21 Φεβρουαρίου 2016

Έχει Πανσέληνο απόψε κι είναι ωραία.....














ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ
Υπάρχει τόση μοναξιά σε 'κείνο το χρυσάφι
Το φεγγάρι της νύχτας δεν είναι η σελήνη

που είδε ο πρώτος Αδάμ.

Οι μακρινοί αιώνες της ανθρώπινης αγρύπνιας

την γέμισαν με δάκρυα μες τα χρόνια.

Κοίτα τη! Είναι ο δικός σου καθρέφτης.


(Jorge Luis Borges, 1970) 

.....................................................................................................................................................................

Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ ΚΙ Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ - Ευγένιος Τριβιζάς...


Μεσάνυχτα. Στον ουρανό τον ήσυχο, το βαθυσκότεινο, θαμποσβήνουν

δειλά, αχνόφωτα τα αστέρια σ' άπειρους μαγευτικούς συνδυασμούς,
αμέτρητες εξωτικές,παραμυθένιες ζωγραφιές. Αστέρια πολλά.
Μυριάδες αστέρια. Φαναράκια χρυσαφιά, που, με τις τοσοδούλικες τους
λάμψεις, ζωγραφίζουν στα μενεξεδένια βελούδα γαλέρες, γιρλάντες, άτια
και κάστρα και θεριά παράξενα.
Εκεί ψηλά, στων αστεριών τον κόσμο που η χλωμόχρυση σελήνη
βασιλεύει, πλανιόταν κάποτε συντροφικά τρία άστρα μικρά, αδέλφια
αγαπημένα. Το πρώτο το'λεγαν Αυγερινό, τα' άλλο Αστραφτερή και
το τρίτο το τελευταίο, που 'χε την πιο γλυκόθωρη λάμψη απ' όλα
τ' άλλα αστέρια που το στερέωμα στολίζουν, το'λεγαν «Καμάρι τ' Ουρανού».
Ανέμελα έπαιζαν κρυφτό στα πουπουλένια νέφη, κυνηγητό με τις
φεγγαραχτίδες, που γλιστρούσαν γοργά, γνέφανε γελαστά, χάνονταν
και ξέφευγαν στ' απλόχωρα ουράνια χαρωπές.
Ώσπου κουράστηκε κάποια νυχτιά το Καμάρι τ' Ουρανού με τ' αδέλφια
του αντάμα. Απόκαμε να παίξει. Βαρέθηκε να θαυμάζει το φεγγάρι
εκστατικά. Πεθύμησε σ' άλλους κόσμους, κόσμους πρωτόγνωρους,
αλαργινούς, να ταξιδέψει. Δεν το χώραγε ο ουρανός, άχαρος και
πληχτικός του φαινότανε ο γαλαξίας.
- Μη φεύγεις! παρακάλεσε η Αστραφτερή.
- Μη μας αφήνεις! κλάφτηκε ο Αυγερινός.
Μα το 'χε πάρει απόφαση το Καμάρι τ' Ουρανού. Υπόσχεση του έδωσε
πως θα γυρνούσε σίγουρα, προτού η ροδόλουστη αυγούλα ξεπροβάλει,
και, μ' ένα σάλτο,ανάλαφρο, αποχαιρέτησε τους συντρόφους του και τις
ουράνιες στράτες.
Άρχισε να γλιστρά γοργά στο διάφανο διάστημα, νιώθοντας έναν ίλιγγο
μεθυστικό, ίλιγγο που τ' ανατρίχιαζε, του έκοβε την ανάσα.

Ένα τράνταγμα, μια μαρμαρυγή, κι έπεσε το Καμάρι τ' Ουρανού στη Γή!
59947480_1275783043_91de195db1bfd23736350aa6f90ea0ca.jpg

Όταν συνήλθε απ' την παραζάλη, έφερε το βλέμμα γύρωθε του. Είχε
βυθιστεί σ' ένα λιβάδι άγνωστο και σκοτεινό, κι η αχνή του ανάσα φανέρωνε
μια ύπαρξη μαγευτική, εκεί κοντά του. Πλάι του ακριβώς, στην άκρη μίσχου
λεπτού, φύτρωνε ένας ήλιος τοσοδούλης, στεφανωμένος πάλλευκες αχτίδες.
- Ποιος είσαι; μίλησε η μαργαρίτα πρώτη.
- Ένας ταξιδιώτης από το γαλαξία. Εσύ;
- Λουλούδι. Δεν έχεις ξαναδεί;
- Όχι. Από πού έπεσες εδώ;
- Δεν έπεσα. Εδώ έτυχε ν' αναστηθώ, εδώ, σ' ένα λιβάδι μυστικό, να ρουφώ
από τη γή πικρούς χυμούς και να προσμένω ...;
Δε χόρταινε να την κοιτά, να θαυμάζει το φλουράτο κεφαλάκι με τα χαριτωμένα
πέταλα, τον ντελικάτο μίσχο της τον τρυφερό.
Απόμειναν για λίγο σιωπηλοί. Μόνο τ' αργοθρόισμα ακουγόταν.
Ύστερα, σιγανή άκουσε τη φωνή της:
Έψαχνες να με βρείς;
Έτσι θαρρώ!
Είχε σκύψει πλάι του. Πολύ κοντά του. Ένιωσε το άρωμα της.
Ένα της πέταλο άγγιξε μια χρυσαφιά του ακίδα. Ρίγησαν. Μια
άλικη σπίθα ελαμψε ανάμεσα τους, κι η ψυχή του ξενιτεμένου
αστεριού πλημμύρισε λατρεία τρυφερή για την μαργαρίτα την χλωμή,
που 'γερνε πλάι του σιγοτρέμοντας, απ' τη φεγγοβολιά του θαμπωμένη.
Κι εκείνη η κρυσταλλένια νύχτα ήταν μεγάλη, ατέλειωτη,  μ' ώρες
μεθυστικές, αμέτρητες, στιγμές μαγευτικές, ολόδικες τους. Το
βαθυσκότεινο λιβάδι κοιμόταν απέραντο, ανασαλεύοντας νωχελικά
στη μυρωμένη αύρα.



