29 Οκτωβρίου 2015

Η Αληθινή Αξία του Δαχτυλιδιού.....

Υπάρχει μια παλιά ιστορία για ένα παιδί,
που πήγε να ζητήσει τη βοήθεια ενός σοφού:
“Ήρθα, δάσκαλε, γιατί νοιώθω τόσο ασήμαντος,
που δεν έχω όρεξη να κάνω τίποτα.
Μου λένε ότι δεν αξίζω τίποτα, ότι δεν κάνω τίποτα σωστά,
ότι είμαι αδέξιος και χαζός. Πως μπορώ να βελτιωθώ;
Τι μπορώ να κάνω για να με εκτιμήσουν περισσότερο;”
…….
Ο δάσκαλος, χωρίς να τον κοιτάξει, του είπε:
……
“Πόσο λυπάμαι, αγόρι μου.
Δεν μπορώ να σε βοηθήσω γιατί πρώτα πρέπει να λύσω ένα δικό μου πρόβλημα. Μετά, ίσως..” και ύστερα από μια παύση συνέχισε :
“Αν θέλεις να με βοηθήσεις εσύ, μπορεί να λύσω γρήγορα το πρόβλημά μου και μετά να μπορέσω να σε βοηθήσω.”
…..
“Ε…μετά χαράς, δάσκαλε” είπε διστακτικά ο νεαρός, νοιώθοντας ότι τον υποτιμούσαν για άλλη μια φορά και μετέθεταν τις ανάγκες του.
…….
“Ωραία” συνέχισε ο δάσκαλος.
Έβγαλε το δαχτυλίδι που φορούσε στο αριστερό του χέρι και το έδωσε στο αγόρι, λέγοντας :
”Πάρε το άλογο που είναι εκεί έξω και τρέξε στην αγορά. Πρέπει να πουλήσω αυτό το δαχτυλίδι για να πληρώσω ένα χρέος. Είναι ανάγκη να πάρεις όσο περισσότερα χρήματα μπορείς για αυτό. Και με κανέναν τρόπο μη δεχτείς λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί. Πήγαινε και έλα με το χρυσό φλουρί όσο πιο γρήγορα μπορείς.”
……
Ο νεαρός πήρε το δαχτυλίδι κι έφυγε. Μόλις έφτασε στην αγορά άρχισε να προσφέρει το δαχτυλίδι στους εμπόρους που το κοίταζαν με κάποιο ενδιαφέρον, ώσπου ο νεαρός έλεγε τι ζητούσε γι’ αυτό.
……..
Όταν το παιδί έλεγε “ένα χρυσό φλουρί” άλλοι γελούσαν, άλλοι του γύριζαν τις πλάτες και μόνο ένας γέροντας φάνηκε αρκετά ευγενικός για να μπει στον κόπο να του εξηγήσει ότι ένα χρυσό φλουρί ήταν πάρα πολύ για ένα δαχτυλίδι. Θέλοντας να βοηθήσει, ένας του πρόσφερε ένα ασημένιο νόμισμα κι ένα μπακιρένιο τάσι, όμως, ο νεαρός είχε οδηγίες να μη δεχτεί λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί,
κι έτσι απέρριψε την προσφορά.
……..
Αφού προσπάθησε να πουλήσει το κόσμημα σε όποιον συνάντησε στο δρόμο του στην αγορά – και σίγουρα θα ήταν πάνω από εκατό άτομα – , παραδέχτηκε την αποτυχία του, καβάλησε το άλογο και γύρισε πίσω.
…….
Πόσο θα ήθελε ο νεαρός να είχε ένα χρυσό φλουρί για να το δώσει στο δάσκαλο και να τον γλυτώσει από το πρόβλημά του. Έτσι, θα έπαιρνε κι αυτός τη συμβουλή και τη βοήθεια του δασκάλου.
……..
Μπήκε μέσα στην κάμαρη.
……..
“Δάσκαλε” είπε, “λυπάμαι. Είναι αδύνατο να τα καταφέρω. Ίσως να μπορούσα να πάρω δύο ή τρία ασημένια, όμως, νομίζω ότι δεν μπορώ να γελάσω κανέναν για την πραγματική αξία του δαχτυλιδιού.”
…….
“Αυτό που είπες είναι πολύ σημαντικό, νεαρέ μου φίλε” απάντησε χαμογελώντας ο δάσκαλος. “Πρέπει πρώτα να μάθουμε την αληθινή αξία του δαχτυλιδιού.
Καβάλησε πάλι το άλογο και πήγαινε στον κοσμηματοπώλη. Ποιος άλλος θα ξέρει καλύτερα; Πες του ότι θέλεις να το πουλήσεις και ρώτησέ τον πόσα μπορεί να πιάσει.
Ομως, μην του το πουλήσεις όσα κι αν σου προσφέρει.
Γύρισε πίσω με το δαχτυλίδι.”
…….
Ο νεαρός καβάλησε το άλογο κι έφυγε πάλι.
……..
Ο κοσμηματοπώλης εξέτασε το δαχτυλίδι στο φως του κεριού, το κοίταξε με το φακό, το ζύγισε και μετά είπε στο παιδί:
……..
“Πες στο δάσκαλο, αγόρι μου, ότι αν θέλει να το πουλήσει αμέσως, δεν μπορώ να του δώσω παραπάνω από πενήντα οχτώ χρυσά φλουριά για το δαχτυλίδι του.”
……..
“Πενήντα οχτώ χρυσά;” φώναξε το παιδί.
…….
“Ναι” απάντησε ο κοσμηματοπώλης.
“Βέβαια,, με λίγη υπομονή θα μπορούσαμε να βγάλουμε γύρω στα εβδομήντα χρυσά φλουριά, όμως, αν είναι επείγον…”
…….
Ο νεαρός έτρεξε συγκινημένος στο σπίτι του δασκάλου να του πει τα καθέκαστα.
…….
“Κάθισε” του είπε ο δάσκαλος αφού τον άκουσε.

