30 Ιανουαρίου 2024

«βράχοι μονάχοι»



Χιλιάδες ήχοι αμέτρητοι

κώδικες μυστικοί
απ' το βαθύ του χρόνου
το άβατο της μοναξιάς
φωνές παραβιάζουν.
σιμώνουν απειλητικά
σε όσους πονούν
γιατί έχουν γίνει βράχοι μοναχοί......
βράχοι που δεν ανθούνε.
έμεινες να κυκλώνεις τις στιγμές......
ουδέν παντοτινόν εις την ζωή
τίποτε δεν διαρκεί αιώνια.

 «βράχοι μονάχοι» - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 

29 Ιανουαρίου 2024

«Η νιότη μου»


Ω ! χρόνοι ανέμελοι της νιότης μου
σε σας χρωστάω τη σοφία μου
στα πάθη μου..στα λάθη μου
σε έρωτες που πόθησα
χείλη που ονειρεύτηκα και τσιγκουνεύτηκα
να τους χαρίσω ένα μου φιλί
σε έρωτες ανεκπλήρωτους
που εμείνανε λειψοί.
και άλλοτες παράφορους
που με ανεβάσανε εις την ουράνια τη σκάλα.
Τη σήμερον........................
Σιμώνουνε φωνές σαν διδαχές
τι γρήγορα το ρόδον το άλικον απέρχεται
μελώνουνε τα χρώματα εις το περβόλι μου
γίνονται.. μετάξινο ένα ροζ.
Με πλάνεψεν η νιότη μου
και έχτισα τον κήπο μου
ψηλά στα κορφοβούνια
έψαξα πέτρα μυθική
για να χαράξω αποτύπωμα
μη με ξεχάσει ο χρόνος..
μα ήρθαν μπόρες δυνατές
και το αποτύπωμα εσβήσθη..
Κάνω σκέψεις αλλόκοτες
μες στης ψυχής τις κρύπτες
αφήνομαι στης φαντασίας το όνειρο
οι αντιθέσεις μου με τρέφουνε
παλεύουν μέσα μου το σκότος και το φως
μα τα ονείρατα προκλητικά
με παρασέρνουνε στην ομορφιά
κι όπως μονάχη μες στα βράδια τριγυρνώ
ανακαλύπτω της ζωής την εμορφάδα.
κι απ' την αρχή..ζω μίαν δεύτερην νεότη!

 «Η νιότη μου» - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

28 Ιανουαρίου 2024

# τρυφερές εξομολογήσεις #


Νύχτες ολάκερες ανέφελα
σκόρπαγα την ψυχή μου
μια μανιασμένη πυροθύελλα
του νου μου οι ανέμοι
καραδοκούσαν να μου κάψουνε
τις ρόδινες τις σκέψεις μου
φορές - φορές το καταφέρνανε
και κάποτες τους νίκαγα εγώ..
κι όπως απέρχονταν αργοπορημένα η νυχτιά
της ροδοδάχτυλης Ηως, σαν φάνηκαν οι λάμψεις
την αντοχή της σκέψης μου ακόνιζα
τους θελλώδεις ανέμους κόπαζα
τους δαίμονες που διεκδικούσαν την ψυχή
απόδιωχνα στο άπειρο..........
οι εξομολογήσεις μου γίνονταν τρυφερές
γεμάτες ροδοπέταλα λιλά
απλώνοντας ασπίδας δέρας ακριβόν
τα άσχημα του κόσμου να καλύπτει..

