Ο χρόνος φεύγει ...τρέχει και κυλά..... Μαζί του παρασέρνει μαγικές στιγμές...λύπησες...όνειρα μισά...και όνειρα ταξιδεμένα... Κάθε που πιάνω στο ημερολόγιο Δεκέμβρης τέλος να δηλώνει...μοιραία κι αναπάντεχα κάθε φορά ...σε απολογισμούς το νου μου σπρώχνω ...''ταμείο'''τον υποχρεώνω για να κάνει.... Ποτέ μου το χρόνο δεν εμέτραγα..... Ποτέ μου μπροστά του δεν στάθηκα...μέσα από τα ρολόγια τους λεπτοδέιχτες.. ...στα δευτερόλεπτα....την ζωή μου δεν την μέτρησα... Δε θέλησα να τον υπολογίσω...και να αναμετρηθώ μαζί του... Κι αυτός σαν να το κατάλαβε ...και κάθε χρόνο μούκλεινε το μάτι...και μου ψιθύριζε : Του χρόνου πάλι εδώ...
Κι εγώ τον πίστευα...και άρχιζα ξανά κι ονειρευόμουν... Τα άπλωνα μπροστά μου όλα τα όνειρα...σαν τα υφάδια τ' αργαλειού της μάνας μου... Και ύφαινα...και ύφαινα ...με το μυαλό μου να μην σταματά... Τα έβλεπε αυτός και πότε πότε γέλαγε συγκαταβατικά...κι άλλες φορές με ειρωνεία με κοιτούσε...μα πάντα μου υπόσχονταν και να μου τάξει προσπαθούσε.... Μα έτσι κι αλλιώς η ελπίδα πάντα υπήρχε και θα υπάρχει στους ανθρώπους.... Ένα του μένει τώρα πια ...μπρος στην πραγματικότητα που σήμερα απλώνεται μπροστά του για να σκύψει...
Έτσι κι εγώ...χωρίς να τρελλαθώ...θα αναλογιστώ τη μέρα τούτη...και φευγαλέα στα δάχτυλά μου θα μετρήσω.... Τα γεγονότα που σημαδέψαν τη χρονιά αυτή...και από που να ξεκινήσω ? Την πιο μεγάλη προδοσία να σκεφτώ των ιδεών ...που και λαγούς με πετραχήλια είχαν κρυμμένες...και που ποτέ λαγούς δεν είδαμε? ή να θυμηθώ τα πολιτιστικά και αρχαιολογικά ευρήματα...που βορρά στα στόματα κι αυτά και στης Πολιτικής την προπαγάνδα μέσα εκεί θαφτήκαν... Μα όχι ανθρώπινα και ήρεμα και γαλήνια θα σκεφτώ...τη μέρα αυτή με τους αγαπημένους μου να την περάσω...
Αλάλιασμα στους δρόμους και στα μαγαζιά...παντού στα κέντρα ...στις ταβέρνες.... Το ρεβεγιόν σου λέει πως θέλουνε εκεί να το περάσουν.... Φαντάζονται ...φαντάζονται...πιέζονται και τρέχουν και τρέχουνε...όλα να τα προλάβουν.... Δώρα πολλά να κάνουνε και ακριβά αν μπορούν....ψώνια πολλά να φορτωθούν ...μην τύχει και πεινάσουν...να προλάβουνε και να κοιμηθούν...πριν για τις πίστες ξεκινήσουν... Και ούτε που γύρω τους κοιτούν...πως εκεί στη '''μύτη'' τους από κάτω....μέσα στην παγωμένη νύχτα της Παραμονής...ούτε κουβέρτα για να σκεπασθούν κάποιοι άνθρωποι σαν και αυτούς δεν έχουν...δεν θέλουν να κοιτούνε γύρω τους τα μίζερα...γιατί τον κακό τους εαυτό θαρρούν πως τους θυμίζουν...
Που είναι εκείνο το αθώο το παιδί...τον κόσμο που ονειρευόταν πως θα ομορφύνει ? Εχάθηκε και να το αντέξει πια κανείς μας δεν μπορεί...μπρος στις εικόνες που του το θυμίζουν.... Άπληστος είναι ο άνθρωπος.που δεν σκέφτεται...πως τυχερός ...με όλα του τα μείον...αφού σε ένα σπίτι κατοικεί και μένει... Ίσως να υπάρχουνε και τυχερότεροι απ' αυτόν...και σίγουρα υπάρχουν... Μα το μυαλό σου δόθηκε...για να πορεύεσαι σωστά και λογικά...και την χαρά και την ευτυχία...από άλλα μονοπάτια να την ψάχνεις...
Κι έρχεται η μέρα που κατάκοποι...και με το άγχος τους να τους φουρκίζει ...να απολάυσουν τίποτα από όσα ονειρεύτηκαν και προγραμμάτισαν δεν κατορθώνουν να γευθούν... Είναι απλά και εύκολα τα δώρα της αγάπης να γευθείς...αν στα απλά...στα λιτά...στα όμορφα θελήσεις να εστιάσεις να σταθείς... Οργάνωσε τη μέρα σου με αγάπη περισσή...φροντίδα βάλε από καρδιάς και νοστιμιά σε ό,τι κι αν αποφασίσεις να σερβίρεις...
Το πιο νόστιμο ...το πιο γλυκό...είναι αυτό που η σκέψη μας και η καρδιά μας...στους ανθρώπους μας ,μπορεί να καταθέσει... Άσε το χρόνο να κυλά...με ομορφιές να τον γεμίζεις... Κομμάτια αυτός δεν γίνεται...ένας είναι ολόκληρος ...ποτέ δεν σταματά...να τον δεσμεύσεις σε κουτιά και σε ρολόγια μην επιχειρείς... Μη στέκεσαι στ' ασήμαντα...και γέλα σαν μικρό παιδί...προσπάθησε το καταπιεσμένο σου '''παιδί'''στην επιφάνεια να βγάλεις....
Καλή Χρονιά !!! Καλό Νέο Ξεκίνημα στα όνειρά σας !!!
<< Πάει ο παλιός ο χρόνος ...ας γιορτάσουμε παιδιά... και του χωρισμού ο πόνος ,ας κοιμάται στην καρδιά.... Καλή Χρονιά...Καλή Χρονιά... Χαρούμενη χρυσή Πρωτοχρονιά... .>>
Σιγοτραγουδώντας...μετρήσαμε κι αυτή τη φορά..τις μέρες που ονομάσαμε ''χρόνο''.. Τώρα μπροστά στον ερχομό του καινούριου χρόνου...ξαναβιώνουμε έθιμα και συνήθειες που θα μας κάνουν να νιώσουμε αισιόδοξοι και να ξορκίσουμε τα κακά του χρόνου που πέρασε...καλωσορίζοντας...και προσπαθώντας να εξευμενίσουμε τον Νέο που θα μας έρθει... Πολλά τα έθιμα και οι παραδόσεις του τόπου μας για την Πρωτοχρονιά... Το ρόδι
Το ρόδι είναι σύμβολο αφθονίας, γονιμότητας και καλής τύχης. Σε πολλά
μέρη της Ελλάδας κρεμούσαν στο κάθε σπίτι, από το φθινόπωρο, ένα ρόδι.
Μετά τη Μεγάλη Λειτουργία της Πρωτοχρονιάς το πετούσαν με δύναμη στο
κατώφλι για να σπάσει σε χίλια κομμάτια κι έλεγαν: «Χρόνια Πολλά!
Ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος!».
Στην Κομοτηνή ,την ιδιαίτερη πατρίδα μου την Πρωτοχρονιά, αποβραδίς γυρνούν με αναμμένα φανάρια στολισμένα με κορδέλες χάρτινες
και ποικιλόχρωμες, με βαπόρια και τραγουδούν τα κάλαντα από ένα τυπωμένο
βιβλίο. Τα παιδιά κρατούν σφυριά ξύλινα, βαμμένα με διάφορα χρώματα και
με αυτά χτυπούν τις πόρτες και μαζεύουν στραγάλια, σύκα, ξυλοκέρατα,
πορτοκάλια, καρύδια. 'Όχι όμως και χρήματα.
Η ποίηση των ημερών αυτών
στη Θράκη είναι χωρίς σχήματα, είναι αληθινή, γεμάτη έξαρση κι αρμονία. Η
λαϊκή μούσα τραγουδά τον “αγιοβασίλη” με χαρτί και καλαμάρι και τον
καλεί να καθίσει και να τραγουδήσει με το λαό μαζί.
Στην πόλη μου πολλοί κάτοικοι διατηρούν ακόμη κάποια από τα
έθιμα που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, όπως το
σπάσιμο του ροδιού μπροστά στην είσοδο του σπιτιού για καλή τύχη, αλλά
και η μεταφορά μιας πέτρας -συνήθως από το μικρότερο μέλος της
οικογένειας- στο εσωτερικό του σπιτιού, για να είναι στέρεο το σπίτι και
γερή ολόκληρη η οικογένεια τη νέα χρονιά. Σε πολλές περιοχές της Θράκης
τραγουδούν τα κάλαντα όχι μόνο αποβραδίς, αλλά και το πρωί μετά την
εκκλησία. Πηγαίνοντας στα σπίτια τραγουδούν τον “Αγιοβασίλη”, παίρνουν
δώρα φρούτα, χρήματα κτλ.
Τα δώρα αυτά τα μαζεύουν όλα σʼ ένα μέρος για
τα μοιράζονται κατόπιν.
Μωμόγεροι.
Λαϊκό
σατυρικό ευετηριακό δρώμενο με προθεατρική μορφή. Τελείται από τους
Πόντιους με παραλλαγές στους νομούς Δράμας ( Πλατανιά και Σιταγρούς )και
στο Θρυλόριο Ν. Ροδόπης. Αναπαρίσταται στις αυλές των σπιτιών και στις
πλατείες τις ημέρες του Δωδεκαημέρου ( μεταξύ 17 Δεκεμβρίου και 1ης
Ιανουαρίου ) .Κύριο πρόσωπο ο Μωμόγερος η Κιτί Γοτσάς με θίασο
συντελεστών όπως η νύφη και ο γαμπρός ,ο Αλής ( έφιππος ) , ο πατέρας ,ο
γιατρός, ο οργανοπαίχτης, ο κουμπάρος, ο χωροφύλακας, δυο μικροί
διάβολοι , η έγκυος γυναίκα και η συνοδεία .
Ευετηριακά δρώμενα. Ευετηρία (ευ+έτος) σημαίνει καλό έτος, καλή χρονιά.
Όλοι
οι συντελεστές φορούν κουδούνια όπως προβιές και δέρματα τράγων.
