|
φωτο : από το διαδίκτυο
|
Καθώς ο μήνας έφτασε..του χρόνου ο τελευταίος..
στην απεραντοσύνη του ορίζοντα..στο γκρίζο του βουνού..
σκέψεις γλυκές με συναντούν..περιδιαβαίνοντας..
καθώς το χιόνι εβάλθηκε να διαπερνά..
βαθύτερα απ' το σώμα μου..να φτάσει στην ψυχή μου..
λευκή να μου φορέσει τη ''στολή'' ..
της πεμπτουσίας μου την εξομολόγηση..να φτάσω..ν' ασπαστώ..
στολίσαμε τα δέντρα μας..του δάσους τα κομμένα..
φορέσαμε και φορεσιά στο νου και στην ψυχή μας..
κρεμάσαμε μπαλίτσες πλουμιστές..βάλαμε και φωτάκια..
για να φωτίσουνε τα εντός..μήπως και φωτιστούμε..
είν' παλαιόθεν η φωλιά μας σκοτεινή..
από της Γένεσης τους χρόνους..
χωρίς λαμπιόνια επιθυμητά..χωρίς της προσμονής το αστεράκι..
εκεί ψηλά θα το εστήσουμε..επιθυμία διακαής ..
από ψηλά να μας κοιτά..το δρόμο μη και χάσουμε..
στης ευσπλαχνίας τα μέρη...
Να ξαναγίνουμε παιδιά..τα κάλαντα να πούμε..
είν' καλαντάρης ο Δεκέμβρης μας..τούτος ο τελευταίος..
να κοκκινίσει η μύτη μας..
στη χόβολη να πιούμε τον καφέ μας..
όσοι πιστοί προσκυνητές της αναζήτησης..
του κάλλους και της ομορφιάς..
του γαληνέματος ψυχής..προσέλθετε..πιστοί μου θιασώτες..
βουτήξτε μες στην κολυμβήθρα του λευκού..
ν' αγγίξουν οι νιφάδες του χιονιού..ελπίδα μας μοναδική..
το άσπρο..το κομμάτι το μικρό..
εκείνο της ψυχής μας..
<<Καλώς τον ''καλαντάρη'' μας το μήνα το Δεκέμβρη>>
Η φίλη σας Σοφία Θεοδοσιάδη.
..............................................................................................................
Και τώρα που τα χρόνια επεράσανε..
στου λυκαυγούς το τρυφερό ψηλάφισμα..
ξεμάκραινε ολοένα μακρινά..το απρόσμενο φευγιό σου..
έλα σιμά μου κάθησε..
στο θρόϊσμα του ίσκιου σου..για να σε αναστήσω..
και τώρα που οι πλεζέρες κατεβήκανε από την κεφαλή μας..άκουσον..άκουσον με προσοχή..
και μάθε τα μαντάτα..
τώρα που τα τσαντόρ τους τα μεταξωτά..
ξεσκέπασαν για τα καλά..
το νου και της ψυχής τα μυστικά τους..
τώρα που ξεσκεπάστηκαν οι άχρωμες ιδέες τους..
του προηγούμενου αιώνα θιασώτες των ταμπού ..
και οι προκαταλήψεις..
τώρα που εμεγάλωσα πολύ..και αποφάσισα ξανά..
το στάρι μου να ξεδιαλύνω από τη βρώμη..
ας κοιταχτούμε το πρωί..την ούγια τους ας ψάξουμε..
μπροστά εις τον καθρέφτη μας του χωλ..
μήπως και διακρίνουμε στους φίλους τους περαστικούς..
τη λέξη ''υποκρισία''...
ήρθαν που λες απ' την απάνω γειτονιά να με παρηγορήσουν..
η κυρά Κατερινιώ μας ..το Λενιώ..και η κυρά -Μαλάμω..
κρατούσανε και πρόσφορο..
