το σφεντονίσει κατακέφαλα στους ανθρώπους.

Κούνησε ο γερο-Δαμιανός το κεφάλι ήταν χλωμός, αδύναμος. Ρουφηγμένα τα μαγουλά του, δεν τού 'μεναν στο πρόσωπο παρά δυο μάτια μεγάλα. Τού 'χαν φάει το κορμί η νήστια, η προσευκή κι η αγάπη για τους ανθρώπους. Κοίταζε με τρόμο τον Παντοκράτορα, τόσα χρόνια και πώς να μην τον δει! Στράφηκε στον παπα-Γιάνναρο : «Έτσι άγριος ήταν πάντα ;» έκαμε να τον ρωτήσει, μα ντράπηκε.

—Παπα-Γιάνναρε, είπε, κουράστηκα. Μάζεψε εσύ τα κονίσματα που θα πάρουμε μαζί μας και τ' άλλα να τα κάψουμε, παιδί μου, κι ο θεός θα μας συχωρέσει, να τα κάψουμε να μην τα μαγαρίσουν οι Αγαρηνοί. Και μάζεψε τη στάχτη, μοίρασέ τη στους χωριανούς, να την κρατούν φυλαχτό. Κι εγώ θα σηκωθώ να κουρταλώ τις πόρτες και να φωνάζω : Ήρθε η ώρα!

Πήρε να ξημερώσει - μέσα από μαύρα σύννεφα πρόβαλε ο ήλιος, φαλακρός, άρρωστος. Ένα φως θλιμμένο άγλειψε το χωριό, ξεχάσκισαν οι πόρτες, κατάμαυρες. Λάλησαν λιγοστά κοκόρια, για στερνή φορά, απάνω στις κοπριές της αυλής. Άνοιγαν οι στάβλοι, πρόβαιναν τα βόδια, τα μουλάρια, τα γαϊδουράκια και πίσω τους τα σκυλιά κι οι άνθρωποι. Μύριζε το χωριό ψωμί ξεφουρνισμένο.

—Νά 'χετε την ευκή του θεού, παιδιά μου, παρακαλούσε ο γερο-Δαμιανός και πήγαινε από το ένα σπίτι στο άλλο, μην κλαίτε, μη βλαστημάτε. Θεού 'ναι θέλημα, μπορεί και για καλό μας. Σίγουρα για καλό μας! Πατέρας μαθές είναι ο θεός. Γίνεται ένας πατέρας να θέλει το κακό των παιδιών του; δε γίνεται! Θα δείτε το λοιπόν, παιδιά μου, πως ο θεός μας έχει ετοιμάσει εκεί πέρα πιο καρπερά χωράφια να ριζώσουμε. Σαν τους Όβραίους ξεσηκωνόμαστε κι εμείς από τη γη των άπιστων και πάμε στη Γη της Επαγγελίας! Εκεί τρέχει το μέλι και το γάλα και τα σταφύλια γίνονται ένα μπόι ανθρώπου.