Κεντρικό πρόσωπο του θιάσου των τελεστών ο Μωμόγερος ή Κιτί γοτσάς ή
Πορδαλάς ( Θρυλόριο ) ο οποίος με τη δύση του ήλιου εισβάλλει με την
ακολουθία του στα σπίτια του χωριού και εμπλέκει τους σπιτονοικοκύρηδες
σε περιπέτειες « εξαπατώντας » τους . Η απαγωγή της νύφης παίζει και εδώ
καθοριστικό ρόλο καθώς μετά από αλλεπάλληλες εικονικές συμπλοκές μεταξύ
των τελεστών ,το νέο ζευγάρι, η νύφη και ο γαμπρός κατορθώνουν να
σμίξουν ,στεφανώνονται μάλιστα από τον παπά που εισέρχεται στο τέλος στο
θίασο επιβάλλοντας την τάξη .Με τη συνοδεία ποντιακής λύρας και
νταουλιού , χορεύοντας και διασκεδάζοντας τα μωμογέρια , εγκαταλείπουν
το σπίτι για να επισκεφτούν το επόμενο όπου θα προβούν σε ανάλογους
,νέους αυτοσχεδιασμούς και μιμικές πράξεις .
Το Ποδαρικό
Πολλοί άνθρωποι είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ακόμα και σήμερα σχετικά με
το ποιος θα κάνει ποδαρικό στο σπίτι τους, δηλαδή ποιος θα μπει πρώτος
στο σπίτι τους τον καινούριο χρόνο.
Έτσι, από την παραμονή λένε σε κάποιο δικό τους άνθρωπο, που τον
θεωρούν καλότυχο και γουρλή, να έρθει την Πρωτοχρονιά να τους κάνει
ποδαρικό. Πολλές φορές προτιμούν ένα μικρό παιδί για να κάνει ποδαρικό,
γιατί τα παιδιά είναι αθώα και στην καρδιά τους δεν υπάρχει η ζήλια και η
κακία.
Κι αν ακόμα δεν ερχόταν κάποιος επισκέπτης ξένος, το πρωί της Πρωτοχρονιάς στο σπίτι μας...η μητέρα μου πάντοτε έβγαζε έξω από την πόρτα του σπιτιού, κάποια από εμάς τα παιδιά της...και μας συμβούλευε με το δεξί πόδι να ξαναμπούμε στο σπίτι,για το ποδαρικό και για καλή τύχη του σπιτιού....
Αλλά και σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς καλά κρατούν ακόμη και σήμερα...
Στη Χαλκιδική οι γυναίκες, εκτός από τη βασιλόπιτα, πρέπει την
παραμονή της Πρωτοχρονιάς να φτιάξουν “κλίκια” και “φταζμίτ'κα”, όπως
και άλλα γλυκά για τους καλαντιστές, τους επισκέπτες και τα μέλη της
οικογένειας. Συνήθως τα γλυκά αυτά είναι: σαραγλί, σουσαμόπιτα,
μπακλαβάς, κανταΐφι κ.ά. Ειδικότερα στην Ορμύλια έκαναν κι ένα ειδικό
κουλούρι, σε σχήμα “οχτώ”, για τον Άγιο Βασίλειο. Το κουλούρι αυτό το
έβαζαν στο εικονοστάσι για το καλό του χρόνου. Επίσης, τη νύχτα της
Πρωτοχρονιάς στα χωριά της Χαλκιδικής η βρύση του χωριού έπρεπε να είναι
ανοιχτή, έτσι ώστε να τρέχει η τύχη όλη τη χρονιά σαν το νερό. Στο
Μυρτόφυτο του δήμου Ελευθερών στη δυτική ακτή του νομού Καβάλας την
παραμονή της Πρωτοχρονιάς αναβιώνει ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του
στην Τουρκοκρατία. Τα αγόρια που θα φύγουν στρατιώτες μέσα στη νέα
χρονιά συγκεντρώνουν μεγάλες στοίβες από ξύλα στην πλατεία. Την παραμονή
του νέου χρόνου ανάβουν μια εντυπωσιακή φωτιά που ξεπερνά τα τρία
μέτρα, ψάλλοντας τα κάλαντα. Στις δώδεκα ακριβώς, με το χτύπημα του
ρολογιού της εκκλησίας, αρχίζει ένα παραδοσιακό γλέντι με τσίπουρο και
γλυκά.
Το κόψιμο της Βασιλόπιτας...
Στη πλειοψηφία τους οι Έλληνες κόβουν τη βασιλόπιτα αμέσως μετά την
αλλαγή του χρόνου. Σε μερικές όμως, περιοχές της Ελλάδας η Βασιλόπιτα
κόβεται στο μεσημεριανό τραπέζι, ανήμερα του Αγίου Βασιλείου την 1η
Ιανουαρίου. Όποτε πάντως και αν κοπεί, ακολουθείται το ίδιο εθιμοτυπικό:
Ο νοικοκύρης την σταυρώνει τρεις φορές με ένα μαχαίρι και μετά αρχίζει
να κόβει τα κομμάτια. Το πρώτο είναι του Χριστού, το δεύτερο της
Παναγίας, το τρίτο του Αγίου Βασιλείου, το τέταρτο του σπιτιού και
ακολουθούν τα κομμάτια των μελών της οικογένειας με σειρά ηλικίας
Η βασιλόπιτα είναι συνδυασμός του «εορταστικού άρτου» και του
«μελιπήκτου» των αρχαίων προσφορών, τόσο προς τους θεούς όσο και προς
τους νεκρούς ή τους κακούς δαίμονες για την εξασφάλιση της υγείας, της
καλής τύχης και της ευλογίας του Αγίου Βασιλείου.
Η κοπή της Πρωτοχρονιάτικης Πίτας έχει συνδεθεί ίσως από
τον 5ο
- 6o αι με την μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου. Όμως μέσα στους αιώνες η
άγνοια του κόσμου πρόσθεσε μύθους που προσβάλλουν και τον ίδιο τον Άγιο
και εκείνους οι οποίοι τον τιμούν.
Κυκλοφορεί μέχρι σήμερα ο περίεργος θρύλος ότι δήθεν ο Μέγας Βασίλειος που
διαχειριζόταν ολόκληρο συγκρότημα ευαγών ιδρυμάτων, έκανε έρανο και μάζεψε
ολόκληρο θησαυρό χωρίς να κρατήσει αποδείξεις. Και όταν χρειάστηκε να τα
επιστρέψει αναγκάστηκε να τα μοιράσει σε πίτες«κι' ό,τι πέσει
στον καθένα ». Αυτή η ασεβής ανακρίβεια παραδίδεται
από στόμα σε στόμα.
Ποια είναι όμως η αλήθεια για το ωραίο έθιμο της
Πρωτοχρονιάτικης Πίτας;
Υποστηρίζεται από πολλούς ότι το έθιμο έχει τις ρίζες του στα Ελληνικά Κρόνια
(αγροτικές γιορτές προς τιμήν του Θεού Κρόνου). Ήταν οικογενειακή
γιορτή στο τέλος της συγκομιδής των καρπών. Στο στρωμένο γιορτινό τραπέζι
συνέτρωγαν όλοι - μαζί και οι
δούλοι. Φαίνεται ότι μετά το γεύμα μοιράζονταν
μικρά ψωμάκια ή πίτες μέσα στις οποίες έβαζε η νοικοκυρά ένα κομμάτι στάχυ, έναν καρπό, ή
ακόμη και ένα ομοίωνα αλόγου. Όλοι εύχονταν, το στάχυ που τους έτυχε ή ο
καρπός να αυξήσει την σοδειά τους. και αν τύχαιναν ομοίωμα ζώου, το
θεωρούσαν καλό οιωνό για τα ζώα που έτρεφαν.
Τον 2ο αι. μΧ η εορτή αυτή (τα Κρόνια) είχε εκφυλιστεί. Ο Πλούταρχος
δεν λέει καλά λόγια για την διαγωγή των δούλων στο γιορτινό τραπέζι των κυρίων
τους.
Στην Ρώμη τα Κρόνια ταυτίστηκαν με αντίστοιχη δημοφιλή γιορτή του χειμώνα,
τα «Σατουρνάλια», τα οποία
τελούνταν με επίσημη αργία και εμποροπανηγύρεις τον Δεκέμβριο (Χειμερινό
Ηλιοστάσιο). Όμως σιγά - σιγά η ωραία οικογενειακή εκδήλωση εξαφανίστηκε
από τα νοικοκυρόσπιτα. Πήρε άλλη μορφή - με τυχερά παιχνίδια και όργια σε
ύποπτους χώρους μακριά από τον κρατικό έλεγχο.
Αναφέρονται ακόμη και
άτυπες ανθρωποθυσίες: Σε απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές, ύποπτες ομάδες
έτρωγαν και έπιναν. Έκοβαν μία πίτα στη οποία είχαν βάλει ομοίωμα
στέμματος. Όποιος το έβρισκε,
ανακηρύσσονταν «βασιλιάς της βραδιάς». Το γλέντι συνεχιζόταν και όλοι
μεθούσαν. Την επομένη
αυγή θυσίαζαν το «βασιλιά της βραδιάς» στους Θεούς
του Κάτω Κόσμου. Οι
Ρωμαϊκές Αρχές απαγόρευαν τις παράνομες εκείνες τελετές των μεθυσμένων
αγροτών. Αναφέρεται στο Εορτολόγιο της Εκκλησίας ο Άγιος
Μάρτυρας Δάτιος που ήρθε σε σύγκρουση με μια τέτοια
απόκρυφη τελετή.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας πολέμησαν με
πάθος τις ύποπτες τελετές των
Σατουρναλίων. Προσπάθησαν - και φαίνεται πως το κατάφεραν - να
επαναφέρουν το ωραίο οικογενειακό πανηγύρι (τα Κρόνια) και του έδωσαν
χριστιανικό νόημα.
Τώρα πια δεν τιμούμε τον Κρόνο αλλά το «Βασιλέα των ουρανών»
που γεννιέται αυτές τις μέρες. Στη Δύση
ο Επίσκοπος Ρώμης καθιέρωσε το γιορτινό τραπέζι να στρώνεται προς τιμήν
του νεογέννητου Βασιλέα του Κόσμου (του Χριστού). Σε πολλές χώρες της
Ευρώπης προστίθενται και οι τρεις βασιλιάδες (στην Γαλλία
troiroi - οι τρεις Μάγοι) που έρχονται «εξ ανατολών»να προσκυνήσουν το Θείο Βρέφος - τον Βασιλιά του
Σύμπαντος. Οι εκδηλώσεις καθιερώθηκαν σε όλη την Ευρώπη να τελούνται 17 έως 24 Δεκεμβρίου. Στο οικογενειακό τραπέζι μετέχει όλη η οικογένεια,
το υπηρετικό προσωπικό, ακόμη και πτωχοί γείτονες. Στο τέλος του γεύματος προσφέρονται γλυκά και
δώρα (που όπως πιστεύουν τα φέρνει το Χριστουγεννιάτικο δένδρο και ο santa Claus), μοιράζονται πίτες, και όλοι μαζί ψάλλουν χριστουγεννιάτικα
τραγούδια (τα γνωστά carolsτα
γνωστά
Carols).
