8 Αυγούστου 2016

Τάχα τα σπίτια να γερνούν μαζί με τους ανθρώπους ?- της Σοφίας Θεοδοσιάδη..

Κάποτε πίστευα σαν ήμουν νια.. πως και τα σπίτια πάντοτε γερνούν μαζί με τους ανθρώπους τους..Τώρα..εδώ και χρόνια πια.. έπαψα για να το πιστεύω..Οι άνθρωποι γερνούν και φεύγουνε..και τα σπίτια απλά παλιώνουν...Χάνουν τα χρώματα που απορρόφαγαν χρόνια πολλά.. .από τους πρώτους τους νοικοκυραίους...Χρώματα..γέλια και φωνές...ήχοι χαρούμενοι...και γελαστοί..πρόσωπα ροδοκόκκινα παιδιών...τρεξίματα και γέλια και χαχανητά...ζωή ολάκερη ζωντάνια...λυμένη σαν μια κόκκινη κλωστή...στο χρόνο να αιωρείται αφημένη...

Κι έπειτα ..σαν να μη πέρασε μια μέρα μοναχά ..αλλάζουν χρώματα οι τοίχοι οι εξωτερικοί ..χάνονται οι ώχρες οι παλιές...χάνονται και τα χρώματα και οι οσμές..που μέσα σ' αυτά εκατοικούσαν..καινούριοι άνθρωποι..καινούρια χρώματα τα κατοικούνε...Άλλες φωνές...μη γνώριμες...άγνωστες στα δικά σου τα αυτιά...όχι δεν είναι οι παιδικές φωνές που αγάπησες...δεν είν' το κλάμα και το γέλιο, που στα αυτιά σου αντηχεί το γνώριμο...

Τώρα κάνεις προσπάθεια τους ήχους να αναγνωρίσεις.. κάπου εκεί στο θάμνο πίσω της αυλής..που λεβάντα ακόμα σου μυρίζει..Εκεί στην άκρη της αυλής...στο θάμνο που λεβάντα αναβλύζει..εκεί σαν μία ζωγραφιά...μια φατσούλα γνώριμη απόψε μοιάζει να σου γνέφει...Παράξενο παιχνίδι παίζουνε τα μάτια σου με σένανε..θαρρείς πως είναι το μικρό το κοριτσάκι σου..ένα σγουρό μελαχροινό κατσαρομάλλικο...με μάτια αμυγδαλωτά...που όλο απορία σε κοιτάζουν..Πλησιάζεις μα δεν είναι αληθινή η οπτασία αυτή που βλέπεις..Μια άλλη φάτσα ετρύπωσε στο θάμνο σου από πίσω...δεν τη γνωρίζεις ..άγνωστη σου φάινεται και στης ψυχής τα δεδομένα...

Αλλάζουνε τα σπίτια χρώματα ..αλλάζουν και ενοίκους...Δεν έχουν άραγε μνήμη αυτά...σαν του νερού τη μνήμη ?Δύσκολη η απάντηση αυτή...δε σε αφήνει η ανάγκη να απαντήσεις...Είναι που συμβιβάστηκες και δέχτηκες να αλλάξεις χρώματα στην κάμαρα..που η ζωή σου έγινε ένα με αυτές τις   ώχρες ?  Είναι που αποφάσισες να κλείσεις τις σελίδες στο τετράδιο, μη τύχει και πίσω  σε γυρνάνε?.Δεν ξέρω τι είναι από όλα αυτά..Αυτό μονάχα ξέρω...απόψε δεν είναι γνώριμη η βραδιά..ξένη αντηχεί μέσα στα αυτιά και στην καρδιά σου...Μα όσο κι αν προσπαθείς να αφουγκραστείς τους ήχους που 'ρχονται απρόσμενα στ' αυτιά σου..τόσο αυτοί και ξεμακραίνουνε ξανά..Θυμήθηκα όμως και εσκέφτηκα απόψε καθώς επεριδιάβαινα γύρω απ' των αναμνήσεων τους τοίχους...θυμήθηκα και παρηγορήθηκα συνάμα ξαφνικά..πως
 << οι πέτρες σώζονται όταν από το χώμα σηκωθούν και με λάσπη χτιστούν..κι όταν επάνω τους το πνεύμα χαραχτεί>> 
( Ασκητική του Καζαντζάκη.)

Και ναι θαρρώ πως τις ''πέτρες '' μου τις έχτισα βαθιά μες στην καρδιά μου...και χάραξα επάνω τους το πνεύμα της ''ψυχής'' μου..Είναι εδώ τριγύρω μου οι ήχοι μου οι γνώριμοι..όσο κι αν κατοικήθηκαν τα σπίτια τα παλιά..από καινούριους πια ενοίκους ..που νέους ήχους μα και χρώματα χαρούμενα ξανά..επάνω εις της μνήμης τους τους τοίχους θα αφήσουν...



Να σκύψεις πρέπει απόψε μέσα σου βαθιά...να αναρωτηθείς...να προσκυνήσεις τα παλιά...να τα αποχαιρετήσεις...Ψιθύρισε για άλλη μια φορά στον εαυτό σου δυνατά..μήπως και το ακούσει.. πως οι συντεταγμένες μες στην πόλη σου...ήταν η αγάπη σου που αποχωρίστηκες εδώ και τόσα χρόνια ..καθώς και εσύ η ίδια...Επροσδιόριζες το γεωγραφικό σου μήκος και το πλάτος σου επάνω σε αυτές τις νοητές γραμμές..που την ψυχή σου.. στην αγάπη του σπιτιού σου οδηγούσαν..

Ποτέ ξανά δε θάναι όπως πριν..ποτέ ξανά τα χρώματα δε θα βαφτούνε ίδια..Παλιώνουνε τα σπίτια απλά..και οι άνθρωποι γερνάνε..Τώρα μέσα τους μένουνε και κατοικούν τα χρώματα ,τα αρώματα και οι μυρωδιές που πότισαν ολόκληρες ζωές.. Μένουν εκεί να τα κοιτούν...μια πόρτα τους να ανοίξει να τους γνέψει..ένα χαμόγελο γνωστό να 'ρθει και να καθήσει..στο μάγουλο που πάγωσε στη χαρακιά του χρόνου...

Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη
.............................................................................................................

 Είχε αυλή που ευώδιαζε ασβέστη
κι ήταν γλυκιά σαν το μέλι η χαρουπιά.
Κι ήσουν κι εσύ ξαφνικά "Χριστός Ανέστη"
κι ήσουν κι εσύ που δε θα ξανάβρω πια.....



                      ΒΙΚΥ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ ΣΠΙΤΙ ΠΑΛΙΟ 

..............................................................................................................

7 Αυγούστου 2016

Άγγελε, φίλε μου.- Αλμπέρ Καμύ..

 Ο Καμύ όμως δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος λογοτέχνης. Ο βιογράφος Olivier Todd σκιαγραφεί έναν άνθρωπο που ξέρει να χαίρεται την ζωή του. Κάνει λόγο για έναν άνδρα που απολαμβάνει το καλό κρασί, το καλό φαγητό και τις ωραίες γυναίκες. Τα γούστα του είναι απλά: λατρεύει τον Δον Ζουάν και τα κουαρτέτα του Μπετόβεν, ενώ όταν του αναφέρουν την Αλγερία τα πράσινα μάτια του σκοτεινιάζουν. 

