Τότε ήταν αλλιώς.Ο χρόνος κυλούσε με μιαν εξαίσια βραδύτητα ( μονότονη,είναι αλήθεια ,και βαρετή -έτσι το νιώθαμε κείνα τα χρόνια )πάντως εξαίσια στην αναπόλησή της.Άδειος από θορύβους ο χώρος κι ο αέρας.Κάθε φωνή,κάθε ήχος είχαν την ιδιαιτερότητά τους,το χαραχτήρα τους με άπειρες προεκτάσεις, όχι μόνον μουσικές αλλά και εικαστικές.Το χτύπημα του τροχού ενός κάρου στο καλντερίμι,το χλιμίντρισμα του αλόγου,πέντε νότες πέφτοντας απ' το παράθυρο στα πανέρια του ιχθυοπώλη, απογευματάκι,καθώς ένα κορίτσι παίζει αδέξια στο πιάνο μια μαθητική σονατίνα,το κακάρισμα μιας κότας στην αυλή,ένα βότσαλο που πέφτει στη θάλασσα, το άναμμα ενός σπίρτου στη μέσα σκάλα ,το πέσιμο ενός φίλου στον ώμο σου,το δυνατό χτύπημα με τα φτερά των περιστεριών,η φωνάρα του ντελάλη ((φτάνει το βαπόρι)),η εσπερινή καμπανοκρουσία μπαίνοντας μ' ευλάβεια στα μικρομάγαζα της αγοράς ,όπου κρέμονται τα πλατιά φύλλα του μπακαλιάρου,το ντιντίρισμα των ποτηριών στην κουζίνα για την ετοιμασία του δείπνου,
__ μνήμες και μνήμες ,να λες και να μη σώνουνται, γιατί τότε ο κάθε ήχος συνεχιζόταν κάπου αλλού,πιο βαθιά και πιο ψηλά,στα πρόθυρα ενός μυστηρίου, κι όλα δείχναν απλά,αραιά κι ευανάγνωστα μα πιο μυστηριώδη _ φθόγγοι και εικόνες και άστρα και νερά,χαώδη πηγάδια ,λυχνίες τριφύλλια κι ένα μανταλάκι μονάχο γαντζωμένο στο σκοινί της πλύσης, έρημο και πολυπληθές, δοξάρι παιδικού βιολιού κι αμίλητο πουλί κι ευεργεσία.
Κι εκείνες οι διψασμένες αισθήσεις ,προπάντων οι προαισθήσεις για κάτι που ήδη γίνεται, για κάτι που εσύ γίνεσαι με μια στυφή μυρωδιά από άγουρο σύκο μόλις κομμένο απ' τη συκιά του πάνω κήπου.Κι άλλες ανατριχίλες σ' όλο το κορμί πάνω στο δέρμα και κάτω απ' το δέρμα που δεν ήξερες από που ξεκινάνε και τι γυρεύουν,ναι, σ' όλο το κορμί, όπως σε κείνη την εικόνα του σχολείου, ένας άντρας γδαρμένος,ζωσμένος από πάνου ως κάτου ,ζουνάρια ,ζουνάρια,μυώνες ,τένοντες,αρτηρίες κόκκινες ,κι άλλα ζουνάρια _ ούτε θυμάμαι τ' όνομά τους_ να τυλίγουν τη μούρη ,το λαιμό,τα στήθια ,τα μπράτσα, την κοιλιά ,τα σκέλια,το φαλλό, τους όρχεις ( έτσι τα λέγαν, κι εμείς γελάγαμε που οι δασκάλοι ήταν βλάκες του καλού καιρού και δεν ξέρανε τις σωστές λέξεις)..
Σε τούτο το μοναχικό ταξίδι σου και πέτα και κολύμπα...γιατί δεν είσαι μόνος...Κοίτα μπροστά σου πως απλώνεται το απέραντο γαλάζιο...έρχεται ο ήλιος από ψηλά και καθημερινά σε γλυκοξημερώνει...Δες ..κοίταξε ψηλά...γλάροι φανήκαν ξαφνικά στο σύντομο το πέρασμά σου..και άκου τους πως τραγουδούν εκεί στον ουράνιο θόλο που είν' το σπίτι τους...στο απέραντο το σπίτι τους...πάνω από τα αφρισμένα κύματα τις περισσότερες φορές...και που δεν τους φοβίζουν...
