30 Νοεμβρίου 2020

''γίνε ο λύχνος''

Ζωγράφος : Λιούμπεν Πασκούλσκι

Κι αν δεν μπορείς λάμπα θυέλλης στη ζωή για να γενείς.. γίνε ένας λύχνος ταπεινός..
του έρποντος του πλήθους τα σκοτάδια να φωτίζεις..
λάδι να 'ναι  η αγάπη σου στο καντηλέρι τους..
όσων βρεθήκαν σε υπονόμους στα θολά νερά..
να τους ξεπλένεις..
ρούχο που μυρίζει γιασεμί να τους φορείς..
να τα φωτίζεις τα κατώγια τους..
μη γίνεσαι ο δικαστής..κι αν χρειαστεί
τις δέκα εντολές να παραβαίνεις..
τις αντοχές τ' ανθρώπου να μετράς..
χωρίς συγκριτικά η καταγραφή των
έδωσες όρκο..στους Θεούς..στους ποιητές και στα παιδιά..
εις την παραμυθία αφέθηκες μεθυστικά 
στου λυχναριού του Αλλαντίν..ονειρευάμενη..
στο σμίλεμα αφέθηκες..
ως φως να γίνεις και να μοιάζεις
μην λησμονείς του ονείρου τα μηνύματα
τον κόσμο να αφήσεις φωτεινότερο
όταν στους ουρανούς μεταναστεύσεις.
κι όταν νυχτώνει στα λιβάδια και στις ακροποταμιές
αλαφροϊσκιωτα να περπατείς
άνθρωπος είσαι..και αν δεν έχεις τη μορφή
ιεραπόστολου και μύστη..έχεις καρδιά
χτυπάει γρήγορα..και άλλοτες λυγά..
γι αυτό σου λέω πάρε το μήνυμα..
κάτω απ' το πανωφόρι σου μονάχα για τα σε
το λύχνο σου μην κρύβεις
 
στα έρημα καλύβια ν'ατενίζεις τη ματιά
ανέβα ως την τελευταία κορφή
μην μένουνε στα σκοτεινά οι ανηλεείς
να 'χει ένα σκοπό στα χέρια σου κι ο λύχνος..
 
''γίνε ο λύχνος'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη

...................................................................................................................................................................

26 Νοεμβρίου 2020

''αλλότριοι δρόμοι''

φωτο : από το διαδίκτυο
Η πόλη έρημη αναπαύεται
θαρρείς κι επλάγιασε η ζωή
στου φόβου το λημέρι
μέρες που στάζουν ερημία αλλόκοτη
αλλότριοι δρόμοι..βαλσαμωμένοι άνθρωποι 
απόμειναν γυμνές οι γειτονιές 
δε βγαίνει το κορίτσι απ' το πορτόθυρο
σαπούνι πασχαλιάς στο διάβα της το βιαστικό 
έπαψε η γειτονιά να μας μοσχομυρίζει
σκιες ιχνές των ζωντανών εσώκλειστες καραδοκούν
μα εμέ ..ετούτη η σιωπή η άγνωρη 
μ' αφήνει να διαβαίνω αγιάτρευτα ρομαντική
με το σακί των αναστεναγμών στον ώμο τον κυρτό
να γοργοπερπατώ μες στα σοκάκια τα στενά
καθώς το αλλότριον πλήθος έρπει..
φυσάει στο πρόσωπό μου βοριαδάκι απαλό
όμοιο στο χνούδι μάνας είν' το δροσολόγημα
κι ένα γραμμόφωνο στην ώρα τη μενεξεδιά
την ώρα που το δείλι ακουμπά
στη γκρίζα του ορίζοντα γραμμή
μήνυμα στέλνει απ' τα παραθύρια τα κλειστά
αγνοεί ληστές..το θάνατο..τα προσπερνά
π' αλώσανε την πόλη αόρατα
εθάψανε το φίτρο της ζωής..
κρύβουν σοφία όσο να πεις
της φύσης τα τερτίπια
βάζουν σε τάξη υπερφίαλους..μεγαλομανείς
που αιωνιότητα καμώνονταν
δεν είν' δικό τους το βασίλειο πια
όλων η ζωή ανεξέλεγκτα τελειώνει με λυγμό.
Οι σκέψεις μου υπέρβαση ζητούν
εις το ζενίθ να φτάσω την ποιότητα της φύσης μου
διδασκόμενος αεί των αλλοτρίων δρόμων.
 