Ξάφνου, μια σκιά πέρασε σαν αστραπή απ' το λιβάδι, και προτού

καλά καλά φανεί, την κατάπιε πάλι το σκοτάδι. Το αστέρι ένιωσε μια
σαΐτα να κεντά τα'ασημένια του τα φυλλοκάρδια, και την ίδια τη στιγμή
ζήλια μαρτυρική στην ψυχή του να φουντώνει!
Όσο ένιωθε την καλή του αγγελικά να το θωρεί, αμφιβολία βασανιστική
το τυραννούσε, ζήλια για κάθε χορτάρι του απέραντου αγρού, για κάθε
κρυφή της μαργαρίτας σκέψη ...;
Βαθιά την αγαπούσε. Κι εκείνη το ίδιο άραγε; Αν καμωνόταν; Αν κάποιο
άλλο αστέρι πρόσμενε; Αν πεταλούδες πλουμιστές ονειρευόταν; Αν
ταξίδευε κι αυτή στα όνειρά της;
Πως θα σιγουρευόταν; Πως θα μάθαινε τα μυστικά της; Πως;
Τέτοια συλλογιζόταν, όταν τράβηξε με δύναμη ένα πέταλο χιονάτο.
- Μ' αγαπά, μουρμούρισε όπως τ' άφηνε να πέσει.
Έπειτα, δισταχτικά τράβηξε ακόμα ένα.
- Δεν μ' αγαπά, ψέλλισε βραχνά.
- Μη! στέναξε η μαργαρίτα τρέμοντας από πόνο γλυκό, παράπονο, απορία.
Μα μες στη μέθη του τα' αστέρι, πως θα μάθαινε, όπου να 'ναι την αλήθεια,
δεν έδωσε στο μαρτύριο της σημασία.
- Μ' αγαπά: γέλαγε τρισευτυχισμένο.
- Δε μ' αγαπά! θρηνούσε σκυθρωπό.
Κι ασυλλόγιστα μαδούσε ολοένα τα πέταλα της τα χιονάτα, ένα ένα.
- Γιατί; ψιθύριζε τ' άδολο ανθάκι λαβωμένο.
Μα τ' αστέρι δεν την άκουγε, στον οίστρο του παραδομένο.
- Μ' αγαπά!
- Δε μ' αγαπά!
Πονούσε η μαργαρίτα. Πονούσε πολύ. Με κάθε πέταλο απαλό έφευγε
και μια πνοή. Ώσπου τράβηξε το στερνό της πέταλο τ' αστέρι.
- Μ' αγαπά! φώναξε χαρούμενο.
Κι ο αντίλαλος του γύρισε θλιμμένος πίσω.
Σταμάτησε, σκέφτηκε. Είδε την μαργαρίτα να σκιρτά όλο παράπονο,
να ξεψυχά εκεί, στης λάμψης του την αχνόφωτη αγκαλιά. Έγειρε
αργά αργά, άγγιξε τη χλόη.
Της αύρας η πνοή πήρε τα πέταλα, τα σκόρπισε τριγύρω.
Ύστερα, τίποτ' άλλο πια. Μόνο σκοτάδι. Κι ολόγυρα, σκούρα, πυκνά
χορτάρια απειλητικά.
Τότε μόνο ένιωσε τι της είχε κάνει. Τρεμόπαιξε για μια στιγμή, στέναξε
κι έπαψε ν' ανασαίνει χρυσαφένιο φως.
Άδικα πρόσμενε ο Αυγερινός. Άδικα τ' αναζητούσε η Αστραφτερή..
γιατί δεν γύρισε το Καμάρι τ' Ουρανού, όπως είχε υποσχεθεί;


Την άλλη μέρα, όταν ροδόλουστη η αυγή απ' της ανατολής

τ' ασημογάλαζα ξεπρόβαλε τα τούλια, σ' απλόχωρο λιβάδι λιόχαδο,
πνιγμένα μες στη δροσερή του αγκάλη, βρήκε μια μαδημένη μαργαρίτα
κι ένα σβησμένο αστέρι βυθισμένα ...