Είσαι κι εσύ σαν αυτό το δαχτυλίδι.
‘Ενα πολύτιμο και μοναδικό κόσμημα.
Και σαν τέτοιο, πρέπει να σ΄εκτιμήσει ένας αληθινός ειδικός.
Γιατί στη ζωή σου γυρίζεις εδώ κι εκεί,
ζητώντας να εκτιμήσει ο καθένας την πραγματική σου αξία;
……..
Και μ’ αυτά τα λόγια,
έβαλε πάλι το δαχτυλίδι στο μικρό του δάχτυλο,
του αριστερού του χεριού. 

Χόρχε Μπουκάϊ

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
                                              

28 Οκτωβρίου 2015

Γλυκός ο Έρωτας Που Τις Καρδιές μας Σημαδεύει....



Έρωτας λέξη μαγική που τις καρδιές τις απαλοχα'ι'δεύει.....
Έρωτας που αγωνία περισσή αυτόν που σημαδεύει τον γεμίζει.....
Έρωτας το λευκό αυτό πουλί,στα χέρια σου εκάθισε,φοβάσαι να το σφίξεις,μην το τρομάξεις και πετάξει....
Έρωτας ,αγωνία  για το αύριο, μη λιώσει και χαθεί η στιγμή.......
Μια θλίψη διάχυτη στου ερωτευμένου την καρδιά, μη και η στιγμή η μαγική ,ξανά δεν επαναληφθεί.........
Γλυκά και μελαγχολικά,γεμάτα τρυφεράδα,τα λόγια αυτού του τραγουδιού,εξαιρετικά αφιερωμένα...
Σε όλους εσάς που ο έρωτας σας άγγιξε με τα απαλά του τα φτερά,έστω και μια φορά.....
Γλυκό τούτο το απόβραδο της μέρας τούτης νάναι εύχομαι και ερωτευμένους  να σας βρει....
( Σοφία Θεοδοσιάδη ) 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

27 Οκτωβρίου 2015

Η Πατρίδα Που σε Κατοικεί...Εσένα Που το Θάνατο Περιφρόνησες....