Κι εσύ που σκιάχτηκες και τρόμαξες...από τα ποδοβολητά, που οι αγροίκοι και οι πολεμοχαρείς εστείλανε στ' αυτιά σου...απορημένος τους κοιτάς...και παγωμένος μένεις.. Ορθώσου κοίτα γύρω σου..όλα για σένα είναι διαθέσιμα από το Δημιουργό...για τη γαλήνη της ψυχής σου..και πάψε να κλείνεις τα μάτια και τα αυτιά στο μεγαλείο το πλούσιο της φύσης.. που σου προσφέρθηκε απλόχερα ..στον δικό σου τον παράδεισο τον προσωπικό για να σε οδηγήσει..Υπομονή και προσμονή..συνεχής και ανεξάντλητη προσπάθεια..αυτά είναι τα μυστικά της κατάχτησης του δικού σου Παραδείσου...Ξημέρωσε και σήμερα και πάλι θα βραδιάσει...δε σταματά καθημερινά ο κύκλος τούτος της ζωής...Κι εσύ να μένεις πάντα εκεί στον κύκλο ''γαντζωμένος'' πότε πατώντας σταθερά κι άλλοτε τρικλίζοντας να ισορροπείς.. γιατί η μεγάλη και απρόσμενη συχνά η ιλιγγιώδης η ταχύτητα ...ίλιγγο και ναυτία να σου φέρνει..
Θαρρώ πως το ταξίδι αυτό αξίζει ιδιαίτερα της δικής σου προσοχής...Είναι στιγμές που σκέφτεσαι αν άξιζε τον κόπο... καθώς γύρω - τριγύρω σου οι άναρθρες κραυγές πολλές φορές των φίλων σου σε αποπροσανατολίζουν...Κάνουνε τους ειδήμονες..και με σωρεία ''σκουπιδιών''και πληροφοριών..ασχέτων μεταξύ τους..λόγω της ημιμάθειας..να σου σερβίρουν προσπαθούν την ''ψυχοπονιάρικη ''την αίσθηση και την αντίληψή τους... προσπαθώντας να γεμίσουν το κενό της άμοιρης λειψής ψυχής τους..και να στραφούν τα βλέμματα επάνω τους...για να μπορέσουν άλλη μια φορά να νιώσουνε σπουδαίοι..μέσα από την ''λαοπλανίστικη''αντίληψη και του συρμού την γνώμη... Μην κάνετε δώρο στην μίζερη και την ανούσια την αφεντιά τους..που φοβάται τη χαρά..και δεν έμαθε να διαχειρίζεται την ευτυχία...τις όμορφες στιγμές που μάθατε να ρουφάτε και να αντιλαμβάνεστε και υπόγεια σας τις καταστρέφουν..κρατείστε το ''δωράκι'' καλά όπως εσείς εμάθατε να ζείτε..μόνο για σας..με το δικό σας νου....
Μα ναι ...απαντάς χωρίς περιστροφές...πως άξιζε τον κόπο κι έχεις απάντηση ξεκάθαρη για τον πολύτιμο εαυτό σου...Ναι...ναι.. τον άξιζε τον κόπο.. που ζω εδώ..είναι γιατί εγνώρισα εσένα και το Γιώργο και το Λάκη και το Γιάννη και τη Μαίρη και την Ελένη και την Άννα και την Ηλιάνα και το Φοίβο..και την Κλειώ...όλους εσάς που ήρθατε πάνω στον κύκλο της ζωής μου και εκεί μαζί στροβιλιστήκαμε..και τραγουδήσαμε από μικρά παιδιά.. μα και μεγάλοι τώρα...ετούτο το τραγούδι της ζωής...που μας εχάρισε αξέχαστα δειλινά και πορφυρά ηλιοβασιλέματα...