''αλλότριοι δρόμοι'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

25 Νοεμβρίου 2020

'' κοίτα να δεις τι θέμα μου 'βαλες Θεέ! ''



 
Κάθε που ροδοστάζει το ξημέρωμα
σημαδεμένη τη σελίδα άγραφη 
μου στέλνει ο Θεός μου
το θέμα το διαλέγει αόρατα από πριν
μόνη να τ' αναλύσω με καλεί
να μ' αφουγκράζεται κι εκείνος να σωπαίνει
ξοδεύω τη ζωή μου αναζητώντας τον
στις τεθλασμένες του μυαλού  τον συναντάω
μα δεν τα καταφέρνω  να ακούσω τη φωνή..
ψυχές μου φόρτωσε να κουβαλώ
ανάσες κι αναστεναγμούς
ο γητευτής να γίνομαι το γιατρικό
αφ' εαυτού κι αγαπημένων..
ένα σενάριο σκαρφίζομαι όταν στενεύει η ψυχή
κρυμμένη η τραγωδία στο σατυρικόν
τολμάει χρώμα η σελίδα να γεμίσει
κρυμμένος μένει ο φόβος εις την άκρη των ματιών
κι η μοναξιά ατσαλάκωτη
στο λουλουδένιο το φουστάνι το μπερδευτικό
στης παραπλάνησης..στης φαρσοκωμωδίας
καθώς ο ψίθυρος πλανιέται εκκωφαντικός
Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν θα ἀπελεύσεις…
κοίτα να δεις τι θέμα μου 'βαλες Θεέ
να τον φιλοτεχνήσω μοναχή μου της ψυχής μου τον καμβά
μελάνι ν' αγοράσω απ' τους ροδανθούς
και ορατά..εσένα τον ανεύρετο να σε φιλοτεχνήσω..
 
 
''κοίτα να δεις τι θέμα μου 'βαλες Θεέ ! '' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

''άγρυπνα βραδια''

Έργο : René Magritte
Άγρυπνα βράδια..
κι οι λησμονιές σιμώνουν γλυκερές
χυμένες στο ποτήρι με το μοσχοφίλερο
εσένα καρτερούνε..
πλανιέσαι  στα σκοτάδια μου
σε σύννεφα που τρέχουνε του σύμπαντος
να σ' αγκαλιάσω  χέρια απλώνω
φως της  μικρής μου αιωνιότητας
χαμογέλιο των χειλιών μου που εσβήσθης..
τις μέρες του Χειμώνα αγαπώ πολύ
γιατί νυχτώνει γρήγορα κι εγώ
ας σέρνω το φορτίο με σκληρότητες
αγκαλιάζω τη θλίψη μου απαλά
η αγρυπνία η εντός..θανάσιμα ουρλιάζει
ψάχνω στα ίχνη..στις σκιές σου κάτι απαλό
το σ' αγαπάω να σκεπάσει την ψυχή
φεγγάρια να γεννήσει......
χίμαιρα θα ειπούν οι αφελείς
μα απόψε εκρεμάσθη το φεγγάρι εις τη στέγη μου
στα παραθύρια μου οι γρίλλιες στάξανε στιγμές
κι εβάλθηκα να κλαίω σε
καθώς σκια..χωρίς πνοή χαμογελούσες...

''άγρυπνα βραδια'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


22 Νοεμβρίου 2020

''Σαν θέλεις να κεντήσεις τη ζωή''

φωτο : από το διαδίκτυο
Σαν θέλεις να κεντήσεις τη ζωή
χρυσή να την επαραγγέλνεις την κλωστή 
απ' τα παζάρια της Ανατολής..
σ' αραχνιασμένης..της φτηνής
αγοραστής μη γίνεσαι πραμάτειας..
να την κερώνεις την κλωστή
ν' αντέχει τες τις βελονιές
τ' αγκάθια ετρύπησαν τα χέρια σου
ματώσαν την καρδιά σου
η θλίψη εκονταροχτυπήθηκε με τη χαρά
ενίκησε της κόλασης τις έγνοιες
το ριζιμιό τ' ανθρώπου είναι βαρύ
πολλοί οι πεινασμένοι απάνω εις τη γης
λίγοι οι χορτασμένοι
μα ο δικός σου ο αραμπάς πηγαίνει αργά
πατά ο τροχός γερά στη γη
τους κεραυνούς διαβαίνει τους
εις τους γκρεμνούς κατρακυλά τα αιχμηρά λιθάρια..
φασκόμηλο μυρίζει η δική σου γη
τα πικραμένα λόγια τους γιατρεύεις τα
υφαίνεις τα στο εργαστήρι του μυαλού
στο σύθαμπο του ουρανού τα στέλνεις κάθε δείλι
να φέγγουνε το δίκαιο και το άδικο..
 τις έναστρες τις νύχτες..
τα δακρυσμένα πρόσωπα πληθύνανε
εγίνανε κεριά..φωτίζουν τη ζωή σου
τη μοναξιά δεν τη φοβάσαι πια
καντήλι έγινε άσβεστο
ενίκησε το Θάνατο..ιστορίζει τη ζωή σου
κάθε που κρύβεται σε δάση κακοτράχαλα 
της αθωότης σου ο κρουνός
στο ροσμαρίνι της μάνας σου τον ψάχνεις στα ριζά 
και η στόχαση  να γίνει σιωπηλή κραυγή
σαν θες να την κεντήσεις τη ζωή
ν' αναμειγνύεις χρώματα 
χρυσές κλωστές από της λογικής
και την παλέτα της ψυχής.. 
χρυσό κεντίδι στο μαντήλι της ζωής
 μονόγραμμα να το φορείς
 στο μέρος της καρδιάς σου.
 