Έμαθες πάντα γρήγορα να προσπερνάς...τα γεγονότα ...τους πολέμους και τις κατστάσεις...σαν νάναι ξένα προς εσέ και φορτικά...και εύκολα πάντα θέλεις να ακούς...ανόητες δυο φράσεις...να σου πετούν στα μούτρα σου μπροστά κι εσύ να τις διαβάζεις...
Μα η Ιστορία η αληθινή...αυτή για τις Πατρίδες...δεν γράφεται πάντα από τους Νικητές...αλλά απ' τους τολμούντες...και από τους '''ηττημμένους'''...
Έτσι έγινε και τούτη φορά...σαν εξεσηκωθήκαν...οι Μεγάλοι άρχοντες του Κόσμου αυτού...που ορέγονται Πατρίδες να μοιρασθούν και να μοιράσουν...
Μέσα σου πάντα πίστευες...σε μια Πατρίδα ελεύθερη...να δίνει τη Γη αυτή, που στη γενιά σου τη μικρή...γαλήνη να μοιράζει...
Κι ήρθαν μέρες πονηρές και δύσκολες εκεί στο 1940...παλληκαράκι εσύ 23 χρονών ...γεμάτο όνειρα και ελπίδες....
Τη λέξη ''πόλεμος '''δεν ήξερςες εσύ...στο καταπράσινο όλο μουριές χωριό σου...και μόνο στα βιβλία την εδιάβαζες...
Ήσουν ανέμελος εσύ...μαθαίνοντας τα γράμματα που εσύ επιθυμούσες...και το μετάξι τύλιγες...του όμορφου χωριού σου σε ανέμες...όμορφη απασχόληση αυτή ...που οι γονείς σου σου διδάξαν...
Μα η ζωή για σένανε άλλα τα σχέδια είχε....
Εξέσπασε ο Πόλεμος...και δύσκολες οι μέρες σου...όπως κι όλωνών  των νέων και των γέρων...
Εκράτησε χρόνους τέεσερεις ...και σου είπαν πως ετέλειωσε...
Έτσι καταχτημένος πια εσύ οΈλληνας , που στην Πατρίδα τα νιάτα σου επρόσφερες...δεν άντεχες την πίκρα της δικης σου Κατοχής και την Πείνα να αντέξεις...δεν μπορούσες....
Εθελοντές εζήτησαν...τον Αγώνα για να συνεχίσουν...
Ούτε στιγμή δεν δείλιασες  και πρώτος βγήκε στη γραμμή...εθελοντής στρατιώτης μάχιμος ...εκεί μακριά στη Μέση Ανατολή να φύγεις και να πολεμήσεις...
Τρελλάθηκε η μάνα σου...μοναχογιό σε είχε...μα εσύ την καθησύχασες και διόλου δεν εκάμφης...Γρήγορα ετοιμάστηκες και το ταξίδι αυτό το μακρινό...δε δίστασες να κάνεις...
Η φλόγα που σε έκαιγε δεν έσβησε εις τα βουνά της Αλβανίας που τόσο εκινδύνεψες... για στην καρδιά σου μέσα εκεί... δεν εκαταλάγιασε η δίψα της ελευθερίας...
Τα πράγματα δεν ήτανε απλά ...εσύ πολύ επεριπλανήθης...
Εφτά τα χρόνια σου μακριά...τα χρόνια αυτά τα σιωπηλά για τη μάνα σου...γραφές καθώς δεν λάμβανε και αν εσύ εζούσες...
Στα μαύρα ντύθηκε η κυρά ...η μάνα σου η δόλια...μαντάτα σαν δεν λάμβανε...ούτε ένα μήνυμα από εσέ...
Και πέρασαν τα χρόνια αυτά...μιας δύσκολης και επικύνδυνης πορείας...δύσκολης και επικίνδυνης όπως μας εδιηγήθης...
Ποια μάνα θα το άντεχε και πιο πατέρας δίσμοιρος να ακούει να διηγιέται...ο γυιός του ο μονάκριβος...να σκάνε οι οβίδες δίπλα του...και από τύχει να γλιτώνει...
Και σαν το δρόμο επήρες της επιστροφής...εκεί στο Ρίμινι...κάπου στην Ιταλία...ελπίδες άρχισες να τρέφεις πια εσύ...πως στην Πατρίδα πλησιάζεις...
Και ένα βράδυ ήσυχο ,γαλήνιο ...δίπλα σου μέσα στα πόδια σου έσκασε μια οβίδα...
Σαν γουρουνάκι μούπες έμοιαζε...και ω!!! η θεία τύχη....
Αυτή δε απασφάλισε κι εσύ έτσι εσώθης...να βλέπεις δίπλα σου και να κλαις...τα πόδια των συντρόφων σου...τριγύρω σκορπισμενα...που η μοίρα δεν τους επιφύλασσε την ίδια με εσέ την τύχη...
