20 Ιουνίου 2016

Η Θάλασσα .....

Μου το ’λεγε εμένα και μου το ξανάλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου:
– Μακριά, γιε μου, από τη θάλασσα κι απ’ τα καλά της. Δεν έχει μπέσα αυτή. Εκεί που σε καλοπιάνει με τις μπουνάτσες της, εκεί σηκώνει ξαφνικά βουνά τα κύματά της να σε τραβήξει στη σκοτεινή αγκαλιά της για πάντα, άψυχο κουφάρι στο υγρό της βασίλειο. Εσύ να κοιτάξεις να βρεις μια στεριανή τέχνη, καλή και σίγουρη.

Πάππου προς πάππου ναυτικός ο πατέρας μου, ξόδεψε τη ζωή του στα καράβια, ώσπου τον πήρε κι αυτόν στην αγκαλιά της η άπιστη και ησύχασε. Αλλά κι οι άλλοι ναυτικοί, ακόμα κι οι καραβοκυραίοι, χίλιες φορές ναυαγισμένοι στα πέλαγα κι άλλες τόσες γλιτωμένοι απ’ τον τάφο τον υγρό, όλοι τους τα ίδια μου λέγανε:
– Μακριά, παιδί μου, από τη θάλασσα…
Όμως, τις συμβουλές τους τις είχανε μόνο για μένα, αφού αυτοί με την πρώτη ευκαιρία ξεχνούσαν τις φουρτούνες και τα ναυάγια και ξαναμπαρκάριζαν.
– Μυστήριο πράγμα, έλεγα μέσα μου. Δε βλέπουν την ώρα να φύγουν! Λες και η θάλασσα τους έχει κάνει μάγια.


 




Με τούτα και με κείνα περνούσαν οι μέρες κι οι μήνες, τα χρόνια της παιδικής ανεμελιάς, όλο κολύμπι και παιχνίδι. Πού με έβρισκες πού με έχανες, για κολύμπι στα γαλάζια νερά και βουτιές με τους φίλους. Κι εκείνη, η θάλασσα, δεν έχανε ευκαιρία: όλο με χάιδευε και με γλυκοφιλούσε. Μύριους ψιθύρους έφερναν τα κύματα στ’ αυτιά μου για λιμάνια και χώρες μακρινές και για περιπέτειες ανείπωτες, που δε βάνει ο νους του ανθρώπου.


Ανδρέας Καρκαβίτσας, Η θάλασσα, διασκευή: Κώστας Πούλος, εικονογράφηση: Έφη Λαδά,
εκδ. Παπαδόπουλος, Αθήνα, 2000 (απόσπασμα)
............................................................................................................../

Η αξιοπρεπής ταπείνωση...

Πάλι και σήμερα ημέρα της Πεντηκοστής ήχησαν από τα ξημερώματα και πάλι οι καμπάνες...Καλούν τους πιστούς στις εκκλησιές...έτσι εκεί μέσα από τις ψαλμωδίες της ημέρας και μελωδικά...να τους μιλήσουν για το Πνεύμα του το Άγιο και για την επιφοίτησή του..Χρήσιμο πράγματι πολύ << Το Άγιο το Πνεύμα>> το ποιό όμως το πνεύμα ? Όχι- όχι δεν είμαι εγώ αυτή που θα ταράξω και αμφισβητήσω τον τρόπο που ο καθένας ψάχνει και μπορεί να ανυψωθεί...κι αν αυτό τον τρόπο της εκκλησίας επιλέγει...και καθόλου δε με αφορά...έτσι κι αλλιώς ο καθένας μας έχει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης σώματος και ψυχής συνάμα...

Κι αν την ταπεινοσύνη επροσπάθησαν τη μέρα αυτή και οι μαθητές του Χριστού...μέσα από την επιφοίτηση να προσπαθήσουν να διδάξουν...και να φωτίσουνε το νου...που πάντα παρεκλίνει...σίγουρα πλην των μη σκεπτόμενων...αυτών που φορούνε τις Χριστιανικές φανατικά τις παρωπίδες...σίγουρα θα εκατάλαβαν τη διαδρομή...στην ταπεινοφροσύνη για να φτάσεις...και το δρόμο της αυτογνωσίας θα ακολούθησαν στα σκαλοπάτια της να φτάσουν...Έτσι απλά ...με λίγα λόγια...με ένα μικρό απόσπασμα...μαζί σας θα το μοιραστώ και σήμερα...το νόημα του ταπεινού...και τι αυτό σημαίνει :
 Σκέψεις-Σοφία Θεοδοσιάδη.
............................................................................................................ 


Η αξιοπρεπής ταπείνωση.

Η ειλικρινής ταπείνωση, όμως, είναι η ύψιστη αξιοπρέπεια .Γνωρίζεις από φυσική διαύγεια το πότε μένεις και πότε φεύγεις μακριά,πόσα δέχεσαι και με ποιό τρόπο δεν τα δέχεσαι,γνωρίζει αυτά που δε λένε τα εγχειρίδια ψυχογνωσίας και επιτυχίας,τα ξέρει σαν από χαρισμένο πνευματικό ένστικτο.Για να φτάσεις στην ταπείνωση σημαίνει πως έχεις διασχίσει πολλά βαλτονέρια και ερημιές ,πολλούς καυτούς αμμόλοφους και παγωμένες στέπες εντός σου...έχεις μάθει καλά τον εαυτό σου ,ώστε να μην εξαρτάσαι σαν νευρόπαστο από την κάθε γνώμη του καθενός, να μη θίγεσαι με το ελάχιστο και να μετατρέπεσαι γελοία σε φούρνο του Χότζα.Προσέξτε πόσο οι ταπεινοί άνθρωποι ,που συναντήσαμε στη ζωή μας ,λάμπουν από μιαν αρχοντιά που μας θέτει όριο,απόσταση σεβασμό.Μας κρίνει βουβά.