Στο
Βυζάντιο και ιδιαίτερα στην Συρία και Καππαδοκία ο
λαός τιμά με ιδιαίτερα λαμπρές τελετές την μνήμη του
Μεγάλου Βασιλείου (που είχε πεθάνει την 1η Ιανουαρίου του 379). Δεν ήταν
δύσκολο να μετατεθεί η κοπή της πίτας ώστε στην τιμή του «Βασιλιά των
Ουρανών» να προστεθεί η τιμή στον άνθρωπο που δίδαξε πολιτισμό και αγάπη
στην μακρινή Ανατολή. Έτσι η παραδοσιακή πίτα στην Ελληνόφωνη Ανατολή
κόβεται την 1η Ιανουαρίου. Και τα δώρα που ανταλλάσσουν μεταξύ τους .
Η ομορφιά των γυναικών που άλλαξαν τη ζωή μας,
βαθύτερα κι από εκατό επαναστάσεις,
δεν χάνεται, δεν σβήνει με τα χρόνια
όσο κι αν φθείρονται οι φυσιογνωμίες
όσο κι αν αλλοιώνονται τα σώματα.
Μένει στις επιθυμίες που κάποτε προκάλεσαν
στα λόγια που έφτασαν έστω αργά,
στην εξερεύνηση δίχως ασφάλεια της σάρκας
στα δράματα που δεν έγιναν δημόσια
στα καθρεφτίσματα χωρισμών, στις ολικές ταυτίσεις.
Η ομορφιά των γυναικών που αλλάζουν τη ζωή,
μένει στα ποιήματα που γράφτηκαν γι αυτές,
ρόδα αειθαλή αναδίδοντας το ίδιο άρωμά τους
ρόδα αειθαλή, όπως αιώνες τώρα λένε οι ποιητές.
.................................................................................................................................................................... Έρχονται στιγμές που οι μνήμες γίνονται παρουσίες δυνατές στα μάτια μας μπροστά... Πάντα υπάρχουν οι αφορμές τη μνήμη μας να ζωντανέψουν...εμπρός μας να φέρουν άνθρωπους...που αγώνα έδωσαν σκληρό,γλυκό μα και άνισο μέσα στον δύσκολο τον συρφετό του κόσμου τούτου... Πρώτες μου και καλύτερες γυναίκες ...που σαν σημαία κράτησαν την γαλήνη και την ομορφιά του αντρός και της οικογένειάς τους.... Και μας σημάδεψαν αυτές...σαν λούλουδα το άρωμά τους..ακόμα μέσα στις σκοτεινές μας κάμαρες ...αυτό να αιωρείται και να τριγυρνά... Είναι γυναίκες δυνατές...μα και συναισθηματικές συνάμα.... Και ύμνοι δεν χρειάζονται γι αυτές σε μια μόνο μέρα..που ίσως όλοι να τρέξουν να τις θυμηθούν...μονάχος σου εκεί μες στη γωνιά σου να σκεφθείς την ''προσφορά'''ταιριάζει.... Σοφία Θεοδοσιάδη... ...................................................................................................................................................................
Δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις
για όλα τα προβλήματα της ζωής σου,
ούτε έχω απαντήσεις
για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου ˙
όμως μπορώ να σ’ ακούσω
και να τα μοιραστώ μαζί σου.
Δεν μπορώ ν’ αλλάξω
το παρελθόν ή το μέλλον σου.
Όμως όταν με χρειάζεσαι
θα είμαι εκεί μαζί σου.
Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματα σου.
Μόνο μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου
να κρατηθείς και να μη πέσεις.
Οι χαρές σου, οι θρίαμβοι και οι επιτυχίες σου
δεν είναι δικές μου.
Όμως ειλικρινά απολαμβάνω να σε βλέπω ευτυχισμένο.
Δεν μπορώ να περιορίσω μέσα σε όρια
αυτά που πρέπει να πραγματοποιήσεις,
όμως θα σου προσφέρω τον ελεύθερο χώρο
που χρειάζεσαι για να μεγαλουργήσεις.
Δεν μπορώ να αποτρέψω τις οδύνες σου
όταν κάποιες θλίψεις
σου σκίζουν την καρδιά,
όμως μπορώ να κλάψω μαζί σου
και να μαζέψω τα κομμάτια της
για να την φτιάξουμε ξανά πιο δυνατή.
Δεν μπορώ να σου πω ποιος είσαι
ούτε ποιος πρέπει να γίνεις.
Μόνο μπορώ
να σ' αγαπώ όπως είσαι
και να είμαι φίλος σου.
Αυτές τις μέρες σκεφτόμουν
τους φίλους μου και τις φίλες μου,
δεν ήσουν πάνω
ή κάτω ή στη μέση.
Δεν ήσουν πρώτος
ούτε τελευταίος στη λίστα.
Δεν ήσουν το νούμερο ένα ούτε το τελευταίο.
Να κοιμάσαι ευτυχισμένος.
Να εκπέμπεις αγάπη.
Να ξέρεις ότι είμαστε εδώ περαστικοί.
Ας βελτιώσουμε τις σχέσεις με τους άλλους.
Να αρπάζουμε τις ευκαιρίες.
Να ακούμε την καρδιά μας.
Να εκτιμούμε τη ζωή.
Πάντως δεν έχω την αξίωση να είμαι
ο πρώτος, ο δεύτερος ή ο τρίτος
στη λίστα σου.
Μου αρκεί που με θέλεις για φίλο.
Ευχαριστώ που είμαι.
Ο Μπόρχες
γεννήθηκε στις 24 Αυγούστου το 1899 στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής
και πέθανε στις 14 Ιανουαρίου του 1986 στη Γενεύη της Ελβετίας. Τάφηκε
ύστερα από επιθυμία του στην πόλη που μεγάλωσε, στο Μπουένος Άιρες.
Υπήρξε
ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες του εικοστού αιώνα, του οποίου
το ταλέντο στην συγγραφή αναδείχθηκε από πολύ μικρή ηλικία, αφού σε
ηλικία 7 ετών ο Μπόρχες γράφει το πρώτο του διήγημα, ενώ ένα χρόνο
αργότερα μεταφράζει και δημοσιεύει τον Ευτυχισμένο πρίγκιπα του Όσκαρ
Ουάιλντ.
Αγαπιόμασταν, Χριστέ μου, αγαπιόμασταν,
τα ματόκλαδά μας λιώναν σαν κοιτιόμασταν.
Στ’ ακροδάχτυλα αγγιζόμαστε και τρέμαμε
και χαμήλωναν κοντά μας κι οι ουρανοί.
Και ποθούσα και ποθούσες να πεθαίναμε
τόσο νέοι, τόσο ωραίοι, τόσο αγνοί.
Αγαπιόμασταν, Χριστέ μου, αγαπιόμασταν,
και τα χείλη μας ματώναν σαν φιλιόμασταν.
Στις κρυφές γωνιές τον έρωτα μαθαίναμε
κι όσα ήτανε τα λάθη ήταν κι οι λυγμοί.
Τη στιγμή εκείνη, Θεέ μου, να πεθαίναμε,
τόσο νέοι, τόσο ωραίοι, τόσο αγνοί.
Στίχοι:
Σώτια Τσώτου
Μουσική:
Γιώργος Κριμιζάκης
1.Ρένα Κουμιώτη
.................................................................................................................................. Τούτο το απόβραδο Της Κυριακής,γεμάτη από την αγάπη των ανθρώπων μας,των αγαπημένων μας, ας σιγοτραγουδήσουμε...... Αγαπιόμασταν Χριστέ μου, λέξη μαγική και ονειροπόλα.... ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ Φίλοι μου αγαπημένοι..... η φίλη σας Σοφία......
“Ήταν μια αξιομνημόνευτη μέρα για μένα, γιατί προκάλεσε μέσα μου
μεγάλες αλλαγές. Όμως το ίδιο συμβαίνει με ολόκληρη τη ζωή. Φανταστείτε
μια επιλεγμένη μέρα, αποσπασμένη από τις υπόλοιπες, και σκεφτείτε πόσο
διαφορετική θα ήταν χωρίς αυτήν η πορεία της ζωής σας. Εσείς που
διαβάζετε όλα αυτά, σταματήστε μια στιγμή και σκεφτείτε τη μακριά
αλυσίδα από σίδερο ή χρυσάφι, από αγκάθια ή λουλούδια, που δε θα σας
είχε ποτέ δέσει αν δεν είχε σχηματιστεί ο πρώτος κρίκος, κάποια
αξιομνημόνευτη μέρα.”
”Ειλικρινά, ποτέ δεν υπάρχει λόγος να μας πιάνει ντροπή για τα
δάκρυα μας… Είναι η βροχή πάνω στη σκόνη που σηκώνεται απ’ το χώμα της
σκληρής καρδιάς μας και μας θολώνει τα μάτια…
Όλοι οι άλλοι απατεώνες της υφηλίου δεν είναι τίποτα μπροστά στον άνθρωπο που πάει να εξαπατήσει τον ίδιο του τον εαυτό…
Μ’ άλλα λόγια, ήμουν πολύ δειλός για να κάνω ό,τι ήξερα πως ήταν σωστό,
όπως είχα φανεί πολύ δειλός για να μην κάνω ό,τι ήξερα πως ήταν λάθος…
Την υιοθέτησα για ν’ αγαπηθεί. Την ανέθρεψα και τη μόρφωσα για ν’ αγαπηθεί. Την έκανα ό,τι είναι, για ν’ αγαπηθεί. Αγάπησέ την!”
Στις 3 Αυγούστου του 1861 ο Κάρολος Ντίκενς δημοσιεύει στη λογοτεχνική
εφημερίδα που επιμελείται ο ίδιος, το τελευταίο μέρος του
αριστουργήματός του «Μεγάλες Προσδοκίες». Πρόκειται για την ιστορία του
Πιπ, ενός ορφανού αγοριού που βλέπει ξαφνικά την τύχη να του χαμογελά.
Του χαμογελά όμως πραγματικά ή μήπως τον ειρωνεύεται;
Μια μεγάλη κληρονομιά περιμένει τον Πιπ. Και ξαφνικά όλα αλλάζουν
γύρω του και μέσα του. Ο δρόμος του διασταυρώνεται με τους δρόμους
παράξενων ανθρώπων: Ο δραπέτης Μάγκουιτς, η τρελή μις Χάβισαμ, η άκαρδη
ωραία Εστέλλα, ο πανούργος δικηγόρος Τζάγκερς και πολλοί άλλοι
μπερδεύουν τη ζωή και την ψυχή του ήρωα.
Χαρακτήρες που η πένα του Κάρολου Ντίκενς ζωντανεύει με τις πιο αδρές
πινελιές και τις πιο λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις, με χιούμορ και
δραματική ένταση, στήνοντας μια δυνατή πλοκή μέσα στο σκοτεινό σκηνικό
του Λονδίνου των αρχών του 19ου αιώνα. Οι «Μεγάλες προσδοκίες» είναι ένα
από τα πιο αγαπημένα και πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα στον κόσμο.