Και γύρισες τριάντα πια χρονώ...κι η μάνα σου τα μαύρα πέταξε και χόρευε στο δρόμο μέσα..
Νεκρός ήσουν κι αναστήθηκες γι αυτήν...γιατί εσύ κι Ανάσταση...τι θαρρείς πως είναι?
Και μου μιλάς τώρα για Πόλεμο εσύ που την Ιστορία καταγράφεις...
Να τη διδάξω με υποχρέωσες...και νάχω μες στη διδαχή Νικητές και Ηττημμένους...
Τίποτα δεν κατάλαβεςε από πόλεμο εσύ...
Θαρρείς εσύ πως πόλεμος ειναι οι Χρονολογίες και οι καταχτήσεις...?
Οικτρά σε εγελάσανε...
Πόλεμος είναι το ξεσπίτωμα ψυχής καρδιάς και σώματος...απ' το ζεστό σου σπιτικό...γιατί εσύ εσκέφθηκες Καταχτητή... τον Κόσμο τούτο να μοιράσεις...
Να τον μοιράσεις εκ του ασφαλούς...πίνοντας τον καφέ σου...στο γραφείο...χάρτες κοιτώντας Πόλεων που ορέγεσαι και πλούτια που σου γυάλισαν στην δική σου τη ζωή...να τα προσθέσεις...
Μα οι νέοι οι άνθρωποι εδώ...τα παληκάρια με ξεχωριστή καρδιά και φρόνημα και πάθος...
Τα αψήφησαν όλα αυτά..τα ανόητα που εσύ εσκέφτοσουν...και παραπέρα το μυαλό τους στείλαν...
Στα Ιδανικά εστάθηκαν εκεί..που το δικό σου το μυαλό...Καταχτητή μου εσύ δεν φτάνει..
όχι ποτέ μου δεν σε συγχωρώ...ούτε και τις ανοησίες σου θα τις διδάξω...όπως εσένα σε βόλευε και σήμερα ακόμα  σε βολεύει...
Η Ιστορία η αληθινή...χρυσές σελίδες γράφει...από παλληκάρια ασήμαντα για εσέ...μα τα σημαντικότερα διαμάντια κατ' εμε...σ'αυτή της Γης ...απ' το Θεό σταλμένα...
Για να μαθαίνεις τάστειλε ο Θεός αυτά τα παληκάρια..και νάρχονται συχνά πυκνά στον ύπνο σου Δυνάστη και ΚΑΤΑΧΤΗΤΉ...τον ύπνο σου να τον ταράζουν...
Αληθινή και γνήσια και ορίτζιναλ η Ιστορία μου αυτή...χρόνια κρυμμένη στην καρδιά και στο μυαλό μου είχα...
Αφιερωμένη σήμερα σε όλους αυτούς..που έταξαν και στη ζωή τους πάντοτε Φυλάγουν Θερμοπύλας...
Αφιερωμένο και στον Πατέρα μου...που ανάμεσα σ' αυτά τα παληκάρια ήταν...
Ακόμα μέσα μου θα κατοικεί η φωνή που με εδίδαξε...Πατρίδα τι σημαίνει...
Δεν στέκομαι λοιπόν στους φανφαρονισμούς...στα λάβαρα στους πύρινους και ψεύτικους πολλές φορές τους λόγους τους γραμμένους...
Σκύψιμο θέλει με σεβασμό η Ιστορία τούτη του Πολέμου του '40... 
Μνημόσυνα δεν τους έπρεπαν μοναχά...στα παληκάρια αυτά...μα ένα βαθύ χαιρετισμό στους ουρανούς κοιτώντας...
( Σοφία Θεοδοσιάδη ) 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 Η χώρα μας πλήρωσε το χειρότερο τίμημα:  στους 700.000 υπολογίζονται οι νεκροί από τον πόλεμο και την κατοχή, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις (το 4,5% του πληθυσμού, σύμφωνα με τα αισιόδοξα σενάρια, το…  10% του πληθυσμού σύμφωνα με τα απαισιόδοξα).
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 Ακόμα και ο Αδόλφος Χίτλερ παραδέχτηκε «Χάριν της ιστορικής αλήθειας οφείλω να διαπιστώσω ότι μόνο οι Έλληνες εξ όλων των αντιπάλων οι οποίοι με αντιμετώπισαν, πολέμησαν με παράτολμο θάρρος και υψίστης περιφρόνησης προς τον θάνατο…»
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