''Στροβιλιστείτε'' άφοβα και με σπουδή περίσσεια αν μπορείτε εσείς ,γιατί ο χρόνος σας δεν είναι άπειρος και καθημερινά στενεύει.. ''στο βαλς ετούτο της ζώής''...γιατί είναι η ίδια η ζωή μας και έτσι και αλλιώς... και όσο ένα όμορφο και αγαπησιάρικο βαλς κρατάει...γεμάτο πάθος και συναισθήματα βαλσάκι....κι αλλοίμονο σ'αυτόν που δεν το εκατάλαβε.. και στάθηκε αφελής απέναντι στο χρόνο.Στο τέλος του στροβιλίσματος...θάναι γεμάτη η καρδιά από τους ήχους και τα χρώματα ενός ολόκληρου λευκώματος..γεμάτου από σελίδες μοναδικές πολύχρωμες,γεμάτες με χαρταετούς που επετάξαμε και άλλοτε σκαλώσανε στα δέντρα, μέσα στου χρόνου το τετράδιο..καλά ''καρφιτσωμένες''!!!!!!! Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη .............................................................................................................
Κάποτε ήταν ένα πολύ όμορφο κορίτσι, που το έλεγαν Αμάτα και ζούσε σ'
ένα μικρό χωριό, περικυκλωμένο από δάση, στους πρόποδες ενός ψηλού
βουνού. Η Αμάτα ήταν ονειροπαρμένη και είχε όλο παράξενες ιδέες.
Φανταζόταν πως υπήρχε κάποιος άντρας στο φεγγάρι που της χαμογελούσε από
ψηλά κάθε βράδυ.
"Θέλω να τον παντρευτώ, μαμά", έλεγε πεισματάρικα. "Είναι ο ομορφότερος άντρας που έχω δει ποτέ".
"Δεν υπάρχει κανένας άντρας στο φεγγάρι", ανταπαντούσε απότομα η μητέρα
της. "Καιρός να βάλεις στην άκρη τα παιδιάστικα ονειροπολήματά σου.
Πολλά παληκάρια του χωριού, ζήτησαν το χέρι σου. Ξέχνα το φεγγάρι και
διάλεξε ένα από αυτά".
Όμως, η Αμάτα, αν δεν μπορούσε να έχει τον άντρα από το φεγγάρι, δεν
ήθελε κανέναν άλλον. Εκείνο το βράδυ, έβαλε τα υπάρχοντά της σε μια
τσάντα και το έσκασε από το χωριό. Θα πήγαινε να βρει τον άντρα των
ονείρων της και θα του έλεγε πόσο τον αγαπούσε. Εκείνος όμως, θα της
απαντούσε?
Η Αμάτα περιπλανήθηκε στο δάσος, κρυφοκοιτάζοντας μέσα από τα δέντρα.
Το φεγγάρι ήταν τόσο ψηλά στον νυχτερινό ουρανό...πως θα έφτανε τον
αγαπημένο της? Προσπάθησε να τον φωνάξει, αλλά η φωνή της πνιγόταν από
τους ήχους των πλασμάτων της νύχτας. Προσπαθώντας να τον αγγίξει,
σκαρφάλωσε στο ψηλότερο δέντρο του δάσους, σκίζοντας το φουστάνι της στα
κοφτερά κλαδιά. Και πάλι όμως το φεγγάρι ήταν πολύ μακρυά.
Η Αμάτα κατέβηκε από το δέντρο και προσπάθησε να σκεφτεί. Στο τέλος
αποφάσισε να σκαρφαλώσει στο βουνό. Θα έφτανε το φεγγάρι από την κορυφή
του?
Ξεκίνησε να ανεβαίνει το μονοπάτι, ακολουθώντας τα πανάρχαια περάσματα
που είχαν ανοίξει οι βοσκοί, αφήνοντας πίσω της το φιλόξενο δάσος. Το
χιόνι στο βουνό, μελάνιασε τα γυμνά πόδια της και οι αιχμηρές πέτρες,
ξέσκισαν τις μικρές πατούσες της, αλλά εκείνη δεν έδινε σημασία. Έφτανε
πιο κοντά στον άντρα που αγαπούσε. Τίποτα άλλο δεν είχε σημασία. Όταν
έφτασε στην κορυφή του βουνού, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και
φώναξε: "Γειά σου..γειά σου.."
