Πάντα θα υπάρχει η αφορμή και πάντα η αιτία να ονειρεύεσαι...να σχεδιάζεις...να προγραμματίζεις ...να περιπλανιέσαι σε διαδρομές πρωτόγνωρες και μακρινές.....
Αρκεί μονάχα μια στιγμή ...μια τόση δα στιγμούλα...τη ρότα της σκέψης και της ζωής σου για να αλλάξει... σε τόπους άγνωρους και σε λιμάνια απάνεμα ή και φουρτουνιασμένα να σε βγάλει...
Σαν έτοιμος από καιρό...σαν ένα κρυμμένο χαρωπό παιδί ...που έκρυβε τη μπάλα του, στο γήπεδο να βγει...πάντα εκεί κρυμμένος καρτερούσες....
Μπορεί τα χρόνια να διαβαίνουν ...να περνούν ...νεράκι να κυλούν από μπροστά σου...μα αν οι ρυτίδες που στο μέτωπό σου σχηματίστηκαν...αν δεν τις άφησες και την μεγάλη σου καρδιά να ρυτιδιάσουν...και αν το πνεύμα το εφύλαξες γερά και τόθρεψες ...το πότισες ...εεε τότε ναι μπορείς ακόμα ταξίδια μακρινά να ονειρεύεσαι...ταξίδια σε θάλασσες αταξίδευτες , που σε λιμάνια ανοιχτά θε να σε πάνε ...να σε προσαράξουν....
Ναυάγησες πολλές φορές...φοβήθηκες και τόβαλες στα πόδια... Θεωρίες άπειρες σου αναπτύξανε...και σε συμβούλεψαν σοφοί και ειδικοί...πως η ζωή πολλές παγίδες κρύβει...κι εσύ μαζεύτηκες και κλείστηκες τον φόβο σου να κρύψεις ...να ξορκίσεις αν μπορείς...χωρίς ποτέ σου να μπορέσεις τώρα εσύ...τη φλόγα από μέσα σου της αναζήτησης και του ταξιδιού να αφαιρέσεις... να ξεχάσεις...
Ανοίχτηκες και πάλι με λευκά πανιά...τις ανοιχτές τις θάλασσες που πάντα λάτρευες ...για να τις διασχίσεις...κλείνοντας ερμητικά τα αυτιά και στις Κασσάνδρες, που με εκκωφαντικές κραυγές σε προειδοποιούσαν...για να σε προφυλάξουν λέγοντας, από ναυάγια ξανά που έρχονταν για να σε συναντήσουν... Μα ποιός άραγε γεύθηκε ταξίδια τόσο παράτολμα ωσάν κι εσέ ...το φόβο σου που πάτησες και σαν ένα άλλος Οδυσσέας χρόνια τώρα αμέτρητα, Ιθάκες ψάχνεις και ονειρεύεσαι ?
Μην τους ακούς και τη σχεδία σου ξανά στα γαλανά νερά της θάλασσάς σου πέταξε...γιατί παιδί των ανοιχτών των θαλασσών έχεις δηλώσει...και τα φουρτουνιασμένα κύματα ποτέ δεν σε φοβήσαν...και πάντα τις φουρτούνες της ζωής...μπουνάτσες διαδέχονταν και τις ακολουθούσαν.. Μα σαν θα βγεις σε απάνεμο λιμάνι.. που εσύ εδιάλεξες να δέσεις και να αράξεις...θάναι τόσο γεμάτη η ψυχή...που μονομιάς τις τρικυμίες θα κοπάσει...θα ξεχάσει... Τι να την κάνεις μια ζωή σε λίμνες στάσιμων νερών...όταν μπροστά στα μάτια σου τα γαλανά νερά, σαν τις σειρήνες σε καλούν...σου γνέφουν ...σε φωνάζουν ?
<< Κι αν φτωχική την βρεις , η Ιθάκη δε σε γέλασε. έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν. >> Κ. Καβάφης . Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη. ...................................................................................................................................................................
Κωνσταντίνος Καβάφης - Ιθάκη
Σαν βγεις στο πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δε θα βρεις,
αν μεν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δε θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους.
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγματείες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά.
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.
Πάντα στο νου σου να `χεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει.
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δε θα `βγαινες στον δρόμο.
Αλλά δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν .................................................................................................................................................................
Ω Εορτή των Εορτών... Ω ευτυχής ημέρα!
Ω! τώρα πρέπει ο καθείς του Άστεως πολίτης
να βάλει στο μπαλκόνι του μια κόκκινη παντιέρα
με μια χρυσήν επιγραφή "Ζωρζής Δρομοκαΐτης".
Ναι! τώρα πρέπει στολισμός με δάφνες και μυρσίνες,
Ναι! τώρα πρέπουν κανονιές, φανάρια και ρετσίνες.
Φρενοκομείο κτίζεται και στη σοφήν Ελλάδα!
Α! ο Θεός εφώτισε τον Χιώτη τον Ζωρζή
και τώρα μέσα στου Δαφνιού τη τόση πρασινάδα
θα βρίσκουμε παρηγοριά κι η μνήμη του θα ζει.
Ω μέγα ευεργέτημα των ευεργετημάτων!
Ω μόνον οικοδόμημα των οικοδομημάτων!
Θέλει λαμπρόν Μαυσώλειον αυτός ο κληροδότης,
παιάνας κι αποθέωσιν εις τρίτους ουρανούς!...