Η ταπείνωση είναι κάστρο,γράφει στη διάσημη αλληλογραφία του ο Ρώσος Θεοφάνης ο Έγκλειστος.Κι αν κάποιος ηλίθιος ή αναίσθητος δεν μπορεί να πάρει το μήνυμά του και προσπαθήσει να προσβάλλει μιαν αξιοπρεπή καρδιά,δεν έγινε τίποτα,είναι δικό του το πρόβλημα.Ας θυμόμαστε την ιστορία του Βούδα ,όταν ταξίδευε στους δρόμους μιας μεγαλούπολης :
Περπατούσε ,λέει ανάμεσα στο πυκνό πλήθος και κάποιος βγήκε από το μαγαζί του και άρχισε να τον βρίζει πρόστυχα.Εκείνος, νηφάλιος και ανέγγιχτος ,βάδιζε πάντα ειρηνικός χωρίς να δώσει καμμιά σημασία.Όμως οι μαθητές του αναστατώθηκαν .<< Μα δεν ταράζεσαι ,Δάσκαλε ?Δεν τον βάζεις στη θέση του τον αχρείο ?>>.ρωτούσαν αγαναχτισμένοι.Εκείνος όμως χαμογέλασε μαλακά και απάντησε : 

 << Δεν έγινε τίποτα.Για να ολοκληρωθεί μια δωρεά ,πρέπει να αποδεχτείς το δώρο που σου προσφέρουν .Κι εγώ δεν αποδέχομαι τα άσχημα λόγια αυτού του ανθρώπου >>

Μάρω Βαμβουνάκη -
( Ο χορός των μεταμφιεσμένων - απόσπασμα.)
..............................................................................................................  

17 Ιουνίου 2016

Ήταν ένα μικρό καράβι..της Σοφίας Θεοδοσιάδη.

Ήταν ένα μικρό καράβι ,που ήταν αταξίδευτο..οέ..οέ..οέ...
Κι έκανε ένα μακρύ ταξίδι μέσα εις τη Μεσόγειο......

Ήταν ένα μικρό καράβι και ήτανε και ίσως και μεγάλο..και δεν μπορώ και να το αξιολογήσω αυτό εγώ..ήτανε ένα..ωσάν πετράδι μοναχό αυτό.. αυτό και μη σου πω..που πάλευε αιώνες τώρα πια να ταξιδέψει και σε μεγάλες θάλασσες να ρίξει το σκαρί του και να ξανοιχτεί...Και κάθε που σχεδίαζε εις το νερό να πέσει...να βραχεί.. και το ταξίδι του με χάρη να αρχινίσει...κάτι ερχότανε  και το εμπόδιζε...κάτι σαν κόμπος μπεντεμιών ...και το ταξίδι εσταμάταγε...το άφηνε μέσα σε λιμάνια βρώμικα και ξεχασμένα να κοιμάται...Εκεί...μαζί με το όνειρο των ''ανοιχτών των θαλασσών'' που έρχονταν και έσκαγαν στα πλάγια του και στην καρίνα του μπροστά..προκλητικά του εζητούσαν...να ξεκινήσει το ταξίδι του αυτό ...να φτάσει στους ωκεανούς που ακουστά τους είχε ..απ' το καρνάγιο του ακόμα σαν εφτιάχνονταν..και ήταν το όνειρο του κατασκευαστή του...σκαρί αυτό μεγάλων θαλασσών....

Μα πάντα μόλις ξέδενε και εσήκωνε την άγκυρα..καθώς τραγούδι αρχίναγε..παρέα με του γλάρους...πάντα το εσταμάταγαν αέρηδες τρελλοί...να το αναγκάσουνε και βίαια στους κάβους πάλι για να δέσει...Και τότε ο καπετάνιος του ,αυτού του καραβιού εσκέφτονταν...τι νά 'φταιγε και το δικό του το καράβι..χρόνια πολλά και ατελείωτα δεμένο έμενε ...μες στο λιμάνι να ''σαπίζει''...
Τραγούδι έρχονταν στο νου του εκεί συχνά -πυκνά εκείνου του καραβοκύρη :

<< Κι έκανε ένα μακρύ ταξίδι..μέσα εις τη Μεσόγειο..και σε πέντε έξι εβδομάδες σωθήκαν όλες οι τροφές...και να αγοράσουνε άλλες δεν είχαν...γιατί κι αυτές που είχαν για προμήθειες με δανεικά τις αγοράσαν...Και τότε ρίξανε στον κλήρο...να δούνε ποιός θα φαγωθεί...Κι ο κλήρος πέφτει στα ''ανθρωπάκια''τα μικρά κατά τη γνώμη του καραβοκύρη...Αν είναι κάποιοι για να φαγωθούν εσκέφτηκε...ας είναι τούτοι οι ασήμαντοι...ετούτοι οι ''μούτσοι''οι φτωχοί... ας είν' και οι ποιητάδες..ας είν' και οι γραμματιζούμενοι ...για όλους αυτούς καθόλου εμάς πια, δε μας νοιάζει..είν' ευκαιρία να πνιγούν...και να μην ξεσηκώνουν ...με κείνα εκεί τα λόγια τους που συνειδήσεις αφυπνούν...και ενάντια στους καραβοκύρηδες τους στρέφουν..