''Σαν θέλεις να κεντήσεις τη ζωή'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

21 Νοεμβρίου 2020

⫷ τα γενναία κορίτσια ⫸

φωτο : από το διαδίκτυο
Τα γενναία κορίτσια πλερέζες δε φορούν στην κεφαλή
μεταξωτές υφαίνουνε  πλεζέρες στην ψυχή
τα τραύματα σκεπάζουν.. επουλώνουν..
φτάνουνε τόσο εύκολα μες στο μυαλό..ιαχές..κραυγές θανάτου.
ο φασισμός τα περιθώρια στενεύει τα.
οδηγεί σε στενωμένες ατραπούς ..
μα τα γενναία κορίτσια π' έρχονται 
βαθιά απ' τις εγκατιές της Γης
ξυπνάνε την αυγούλα..
νίβουν το πρόσωπο με δροσερό νερό
δένουν με την κορδέλλα της ζωής 
τα κατσαρά τους τα μαλλιά..
κρατούν αγριοπερίστερο στο χρώμα της φωτιάς
στα ακροδάχτυλα..
μήνυμα ελευθερίας..νιας εκκίνησης..
βγαίνουνε στην αρένα..ένα παιχνίδι ξεκινούν
ταύρος η ζωή και ταυρομάχοι αυτά
δεν είναι παραμύθι για δειλά κορίτσια η ζωή
θέλει τον κόκκινο μανδύα να φορούν
την τύχη τους να προκαλούν
να πιάνουνε το νήμα απ' το κουβάρι απ' την αρχή
στο τέλος της διαδρομής
σ' ενα σαθρό υπόστεγο βρεμμένα μη βρεθούνε
τη μοίρα τους ξορκίζοντας..μικρομοιρολογώντας..
 
⫷ τα γενναία κορίτσια ⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη.

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


20 Νοεμβρίου 2020

«θα μετανιώνεις»

φωτο : από το διαδίκτυο

Μπάζει αγιάζι απόψε απ' το φεγγίτη μου. 
 
ερίγησαν τα φύλλα της ψυχής μου ! 
Θα το μετανιώσεις μου 'λεγες
δεν γρηγορείς κι ο χρόνος τη σκυτάλη του
με το θάνατο αλλάζει..
θα μετανιώνεις που δεν επροκάναμε
εκείνο το ταξίδι που εσχεδιάζαμε..το υποσχόμενο
προσκύνημα στο χώμα που με γέννησε
στη μακρινή Odessa........
πάντα οι ανάγκες μας προλάβαιναν
η ανέχεια κι ο κάματος φραγμοί και αλυσίδες
δεσμά αόρατα του νου ..ο φόβος για το αύριο
στις ψυχές να εντρυφεί..να αναβάλλει
να 'χουμε δυο δεκάρες και για τα παιδιά
τα τρένα τούτης της διαδρομής
κοστίζουν ακριβά..
Ένα μονάχα θα με τυραγνεί..
εγκατέλειψες στο μέσον της διαδρομής
εχάθης στης αβύσσου.
δεν πήρες για αναμνηστικό..
το ελησμόνησες
εις τη βιασύνη σου για το φευγιό
τα γάντια που σου έπλεξα
τις παγωμένες νύχτες τις λευκές
εις το ταξίδι σου το μακρινό
γλυκά να σε ζεσταίνουν...
Όταν θα βρέχει έξω και θα συννεφιάζει ο ουρανός
θα δεις..απόηχος θα σου μηνάει..
''θα μετανιώνεις''  ..θα το δεις
τα φιλντισένια λόγια σου εγίνανε καρφιά 
τα έθαψες στο μνήμα..
θέλει κουράγιο να ανακαλείς.. 
έρχεσαι..φεύγεις..χάνεσαι αθόρυβα
στο βάθος της αλέας..σκια που ηχείς 
και κλαίν μαζί μ' εμέ κι οι Μούσες.. 