Ευρέθη μες στους Χιώτηδες, με γνώση κι ένας Χιώτης,
κι εσκέφθη ο μεγάλος του και πρακτικός του νους
πως μέσα στην Ελλάδα μας που πλημμυρούν τα φώτα,
Φρενοκομείον έπρεπε να γίνει πρώτα-πρώτα.
..................................................................................................................................................................
Ο Ζωρζής (Γεώργιος) Δρομοκαΐτης γεννήθηκε το 1805 στον Κάμπο της Χίου.
Καταγόταν από τη βυζαντινή οικογένεια των Δερμοκαΐτη, η οποία είχε
μετοικήσει στο νησί από την Κωνσταντινούπολη. Μετά την καταστροφή της Χίου από τους Τούρκους (30 Μαρτίου
1822) συνελήφθη αιχμάλωτος και επιχειρήθηκε να πουληθεί ως δούλος στην
Κωνσταντινούπολη. Για καλή του τύχη τον βρήκε και τον αγόρασε ο θείος
του Μιχαήλ Αγέλαστος, ο οποίος και τον πήρε υπό την προστασία του.
Η μεγαλύτερη ευεργεσία του, με την οποία διασώθηκε ως τις μέρες μας το
όνομά του, είναι το ψυχιατρικό θεραπευτήριο στο Δαφνί της Αττικής, το
οποίο φέρει την ονομασία «Φρενοκομείον Ζωρζή και Ταρσής Δρομοκαίτου»,
γνωστότερο ως Δρομοκαίτειο. Με τη διαθήκη του, που ήταν
κατατεθειμένη στο Ελληνικό Προξενείο της Χίου (η Χίος βρισκόταν υπό
τουρκικό ζυγό έως το 1912), κληροδότησε το ποσό των 800.000 δραχμών, με
το οποίο κατέστη δυνατή η ανέγερση του νοσηλευτικού ιδρύματος και η
λειτουργία του το 1887, επτά χρόνια μετά τον θάνατό του, που επισυνέβη
στις 20 Δεκεμβρίου 1880.
Αλήθειες ειπωμένες ...βαθιές..αποστάγματα σκέψης ...κι όχι απλά προς τέρψιν των '''γελώντων'''...
Ένα υπέροχο ποίημα που δημοσιεύτηκε στην σατυρική εφημερίδα ο Ρωμηός το 1884...
Πέρασαν χρόνια και καιροί από τότε...μα πάντα η Ελλάδα μας η '''κουρελού'''θέλει ξανά μαντάρισμα...
Σοφία Θεοδοσιάδη.
............................................................................................................................................................... Ευχαριστώ τον αγαπημένο μου φίλο Νικόλα για το υπέροχο παρακάτω Βίντεο που μου έστειλε.... Πραγματικά αξίζει τον κόπο να το δείτε... Τα καραγκιοζιλίκια του Έλληνα... Συμπεριφορές γνώριμες σε όλους μας και ει δυνατόν αποφευκταίες...
Μα ξαφνικά, γιατί; ποιος έφταιξε; Καμιά μεγάλη
αμαρτία δεν πλάκωσε το χωριό· όπως πάντα οι χωριανοί νήστευαν τις
σαρακοστές, Τετάρτη και Παρασκευή δεν έτρωγαν κρέας και ψάρι, δεν έπιναν
κρασί, πήγαιναν κάθε Κυριακή στη λειτουργία, έφερναν πρόσφορα, έκαναν
κόλλυβα, ξομολογιούνταν και μεταλάβαιναν, γυναίκα δε σήκωνε τα μάτια
της να κοιτάξει ξένον άντρα, άντρας δε σήκωνε τα μάτια να κοιτάξει
ξένη γυναίκα, όλοι ακλουθούσαν τη στράτα τού θεού...Όλα πήγαιναν καλά
και ξαφνικά, εκεί πού ήταν ο θεός σπλαχνικά σκυμμένος κατά το
ευτυχισμένο χωριό, απόστρεψε πέρα το πρόσωπό του. το χωpιό ευτύς
σκοτείνιασε, κι ένα πρωί φωνή σπαραχτικιά ακούστηκε στην πλατεία του
χωριού: «Ξεριζωθείτε, οι Δυνατοί της Γης προστάζουν, φύγετε! Όλοι οι
Έλληνες στην Ελλάδα, όλοι οι Τούρκοι στην Τουρκιά! Πάρτε τα παιδιά
σας, τις γυναίκες σας, τα κονίσματα, ξεκουμπιστείτε! Δέκα μέρες
διορία».
Θρήνος σηκώθηκε μέσα στο χωριό, σάστισαν γυναίκες κι άντρες,
πήγαιναν κι έρχονταν κι αποχαιρετούσαν τους τοίχους, τους αργαλειούς,
τη βρύση του χωριού, τα πηγάδια. Κατέβαιναν στην ακρογιαλιά, κυλίονταν
στα χοχλάδια του γιαλού, αποχαιρετούσαν τη θάλασσα κι έσερναν
μοιρολόι. Δύσκολα, δύσκολα πολύ, μαθές, ξεκολνάει η Ψυχή από τα
γνώριμά της νερά κι από τα χώματα! Κι ένα πρωί ο γέρο παπα-Δαμιανός,
μοναχός του, δεν αφήκε τον τελάλη, μήτε τον άλλο νιότερο παπά, τον
παπα-Γιάνναρο, μοναχός του σηκώθηκε αξημέρωτα, πήρε σβάρνα το χωριό,
γύριζε από πόρτα σε πόρτα, φώναζε : «Στ' όνομα του θεού, παιδιά, ήρθε η
ώρα !»