Ας τους ''βουλιάξουμε''όλους τους  με μιας...να βγούμε εμείς μονάχοι στη στεριά...νάναι πλουσιοπάροχη η ''μοιρασιά'' που απομένει...Mπορεί κι αυτοί όλοι τώρα οι γραμματιζούμενοι μες στο καράβι ετούτο το μικρό νάναι τρομαγμένοι και σαστισμένοι και ανήμποροι με βία να αντιδράσουν.Μα είναι η πένα τους εκείνη που καραδοκεί...είναι σαν όπλο δυνατή, κι αν τους βουλιάξουν και τους ''πνίξουνε''ακόμα..η σφαίρα που εκτοξέυτηκε από το ''όπλο ''τους αυτό..μέσα στους χρόνους συνεχώς και θα τους σημαδεύει..κι αργά ή γρήγορα ,,με σιγουριά στη φτέρνα θα τους βρει....

Σοφά τα λόγια και οι ρήσεις του του μπάρμπα - Λιά - του αλησμόνητου πατέρα μου :
 << Μη με κοιτάς με τα μεγάλα μάτια σου απορημένα και θλιμμένα..αν το καράβι αρχίσει μεσοπέλαγα να μπάζει από παντού νερά πουλάκι μου...σε όποιο διάζωμα κι αν βρίσκεσαι ..καθώς βουλιάζει θα βραχούν τα πόδια σου και σένα..όσο ψηλά κι αν βρίσκεσαι ..επάνω στο τιμόνι.. >>.

Κι έγινε αλληλοφάγωμα τρανό επάνω εις τη σκούνα..και στο μικρό- μεγάλο το καράβι...κι έτσι εβούλιαζε αργά - αργά και κανένας δεν ενοιάζονταν πραγματικά ,τα κουπιά για να αρπάξει...
Κι αφού ετραγουδήσατε όμορφα..χαρούμενα και παιδικά νομίσατε ..ετούτο εδώ το τραγουδάκι...για τούτο δω.. το μικρό το καραβάκι που έγραφε στο πλάϊ του με γαλανά τα  γράμματα <<Ελλάς >>.. ελάτε τώρα να ''σοβαρευτούμε'' αν θέλετε κι εσείς να μάθετε...πως δεν είναι ένα απλό μικρό και παιδικό και χαρωπό αυτό το ασματάκι..Ακούστε με λοιπόν:

Το "Ήταν ένα μικρό καράβι" (στα Γαλλικά: Il était un petit navire) είναι ένα παραδοσιακό γαλλικό ναυτικό τραγούδι που πλέον θεωρείται παιδικό, πάρα τον μακάβριο τόνο του.
Η ελληνική έκδοση του τραγουδιού, διηγείται την ιστορία ενός μικρού καραβιού που παραμένοντας επί αρκετό καιρό στη Μεσόγειο θάλασσα δεν έχει πλέον άλλα τρόφιμα. Τότε οι ναύτες τραβώντας κλήρο αποφασίζουν ότι ο μικρότερος ανάμεσά τους θα φαγωθεί.
Στην γαλλική του έκδοση, το τραγούδι συνεχίζει την εξιστόρηση και εκεί οι υπόλοιποι ναύτες συζητούν για το πώς θα μαγειρέψουν τον νεαρό άντρα και τι ''σως'' θα χρησιμοποιήσουν. Τότε εκείνος προσεύχεται στην Παναγία και σώζεται από ένα θαύμα.

Έρχομαι τώρα εγώ μαζί σας να σκεφτώ και να προσευχηθώ...να μη το φάνε και το καταπιούν τα κύματα το μικρό το καραβάκι... όσο κι αν μοιάζει νόστιμη η << σως >>...που ετοιμάζουν..Είναι μεγάλη θάλασσα η Ευρώπη μας εμπρός...και η πατρίδα μας ένα μικρό και τόσο δα καράβι....άραγε λέω ..άραγε φτάνουν οι προσευχές ?
 
Εικάζεται ότι το τραγούδι μπορεί να αναφέρεται στο διάσημο ναυάγιο της γαλλικής φρεγάτας Μέδουσα (1810).

 Η τραγική ιστορία πέρασε ακόμη και σε παιδικά τραγούδια... «΄Ηταν ενά μικρό καράβι...και τότε ρίξανε τον κλήρο για να δούνε ποιος θα φαγωθεί...» 

Κείμενο - σκέψεις -επεξεργασία - Σοφία Θεοδοσιάδη.

(Πληροφορίες για το τραγούδι από Βικιπαίδεια )

.............................................................................................................


Ήταν ένα μικρό καράβι - χορωδια Σπύρου Λάμπρου

( Il était un petit navire)

 

 

 

                 


 

..............................................................................................................

.

Παλιά καλοκαιριάτικα μεσημέρια...

Τότε ήταν αλλιώς.Ο χρόνος κυλούσε με μιαν εξαίσια βραδύτητα ( μονότονη,είναι αλήθεια ,και βαρετή -έτσι το νιώθαμε κείνα τα χρόνια )πάντως εξαίσια στην αναπόλησή της.Άδειος από θορύβους ο χώρος κι ο αέρας.Κάθε φωνή,κάθε ήχος είχαν την ιδιαιτερότητά τους,το χαραχτήρα τους με άπειρες προεκτάσεις, όχι μόνον μουσικές αλλά και εικαστικές.Το χτύπημα του τροχού ενός κάρου στο καλντερίμι,το χλιμίντρισμα του αλόγου,πέντε νότες πέφτοντας απ' το παράθυρο στα πανέρια του ιχθυοπώλη, απογευματάκι,καθώς ένα κορίτσι παίζει αδέξια στο πιάνο μια μαθητική σονατίνα,το κακάρισμα μιας κότας στην αυλή,ένα βότσαλο που πέφτει στη θάλασσα, το άναμμα ενός σπίρτου στη μέσα σκάλα ,το πέσιμο ενός φίλου στον ώμο σου,το δυνατό χτύπημα με τα φτερά των περιστεριών,η φωνάρα του ντελάλη ((φτάνει το βαπόρι)),η εσπερινή καμπανοκρουσία μπαίνοντας μ' ευλάβεια στα μικρομάγαζα της αγοράς ,όπου κρέμονται τα πλατιά φύλλα του μπακαλιάρου,το ντιντίρισμα των ποτηριών στην κουζίνα για την ετοιμασία του δείπνου,