# τρυφερές εξομολογήσεις # - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 
 

 

# άρωμα Ελλάδας#

Μια πλαγιά με πουρνάρια ελιές και πεύκα να βουτά στην θάλασσα....
Ένα ασπρισμένο σπίτι με γεράνια γαρδένιες βασιλικά και θυμάρι.
Ο πίνακας που σεργιάνισαν τα μάτια σου σε άνυδρους τόπους
Ο παππούς στα σκαλοπάτια να παίζει τσαμπούνα το δείλι
Η γιαγιά στο τηγάνι να ετοιμάζει ''πισσία ''
κι εσύ παιδι να πίνεις σε μια κούπα το Αιγαίο.
Το τραγούδι που η ψυχή βολτάρισε στον κόσμο...
Τα χαμόγελα.. τα μάτια τα καθάρια..
τα σοφά λόγια των ανθρώπων του μόχθου..
ήρθαν και αντάμωσαν στα ξένα με δύσκολες λέξεις του Κορνήλιου..
και έκαμαν αυτό το δύσκολο σμίξιμο...
Είναι δύσκολο να κάνεις τα κόκκαλά σου αλεύρι
για να ξαναβρείς το βηματισμό σου ..
Είναι δύσκολο να βρεις ξανά την γλώσσα την αληθινή
Και.. αν σε κουράζει που βλέπεις τα αυριανά
κι αν ώρες ώρες το μάταιο σε ταλαιπωρεί..
Είναι που σε σώζουν οι ποιητές και οι νότες..
και με τα χέρια στις τσέπες ακόμη σεργιανάς
στις γειτονιές του κόσμου.........

# άρωμα Ελλάδας # - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 

27 Ιανουαρίου 2024

⫷ ανεπίδοτη επιστολή 2 ⫸ - (στο Γιώργη)

 


Το κέντησα το όνομά σου στην καρδιά μου

και δεν θα σβήσει ποτέ....
οι κλωστές της αγάπης είναι ανεξίτηλες..
Θα συναντηθούμε ομορφιά μου ..θα συναντηθούμε ξανά..
στου επίγειου αγώνα μου τις ώρες..
θα σε έβρω με τη δύναμη της θέλησης ..
να προσκυνήσω στον ιερό βράχο μας του Έρωτα....
και στης ελπίδας μου το όνειρο..θα σε ψάξω..
θα σε έβρω στα ουράνια ψηλά..
τα Καλοκαίρια της καρδιάς μου που άφησες μισά να τραγουδήσω..
τους μπάλους του ονείρου μας χορευτής του ήλιου..
να αγαπήσω απ' την αρχή τον κάθε κόκκο των βλεφάρων σου...
σαν ονειροπαρμένη έφηβη και σαν θεά του Έρωτα.
Θα έρθω ...θα ψάξω να σε βρω..
είναι οι ψυχές μας που εδέθηκαν με μετάξινη κλωστή
κρεμάσαμε τις ψυχές μας σε λευκό σκοινί
αναμεσίς εις τα ασπρόρουχα

 

εκεί λένε πως κατοικούνε οι ψυχές
αναμεσίς εις τις ραφές και τις παλιές δαντέλλες .
Θα έρθω.......
σου δίνω υπόσχεση γραπτή
πέφτω γονατιστή να σου το εξομολογηθω
στο μπλε του Αιγαίου να χαθώ
αν με ένα φεγγάρι λαμπερό
δεν ψάξω να τρυγήσω μέχρι το τελευταίο τσαμπί..
τις χαρές που άφησες μισές..
θα πιω και την τελευταία σταγόνα ιδρώτα σου
θα προσκυνήσω όλα τα ξωκλήσια του κορμιού σου....


⫷ ανεπίδοτη επιστολή 2 ⫸ - (στο Γιώργη) - Σοφίας Θεοδοσιάδη -

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 

19 Ιανουαρίου 2024

# κορίτσι στην ομίχλη #


φωτο : από το διαδίκτυο

 

 

 

 

Ομίχλη εκατέβαινε τα πρωινά
έπαιρνε άλλη όψη το ιερό μου καταφύγιο
εξωραϊζονταν...........
ντυνόμουν το αληθινό μου..το έσω φως
το μόνο αληθινό μου!
Νυχτώνει..σκοτεινιάζει κι οι Σειρήνες με καλούν
βραχνά οι σειρήνες με καλούν
μες στην ομίχλη..
να ταξιδέψω πέρα απ' τον πόνο και το θάνατο
σ' ενα λιβάδι να βρεθώ που ονειρεύεται
κάτι θα κράτησεν η νιότη μας
στο φευγαλέον άνθισμά της.