Και πάλι όμως ο άντρας στο φεγγάρι, ήταν πολύ μακρυά. Βαριά σύννεφα
φορτωμένα βροχή, σχημάτισαν μια κουρτίνα ολόγυρά του και εξαφανίστηκε
από τα μάτια της. Το καημένο το κορίτσι, πήρε με δυσκολία το δρόμο του
γυρισμού, κλαίγοντας με λυγμούς από την απελπισία. Ήταν αποφασισμένη να
μην επιστρέψει στο χωριό της. Αν δεν μπορούσε να έχει τον άντρα στο
φεγγάρι, δεν ήθελε κανέναν...
Στο δάσος σταμάτησε για να πλύνει τα κουρασμένα και πληγιασμένα πόδια
της σε μια λίμνη. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, το φεγγάρι ήταν εκεί,
φανερωμένο πια από τα σύννεφα και επέπλεε στο νερό της λίμνης. Η Αμάτα,
είχε ανεβεί στην κορυφή του βουνού για να τον φτάσει, όμως αυτός ήταν
εκεί, μπροστά στα πόδια της. Τι όμορφος που ήταν και πόσο χαρούμενος
φαινόταν που την έβλεπε! Άπλωσε το χέρι για να του χαϊδέψει το πρόσωπο
και έπεσε με το κεφάλι μέσα στη λίμνη. Το τελευταίο πράγμα που είδε,
ήταν το χαμόγελό του...
Ψηλά, ανάμεσα στ' αστέρια, ο θεός Τούπα, που παρακολουθούσε όλο αυτό
τον καιρό την Αμάτα, δεν άντεξε τόσο πόνο. Ένα τόσο γενναίο κορίτσι,
άξιζε καλύτερη μοίρα, ένα πιο ευτυχισμένο τέλος. Ο θεός, ανοιγόκλεισε τα
μάτια και η Αμάτα, επέπλευσε και πάλι στην επιφάνεια του νερού,
μεταμορφωμένη σ' ένα πανέμορφο νούφαρο.
Ακόμη και σήμερα, το νούφαρο και ο άντρας στο φεγγάρι συναντιούνται
κάθε βράδυ στη λίμνη και θαυμάζει ο ένας, την αιώνια ομορφιά του
άλλου... Παραμύθι από την Αργεντινή. ............................................................... Πάντα μέσα μας βαθειά, σαν την Αμάτα του παραμυθιού θα ψάχνουμε τον έναν ...τον μοναδικό...τη μία την ξεχωριστή..όχι το άλλομας μισό...αλλά το υπέροχο εκείνο κομμάτι μας...που μένει διψασμένο στο χρόνο...αυτό μονάχο τη δροσιά θα αναζητά στης λίμνης τα νερά...για να ριζώσει...νούφαρο να γενεί...κι ας είν' οι ρίζες του τόσο ευάλωτες...κι ας πλέουν μέσα στα νερά..Του αρκεί που θα νιώσει ...πως έζησε για μια στιγμή...αυτό το μεταξένιο του το πέταλο...πως ακούμπησε στης λίμνης που έψαχνε...σε κείνα τα νερά...Να τραγουδάς δεν είναι εύκολο ποτέ σου τόσο μαγικά...σαν αυτό το παραμύθι σου δεν το πλησίασες..έστω για μια φορά... Και με την υπέροχη μουσική του Tchaikovsky στη λίμνη των κύκνων...ΚΑΛΟ ΣΑς ΒΡΑΔΥ!!!... η φίλη σας Σοφία....