Ο Κάρολος Ντίκενς, ορθότερα Τσάρλς Ντίκενς (Charles Dickens, 7
Φεβρουαρίου 1812 - 9 Ιουνίου 1870) υπήρξε ένας από τους πιο διάσημους
Άγγλους μυθιστοριογράφους. Θεωρείται ένας από τους καλύτερους συγγραφείς
της Βικτωριανής Εποχής (19ος αιώνας). Μερικά από τα διασημότερα έργα
του, στην πλειοψηφία των οποίων κυριαρχεί το θέμα της κοινωνικής
μεταρρύθμισης, είναι ο Όλιβερ Τουίστ, η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία, η
Ιστορία των Δύο Πόλεων, Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, Μεγάλες Προσδοκίες κ.α.
Πολλά από τα μυθιστορήματά του, με το έντονο ενδιαφέρον που παρουσίαζαν
για την κοινωνική μεταρρύθμιση, εμφανίστηκαν αρχικά στα περιοδικά σε
συνέχειες, κάτι που εκείνη την εποχή ήταν πολύ διαδεδομένο. Σε αντίθεση
με άλλους συγγραφείς, οι οποίοι ολοκλήρωναν τα μυθιστορήματά τους πριν
τα εκδώσουν σε συνέχειες, ο Κάρολος Ντίκενς έγραφε το μυθιστόρημά του
και το εξέδιδε συγχρόνως σε συνέχειες.
Η πρακτική αυτή προσέδωσε στις ιστορίες του ένα συγκεκριμένο ρυθμό, ο
οποίος τονιζόταν από δραματικές στιγμές με αποτέλεσμα το κοινό να
περιμένει με ανυπομονησία τη συνέχεια του μυθιστορήματος. Η συνεχής
δημοτικότητα των μυθιστορημάτων και των μικρών ιστοριών του είναι τέτοια
που δε σταμάτησαν ποτέ να εκδίδονται.
Πηγή: Βικιπαίδεια..
...............................................................................................................................................................
Μεγάλες Προσδοκίες... .................................................................................................................................................................
Πόσο ψέμμα άραγε μπορεί και αντέχει να χωρέσει μια καρδιά ? Πόσο ψέμμα μπορεί και θέλει φορές- φορές..να το μασήσει... να το καταπιεί...? Έρχονται μέρες...στιγμές...και δευτερόλεπτα που θέλεις να ουρλιάξεις...το ψέμμα από πάνω σου να πετάξεις...να το αποποιηθείς... Μα δεν ουρλιάζεις ...δεν πετάς...δεν βάζεις τις φωνές...μα ούτε και κραυγάζεις...παρά..μονάχα κουλουριασμένος ...άπραγος μένεις και σιωπάς... Είναι οι στιγμές...που παρέα κάνεις με το ψέμμα σου αυτό...που το αγκαλιάζεις...το χα'ι'δεύεις το φυλάς... Είναι το ψέμμα σου αυτό που σε κρατάει ζωντανό... Παραμονή και σήμερα των Χριστουγέννων.... Μπροστά σου έρχονται εικόνες μαγικές που λαχταράς.... Εικόνες που αληθινές μες στη δική σου τη ζωή να βάλεις λαχταρούσες... Μα πως στ' αλήθεια γίνονται εικόνες μαγικές τα ψέμματα ? Πως να χωρέσουν στη μαγεία των εικόνων...τα ευτελή τα λόγια τα μεγάλα...που στόμα ανεύθυνο ..απερίσκεπτο..επιπόλαιο... ψιθύρισε ...στα αυτιά σου μέσα να τα ακούσεις... ? Αλήθεια τι είναι πιο γλυκό...η αλήθεια που τη μαχαιριά θα σου καρφώσει...ή ένα ψέμμα που σφιχτά το αγκάλιασες και σιγανά μα σταθερά την ανοιχτή σου την πληγή την ξύνει ? Είναι πολλές φορές η επιλογή...ένα δύσκολο κομμάτι στη ζωή του ανθρώπου... Έχει ανάγκες η ψυχή...και η τροφή πολλές στιγμές που τηνε θρέφεις...μέλι σου μοιάζει ...γεύση μοναδική σου φαίνεται το ψέμμα σαν το καταπίνεις... Μα δηλητήριο γίνεται στα σπλάχνα σου βαθιά...και θα σε κάψει...θα καείς...στη χώνεψή του δεν θα αντέξεις.... Σφιχτοαγκαλιασμένος στη γωνιά ...ανδρείκελο μια άλλης εποχής...το ψέμμα που με κόπο έτρεφες και πότιζες και λάτρευες...γιατί στην ουτοπία σε κρατούσε...κοιτάς απορημένος και αδύναμος...και να το τινάξεις με περίσσια δύναμη...δεν κατορθώνεις...δεν μπορείς.... Πως να αντέξεις τόση γύμνια του κορμιού και της ψυχής....? Η αλήθεια που σε τριγυρνά...να σε σκεπάσει δεν το κατορθώνει...δεν μπορεί...λειψή φαντάζει μπρος στο ψέμμα που το πίστεψες...το φόρεσες...σεργιάνι τόβγαλες...γιατί εγυάλιζε πολύ...κι είπες κι εσύ μια φορά...γυαλιστερό φουστάνι να φορέσεις... Ήτανε κατακόκκινο σαν τη φωτιά...το κόκκινο φουστάνι που ψεύτικα στολίδια ήταν γεμάτο... Δεν μπόρεσες ...δεν τα κατάφερες...ούτε ένα αληθινό διαμάντι ...τόσο δα μικρό...επάνω του να ράψεις... Ψάχνεις και ψάχνεις και απορείς...που ούτε μαργαριτάρι ούτε και διαμάντι...στα χέρια σου δεν έπεσε ...επάνω εις το στήθος εκεί...στου φουστανιού το μπούστο σου να ράψεις... να στολίσεις... Σου τόλεγεν η μάνα σου...πως τα μαργαριτάρια και τα διαμαντικά...σπάνιο είδος είναι.... Μη θλίβεσαι και μην αγαναχτείς...μπορεί και αυτά πολύτιμα ...γυαλιστερά κι αν μοιάζουν...κάποιοι στα χέρια τους να τα κρατούν...μα εσύ σε λάθος μέρος να τα ψάχνεις... Είναι οι θάλασσες πλατιές...βαθιές και άγριες...μα εκεί στο βάθος τους το σκοτεινό...κοχύλια με μαργαριτάρια κρύβουν... Όχι δε λένε ψέμματα οι θάλασσες...αρκεί μικρή μου πάντα να θυμάσαι...πως λάτρης των ανοιχτών των θαλασσών...ένας τέτοιος δύτης είσαι.... Κι αν δεν εκουράστηκες και το μικρό το διαμαντάκι ακόμα ονειρεύεσαι και ψάχνεις...γυαλίζει αυτό και θα το δεις...μην ξεγελιέσαι πια εσύ...σε μια γωνιά ...στο χώμα θα το βρεις...και σε κοσμηματοπωλεία ακριβά...δεν στέκει... Γιατί το κοσμηματοπωλείο το ακριβό...μες στις καρδιές φωλιάζει...
Κείμενο -Σοφία Θεοδοσιάδη.... ........................................................................................................................................................... Αφιερωμένο εξαιρετικά στη φίλη μου...που γεύση από '''χολή'''παραμονές των Χριστουγέννων θέλησαν να της τρατάρουν...γιατί εγώ την ένιωσα ...την αγαπώ...και να την απαλοχα'ι'δέψω θέλω.... τίποτα πια δεν χάθηκε...ο κόσμος όσο γύρω μας γυρίζει.... ...................................................................................................................................................................
Αυτά
τα Χριστούγεννα, και ύστερα από σχεδόν 40 χρόνια, θα δούμε επιτέλους
άσπρη μέρα. Όχι εξαιτίας του χιονιού αλλά της πανσελήνου, που θα λάμψει
ανήμερα των Χριστουγέννων και μάλιστα μεσημεριάτικα, στις 13:11.
Θα είναι η τελευταία πανσέληνος του χρόνου και ταυτόχρονα η πρώτη
πανσέληνος του 21ου αιώνα που θα συμπέσει με τη μέρα των Χριστουγέννων. Η
τελευταία φορά που συνέβη αυτό ήταν το 1977 ενώ η επόμενη θα
παρατηρηθεί ξανά σε 19 χρόνια, δηλαδή το 2034. Θα μπορούσε να πει κανείς
ότι πρόκειται κατά κάποιο τρόπο για σπάνιο φαινόμενο.
Γεγονός είναι ότι η πανσέληνος που «πέφτει» ανήμερα τα Χριστούγεννα,
σηματοδοτεί το τέλος μίας χρονιάς με εντυπωσιακά ουράνια φαινόμενα, όπως
η ολική έκλειψη ηλίου που έγινε τον περασμένο Μάρτιο και πιο πρόσφατα,
στις 28 Σεπτεμβρίου, το περίφημο «ματωμένο» φεγγάρι.
Πρακτικά η «παγωμένη» πανσέληνος που θα εμφανιστεί στον μεσημεριανό
ουρανό της Ευρώπης ανήμερα τα Χριστούγεννα, δεν σημαίνει πρακτικά
τίποτα, παρά μόνο για τον Αη Βασίλη.
Κατά την δυτικοευρωπαϊκή παράδοση, εκείνη τη μέρα ο Άγιος βρίσκεται
καθοδόν για να μοιράσει τα δώρα και η πανσέληνος θα διευκολύνει το έργο
του, φωτίζοντάς του το δρόμο.
Ετσι, θα ξεκουραστεί και ο τάρανδος, Ρούντολφ, που κάνει αυτή τη
δουλειά καθοδηγώντας το βαρύ έλκηθρο με τη μύτη του που φωτίζει στο
σκοτεινό ουρανό.
ΠΗΓΗ: ENTER TV.gr..
................................................................................................................................................................ Ας στρέψουμε το βλέμμα στον ουρανό.... Πάντα το φεγγάρι μας ταξίδευε στα όνειρά μας.... Ημέρα αγάπης και ευσπλαχνίας η σημερινή.... Ας αφεθούμε για λίγο στο όνειρο !!! Όπως τότε που είμασταν παιδιά...και τραγουδάγαμε το φεγγαράκι...... ΧΡΟΝΙΑ ΜΑς ΠΟΛΛΑ !!! Η φίλη σας Σοφία !!! ...................................................................................................................................................................
Τα
λαμπιόνια αναβόσβηναν με ρυθμό, κάνοντας τις πολύχρωμες μπάλες να
γυαλίζουν και να αστράφτουν μοναδικά. Τράβηξε την κουρτίνα. Παρατήρησε
ότι και τα γύρω σπίτια είχαν φορέσει τα γιορτινά τους.