                                                             Του Ευγένιου Τριβιζά
..................................................................................................................................................................

20 Φεβρουαρίου 2016

<< Η καρδιά μου... >> - Νίκος Καζαντζάκης.


Μια νύχτα είδα ένα όνειρο.
Ήμουν λέει στην άκρα του γιαλού και κοίταζα .
Η θάλασσα ήταν κατάμαυρη όλο τρόμο και χοχλακούσε.
Κι από πάνω της ο ουρανός ,κατάμαυρος κι αυτός όλο φοβέρα ,κατέβαινε όλο και πιο χαμηλά
λίγο ακόμα και θα άγγιζε τη θάλασσα.
Αγέρας δε φυσούσε νέκρα φρικτή, πλάνταζα, δεν μπορούσα να πάρω ανάσα...
Κι άξαφνα στη στενή χαραμάδα που απόμενε λεύτερη ανάμεσα ουρανού και θάλασσας ,άστραψε ένα κάτασπρο πανί.
Ήταν μια μικρή βαρκούλα αυτόφωτη και μέσα στην πλανταγμένη απανεμιά φούσκωνε γοργά το πανί της..και προχωρούσε γοργά , βίαια μέσα στα σκοτάδια .
Άπλωσα κατά πάνω της τα χέρια :
<< Η καρδιά μου ! >>  φώναξα και ξύπνησα.
Βοήθεια μεγάλη στάθηκε τ' όνειρο τούτο στη ζωή μου.
Σε δύσκολες στιγμές ,όταν όλα γύρω μου σκοτεινιάζουν κι οι πιο ακριβοί μου φίλοι και οι πιο σίγουρες ελπίδες με παρατούσαν ...πόσες φορές δεν έκλεινα τα μάτια και δεν έβλεπα ανάμεσα από τα ματοτσίνορά μου ,τη βαρκούλα αυτή, κι η καρδιά μου έπαιρνε κουράγιο ,τινάζουνταν επάνω όρτσα
και μη φοβάσαι!
Μου φώναζε κι έσκιζε το σκοτάδι !

Απόσπασμα από την
<< Αναφορά στον Γκρέκο >>
του Νίκου Καζαντζάκη.

( Επιμέλεια κειμένου - Σοφία Θεοδοσιάδη )
....................................................................................................................................................................


                                               << Η καρδιά μου ...>> - Νίκος Καζαντζάκης.
.....................................................................................................................................................................

Πατρίδα μας είναι η καρδιά μας...μοναδική ...συνεπής...ποτέ δεν μας προδίδει...
Ένα κείμενο τρυφερό ...αληθινό ..γεμάτο λυρισμό και αλληγορία...
Ένα κείμενο '''άγγιγμα ψυχής'''...ενδοσκόπησης και αυτογνωσίας....
Για σας τους φίλους που σκύβετε με τρυφερότητα πάνω από τον εαυτό σας...για σας που αγαπάτε το βάθος της λίμνης ..που λέγεται καρδιά...
Ένα βίντεο από τα καλύτερα που έχω δει ...με μουσική πιάνου που σε συναρπάζει...και σε ταξιδεύει στα βάθη της ψυχής...και το μοιράζομαι μαζί σας...τούτο το απόβραδο του Σαββάτου....
Σοφία Θεοδοσιάδη.
......................................................................................................................................................................

19 Φεβρουαρίου 2016

Τάκης Βαρβιτσιώτης, Δέκα ποιήματα της οργής και του χρέους (1972-1973)










 Απαγόρευσαν τα παιδιά να τραγουδούν  
Τους πεθαμένους να χαμογελούν. 
Απαγόρευσαν τα πληγωμένα άλογα
 Να ερωτεύονται τη σελήνη 
Τους σακάτηδες να έχουν δεκανίκια
 Με τ' αναμμένα μάτια τους 
Πυρπόλησαν και το μικρότερο χορτάρι
Έφραξαν τέλος όλους τους φεγγίτες.

Τάκης Βαρβιτσιώτης.