ΈΝΑ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΌ ΑΦΙΈΡΩΜΑ - ΎΜΝΟ ΣΤΟΥς ΠΕΣΌΝΤΕς...ΠΟΥ ΓΕΡΑΝΟΙ ΣΤΟΥς ΟΥΡΑΝΟΥς ΠΕΤΟΥΝ...ΚΑΙ ΜΑς ΚΟΙΤΟΥΝ ΑΠΟ ΨΗΛΑ...

                                                  ΟΙ  ΓΕΡΑΝΟΊ- ΔΗΜΗΤΡΗς ΚΑΣΣΑΡΗς 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Ο Ελύτης γράφει για το θάνατο του ποιητή Γ. Σαραντάρη στο Αλβανικό μέτωπο…


Ο Ελύτης γράφει για το θάνατο του ποιητή Γ. Σαραντάρη στο Αλβανικό μέτωπο…

«…Ήταν η πιο άδικη απώλεια. Θα προσπεράσω λοιπόν για να τις ξαναπιάσω, ίσως κάποτε κι αλλού, τις σκληρές μέρες της Αλβανίας. Όμως θέλω τη στιγμή αυτή, απροκάλυπτα, να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πως, κατάφερε να κρατήσει στα Γραφεία και στις Επιμελητείες όλο τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό κι ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραυστο διανοούμενο που μόλις στεκότανε στα πόδια του, που είχε όμως προφτάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της.
 Ήταν σχεδόν μια δολοφονία. Ο Γιώργος Σαραντάρης ήταν διπλωματούχος ιταλικού πανεπιστημίου- ο μόνος ίσως σε ολόκληρο το στράτευμα-, θα μπορούσε να ‘ναι περιζήτητος σε οποιαδήποτε από τις Υπηρεσίες που είχαν αναλάβει την αντικατασκοπεία, ή την ανάκριση των Ιταλών αιχμαλώτων. Αλλά όχι. Έπρεπε να φορτωθεί το γυλιό και τον οπλισμό των τριάντα οκάδων, για να χαθεί παραπατώντας μέσα στα χιονισμένα φαράγγια ένας ακόμη ποιητής, ένας ακόμη αθώος στο δρόμο του μαρτυρίου.
Φαίνεται ότι πέρασε φριχτές ώρες. Τα χοντρά μυωπικά του γυαλιά, που χωρίς αυτά δεν μπορούσε να κάνει βήμα, τα ‘χασε μέσα στην παραζάλη. Φώναζε «βοήθεια» στους άλλους φαντάρους, αυτός ο Χριστιανός φώναζε «αδέρφια», και τα «αδέρφια» τον κοροϊδεύανε, τα πιο αδίστακτα βαλθήκανε κιόλας να του κλέβουνε κουβέρτες, μάλλινα, οτιδήποτε χρήσιμο μπορούσε ο δόλιος να κουβαλεί.

Απόμεινε σαν το κατατρεγμένο πουλί μέσα στην παγωνιά. Χωρίς να βαρυγκομήσει. Χωρίς να ξεστομίσει ένα πικρό λόγο. Περήφανος, μ’ ένα σώμα ελάχιστο και μια μεγάλη ψυχή, που τον κράτησε όσο που να τραγουδήσει ακόμη λίγο: «εγώ που οδοιπόρησα με τους ποιμένες της Πρεμετής»- κι ύστερα ν’ ανεβεί Στους τόπους “που αναγγέλλουν τον ουρανό και συνομιλούν με τον ήλιο”…».

(Ο. Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, Ίκαρος)..
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
ΕΠΕΙΔΗ ο  πόλεμος δεν είν' γιορτές και παρελάσεις....
Είνα στιγμές που ο άνθρωπος θα αναμετρηθεί ,με το είναι του και το εγώ του.....θα δείξει αν κατάλαβε ...πόλεμος τι σημάινει....
ΣΚΛΗΡΟ και ανελέητο το πρόσωπο αυτών που τον απαφασίζουν,σκληραίνει και τον άνθρωπο στη δίνη του αν βρεθεί....
Εμάθαμε ευχάριστα ηρω'ι'σμούς να προβάλλουμε μοναχά εκεί μπροστά ...και με φανφαρονισμούς...τη νεολαία να τρέφουμε....
Μα ο πόλεμος είναι ΄΄αγριο Θεριό...ζωές που καταστρέφει.....
Διαβάστε φίλοι μου αν θέλετε γνώμη να σχηματίστε....
Σταθείτε πίσω από τη βιτρίνα που σας σέρβιραν......το σκοπό τους να πετύχουν.....

( Σοφία Θεοδοσιάδη )
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 Σχόλιο από το φίλο Νικόλα...
Αδυσώπητο και αιμοβόρο κτήνος ο πόλεμος..που δεν υπάρχει νικητής και νικημένος όλοι χάνουν μαύρα φορούν οι μανάδες και απο εδώ και απο εκεί...Για να χοντραίνουν την κοιλιά τους οι πολεμοκάπηλοι..και κάποια αρπακτικά..να νέμονται εξουσία....... 
 Καλημέρα..Λατρεμένη μου..Σοφι..συγνώμη για τον σκληρό μου λόγο...
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ......

Φεγγάρι μου νανουριστή την μόσχο αναθρεμμένη
όνειρο βλέπει και γελά όνειρο και προσμένει 
Να 'ρθει η γιορτή του ερχομού του σμίξιμου η ώρα
με εκείνα τα απρόσμενα τα πλουμιστά τα δώρα

θα' ρθω φεγγάρι μου θα  'ρθω με άρπα στην αυλή σου
να τραγουδήσω τον ανθό να γιαίνω την πληγή σου
και κει ψηλά στου αη- Ηλιά το πρώτο πανηγύρι
θα τον χορέψω τον χορό δεν σου χαλώ χατίρι
μον πες της μέρας απαλά να αγγίξει τα μαλλιά της
για να προλάβω να χωθώ μέσα στην αγκαλιά της

βαθύς λυγμός τα ξένα μου..βαθύς και ο καημός μου
είναι πικρή η πένα μου και ο αναστεναγμός μου
μα εγώ τον ήλιο θα ντυθώ να πάω να  ανταμώσω.....
βοήθα φεγγάρι να χαρείς και γω θα σ ασημώσω

nikos davios 27/10/2015










προς Εμένα
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 

26 Οκτωβρίου 2015

ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΠΑΙΔΙΑ .....

ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΠΑΙΔΙΑ ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ.