Είχε τρέλα με τα Χριστούγεννα, περίμενε πως και πως αυτή
την περίοδο, ήθελε κάθε γωνία του σπιτιού της να είναι ξεχωριστή, με τα
κεράκια να στολίζουν όμορφες συνθέσεις, τα αγγελάκια με τα χεράκια
υψωμένα στο ουρανό, ενώ τα ελαφάκια και τα αγιοβασιλάκια, έδιναν και
αυτά το δικό τους χρώμα.
Καθόταν με τις ώρες και τα χάζευε, οκλαδόν εκεί κάτω από το
δέντρο, όπου με τα φώτα του σπιτιού σβηστά και μέσα στην απόλυτη
ησυχία, ήταν σίγουρη οτι άκουγε τα αγγελάκια της να ψέλνουν “Ωσαννά έν
τοις ύψιστοις”.
Ανυπομονούσε να κάνει παιδιά και να χαίρεται μαζί τους
αυτήν την υπέροχη περίοδο του χρόνου. Πλημμύριζαν τα μάτια της από
όμορφες χαλαρωτικές εικόνες. Κάποτε όλα αυτά, κάποτε…γιατί τον τελευταίο
καιρό ήταν μόνιμα με μαύρους κύκλους, και κατακόκκινα από το κλάμα.
Ξαφνικά σηκώθηκε και άναψε όλα τα φώτα στο σπίτι. Νόμιζε ότι πνιγόταν.
Τα αγγελουδάκια είχαν γίνει δαίμονες που της ψιθύριζαν
σκληρά λόγια. ‘Εκλεισε τα μάτια και με τα χέρια σκέπασε τα αυτιά της.
Τίποτα δεν κατάφερε, οι φωνές δεν σταματούσαν, ανατριχιαστικές, άχρωμες,
επέμεναν να της θυμίζουν την πιο άσχημη στιγμή με εκείνον.
Στον τελευταίο καυγά που είχε με το σύντροφό της, άκουσε
τόσα πολλά λόγια, που καρφώθηκαν σαν μαχαιριές στην καρδιά της, που αντί
να τρέχει αίμα από τις πληγές, έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια της
ασταμάτητα.
Αυτά τα λόγια της ψιθύριζαν οι πρώην άγγελοι, οι νυν
δαίμονες, στο δέντρο… Πώς γίνεται να αγαπάς και να πληγώνεις; Πονούσε
όλο της σώμα, αρνιόταν να πιστέψει όσα σκληρά πράγματα της είπε. Αυτό
που όμως την πείραξε περισσότερο από όλα, ήταν που μετά εκείνος
κλείνοντας την πόρτα ήρεμος, έφυγε από το σπίτι σαν να μην είχε γίνει
τίποτα.
Μέρες τώρα μόνη της, ξεροστάλιαζε πάνω από το τηλέφωνο, ενώ
η ένδειξη στο κινητό της έγραφε ότι το μήνυμα που του έστειλε δεν
διαβάστηκε… Όσο τα λαμπιόνια συνέχιζαν να φωτίζουν το σπίτι της, τόσο
μαύριζε η ψυχή της.
Προσπαθούσε να συνεχίσει τη ζωή της. Η δουλειά την βοηθούσε
αρκετά σε αυτό. Τη μέρα έβαζε το κατακόκκινο κραγιόν της, κι έκρυβε
σχολαστικά τους μαύρους κύκλους με μια καλή στρώση μεικάπ.
Ανέβαινε στις ψηλοτάκουνες γόβες της, και ξεχνιόταν για
λίγο στην καρέκλα του γραφείου της. Όταν έπεφτε η νύχτα όμως, ήταν λες
και κατέβαζε τον διακόπτη του σώματος της και τίποτα δεν
λειτουργούσε…μόνο θλίψη και δάκρυα…Πού τα βρήκε τόσα δάκρυα;
Οι μέρες περνούσαν και η σκέψη να δώσει ένα τέλος σε αυτή
την κατάσταση άρχισε να φωνάζει πολύ δυνατά, τόσο, που δεν άκουγε πλέον
τους δαίμονες που τη βασάνιζαν τόσο καιρό.
Έπρεπε να κάνει κάτι, όπως έκανε τότε που ήταν παιδί. Το
μόνο που μπορούσε να κάνει…Έγειρε το κεφάλι της στο μαξιλάρι, εκεί κάτω
από το δέντρο και με τα φωτάκια να αναβοσβήνουν ρυθμικά, αποκοιμήθηκε.
Πριν την πάρει όμως στην αγκαλιά του ο Μορφέας, ξεκρέμασε
το αγαπημένο της αγγελάκι και του ζήτησε μια χάρη. Πίστευε στο πνεύμα
των Χριστουγέννων, ακόμα και τώρα πίστευε. Και ήταν σίγουρη ότι το
αγγελάκι της, την άκουσε.
Μετά από ώρα, κρατώντας ακόμα στο χέρι το πορσελάλινο
φτερωτό πλασματάκι, ξύπνησε από τον ήχο της πόρτας. Ήταν εκείνος… Μπήκε
μέσα ήρεμος όπως έφυγε, την πλησίασε, ξάπλωσε δίπλα της στο πάτωμα και
την αγκάλιασε χωρίς κουβέντα.
Όπως της χάιδευε τα μαλλιά, εκείνη ένιωσε το αγγελουδάκι να
φτερουγίζει ανάμεσά τους, θυμίζοντάς της πως η μαγεία των Χριστουγέννων
της αποδείκνυε έμπρακτα πως όσο αγαπάς, όλα είναι πιθανά να γίνουν…
Μεγαλωμένη και κανακεμένη στα γόνατα του παπά
Τάσου, με αγαπημένη στιγμή αυτή που με ταΐζει γλυκό σταφύλι, με τόση
ευλάβεια, λες και ήταν κοινωνία.Τον έβλεπα να γράφει πάντα όταν δεν
λειτουργούσε.Τώρα ήρθε η σειρά μου να ακολουθήσω τα χνάρια του,
συντροφιά με τους αγγέλους μου.
Ο Άγγελος των Χριστουγέννων ..................................................................................................................................................................
Κάθεται εκεί σε μια γωνιά..μια χαρμολύπη την ψυχής της κυριεύει..
Δεν λάμπει πια...δεν έχει επάνω της στολίδια της νιότης πλουμιστά.... Χριστούγεννα παραμονή...
Τώρα ..μεγάλη πια η Μελπομένη...εκει γύρω στα 80 της τα χρόνια..κυρτή..μονάχη δίχως τις φωνές που γέμιζαν την κάμαρα του σαλονιού....ταχτοποιημένη επιμελώς σε έναν οίκο ευγηρίας....ακούει με προσοχή...γαλήνη...ηρεμία ασάλευτη...την κατανυχτική την ψαλμωδία ...από τα μεγάφωνα φερμένη απ' τη σάλα την ψυχρή....
Γλυκές οι μελωδίες που τον ερχομό του '''Βασιλέα'''των Πάντων αναγγέλλουν...Με πόση ευλάβεια..πόθο και πίστη για την λύτρωση οι μάγοι...πριν από 2000 χιλιάδες χρόνια με σμύρνα , λιβάνι και χρυσό...τα ταπεινά τα πόδια του μικρού Χριστού , δεν κόπιασαν να προσκυνήσουν...Τι νόμισες πως είναι οι κάμαρες οι ζεστές...που τη θαλπωρή σκορπίζουν ?Θαρρείς πως είναι τοίχοι με ταπετσαρίες πλουμιστές...και οργανωμένα γεύματα πανομοιότυπα στους ηλικιωμένους μοιρασμένα ?
Όχι μην ξεγελιέσαι εσύ και κάνε τα Χριστούγεννα και τις ''κάμαρες'''αληθινά να μοιάζουν...Παράτα τα χρυσόχαρτα...και τις χρυσές κορδέλες....το πνεύμα φόρα το αληθινό στη σκέψη σου και μέσα στην ψυχή σου...και ευτυχία αν μπορείς...προσπάθησε και να σκορπίσεις...Γιατί αν κανείς δεν σε ειδοποίησε...και δεν σε προετοίμασε...και δεν στο είπε...ώρα είναι τώρα να το μάθεις ...πως ευτυχία είναι μονάχο αυτό ..που βλέπεις τη χαρά που έδωσες και πήρες απ' τους άλλους
Παράτα τα ασήμαντα ...έμφαση δώσε στο αληθινό...το κάλπικο ευτυχία δεν μοιράζει...Υπάρχουνε πολλών ειδών Χριστούγεννα ...στο αρχοντικό το λαμπροφρεμένο σπίτι...στο φτωχικό το σπίτι του ασήμαντου...στην εκκλησιά που χαρμόσυνα τις καμπάνες θα χτυπήσει...μα και στην αγορά, που τα καλούδια.. μες στα πόδια μας θα απλώσει...Ποτέ σας όμως ίσως δεν σκεφτήκατε και δεν θα νιώσετε τι Χριστούγεννα σημαίνει...αν την καρδιά σας δεν ανοίξατε...εκεί να γεννηθούν δικά σας τα Χριστούγεννα ...που και με κανενός δεν μοιάζουν...
Χαρμόσυνα και πάλι μες στην παγωμένη νύχτα ..στα κατάλευκα από χιόνι μονοπάτια θα κινήσεις...έντονη την συγκίνηση του Πνεύματος των Χριστουγέννων για να συναντήσεις... Αν κεραίες υψηλές στα αυτιά και στην ψυχή δεν έχεις στήσει...το πνεύμα αυτό και τον Μικρό Χριστό ποτέ δεν θα ανταμώσεις.... Μην φοβηθείς...και ψάξε τον...κάπου εκεί...μες στην καρδιά σου τα Χριστούγεννα και ο Χριστός γεννιούνται ...
Δοκίμιον - Της αγάπης τα Χριστούγεννα. Σοφία Θεοδοσιάδη. .....................................................................................................................................................................
Céline Dion - Happy Xmas (War Is Over) (Official Audio)
Μεταξύ των πολλών δημωδών τύπων, τους οποίους θα έχωσι να
εκμεταλλευθώσιν οι μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπή κατέχει θέσιν
η κακή πενθερά, ως και η κακή μητρυιά. Περί μητρυιάς άλλωστε θα
αποπειραθώ να διαλάβω τινά, προς εποικοδόμησιν των αναγνωστών μου. Περί
μιας κακής πενθεράς σήμερον ο λόγος. Εις τι έπταιεν η ατυχής νέα Διαλεχτή,
ούτως ωνομάζετο, θυγάτηρ του Κασσανδρέως μπάρμπα Μανώλη,
μεταναστεύσαντος κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εις μίαν των νήσων
του Αιγαίου. Εις τι έπταιεν αν ήτο στείρα και άτεκνος; Είχε νυμφευθή προ
επταετίας, έκτοτε δις μετέβη εις τα λουτρά της Αιδηψού, πεντάκις τής
έδωκαν να πίη διάφορα τελεσιουργά βότανα, εις μάτην, η γη έμενεν άγονος.