 __ μνήμες και μνήμες ,να λες και να μη σώνουνται, γιατί τότε ο κάθε ήχος συνεχιζόταν κάπου αλλού,πιο βαθιά και πιο ψηλά,στα πρόθυρα ενός  μυστηρίου, κι όλα δείχναν απλά,αραιά κι ευανάγνωστα μα πιο μυστηριώδη _ φθόγγοι και εικόνες και άστρα και νερά,χαώδη πηγάδια ,λυχνίες τριφύλλια κι ένα μανταλάκι μονάχο γαντζωμένο στο σκοινί της πλύσης, έρημο και πολυπληθές, δοξάρι παιδικού βιολιού κι αμίλητο πουλί κι ευεργεσία.

Κι εκείνες οι διψασμένες αισθήσεις ,προπάντων οι προαισθήσεις για κάτι που ήδη γίνεται, για κάτι που εσύ γίνεσαι με μια στυφή μυρωδιά από άγουρο σύκο μόλις κομμένο απ' τη συκιά του πάνω κήπου.Κι άλλες ανατριχίλες σ' όλο το κορμί πάνω στο δέρμα και
 κάτω απ' το δέρμα που δεν ήξερες από που ξεκινάνε και τι γυρεύουν,ναι, σ' όλο το κορμί, όπως σε κείνη την εικόνα του σχολείου, ένας άντρας γδαρμένος,ζωσμένος από πάνου ως κάτου ,ζουνάρια ,ζουνάρια,μυώνες ,τένοντες,αρτηρίες κόκκινες ,κι άλλα ζουνάρια _ ούτε θυμάμαι τ' όνομά τους_ να τυλίγουν τη μούρη ,το λαιμό,τα στήθια ,τα μπράτσα, την κοιλιά ,τα σκέλια,το φαλλό, τους όρχεις ( έτσι τα λέγαν, κι εμείς γελάγαμε που οι δασκάλοι ήταν βλάκες του καλού καιρού και δεν ξέρανε τις σωστές λέξεις)..

Γιάννης Ρίτσος - Ίσως νάναι κι έτσι - απόσπασμα.

( Επιμέλεια κειμένου - Σοφία Θεοδοσιάδη )  
.............................................................................................................

15 Ιουνίου 2016

Στο μοναχικό ταξίδι σου..και πέτα και κολύμπα..- της Σοφίας Θεοδοσιάδη.



Σε τούτο το μοναχικό ταξίδι σου και πέτα και κολύμπα...γιατί δεν είσαι μόνος...Κοίτα μπροστά σου πως απλώνεται το απέραντο γαλάζιο...έρχεται ο ήλιος από ψηλά και καθημερινά σε γλυκοξημερώνει...Δες ..κοίταξε ψηλά...γλάροι φανήκαν ξαφνικά στο σύντομο το πέρασμά σου..και άκου τους πως τραγουδούν εκεί στον ουράνιο θόλο που είν' το σπίτι τους...στο απέραντο  το σπίτι τους...πάνω από τα αφρισμένα κύματα τις περισσότερες φορές...και που δεν τους φοβίζουν...

Κι εσύ που σκιάχτηκες και τρόμαξες...από τα ποδοβολητά, που οι αγροίκοι και οι πολεμοχαρείς εστείλανε στ' αυτιά σου...απορημένος τους κοιτάς...και παγωμένος μένεις..
Ορθώσου κοίτα γύρω σου..όλα για
 σένα είναι διαθέσιμα από το Δημιουργό...για τη γαλήνη της ψυχής σου..και πάψε να κλείνεις τα μάτια και τα αυτιά στο μεγαλείο το πλούσιο της φύσης.. που σου προσφέρθηκε απλόχερα ..στον δικό σου τον παράδεισο τον προσωπικό για να σε οδηγήσει..Υπομονή και προσμονή..συνεχής και ανεξάντλητη προσπάθεια..αυτά είναι τα μυστικά της κατάχτησης του δικού σου Παραδείσου...Ξημέρωσε και σήμερα και πάλι θα βραδιάσει...δε σταματά καθημερινά ο κύκλος τούτος της ζωής...Κι εσύ να μένεις πάντα εκεί στον κύκλο ''γαντζωμένος'' πότε πατώντας σταθερά κι άλλοτε τρικλίζοντας να ισορροπείς.. γιατί η μεγάλη και απρόσμενη συχνά η ιλιγγιώδης η ταχύτητα ...ίλιγγο και ναυτία να σου φέρνει..

Θαρρώ πως το ταξίδι αυτό αξίζει ιδιαίτερα της δικής σου προσοχής...Είναι στιγμές που σκέφτεσαι αν άξιζε τον κόπο... καθώς γύρω - τριγύρω σου οι άναρθρες κραυγές πολλές φορές των φίλων σου σε αποπροσανατολίζουν...Κάνουνε τους ειδήμονες..και με σωρεία ''σκουπιδιών''και πληροφοριών..ασχέτων μεταξύ τους..λόγω της ημιμάθειας..να σου σερβίρουν προσπαθούν την ''ψυχοπονιάρικη ''την αίσθηση και την αντίληψή τους... προσπαθώντας να γεμίσουν το κενό της άμοιρης λειψής ψυχής τους..και να στραφούν τα βλέμματα επάνω τους...για να μπορέσουν άλλη μια φορά να νιώσουνε σπουδαίοι..μέσα από την ''λαοπλανίστικη''αντίληψη και του συρμού την γνώμη... Μην κάνετε δώρο στην μίζερη και την ανούσια την  αφεντιά τους..που φοβάται τη χαρά..και δεν έμαθε να διαχειρίζεται την ευτυχία...τις όμορφες στιγμές που μάθατε να ρουφάτε και να αντιλαμβάνεστε και υπόγεια σας τις καταστρέφουν..κρατείστε το ''δωράκι'' καλά  όπως εσείς εμάθατε να ζείτε..μόνο για σας..με το δικό σας νου....