Το 1959 ο Καμύ επιστρέφει στην Ελλάδα για Τρίτη φορά. Αποφασίζει να ταξιδέψει στο ελληνικά νησιά με το σκάφος του φίλου του Michel Gallimard. Παίρνει μαζί του ένα νεαρό έλληνα ζωγράφο, τον Μάριο Πράσινο, στον οποίο ζητά να ζωγραφίζει κάθε ελληνικό νησί το οποίο επισκέπτονται, ενώ ο ίδιος γράφει συνεχώς κάτω από τον λευκό ήλιο του ελληνικού καλοκαιριού. Ήταν το τελευταίο καλοκαίρι της ζωής του. Ένα πρωί ο Καμύ φτάνει στην Λέσβο. Ερωτεύεται το νησί με την πρώτη ματιά και αποτυπώνει τα συναισθήματα του σε ένα γράμμα που στέλνει στον φίλο του Άγγελο Κατακουζηνό:

 «Άγγελε, φίλε μου. Ανακάλυψα το μέρος στο οποίο θέλω να ζήσω. Πρόκειται για ένα πανέμορφο νησί, σχεδόν αρσενικό θα έλεγα. Θέλω να ζήσω εκεί, δίπλα στην θάλασσα, ατενίζοντας τα κύματα του Αιγαίου, αυτά τα κύματα που κουβαλούν επάνω τους τα αρώματα της πατρίδας μου, της Αλγερίας. Έχω ήδη εντοπίσει ένα μικρό σπίτι κοντά στην θάλασσα από το ποίο θα μπορώ να αποχαιρετώ τον ήλιο που δύει πάνω από το Αιγαίο, και ίσως έτσι καταφέρω να συνηθίσω την ιδέα του αποχωρισμού. Μπορώ να με φανταστώ πάνω σε μία μικρή βάρκα, να ταξιδεύω σαν τρελός μέσα στα κύματα. Όμως αγαπητέ μου φίλε, δεν με μάγεψε μόνο η ομορφιά του νησιού, αλλά και η ομορφιά των κατοίκων του. Θαυμάζω αυτούς τους ανθρώπους που από μακριά φαίνονται στεγνοί, όπως τα δέντρα της ελιάς που καλλιεργούν, αλλά αν τους παρατηρήσεις από κοντά είναι γεμάτοι πλούσιους φυσικούς χυμούς, και λάμπουν, όπως λάμπει το ασήμι στα φύλλα των ελαιόδεντρων.»

 Ο Καμύ δεν κατάφερε ποτέ να επιστρέψει στην Λέσβο. Πέντε μήνες μετά από αυτό το ταξίδι του στην Ελλάδα, στις 4 Ιανουαρίου του 1960, πεθαίνει σε τροχαίο στη νότιο Γαλλία. Στο αυτοκίνητο που οδηγούσε χάνει τη ζωή του και ο φίλος του Michel Gallimard, ο ιδιοκτήτης του σκάφους με το οποίο ο Καμύ είχε ανακαλύψει τον ουτοπικό του παράδεισο στην γη. Ήταν μόνο 46 χρονών. 
.............................................................................................................

To ομορφότερο από όλα για τον άνθρωπο είναι να νιώθει βαθιά..να αισθάνεται..να επιλέγει...να κάνει όνειρα...όνειρα για τη ζωή που είναι τόσο απρόβλεπτη..μα και τόσο συναρπαστική γι αυτούς που τη ρουφούν καθημερινά με βλέμμα γεμάτο πάθος...Ίσως πολλάκις να μην προλαβαίνουμε να αγγίξουμε το ''νησί της ουτοπίας ''μας...μα άξίζει θαρρώ τον κόπο που το πλησιάσαμε και  το φέραμε τόσο σιμά..μες στους θαλάμους του μυαλού μας...εκεί στους σκοτεινούς θαλάμους που γέμισαν από το όνειρο με άπλετο φως...

Μαγεία και όνειρο που δεν πρόλαβε να γίνει πραγματικότητα και για τον σπουδαίο Αλμπέρ Καμύ..καθώς η ζωή είχε άλλα σχέδια για τον ίδιο..Τον πήρε μακριά της..πέρα στη χώρα των αγγέλων...των αγγέλων που κατέβηκαν για λίγο στη Γη..μα αφήσανε τη σφραγίδα τους με την μοναδική γραφή τους...Κι εδώ ίσως να θυμηθούμε τη ρήση του Καζαντζάκη και να αναρωτηθούμε :
 << Μια αστραπή η ζωή μας, μα προλαβαίνουμε ? >> .
Μια ρήση που σας την μετέτρεψα σε ερώτημα...ένα ερώτημα αναπάντητο για μένανε..Τι προλαβαίνουμε από αυτά που ονειρευτήκαμε άραγε...? Και πόσες γεύσεις πήραμε μαζί μας για το αέναο ταξίδι ?Είναι Καλοκαίρι και τα ασημένια τα νερά της θάλασσας του Αιγαίου μας με τα μοναδικά πετράδια της.. που είναι τα νησιά...αφήνουνε και σπρώχνουνε τον άνθρωπο να ταξιδέψει νοερά ..να χτίσει και να κατοικήσει σε νησιά..που ο νους του τα διψάει...Όπως και νάναι το παιχνίδι της ζωής...ακόμα και για όλους μας..τους βραβευμένους ή και όχι...είναι όμορφο και μοναδικό...και αρκεί που το επερπατήσαμε και που τα μάτια μας αντίκρυσαν τον ''ουτοπικό'' μας τον παράδεισο έστω και μια φορά..όπως του έλαχε και του ίδιου του Καμύ..

Σκέψεις για τον ''ουτοπικό παράδεισο'' - Σοφία Θεοδοσιάδη.
.............................................................................................................

5 Αυγούστου 2016

Έπιασε βοριαδάκι..της Σοφίας Θεοδοσιάδη..

Έπιασε βοριαδάκι ξαφνικά...όπως και κάθε Αύγουστο και κάθε Καλοκαίρι...εκεί που μια γαλήνη επικρατεί παντού..εκεί ένας άνεμος ..ένα μικρό αεράκι...έρχεται το παλιό τεράδιο να ξεφυλλίσει ξαφνικά...και στα λιβάδια του χωριού...με τα κιτρινισμένα από το θέρος στάχυα να σε βγάλει...Πηγαίνεις μέσα αγέρωχη και προχωράς...η μυρωδιά είναι γνώριμη πολύ..βαθιά αποθηκευμένη ...ανακατεύεται με τις φωνές των τζιτζικιών...μα και με του αμάραντου τη μυρωδιά...που εκεί μονάχος του φυτρώνει.Φυτρώνει πάντα όπου βρει και  μέσα στα λιθάρια...κι ανακατεύεται με την ψιλή φωνή της μάνας σου..που συχνά καθώς επεριδιάβαινε τα χωράφια και τα καπνοχώραφα..μελωδικά τον τραγουδούσε...

Κάθε πρωί μαζί με τα πουλιά ξεκίναγαν τα όνειρα τα Αυγουστιάτικα...σαν τα πουλιά τα ταξιδιάρικα, που κάθε λίγο τόπο αλλάζουν...Γεμίζουνε και φέτος από όνειρα οι κάμαρες οι ανοιχτές...ελύσαν τις κορδέλλες τους και ξεπροβάλλανε στα μάτια μας μπροστά...Τα κοίταξες με χάρη περισσή..τα αγκάλιασες και πάλι..και εκατέβηκες ως το γιαλό...για να τα ταξιδέψεις...Περνούν καράβια από μακριά...και κουβαλούν μαζί τους σκέψεις..όνειρα και έρωτες..που σαν καλοκαιριού αέρας σου χαϊδεύουνε τα μάγουλα...να ονειρευτείς κι εσέ σε προκαλούν...να μπεις μέσα στη βάρκα σου, που κάποτε είχε πανιά λουλουδιαστά..μα τώρα μοιάζει πια μικρή...να ακολουθήσεις την πορεία τους..και σε λιμάνια να βρεθείς αλλοτινά..