Την παραμονή του μισεμού κίνησαν όλοι μαζί, λιτανεία, άντρες και γυναικόπαιδα, για το μικρό χαριτωμένο νεκροταφείο απόξω από το χωριό, ν' αποχαιρετήσουν τους προγόνους. Ανακλαημένος ήταν ο καιρός, τη νύχτα είχε βρέξει και κρέμουνταν ακόμα στα φύλλα της ελιάς σταλαγματιές βροχή. Και κάτω το χώμα ήταν μαλακό και μύριζε. Ο παπα-Δαμιανός πήγαινε μπροστά, ντυμένος τα καλά του άμφια, με το χρυσοκεντημένο πετραχήλι του και με το ασημένιο Βαγγέλιο στην αγκαλιά του, πίσω του ακολουθούσε ο λαός, και στερνός, ουραγός, ο παπα-Γιάνναρος, με το ασημένιο σικλί γεμάτο αγιασμό και με την αγιαστούρα του από φουντωμένο δεντρολίβανο. Δεν έψελναν, δεν έκλαιγαν, δε μιλούσαν, πήγαιναν βουβοί, σκυφτοί και μονάχα κάπου κάπου μια γυναίκα στέναζε, ένα βαθύ Κύριε, ελέησαν! ακούγονταν από κανένα γέρικο στόμα κι οι νέες μανάδες είχαν ανοίξει τον κόρφο τους και βύζαιναν τα μωρά τους. Έφτασαν στα κυπαρίσσια, έδωκε μια ο παπάς, άνοιξε την πορτούλα, μπήκε, και πίσω του ο λαός. Οι μαύροι ξύλινοι σταυροί ήταν μουσκεμένοι, μερικά φαναράκια έκαιγαν στους τάφους, μισοσβημένες φωτογραφίες πίσω από το γυαλί μαρτυρούσαν πως ήταν οι κοπέλες, πως ήταν οι λεβέντες με τα στριφτά μουστάκια, όταν εζούσαν. Κατασκορπίστηκε ο λαός, βρήκε καθένας τον αγαπημένο του τάφο, έπεσαν κάτω οι γυναίκες και προσκύνησαν το χώμα, οι άντρες, όρθιοι, έκαναν το σταυρό τους και σφούγγιζαν με την άκρα του μανικιού τους τα μάτια. Ο παπα-Δαμιανός στάθηκε στη μέση του κοιμητήριου, σήκωσε τα χέρια: —Πατέρες, φώναξε, Παππούδες, έχετε γεια! Έχετε γεια, φεύγουμε! Δε μας αφήνουν πια οι Δυνατοί της Γης να ζούμε πλάι σας, να πεθάνουμε και να ξαπλώσουμε πλάι σας, να ξαναγίνουμε κι εμείς χώμα μαζί σας. Μας ξεριζώνουν!

Ανάθεμα στους αίτιους! Ανάθεμα στους αίτιους! Ανάθεμα στους αίτιους!

Σήκωσε ο λαός τα χέρια στον oυρανό, σήκωσε βουή μεγάλη: Ανάθεμα στους αίτιους!

Κυλίστηκαν όλοι χάμω, φιλούσαν το μαλακωμένο από τη βροχή χώμα, το 'τριβαν στην κορφή τού κεφαλιού τους, στα μάγoυλα, στο λαιμό, έσκυβαν, το ξαναφιλούσαν. Φιλούσαν τους πατέρες και τους παππούδες, φώναζαν: «Έχετε γεια !».

Προχώρησε με την αγιαστούρα του ο παπα-Γιάνναρος και πήρε αράδα να ραντίζει τα μνήματα.

—Έχετε γεια! Έχετε γεια! φώναζαν ακολουθώντας οι συγγενείς των πεθαμένων, έχετε γεια, αδέρφια, ξαδέρφια, παππούδες! Σχωρέστε μας που σας αφήνουμε στα χέρια των Αγαρηνών, δε φταίμε εμείς, ανάθεμα στον αίτιο!

[πηγή: Νίκος Καζαντζάκης, Οι αδερφοφάδες. Μυθιστόρημα
...................................................................................................................................................................

''χάδι στο μεσοφόρι σου''..


Πάντα την Άνοιξη επρόσμενες ν'ανθούν..
χάδι στο μεσοφόρι σου να τις φορείς..
τη μυρωδιά τους τη μεθυστική
να στάζουν..να λεκιάζουν..
 μα έξω είναι σκοτεινιά και σιγοψιχαλίζει..
οι μυρωδιές δεν έχουν εποχές..έλεος δε γνωρίζουν..
στις παγωμένες..χιονισμένες τις καρδιές..
σκορπούνε αρώματα ακριβά..το νου αναστατώνουν.. 
σαν ο έρωτας την πόρτα τους στ' απρόσμενα χτυπά
παράταιρα..στα ύστερα και στα στερνά.. 
του χρόνου δώρα για το μυστικόν..το φευγαλέον κάλλος.
Τις αγαπώ τις ''Πασχαλιές'' έρχονται απρόσμενα..
κεντούνε με μεταξωτή κλωστή του έρωτα..
το ακριβό φουστάνι..
"Κακό ελάττωμα ο ενθουσιασμός''...
έτσι θα πουν οι φίλοι μου οι βαρετοί..
της υποκρισίας οι ταγοί και θα με συμβουλέψουν...
ανίκητη η μεθυστική τους μυρουδιά 
οικτρά ηττημένη η λογική..γλυκά με παρασέρνει..
Θολά μου γνέφει η καθάρια η αντίληψη..
την προσπερνώ την παραβλέπω...
Χαρά βαφτίζω μόνη μου το πάθος για ζωή..
δώρο θαρρείς πως είναι ουρανόφερτο σ' εμέ....
Είναι μυστήριες κι αυτές οι πασχαλιές 
εσάνς μες στην ψυχή σου..
αν τάχα τες στη μυρωδιά τους αφεθείς...
στους κήπους τους τα όνειρα και πάλι θα ληστέψεις ?
ένα είναι βέβαιο μαθές..τη δυνατή τους μυρωδιά ...
ακόμα την αντέχεις......