απ' του παπά μας του χωριού..ήτανε διαβασμένο..
μου μίλησαν για τις ψυχές..τις πετρωμένες τις αγάπες..
αυτούνες που δε γνώρισαν θάνατος τι σημαίνει...
εκειές που μεγαλόσταυρους εφωτογράφιζαν..
μπρος στου παπά τα γένια..
τούτες που αυτόχθονες θαρρείς..
την ψυχική τους τη συσκότιση..εδέναν στο τσαντόρ..
κι ύστερα πήγαιναν στον καφενέ..
από την κλειδαρότρυπα λαγνεία να ψαρέψουν..
τη φορεσιά να δουν των τεθλιμμένων και το χρώμα της..
με γράδο και τη θλίψη να μετρήσουν..
''περί υποκρισίας το ανάγνωσμα''..
είχε αλλάξει η μορφή..το πρόσωπο χαμένο..
μαυροκιτρίνιζαν στην πείνα τους..
σκορπίζαν τη μιζέρια τους..στου πρόσφορου το τάσι..
Αλίμονο!!! και τρισαλί!!!
ποτές κανείς δεν τους εμίλησε
για την πολυπλοκότητα..την ερημία της ζωής τους..
ποτέ κανείς και δεν τους έδειξε το χρώμα του θανάτου..
Γυρίζουν μέσα στα σοκάκια ελλειπείς..
την ευτυχία ψάχνοντας στα δάκρυα των γειτόνων..
στα χωρατά και τα κουτσομπολιά..την ύπαρξη γυρεύουν..
Γι αυτό σου λέω..κατέβα αν μπορείς..
απ' τα μαλλιά της Βερενίκης..
έλα κοντά και κλείσε μου το μάτι απ' την αρχή..
γνέψε με πως εννόησες..
την άγνοια των άνοων..και της κενής ψυχής τους..
συνεταιράκι στη ζωή..άσε με να ονειρευτώ..
πως εταξίδεψα το λυκαυγές....
εστέγνωσα τις στάλες της βροχής..
στο ουράνιο τόξο της ψυχής σου..........
''κρατούσανε και πρόσφορο'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη....
.........................................................................................................
Να θυμηθείς..μην ξεχαστείς..
φεγγάρι μου ατέλευτο..
απόψε μην τσιγγουνευτείς..ελέω Θεού..
κατέβα..κατηφόρισε..απ' την ουράνια σκάλα..
μόν' αλαφροπερπάτα τα..σηματοδότης φωτεινός..
τα απροστάτευτα..της Γης τα χωματένια μου
τα ολισθηρά μου μονοπάτια..
μη μένουνε στου σκοταδιού..σβηστά..
σινιάλο στείλε να σε καρτερώ..
σίμωσε αργά στο μαξιλάρι μου..
πάρε με στο βαγόνι σου
νυχτός πρελούδιον ξεχωριστόν..
πεντάγραμμο μονάχα για τα 'με
με πένα στρογγυλή για να συνθέσεις..
εσύ κι εγώ..τη νύχτα να νικήσουμε..
να τα φωτίσεις τα κελιά..
τ' ανήλιαγα που καρτερούν..
στους μαυρισμένους κήπους..
να τραγουδήσεις της καρδιάς..
να την γλυκοφιλήσεις..
με λήστεψαν οι σκέψεις τους..
με τσάκισε η απονιά..η παγωνιά του νου τους..
όλοι θαρρούν..πολλά θαρρούν..σκληρά θαρρούν..
δεντρί νομίζουνε ατσάκιγο..
στο δάσος πως φυτρώνω..
μα είναι νυχτιές που τα λυγίζω τα κλαριά..
στο φως σου ν' ακουμπήσω..
ν' ακούσω τη φλογέρα σου..
στους ίσκιους απ' τους ήχους τους..
στα μαγισσάκια να παραδοθώ..
στο άγγιγμα..γλυκός ο αναπαμός μου!!!