Δύο ή τρεις γύφτισσαι
τής έδωκαν να φορέση περίαπτα θαυματουργά περί τας μασχάλας, ειπούσαι
αυτή, ότι τούτο ήτο το μόνον μέσον, όπως γεννήση, και μάλιστα υιόν.
Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τη εδώρησεν ηγιασμένον κομβολόγιον, ειπών
αυτή να το βαπτίζη και να πίνη το ύδωρ. Τα πάντα μάταια.Επί τέλους με
την απελπισίαν ήλθε και η ανάπαυσις της συνειδήσεως, και δεν ενόμιζεν
εαυτήν ένοχον. Το αυτό όμως δεν εφρόνει και η γραία Καντάκαινα, η
πενθερά της, ήτις επέρριπτεν εις την νύμφην αυτής το σφάλμα της μη
αποκτήσεως εγγόνου διά το γήρας της.Είναι αληθές, ότι ο σύζυγος
της Διαλεχτής ήτο το μόνον τέκνον της γραίας ταύτης, και ούτος δε
συνεμερίζετο την πρόληψιν της μητρός του εναντίον της συμβίας αυτού. Αν
δεν τω εγέννα η σύζυγός του, η γενεά εχάνετο. Περίεργον, δε, ότι πας
Ελλην της εποχής μας ιερώτατον θεωρεί χρέος και υπερτάτην ανάγκην την
διαιώνισιν του γένους του.Εκάστοτε, οσάκις ο υιός της επέστρεφεν εκ του
ταξιδίου του, διότι είχε βρατσέραν, και ήτο τολμηρότατος εις την
ακτοπλοΐαν, η γραία Καντάκαινα ήρχετο εις προϋπάντησιν αυτού, τον ωδήγει
εις τον οικίσκον της, τον εδιάβαζε, τον εκατήχει, του έβαζε μαναφούκια,
και ούτω τον προέπεμπε παρά τη γυναικί αυτού. Και δεν έλεγε τα
ελαττώματά της, αλλά τα αυγάτιζε, δεν ήτο μόνο «μαρμάρα», τουτέστι
στείρα η νύμφη της, τούτο δεν ήρκει, αλλ' ήτο άπαστρη, απασσάλωτη,
ξετσίπωτη κλπ. Ολα τα είχεν, «η ποίσα, η δείξα, η άκληρη.
Ο καπετάν Καντάκης,
φλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τα ήκουεν όλα αυτά, η φαντασία του
εφούσκωνεν, εξερχόμενος είτα συνήντα τους συναδέλφους του ναυτικούς,
ήρχιζαν τα καλώς ώρισες, καλώς σας ηύρα, έπινεν επτά ή οκτώ ρώμια, και
με τριπλήν σκοτοδίνην, την εκ της θαλάσσης, την εκ της γυναικείας
διαβολής και την εκ των ποτών, εισήρχετο οίκαδε και βάρβαροι σκηναί
συνέβαινον τότε μεταξύ αυτού και της συζύγου του. Ούτως είχον τα πράγματα
μέχρι της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους 186... Ο καπετάν
Καντάκης προ πέντε ημερών είχε πλεύσει με την βρατσέραν του εις την
απέναντι νήσον με φορτίον αμνών και ερίφων, και ήλπιζεν, ότι θα εώρταζε
τα Χριστούγεννα εις την οικίαν του. Αλλά τον λογαριασμόν τον έκαμνεν
άνευ του ξενοδόχου, δηλ. άνευ του Βορρά, όστις εφύσησεν αιφνιδίως άγριος
και έκλεισαν όλα τα πλοία εις τους όρμους, όπου ευρέθησαν. Είπομεν
όμως, ότι ο καπετάν Καντάκης ήτο τολμηρός περί την ακτοπλοΐαν. Περί την
εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων ο άνεμος εμετριάσθη ολίγον, αλλ'
ουχ ήττον εξηκολούθει να πνέη. Το μεσονύκτιον πάλιν εδυνάμωσε.Τινές
ναυτικοί εν τη αγορά εστοιχημάτιζον, ότι, αφού κατέπεσεν ο Βορράς, ο
καπετάν Καντάκης θα έφθανε περί το μεσονύκτιον. Η σύζυγός του όμως δεν
ήτο εκεί να τους ακούση και δεν τον επερίμενεν. Αύτη εδέχθη μόνο περί
την εσπέραν την επίσκεψιν της πενθεράς της, ασυνήθως φιλόφρονος και
μηδιώσης, ήτις τη ευχήθη το απαραίτητον «καλό δέξιμο», και διά χιλιοστήν
φορά το στερεότυπον «μ' έναν καλό γυιό».Και ου μόνον, τούτο, αλλά τη
προσέφερε και εν χριστόψωμο.-Το ζύμωσα μοναχή μου, είπεν η θειά
Καντάκαινα, με γεια να το φας.-Θα το φυλάξω ως τα Φώτα, διά ν' αγιασθή,
παρετήρησεν η νύμφη.-Οχι, όχι, είπε μετ' αλλοκότου σπουδής η γραία, το
δικό της φυλάει η κάθε μια νοικοκυρά διά τα Φώτα, το πεσκέσι
τρώγεται.-Καλά, απήντησεν ηρέμα η Διαλεχτή, του λόγου σου ξέρεις
καλλίτερα.Η Διαλεχτή ήτο αγαθωτάτης ψυχής νέα, ουδέποτε ηδύνατο να
φαντασθή ή να υποπτεύση κακό τι.«Πώς τώπαθε η πεθερά μου και μου έφερε
χριστόψωμο», είπε μόνον καθ' εαυτήν, και αφού απήλθεν η γραία εκλείσθη
εις την οικίαν της και εκοιμήθη μετά τινος δεκαετούς παιδίσκης
γειτονοπούλας, ήτις τη έκανε συντροφίαν, οσάκις έλειπεν ο σύζυγός της.
ΗΔιαλεχτή εκοιμήθη πολύ ενωρίς, διότι σκοπόν είχε να υπάγη εις την
εκκλησίαν περί το μεσονύκτιον. Ο ναός δε του Αγίου Νικολάου μόλις απείχε
πεντήκοντα βήματα από της οικίας της. Περί το μεσονύκτιον εσήμαναν
παρατεταμένως οι κώδωνες. Η Διαλεχτή ηγέρθη, ενεδύθη και απήλθεν εις την
εκκλησίαν. Η παρακοιμωμένη αυτή κόρη ήτο συμπεφωνημένον, ότι μόνον μέχρι
ου σημάνη ο όρθρος θα έμενε μετ' αυτής, όθεν αφυπνίσασα αυτήν την
ωδήγησε πλησίον των αδελφών της. Αι δύο οικίαι εχωρίζοντο διά τοίχου
κοινού.Η Διαλεχτή ανήλθεν εις τον γυναικωνίτην του ναού, αλλά μόλις
παρήλθεν ημίσεια ώρα και γυνή τις πτωχή και χωλή δυστυχής, ήτις υπηρέτει
ως νεωκόρος της εκκλησίας, ελθούσα τη λέγει εις το ους.-Δόσε μου το
κλειδί, ήλθε ο άντρας σου.-Ο άντρας μου! ανεφώνησεν η Διαλεχτή έκπληκτος.
Και αντί να δώση το κλειδί έσπευσε
να καταβή η ιδία.Ελθούσα εις την κλίμακα της οικίας, βλέπει τον σύζυγόν
της κατάβρεκτον, αποστάζοντα ύδωρ και αφρόν-Είναι μισοπνιγμένος, είπε
μορμυρίζων ούτος, αλλά δεν είναι τίποτε. Αντί να το ρίξωμε έξω, το
καθίσαμε στα ρηχά.-Πέσατε έξω; ανέκραξεν ηΔιαλεχτή.οχι, δεν είναι σου
λέω τίποτε. Η βρατσέρα είναι σίγουρη, με δυο άγκουρες αραγμένη και
καθισμένη.-Θέλεις ν' ανάψω φωτιά;-Αναψε και δόσε μου ν' αλλάξω.Η Διαλεχτή
εξήγαγε εκ του κιβωτίου ενδύματα διά τον σύζυγόν της και ήναψε πυρ. -
Θέλεις κανένα ζεστό; - Δεν μ' ωφελεί εμένα το ζεστό, είπεν ο καπετάν
Καντάκης. Κρασί να βγάλης.Η Διαλεχτή εξήγαγεν εκ του βαρελίου οίνον.-Πώς
δεν εφρόντισες να μαγειρεύσης τίποτε; είπε γογγύζων ο ναυτικός.-Δεν σ'
επερίμενα απόψε, απήντησε μετά ταπεινότητος ηΔιαλεχτή. Κρέας επήρα.
Θέλεις να σου ψήσω πριζόλα;-Βάλε, στα κάρβουνα, και πήγαινε συ στην
εκκλησιά σου, είπεν ο καπετάν Καντάκης. Θα έλθω κι εγώ σε λίγο.Η Διαλεχτή
έθεσε το κρέας επί της ανθρακιάς, ήτις εσχηματίσθη ήδη, και ητοιμάζετο
να υπακούση εις την διαταγήν του συζύγου της, ήτις ήτο και ιδική της
επιθυμία, διότι ήθελε να κοινωνήση. Σημειωτέον ότι την φράσιν «πήγαινε
συ στην εκκλησιά σου» έβαψεν ο Καντάκης διά στρυφνής χροιάς.-Η μάννα μου
δε θα τώμαθε βέβαια ότι ήλθα, παρετήρησεν αύθις ο Καντάκης.-Εκείνη
είναι στην ενορία της, απήντησεν η Διαλεχτή. Θέλεις να της
παραγγείλω;-Παράγγειλέ της να έλθη το πρωί.Η Διαλεχτή εξήλθεν. Ο
Καντάκης την ανεκάλεσεν αίφνης.- Μα τώρα είναι τρόπος να πας εσύ στην
εκκλησιά, και να με αφήσεις μόνον;
Να μεταλάβω κι έρχομαι,
απήντησεν η γυνή.Ο Καντάκης δεν ετόλμησε ν' αντείπη τι, διότι η
απάντησις θα ήτο βλασφημία. Ουχ ήττον όμως την βλασφημίαν ενδιαθέτως την
επρόφερεν. Η Διαλεχτή εφρόντισε να στείλη αγγελιοφόρον προς την
πενθεράν της, ένα δωδεκαετή παίδα της αυτής εκείνης γειτονικής
οικογενείας, ης η θυγάτηρ εκοιμήθη αφ' εσπέρας πλησίον της, και
επέστρεψεν εις τον ναόν.Ο Καντάκης, όστις επείνα τρομερά, ήρχισε να
καταβροχθίζη την πριζόλαν. Καθήμενος οκλαδόν παρά την εστίαν, εβαρύνετο
να σηκωθή και ν' ανοίξη το ερμάρι διά να λάβη άρτον, αλλ' αριστερόθεν
αυτού υπεράνω της εστίας επί μικρού σανιδώματος ευρίσκετο το Χριστόψωμον
εκείνο, το δώρον της μητρός του προς την νύμφην αυτής. Το έφθασε και το
έφαγεν ολόκληρον σχεδόν μετά του οπτού κρέατοςΠερί την αυγήν, ηΔιαλεχτή
επέστρεψεν εκ του ναού, αλλ' εύρε την πενθεράν της περιβάλλουσαν διά
της ωλένης το μέτωπον του υιού αυτής και γοερώς θρηνούσαν.Ελθούσα αύτη
προ ολίγων στιγμών τον εύρε κοκκαλωμένον και άπνουν. Επάρασα τους
οφθαλμούς, παρετήρησε την απουσίαν του Χριστοψώμου από του σανιδώματος
της εστίας, και αμέσως ενόησε τα πάντα. Ο Καντάκης έφαγε το φαρμακωμένο
χριστόψωμο, το οποίον η γραία στρίγλα είχε παρασκευάσει διά την νύμφην
της.Ιατροί επιστήμονες δεν υπήρχον εν τη μικρά νήσω. ουδεμία νεκροψία
ενεργήθη. Ενομίσθη, ότι ο θάνατος προήλθεν εκ παγώματος συνεπεία του
ναυαγίου. Μόνη η γραία Καντάκαινα ήξευρε το αίτιον του θανάτου.