Κι εγώ που θέλησα στις ανοιχτές τις θάλασσες να ταξιδέψω τα όνειρά μου..που θέλησα στεριές να πιάσω στέρεες...και όμορφες...στεριές που να μου δίνουν μια πατρίδα αλλιώτικη...φόρεσα το φουστάνι μου το θαλασσί ..ξυπόλητη...στη θάλασσα να περπατήσω...σαν νάμουνα αερικό...σαν ξωτικό...από αλλού φερμένο...Και επερπάτησα πολύ...και εταξίδεψα και τάβρεξα τα πόδια μου και το μακρύ μου το φουστάνι μου το θαλασσί...Και πίστεψα...και ήλπισα ...πως το σκαρί που με ταξίδευε...δε θάμπαζε νερά από πουθενά...όσο κι αν εκινδύνευε...στις τρικυμίες και στις φουρτουνιασμένες θάλασσες...Κι ήρθαν χρόνοι''δίσεκτοι'' και λέν παντού πως κρίση εξαπλώθη...Λένε πως μας τελειώσαν τα λεφτά...τα ''δανεικά'''και πια δε μας δανείζουν...Και κλαίμε και υποφέρουμε...πότε στα φανερά και πότε στα κρυφά..Και ναι.. όσο και αισιόδοξη...και ''ταξιδιάρικα όνειρα'' κι αν θέλησα κι εγώ μαζί με σας για να κάνω..έρχονται κάτι δα στιγμές που μένω άφωνη...όχι μπρος μοναχά στα άδεια πορτοφόλια...μα περισσότερο ''φουρκίζομαι''και μένω άφωνη..μπρος στα άδεια και τα κούφια μας ''μυαλά''..
Και σκέφτομαι..κι αναρωτιέμαι αληθινά...αν έχει μέλλον φωτεινό...τούτος εδώ ο τόπος..όσο κι αν δηλώνω αγωνίστρια και αισιόδοξη...το δάκρυ μου τις νύχτες...έρχεται και με συναντά..Γιατί πως να την επεργαστώ την τόση ''φτήνια ''των ανθρώπων...κάποιων ανθρώπων δυστυχώς...και όχι και τόσο λίγων...Που ''μόδα''κάνουν τον ''νεοπλουτισμό''και καταστρέφουν και απελπίζουν γύρω τους ''εξαίρετα και φωτεινά μυαλά'' και θλίψη τα γεμίζουν..Ένα μονάχα περιστατικό θα σας διηγηθώ που έπεσε αναπάντεχα εις την αντίληψή μου...και με έκανε και εκατάλαβα..πόσο μεγάλη είν' η κρίση στα μυαλά του Νεοέλληνα...και πόσο χαμηλά τον σέρνει σαν ανούσιο ''σκουλήκι''..
Γιατί ''σκουλήκι'' αυτός λογίζεται...που για ένα μέταλλο ..ένα δαχτυλίδι ασήμαντο...τον συνάνθρωπό του υποτιμά.Γύρω από ένα τραπέζι κάθονται νέοι άνθρωποι και συζητούν...μια όμορφη βραδιά Καλοκαιριού...του φετεινού Καλοκαιριού...που μόλις έσκασε μύτη εμπρός μας...Είναι μια παρέα όμορφη...από φίλους λατρεμένους...είναι και μια κοπελλιά...που σύντροφος νέα λογίζεται...ενός από την παρέα...Είναι στα πλουμιστά ντυμένη και αστραφτερή...και συνεχώς το χέρι φέρνει εις το πρόσωπο ...και προκλητικά θέλει η συζήτηση να περιστρέφεται γύρω από το δαχτυλίδι που φορά...αυτό το διαμαντένιο..και να διαφημίζει και το μαγαζί που το αγόρασε...που είναι και πανάκριβο...και να κοιτά υποτιμητικά και την ομήγυρι..που καθόλου δεν της μοιάζει...Αφελώς κάποια φίλη τη ρωτά πούθε το ''ψώνισε'' το λαμπερό απόχτημά της...Κι αυτή με ειρωνεία ευθύς της απαντά..: Γιατί ρωτάς...λες και μπορείς ποτέ σου να το αγοράσεις..?