Ναι εκεί στην άκρη του γυαλού που βρέχονται τα πόδια σου..εκεί στην άκρη πια της θάλασσας, που φύκια και κοχύλια τα αγκαλιάζουν...εκεί και βρέχονται πολλές φορές τα όνειρα κι αυτά..άλλες φορές λυπάσαι που σκορπούνε γύρω σου τα όνειρα..και με την αλμύρα και τα βότσαλα γίνονται ένα και η θάλασσα μέσα της τα ρουφάει..Μα είναι και κάτι τόσες δα στιγμές..που από το κάμα και την κάψα του Καλοκαιριού...εκεί στην άκρια καθώς βρέχεσαι..δροσίζονται κι αυτά τα όνειρα..και νέα χρώματα γεννούν..που ο ήλιος τα φωτίζει...Μην κουραστείς και μην αλλάζεις τα πανιά της όμορφης της βάρκας σου...Βάλε φουστάνι αέρινο..σάλπαρε πάλι μια βραδιά..και άσε το αεράκι να σε διαπερνά...ανάλαφρα καθώς θα ανεμιζουνε...τα γιορτινά σου κοριτσίστικα φουστάνια...

Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη..
.............................................................................................................

 Και με τις υπέροχες νότες...σαν άρωμα ψυχής...το νοσταλγικό κομμάτι με την μοναδική Ελένη Καραϊνδρου!!!
Καλά ταξίδια καλοκαιρινά !!!
η φίλη σας Σοφία ....

 

                                 Ελένη Καραΐνδρου - Νοσταλγικό 

..............................................................................................................

4 Αυγούστου 2016

<< Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι >> - της Σοφίας Θεοδοσιάδη.


Από μικρό σαν ήμουνα ακόμα κοριτσάκι...ποτέ μου δεν το έπαιξα καλό παιδί...εν αντιθέσει με τα αδέλφια μου που ενώ ήταν ανυπάκουα ενδόμυχά τους και βαθιά...σκεπάζανε τις αντιρρήσεις τους με ένα ''πέπλο''του καλού παιδιού...Πάντα αγωνιούσαν για τα λεγόμενα των γύρων τους..και έτσι ανταγωνιστικά...και θέλοντας να υπερτερούν στα μπράβο που εισέπρατταν σε σύγκριση μαζί μου..μετρώντας τα..τα  θέλαν να τα βρίσκουν πιο πολλά...

Μα αυτό το σύνδρομο του καθώς πρέπει του  παιδιού...το υποκριτικό και βασανιστικό συνάμα...ποτέ μου δεν το ζήλεψα..και αν και μικρό παιδί εγώ..χωρίς ακόμα να ξέρω τις καταστροφικές συνέπειες που στη μετέπειτα ζωή τους θα επηρέαζε και θα τις τυραννούσε...σαν το κερί στο λιβάνι το απέφευγα...Και είναι άκρως καταστροφικό αυτό για τα παιδιά..και δυστυχώς αργά..πολύ αργά το διαπιστώνεις και το καταλαβαίνεις...ήδη έχεις πάθει τη ζημιά.και ασφυχτιάς στο ''στενό φόρεμα'' που οι γονείς σου αθελά τους σου φορέσαν...

Αυτοί προσπαθούσανε τάχα για το καλό...να γίνεις ένας άνθρωπος υπάκουος,κι ευγενικός.. με τα δικά τους μέτρα και σταθμά...με τα δικά τους θέλω...Αυτό που δεν κατόρθωσαν ίσως αυτοί ,ζητούν επίμονα μέσα από των παιδιών την τελειότητα να πάρουν...Να γίνεις άριστος να ικανοποιηθούν και πάλι οι ίδιοι τους  και να γεμίσουν το δικό τους το κενό..που δεν εμπόρεσαν οι ίδιοι να αριστεύσουν...Πάντα να είσαι για αυτούς το τέλειο και υπάκουο παιδί...νάχουν να λένε οι γείτονες και οι φίλοι...
 Πότε σου βγαίναν σε καλό τα λόγια τους ,μα άλλοτε πάλι τη δική τους καταπίεση του καθωσπρεπισμού επάνω σου περνούσαν...Είναι ευάλωτη ..ευαίσθητη...και σαν ζυμάρι που το πλάθεις εύκολα η παιδική ψυχή...Διαμορφώνεται από πολύ νωρίς...και η ζημία ή το κέρδος θα φανεί..χρόνια μετά..σαν ενήλικας θα βγεις να περπατήσεις στην δύσκολη και απαιτητική αρένα της ζωής...

Σαν εμεγάλωσα κατάλαβα το άγχος και την πίεση που δέχεται κανείς...και τη ''θυσία''που καλείται να πράξει και να υποστεί...σε ένα βωμό της έξωθεν της καλής της μαρτυρίας...Και με τα χρόνια όταν επιμελημένα ασχολήθηκα με τα παιδιά...κάποια μικρά και ταπεινά μου συμπέρασματα τα ακούμπησα στις συμπεριφορές των φίλων και των αδελφάδων μου..όχι για να τις κρίνω...γιατί μπορώ και η ίδια να κριθώ...μα για να τις κατανοήσω και να σκύψω με ευγένεια και αγάπη στην καινούρια τους εικόνα...

Φαντάζει ώρες - ώρες μια άλλη η εικόνα τους.. που λες πως ξένο φόρεμα ως τα προχτές φορούσαν...Εμοιάζανε ευτυχισμένα σαν ήσαντε μικρά παιδιά...γεμάτα από λούλουδα εφάνταζε η ζωή τους...Μα κανένας ποτέ του ίσως δεν επρόσεξε το άδειο βλέμμα το θλιμμένο τους...Γιατί μέσα στο βλέμμα καταγράφονται τα συναισθήματα από τις προσλαμβάνουσες που με ευκολία συχνά οι γονείς μας επιβάλλουν.

.Είναι κατακαλόκαιρο και ξαπλωμένη εκεί ρεμβάζοντας..απέναντι από τα κύματα..παρατηρώ τριγύρω μου παιδάκια που άλλοτε χαρούμενα αληθινά..και άλλοτε επίπλαστα ευτυχισμένα..παίζουν τριγύρω μου και φωνασκούν..προετοιμάζοντας τον μετέπειτα εαυτό τους...Βαρύτητα μεγάλη οφείλουμε να δώσουμε...και να γεμίσουμε τα άδεια βλέμματα...όχι γεμίζοντας μονάχα με πολύχρωμα και χίλια δυο παιχνίδια..με κουβαδάκια άδεια από ''ψυχή'' την κάθε παραλία...

Τόπο και χρόνο να δίνουμε στο παιδί..απαλλαγμένοι απ' τη δική μας καταπίεση...γιατί στ' αλήθεια τι πιο όμορφο.. και συναρπαστικό...το παραμύθι που αρχίζουμε σαν γινόμαστε γονείς...να αφήνουμε να συνεχίζουνε το γράψιμο τα ίδια τα παιδιά..για τη δική τους τη ζωή...Από μακριά το βλέμμα μας...σαν ένας μακρινός παρατηρητής..και όχι σαν ένας καθοδηγητής της ''βούρδουλας''..ρόλους να παίρνουμε αφ' υψηλού...και καταπίεση και θλίψη μέσα στα παιδικά τα μάτια να σκορπάμε...