Από τις βαθιές αυγές χτυπούσαν λυπητερά οι καμπάνες, οληνύχτα οι
γυναίκες ζύμωναν, οι άντρες διαγούμιζαν βιαστικά από τα σπίτια τους
ό,τι μπορούσαν να πάρουν μαζί τους, κάπου κάπου μια γριούλα έσερνε
ακόμα το μοιρολόι, μα οι άντρες, με πρησμένα μάτια, γύριζαν και της
φώναζαν να πάψει. Τι φελούν τα κλάματα; είπε ο Θεός θα γίνει, ας γίνει
το λοιπόν να ξεμπερδεύουμε! Και γρήγορα γρήγορα, προτού να λυγίσει η
Ψυχή μας και πριν καλά καλά να καταλάβουμε τη συφορά. Ελάτε, γρήγορα
χέρια, βρε παιδιά! Ας φουρνίσουμε τα ψωμιά, ας σακιάσουμε όσο αλεύρι
μπορούμε, μακρινή πολύ 'ναι η στράτα, ας πάρουμε μαζί μας ό,τι μας
χρειάζεται για να ζήσουμε, τσουκάλια, σκάφες, στρώματα, άγια
κονίσματα, μη φοβάστε, αδέρφια! Οι ρίζες μας δεν είναι μονάχα εδώ κάτω
στη γης, πιάνουν και τον ουρανό και θρέφονται και γι’ αυτό η ράτσα
μας είναι αθάνατη. Όρτσα το λοιπόν, παιδιά, Κουράγιο!
Φυσούσε αγέρας, χειμώνας καιρός, τα κύματα είχαν αγριέψει, ο
ουρανός γεμάτος σύννεφα. Κανένα αστέρι. Οι δυο παπάδες του χωριού, ο
γερο-Δαμιανός κι ο μαυρογένης παπα-Γιάνναρος, πηγαινόρχουνταν μέσα
στην εκκλησιά, μάζευαν τα κονίσματα, το άγιο δισκοπότηρο, τ' ασημένιο
Βαγγέλιο, τα χρυσοκέντητα άμφια, στέκουνταν κι αποχαιρετούσαν τον
Παντοκράτορα, που ενέδρευε ζωγραφισμένος στον τρούλο, ο γερο-Δαμιανός
γούρλωνε τα μάτια και τον κοίταζε. πρώτη φορά είχε δει πόσο ήταν άγριος,
πως έσφιγγε τα χείλια του με θυμό και καταφρόνεση και κρατούσε το
Βαγγέλιο σαν κοτρόνα κι ετοιμάζουνταν να το σφεντονίσει κατακέφαλα στους
ανθρώπους.
Κούνησε ο γερο-Δαμιανός το κεφάλι ήταν χλωμός, αδύναμος.
Ρουφηγμένα τα μαγουλά του, δεν τού 'μεναν στο πρόσωπο παρά δυο μάτια
μεγάλα. Τού 'χαν φάει το κορμί η νήστια, η προσευκή κι η αγάπη για
τους ανθρώπους. Κοίταζε με τρόμο τον Παντοκράτορα, τόσα χρόνια και πώς
να μην τον δει! Στράφηκε στον παπα-Γιάνναρο : «Έτσι άγριος ήταν πάντα
;» έκαμε να τον ρωτήσει, μα ντράπηκε.
—Παπα-Γιάνναρε, είπε, κουράστηκα. Μάζεψε εσύ τα κονίσματα που θα
πάρουμε μαζί μας και τ' άλλα να τα κάψουμε, παιδί μου, κι ο θεός θα μας
συχωρέσει, να τα κάψουμε να μην τα μαγαρίσουν οι Αγαρηνοί. Και μάζεψε
τη στάχτη, μοίρασέ τη στους χωριανούς, να την κρατούν φυλαχτό. Κι εγώ
θα σηκωθώ να κουρταλώ τις πόρτες και να φωνάζω : Ήρθε η ώρα!
Πήρε να ξημερώσει - μέσα από μαύρα σύννεφα πρόβαλε ο ήλιος,
φαλακρός, άρρωστος. Ένα φως θλιμμένο άγλειψε το χωριό, ξεχάσκισαν οι
πόρτες, κατάμαυρες. Λάλησαν λιγοστά κοκόρια, για στερνή φορά, απάνω
στις κοπριές της αυλής. Άνοιγαν οι στάβλοι, πρόβαιναν τα βόδια, τα
μουλάρια, τα γαϊδουράκια και πίσω τους τα σκυλιά κι οι άνθρωποι.
Μύριζε το χωριό ψωμί ξεφουρνισμένο.
—Νά 'χετε την ευκή του θεού, παιδιά μου, παρακαλούσε ο
γερο-Δαμιανός και πήγαινε από το ένα σπίτι στο άλλο, μην κλαίτε, μη
βλαστημάτε. Θεού 'ναι θέλημα, μπορεί και για καλό μας. Σίγουρα για
καλό μας! Πατέρας μαθές είναι ο θεός. Γίνεται ένας πατέρας να θέλει το
κακό των παιδιών του; δε γίνεται! Θα δείτε το λοιπόν, παιδιά μου, πως
ο θεός μας έχει ετοιμάσει εκεί πέρα πιο καρπερά χωράφια να ριζώσουμε.