Μα ναι ...απαντάς χωρίς περιστροφές...πως άξιζε τον κόπο κι έχεις απάντηση ξεκάθαρη για τον πολύτιμο εαυτό σου...Ναι...ναι.. τον άξιζε τον κόπο.. που ζω εδώ..είναι γιατί εγνώρισα εσένα και το Γιώργο και το Λάκη και το Γιάννη και τη Μαίρη και την Ελένη και την Άννα και την Ηλιάνα και το Φοίβο..και την Κλειώ...όλους εσάς που ήρθατε  πάνω στον κύκλο της ζωής μου και εκεί μαζί στροβιλιστήκαμε..και τραγουδήσαμε από μικρά παιδιά.. μα και μεγάλοι τώρα...ετούτο το τραγούδι της ζωής...που μας εχάρισε αξέχαστα δειλινά και πορφυρά ηλιοβασιλέματα...

''Στροβιλιστείτε'' άφοβα και με  σπουδή περίσσεια αν μπορείτε εσείς ,γιατί ο χρόνος σας δεν είναι άπειρος και καθημερινά στενεύει..  
 ''στο βαλς ετούτο της ζώής''...γιατί είναι η ίδια η ζωή μας και  έτσι και αλλιώς... και όσο ένα όμορφο και αγαπησιάρικο βαλς κρατάει...γεμάτο πάθος και συναισθήματα βαλσάκι....κι αλλοίμονο σ'αυτόν που δεν το εκατάλαβε.. και στάθηκε αφελής απέναντι στο χρόνο.Στο τέλος του στροβιλίσματος...θάναι γεμάτη η καρδιά από τους ήχους και τα χρώματα ενός ολόκληρου λευκώματος..γεμάτου από σελίδες μοναδικές πολύχρωμες,γεμάτες με χαρταετούς που επετάξαμε και άλλοτε σκαλώσανε στα δέντρα, μέσα στου χρόνου το τετράδιο..καλά ''καρφιτσωμένες''!!!!!!!
Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη 
.............................................................................................................


                            Το βαλς των ματιών - Σταύρος Λάντσιας 

..............................................................................................................

14 Ιουνίου 2016

Ο Άντρας στο Φεγγάρι - Παραμύθι....

Κάποτε ήταν ένα πολύ όμορφο κορίτσι, που το έλεγαν Αμάτα και ζούσε σ' ένα μικρό χωριό, περικυκλωμένο από δάση, στους πρόποδες ενός ψηλού βουνού. Η Αμάτα ήταν ονειροπαρμένη και είχε όλο παράξενες ιδέες. Φανταζόταν πως υπήρχε κάποιος άντρας στο φεγγάρι που της χαμογελούσε από ψηλά κάθε βράδυ.
     "Θέλω να τον παντρευτώ, μαμά", έλεγε πεισματάρικα. "Είναι ο ομορφότερος άντρας που έχω δει ποτέ".

     "Δεν υπάρχει κανένας άντρας στο φεγγάρι", ανταπαντούσε απότομα η μητέρα της. "Καιρός να βάλεις στην άκρη τα παιδιάστικα ονειροπολήματά σου. Πολλά παληκάρια του χωριού, ζήτησαν το χέρι σου. Ξέχνα το φεγγάρι και διάλεξε ένα από αυτά".

     Όμως, η Αμάτα, αν δεν μπορούσε να έχει τον άντρα από το φεγγάρι, δεν ήθελε κανέναν άλλον. Εκείνο το βράδυ, έβαλε τα υπάρχοντά της σε μια τσάντα και το έσκασε από το χωριό. Θα πήγαινε να βρει τον άντρα των ονείρων της και θα του έλεγε πόσο τον αγαπούσε. Εκείνος όμως, θα της απαντούσε?

     Η Αμάτα περιπλανήθηκε στο δάσος, κρυφοκοιτάζοντας μέσα από τα δέντρα. Το φεγγάρι ήταν τόσο ψηλά στον νυχτερινό ουρανό...πως θα έφτανε τον αγαπημένο της? Προσπάθησε να τον φωνάξει, αλλά η φωνή της πνιγόταν από τους ήχους των πλασμάτων της νύχτας. Προσπαθώντας να τον αγγίξει, σκαρφάλωσε στο ψηλότερο δέντρο του δάσους, σκίζοντας το φουστάνι της στα κοφτερά κλαδιά. Και πάλι όμως το φεγγάρι ήταν πολύ μακρυά.

     Η Αμάτα κατέβηκε από το δέντρο και προσπάθησε να σκεφτεί. Στο τέλος αποφάσισε να σκαρφαλώσει στο βουνό. Θα έφτανε το φεγγάρι από την κορυφή του?

    Ξεκίνησε να ανεβαίνει το μονοπάτι, ακολουθώντας τα πανάρχαια περάσματα που είχαν ανοίξει οι βοσκοί, αφήνοντας πίσω της το φιλόξενο δάσος. Το χιόνι στο βουνό, μελάνιασε τα γυμνά πόδια της και οι αιχμηρές πέτρες, ξέσκισαν τις μικρές πατούσες της, αλλά εκείνη δεν έδινε σημασία. Έφτανε πιο κοντά στον άντρα που αγαπούσε. Τίποτα άλλο δεν είχε σημασία. Όταν έφτασε στην κορυφή του βουνού, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και φώναξε: "Γειά σου..γειά σου.."