'' νυχτός πρελούδιον'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
............................................................................................................
«Επειδή η δικαιοσύνη της πόλης του Σόλωνα
τεχνουργεί την ομοιότητα των πολιτών σε βάση φυσική, δεν υπάρχει
ισοκατανομή των αγαθών, ούτε εξομοίωση των ποιοτήτων, ούτε η αταξική
κοινωνία. Και οι πολίτες της πόλης του Σόλωνα δεν είναι ούτε οι Ουριήλ,
ούτε οι Γαβριήλ και οι άλλοι άγγελοι. Ο Σόλων, ο μεγαλύτερος ριζοσπάστης
και οραματιστής, είναι συντηρητικός.
Έτσι, η ισότητα της
δημοκρατίας του Σόλωνα εδράζεται απάνου στη φυσική ανισότητα των
πολιτών, που παρότι ανισότητα κατά το όμοιο, (όλοι οι δάσκαλοι λόγου
χάρη δεν έχουν το ίδιο ταλέντο), ωστόσο είναι ισότητα κατά το διάφορο,
δάσκαλοι και πολιτικοί και μαστόροι, λόγου χάρη, είναι ίσοι απέναντι
στην πόλη.
Την ισότητα των πολιτών κατά το διάφορο μέσα στην πόλη
τη θεσπίζει η ίδια η ισότητα των όντων κατά το διάφορο μέσα στην φύση. Ο
λόφος λόγου χάρη, έχει τον ιδικό του λόγο απέναντι στο όρος. Η κρήνη
έχει την ιδική της φυσιογνωμία απέναντι στον ποταμό. Ο γαλάζιος αστέρας
στέκεται άφταστος στον ουρανό, αλλά ο ταπεινός λύχνος είναι ο
χρειαζούμενος στην κάμαρη.
Τέτοιας λογής και τόσο βαθύς είναι ο φυσικός λόγος που οργανώνει την ηθική τάξη στη δημοκρατία του Σόλωνα.
Οι πολίτες του Σόλωνα αγαπούσαν την πόλη τους, όπως αγαπούν χωρίς να το
ξέρουν, οι μοσκιές τον Μάη, οι μέλισσες την μελισσοφωλιά, και τα
κυπαρίσσια την αψηλή ησυχία τους.»
Δ. Λιαντίνης - Τα Ελληνικά, σελ. 166
.............................................................................................................
Σημείωση: Αφού πρώτα σου καλλιεργώ ελπίδα..
σου μιλώ για Δημοκρατία..για δικαιοσύνη..
για κράτος δικαίου..ίσων ευκαιριών..
σου σπέρνω απογοήτευση..σ' αφήνω να ψάχνεις..
να νομίζεις..να επενδύεις στη χώρα που σε γέννησε..
έρχομαι μετά και σε δικάζω..σε καταδικάζω..
σε αποτελειώνω..σε θάβω στο βυθό..
χωρίς καν να ψάχνω το αίτιο και το αιτιατό..
της παρεκτροπής και της απειθαρχίας..
της ''εξαπάτησης'' και του δόλου...
Απονενοημένη πράξη η εξαπάτηση?
Ανάγκη επιβίωσης?
Ανάγκη πλουτισμού?
Τις πταίει στ' αλήθεια ..αιώνες ψάχνοντας..
και δεν τη συναντά τη χώρα της κατ' ουσίαν Δικαιοσύνης?
<<Οι πολίτες του Σόλωνα αγαπούσαν την πόλη τους,
όπως αγαπούν χωρίς να το
ξέρουν, οι μοσκιές τον Μάη,
οι μέλισσες την μελισσοφωλιά,
και τα
κυπαρίσσια την αψηλή ησυχία τους.>>
Οι σημερινοί πολίτες αγαπούν την πόλη τους?
Η πόλη τους αγαπά?
Ιδού το ερώτημα..