.....................................................................................................................................
   Στον Γιάννη Ρίτσο

1

Έμποροι δυνάστες στρατηγοί
Μην τολμήσετε να συντρίψετε τα χέρια
Που  κρατούν το φως
Αιώνες ανθρώπινων ονείρων
Θα  σκεπάσουν τα μάτια σας
Με μαύρα ηλιοτρόπια
Ατσάλινα νύχια
Θα  ξεσχίσουν τα πρόσωπά σας
Κι αγριεμένα πληρώματα
θα σας κρεμάσουν
Στο πιο πένθιμο κατάρτι
Την πιο πένθιμη νύχτα του χρόνου
Για  να μάθετε πώς μονάχα η λευκή ανθοφορία
Του τοκετού της αγάπης διαρκεί


 2

Δήμιοι μέ τό πρόσωπο του θανάτου
Δε  θα μπορέσετε ποτέ να εξαφανίσετε
Το γαλάζιο ενός αθώου ματιού  
Ανάμεσα από τις καμένες σάρκες
Κι από τα μελανιασμένα κορμιά
Ανάμεσα από τις σταυρωμένες ανοίξεις
Ανάβει πάντα για νεκρούς και ζωντανούς
Ο δαυλός της δικαιοσύνης


3

Για να πυκνώσει το φως
Και να γεννήσει το πουλί
Για  να νικήσει ό άνεμος
Τους πρώτους δισταγμούς του
Και να φωνάξει ή θάλασσα ελευθερία
Πρέπει να 'ρθουν οι λατόμοι
Γεμάτοι οργή
Να πελεκήσουν τα πέτρινα σύννεφα
Που  πλάκωσαν όλες τις πολιτείες
Να πελεκήσουν τ' αγάλματα
Mε τις μαύρες καρδιές
Να ξεχειλίσει το αίμα
Να πνίξει τούς δολοφόνους


4

Ό σο υπάρχουν ποιητές
Τα  πουλιά θα πετούν
Και τα δέντρα θ’ ανθίζουν
Δε θα μπορούν ανίερα χέρια
Να σταματήσουν την άνοιξη
Να εξαφανίσουν τα πράσινα σημάδια
Αυτούς πού πιστεύουν ακόμα
Πώς είναι τ' όνειρο δυνατό

5
 Ύστερα  από τόσα εκατομμύρια πτώματα
Από τόσες ανοιχτές πληγές
Πριν από την έκλυση της φοβερής αστραπής
Η μαυρίλα καταπίνει τον ήλιο
Τα  μάτια συστέλλονται
Μικραίνουν οι άνθρωποι
Χάνουν το πρόσωπο τους
Φορούν για παράσημα τη ντροπή
Και την καταφρόνια
Ίσως είvaι κι αυτός ένας τρόπος
Να  θυμηθούνε πάλι την ομορφιά
Να ξαναφτιάξουν έναν κόσμο καλύτερο
Από την αρχή

6

'Απαγόρευσαν τα παιδιά να τραγουδούν
Τους πεθαμένους να χαμογελούν
Απαγόρευσαν τα πληγωμένα αλόγα
Να ερωτεύονται τη σελήνη
Τους σακάτηδες να έχουν δεκανίκια
Mε τ' αναμμένα μάτια τους
Πυρπόλησαν και το μικρότερο χορτάρι
Έφραξαν τέλος όλους τούς φεγγίτες


7

Φως υπερούσιο
Απρόσιτο φως
Από ποια ύφη κατεβαίνεις
Σ' αυτή την καταματωμένη γη
Όπου σέρνονται ακόμα οι άνθρωποι
Ανάμεσα στον τρόμο και την ελπίδα
Άσπιλο φως
Που δεν έχεις ούτε αρχή ούτε τέλος
Και που η μέρα παρατείνει την ηγεμονία της
Για να σε διαφυλάξει
Πότε λοιπόν θα κατορθώσεις
Ν' αποδιώξεις το βαθύ
Βαθύ σκοτάδι αυτού του κόσμου.

8

Δεν έχει πιά σημασία
Να κόβουμε μαραμένα τριαντάφυλλα
Να  σφίγγουμε ένα χέρι
Που βγαίνει μέσα από μια πέτρα
Όπως εν άστρο
Ανάμεσ’  από τα ερείπια
Να προσπαθούμε νά γλυτώσουμε
Ένα μονάχα πλοίο πού κινδυνεύει
Να κατοικούμε πολιτείες
Που δε γνωρίζουν τον ύπνο
Να ζούμε πάντα μονάχοι
Mε μια παγωμένη φτερούγα
Και μ ένα γυάλινο μάτι πού μας τρομάζει
Ν' αγκαλιάζουμε ένα σύννεφο
Που ταξιδεύει προς τη δύση
Σημασία έχει ν αγκιστρωθούμε πάλι
Γερά πάνω στη γη
Όπως η μέλισσα στο λουλούδι
Να ξαναχτίσουμε ένα σπίτι
Να μας χωράει όλους μαζί

9

Χρειάζεται σιωπή
Πολλή σιωπή
Πυκνό χορτάρι
θράκα πολλή
Από μέρες περασμένες
Που αδιάκοπα να τη φυσάς
Δεμάτια στάχυα σύννεφα
Δάκρυα πικρά
Πέτρες πυρακτωμένες
Σκόνη χρυσή από κοπανισμένα αστέρια
Κι ένας καλόβολος άνεμος
Που να τα πάρει όλα μαζί
Και να τα πάει στην άλλη αυγή
Σα μυθικό καράβι
Για να χαθεί ό χειμώνας νικημένος
Για να ντυθούνε των νεκρών τα κόκκαλα
Με φώς
Ν' αναστηθεί η φωνή τους
Μ' έva στρόβιλο φτερών
Στα δάχτυλά τους ν αντηχήσουν οι φλογέρες