     Και πάλι όμως ο άντρας στο φεγγάρι, ήταν πολύ μακρυά. Βαριά σύννεφα φορτωμένα βροχή, σχημάτισαν μια κουρτίνα ολόγυρά του και εξαφανίστηκε από τα μάτια της. Το καημένο το κορίτσι, πήρε με δυσκολία το δρόμο του γυρισμού, κλαίγοντας με λυγμούς από την απελπισία. Ήταν αποφασισμένη να μην επιστρέψει στο χωριό της. Αν δεν μπορούσε να έχει τον άντρα στο φεγγάρι, δεν ήθελε κανέναν...

    
Στο δάσος σταμάτησε για να πλύνει τα κουρασμένα και πληγιασμένα πόδια της σε μια λίμνη. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, το φεγγάρι ήταν εκεί, φανερωμένο πια από τα σύννεφα και επέπλεε στο νερό της λίμνης.  Η Αμάτα, είχε ανεβεί στην κορυφή του βουνού για να τον φτάσει, όμως αυτός ήταν εκεί, μπροστά στα πόδια της. Τι όμορφος που ήταν και πόσο χαρούμενος φαινόταν που την έβλεπε! Άπλωσε το χέρι για να του χαϊδέψει το πρόσωπο και έπεσε με το κεφάλι μέσα στη λίμνη. Το τελευταίο πράγμα που είδε, ήταν το χαμόγελό του...

     Ψηλά, ανάμεσα στ' αστέρια, ο θεός Τούπα, που παρακολουθούσε όλο αυτό τον καιρό την Αμάτα, δεν άντεξε τόσο πόνο. Ένα τόσο γενναίο κορίτσι, άξιζε καλύτερη μοίρα, ένα πιο ευτυχισμένο τέλος. Ο θεός, ανοιγόκλεισε τα μάτια και η Αμάτα, επέπλευσε και πάλι στην επιφάνεια του νερού, μεταμορφωμένη σ' ένα πανέμορφο νούφαρο.

     Ακόμη και σήμερα, το νούφαρο και ο άντρας στο φεγγάρι συναντιούνται κάθε βράδυ στη λίμνη και θαυμάζει ο ένας, την αιώνια ομορφιά του άλλου...
Παραμύθι από την Αργεντινή.
...............................................................
Πάντα μέσα μας βαθειά, σαν την Αμάτα του παραμυθιού θα ψάχνουμε τον έναν ...τον μοναδικό...τη μία την ξεχωριστή..όχι το άλλο μας μισό...αλλά το υπέροχο εκείνο κομμάτι μας...που μένει διψασμένο στο χρόνο...αυτό μονάχο τη δροσιά θα αναζητά στης λίμνης τα νερά...για να ριζώσει...νούφαρο να γενεί...κι ας είν' οι ρίζες του τόσο ευάλωτες...κι ας πλέουν μέσα στα νερά..Του αρκεί που θα νιώσει ...πως έζησε για μια στιγμή...αυτό το μεταξένιο του το πέταλο...πως ακούμπησε στης λίμνης που έψαχνε...σε κείνα τα νερά...Να τραγουδάς δεν είναι εύκολο ποτέ σου τόσο μαγικά...σαν αυτό το παραμύθι σου δεν το πλησίασες..έστω για μια φορά...
Και με την υπέροχη μουσική του Tchaikovsky στη λίμνη των κύκνων...ΚΑΛΟ ΣΑς ΒΡΑΔΥ !!!...
η φίλη σας Σοφία....
 

                             Swan Lake ~ Tchaikovsky 

.............................................................................................................


13 Ιουνίου 2016

Κι εγώ...που εταξίδεψα τα όνειρά μου...της Σοφίας Θεοδοσιάδη.

Κι εγώ που θέλησα στις ανοιχτές τις θάλασσες να ταξιδέψω τα όνειρά μου..που θέλησα στεριές να πιάσω στέρεες...και όμορφες...στεριές που να μου δίνουν μια πατρίδα αλλιώτικη...φόρεσα το φουστάνι μου το θαλασσί ..ξυπόλητη...στη θάλασσα να περπατήσω...σαν νάμουνα αερικό...σαν ξωτικό...από αλλού φερμένο...Και επερπάτησα πολύ...και εταξίδεψα και τάβρεξα τα πόδια μου και το μακρύ μου το φουστάνι μου το θαλασσί...Και πίστεψα...και ήλπισα ...πως το σκαρί που με ταξίδευε...δε θάμπαζε νερά από πουθενά...όσο κι αν εκινδύνευε...στις τρικυμίες και στις φουρτουνιασμένες θάλασσες...Κι ήρθαν χρόνοι ''δίσεκτοι'' και λέν παντού πως κρίση εξαπλώθη...Λένε πως μας τελειώσαν τα λεφτά...τα ''δανεικά'''και πια δε μας δανείζουν...Και κλαίμε και υποφέρουμε...πότε στα φανερά και πότε στα κρυφά..Και ναι.. όσο και αισιόδοξη...και ''ταξιδιάρικα όνειρα'' κι αν θέλησα κι εγώ μαζί με σας για να κάνω..έρχονται κάτι δα στιγμές που μένω άφωνη...όχι μπρος μοναχά στα άδεια πορτοφόλια...μα περισσότερο ''φουρκίζομαι''και μένω άφωνη..μπρος στα άδεια και τα κούφια μας ''μυαλά''..