Σοφία Θεοδοσιάδη - εκπαιδευτικός.
.............................................................................................................




Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι (Στίχοι) 

.............................................................................................................

3 Αυγούστου 2016

«Δυο τιποτένιοι πόντοι» - Ηλίας Βενέζης.









Ναι.. για το σύντομο πέρασμά μας πάνω στη Γη..για τη μικρή σύμπτωση που μας χαρίζει τη ζωή...για το ίδιο το παιχνίδι της ζωής...το απρόβλεπτο..το συναρπαστικό..το βασανιστικό...
Ένα βιβλίο γεμάτο αλήθειες..γραμμένο με την πένα της ψυχής...Ιστορίες που σημάδεψαν τον άνθρωπο..τη θηριωδία του μα και το μεγαλείο του..Το βιβλίο του Ηλία Βενέζη :
 << ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 31328 >>.
Ένα τόσο δα μικρό απόσπασμα..με μια αλήθεια που δε χωράει στις σελίδες ... 

η φίλη σας Σοφία...
.............................................................................................................. 
«Δυο τιποτένιοι πόντοι»
Ο Ηλίας Βενέζης διηγείται πώς γινόταν το “ξάφρισμα”, δηλαδή η επιλογή αιχμαλώτων για εκτέλεση, κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του από τους Τούρκους:


Ο αξιωματικός βλέπει με το φως και τραβά ένα δικό μας όξω απ’ τη γραμμή, στο πλάι. Τον κοιτάζει, γελά, ύστερα προχωρεί παρακάτω. Τραβά άλλον ένα. -Κι εσύ, παλιόσκυλο! λέει. Άλλον ένα. Το φως, ο στρατιώτης με τη λάμπα, πλησιάζει ολοένα στο μέρος μας. Αυτό το φως λάμπει σα να έχει μια φοβερή υποχρέωση -έτσι, να πρέπει. Μια γρήγορη στιγμή αναρωτιέμαι αν διαλέγει μικρούς για μεγάλους. Μα βλέπω πως παίρνει ανακατωτά, απ’ όλα τα τσεσίτια. Στο μεταξύ το φως έφτασε. Είναι μπροστά μου. Αισθάνουμαι τα μικρά μου χρόνια απροφύλαχτα, έτσι στήθος με στήθος. Η ανάσα κόβεται. Το χέρι του αξιωματικού απλώνεται να με τραβήξει. Μα την ίδια ακριβώς στιγμή, μια τιποτένια στιγμή, τακ, ο αξιωματικός παραπάτησε απ’ το μεθύσι. Γελά. Κάνει προσπάθεια να ισορροπήσει, αλλά με την κίνηση τούτη η θέση του αλλάζει κατά δυο πόντους.
  Δυο τιποτένιοι πόντοι. Το χέρι του πέφτει ίσα πάνου στον καπετάνιο, δίπλα μου. Ανασαίνω βαθιά. Α, εκεί βαθιά είναι μια σκληρή χαρά, μια τέτοια σκληρή χαρά…

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ “ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 31328″ 
..............................................................................................................


Γεννημένος στο Αϊβαλί το 1904, έζησε τους διωγμούς και τον ξεριζωμό των ελλήνων της Μικρασίας. Με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατέφυγε με τη μητέρα και τα αδέρφια του στη Μυτιλήνη, αλλά επέστρεψαν το 1919. 


Τρία χρόνια αργότερα, ο νεαρός Ηλίας Μέλλος (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) βρίσκεται στο επίκεντρο της τραγωδίας. Αν και η οικογένεια του καταφέρνει να φύγει αλώβητη από τη Μικρά Ασία, ο ίδιος δεν προλαβαίνει να επιβιβαστεί στο πλοίο. Αιχμαλωτίζεται από τους Τούρκους που τον στέλνουν στα βάθη της Μικράς Ασίας να υπηρετήσει στα τάγματα θανάτου, τα γνωστά, «αμελέ ταμπουρού». Επρόκειτο για τάγματα εργασίας στα οποία σύρονταν Αρμένιοι και “Ελληνες χριστιανοί για να δουλέψουν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες σε ορυχεία και στην κατασκευή δημοσίων έργων.



 Ο Βενέζης ήταν από τους ελάχιστους που κατάφραν να γλιτώσουν  «Το νούμερο 31328» ήταν ο αριθμός του Βενέζη στα τάγματα εργασίας. Το βιβλίο αποτελεί ένα χρονικό των κακουχιών και βασανιστηρίων που βίωσαν οι Έλληνες αιχμάλωτοι στα χέρια των Τούρκων, που στην πραγματικότητα εφάρμοζαν πρόγραμμα εξόντωσης. Για 14 μήνες ο συγγραφέας ζούσε καθημερινά τον εξευτελισμό, την πείνα, το κρύο και τη συστηματική κακομεταχείριση. Οι περισσότεροι αιχμάλωτοι πέθαιναν. Αυτός ήταν άλλωστε ο απώτερος στόχος των Τούρκων. Ο Βενέζης ήταν ένας από τους ελάχιστους που κατάφεραν να επιβιώσουν.



 Το 1923 αφέθηκε ελεύθερος και επέστρεψε στην οικογένειά του στη Λέσβο. Πέθανε στις 3 Αυγούστου του 1973, σε ηλικία 69 ετών. Ο ίδιος το 1945 θα γράψει: «Το βιβλίο τούτο είναι γραμμένο με αίμα». Ένας κριτικός σημείωνε κάποτε για το ύφος του: «Έχει κάτι απ” τη φονική λαμπρότητα των πολεμικών όπλων, τη φονική λαμπρότητα του αδυσώπητου φωτός. Αλλά εγώ δε μιλώ για το ύφος. Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του…αν βγεις στα τρίστρατα και ρωτήσεις τους μάρτυρες, αυτούς που τα κορμιά τους βασανίστηκαν, ενώ πάνω τους σαλάγιζε ο θάνατος —και είναι τόσο εύκολο να τους βρεις, η εποχή μας φρόντισε και γέμισε τον κόσμο— αν τους ρωτήσεις, θα μάθεις πως τίποτα, τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται.»
.............................................................................................................

2 Αυγούστου 2016

Αν μ’ αγαπούσες δε θα μου το’ λεγες..



Αχ , τι βαρύ έγκλημα έκανα να μην πω πως σ' αγαπούσα πολύ, πολύ, όσο δε λέγεται, όσο δε γράφεται,όσο δεν αντέχεται.Τότε μπορεί και να μην έφευγες.
Μα μήπως έγινε; Μήπως στο είπα έτσι δυνατά,σπαραχτικά,όπως το'θελα και δε γνώρισα τα λόγια μου;

Μα τόσο μπερδεμένο πράμα λοιπόν είναι η αγάπη που να μην μπορέσει ένα φτωχό πλάσμα να ξεδιαλύνει τα λόγια του; Και τόσο απέραντος είναι ο κόσμος που να μη σε βρίσκω;

Και τώρα που όλοι έφυγαν,όλα έγιναν μισητά,σε ποιον ν'απλώσω τα χέρια μου; Σε ποιον; Σε ποιον να πω σώσε με!
Τώρα που χάνομαι...που βουλιάζω...που βουλιάζω...»
Αν μ' αγαπούσες δε θα μου το' λεγες. Αν η γνωριμία μας είχε και την παραμικρή σχέση με την αγάπη δε θα μιλούσαμε τώρα τόσην ώρα για αγάπη.
Θα κάναμε αγάπη.