Σαν τους Όβραίους ξεσηκωνόμαστε κι εμείς από τη γη των άπιστων και
πάμε στη Γη της Επαγγελίας! Εκεί τρέχει το μέλι και το γάλα και τα
σταφύλια γίνονται ένα μπόι ανθρώπου.
Την παραμονή του μισεμού κίνησαν όλοι μαζί, λιτανεία, άντρες και
γυναικόπαιδα, για το μικρό χαριτωμένο νεκροταφείο απόξω από το χωριό,
ν' αποχαιρετήσουν τους προγόνους. Ανακλαημένος ήταν ο καιρός, τη νύχτα
είχε βρέξει και κρέμουνταν ακόμα στα φύλλα της ελιάς σταλαγματιές
βροχή. Και κάτω το χώμα ήταν μαλακό και μύριζε. Ο παπα-Δαμιανός
πήγαινε μπροστά, ντυμένος τα καλά του άμφια, με το χρυσοκεντημένο
πετραχήλι του και με το ασημένιο Βαγγέλιο στην αγκαλιά του, πίσω του
ακολουθούσε ο λαός, και στερνός, ουραγός, ο παπα-Γιάνναρος, με το
ασημένιο σικλί γεμάτο αγιασμό και με την αγιαστούρα του από φουντωμένο
δεντρολίβανο. Δεν έψελναν, δεν έκλαιγαν, δε μιλούσαν, πήγαιναν
βουβοί, σκυφτοί και μονάχα κάπου κάπου μια γυναίκα στέναζε, ένα βαθύ
Κύριε, ελέησαν! ακούγονταν από κανένα γέρικο στόμα κι οι νέες μανάδες
είχαν ανοίξει τον κόρφο τους και βύζαιναν τα μωρά τους. Έφτασαν στα
κυπαρίσσια, έδωκε μια ο παπάς, άνοιξε την πορτούλα, μπήκε, και πίσω
του ο λαός. Οι μαύροι ξύλινοι σταυροί ήταν μουσκεμένοι, μερικά
φαναράκια έκαιγαν στους τάφους, μισοσβημένες φωτογραφίες πίσω από το
γυαλί μαρτυρούσαν πως ήταν οι κοπέλες, πως ήταν οι λεβέντες με τα
στριφτά μουστάκια, όταν εζούσαν. Κατασκορπίστηκε ο λαός, βρήκε καθένας
τον αγαπημένο του τάφο, έπεσαν κάτω οι γυναίκες και προσκύνησαν το
χώμα, οι άντρες, όρθιοι, έκαναν το σταυρό τους και σφούγγιζαν με την
άκρα του μανικιού τους τα μάτια. Ο παπα-Δαμιανός στάθηκε στη μέση του
κοιμητήριου, σήκωσε τα χέρια: —Πατέρες, φώναξε, Παππούδες, έχετε γεια!
Έχετε γεια, φεύγουμε! Δε μας αφήνουν πια οι Δυνατοί της Γης να ζούμε
πλάι σας, να πεθάνουμε και να ξαπλώσουμε πλάι σας, να ξαναγίνουμε κι
εμείς χώμα μαζί σας. Μας ξεριζώνουν!
Ανάθεμα στους αίτιους! Ανάθεμα στους αίτιους! Ανάθεμα στους αίτιους!
Σήκωσε ο λαός τα χέρια στον oυρανό, σήκωσε βουή μεγάλη: Ανάθεμα στους αίτιους!
Κυλίστηκαν όλοι χάμω, φιλούσαν το μαλακωμένο από τη βροχή χώμα, το
'τριβαν στην κορφή τού κεφαλιού τους, στα μάγoυλα, στο λαιμό,
έσκυβαν, το ξαναφιλούσαν. Φιλούσαν τους πατέρες και τους παππούδες,
φώναζαν: «Έχετε γεια !».
Προχώρησε με την αγιαστούρα του ο παπα-Γιάνναρος και πήρε αράδα να ραντίζει τα μνήματα.
—Έχετε γεια! Έχετε γεια! φώναζαν ακολουθώντας οι συγγενείς των
πεθαμένων, έχετε γεια, αδέρφια, ξαδέρφια, παππούδες! Σχωρέστε μας που
σας αφήνουμε στα χέρια των Αγαρηνών, δε φταίμε εμείς, ανάθεμα στον
αίτιο!
[πηγή: Νίκος Καζαντζάκης, Οι αδερφοφάδες. Μυθιστόρημα ...................................................................................................................................................................
Απόσπασμα από το ποίημα του Νίκου Καββαδία - Fata-Morgana
............................................
Ποιός από μας στ' αλήθεια δεν σιγοτραγούδησε :Θα σε χορέψω στο φτερό του καρχαρία...
Ποιός δεν ταξίδεψε νοερά πέρα από τις γραμμές των οριζόντων...
Πόσες φορές δεν πήραμε ''πορεία ανάστροφη'''στα νερά του Ινδικού..
Σάμπως δεν σταθήκαμε ώρες πολλές στο παραπέτο ...δεν αρμενίσαμε σε θάλασσες..