Σηκώνεται με μιας και φεύγει απ' την ομήγυρι γιατί θαρρεί πως στον ''κύκλο''αυτό ..εκείνη δεν ανήκει..Και η φίλη μου που σιωπηλή δέχεται αυτή την προσβολή...γυρίζει στους υπόλοιπους τους φίλους της..όχι εκνευρισμένη..μα ούτε καν και θυμωμένη..Θλιμμένη είν' μονάχα και της απαντά.: τι να σου λέω τώρα κοριτσάκι μου..που εγώ απ' τα 15 εδιάβαζα:
<< Να ζεις και να μαθαίνεις και να αγαπάς...Μπουσκάλια>>. Τι άραγε να καταλάβεις τώρα εσύ ? Κι εγώ που τα μεγάλα μου τα όνειρα τα εταξίδεψα..με κείνο το υπέροχο το θαλασσί μου το φουστάνι..που τώρα δα λερό στέκει στην άκρη της θάλασσας..τώρα κατάλαβα και ''κρίση ''Στην Ελλάδα τι σημαίνει...Είναι μεγάλη η κρίση αξιών...και δεν γνωρίζω ειλικρινά καθόλου και το μέλλον... Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη. ..............................................................................................................
Και με τους στίχους του Ελύτη...ας κυνηγήσουμε τα όνειρά μας... Από τους χρόνους τους παλιούς το `χω βαθύ μεράκι
να βγω στις πέρα θάλασσες να βρω το μαγισσάκι.....
«Όσο
θυμάμαι…τη στεναχώρια μου τη μεγάλη που με τραβήξανε απ’ το σχολείο,
ενώ εγώ λαχταρούσα να μάθω γράμματα. Και τώρα στο πιάτο τούς τα δίνουν
όλα και τα κλοτσάνε. Μανία καταστροφής έχει πιάσει τη νεολαία. Τίποτα
δεν είναι πια άξιο σεβασμού. Κι εμείς υπήρξαμε παιδιά. Κι εμείς κάναμε
τρέλες. Αλλά υπήρχε κι ένα φρένο. Υπήρχε το καλό παράδειγμα. Αυτό
ακριβώς που λείπει σήμερα…Εμάς μας διδάσκανε πώς να γίνουμε χρήσιμοι
άνθρωποι, για να προσφέρουμε στην πατρίδα, όχι για ν’ αρπάξουμε. Τώρα τα
παιδιά κοιτάνε γύρω τους και βλέπουν πως όλοι αρπάζουνε. Καίνε λοιπόν
τα βιβλία, σπάζουν τις πόρτες, βρωμίζουν τους τοίχους. Πώς είναι δυνατόν
να πείσεις το παιδί –κάθε ανώριμο άνθρωπο- να κάνει το σωστό όταν
κανένας άλλος δεν το κάνει; Είδες χτες τη Μαντόνα; Αηδία μου ήρθε κι
έκλεισα την τηλεόραση…Τελικά, μ’ αυτό το κουτί μας πασάρουν το μηδέν, το
κάτω απ’ το μηδέν. Αδειάζουνε το κεφάλι του κόσμου και το γεμίζουνε
Μαντόνες. Μα όχι, πες μου, άδικο έχω; Φωνή δεν έχει, σα μύξα είναι,
χυδαία είναι, αντιπαθητική είναι, σιχαμένη είναι, κακόγουστη είναι, σταρ
είναι! … Κοσκωτάδες από δω, Μαντόνες από κει, άντε ν’ αναθρέψεις
παιδιά! Θα μου πεις, και το καλό παράδειγμα υπάρχει. Υπάρχει, αλλά δε
φαίνεται. Οι άλλοι έχουν όλα τα μεγάφωνα. Το λαϊκό οργανοπαίκτη που
άνοιξε σχολή και διδάσκει τη δημοτική μας μουσική, τα παραδοσιακά μας
όργανα, ποιος τον βλέπει, ποιος τον ακούει, ποιος τον ξέρει; Με το
τσουβάλι πετάνε τα λεφτά στους ποδοσφαιριστές, για να πηγαίνουνε τις
Κυριακές οι φίλαθλοι, να ρημάζουνε τα γήπεδα. Και ούτε μια επιτυχία.