Μετρώ τις μέρες που λείπει και σαστίζω πώς τα καταφέρνω κι έχω τα φρένα μου ακόμα δικά μου; Τη ζωή μου την έκαψα όλη κι αν λυπάμαι είναι γιατί δε μου μένει άλλο τίποτα να κάψω.
Δε θέλω να μ'αγαπά. Δε θέλω ούτε καν να μου επιτρέψει να την αγαπώ. Θέλω να ζήσει. Και το θέλω τόσο πολύ, που δεν μπορεί, θα ζήσει!

Ήθελα τώρα να' βρισκα κείνη την κοπέλα που μ'αγαπάει. Έλα δω βρε μικρό μου, να της πω... Ποιον πας κι αγαπάς;
Νομίζεις πως είμαι ευτυχισμένος πάνω σ'αυτά τα Μετέωρα; Θα προτιμούσα να ήμουν στο υπόγειο, φτάνει να περνά κάποια και να μου λέει «καλημέρα», κι ας ήταν σκοτεινή η μέρα, κι ας ήταν ο δρόμος γεμάτος λάσπη και βούρκο.

Θα ήθελα να'χα μια δουλίτσα, μια σιγουριά στη ζωή, κι ας ήταν η σιγουριά του σπουργίτη.Γιατί είμαστε έτσι Θόδωρε;...Γιατί είμαστε έτσι; Έψαξες να το βρεις; Σε κανέναν άλλο δε στάθηκα έτσι να μιλήσω...
Ένα ρουμάνι γεμάτο τσακάλια είν'ο κόσμος. Και σεβάζουν με το στανιό να είσαι ευτυχισμένος. Είσαι;
Όμορφη είναι η αγάπη, το καταλαβαίνω. Και η ζωή πιο όμορφη. Διψώ... Διψώ πολύ...

Ευχαριστώ για την παρηγοριά σου. Κάνεις τώρα πως δεν καταλαβαίνεις...
Ελεημοσύνη την καρδιά της η γυναίκα δεν τη δίνει ποτέ. Μα κι αν βρισκόταν καμιά τέτοια γυναίκα δε θα ήμουνα εγώ ο ζητιάνος. Κατάλαβες; Δε θέλω να σηκώσω τα μάτια μου σε καμιά,και προτιμώ να περιμένω.


Οι ερωτευμένοι; Άσ' τους αυτούς. Αυτοί δεν ξέρουν τίποτα από έρωτα. Αυτοί μόνο να νιώθουνε ξέρουν. Εξηγήσεις δεν μπορούν να σου δώσουνε.
Για τον εαυτό μου ξέρω καλά τούτο : Ότι δεν έκλεψα, δεν απάτησα, δεν έκανα κακό σε κανέναν. Ότι ούτε πρόσβαλα άνθρωπο. Τώρα εσείς με λέτε «ρεμάλι»,
και μου μιλάτε για «συμμορίες»επειδή μια βραδιά με βρήκατε αποκοιμισμένον σ'ένα παγκάκι.


Κρατήστε την ιδέα που'χετε για μένα και προσθέστε κι όσα άλλα επίθετα θέλετε. Δε με αφορούν...
Εγώ, ναι, φυσικά , είχα δώσει μιαν υπόσχεση. Μα η καρδιά είχε τη δική της υπόσχεση. Μείνε λοιπόν στη μέση του δρόμου... Μα οι δρόμοι δε φέρνουν ποτέ μόνοι τους αυτούς που περιμένουμε...

Ακούστε, της είπα με όλη μου την ειλικρίνεια. Αν δε βρω κείνην που ζητώ, τότε θα πει πως κάνω λάθος, πως κάνει λάθος και κείνη, κι αυτός που την αγαπά. Αν δεν τη βρω λοιπόν θα πει πως εκείνη δεν υπάρχει.
Μείνετε λίγο. Το ξέρω ότι δεν είμαι εγώ. Κι ούτε έχω κανέναν που να με ζητάει.

Μα πείτε μου , δεν είναι άδικο να μη σε ζητάει ποτέ, κανένας;
Καθυστερήστε λίγο από κει που θέλετε να πάτε, και κρατήστε μου λίγη συντροφιά, δε θα είμαι πολύ δυσάρεστη. Αρρωστήσατε ποτέ; Μόνο τότε θα μπορέσετε να με καταλάβετε. Άρρωστη και μόνη

Κείνοι που συλλογιούνταν με το κεφάλι μες στα χέρια, κείνοι που μετρούσαν λυπημένα το δρόμο, κείνοι που δάγκωναν με σφιγμένα δόντια τις βρισιές ,κείνοι ήταν πάντα οι περισσότεροι. Κι ήταν πιο αληθινοί, και πιο δικοί μου.

Είναι τώρα τόσα χρόνια που ζω σ' αυτή τη γελαστή πόλη μα εγώ δεν εγέλασα ακόμη ούτε μια φορά. Γιατί;... Δεν το ξέρω.
Ίσως γιατί συνήθισα, το καθετί να το μπολιάζω με τα πάθη μου. Σε κάθε ομορφιά να χύνω το σαράκι που θα με κάψει. Είμαι εγωιστής; Τη ζωή τη δέρνει ένας μεγάλος γενικός καημός. Η κρίση. Κρίση του ψωμιού, του γέλιου. Κι εγώ κυνηγώ μιαν αγάπη. Πώς πρέπει να το πεις αυτό;

Δεν είναι μια ασυγχώρετη απαρνησιά;

Την κάλεσα για ν'ακούσω τη φωνή της και δεν ήρθε. Δε θέλησε να κάνει ούτε δυο βήματα. Καιγόμουν όλος και δε θέλησε να σβήσει τη φωτιά μου ούτε και φτύνοντας πάνω της.Κι εγώ τώρα πια δεν την αγαπώ! Θα κοιτάξω να κάνω αλλιώτικα τη ζωή μου, χωρίς την αγάπη της.

Κι ύστερα γιατί την κάναμε την αγάπη σκοπό της ζωής μας;
Δεν είναι χοντροκομμένος εγωκεντρισμός αυτός; Καλά,η αγάπη είναι η ευτυχία μας.
Και η ευτυχία των άλλων τι γίνεται. Κι ύστερα μόνο η αγάπη είναι ευτυχία; Όταν πεινούν, όταν ιδρώνουν, όταν στενάζουνε οι άνθρωποι;

Μπορεί η αγάπη να τους θρέψει, να τους ντύσει, να τους λυτρώσει;

Ναι, αν έχεις ένα σκοπό και θέλεις να τον φτάσεις, χεροπιασμένος με την αγάπη, θα τον φτάσεις ευκολότερα.
Μα αν η ευτυχία σου είναι όλο όλο αυτό, το χεροκράτημα, τότε είσαι ένας πελαγωμένος άνθρωπος που έκανε σκοπό το μέσον—κι είσαι μονάδα μισερή και άχρηστη.

Είμαστε εμείς οι δυο μοναχά τώρα. Τώρα μιλούμε μια δική μας γλώσσα που κανείς δεν την καταλαβαίνει.Λέμε 'γέφυρα' κι εννοούμε αγάπη. Λέμε 'μεσημέρι', λέμε
'εφημερίδα', 'παιδί', λέμε 'θάλασσα', εννοούμε αγάπη.