Και σκέφτομαι..κι αναρωτιέμαι αληθινά...αν έχει μέλλον φωτεινό...τούτος εδώ ο τόπος..όσο κι αν δηλώνω αγωνίστρια και αισιόδοξη...το δάκρυ μου τις νύχτες...έρχεται και με συναντά..Γιατί πως να την επεργαστώ την τόση ''φτήνια ''των ανθρώπων...κάποιων ανθρώπων δυστυχώς...και όχι και τόσο λίγων...Που ''μόδα''κάνουν τον ''νεοπλουτισμό''και καταστρέφουν και απελπίζουν γύρω τους ''εξαίρετα και φωτεινά μυαλά'' και θλίψη τα γεμίζουν..Ένα μονάχα περιστατικό θα σας διηγηθώ που έπεσε αναπάντεχα εις την αντίληψή μου...και με έκανε και εκατάλαβα..πόσο μεγάλη είν' η κρίση στα μυαλά του Νεοέλληνα...και πόσο χαμηλά τον σέρνει σαν ανούσιο ''σκουλήκι''..

Γιατί ''σκουλήκι'' αυτός λογίζεται...που για ένα μέταλλο ..ένα δαχτυλίδι ασήμαντο...τον συνάνθρωπό του υποτιμά.Γύρω από ένα τραπέζι κάθονται νέοι άνθρωποι και συζητούν...μια όμορφη βραδιά Καλοκαιριού...του φετεινού Καλοκαιριού...που μόλις έσκασε μύτη εμπρός μας...Είναι μια παρέα όμορφη...από φίλους λατρεμένους...είναι και μια κοπελλιά...που σύντροφος νέα λογίζεται...ενός από την παρέα...Είναι στα πλουμιστά ντυμένη και αστραφτερή...και συνεχώς το χέρι φέρνει εις το πρόσωπο ...και προκλητικά θέλει η συζήτηση να περιστρέφεται γύρω από το δαχτυλίδι που φορά...αυτό το διαμαντένιο..και να διαφημίζει και το μαγαζί που το αγόρασε...που είναι και πανάκριβο...και να κοιτά υποτιμητικά και την ομήγυρι..που καθόλου δεν της μοιάζει...Αφελώς κάποια φίλη τη ρωτά πούθε το ''ψώνισε'' το λαμπερό απόχτημά της...Κι αυτή με ειρωνεία ευθύς της απαντά..:
Γιατί ρωτάς...λες και μπορείς ποτέ σου να το αγοράσεις..?

Σηκώνεται με μιας και φεύγει απ' την ομήγυρι γιατί θαρρεί πως στον ''κύκλο''αυτό ..εκείνη δεν ανήκει..Και η φίλη μου που σιωπηλή δέχεται αυτή την προσβολή...γυρίζει στους υπόλοιπους τους φίλους της..όχι εκνευρισμένη..μα ούτε καν και θυμωμένη..Θλιμμένη είν' μονάχα και της απαντά.: τι να σου λέω τώρα κοριτσάκι μου..που εγώ απ' τα 15 εδιάβαζα:

 << Να ζεις και να μαθαίνεις και να αγαπάς...Μπουσκάλια>>.
 
Τι άραγε να καταλάβεις τώρα εσύ ?
Κι εγώ που τα μεγάλα μου τα όνειρα τα εταξίδεψα..με κείνο το υπέροχο το θαλασσί μου το φουστάνι..που τώρα δα λερό στέκει στην άκρη της θάλασσας..τώρα κατάλαβα και ''κρίση ''Στην Ελλάδα τι σημαίνει...Είναι μεγάλη η κρίση αξιών...και δεν γνωρίζω ειλικρινά καθόλου και το μέλλον...
Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη. 
..............................................................................................................

Και με τους στίχους του Ελύτη...ας κυνηγήσουμε τα όνειρά μας...

 Από τους χρόνους τους παλιούς το `χω βαθύ μεράκι
να βγω στις πέρα θάλασσες να βρω το μαγισσάκι.....




                               ΤΟ ΜΑΓΙΣΣΑΚΙ - Νένα Βενετσάνου 

..............................................................................................................

.............................................................................................................

Ο δρόμος είναι η χαρά !!!

 αποσπάσματα.....

Ζωγράφος : Άννα Βαρελλά.
«Όσο θυμάμαι…τη στεναχώρια μου τη μεγάλη που με τραβήξανε απ’ το σχολείο, ενώ εγώ λαχταρούσα να μάθω γράμματα. Και τώρα στο πιάτο τούς τα δίνουν όλα και τα κλοτσάνε. Μανία καταστροφής έχει πιάσει τη νεολαία. Τίποτα δεν είναι πια άξιο σεβασμού. Κι εμείς υπήρξαμε παιδιά. Κι εμείς κάναμε τρέλες. Αλλά υπήρχε κι ένα φρένο. Υπήρχε το καλό παράδειγμα. Αυτό ακριβώς που λείπει σήμερα…Εμάς μας διδάσκανε πώς να γίνουμε χρήσιμοι άνθρωποι, για να προσφέρουμε στην πατρίδα, όχι για ν’ αρπάξουμε. Τώρα τα παιδιά κοιτάνε γύρω τους και βλέπουν πως όλοι αρπάζουνε. Καίνε λοιπόν τα βιβλία, σπάζουν τις πόρτες, βρωμίζουν τους τοίχους. Πώς είναι δυνατόν να πείσεις το παιδί –κάθε ανώριμο άνθρωπο- να κάνει το σωστό όταν κανένας άλλος δεν το κάνει; Είδες χτες τη Μαντόνα; Αηδία μου ήρθε κι έκλεισα την τηλεόραση…Τελικά, μ’ αυτό το κουτί μας πασάρουν το μηδέν, το κάτω απ’ το μηδέν. Αδειάζουνε το κεφάλι του κόσμου και το γεμίζουνε Μαντόνες. Μα όχι, πες μου, άδικο έχω; Φωνή δεν έχει, σα μύξα είναι, χυδαία είναι, αντιπαθητική είναι, σιχαμένη είναι, κακόγουστη είναι, σταρ είναι! … Κοσκωτάδες από δω, Μαντόνες από κει, άντε ν’ αναθρέψεις παιδιά! Θα μου πεις, και το καλό παράδειγμα υπάρχει. Υπάρχει, αλλά δε φαίνεται. Οι άλλοι έχουν όλα τα μεγάφωνα. Το λαϊκό οργανοπαίκτη που άνοιξε σχολή και διδάσκει τη δημοτική μας μουσική, τα παραδοσιακά μας όργανα, ποιος τον βλέπει, ποιος τον ακούει, ποιος τον ξέρει; Με το τσουβάλι πετάνε τα λεφτά στους ποδοσφαιριστές, για να πηγαίνουνε τις Κυριακές οι φίλαθλοι, να ρημάζουνε τα γήπεδα. Και ούτε μια επιτυχία. Πάτοι σε όλα»