10

Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
Ταξιδεύοντας από τη μιαν όχθη στην άλλη
Πάνω στην πλώρη ενός καραβιού
Μοιράζοντας κόκκινα γαρύφαλλα
Στους ναυαγισμένους
Ανακαλύπτοντας περίσσια θαύματα
Που δεν χάνονται
Ακόμα κι όταν κλείσουμε τά μάτια
Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
Ακολουθώντας ένα ποτάμι όπου σμίγουν
Αίμα και φως
Παίζοντας μια σάλπιγγα
Που συναδέλφωνε όλους τούς ανθρώπους
Που έκανε να σωριαστούν οι τοίχοι
Και να γίνουν κίτρινη σκόνη
Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
'Ολομόναχοι σ’  ένα κελλί
Κρυμμένοι άλλοτε σ' ένα σεντούκι
Κι άλλοτε πάλι στριμωγμένοι
Σε μια λουρίδα ήλιου
Που θα μπορούσε να τη σβήσει
Ακόμα και το χέρι
Ενός αδιάφορου επισκέπτη
Μάθαμε τον έρωτα και τον θάνατο
Εκεί όπου σήμερα ηγεμονεύει η σιωπή
Τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια
Μαζεύοντας μ' ένα φτυάρι τα χιόνια
Μικραίνοντας με τη χαρά μας την απόσταση
Που χωρίζει τη γη από τον ουρανό.

Τάκης Βαρβιτσιώτης, Δέκα ποιήματα τη οργής και του χρέους (1972-1973) 

ΠΗΓΗ : 

................................................................................................................................................................. 





Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης (1916 - 1 Φεβρουαρίου 2011) ήταν Έλληνας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ήταν «βαθύς γνώστης της λυρικής τέχνης[...], ποιητής Ευρωπαίος, που του αξίζει ο έπαινος όχι μόνο της ιδιαίτερης του πατρίδας αλλά των καλλιεργημένων ανθρώπων όλου του κόσμου», σύμφωνα με τον Οδυσσέα Ελύτη.
Γεννήθηκε το 1916 στη Θεσσαλονίκη, όπου και διέμενε από τότε. Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το 1940 διορίστηκε δικηγόρος, έμεινε όμως αφιερωμένος αποκλειστικά στην ποίηση.
Απεβίωσε την 1η Φεβρουαρίου 2011.

ΠΗΓΗ : ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ.
................................................................................................................................................................ 

Κόντρα και ενάντια στην παγκόσμια την κατάθλιψη, που σκόρπισαν γύρω μας οι '''δυνατοί '''του κόσμου τούτου...όσο θα υπάρχουν ελεύθερα πνεύματα καθώς είναι οι ποιητές...και όχι μονάχα οι ποιητές...οι ''μάστοροι'''των λέξεων...μα και οι ονειρευτές - ποιητές της ζωής......θα υπάρχει και ελπίδα...θα υπάρχει και συνέχεια στην ομορφιά του κόσμου... 
Σαν από την ψυχή μας κι από το νου μας δεν χαθεί...η σπίθα που στα όνειρα τη φλόγα ανάβει ..
τότε υπάρχει ελπίδα στη ζωή μας... 
Πάντα ο λυρισμός μες στη ζωή ....μαλάκωνε ..ζυμάρι εύπλαστο επροσπαθούσε για να μετατρέψει...την πετρωμένη την καρδιά του ανθρώπου ...που έκρυβε βαθιά μες στη σκληρή εικόνα του ...για να επιβιώσει...
Σοφία Θεοδοσιάδη... 
.................................................................................................................................................................... 

Μπλε πουλί (Henry Charles Bukowski)






Μπλε πουλί

(Charles Bukowski)

 

Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου που
θέλει να βγεί έξω
αλλά είμαι πολύ σκληρός για αυτόν,
Λέω, μείνε εκεί, δεν θα
αφήσω κανέναν να
σε κοιτάξει.

Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου που
θέλει να βγεί έξω
αλλά του ρίχνω ουίσκι και εισπνέω
καπνό τσιγάρων
και οι πόρνες και οι μπάρμαν
και οι υπάλληλοι του παντοπωλείου
ποτέ δεν ξέρουν ότι
αυτός
είναι εκεί.

Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου που
θέλει να βγεί έξω
αλλά είμαι πολύ σκληρός για αυτόν,
λέω,
κάτσε κάτω,θέλεις να μου
τα χαλάσεις όλα;
θέλεις να χαλάσεις
τα έργα;
θέλεις να διαλύσεις τις πωλήσεις βιβλίων μου
στην Ευρώπη;

Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου που
θέλει να βγεί έξω
αλλά είμαι πολύ έξυπνος,τον αφήνω μόνο
την νύχτα κάποιες φορές
όταν όλοι κοιμούνται.