Μόνο τα πουλιά μιλούν έτσι. Τα πουλιά και τα ελάφια...
Κι εγώ τώρα ούτε και ξέρω αν είμαστε άνθρωποι.
Μα μια φορά ό,τι και να είμαστε ξέρω ότι αυτό είναι αγάπη. Κι αν δεν είναι έτσι, τότε αυτό θα πει ότι αγάπη δεν υπάρχει, κι ότι χάσαμε το δρόμο.


Άρχισα να λέω κάτι. Δεν ήξερα αν τα 'λεγα στον αέρα σ'εκείνην ή στη νύχτα.
Αύριο φεύγω ,της είπα. Είναι η τελευταία φωνή μου αυτή που ακούτε. Η αγάπη αυτή ήταν μια απ' τις πλάνες μου —τα λέω λίγο μπερδεμένα— μα ήταν μια απ' τις πιο μεγάλες μου πλάνες. Δε φταίξατε σεις που δε μ'αγαπήσατε, φταίξατε που δε μου το 'πατε απ'την αρχή.


Ήταν τότε η φωτιά μικρή ακόμη και μπορούσα να τη σβήσω.
Όχι , δεν ακούω το «όχι» που μου λέτε. Θα προτιμούσα να κόψω τη γλώσσα μου στα δυο, παρά να πω μια λέξη που ήξερα απ' την αρχή πως θα την αποκρούατε.
Μα δε θα δώσω ποτέ την ευκαιρία στα μάτια μου να ντραπούν, γιατί δε θα σας ξαναδούν πια ποτέ τα μάτια μου!

Λοιπόν...Ναι!..σας αγαπώ!..Αυτό ήθελα να πω.Και τώρα σας απαγορεύω να μιλήσετε,σας απαγορεύω να πείτε το παραμικρό!

Κρατήστε και τα λουλούδια...και τα λόγια που θα λέγατε...και τα δάκρυα που θα χύνατε.Κρατήστε τα όλα.Και μη φωνάξετε ξοπίσω μου.

Αντίο...για όλη τη ζωή...
Είναι γιατί θέλω να μείνετε μακριά απ'το άστρο μου.Αυτό είναι όλο. Ναι. Μακριά απ 'το άστρο μου, γιατί είναι σημαδεμένο.

Η αγάπη αυτή ήταν μια απ'τις πλάνες μου - τα λέω λίγο μπερδεμένα - μα ήταν μια από τις πιο μεγάλες μου πλάνες.
Είχα ξεχάσει πως όλα ήταν για να τελειώσουν εκείνη τη νύχτα, την τελευταία μας. Πως ό,τι έσερνε μαζί της : άρωμα, μουσική, λόγια, κλάματα θα 'μεναν εκεί, κοντά της. Κι ανάμεσά μας θα'μπαινε η θάλασσα, έτσι όπως μπαίνει το πριόνι ανάμεσα σε δυο αδερφωμένα κλαδιά.
Γιατί ανακάλυψα ότι οι πληγές που μ'άνοιξε τότε, έκλεισαν απ'έξω, αλλά από μέσα ακόμα δουλεύουν...

Από τον Μενέλαο Λουντέμη

..............................................................................................................
.
 Πάντα αυτοί που αγάπησαν πολύ θα αναρωτιούνται...ποιό είναι το χρώμα της αγάπης...Αλλάζει χρώματα θαρρώ...μέσα στο χρόνο που γεννιέται ..μέσα στο χρόνο που πλανιέται..μέσα στο χρόνο που διαρκεί...Κόκκινο...άσπρο...γιασεμί...η γαλάζιο...πάντα αφήνει μυρωδιές που αγκαλιάζουν την ψυχή του ανθρώπου...!!!

Με τους υπέροχους στίχους και μουσικές του Λουδοβίκου.. τολμήστε να αγαπήσετε..αγαπητοί και αγαπημένοι μου !!!
η φίλη σας Σοφία...


Ποιο το χρώμα της αγάπης - Λουδοβίκος των Ανωγείων

............................................................................................................. 