 ΟΙ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

Μεσ' τους δρόμους τριγυρνάνε
οι μανάδες και κοιτάνε
ν' αντικρίσουνε,
τα παιδιά τους π' ορκιστήκαν
στο σταθμό όταν χωριστήκαν
να νικήσουνε.


Μα για 'κείνους που 'χουν φύγει
και η δόξα τους τυλίγει,
ας χαιρόμαστε,
και ποτέ καμιά ας μη κλάψει,
κάθε πόνο της ας κάψει,
κι ας ευχόμαστε:

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να 'ρθετε ξανά.


Λέω σ' όσες αγαπούνε
και για κάποιον ξενυχτούνε
και στενάζουνε,
πως η πίκρα κι η τρεμούλα
σε μια τίμια Ελληνοπούλα,
δεν ταιριάζουνε.

Ελληνίδες του Ζαλόγγου
και της πόλης και του λόγγου
και Πλακιώτισσες,
όσο κι αν πικρά πονούμε
υπερήφανα ασκούμε
σαν Σουλιώτισσες.

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να 'ρθετε ξανά.

Με της νίκης τα κλαδιά,
σας προσμένουμε παιδιά


Στίχοι: Μίμης Τραϊφόρος.
Μουσική: Μιχάλης Σουγιούλ 
Πρώτη εκτέλεση: Σοφία Βέμπο .
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


 ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


                           Ορχηστρική Εκτέλεση -Παιδιά της Ελλάδας - Σοφία Βέμπο.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

28η Οκτωβρίου 1940: Το ηρωικό «ΟΧΙ» της Ελλάδας στην Ιταλία

 

Μνήμες γι αυτήν τη μικρή χώρα...που πάντα απροστάτευτη και πάντα μόνη....''''τορπιλλίζεται'''' παντί τρόπω...... 

Το ιστορικό
Ηταν περίπου 3 τα ξημερώματα της 28 Οκτωβρίου του 1940 όταν o Μουσολίνι απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο με το οποίο και απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία της Ελλάδος, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του, στη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.
Το τελεσίγραφο δόθηκε ιδιόχειρα στον Ιωάννη Μεταξά και μάλιστα στην οικία του στην Κηφισσιά , από τον Ιταλό Πρέσβη στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι.
Μετά την ανάγνωση του κειμένου ο Μεταξάς έστρεψε το βλέμμα του στον Ιταλό Πρέσβη και του απάντησε στα γαλλικά (επίσημη διπλωματική γλώσσα) την ιστορική φράση: «Alors, c'est la guerre», (προφέρεται από τα γαλλικά, αλόρ, σε λα γκερ, δηλαδή, Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο), εκδηλώνοντας έτσι την αρνητική θέση επί των ιταμών ιταλικών αιτημάτων.

Ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν το 1945, περιγράφει τη σκηνή: «Έχω εντολή κ. πρωθυπουργέ να σας κάνω μία ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Παρακολούθησα την συγκίνηση εις τα χέρια και εις τα μάτια του. Με σταθερή φωνή και βλέποντάς με κατάματα ο Μεταξάς μου είπε: αυτό σημαίνει πόλεμο. Του απήντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ΟΧΙ. Του πρόσθεσα ότι αν ο στρατηγός Παπάγος..., ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως.».
Ο Μεταξάς εκείνη τη στιγμή είχε εκφράσει το ελληνικό λαϊκό συναίσθημα, την άρνηση της υποταγής, και αυτή η άρνηση πέρασε στον τότε ελληνικό δημοσιογραφικό τύπο με την λέξη «ΟΧΙ». Σημειώνεται πως αυτούσια η λέξη «ΟΧΙ» παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» του Ν. Π. Ευστρατίου στις 30 Οκτωβρίου του 1940.

Ο πόλεμος
Δύο ώρες μετά την παραπάνω επίδοση, ξεκίνησε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος με εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων στην Ήπειρο, οπότε η Ελλάδα αμυνόμενη ενεπλάκη στον πόλεμο.
Το λεγόμενο «Έπος του Σαράντα», το οποίο ακολούθησε, και οι μεγάλες νίκες που ο ελληνικός στρατός κατέκτησε, εις βάρος των Ιταλών, καθιερώθηκε να γιορτάζονται κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου, την ημέρα της επίδοσης του ιταλικού τελεσιγράφου και της άρνησης του Ιωάννη Μεταξά να συναινέσει.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


 
Τον Αύγουστο του 1940, η Γερμανία είχε θέσει ήδη υπό τον έλεγχό της το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και η Luftwaffe βομβάρδιζε ανηλεώς (αλλά χωρίς αποτέλεσμα) την τελευταία εστία αντίστασης που είχε απομείνει στις Βρετανικές Νήσους. Παράλληλα, ο Χίτλερ κατέστρωνε το πλέον μεγαλεπήβολο από τα σχέδιά του – την εισβολή στη Σοβιετική Ενωση. Το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας όμως δεν είχε ανάλογες επιτυχίες να επιδείξει.