Λέω, ξέρω ότι είσαι εκεί,
για αυτό μην είσαι,
λυπημένος.
μετά τον βάζω πάλι πίσω,
αλλά τραγουδάει λίγο
εκεί, δεν τον έχω αφήσει ακριβώς
να πεθάνει
και κοιμόμαστε έτσι
μαζί
με την
μυστική μας συμφωνία
και είναι αρκετά καλά να
κάνει ένα άντρα
να κλάψει, αλλά εγώ
δεν κλαίω, εσύ;
(Τσαρλς Μπουκόφσκι, από την ποιητική συλλογή «Last Night of the Earth Poems», 1992,
 η οποία δεν έχει μεταφραστεί στην Ελλάδα.
Το «Μπλε πουλί» το μετέφρασε ο Νίκος Παναγόπουλος.)

ΠΗΓΗ:  www.vakxikon.gr
....................................................................................................................................................................

(Charles Bukowski)

Ποιητής
Ο Χένρι Τσαρλς Μπουκόβσκι ήταν ένας Αμερικανός ποιητής και συγγραφέας, που έζησε κυρίως στο Λος Άντζελες της Αμερικής.

Ο Μπουκόφσκι πέθανε από λευχαιμία  το 1994, σε ηλικία 73 ετών, στο San Pedro της Καλιφόρνια, λίγο αφότου τελείωσε το τελευταίο του βιβλίο «Αστυνομικό» (Pulp). Στον τάφο του είναι γραμμένη η φράση «Don’t Try» (σ.σ: μην προσπαθείς). Ο ίδιος είχε εξηγήσει αυτή τη φράση από το 1963: «Με ρώτησαν «Τι κάνεις όταν δημιουργείς; Πώς γράφεις;» και τους είπα «Δεν προσπαθείς. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, μην προσπαθείς, είτε για τις Κάντιλακ, είτε για να βρεις έμπνευση, είτε για την αθανασία. Περιμένεις και αν δεν γίνει τίποτα, περιμένεις λίγο ακόμα. Είναι σαν ένα ζωύφιο που εντοπίζεις ψηλά στον τοίχο. Περιμένεις να έρθει σε σένα. Όταν φτάσει αρκετά κοντά, τότε το σκοτώνεις»»

 Τον έλκυε το περιθώριο. Έζησε χωρίς συμβάσεις και δεν δίσταζε να το λέει: «Σήμερα δεν έγραψα καθόλου, ήμουν όλη τη μέρα στον ιππόδρομο». Ανέδειξε φτωχούς και απελπισμένους χαρακτήρες στην άνθιση του αμερικανικού ονείρου και μόνο στην Ευρώπη βρήκε την αναγνώριση που του άξιζε. Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι δεν μελέτησε για να γράψει τα θέματα των έργων του, αλλά ήταν κομμάτι του κόσμου που περιέγραφε.
 . Βικιπαίδεια
.......................................................................................................................................................................

Κυνικό θα τον έλεγαν πολλοί και εξαιρετικά αντιλυρικό. Μα είναι από τους συγγραφείς που έχουν γράψει τα πιο αληθινά λόγια ανεξάρτητα από το πώς αυτά φαίνονται. Η αλήθεια του γυμνή ξενίζει αυτούς που έμαθαν ότι η ποίηση είναι εξεζητημένες λέξεις, μεγάλα νοήματα, υπερβολή και όλ’ αυτά για λίγους. Από τους Ζενέ και Σαρτρ έχει χαρακτηριστεί ως ο μεγαλύτερος ποιητής της Αμερικής. Η συλλογή Play the Piano Drunk Like a Percussion Instrument Until the Fingers Begin to Bleed a Bit (Παίξε πιάνο μεθυσμένος σαν να έπαιζες ένα κρουστό όργανο μέχρι τα δάχτυλά σου να ματώσουν λίγο) του 1976 δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά όπως και πολλές άλλες ποιητικές συλλογές του. Πεζά και ποιήματά του συνεχίζουν να εκδίδονται και μετά το θάνατό του. Ένας άνθρωπος του περιθωρίου όπως ο Μπουκόφσκι δε θα μπορούσε να γράφει για τίποτα άλλο εκτός από τον πόνο, την απελπισία και τη φτώχεια. Κατακρίνει την κοινωνία, την πολιτική, τη θρησκεία, τον ίδιο του τον εαυτό.
 της Άννας-Μαρίας Ιακώβου
........................................................................................................................................................................................................................