Δεν μεταλάβαμε με νερό θαλασσινό ? Και σαν μετάλαβες με νερό ''θαλασσινό''' με το νερό της ζωής και την απεραντοσύνη της θάλασσας...σαν είχες οδηγό σου τον αστρολάβο...σαν κοίταξες ψηλά και μέτρησες τα αστέρια.....ποιά μετάληψη θα σταθεί δυνατότερη από τούτο το νερό...
λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο, Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά, και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη, κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί, εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.
Τρυφερός ...βαθύς και ανεπανάληπτος...αν και θαλασσοδαρμένος... Τάχα αυτό δεν σημαίνει ''ποιητής ''?
η φίλη σας Σοφία...
Ο «ποιητής των θαλασσών» Νίκος Καββαδίας
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910, στο Χαρμπίν
της Μαντζουρίας στην Κίνα. Αμφότεροι οι γονείς του Νίκου Καββαδία ήταν
Κεφαλλονίτες, ενώ ο πατέρας του, Χαρίλαος, είχε και τη ρωσική
υπηκοότητα. Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια
εγκαταλείπει την Άπω Ανατολή και επιστρέφει στην Ελλάδα – εκτός από τον
Χαρίλαο Καββαδία ο οποίος επιστρέφει στην Ρωσία, όπου διατηρεί
επιχειρήσεις γενικού εμπορίου με κύριο πελάτη το τσαρικό στρατό. Με το
ξέσπασμα την Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Χαρίλαος Καββαδίας φυλακίζεται
ενώ οι επιχειρήσεις του έχουν καταστραφεί.
Το 1921 ο πατέρας της οικογένειας επιστρέφει στην Ελλάδα τσακισμένος.
Η οικογένεια αρχικά διαμένει στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς αλλά στην
συνέχεια μετακομίζει στον Πειραιά. Ο μικρός Νίκος πηγαίνει στο δημοτικό
εκεί, συμμαθητής με τον Γιάννη Τσαρούχη
ενώ στο εξατάξιο τότε Γυμνάσιο γνωρίζεται και με τον λογοτέχνη Παύλο
Νιρβάνα. Από μικρός αγαπά την ανάγνωση και διαβάζει κυρίως Ιούλιο Βερν
και περιπέτειες ενώ ήδη από το δημοτικό διαφαίνεται το συγγραφικό του
ταλέντο, όπου εκδίδει ένα σχολικό περιοδικό.
Σε ηλικία 18 ετών δημοσιεύονται τα πρώτα ποιήματά του, υπό το
ψευδώνυμο «Παύλος Βαλχάλας» στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής
Εγκυκλοπαίδειας. Μετά το Γυμνάσιο δίνει εξετάσεις για την Ιατρική σχολή
αλλά ο θάνατος του πατέρα του τον αναγκάζει να εγκαταλείψει τα θρανία
για να εργαστεί πλέον για την επιβίωση. Εξακολουθεί ωστόσο να γράφει και
έργα του εμφανίζονται σε διάφορα φιλολογικά περιοδικά της εποχής.
Ήταν Νοέμβριος του 1928 όταν εκδίδεται το πρώτο του ναυτικό φυλλάδιο
ως «ναυτοπαίς» και τον επόμενο χρόνο μπαρκάρει για πρώτη φορά, ως
ναύτης, στο φορτηγό πλοίο «Άγιος Νικόλαος». Το 1933 κάνει την επίσημη
είσοδό του στα ελληνικά γράμματα με τη δημοσίευση της ποιητικής συλλογής
του «Μαραμπού», το οποίο γίνεται δεκτό από τη λογοτεχνική κοινότητα με
σκληρά σχόλια – μόνοι ενθουσιώδεις υποστηρικτές του εμφανίζονται οι
Φώτος Πολίτης και Κώστας Βάρναλης.
Η οικογένεια Καββαδία μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα, το
1934, και η οικεία της γίνεται εστία συγκέντρωσης λογοτεχνών, ποιητών
και ζωγράφων της εποχής. Το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ασυρματιστή αλλά
με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου επιστρατεύεται στο αλβανικό
μέτωπο. Τα χρόνια της γερμανικής κατοχής, παραμένει στην Αθήνα, ενώ μετά
το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου ( με τη «ρετσινιά» του «κομμουνιστή άνευ
δράσεως») μπαρκάρει ξανά, ως ασυρματιστής, και ταξιδεύει συνεχώς για τα
επόμενα τριάντα χρόνια, απαθανατίζοντας στο χαρτί τους ξένους τόπους και
τις εμπειρίες του.
Το 1947 κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή του «Πούσι» και
επανακυκλοφορεί το «Μαραμπού» με την προσθήκη τριών ανέκδοτων ποιήματα
και με αυτή τη συλλογή, ο Καββαδίας ξεφεύγει από τα πρότυπά του. Το 1954
εκδίδει τη «Βάρδια», την οποία οι φιλόλογοι, όπως και με το Μαραμπού,
δυσκολεύονται να κατατάξουν τόσο λόγω της άψογης δημοτικής και της
ιδιωματικής ναυτικής γλώσσας όσο και του γεγονότος ότι δεν μπορούσαν να
αποφασίσουν αν επρόκειτο για μυθιστόρημα, αυτοβιογραφικό διήγημα,
νουβέλα φαντασίας ή οτιδήποτε άλλο.