# κορίτσι στην ομίχλη # - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 

12 Ιανουαρίου 2024

# μ' έναν κονδυλοφόρο μοναχά#

 


 



Τις νύχτες που σωπαίνουν τα πουλιά

όντας κωπάζουν τα αλυχτίσματα..
σωπαίνουνε οι ήχοι...
μελάνι αγοράζουνε οι ποιητές..
κονδυλοφόρο και λευκό χαρτί.
κι εσύ...............
ακόμα στα όνειρά σου ταξιδεύεις...
μ' έναν κονδυλοφόρο μοναχά
σε βρίσκουν αξημέρωτα τα βράδια σου
φυτεύοντας στιχάκια.
στοχαστικά.....
τα μεράκια της ψυχής σου τραγουδείς
είναι στιγμές που σκιάζεσαι........
σκάβεις.. ανοίγεις τα λαγούμια σου
τρέχεις για να κρυφτείς...
στο τραπεζάκι σου..
αφήνεις τα στιχάκια σου
με τη φλογίτσα απ' το καντηλέρι φως
ονειρεύεσαι την Οικουμένη να φωτίσουν...
Εσύ δεν δήλωσες ποτές σου ποιητής
σου δίδαξεν η νόνα σου
μέσα απ' τα μοιρολόγια της
στιχάκια να σκαρώνεις.

# μ' έναν κονδυλοφόρο μοναχά # - Σοφίας Θεοδοσιάδη 

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


6 Ιανουαρίου 2024

# τα μικρασιατικά Θεοφάνεια από τον Φώτη Κόντογλου#

 


«…Στα θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ’ από τη Λειτουργία των Θεοφανείων. 
Έτσι τον ρίχνανε και στην πατρίδα μου, κ’ ήτανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο…».

Ξεκινούσε η συνοδεία από τη Μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ’ ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουρ­γία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορ­τή πιο επίσημη.

Οι ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κ’ οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελ­ληνικά, κι όχι σαν σήμερα πού τρελλαθήκαμε και κάναμε την ψαλ­μωδία μας σαν ανάλατα και ξενικά θεατρικά τραγούδια. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς.
Σαν φτάνανε στ’ Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή σάγια εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό.
 
Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια πού ήτανε ένα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια. Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε 100 καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος πού στεκότανε ο δεσπότης.
Έτσι πού ήτανε παραταγμένα τα καΐ­κια, μοιάζανε σαν αρμάδα πού θα κάνει πόλεμο.
Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο και κείνα. Άλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες πού βρισκόντανε γιαλό, κ’ ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προ πάντων θαλασσινοί και παιδομάνι.

Σ’ αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο, και τις πιο πολλές φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο. Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα.....................

( επιμέλεια κειμένου- Σοφία θεοδοσιάδη - εκπαιδευτικός) 

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

5 Ιανουαρίου 2024

# μπροστά στο τζάκι #



 

 

 

Κι αν θες την ψυχή σου να κρατάς ζεστή.
άναψε μια ζεστή φωτιά που να σπιθοβολάει
μάζεψε γύρω - γύρω τους αγαπημένους σου
μοιράσου όμορφες στιγμές
μη σκέφτεσαι βοριάδες και Χειμώνες..
Κι αν ο βοριάς παγώνει την ψυχή
και ένας χρόνος εχθρικός
αφήνει τα σημάδια στην ψυχή
και στο κορμί σου
ξαφρίζεις τες τις μαύρες της ζωής σου τις στιγμές......
και τις πετάς στο τζακι να καούνε
στις φλόγες... Που σπινθοβολούν
και σου γεννούν ελπίδα.
Κι αν θλίβεσαι για ονείρατα που πέρασαν
κοιτάς και πάλι το τσουκάλι της ζωής ολόγιομο
επρόκαμες................
κι αν η ζωή είναι μικρή
την έζησες..την είδες..

  # μπροστά στο τζάκι # - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,