Σημειωτέον, ότι η γραία, συναισθανθείσα και αυτή το έγκλημά της, δεν
εμέμφθη την νύμφην της. Αλλά τουναντίον την υπερήσπισε κατά της
κακολογίας άλλων. Εάν έζησε και άλλα κατόπιν Χριστούγεννα, η άστοργος
πενθερά και ακουσία παιδοκτόνος, δε θα ήτο πολύ ευτυχής εις το γήρας
της.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
................................................................................................................................. “Το Χριστόψωμο” του Α. Παπαδιαμάντη πρωτοδημοσιεύτηκε στην
“Εφημερίδα” το 1887 και έμεινε ξεχασμένο μέχρι τα Χριστούγεννα του 1941,
οπότε ο Γιώργος Βαλέτας το συμπεριέλαβε στο τιμητικό για τον
Παπαδιαμάντη τεύχος της Νέας Εστίας.
Είναι η ιστορία δυο φίλων που περπατούν στην έρημο.Κάποια στιγμή
τσακώθηκαν και ο ένας από τους δύο έδωσε ένα χαστούκι στον άλλο. Αυτός ο
τελευταίος, πονεμένος, αλλά χωρίς να πει τίποτα, έγραψε στην άμμο:
ΣΗΜΕΡΑ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ ΜΕ ΧΑΣΤΟΥΚΙΣΕ.
Συνέχισαν να περπατούν μέχρι που βρήκαν μια όαση όπου αποφάσισαν να
κάνουν μπάνιο. Αλλά αυτός που είχε φάει το χαστούκι παραλίγο να πνιγεί κ
ο φίλος του τον έσωσε. Όταν συνήλθε,έγραψε πάνω σε μια πέτρα: ΣΗΜΕΡΑ Ο
ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΗ ΖΩΗ.
Αυτός που τον είχε χαστουκίσει και στη συνέχεια του έσωσε τη ζωή,τον
ρώτησε: όταν σε χτύπησα, έγραψες πάνω στην άμμο και τώρα έγραψες πάνω στην
πέτρα. Γιατί? Ο άλλος φίλος απάντησε: «όταν κάποιος μας πληγώνει, το
γράφουμε στην άμμο όπου οι άνεμοι της συγνώμης μπορούν να το σβήσουν.
Αλλά όταν κάποιος κάνει κάτι καλό για μας, το χαράζουμε στην πέτρα, όπου
κανένας άνεμος δεν μπορεί να το σβήσει».
Το πρόβλημα με τους ανθρώπους είναι ότι γράφαμε τις πληγές στην πέτρα και
τα ευεργετήματα στην άμμο! Θα συνεχίσουμε έτσι; Δεν συμφέρει! Η
μνησικακία δηλητηριάζει πρώτα εμάς! Αργά και σταθερά ποτίζει κάθε
κύτταρο της ύπαρξής μας, ώσπου μια μέρα ξυπνάμε και δεν είμαστε εμείς,
παρά κάποιος άλλος, τόσο ξένος από τον Εαυτό μας.
Εβδομάδα ελπίδας ...εβδομάδα Της Γέννησης του Χριστού...εβδομάδα της Γέννησης της ελπίδας...του ερχομού του νέου στον κόσμο...όπως μέσα από κάθε Γέννηση...
Ας εστιάσουμε στην ελπίδα...στην εσωτερική μας αλλαγή...ας σταθούμε στην ουσία της ζωής....ας πετάξουμε τα βαρίδια που μας εμποδίζουν να κοιτάξουμε ψηλά....
Είναι ίσως η στιγμή...να στρέψουμε το βλέμμα προς τα πάνω....και να ακολουθήσουμε το '''άστρο της Βηθλεέμ...''''
Από πολύ πρωί, σχεδόν προτού να βγει ο ήλιος, είχαν πάρει σβάρνα
όλη τη γειτονιά, και είχαν πει τα κάλαντα σ’ όλα τα γύρω σπίτια. Δεν
είχαν αφήσει πόρτα, μάντρα, μαγαζί, να μη χτυπήσουν…
— Ναν τα πούμε; Ναν τα πούμε;… Ώς το μεσημέρι, η βόλτα τους ήταν
τελειωμένη. Και μην έχοντας πού αλλού να πάνε, πήγαιναν ξανά στα ίδια
σπίτια.
Ήταν ο Μήτσος, ο Τάσος κι ο Λεύτερης –αυτοί που τραγουδούσαν— κι ο
Γιώργος με το τρίγωνο, κι ο Κώτσος που βαρούσε τη φυσαρμόνικα.
Κι η δουλειά είχε πάει φίνα. Οι τσέπες τους ήταν βαριές από δεκάρες κι από φράγκα.
Είχαν τόσους γνωστούς, παντού! Όλες οι γυναίκες τούς ήξεραν, όλος ο
κόσμος, σχεδόν, τους αγαπούσε: Δεν ήταν σπίτι, που να μην είχαν κάνει,
κάποτε, θελήματα —μαγαζί, που να μην είχαν, κάποτε, δουλέψει…
Ώς κι ο μπαρμπα-Στάθης, ο μπακάλης, ο γκρινιάρης, που του ’χαν σπάσει κάποτε τα τζάμια, έβγαλε και τους έδωσ’ ένα δίφραγκο…
Κατά τις δυο τ’ απόγεμα, αφού τσίμπησαν λίγο φαΐ, στο πόδι, αποφάσισαν να ξανοιχτούν και σ’ άλλες γειτονιές.
Ο Κώτσος, που ήταν γενικός ταμίας τους, είχε τη σοφή ιδέα, για να μη
βαραίν’ η τσέπη του, να μαζέψει όλη τη γαζέτα, και να την πάει σ’ έναν
καπνοπώλη, να την κάνει, ολόκληρη, χαρτί…
Δεν τραγουδούσαν και πολύ καλά —αλλά, σ’ αυτές τις περιστάσεις, η
πρόθεση είναι το παν! Κι εκείνοι που τους άκουγαν, δεν είχαν, βέβαια,
απαίτηση ν’ ακούσουν και Καρούζο! Έφτανε που τα ’λεγαν, απλώς, «για το
καλό»…
Και το βράδυ τούς βρήκε μακριά, στην άλλη άκρη της Αθήνας.
Βραχνιασμένοι, κατακουρασμένοι, έκατσαν σ’ ένα ζαχαροπλαστείο να
ξεκουραστούν. Η εσοδεία ήταν τόσο άφθονη, ώστε σκέφτηκαν πως είχαν το
δικαίωμα κι αυτοί να το ρίξουν λίγο όξω, μια κι η περίσταση το είχε
φέρει έτσι. Απ’ τους κουραμπιέδες προχώρησαν στους μπακλαβάδες και τα
γαλατομπούρεκα —ώσπου δε μπορούσαν να χωρέσουν άλλο…
Κι επειδή ένα έξοδο φέρνει αμέσως τ’ άλλο, αποφάσισαν να πάνε και στον κινηματογράφο.
Μπήκαν μέσα, με το τρίγωνο και με τη φυσαρμόνικα, χωρίς να ξέρουν τι
ταινία έπαιζε, και κάθισαν μπροστά, στις πρώτες θέσεις, που ήταν
αδειανές.
Η ταινία παράσταινε κυνηγητά, απαγωγές, ληστείες. Ένα μικρό παιδί
ήταν ο ήρως. Αυτός γινόταν ο ανέλπιστος σωτήρας, κι έκανε θαύματα
πραγματικά παλικαριάς…
Η σάλα ήταν γιομάτη κόσμο: Φαντάροι, ναύτες και πολίτες, στριμωγμένοι
όλοι, φύρδην μίγδην, παρακολουθούσαν την ταινία, και χειροκροτούσαν
κάθε φορά που ο μικρός νικούσε ή κατάφερνε κανένα νέο κόλπο, εις βάρος
των οχτώ αγριανθρώπων που είχαν κλέψει με τη βία μια κοπέλα, για να
μάθουν κάποιο μυστικό…
Όταν τελείωσε ο κινηματογράφος —επειδή ήταν νωρίς ακόμα— έμειναν και στη δεύτερη παράσταση.
Ήθελαν να ξαναδούνε την ταινία, που τους είχε δώσει τόσες
συγκινήσεις. Και την ξαναείδαν πάλι, ξαναπερνώντας απ’ τις ίδιες
περιπέτειες, και ξαναδοκιμάζοντας τις ίδιες συγκινήσεις —ώσπου
ξανατελείωσε, υπό τα γενικά χειροκροτήματα, και το πανί τούς είπε
«Καληνύχτα»…
Η ώρα ήταν δώδεκα και τέταρτο.
Τότε αποφάσισαν να γυρίσουν σπίτια τους. Κι επειδή, σ’ αυτό το
μεταξύ, είχαν ξαναπεινάσει, κάθισαν πάλι, σ’ ένα μαγαζί, κι έφαγαν πέντε
πιάτα λουκουμάδες.
Και ξεκινήσαν για τη γειτονιά τους, χοροπηδώντας και κάνοντας αστεία,
βαρώντας καρπαζιές ο ένας τον άλλο, με φωνές και με κυνηγητά…
Κι ενώ προχωρούσαν έτσι, αφού είχαν στρίψει ένα σωρό γωνιές, ξαφνικά ανακάλυψαν πως είχαν χάσει το δρόμο…
Γύρω τους, τώρα, δεν υπήρχαν σπίτια αλλά ένας κάμπος, βαθύς και σκοτεινός, που ποτέ τους δεν τον είχαν ξαναδεί…
Σταμάτησαν τις τρέλες τους με μιας, και κοιταχτήκανε κι οι πέντε μ’ απορία…
Δεν περπατούσαν πια σε δρόμο, αλλά περνούσαν μέσ’ από χωράφια, και τα
πόδια τους βούλιαζαν μέσ’ στο χώμα, που φαινόταν σαν υγρό απ’ τις
βροχές.