«-Αν θέλεις να ζήσεις καλά, σ’ ό,τι κάνεις, να βάζεις αγάπη. Μα ασπρόρουχα ζεματάς, μα νταντέλες πλέκεις, μα τα μωρά κοιμίζεις…Είχε πολύ μεράκι η μητέρα μου. Να μου πεις, όλοι τότε μερακλήδες ήτανε. Τώρα τι κάνουμε. Που απ’ όλα έχουμε, κέφι δεν έχουμε. Απ’ όλα έχουμε, χαρά δεν έχουμε. Πώς άλλαξε έτσι ο κόσμος, μου λες; Σα να ‘πεσε ένας βαρύς μπερντές και σκέπασε ό,τι αγαπούσαμε, ό,τι μας γέμιζε την ψυχή. Γι’ αυτό η ψυχή –χωρίς ελπίδα, πίστη και αγάπη- μαραγκιάζει. Το σκέφτομαι, το ξανασκέφτομαι, δεν μπορώ να το ξεκαθαρίσω: πιο πολύ τον ωφελεί ή τον βλάπτει τον άνθρωπο το χρήμα;» 

 Ένα εξαιρετικό κείμενο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, ένας ύμνος στην αισιοδοξία, στη δύναμη του ανθρώπου, στο σθένος, στη θετική ματιά, στην ψυχική ανάκαρα και ταυτόχρονα ένα δριμύ «κατηγορώ» στα κακώς κείμενα της εποχής της ηρωίδας (από το 1922 ως τη Δικτατορία), τα οποία όμως δυστυχώς βρίσκουν εφαρμογή και στη σημερινή κοινωνική, πολιτική και οικονομική κατάσταση της Ελλάδος. 

 της Λίας Μεγάλου Σεφεριάδη.
..............................................................................................................

12 Ιουνίου 2016

H ώρα του έτους που αγαπώ ...



H ώρα του έτους που αγαπώ είναι το καλοκαίρι. T’ αληθινά καλοκαίρια όμως της Aιγύπτου ή της Eλλάδος ― με τον δυνατόν ήλιο, με τα θριαμβευτικά μεσημέρια, με τες εξηντλημένες Aυγουστιάτικες νύχτες. Δεν μπορώ να πω όμως που εργάζομαι (καλλιτεχνικώς, εννοώ) περισσότερο το καλοκαίρι.

 Eντυπώσεις με δίδουν πολλές η καλοκαιρινές μορφές κ’ αισθήσεις· αλλά δεν παρετήρησα να τες υπετύπωσα ή να τες μετέφρασα κατευθείαν εις φιλολογικήν εργασίαν. Λέγω κατ’ ευθείαν· Διότι η καλλιτεχνικές εντυπώσεις κάποτε μένουν καιρόν αχρησιμοποίητες, παράγουν άλλες σκέψεις, μεταπλάσσονται από νέες επιρροές, και όταν αποκρυσταλλούνται εις γραπτές λέξεις, δεν είναι εύκολο να ενθυμηθούμε ποια ήταν η ώρα της πρώτης αφορμής, από πού η γραπτές λέξεις αλήθεια πηγάζουν.


(Γ.Π. Σαββίδης, «Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής», Μικρά Καβαφικά, Β´, Ερμής, 1987)
..................................................................................................................................................................


Το Καλοκαίρι μαζί πηγαίναμε στην αμμουδιά..................


               

                               Tony Pinelli - Ανάμνηση 

.............................................................................................................. 


                         

11 Ιουνίου 2016

Kahlil Gibran - Η ζωή του Έρωτα.





Καλοκαίρι.
Ας ξεκινήσουμε για τα λιβάδια, αγαπημένη, γιατί σιμώνει ο θερισμός, και του ήλιου τα μάτια ωριμάζουν το σπόρο. Ας ποτίσουμε τους καρπούς της γης, όπως το Πνεύμα τρέφει τ’ άνθη της Χαράς από τους σπόρους της Αγάπης, βαθιά σπαρμένους στην καρδιά μας.

Ας γεμίσουμε τα καλάθια μας με τ’ αγαθά της Φύσης, όπως η ζωή μ’ αστείρευτη απλοχεριά πλουσιοπάροχα γεμίζει τις καρδιές μας. Ας κάνουμε στρώμα τα λουλούδια, και σκέπασμα τον ουρανό, κι ας γείρουμε μαζί σε προσκεφάλι από μαλακό σανό.
Ας ξαποστάσουμε μετά από το μόχθο της μέρας, κι ας ακούσουμε το προκλητικό μουρμουρητό του ρυακιού.
........................................................................................................... 

                        Μελίνα από το μέλι- Μελίνα Τανάγρη

 ...................................................................................................................................................................