Αχ , τι βαρύ έγκλημα έκανα να μην πω πως σ' αγαπούσα πολύ, πολύ ,όσο δε λέγεται ,όσο δε γράφεται,όσο δεν αντέχεται.Τότε μπορεί και να μην έφευγες. Μα μήπως έγινε; Μήπως στο είπα έτσι δυνατά,σπαραχτικά,όπως το'θελα και δε γνώρισα τα λόγια μου ;Μα τόσο μπερδεμένο πράμα λοιπόν είναι η αγάπη που να μην μπορέσει ένα φτωχό πλάσμα να ξεδιαλύνει τα λόγια του; Και τόσο απέραντος είναι ο κόσμος που να μη σε βρίσκω; Και τώρα που όλοι έφυγαν,όλα έγιναν μισητά,σε ποιον ν'απλώσω τα χέρια μου; Σε ποιον; Σε ποιον να πω'σώσε με!', τώρα που χάνομαι...που βουλιάζω...που βουλιάζω...» Αν μ' αγαπούσες δε θα μου το' λεγες. Αν η γνωριμία μας είχε και την παραμικρή σχέση με την αγάπη δε θα μιλούσαμε τώρα τόσην ώρα για αγάπη.Θα κάναμε αγάπη Μετρώ τις μέρες που λείπει και σαστίζω πώς τα καταφέρνω κι έχω τα φρένα μου ακόμα δικά μου; Τη ζωή μου την έκαψα όλη κι αν λυπάμαι είναι γιατί δε μου μένει άλλο τίποτα να κάψω. Δε θέλω να μ'αγαπά. Δε θέλω ούτε καν να μου επιτρέψει να την αγαπώ. Θέλω να ζήσει. Και το θέλω τόσο πολύ, που δεν μπορεί, θα ζήσει! Ήθελα τώρα να' βρισκα κείνη την κοπέλα που μ'αγαπάει. Έλα δω βρε μικρό μου, να της πω...Ποιον πας κι αγαπάς; Νομίζεις πως είμαι ευτυχισμένος πάνω σ'αυτά τα Μετέωρα; Θα προτιμούσα να ήμουν στο υπόγειο, φτάνει να περνά κάποια και να μου λέει «καλημέρα», κι ας ήταν σκοτεινή η μέρα, κι ας ήταν ο δρόμος γεμάτος λάσπη και βούρκο.Θα ήθελα να'χα μια δουλίτσα, μια σιγουριά στη ζωή, κι ας ήταν η σιγουριά του σπουργίτη.Γιατί είμαστε έτσι Θόδωρε;...Γιατί είμαστε έτσι; Έψαξες να το βρεις; Σε κανέναν άλλο δε στάθηκα έτσι να μιλήσω...Ένα ρουμάνι γεμάτο τσακάλια είν'ο κόσμος. Και σεβάζουν με το στανιό να είσαι ευτυχισμένος. Είσαι; Όμορφη είναι η αγάπη...το καταλαβαίνω. Και η ζωή πιο όμορφη. Διψώ... Διψώ πολύ... Ευχαριστώ για την παρηγοριά σου. Κάνεις τώρα πως δεν καταλαβαίνεις... Ελεημοσύνη την καρδιά της η γυναίκα δεν τη δίνει ποτέ. Μα κι αν βρισκόταν καμιά τέτοια γυναίκα δε θα ήμουνα εγώ ο ζητιάνος. Κατάλαβες; Δε θέλω να σηκώσω τα μάτια μου σε καμιά,και προτιμώ να περιμένω. Οι ερωτευμένοι; Άσ' τους αυτούς. Αυτοί δεν ξέρουν τίποτα από έρωτα. Αυτοί μόνο να νιώθουνε ξέρουν. Εξηγήσεις δεν μπορούν να σου δώσουνε. Για τον εαυτό μου ξέρω καλά τούτο : Ότι δεν έκλεψα, δεν απάτησα, δεν έκανα κακό σε κανέναν. Ότι ούτε πρόσβαλα άνθρωπο. Τώρα εσείς με λέτε «ρεμάλι», και μου μιλάτε για «συμμορίες»επειδή μια βραδιά με βρήκατε αποκοιμισμένον σ'ένα παγκάκι. Κρατήστε την ιδέα που'χετε για μένα και προσθέστε κι όσα άλλα επίθετα θέλετε. Δε με αφορούν... Εγώ, ναι, φυσικά , είχα δώσει μιαν υπόσχεση. Μα η καρδιά είχε τη δική της υπόσχεση. Μείνε λοιπόν στη μέση του δρόμου..Μα οι δρόμοι δε φέρνουν ποτέ μόνοι τους αυτούς που περιμένουμε.. Ακούστε...της είπα με όλη μου την ειλικρίνεια. Αν δε βρω κείνην που ζητώ, τότε θα πει πως κάνω λάθος, πως κάνει λάθος και κείνη, κι αυτός που την αγαπά. Αν δεν τη βρω λοιπόν θα πει πως εκείνη δεν υπάρχει. Μείνετε λίγο...Το ξέρω ότι δεν είμαι εγώ. Κι ούτε έχω κανέναν που να με ζητάει. Μα πείτε μου , δεν είναι άδικο να μη σε ζητάει ποτέ, κανένας ; Καθυστερήστε λίγο από κει που θέλετε να πάτε, και κρατήστε μου λίγη συντροφιά, δε θα είμαι πολύ δυσάρεστη. Αρρωστήσατε ποτέ; Μόνο τότε θα μπορέσετε να με καταλάβετε. Άρρωστη και μόνη. Κείνοι που συλλογιούνταν με το κεφάλι μες στα χέρια, κείνοι που μετρούσαν λυπημένα το δρόμο, κείνοι που δάγκωναν με σφιγμένα δόντια τις βρισιές ,κείνοι ήταν πάντα οι περισσότεροι. Κι ήταν πιο αληθινοί, και πιο δικοί μου Είναι τώρα τόσα χρόνια που ζω σ' αυτή τη γελαστή πόλη μα εγώ δεν εγέλασα ακόμη ούτε μια φορά. Γιατί;...Δεν το ξέρω. Ίσως γιατί συνήθισα, το καθετί να το μπολιάζω με τα πάθη μου. Σε κάθε ομορφιά να χύνω το σαράκι που θα με κάψει. Είμαι εγωιστής;...Τη ζωή τη δέρνει ένας μεγάλος γενικός καημός. Η κρίση. Κρίση του ψωμιού, του γέλιου. Κι εγώ κυνηγώ μιαν αγάπη. Πώς πρέπει να το πεις αυτό; Δεν είναι μια ασυγχώρετη απαρνησιά; Την κάλεσα για ν'ακούσω τη φωνή της και δεν ήρθε. Δε θέλησε να κάνει ούτε δυο βήματα. Καιγόμουν όλος και δε θέλησε να σβήσει τη φωτιά μου ούτε και φτύνοντας πάνω της.Κι εγώ τώρα πια δεν την αγαπώ! Θα κοιτάξω να κάνω αλλιώτικα τη ζωή μου, χωρίς την αγάπη της. Κι ύστερα γιατί την κάναμε την αγάπη σκοπό της ζωής μας; Δεν είναι χοντροκομμένος εγωκεντρισμός αυτός; Καλά,η αγάπη...είναι η ευτυχία μας. Και η ευτυχία των άλλων τι γίνεται. Κι ύστερα μόνο η αγάπη είναι ευτυχία; Όταν πεινούν, όταν ιδρώνουν, όταν στενάζουνε οι άνθρωποι...μπορεί η αγάπη να τους θρέψει, να τους ντύσει, να τους λυτρώσει; Ναι, αν έχεις ένα σκοπό και θέλεις να τον φτάσεις, χεροπιασμένος με την αγάπη, θα τον φτάσεις ευκολότερα.Μα αν η ευτυχία σου είναι όλο όλο αυτό, το χεροκράτημα, τότε είσαι ένας πελαγωμένος άνθρωπος που έκανε σκοπό το μέσον—κι είσαι μονάδα μισερή και άχρηστη. Είμαστε εμείς οι δυο μοναχά τώρα. Τώρα μιλούμε μια δική μας γλώσσα που κανείς δεν την καταλαβαίνει.Λέμε 'γέφυρα' κι εννοούμε αγάπη. Λέμε 'μεσημέρι', λέμε 'εφημερίδα', 'παιδί', λέμε 'θάλασσα', εννοούμε αγάπη. Μόνο τα πουλιά μιλούν έτσι. Τα πουλιά και τα ελάφια...Κι εγώ τώρα ούτε και ξέρω αν είμαστε άνθρωποι. Μα μια φορά ό,τι και να είμαστε ξέρω ότι αυτό είναι αγάπη. Κι αν δεν είναι έτσι, τότε αυτό θα πει ότι αγάπη δεν υπάρχει, κι ότι χάσαμε το δρόμο. Άρχισα να λέω κάτι. Δεν ήξερα αν τα 'λεγα στον αέρα σ'εκείνην ή στη νύχτα. Αύριο φεύγω ,της είπα. Είναι η τελευταία φωνή μου αυτή που ακούτε. Η αγάπη αυτή ήταν μια απ' τις πλάνες μου —τα λέω λίγο μπερδεμένα— μα ήταν μια απ' τις πιο μεγάλες μου πλάνες. Δε φταίξατε σεις που δε μ'αγαπήσατε, φταίξατε που δε μου το 'πατε απ'την αρχή.Ήταν τότε η φωτιά μικρή ακόμη και μπορούσα να τη σβήσω. Όχι , δεν ακούω το «όχι» που μου λέτε. Θα προτιμούσα να κόψω τη γλώσσα μου στα δυο, παρά να πω μια λέξη που ήξερα απ' την αρχή πως θα την αποκρούατε. Μα δε θα δώσω ποτέ την ευκαιρία στα μάτια μου να ντραπούν, γιατί δε θα σας ξαναδούν πια ποτέ τα μάτια μου !..Λοιπόν...Ναι!..σας αγαπώ!..Αυτό ήθελα να πω.Και τώρα σας απαγορεύω να μιλήσετε,σας απαγορεύω να πείτε το παραμικρό! Κρατήστε και τα λουλούδια...και τα λόγια που θα λέγατε...και τα δάκρυα που θα χύνατε.Κρατήστε τα όλα.Και μη φωνάξετε ξοπίσω μου.Αντίο...για όλη τη ζωή... Είναι γιατί θέλω να μείνετε μακριά απ'το άστρο μου.Αυτό είναι όλο. Ναι. Μακριά απ 'το άστρο μου, γιατί είναι σημαδεμένο. Η αγάπη αυτή ήταν μια απ'τις πλάνες μου - τα λέω λίγο μπερδεμένα - μα ήταν μια από τις πιο μεγάλες μου πλάνες. Είχα ξεχάσει πως όλα ήταν για να τελειώσουν εκείνη τη νύχτα, την τελευταία μας. Πως ό,τι έσερνε μαζί της : άρωμα, μουσική, λόγια, κλάματα θα 'μεναν εκεί, κοντά της. Κι ανάμεσά μας θα'μπαινε η θάλασσα, έτσι όπως μπαίνει το πριόνι ανάμεσα σε δυο αδερφωμένα κλαδιά. Γιατί ανακάλυψα ότι οι πληγές που μ'άνοιξε τότε, έκλεισαν απ'έξω, αλλά από μέσα ακόμα δουλεύουν..