Δεν υπήρχε γύρω τους τίποτε, παρά, πού και πού, ο ίσκιος ενός
δέντρου. Τ’ άστρα έλαμπαν ψηλά, στον ουρανό, κι η αστροφεγγιά τους ήταν
τόσο δυνατή, που προχωρούσαν μέσ’ στα σκοτεινά, χωρίς να ξέρουν κατά πού
βαδίζουν, αλλά και δίχως να παραπατάνε…
Και στα χέρια τους δεν κρατούσαν πια, ούτε το τρίγωνο, ούτε τη
φυσαρμόνικα. Αντί όμως, να βάλουν τις φωνές και να γυρίσουν, να ψάξουνε
στο δρόμο —αυτό το πράμα, το πολύ παράξενο, τους φαινόταν τόσο φυσικό,
που δε σκέφτηκε κανένας να μιλήσει…
Περπατούσαν σιωπηλοί κι εκστατικοί, με τα μάτια καρφωμένα στον
ορίζοντα, μ’ εμπιστοσύνη, δίχως να φοβούνται… Μόνο που τώρα, δίχως να το
θέλουν και δίχως να σκεφτούν γιατί το κάνουν, ήταν κι οι πέντε τους
πιασμένοι απ’ τα χέρια.
Η ησυχία ήταν τόσο απόλυτη, ώστε οι καρδιές τους, που χτυπούσαν,
ακουγόντουσαν μ’ έναν ήχο ρυθμικό και κρυσταλλένιο. Κι ενώ προχωρούσαν,
το σκότος άρχισε να γίνεται λιγότερο. Θα ’λεγε κανένας, πως άρχιζε να
ξημερώνει. Και τότε είδαν πως, το φως αυτό, ήταν το φως ενός μεγάλου
άστρου, ενός μεγάλου άστρου δυνατού, που ξεχώριζε ανάμεσ’ από τ’ άλλα,
σ’ ένταση, σε γλύκα και σε πάθος, όπως ξεχωρίζει το βιολί μέσ’ στους
άλλους ήχους της Ορχήστρας!
Και προχωρούσαν προς το φως, αυτό, μαγεμένοι και σαν υπνωτισμένοι,
δίχως να νοιάζονται καθόλου πού πηγαίνουν, με την καρδιά πλημμυρισμένη
ευτυχία, σαν να ’χαν πιει, χωρίς να καταλάβουν, κάποιο γλυκό κι αλλόκοτο
κρασί…
Αυτό το πράμα βάσταξε, δεν ξέρω πόση ώρα.
Κι έπειτα είδαν κάποια λάμψη που τρεμόσβηνε, σ’ ένα μικρό σπιτάκι, μακριά.
Ήθελαν, δεν ήθελαν, τα πόδια τους τούς έφερναν εκεί.
Κι ενώ πλησίαζαν, ο πρώτος ήχος που ’φτασε στ’ αυτιά τους, ήταν σαν
ένα πράο μουγκρητό, σαν ένα βέλασμα προβάτων μακρινό, κι η μαλακή φωνή
μιας αγελάδας…
Τότε κατάλαβαν πως η μικρή εκείνη μάντρα, ήταν μια φτωχική μικρούλα
στάνη —και στο βάθος της μικρής εκείνης στάνης μια μικρούλα ξύλινη
καλύβα.
Και καθώς προχώρησαν να μπούνε μέσ’ στη μάντρα, γιατί μια δύναμη
παράξενη τούς έσπρωχνε, είδαν κόσμο συναγμένο μέσα. Κι όλος αυτός ο
κόσμος ήταν πολύ αλλιώτικα ντυμένος. Ήταν ζωσμένο το κορμί του με
προβιές, κι είχε τους ώμους και τα πόδια του γυμνά.
Τότε θέλησαν να προχωρήσουν παραμέσα. Γλίστρησαν μέσ’ απ’ τους
αμίλητους ανθρώπους, που στεκόσανε τριγύρω σαν αγάλματα, κι οι
περισσότεροι ήταν γονατισμένοι –κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας,
Στην αρχή δε μπόρεσαν να διακρίνουν τίποτε. Τόσο πολύ τούς θάμπωσε το
δυνατό το φως, που ’βγαινε απ’ τα βάθη της καλύβας. ‘Έπειτα, όμως, σιγά
σιγά συνήθισαν, κι άρχισαν να βλέπουν καθαρά.
Η καλύβα ήταν φωτισμένη, ήταν πλημμυρισμένη από φως, χωρίς να
φαίνεται ολότελα, στο μάτι, από πού ερχόταν τόση λάμψη! Κοίταζαν με
μάτια θαμπωμένα, και δε μπορούσαν να τ’ ανακαλύψουν…
Είδαν τότε, στη μέση της καλύβας, καθισμένη χάμω μια γυναίκα, το
πρόσωπό της δε φαινότανε διόλου. Στην αγκαλιά της είχ’ ένα μωρό.
Ήταν καθισμένη χάμω, σ’ ένα παχύ, χοντρό δεμάτι άχερα, κι ήταν προσηλωμένη στο μωρό της. Δε σήκωνε τα μάτια από πάνω του.
Δίπλα της στεκόταν ένας άντρας, που, κι αυτός, ήταν ντυμένος σαν τους άλλους, με μια προβιά στη μέση, και ξυπόλυτος.
Κι οι δυο κοιτούσαν με λαχτάρα το μωρό.
Τότε η γυναίκα σήκωσε τα μάτια, και μια στιγμή τα κάρφωσε στο πλήθος.
Φαινόταν νέα και πολύ ωραία, με μάτια τρυφερά και πονεμένα —μάτια τόσο
γιομάτα καλοσύνη, που τα παιδιά κατάλαβαν αμέσως, πως έπρεπε κι αυτά να
γονατίσουν…
Έγειραν και τα πέντε στη σειρά, κι η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά.
Ένιωθαν τώρα μια παράξενη λατρεία, μια καινούργια κι ανεξήγητη λατρεία,
δίχως να μπορούν να πούνε λέξη, σα να τους είχαν πάρει τη μιλιά!
Δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο, στην καλύβα, παρά το βέλασμα των ήμερων
προβάτων, που πλάγιαζαν τριγύρω στη γυναίκα, κι είχαν ακουμπισμένα τα
κεφάλια τους, στα γόνατά της και στη μαύρη της ποδιά.
Κι ήταν, παντού, σα μια πανώρια μουσική, σα μιαν αόρατη, μεγάλη
αρμονία, λες κι όλα τραγουδούσαν, δίχως ήχους, ένα βαθύ κι αιώνιο σκοπό.
Και τα παιδιά έγειραν το κεφάλι κι ακούμπησαν το μέτωπο στο χώμα.
Κι ενώ ήταν σκυμμένα έτσι, χάμω, και τα χείλη τους φιλούσανε το χώμα, άκουσαν, άξαφνα, σαν ποδοβολητά αλόγων.
Σήκωσαν τότε τα κεφάλια τους και κοίταξαν. Και είδαν, πίσω τους, στην
είσοδο της μάντρας, να ξεπεζεύουν τρεις ωραίοι άντρες, ακόμα πιο
παράξενα ντυμένοι.
Φορούσαν ρούχα βελουδένια, κι είχαν απάνω, κεντημένα με χρυσάφι, τ’
άστρα, και στη μέση το φεγγάρι. Στ’ αυτιά τους ήταν περασμένα
σκουλαρίκια, και κουβαλούσανε πολύτιμα κουτιά, σκαλισμένα, γύρω γύρω, με
ζεντέφια.
Μόλις ξεπέζεψαν, προχώρησαν κι οι τρεις, κι έφτασαν ώς την πόρτα της
καλύβας. Έπεσαν τότε χάμω, και προσκύνησαν. Κι αφού φιλήσανε το χώμα και
προσκύνησαν, σηκώθηκαν και στάθηκαν στη μέση. Κι άνοιξαν τα πολύτιμα
κουτιά.
Κι όλος ο τόπος γιόμισε αρώματα μεθυστικά κι αλλόκοτα λιβάνια, που
σκέπασαν τη μυρουδιά του στάβλου, και την αποφορά της κοπριάς —κι έκαμαν
τη φτωχή μικρή καλύβα, να μοσχοβολάει σα ναός…
Κι έβγαλαν μέσ’ απ’ τα κουτιά φανταχτερά στολίδια —ρουμπίνια και
τοπάζια κι αμεθύστους, και περιδέραια όλα μαργαριτάρια– και τ’
ακουμπήσαν στης γυναίκας την ποδιά…
Και τα παιδιά σηκώσανε τα μάτια τους, και ξανακοίταξαν μπροστά τους, θαμπωμένα…
* * *
Και καθώς άνοιξαν τα μάτια να κοιτάξουν, βρέθηκε, το καθένα, μέσ’ στα ρούχα του, στο φτωχικό συνηθισμένο του κρεβάτι…
Τότε, το καθένα χωριστά, είπε, μέσ’ στα βάθη της ψυχής του, πως όλ’
αυτά, τα είχε δει μέσ’ στ’ όνειρό του… Και γι’ αυτό, το βράδυ που
ξανάσμιξαν, δεν έκαμαν ολότελα κουβέντα.
Επειδή, βλέπεις, τα παιδιά, δεν είναι σαν και μας, τους πιο μεγάλους,
που φλυαρούμε διαρκώς το καθετί, και ξαναλέμε ό,τι είδαμε στον ύπνο
μας. Εκείνα δεν το συζητούν ποτέ, ούτε το σχολιάζουν μεταξύ τους.
Κι εξ άλλου, το ξεχνούν την ίδια μέρα…
ΛΑΠΑΘΙΩΤΗς...
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Το διήγημα λέγεται «Τα κάλαντα» και δημοσιεύτηκε στο Μπουκέτο,
το περιοδικό ποικίλης ύλης που φιλοξένησε μεγάλο μέρος της ποιητικής και
της πεζής παραγωγής του Λαπαθιώτη, από το 1924 ίσαμε το τέλος της ζωής
τους. Όπως θα περιμένατε, δημοσιεύτηκε σε χριστουγεννιάτικο τεύχος, στο
τεύχος της 26ης Δεκεμβρίου 1929. Το παραθέτω εδώ, μονοτονισμένο φυσικά. Η
ορθογραφία έτσι κι αλλιώς ήταν σχεδόν η ίδια με τη σημερινή.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Καλήν ημέρα άρχοντες...κάλαντα Χριστουγέννων ................................................................................................................................................................