Τις πταίει?
η φίλη σας Σοφία
............................................................................................................
|
art : Pawel Kuczynski |
Κι ο ποιητής με ορμήνεψε..
πως σαν με παραμύθι θα στην πω την πίκρα τη μεγάλη..
είναι που την ακούς γλυκύτερα..και θλίψη δε σε πιάνει..
Στων ξιπασμένων βρέθηκα που λες τη γειτονιά..
κάστανα και φουντούκια να μαζέψω στην ποδιά μου..
στη σόμπα να τα ψήνω μες στη Χειμωνιά..
στο παραγάδι τα κορίτσια να ζεσταίνω..να γλυκαίνω..
Εκοντοστάθηκα που λες κυρ- Νικολή..
στης ημιμάθειας το τσαρδί το χρυσοπλουμισμένο..
είδα σπουργίτια πεινασμένα να τσιμπολογούν..
τους σπόρους απ' τα δέντρα πεταμένους..
εκοντοστάθηκα και δις..
κι ένα πουλί..βραχνή την είχε τη φωνή..
ξεμάκραινε από τ' άλλα..
δεν είχε σπουργιτιού..μηδ' αηδονιού λαλιά..
του παγωνιού εθύμιζε κορώνα..
ωσάν το ντέφι τ' αδειανό..ήχους σκορπούσε στον αγέρα..
εσίμωσα...
κάτω απ' τις κλάρες που τα γέλια..τα χαχανητά
μοιραία με καλούσαν...
και τι θαρρείς πως γέμισαν τ' αυτιά..
απ' της Λωλός και του Λωλού το στόμα..?
ακατανόητες τις λέξεις τους αράδιαζαν..
τους μορφωμένους παριστούσαν..καμωνόταν..
επίτηδες..φορούσαν τις δαντέλλες τους της ξιπασιάς..
λοφίο φόραγαν σα 'ρσενικά παγώνια..
εντύπωση μες στο χωριό..
στις δόλιες..στις αυθεντικές..
στα ροζιασμένα απ' τη ζωή τα δάχτυλα..
της σύγχισης ''κεντίδια'' να πουλήσουν..
Ήθελαν να τους λένε ποιητές τρανούς..
και συγγραφείς μεγάλους..
ασφυχτιούσανε σε ταπεινό τσαρδί..
το χαμηλό..δεν άντεχαν το φως του..
πυρηνικοί επιστήμονες εις τους κατακλυσμούς..
είχαν και υποταχτικούς..να στήνουν το τσαρδάκι..
Τις λέξεις τα στιχάκια τους..στραμπούλαγαν καθημερνά..
τη γύμνια της αισθητικής..τη φτώχεια τους να κρύψουν..
κι από την άλλη τίτλους έψαχναν..οικόσημο
του ένα..του μοναδικού..του κουλτουριάρη την κονκάρδα....
τ' άλλο πρωί που ξύπναγαν νωρίς.. γινόταν θεατρίνοι..
καθρέφτη δεν αγόραζαν..
το είδωλο δεν γνώριζε αποτύπωμα..
στη σύγχιση επόνταραν..στο θόλωμα..
στο νου των επιπόλαιων αγνοούντων..
Έτσι κυλούσε ο καιρός..στης ξιπασιάς τα μέρη..
μονάχοι στο τσαρδάκι τους γυαλίζονταν..
ως άλλοι Νάρκισσοι κουτοί..απελπισμένοι..
αυτοεβαυκαλίζονταν..
με έναν γλωσσοδέτη αγκιστρωμένοι..
Τους χάριζαν βιβλία ..και γλωσσάρια οι γνωστικοί..
μα ανίατη επαρέμενε η ασθένεια..
οι μορφωμένοι τους εστέλναν λεξικό...
θελήσαν να τους εξηγούν διακαώς..
τι έστιν μορφωμένοι!!!