18 Φεβρουαρίου 2016

"Το αφήσαμε γι'αύριο " κείμενο Χρόνης Μίσιος



Έτσι, μ' αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες μας, σα να είναι βάρος. Και μάς είναι βάρος.  Γιατί δε ζούμε...  κατάλαβες;
Όλο κοιτάμε το ρολόι! Να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ'την αρχή.
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν "αξίες", σαν "ανάγκες", σαν "ηθική", σαν "πολιτισμό".
Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών.
Αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και το διπλανό μας...
Όλα, όλα Σαλονικιέ, τ' αφήσαμε, γι' αυτό το αύριο, που δεν θα 'ρθει ποτέ...
Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο, πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως:
Πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για μας.
Όμως, τ' αφήσαμε για αύριο.
Για να πάμε πού ρε Σαλονικιέ; Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος, και δεν πάμε πουθενά αλλού παρά στο θάνατο.
Και μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό, γιατί χάθηκε άλλη μια μέρα απ' τη ζωή μας, χαιρόμαστε!
Ξέρεις γιατί; Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.
Την καταντήσαμε έναν καθημερινό -χωρίς καμιά ελπίδα ανάστασης- θάνατο!
................................................................................................................................................................




Αποσπάσματα από τον πρόλογο του βιβλίου «Ο καπετάν Μιχάλης», του Νίκου Καζαντζάκη.




Ο πρόλογος είναι του ίδιου του συγραφέα.

» Πολλοί πού διάβασαν τον Καπετάν Μιχάλη θαρρούν πώς τέτοια παιδιά – τέτοια αντράκια, όπως λέμε στην Κρήτη – ποτέ δεν υπήρξαν, ούτε άντρες τόσο χεροδύναμοι, τόσο ψυχοδύναμοι, που ν’ αγαπούν με τόση λαχτάρα τή ζωή και ν’ αντικρίζουν με τόση περιφρόνηση το θάνατο.

 «Πως να πιστέψουν οι άπιστοι τι θάματα μπορεί να γεννήσει η πίστη; Ξεχνούν πως η ψυχή του ανθρώπου γίνεται παντοδύναμη, όταν συνεπαρθεί από μια μεγάλη ιδέα. Τρομάζεις όταν, ύστερα από πικρές δοκιμασίες, καταλαβαίνεις πως μέσα μας υπάρχει μια δύναμη που μπορεί να ξεπεράσει τη δύναμη του ανθρώπου, τρομάζεις… γιατί δεν μπορείς πια να βρεις δικαιολογίες για τις ασήμαντες ή άνανδρες πράξεις σου, ρίχνοντας το φταίξιμο στους άλλους
. Ξέρεις πως εσύ, όχι η μοίρα, όχι η τύχη, μήτε οι άνθρωποι γύρω σου, εσύ μονάχα έχεις, ό,τι και αν κάμεις, ό,τι και αν γίνεις ακέραιη την ευθύνη. Και ντρέπεσαι τότε να γελάς, ντρέπεσαι να περγελάς αν μια φλεγόμενη ψυχή ζητάει το αδύνατο. Καλά πια καταλαβαίνεις πως αυτή 'ναι η αξία του ανθρώπου:

να ζητάει και να ξέρει πως ζητάει το αδύνατο· και να 'ναι σίγουρος πως θα το φτάσει, γιατί ξέρει πως αν δε λιποψυχήσει, αν δεν ακούσει τι του κανοναρχάει η λογική, μα κρατάει με τα δόντια την ψυχή του κι εξακολουθεί με πίστη, με πείσμα να κυνηγάει το αδύνατο, τότε γίνεται το θάμα, που ποτέ ο αφτέρουγος κοινός νους δε μπορούσε να το μαντέψει: το αδύνατο γίνεται δυνατό».

Καλά πια καταλαβαίνεις πως αυτή ‘ναι ή άξια του ανθρώπου : να ζητάει και να ξέρει πως ζητάει το αδύνατο· και να ‘ναι σίγουρος πως θα το φτάσει, γιατί ξέρει πως αν δε λιποψυχήσει, αν δεν ακούσει τί του κανοναρχάει ή λογική, μα κρατάει με τα δόντια την ψυχή του κι εξακολουθεί με πίστη, με πείσμα να κυνηγάει το αδύνατο, τότε γίνεται το θάμα, που ποτέ ο αφτέρουγος κοινός νους δε θα μπορούσε να το μαντέψει: το αδύνατο γίνεται δυνατό.

Το ελληνικό Γένος αν σώθηκε ως τα σήμερα, αν επέζησε υ στέρα από τόσους εχτρούς – εξωτερικούς κι εσωτερικούς, προ πάντων εσωτερικούς – ύστερα από τόσους αιώνες κακομοιριά, σκλαβιά και πείνα, το χρωστάει όχι στη λογική – θυμηθείτε τους τρεις εμποράκους που ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία, θυμηθείτε το 21 – το χρωστάει στο θάμα. Στην ακοίμητη σπίθα που καίει μέσα στα σωθικά της Ελλάδας.