Όσοι τον γνώριζαν, έκαναν λόγο για έναν άνθρωπο ήπιο και γλυκομίλητο
που αγαπούσε τα αστεία, τα μπορντέλα και τα κορίτσια τους, όπως και την
ζωγραφική - στην καμπίνα του είχε κρεμασμένους τρεις πίνακες του Henri de Toulouse-Lautrec.
Διάβαζε πάντα πολύ και του άρεσε ιδιαίτερα να απαγγέλλει ποίηση άλλων -
άλλωστε γνώριζε πολλούς από τους μεγαλύτερους ποιητές της εποχής, όπως
τους Βάρναλη, Σεφέρη, Ελύτη, Σικελιανό.
Πηγή : Βικιπαίδεια.
Ο «Κόλιας» όπως ήταν το παρατσούκλι του μεταξύ των συντρόφων του
ναυτικών, οι περισσότεροι από τους οποίους αγνοούσαν ότι ήταν ένας από
τους σπουδαιότερους ποιητές της χώρας, εγκαταλείπει τη θάλασσα μονάχα
όταν το επιβάλλει η υγεία του και με τη συμπλήρωση τριών μηνών διαμονής
του στη στεριά, στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, πεθαίνει
ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Λίγο καιρό μετά το θάνατό του εκδίδεται
η τρίτη ποιητική συλλογή του «Τραβέρσο», με 14 ποιήματα και 3
νανουρίσματα, και χαρακτηρίζεται από πολλούς ως το ωριμότερο έργο του,
ενώ τρία χρόνια αργότερα ο συνθέτης Θάνος Μικρούτσικος μελοποίησε με
εξαιρετική επιτυχία 11 ποιήματα του, τα οποία κυκλοφόρησαν σε δίσκο με
τίτλο «Ο Σταυρός του Νότου». Το 1992, ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποιεί και
άλλα ποιήματα του Καββαδία, με ερμηνευτές όπως οι Γιώργος Νταλάρας,
Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας.
Όταν πέθανε ο Νίκος Καββαδίας, σύντροφοί του ναυτικοί είπαν στην κηδεία του: «Αγαπημένε
μας , σύντροφε ποιητή! Ο χτεσινός άνεμος , έφερε σε μας τους ναυτικούς
το πιο θλιβερό ραπόρτο ... Το φορτηγό που περίμενες να σε πάρει ,
καθυστέρησε. Είναι τραβερσωμένο καταμεσίς του Ωκεανού, ζωσμένο στο
πούσι. Στα ποστάλια τέλειωσαν τα ματσακονίσματα , οι ναύτες κρεμασμένοι
στις σκαλωσιές βάφουν τις άγκυρες , τραγουδώντας τα δικά σου τραγούδια. Οι καπετάνιοι δοκιμάζουν τη μπουρού. Το σερβέι σε λίγο τελειώνει ...
Ένας μαρκόνης ανήσυχος, χθες αργά έστειλε το ραπόρτο στ΄ αγαπημένα σου
μαραμπού να μη γρυλίζουν πια. «Αν ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική ,
εμείς , δε βρήκαμε τη δικιά μας ήπειρο να ξεμπαρκάρουμε ...» μας έλεγες.
Μα εσύ τι βρήκες; Ποιο τσακισμένο καραβοφάναρο σε πέταξε σ΄ αυτές εδώ
τις στεριές;
Πες μας αν είναι αυτό το λιμάνι πού άθελά σου φουντάρισες , ετοίμασε και για μας ένα ντοκ να δέσουμε πρυμάτσα ... Ο
Μάρτης! Αχ αυτός ο Μάρτης! Ξαναγεννιόσουν κάθε Μάρτη! άργησε φέτος,
όπως άργησε και το φορτηγό που θα αποχαιρετούσες τους γνωστούς απ' όλα
τα λιμάνια του κόσμου ... Όλα άργησαν για σένα φέτος. Μονάχα εσύ
βιάστηκες για το ταξίδι το αλαργινό.
Αγαπημένε μας ποιητή , καλό
ταξίδι. Δεν κουνάμε τα μαντίλια μας. Αυτό είναι για αταξίδευτους
στεριανούς. Εμείς τα δικά μας τα πλέξαμε σαλαμάστρα και θα δέσουμε τις
καινούργιες παντιέρες στα ξάρτια , τις παντιέρες που στο κέντρο τους θα
'χουν την γαλάζια σου ζωγραφιά. Αδελφέ μας ποιητή! Ξεκουράσου
στην τελευταία σου κουκέτα , στην πιο μικρή καμπίνα που γνώρισε ποτέ
ναυτικός ... Εμείς θα πάμε για σκάντζα βάρδια. Ένα καράβι , που πλέει
αλάργα χωμένο στο πούσι, αν βρει την ρότα του θα μας πάρει. Για
κατευόδιο , εμείς οι ναυτεργάτες σύντροφοί σου, σου αφήνουμε λίγο
φιλτραρισμένο , από τα μάτια μας , θαλασσινό νερό. Είναι μαζεμένο απ'
της θάλασσας τον καθάριο βυθό.... Γεια σου».
[Ο επικήδειος
εκφωνήθηκε από το ναυτεργάτη φίλο του Καββαδία ,Χρήστο Παντελίδη, ο
οποίος ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα, όταν έφηβος πρωτοδιάβασε το
"Μαραμπού".]
θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ’ Αλγέρι και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα `χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ’ όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει"
Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.
Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα `χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
..................................................................................................................................................................
Το πούσι - Νίκος Καββαδίας.
Έπεσε το πούσι αποβραδίς
το καραβοφάναρο χαμένο
κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στην τιμονιέρα να με δεις
Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου
Κάτου στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή
Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυο του πόδια στις καδένες.
μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία, θα ζαλιστείς.
Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
είν’ αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα
Από να φοβάμαι και να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα.
Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ’ απ’ τις Εβρίδες
.............................................................................................................................................
Ποιητική συλλογή Μαραμπού (1933)
ΜΑΡΑΜΠΟΥ
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο, πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.
Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό, πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο, κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές, σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.
Ακόμα, λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ, που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα, κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές κανείς δεν το 'μαθε, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.
Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά, και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη, κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί, εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.
Ήμουνα τότε δόκιμος σ' ένα λαμπρό ποστάλ και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία. Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό - και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.
Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική, κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου όπου 'χε αυτοκτονήσει, ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές, μήπως εκεί γινότανε να τηνε λησμονήσει.
Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ, και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε, συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς, κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.
Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά, κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη, μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.
Ένα μικρό της πέρασα σταυρό απ' το λαιμό κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης, όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε, την πόλη.
Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά, ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου, και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με όαση, που ένας συναντά μες στην καρδιά της Άμμου.
Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ. Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αέρας με φλογίζει. Κάτι άνθη εξαίσια του ποταμού βρωμούν, κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.
Θα προχωρήσω!...ΜΙα βραδιά σε πόρτο ξενικό είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα, και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά, το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.
Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς, κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών) κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.
Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή, οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια, κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά, με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.
Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί. Τα δάχτυλά μου καθρά μέτρααν τα κόκαλά της. Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές, "μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της".
Όταν την είδα και στο φως τ' αχνό το πρωινό, μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο, που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σα να 'χα φοβηθεί, το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.
Δώδεκα φράγκα γαλλικά...Μα έβγαλε μια φωνή, κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο, και μια το πορτοφόλι μου...Μ' απόμεινα κι εγώ ένα σταυρόν απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.
Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό, σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει, φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή, που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει, πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό. Μ' αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συγχωρέσει...
Το χέρι τρέμει...Ο πυρετός...Ξεχάστηκα πολύ, ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω. Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά, νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω… ............................................................................................
ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ
Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο ένα μικρό αφρικανικόν ατσάλινο μαχαίρι - όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι Αραπάδες - που από ένα γέρον έμπορο τ' αγόρασα στ' Αλγέρι.
Θυμάμαι, ως τώρα να 'τανε, το γέρο παλαιοπώλη, όπου έμοιαζε με μιαν παλιάν ελαιογραφίαν του Γκόγια, ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες, να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια:
"Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλεις ν' αγοράσεις με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το 'χει ζώσει, κι όλοι το ξέρουν, πως αυτοί που κάποια φορά το 'χαν, καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.
Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ' αυτό τη Δόνα Τζούλια, την όμορφη γυναίκα του, γιατί τον απατούσε. Ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, το δύστυχο αδερφό του με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.
Ένας Αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο. Χέρι σε χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια. Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μ' αυτό μου φέρνει τρόμο.
Σκύψε και δες το, μι' άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει, είν' αλαφρή, για πιάσε το, δεν πάει ούτε ένα κουάρτο, μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν' αγοράσεις." - Πόσο έχει; - Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις, πάρ' το.
....................................................................................................................................................... Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ' αυτό τη Δόνα Τζούλια, την όμορφη γυναίκα του, γιατί τον απατούσε. Ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, το δύστυχο αδερφό του με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.
Γιατί ας αναρωτηθεί κανείς...πως τάχατες με ένα τέτοιο '' μαχαίρι'''δε σκότωσε ποτές κάποιον δικό του άνθρωπο ? Είναι αυτές οι ''μαχαιριές οι αναίμακτες'''που μοιάζουν...που όμως μέσα μας αιμορραγούνε πάντα....
η φίλη σας Σοφία..... ....................................................................................................................................
Η ζωή είναι μιά μέλισσα, λένε. Λένε ... Δηλαδή κεντρί και μέλι. Κι
εσύ ... Αν είσαι καλός μελισσάς πετάς το κεντρί και τρως το μέλι. Αν
είσαι κακός, τρως το κεντρί και πετάς το μέλι ...
Βλακειών το
ανάγνωσμα. Όλοι είμαστε άνθρωποι. Άνθρωποι που ήρθαμε για να φάμε όχι
μόνο το μέλι αλλά και το κεντρί. Όμως ... σαν είσαι μικρός, και
άχνουδος, τότε τρως μόνο το κεντρί, και το μέλι στο τρώνε άλλοι. Πολύ
γνωστά πράματα. Τάπαθε κι ένας φίλος μας (αυτός που είναι για να γεμίσει
τις σελίδες αυτού του βιβλίου) Θα τον ξέρετε ... Ο Μέλιος Καδράς. Που
γέμισε τις σελίδες ενός άλλου βιβλίου. "Ένα παιδί μετράει τ' άστρα". Μα
τώρα δεν είναι πια "παιδί" ούτε "άστρα" μετράει. Τώρα μετράει αγκάθια.