''χάδι στο μεσοφόρι σου'' -  Σοφία Θεοδοσιάδη.


.............................................................................................................................................................

11 Ιανουαρίου 2016

Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό - Νίκος Καββαδίας.

"Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν"

Απόσπασμα από το ποίημα του Νίκου Καββαδία - Fata-Morgana
............................................

Ποιός από μας στ' αλήθεια δεν σιγοτραγούδησε  :Θα σε χορέψω στο φτερό του καρχαρία...
Ποιός δεν ταξίδεψε νοερά πέρα από τις γραμμές των οριζόντων...
Πόσες φορές δεν πήραμε ''πορεία ανάστροφη'''στα νερά του Ινδικού..
Σάμπως δεν σταθήκαμε ώρες πολλές στο παραπέτο ...δεν αρμενίσαμε σε θάλασσες..
Δεν μεταλάβαμε με νερό θαλασσινό ?
Και σαν μετάλαβες με νερό ''θαλασσινό''' με το νερό της ζωής και την απεραντοσύνη της θάλασσας...σαν είχες οδηγό σου τον αστρολάβο...σαν κοίταξες ψηλά και μέτρησες τα αστέρια.....ποιά μετάληψη θα σταθεί δυνατότερη από τούτο το νερό...

λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,

Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.


Τρυφερός ...βαθύς και ανεπανάληπτος...αν και θαλασσοδαρμένος...
Τάχα αυτό δεν σημαίνει ''ποιητής ''?  
η φίλη σας Σοφία...

Ο «ποιητής των θαλασσών» Νίκος Καββαδίας

 

Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910, στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας στην Κίνα. Αμφότεροι οι γονείς του Νίκου Καββαδία ήταν Κεφαλλονίτες, ενώ ο πατέρας του, Χαρίλαος, είχε και τη ρωσική υπηκοότητα. Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια εγκαταλείπει την Άπω Ανατολή και επιστρέφει στην Ελλάδα – εκτός από τον Χαρίλαο Καββαδία ο οποίος επιστρέφει στην Ρωσία, όπου διατηρεί επιχειρήσεις γενικού εμπορίου με κύριο πελάτη το τσαρικό στρατό. Με το ξέσπασμα την Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Χαρίλαος Καββαδίας φυλακίζεται ενώ οι επιχειρήσεις του έχουν καταστραφεί.

Το 1921 ο πατέρας της οικογένειας επιστρέφει στην Ελλάδα τσακισμένος. Η οικογένεια αρχικά διαμένει στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς αλλά στην συνέχεια μετακομίζει στον Πειραιά. Ο μικρός Νίκος πηγαίνει στο δημοτικό εκεί, συμμαθητής με τον Γιάννη Τσαρούχη ενώ στο εξατάξιο τότε Γυμνάσιο γνωρίζεται και με τον λογοτέχνη Παύλο Νιρβάνα. Από μικρός αγαπά την ανάγνωση και διαβάζει κυρίως Ιούλιο Βερν και περιπέτειες ενώ ήδη από το δημοτικό διαφαίνεται το συγγραφικό του ταλέντο, όπου εκδίδει ένα σχολικό περιοδικό.

Σε ηλικία 18 ετών δημοσιεύονται τα πρώτα ποιήματά του, υπό το ψευδώνυμο «Παύλος Βαλχάλας» στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας. Μετά το Γυμνάσιο δίνει εξετάσεις για την Ιατρική σχολή αλλά ο θάνατος του πατέρα του τον αναγκάζει να εγκαταλείψει τα θρανία για να εργαστεί πλέον για την επιβίωση. Εξακολουθεί ωστόσο να γράφει και έργα του εμφανίζονται σε διάφορα φιλολογικά περιοδικά της εποχής.