 «θα μετανιώνεις»  - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

19 Νοεμβρίου 2020

«αμίλητα μουράγια»


 
 
 
Σ'  αμίλητα μουράγια κατοικούνε έρημα σχοινιά
λες κι είναι ερωμένη τους η θάλασσα 
δεμένα με τους κάβους τα κρατάει....
μάρτυρες πόθων ανεκπλήρωτων.
βυθίζονται..ξύλα σχοινιά και καραβόπανα..
σ' ανέλπιστα ναυάγια ..
μες σε φουρτούνες..κρύα και χιονιά..
πλαγιάζουνε γυμνόστηθες απάνω τους 
εκείνες οι στιγμές..
βρεμμένες στης αγάπης την αλμύρα..
Για μια στιγμή κοράλλια ονειρεύονται
οι δύτες κάποιου έρωτα
τους κόμπους τους να λύσουν..
Πλαγιάζουνε ανήμπορα στις άκριες της θάλασσας
μικρό είν' το φεγγοβόλημα προσμένοντας
ζωή για ν' αποχτήσουν..
σκουριάσανε οι δέτες τους..στο κύμα θα χαθούνε.
εφύγανε οι βάρκες ..μοιάζουν με τους έρωτες
σαν μένουν ξεχασμένες σε μουράγια αμίλητα
σέπονται..λιμνάζουν οι ψυχές των..
 
«αμίλητα μουράγια»  - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

18 Νοεμβρίου 2020

«το φως αρνεύει τις ψυχές»

φωτο : από το διαδίκτυο

Το φως αρνεύει τις ψυχές..παλεύει το σκοτάδι 
άνοιγε τα πορτόφυλλα ο ήλιος να τρυπώνει
κι αν οι ελπίδες είναι φρύγανα
φωτιά να μην πυροδοτείς
άστες να υπάρχουνε στο δάσος της ψυχής
ξερόχορτα..μα ρίζες πως γεννούνε!
Έλα λοιπόν κοντά μου κάθησε
σίμωσε την ψυχή μου..
την αρμονία της φύσης να καλέσουμε
στη γιατρειά μας σύμμαχος να γίνει..
απ' την αρχή να μάθουμε να κουβεντιάζουμε
να κοιταζόμαστε στα μάτια
αλήθειες που χαθήκανε να λέμε..
Κι αν βαρεθούμε την κουβέντα μας
ας σηκωθούμε να χορέψουμε..
τα βήματα κρατώντας στο ρυθμό της..
το μαγικό εις τους ανθρώπους είναι η όσμωση
η απλότης στις κουβέντες της καρδιάς
είναι οι αλήθειες τους που δεν τις μολογάν
φορώντας το τσεμπέρι φτιασιδώματος
της ατσαλάκωτης εικόνας τους
βαρειά εγκυμονούντες.
Έλα λοιπόν..ένα πλησίασμα εκ βαθέων να τολμήσουμε
τον εγκλεισμό του σώματος μη φοβηθείς
της ψυχής τη φυλακή σου να φοβάσαι..
 
«το φως αρνεύει τις ψυχές » - Σοφίας Θεοδοσιάδη 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 


17 Νοεμβρίου 2020

«ΟΙ ΛΕΡΟΙ»


Της Ιστορίας οι λεροί..οι άνοες γκρεμιστάδες
φορούνε φράκο..παπιγιόν εις το λαιμό
ιλουστρασιόν φορούν τις διδαχές να μας διηγηθούν
πλάνοι της πλάνης των ..των νιάτων των ορμητικών
φερέφωνα ανήμερων..το σκότος μελωδούντων
υπόκωφα το δέντρο της ζωής των ροκανίζουν.

Στης Ιστορίας το διάσελο πηδούν αλματωδώς
ψάχνουν καταγραφές εις το μπουλούκι της οχλαγοής
Όχι..δεν είναι οι νέοι που νυχθημερόν στα σκοτεινά..
αθόρυβα με στέρεα υλικά στις κάμαρες οικοδομούν
είναι οι λεροί..οι ''μπαχαλάκηδες'' εκείνοι
που οικοδομήματα σωριάζουν των χτιστάδων..
 