Μα ... αν είναι έτσι όπως το λες (τότε αυτός ο Μέλιος) με τόσα πολλά
αγκάθια θα μοιάζει με σκαντζόχοιρο! Μα δε μοιάζει. Γιατί τ' αγκάθια
τάχει όλα από μέσα και δεν φαίνονται. Καλά μα ... δεν τον πονάνε; Θα
ρωτήσεις. Τον πονάνε, αλλά όχι και τόσο πολύ. Γιατί ο Μέλιος ανακάλυψε
ένα γιατρικό που μόνο στα γηρατειά τους τ' ανακαλύπτουν οι άνθρωποι: Το
μυστικό να κάνεις τ' αγκάθια σου φίλους. .....................................................................................................................................................................
και να ο ήλιος, σ' αγκάλιασε, ζεστάθηκε η ψυχή σου, οι σκέψεις σου ξεπάγωσαν, φτερούγισε η καρδιά σου, λέξεις που σχημάτισαν , χαμόγελα στα χείλη, λέξεις που ειπώθηκαν, ματιές που δεν περίμεναν, μίλησαν, οι κρύες μέρες πέρασαν, ήλιος να λάμπει δυνατά, τις αλκυόνες να ζεσταίνει, και συ τις ανέφελες νύχτες, να μεσουρανείς, εσπερινές τις ώρες, στο σύμπλεγμα Πλειάδων, ως ο αστέρας Αλκυών, αλκυονίδες μέρες, μια ζεστή αγκαλιά...
Andreas Georgiou ................................................................................................................................................................... Χειμώνας βαρύς... Μα πάντα ...πάντα εκεί...κόντρα στο ανεμοβρόχι...στις καταιγίδες ...στη βροντή στην αστραπή οι ''αλκυονίδες μέρες'' ... ''Αλκυονίδες μέρες της ψυχής μας.... ''Αλκυόνες '''που όνειρα γεννούν... Με τους υπέροχους στίχους του ( φίλου εδώ μέσα στο Google Ανδρέα Γεωργίου και τις μικρές ελάχιστες σκέψεις μου σας εύχομαι: τις '''αλκυονίδες '''της ζωής σας ανασύρτε και εκμεταλλευτείτε... Σοφία Θεοδοσιάδη. ......................................................................................................................................................................
Μύθοι για τις αλκυονίδες ημέρες
Αν και υπάρχει η επιστημονική εξήγηση, ουκ ολίγοι είναι και οι μύθοι γύρω από το φαινόμενο των αλκυονίδων ημερών.
Σύμφωνα
με τον επικρατέστερο, η Αλκυόνη, κόρη του Αίολου, ήταν μία πανέμορφη
γυναίκα η οποία ήταν παντρεμένη με τον Κήυκα. Μάλιστα ο γάμος τους ήταν
τόσο τέλειος που οι δυο τους πίστεψαν ότι είναι ισάξιοι των Θεών.
Τότε
ο Δίας για να τιμωρήσει την αλαζονεία τους βύθισε το καράβι του Κύηκα
και τον άφησε να πνιγεί. Η Αλκυόνη θρήνησε τόσο πολύ τον χαμό του
συζύγου της που ο Δίας την λυπήθηκε και την μεταμόρφωσε σε ένα πανέμορφο
πουλί, το οποίο ήταν όμως καταδικσμένο να γεννά τα αυγά του τον
χειμώνα.
Έτσι, τα αγριεμένα κύματα ορμούσαν στα βράχια και κατέστρεφαν τη φωλιά και τα αυγά της Αλκυόνης.
Τότε λοιπόν ο Δίας την λυπήθηκε για άλλη μια φορά και διέταξε να
σταματούν οι άνεμοι και να λάμπει ο ήλιος για δεκαπέντε μέρες μέσα στην
καρδιά του χειμώνα προκειμένου να μπορεί η Αλκυόνη να κλωσάει τα αυγά
της.
Μετεωρολογικό φαινόμενο ή προϊόν μυθολογίας, όπως και να
έχει οι αλκυονίδες μέρες μας προσφέρουν μέχρι και δύο ολόκληρες
εβδομάδες ηλιοφάνειας και καλοκαιρίας μέσα στον χειμώνα.
Από μετεωρολογική άποψη τις μέρες αυτές του χειμώνα λόγω του γεωγραφικού
πλάτους της Ελλάδας, παρατηρείται εξίσωση των πιέσεων η οποία έχει ως
αποτέλεσμα αφενός να μην υπάρχουν άνεμοι, και αφετέρου να υπάρχει έντονη
ηλιοφάνεια, ακόμη κι αν η θερμοκρασία είναι χαμηλή.
Αυτό,
φυσικά, δεν σημαίνει πως κάθε χρόνο παρατηρούνται αλκυονίδες ημέρες.
Υπήρξαν χρονιές που απουσίασαν εντελώς, όπως το 1947, ενώ ούτε οι
ημερομηνίες ούτε η διάρκεια τους είναι σταθερές.
Συνήθως καλύπτουν το δεύτερο μισό του Ιανουαρίου, αν και πολλοί διευρύνουν το διάστημα εμφάνισης τους από τις 15 Δεκεμβρίου έως 15 Φεβρουαρίου.