Ευλογημένη ή σπίθα αύτη πού αψηφάει τις φρόνιμες συμβου λές της λογικής, κι όταν φτάσει το Γένος στα χείλια του γκρεμού βάζει φωτιά σε ολόκληρη την ψυχή και φέρνει το θάμα. Στα θά ματα χρωστάει ή Ελλάδα τη ζωή της.
Πατρίδα, πατρίδα, αναστενάζει ό Μακρυγιάννης, ήσουν άτυχη, από ανθρώπους να σε κυβερνούν, μόνο ο Θεός σε κυβερνάει και σε διατηρεί ακόμη. Αλήθεια μόνο ό θεός, μόνο ή σπίθα’ τη στιγμή που κιντυνεύει σε μια γωνιά της Ελλάδας να σβήσει, πετιέ ται σε μιαν άλλη και γίνεται πυρκαγιά…………

….. Πάλι οι φρόνιμοι, οι λιγόπιστοι, δίνουν νηφάλιες ,πολύ λογι κές συμβουλές πώς μπορεί, λένε, μία σπίθα φως να τα βάλει με τόσο παντοδύναμο σκοτάδι; όμως ο αληθινός άντρας δεν απελπίζεται’ ξέρει αυτός πως στον άτιμο, αλλοπρόσαλλο τούτον κόσμο ζουν, ας είναι και σε λιγοστά στήθια, μερικές θεμελιακές αρχές, θυγατέρες του ανθρώπου, πού αυτός τις έπλασε με Ιδρώτα, αίμα και κλάματα, κι είναι αθάνατες- οι περισσότερες γεννήθηκαν στην Ελλάδα, δυό οι πιο τρανές; ή ελευθερία κι ή αξιοπρέπεια του ανθρώπου……………..

…. Η τύχη μας, λέει πάλι ο Μακρυγιάννης, έχει τους ΄Ελληνες πάν τοτε ολίγους· παλαιόθε ως τώρα, όλα τα θηρία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε’ τρώνε, τρώνε, μα μένει πάντα μαγιά. Αυ τή τη μαγιά τηνε λέω σπίθα. Είναι ή σπίθα που καίει αθάνατη μέσα στα σωθικά της Ελλάδας.

Αυτό είναι το μυστικό της Ελλάδας* σαν το παραμυθένιο πουλί καίγεται, γίνεται στάχτη, κι από τι στάχτη ξεπετιέται άνανιωμένη. Δε θα πεθάνει λοιπόν ποτέ ή ράτσα ετούτη ; Δεν μπο ρεί να την εξαφανίσει από το πρόσωπο της γης μήτε καν ή διχόνοια; Όχι, δεν μπορεί, σίγουρα υπάρχει μέσα της κάτι το αναπάντεχο, το ακατάπαυστα ανανεούμενο, το αληθινά θεϊκό· κι εί χαν δίκιο τα παιδικά μας μάτια να ταυτίζουν τα πάθη του Χριστού με τα πάθη της Κρήτης, όπως, είμαι βέβαιος, σήμερα τα μι κρά Κυπριωτόπουλα ταυτίζουν τά Πάθη του Χρίστου με τα πάθη της Κύπρου, και να περιμένουν με ακλόνητη πίστη κι αυτά, όπως κι εμείς τότε, την Ανάσταση.»
................................................................................................................................................................
<< ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΆΛΗς- ΝΙΚΟς ΚΑΖΑΝΤΖΆΚΗς.




Νίκος Καζαντζάκης...
Γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου του 1883...
Πέρασαν 133 χρόνια από τη γέννησή του...ακούστηκαν και γράφτηκαν ανεπανάληπτα βιβλία και αλήθειες διαχρονικές από τον ίδιο...
Και σήμερα έναν αιώνα και περισσότερο μετά , οι αλήθειες του μας πονάνε.. αλλά και μας φωτίζουν δυνατά συγχρόνως...
Η μνήμη συχνά δίνει εκκίνηση για καινούριες σκέψεις και πράξεις...
Το βιβλίο του <<Καπετάν Μιχάλης >> ένα αριστούργημα της Νεολληνικής Λογοτεχνίας, ένας ύμνος στην ανθρωπιά και την ελευθερία.. Δημοσιεύτηκε αρχικά το 1953.

Σοφία Θεοδοσιάδη
....................................................................................................................................................................

 Αλκίνοος Ιωαννίδης - κυρ Μιχάλης ( Χατζιδάκις )


        Άσπρισ’ η κούτρα σου Μιχάλη
αλλά μυαλό, αλλά μυαλό
δεν λέει να βάλει.

Μωρ’ λένε "όχι" στους πολλούς,
τα βάζουνε με τους τρελούς
Μιχάλη μου, κύριε Μιχάλη μου;

Κράτα το στόμα σου κλειστό
κράτα για σε, κράτα για σένα
το σωστό.

Κι άσε με εμένα τον κουτό
κατα πως θέλω να γελώ
το χάλι μου κύριε Μιχάλη μου.


Στίχοι:  
       Ιάκωβος Καμπανέλλης
Μουσική:   Μάνος Χατζιδάκις
Ερμηνεία : Αλκίνοος Ιωαννίδης.
............................................................................................................................................................