Ήταν Νοέμβριος του 1928 όταν εκδίδεται το πρώτο του ναυτικό φυλλάδιο ως «ναυτοπαίς» και τον επόμενο χρόνο μπαρκάρει για πρώτη φορά, ως ναύτης, στο φορτηγό πλοίο «Άγιος Νικόλαος». Το 1933 κάνει την επίσημη είσοδό του στα ελληνικά γράμματα με τη δημοσίευση της ποιητικής συλλογής του «Μαραμπού», το οποίο γίνεται δεκτό από τη λογοτεχνική κοινότητα με σκληρά σχόλια – μόνοι ενθουσιώδεις υποστηρικτές του εμφανίζονται οι Φώτος Πολίτης και Κώστας Βάρναλης.



Η οικογένεια Καββαδία μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα, το 1934, και η οικεία της γίνεται εστία συγκέντρωσης λογοτεχνών, ποιητών και ζωγράφων της εποχής. Το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ασυρματιστή αλλά με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου επιστρατεύεται στο αλβανικό μέτωπο. Τα χρόνια της γερμανικής κατοχής, παραμένει στην Αθήνα, ενώ μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου ( με τη «ρετσινιά» του «κομμουνιστή άνευ δράσεως») μπαρκάρει ξανά, ως ασυρματιστής, και ταξιδεύει συνεχώς για τα επόμενα τριάντα χρόνια, απαθανατίζοντας στο χαρτί τους ξένους τόπους και τις εμπειρίες του.

Το 1947 κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή του «Πούσι» και επανακυκλοφορεί το «Μαραμπού» με την προσθήκη τριών ανέκδοτων ποιήματα και με αυτή τη συλλογή, ο Καββαδίας ξεφεύγει από τα πρότυπά του. Το 1954 εκδίδει τη «Βάρδια», την οποία οι φιλόλογοι, όπως και με το Μαραμπού, δυσκολεύονται να κατατάξουν τόσο λόγω της άψογης δημοτικής και της ιδιωματικής ναυτικής γλώσσας όσο και του γεγονότος ότι δεν μπορούσαν να αποφασίσουν αν επρόκειτο για μυθιστόρημα, αυτοβιογραφικό διήγημα, νουβέλα φαντασίας ή οτιδήποτε άλλο.

Όσοι τον γνώριζαν, έκαναν λόγο για έναν άνθρωπο ήπιο και γλυκομίλητο που αγαπούσε τα αστεία, τα μπορντέλα και τα κορίτσια τους, όπως και την ζωγραφική - στην καμπίνα του είχε κρεμασμένους τρεις πίνακες του Henri de Toulouse-Lautrec. Διάβαζε πάντα πολύ και του άρεσε ιδιαίτερα να απαγγέλλει ποίηση άλλων - άλλωστε γνώριζε πολλούς από τους μεγαλύτερους ποιητές της εποχής, όπως τους Βάρναλη, Σεφέρη, Ελύτη, Σικελιανό.
 Πηγή : Βικιπαίδεια.

Ο «Κόλιας» όπως ήταν το παρατσούκλι του μεταξύ των συντρόφων του ναυτικών, οι περισσότεροι από τους οποίους αγνοούσαν ότι ήταν ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές της χώρας, εγκαταλείπει τη θάλασσα μονάχα όταν το επιβάλλει η υγεία του και με τη συμπλήρωση τριών μηνών διαμονής του στη στεριά, στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, πεθαίνει ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Λίγο καιρό μετά το θάνατό του εκδίδεται η τρίτη ποιητική συλλογή του «Τραβέρσο», με 14 ποιήματα και 3 νανουρίσματα, και χαρακτηρίζεται από πολλούς ως το ωριμότερο έργο του, ενώ τρία χρόνια αργότερα ο συνθέτης Θάνος Μικρούτσικος μελοποίησε με εξαιρετική επιτυχία 11 ποιήματα του, τα οποία κυκλοφόρησαν σε δίσκο με τίτλο «Ο Σταυρός του Νότου». Το 1992, ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποιεί και άλλα ποιήματα του Καββαδία, με ερμηνευτές όπως οι Γιώργος Νταλάρας, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας.