'' στης ημιμάθειας το τσαρδί..''- Σοφίας Θεοδοσιάδη..
............................................................................................................
Aνηφορίζοντας..στης διαλεχτής..
το βλέμμα εσυναντήθει...
Η διαλεχτή.. διακριτική..μα διακριτή..
εκλεκτική μα κι εκλεκτή..
χαρίσματα απρόσμενα εγεύθηκε τ' αψήλου..
στις στάλες δε μουσκεύεται..
στις αστραπές και στις βροντές..
δεν κλείνεται στου φόβου..
πυρακτωμένες οι σταλαγματιές..
του κάματου..της γνώσης της σοφής..
που εκάψαν το κορμί της..
ανθεχτικό είν' το κορμί..
σεντόνι της ψυχής της..
μον' σεργιανά στο παραθύρι της..
υγραίνεται το βλέμμα..
η διαλεχτή..
γητεύτρα..μάγισσα κατακλυσμών..
αέναος προσκυνητής..
καθάρσεως..μύησης της ψυχής της..
Φθινόπωρο Χειμώνας δεν αγγίζειν την
γεννιέται στη βροχή...
Προξενητάδες ήρθανε σωρό..
να την στεφανωθούνε..
να μπούνε μες στην κάμαρη
που σεργιανά η ψυχή της..
το γάμο αρνήθηκε πεισματικά..
το πάντρεμα μονάχα συλλογιέται..
δε συλλογιέται νυφικά..
μηδέ και μεσοφόρια..
το πάντρεμα του νου της ονειρεύεται...
μες στην αρένα ψάχνει για να βρει..
το ταίρι το κρυφό της..
στεφάνι να 'ναι ο ήλιος του
να τη φωτάει..τα βράδια τα μοναχικά..
τις νύχτες που θα μοιάζει της σελήνης..
νύχτες εμίσσευε στου φεγγαριού..
προσκύναγε στων αστεριών..
στης Βερενίκης εγονάτιζε
στην όμορφη..τη χρυσαφένια κόμη..
όχι..δεν εψαχνε ένα ταίρι ζωντανό..
σειρήνες δεν την κατοικούσανε..
νησίδες Λωτοφάγων..
στην τύρβη δεν επνίγονταν
στης καθημερινότητας..
εκείνο το βαθύ..το σκοτεινό πηγάδι ..
την πεμπτουσία της ζωής..
στο ημίφως του ελήστευε..
να λάμπει αχνά μες στο στερέωμα..
στου σκοταδιού το θάμπος......
'' γλυκειές εμμονές''- Σοφίας Θεοδοσιάδη
.................................................................................................................................................
Και μη θαρρείς μεγάλε μου εξουσιαστή..
πως κι αν ακόμα γνώστης γίνω και σταθώ..
σε κείνο εκεί το τολμηρό το σύγγραμμα..
του Πλάτωνος την << Ιδανική την Πολιτεία>>..
πως δε θα διακρίνω τάξεις ..διαφορές..
μα θα σταθώ στ' ανθρώπινο το πρόσωπο..
της ευνομούμενης..σωστής Δημοκρατίας..
Είμαι παιδί..και τι θαρρείς..μπορείς να με γελάσεις?πως να χιονίζει δεν επιθυμώ..
το χιόνι δε ζηλεύω?..παιδί είμαι εγώ..
τρελλαίνομαι για χιονοπόλεμο..
μ' αρέσουν οι νιφάδες που με λούζουνε..
μ' αρέσει να τις σεργιανώ..μέσα απ' το παραθύρι..από τη θράκα τη ζεστή..
του θαλερού σπιτιού μου..
Μα δε μ' αρέσει όταν χιονίζει αδιάκοπα
είτε είν' χιονιάς ή ξαστεριά..ή μπόρα ή χαλάζι..
όταν χιονίζει στα τσαρδάκια των παιδιών
στης ξηρασίας..της ανομβρίας τα μέρη..