Πάτοι σε όλα»
«-Αν
θέλεις να ζήσεις καλά, σ’ ό,τι κάνεις, να βάζεις αγάπη. Μα ασπρόρουχα
ζεματάς, μα νταντέλες πλέκεις, μα τα μωρά κοιμίζεις…Είχε πολύ μεράκι η
μητέρα μου. Να μου πεις, όλοι τότε μερακλήδες ήτανε. Τώρα τι κάνουμε.
Που απ’ όλα έχουμε, κέφι δεν έχουμε. Απ’ όλα έχουμε, χαρά δεν έχουμε.
Πώς άλλαξε έτσι ο κόσμος, μου λες; Σα να ‘πεσε ένας βαρύς μπερντές και
σκέπασε ό,τι αγαπούσαμε, ό,τι μας γέμιζε την ψυχή. Γι’ αυτό η ψυχή
–χωρίς ελπίδα, πίστη και αγάπη- μαραγκιάζει. Το σκέφτομαι, το
ξανασκέφτομαι, δεν μπορώ να το ξεκαθαρίσω: πιο πολύ τον ωφελεί ή τον
βλάπτει τον άνθρωπο το χρήμα;»
Ένα
εξαιρετικό κείμενο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, ένας ύμνος στην
αισιοδοξία, στη δύναμη του ανθρώπου, στο σθένος, στη θετική ματιά, στην
ψυχική ανάκαρα και ταυτόχρονα ένα δριμύ «κατηγορώ» στα κακώς κείμενα
της εποχής της ηρωίδας (από το 1922 ως τη Δικτατορία), τα οποία όμως
δυστυχώς βρίσκουν εφαρμογή και στη σημερινή κοινωνική, πολιτική και
οικονομική κατάσταση της Ελλάδος.
της Λίας Μεγάλου Σεφεριάδη. ..............................................................................................................
H ώρα του έτους που αγαπώ είναι το
καλοκαίρι. T’ αληθινά καλοκαίρια όμως της Aιγύπτου ή της Eλλάδος ― με
τον δυνατόν ήλιο, με τα θριαμβευτικά μεσημέρια, με τες εξηντλημένες
Aυγουστιάτικες νύχτες. Δεν μπορώ να πω όμως που εργάζομαι
(καλλιτεχνικώς, εννοώ) περισσότερο το καλοκαίρι.
Eντυπώσεις με δίδουν
πολλές η καλοκαιρινές μορφές κ’ αισθήσεις· αλλά δεν παρετήρησα να τες
υπετύπωσα ή να τες μετέφρασα κατευθείαν εις φιλολογικήν εργασίαν. Λέγω
κατ’ ευθείαν· Διότι η καλλιτεχνικές εντυπώσεις κάποτε μένουν καιρόν
αχρησιμοποίητες, παράγουν άλλες σκέψεις, μεταπλάσσονται από νέες
επιρροές, και όταν αποκρυσταλλούνται εις γραπτές λέξεις, δεν είναι
εύκολο να ενθυμηθούμε ποια ήταν η ώρα της πρώτης αφορμής, από πού η
γραπτές λέξεις αλήθεια πηγάζουν.
Καλοκαίρι. Ας ξεκινήσουμε για τα λιβάδια, αγαπημένη, γιατίσιμώνει ο θερισμός, και του ήλιου τα μάτιαωριμάζουν το σπόρο.Ας ποτίσουμε τους καρπούς της γης, όπωςτο Πνεύμα τρέφει τ’ άνθη της Χαράςαπό τους σπόρους της Αγάπης, βαθιά σπαρμένους στην καρδιά μας.
Ας γεμίσουμε τα καλάθια μας με τ’ αγαθά της Φύσης,όπως η ζωή μ’ αστείρευτη απλοχεριάπλουσιοπάροχα γεμίζει τις καρδιές μας.Ας κάνουμε στρώμα τα λουλούδια, καισκέπασμα τον ουρανό, κι ας γείρουμε μαζίσε προσκεφάλι από μαλακό σανό. Ας ξαποστάσουμε μετά από το μόχθο της μέρας,κι ας ακούσουμε το προκλητικό μουρμουρητό του ρυακιού. ...........................................................................................................