Όταν πέθανε ο Νίκος Καββαδίας, σύντροφοί του ναυτικοί είπαν στην κηδεία του:
«Αγαπημένε μας , σύντροφε ποιητή! Ο χτεσινός άνεμος , έφερε σε μας τους ναυτικούς το πιο θλιβερό ραπόρτο ... Το φορτηγό που περίμενες να σε πάρει , καθυστέρησε. 

Είναι τραβερσωμένο καταμεσίς του Ωκεανού, ζωσμένο στο πούσι. Στα ποστάλια τέλειωσαν τα ματσακονίσματα , οι ναύτες κρεμασμένοι στις σκαλωσιές βάφουν τις άγκυρες , τραγουδώντας τα δικά σου τραγούδια. 
Οι καπετάνιοι δοκιμάζουν τη μπουρού. Το σερβέι σε λίγο τελειώνει ... Ένας μαρκόνης ανήσυχος, χθες αργά έστειλε το ραπόρτο στ΄ αγαπημένα σου μαραμπού να μη γρυλίζουν πια.
«Αν ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική , εμείς , δε βρήκαμε τη δικιά μας ήπειρο να ξεμπαρκάρουμε ...» μας έλεγες. Μα εσύ τι βρήκες; Ποιο τσακισμένο καραβοφάναρο σε πέταξε σ΄ αυτές εδώ τις στεριές;

Πες μας αν είναι αυτό το λιμάνι πού άθελά σου φουντάρισες , ετοίμασε και για μας ένα ντοκ να δέσουμε πρυμάτσα ...
Ο Μάρτης! Αχ αυτός ο Μάρτης! Ξαναγεννιόσουν κάθε Μάρτη! άργησε φέτος, όπως άργησε και το φορτηγό που θα αποχαιρετούσες τους γνωστούς απ' όλα τα λιμάνια του κόσμου ... Όλα άργησαν για σένα φέτος. Μονάχα εσύ βιάστηκες για το ταξίδι το αλαργινό.

Αγαπημένε μας ποιητή , καλό ταξίδι. Δεν κουνάμε τα μαντίλια μας. Αυτό είναι για αταξίδευτους στεριανούς. Εμείς τα δικά μας τα πλέξαμε σαλαμάστρα και θα δέσουμε τις καινούργιες παντιέρες στα ξάρτια , τις παντιέρες που στο κέντρο τους θα 'χουν την γαλάζια σου ζωγραφιά.


Αδελφέ μας ποιητή! Ξεκουράσου στην τελευταία σου κουκέτα , στην πιο μικρή καμπίνα που γνώρισε ποτέ ναυτικός ... Εμείς θα πάμε για σκάντζα βάρδια. Ένα καράβι , που πλέει αλάργα χωμένο στο πούσι, αν βρει την ρότα του θα μας πάρει.
Για κατευόδιο , εμείς οι ναυτεργάτες σύντροφοί σου, σου αφήνουμε λίγο φιλτραρισμένο , από τα μάτια μας , θαλασσινό νερό. Είναι μαζεμένο απ' της θάλασσας τον καθάριο βυθό.... Γεια σου».

[Ο επικήδειος εκφωνήθηκε από το ναυτεργάτη φίλο του Καββαδία ,Χρήστο Παντελίδη, ο οποίος ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα, όταν έφηβος πρωτοδιάβασε το "Μαραμπού".]
........................................................................

Ιδανικός και ανάξιος εραστής - Νίκος Καββαδίας.


       θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
  των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων      πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ’ Αλγέρι και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα `χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ’ όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει"

Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.

Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα `χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
..................................................................................................................................................................

Το πούσι - Νίκος Καββαδίας.


Έπεσε το πούσι αποβραδίς
το καραβοφάναρο χαμένο
κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στην τιμονιέρα να με δεις

Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου
Κάτου στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή

Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυο του πόδια στις καδένες.
μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία, θα ζαλιστείς.

Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
είν’ αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα
Από να φοβάμαι και να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα.

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ’ απ’ τις Εβρίδες
.............................................................................................................................................