των παιδικών ψυχών που δρόμο αλάνας στερηθήκανε το χιόνι που σκεπάζει τις καρδιές τους..Μιλάς για δικαιώματα..
Πολλά θα ήταν να στ' απαριθμώ..τα δικαιώματά μου..ξέρω πως βάζεις λούσα και στολίζεσαι..
κι ελπίδες μου μοιράζεις..
μα εγώ ζητώ καθημερνά..όχι τη μία σου
που διάλεξες να με σκεφτείς..
εκείνη τη μοναδική Παγκόσμια ημέρα..
και μην ξεχνάς φίλε εξουσιαστή..
γκρεμίζεις στέγες και φωλιές ζεστές..
τα πάθη και τα λάθη σου πληρώνω στις πλατείες..
ένστικτα ικανοποιώ..
στης αχρείας της ανάγκης μου τις μέρες..
γίνεσαι εσύ ο κακοποιός..σφαλίζοντας τα μάτια..
Λιοντάρια πλάθεις..και γρυλλίσματα
του ανόητου του λύκου ζωγραφίζεις..
είσαι καιρός μιας θύελλας..
μιας καταιγίδας άγριων δασών..
σαρώνεις δικαιώματα..κλέβεις ..
με το δρεπάνι σου θερίζεις τις ζωές μας..
μες στο τσουκάλι στον αιώνα σου..
επαίσχυντες ..διόλου ερήμην σου..κρύβεις περγαμηνές..
Τα δικαιώματα ασύμφορα..για σένανε
που μοίρασες τον κόσμο..
ζιζάνια..αγκάθια τα λογάς..
στο θέατρο του Καραγκιοζ μπερντέ..
κατάλογο αναρτάς..
πως νοιάζεσαι..σκοτίζεσαι..πονάς..και με φροντίζεις..
Βήμα το βήμα οι λιγοστοί..οι σώφρονες..
ακόμα σαν παράφωνα γραμμόφωνα..
σαν γραφικοί του δρόμου καλλιτέχνες των κολλάζ..
για δικαιώματα παιδιών μιλούν..
για ξέπλυμα της λέρας και του κάρβουνου..
εκείνο που οι άνοες..
με τα ημίμετρα της φτώχειας του ξεριζωμού..
της καταπίεσης θρησκοληψιών..
κολλούνε στις αθώες τις ψυχές μας..
Δεν τρώω από την πίτα σας..
της μάνας μου καλύτερα..στο φτωχικό κωνάκι της..
εκείνη που εψήθηκε στο φούρνο το δικό της..
να ανασκουμπωθείτε καρτερώ..
μην κλέβετε εμμέσως πλην σαφώς..
τα δικαιώματά μου..
στην ανθρωπιά σας προσδοκώ..
είμαι εικόνα σας κι εγώ...
μιας πολιτείας ιδανικής..που καρτερά μαζί μ' εμε΄..
και χρόνια αντιπαλεύει..
Και αν ποτές δεν ονειρεύτηκες..κακόμοιρε εξουσιαστή..
και αν τα άστρα δεν εμέτρησες
μαζί με το υπέροχο βιβλίο του Λουντέμη..
άσε με εμένα στο δικό μου ουρανό..
μη τον θολώνεις με τις βόμβες σου και τα πυρηνικά..
να σεργιανώ τις νύχτες μου τις φτωχικές..
στ' αστέρια στον ουράνιο μου το θόλο!!!
και πάψε να αυτοαναιρείσαι με το σλόγκαν τ' όμορφο
της νόνας της σοφής μου..εγώ ντεμέκ..
σε καίω πρώτα Γιάννη μου..και σε αλείβω λάδι...
''παιδί είμ' εγώ και σου μιλάω..μ΄ακούς?''- Σοφία Θεοδοσιάδη - εκπαιδευτικός
.............................................................................................................