Make Money Online : http://ow.ly/KNICZ

1 Αυγούστου 2016

Πες μας που πήγε ο Αύγουστος...

Καυτές οι μέρες του Αυγούστου..ζεματισμένη η καρδιά..Μια τόση δα μικρή κουκίδα η ψυχή στο απέραντο το σύμπαν...Σκαρφάλωσε για άλλη μια φορά στου βράχου εκεί ...που χρόνια τώρα προσπαθεί...η αφρισμένη θάλασσα τις πέτρες να λιάνει..Γυμνή και πάλι αυτό τον Αύγουστο..τούτο το Καλοκαίρι...με τις λαβωματιές απ' τα εγκαύματα..του ήλιου.. που δε λογάριασε αν έκαιγε με τις αχτίνες του..σώματα και κορμιά ευαίσθητα...και σε σκιές χρόνια πολλά προστατευμένα..Τώρα εξάπλωσες εκεί ...λίγη δροσιά προσμένεις το κορμί σου να χαϊδέψει..Δεν ξέρω αν σε καταλαβαίνουνε οι φίλοι σου...μα ούτε και οι δικοί σου...

Γυμνή γεννήθηκες πάνω στη Γη..και χρόνια τώρα προσπαθείς τη γύμνια του κορμιού σου να σκεπάσεις...Φοράς καφτάνια πλουμιστά...με χρώματα Καλοκαιριού...στον ήλιο βγαίνεις για να παίξεις με τα χρώματα..μα αναρωτιέσαι πάλι εδώ...αν εκατάφερες να ντύσεις την ψυχή σου...Είναι πάλι μήνας Αύγουστος...ελπίδες  παλαιότερα εφύτευε μες στις καρδιές των ανθρώπων...Έσπερνε όνειρα και ετρυγάγανε ..τώρα και πάλι προσπαθούν οι άνθρωποι..μα ένα χέρι αόρατο....τρυγάει τα όνειρα νωρίς..πριν η άνθηση στους κήπους τους να έρθει...

Δε θέλω νάμαι εκεί θλιμμένη σκεφτική...που τούτο δω το Καλοκαίρι μας ζεμάτισε και γέμισε σημάδια και πληγές...τη δόλια μας καρδιά...Είναι ανάλγητοι οι λειψοί ετούτοι που μας κυβερνούν..και τη ζωή μας διαφεντεύουν..Κάποτε υπήρχαν νόμοι εργασιακοί...και τον ελεύθερο το χρόνο μας μπορούσαμε να διαθέσουμε και με το πενιχρό μας το βαλάντιο..να τον επεξεργαστούμε...Μα τώρα ήρθαν χρόνια δίσεχτα..χρόνια με τις ισχνές τις αγελάδες...Λίγοι είναι αυτοί που δεν ''αγγίχτηκαν''και σφυρίζουνε αδιάφορα στο γίγνεσθαι..που σαν φίδι το λαιμό μας περικύκλωσε και σφίγγει τη θηλιά...

Εσύ γελάς μικρούλα μου...βάζεις τσουβάλια αισιοδοξίας στο κελάρι της ψυχής...μα τα νούμερα είναι αμείλικτα..κι έρχονται και σε διαψεύδουν...Δεν φτάνουνε τα αναχώματα που έστησε η δυνατή και τρυφερή σου η ψυχή...Είναι σκληρά τα νούμερα που πρέπει να μετρήσεις πάλι εσύ...για να μπορέσεις Καλοκαίρι για να νιώσεις...Κάποτε σε χρόνια πιο αισιόδοξα..εδιάβαζες και μάθαινες ..το πως το χρόνο τον ελεύθερο εσύ θα διαθέσεις...

Εκεί..κάπου σε μια σελίδα.. στην Ουτοπία του Τόμας Μορ οι άνθρωποι εργάζονταν μονάχα έξι ώρες και τις υπόλοιπες τις διάθεταν για την προσωπική τους ευχαρίστηση..και για τον πολιτισμό στην καθημερινότητά τους...Καταλυθήκαν τώρα όλα αυτά..και όσες ώρες ο καθένας εργοδότης δύναται εκβιαστικά και απειλητικά...τη ζωή σου την ορίζει...φτωχοποιώντας σε καθημερινά...μη λογαριάζοντας αν άνθρωπος λογίζεσαι..ή σκλάβος...

Ναι μην απορείται σήμερα αγαπητοί και αγαπημένοι μου που είμαι τόσο ''κάθετη ''και καυστική συνάμα..ίσως σε κάποιους να  αρέσει να ''χοροπηδούν''γιατί δεν έχουνε τη  δύναμη την αλήθεια να κοιτάξουνε κατάματα..ούτε και να αντιδράσουν..
Έτσι είναι κι αυτός ο Αύγουστος...καινούριος...καυτός ..ζεματιστός ..μα και νοσταλγικός συνάμα...γι αυτό με βρίσκει σύμφωνη το παρακάτω ποίημα..που οι στίχοι του, του Νάνου του Βαλαωρίτη..αποτυπώνουν καθαρά..μια άλλη εποχή..που πέρασε από μπρος μας ..δε θέλω να πιστέυω ανεπιστρεπτί...μα θέλω να τη νοσταλγώ..και δύναμη από εκείνην για να παίρνω...
 Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη... 
.............................................................................................................










Πες μας που πήγε ο Αύγουστος με τα καμπαναριά του
Το γέλιο σου που γέμιζε το σπίτι μας βροχή
Τώρα μας δείχνει ο άνεμος γυμνή την αγκαλιά του
Ω πρόσωπο που σκέπασε σα μάρμαρο η σιγή

Πόσα σβησμένα βλέμματα κοιτάνε όταν κοιτάζεις
Πόσα δεμένα στόματα μιλάνε όταν μιλάς
Ήταν του ήλιου η δύναμη το ρόδο που ωριμάζει
Κλειστά παραθυρόφυλλα τα στήθια που αγαπάς
 
Νάνος Βαλαωρίτης
.............................................................................................................

Στίχοι: Ελένη Ζιώγα
Μουσική: Ευανθία Ρεμπούτσικα
Πρώτη εκτέλεση: Έλλη Πασπαλά
 


Ήτανε που λες κατακαλόκαιρο
Κι ο δρόμος σ ένα διάφανο ουρανό
Μες στην αγκαλιά μου ό,τι ακριβότερο
Κι ο κόσμος ένα βότσαλο μικρό

Κι εσύ μου λες να ξεχαστώ
Τον Αύγουστο να σβήσω από τους μήνες
Μα κι αν τις μνήμες πολεμώ
Στον Αύγουστο με πάνε πάλι εκείνες
Έκαιγε η ανάσα του στο σώμα μου
Κι έφεγγα σαν ήλιος στο κενό
έφυγε και μπήκα στο χειμώνα μου
Και πάγωσα σαν άστρο μακρινό
Κι εσύ μου λες να ξεχαστώ
Τον Αύγουστο να σβήσω από τους μήνες
Μα κι αν τις μνήμες πολεμώ
 
Στον Αύγουστο με πάνε πάλι εκείνες.

Elli Paspala - Augoustos

..................................................................................