Ποιητική συλλογή Μαραμπού (1933)

ΜΑΡΑΜΠΟΥ
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό,
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ' ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου όπου 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τηνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρό απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε, την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μες στην καρδιά της Άμμου.

Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!...ΜΙα βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές,
"μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της".

Όταν την είδα και στο φως τ' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σα να 'χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά...Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου...Μ' απόμεινα κι εγώ
ένα σταυρόν απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό.
Μ' αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συγχωρέσει...

Το χέρι τρέμει...Ο πυρετός...Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω…

............................................................................................

ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ
Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο
ένα μικρό αφρικανικόν ατσάλινο μαχαίρι
- όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι Αραπάδες -
που από ένα γέρον έμπορο τ' αγόρασα στ' Αλγέρι.

Θυμάμαι, ως τώρα να 'τανε, το γέρο παλαιοπώλη,
όπου έμοιαζε με μιαν παλιάν ελαιογραφίαν του Γκόγια,
ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες,
να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια:

"Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλεις ν' αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το 'χει ζώσει,
κι όλοι το ξέρουν, πως αυτοί που κάποια φορά το 'χαν,
καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.

Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ' αυτό τη Δόνα Τζούλια,
την όμορφη γυναίκα του, γιατί τον απατούσε.
Ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, το δύστυχο αδερφό του
με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.

Ένας Αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια
και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο.
Χέρι σε χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια.
Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μ' αυτό μου φέρνει τρόμο.

Σκύψε και δες το, μι' άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει,
είν' αλαφρή, για πιάσε το, δεν πάει ούτε ένα κουάρτο,
μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν' αγοράσεις."
- Πόσο έχει; - Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις, πάρ' το.

.......................................................................................................................................................
Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ' αυτό τη Δόνα Τζούλια,
την όμορφη γυναίκα του, γιατί τον απατούσε.
Ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, το δύστυχο αδερφό του
με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.


Γιατί ας αναρωτηθεί κανείς...πως τάχατες με ένα τέτοιο '' μαχαίρι'''δε σκότωσε ποτές κάποιον δικό του άνθρωπο ?
Είναι αυτές οι ''μαχαιριές  οι αναίμακτες'''που μοιάζουν...που όμως μέσα μας αιμορραγούνε πάντα....

η φίλη σας Σοφία.....
.................................................................................................................................... 

10 Ιανουαρίου 2016

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ "Αγέλαστη Άνοιξη"...


Η ζωή είναι μιά μέλισσα, λένε. Λένε ... Δηλαδή κεντρί και μέλι. Κι εσύ ... Αν είσαι καλός μελισσάς πετάς το κεντρί και τρως το μέλι. Αν είσαι κακός, τρως το κεντρί και πετάς το μέλι ...

Βλακειών το ανάγνωσμα. Όλοι είμαστε άνθρωποι. Άνθρωποι που ήρθαμε για να φάμε όχι μόνο το μέλι αλλά και το κεντρί. Όμως ... σαν είσαι μικρός, και άχνουδος, τότε τρως μόνο το κεντρί, και το μέλι στο τρώνε άλλοι. Πολύ γνωστά πράματα. Τάπαθε κι ένας φίλος μας (αυτός που είναι για να γεμίσει τις σελίδες αυτού του βιβλίου) Θα τον ξέρετε ... Ο Μέλιος Καδράς. Που γέμισε τις σελίδες ενός άλλου βιβλίου. "Ένα παιδί μετράει τ' άστρα". Μα τώρα δεν είναι πια "παιδί" ούτε "άστρα" μετράει. Τώρα μετράει αγκάθια. Μα ... αν είναι έτσι όπως το λες (τότε αυτός ο Μέλιος) με τόσα πολλά αγκάθια θα μοιάζει με σκαντζόχοιρο! Μα δε μοιάζει. Γιατί τ' αγκάθια τάχει όλα από μέσα και δεν φαίνονται. Καλά μα ... δεν τον πονάνε; Θα ρωτήσεις. Τον πονάνε, αλλά όχι και τόσο πολύ. Γιατί ο Μέλιος ανακάλυψε ένα γιατρικό που μόνο στα γηρατειά τους τ' ανακαλύπτουν οι άνθρωποι: Το μυστικό να κάνεις τ' αγκάθια σου φίλους.
.....................................................................................................................................................................