Οι γνώσεις των βαθέως μηδαμινές
Παρασυρμένοι εις τον ποταμόν της ελαφράδας των
''οι ενταγμένοι'' - ανένταχτοι ιδανικών
τραβούν ορμητικά στις συμβολές
μιας θάλασσας στο βούρκο να τους βγάνει..
τον κτίστη μηδέ τον γκρεμιστή του Παλαμά
ουδόλως αναγνώσκουν..
Ετάχθησαν..είναι οι Λεροί
τίτλος που εφρόντισαν οι καθοδηγητές
ταμπέλα στο λαιμό των να  κρεμάσουν..
 
Όσο θα ζω..τα μάτια θα 'χω ανοιχτά
τις νύχτες μοναχή μου θα πενθάω
μεγάλα ήσαν τα σχέδια που ορκίσθηκα..το χρέος μου
στους νέους να ζωγραφίσω
μα αδύναμη στο έρεβος ν' ανιχνεύσω προσπαθώ
να βρω τη δύναμη εκείνο το λερό τους να ξεπλύνω.
 
Δε χάνομαι στα Τάρταρα 
υπάρχει ακόμα ελπίδα εις τη Γη όσο περπατούν
νέοι που χάνονται σε νότες μουσικές
νέοι που αρέσκονται σε δρόμους με ορίζοντα μακρύ..
νέοι π' αρέσκονται στην προκυμαία σιωπηλοί
την μπάντα των λερών να μην ακούν
μόνοι..μοναχικοί..σκεπτόμενοι
στης ουτοπίας να κρατηθούνε στης φυγής των .
 
«ΟΙ ΛΕΡΟΙ»  - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


16 Νοεμβρίου 2020

''ανερυθρίαστοι..συστημικοί εργάτες''

φωτο : από το διαδίκτυο
Χούντες..μαστίγια..φάλαγγες..πείνες..ξορίες εφυτρώνανε
στις άκρες απ' τους ποταμούς..εις τα λιβάδια όλου του κόσμου
μα στο μικρό ρυάκι της μονάχα παπαρούνες εφυτρώναν..
είχε ξεκόψει απ' τον κάμπο τους απ' τα μικράτα της
σ' ένα μικρό της καπνοχώραφο εκάθονταν στις αυλακιές
ένα τραγούδι έρχονταν από τα γάργαρα νερά
ηχούσε στα αυτιά της..ένα τραγούδι αλλόκοτο
στα χρόνια της..χιλιοτραγουδισμένο
εμίλαε για το δίκαιο..εκείνο του εργάτη
εμίλαε για τη φαμίλια της..που με ίδρωτα εκουβάλαε
στ' αμπάρια της τον επιούσιον τον άρτον..
εμίλαε και για τη λευτεριά..εμίλαε για τα παιδιά της
ν' ανέβαιναν τη σκάλα με τις γνώσεις τους εις τα σχολειά
να φτάνανε στο μπόι του ανθρώπου..
μα επαραφύλαγαν..καρτέρι είχαν στήσει στ' ανοιχτά
ανερυθρίαστοι..συστημικοί εργάτες
στου χρόνου τις καταπακτές η αλλοτρίωση
επροσκυνήσανε εις τα κρυφά..οβίτσια κι αξιώματα
γκρεμίσαν τα συνθήματα απ' τις ταράτσες των σπιτιών
για ίδιον όφελος για εαυτόν
που οι ίδιοι διαλαλούσανε..για Ψωμί..Παιδεία Ελευθερία..
Τώρα μονάχη  ετριγυρνούσε με τ' ανάκατα μαλλιά.. 
γκριζάραν από τότες κι οι κροτάφοι... 
 ασάλευτο το βλέμμα της..τρύπωνε στους δαφνώνες.. 
 λίγα κλαριά..λίγα κλωνάρια δάφνης και ελιάς.. του στεφανώματος.. 
 επεριμάζωνε..τις κόμες των αντρειωμένων να στολίσει.. 
κι ένα κερί..κι ένα κερί..να σιγοκαίει στης μνημοσύνης..μη στερέψει..
θυμάται ήταν Νοέμβρη 17 ..ένα γαρύφαλλο εκράταε
της κατακόκκινης να μοιάζει παπαρούνας της ψυχής της..
 
''ανερυθρίαστοι..συστημικοί εργάτες'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
 ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
ανερυθρίαστοι = αυτοί που δεν κοκκινίζουν από την ντροπή τους

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,