Ο Μουσολίνι χρειαζόταν επειγόντως μια γρήγορη και αποφασιστική νίκη, ώστε να ενισχύσει το κύρος του. Η Ελλάδα φάνταζε ιδανικός στόχος, καθώς θα εξυπηρετούσε και τα ιταλικά σχέδια για απόλυτη κυριαρχία στη Μεσόγειο.

Εξάλλου, ουδέποτε σχεδόν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα οι ελληνοϊταλικές σχέσεις υπήρξαν αρμονικές: από την κατάληψη των Δωδεκανήσων έως την αμφιλεγόμενη πολιτική της Ιταλίας έναντι της ελληνικής απόβασης στη Σμύρνη και από τον βομβαρδισμό της Κέρκυρας έως τη σταθερή υποστήριξη των αλβανικών θέσεων για την Ηπειρο, η Ρώμη δεν άφηνε καμία αμφιβολία ότι θεωρούσε την Αθήνα περιφερειακό της αντίπαλο.

Για να ξεκινήσει όμως ο πόλεμος, που τόσο επιζητούσε ο Μουσολίνι, χρειαζόταν μία αφορμή. Ετσι, ήδη από το 1939, άρχισαν οι αλλεπάλληλες ιταλικές προκλήσεις, με την ελπίδα ότι η Ελλάδα θα αντιδράσει σπασμωδικά. Εντούτοις, ο  Ιωάννης Μεταξάς δεν σήκωνε το γάντι, φροντίζοντας να θωρακίσει πρώτα την άμυνα της χώρας απέναντι σε έναν αντίπαλο με αριθμητικά πολλαπλάσιες δυνάμεις.

Στις 15 Αυγούστου του 1940, οι προκλήσεις ξεπέρασαν κάθε όριο, με τον απρόκλητο τορπιλλισμό του καταδρομικού «Ελλη». Το γέρικο σκαρί υπέκυψε και όλα συνέτειναν πλέον στο συμπέρασμα ότι ο πόλεμος δεν θα αργούσε. Η «εκδρομή στην Ελλάδα», που προσδοκούσε όμως ο Μουσολίνι, θα κατέληγε σύντομα σε ναυάγιο…
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Προετοιμασία για πόλεμο
Την επαύριο του τορπιλισμού της «Ελλης», δεν εξερράγη ελληνο-ιταλικός πόλεμος πάρα την περαιτέρω κλιμάκωση των ιταλικών προκλήσεων. Η χώρα ολοκλήρωσε απλώς τις τελευταίες της προετοιμασίες για τον μεγάλο αγώνα που επέκειτο. Η ηθική όμως προετοιμασία είχε, εν πολλοίς, ολοκληρωθεί λόγω του τορπιλισμού της «Ελλης». Οπως εύστοχα παρατηρεί ο Γκράτσι:

«Η ιταλική κυβέρνηση μπορούσε να υπερηφανεύεται γιατί είχε κατορθώσει να συσπειρώσει σε μια αρραγή ψυχική ενότητα έναν λαό βαθιά διαιρεμένο από αγεφύρωτες πολιτικές διαφορές και από βαθιά και παλιά πολιτικά μίση, γιατί είχε εμπνεύσει τη γενναία και ακλόνητη απόφαση να πεθάνει εν ανάγκη για την πατρίδα του».

Αυτή είναι και η κληρονομιά της «Ελλης» στο έπος του 1940 και κατ’ επέκταση στην εθνική μας επιβίωση.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 Άσμα ηρω'ι'κό και πένθιμο -Για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας..
Οδυσσέας Ελύτης

  Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
 Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
 Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
 Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
 Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
 Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
 Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
 Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
 Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
 Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
 Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
 Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
 Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
 Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
 Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

 Ήταν γερό παιδί·
 Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
 Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
 Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
 Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
 Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
 Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
 H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
 Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
 Nα βάφει τα λουλούδια
 Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
 Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
 Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
 Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
 Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...

 Ήταν γενναίο παιδί.
 Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
 Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
 Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
 (Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
 Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
 Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
 Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
 ―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
 Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
 Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
 Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
 Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
 Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
 Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
 Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
 Δεν έκλαψαν
 Γιατί να κλάψουν
 Ήταν γενναίο παιδί!
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Στη μνήμη μου πάντα μέσα εκεί θα κατοικούν ,από την ανθρωποθυσία του  Έπους του '40.. 
οι τελευταίοι στίχοι από το παραπάνω αφιέρωμα του Οδυσσέα Ελύτη...στον άγνωστο Ανθυπολοχαγό Της Αλβανίας..
Αυτόν που έπεσε για τα Ιδανικά μιας Πατρίδας...που μέσα στην καρδιά του κατοικούσε...και Ελεύθερη ποθούσε πάντα να την βλέπει...
 ( Σοφία Θεοδοσιάδη )

 Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
 Δεν έκλαψαν
 Γιατί να κλάψουν
 Ήταν γενναίο παιδί!
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Οδυσσέα Ελύτη, «Η πορεία προς το μέτωπο»

 

Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ’ αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ’χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.

Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μάς θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους — ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ’ άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ’ναι.

Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι. Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ’ όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ’χαν λευκάνει απ’ τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του ’97 ή του ’12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ’ τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα — έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ’ αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.

Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε, απ’ τ’ άλλο μέρος να ’ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι σαν ακούγανε για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. «Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ’λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.
Από τη συλλογή Το Άξιον εστί (1959)
[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση,
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

                                     Η Πορεία Προς το Μέτωπο- Αφήγηση Μάνος Κατράκης.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

25 Οκτωβρίου 2015

Μοναδικό και Σπάνιο Κοχύλι Εσύ....

Δύσκολη η πεζότητα ...η καθημερινότητα ακόμα πιο σκληρή...
Κι εσύ ολημερίς κατάκοπος ξεχνάς πως τη ζωή απ' τα χέρια σου ...ανυποψίαστος τη χάνεις...
έτσι σου μάθαν και σου δίδαξαν ...σ' αυτά τα δύσκολα ... βαρύτητα να δίνεις...
Μα σαν οι μουσικές τ' αυτιά σου κατακλύζουν ...το νου και την καρδιά...βγαίνεις ...φεύγεις πετάς...κι έναν καινούριο ουρανό αναζητάς να βρεις...ένα πλανήτη άγνωστο...ένα σύμπαν για να ζήσεις...
Τι κι αν πατάς ακόμα εδώ στη Γη....
Εμπήκες η αγάπη σαν σου μήνυσε...σε ένα διαστημόπλοιο ...που σε καινούρια ακρογιάλια θα σε βγάλει...
Τι θάματα μπροστά σου απλωμένα...
Τι ομορφιά πρωτόγνωρη κάθε φορά ... καινούρια  ακρογιαλιά εμπρός σου σαν απλώνεται...
Μη φοβηθείς τη θάλασσα καρδιά μου εσύ....
Κολύμπι έμαθες καλό και στους κυματισμούς δεν εφοβήθης...
Κοχύλια έψαχνες στα μακροβούτια σου μοναδικά να βρεις....
 Και μάζεψες πολλά και βρήκες ...στη συλλογή σου όμως τα μοναδικά ...τα σπάνια ζητούσες...
Μα πάντα μες στις συλλογές...ένα ...μοναδικό ...εκεί στην άκρη...σε μια γωνιά ...μονάχο ξεχωρίζει....
Μαργαριτάρι μέσα του κρατεί...προσεχτικά να το ανοίξεις απαιτεί...μην τύχει και σου σπάσει...
Περιποιήσου το καλά ...απαλά και τρυφερά...και χρόνια εκεί ...μέσα στη συλλογή σου της καρδιάς...αυτό θα ξεχωρίζει...
Άγνωστος ο πλανήτης που ταξίδεψες αυτός ...άγνωστη και η ακρογιαλιά του...
Μα εσύ εβάλθηκες από μικρό παιδί ακόμα...κοχύλια μαργαρόφερτα να ψάχνεις και να βρίσκεις ...κι έτσι τις νέες τις ακρογιαλιές...ποτέ να μη φοβάσαι...
Θάλασσες είναι τι θαρρείς....
Πότε γαλήνιες αυτές κι άλλες φορές φουρτουνιασμένες στέκουν....
Μα τη δροσιά τους σαν γευτείς...ποτέ σου πίσω δεν γυρίζεις...
Είν' τα ταξίδια τ' ανοιχτά ...γεμάτα φως...αέρα μελτεμιού...γεμάτα μυρωδιές θαλασσινές...
Και αν στον έρωτα δεν έδωσες και του χρωστάς ακόμα ...θα καταλάβεις αναγνώστη εσύ ...γιατί εγώ αυτά στα λέω...
( Σοφία Θεοδοσιάδη ).
 ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


                                                  Μαργαριτάρια - Κώστας Μακεδόνας
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Καλημέρα Έρωτα.......


Σαν εξημέρωσε έψαξα πολύ ένα ποίημα για να βρω...τον Έρωτα και την Ομορφιά για να υμνήσω....Περιπλανήθηκα πολύ εκεί μες στα γραπτά των ποιητών....μα τίποτα δεν με ικανοποιούσε  πια.....μέσα εκεί, για νάβρω να σου στείλω....
  Τώρα μόλις το αντιλήφθηκα και το γιατί....
Γιατί ο κάθε έρωτας...μοναδικός...μέσα στ' ανθρώπου την καρδιά φυτρώνει....
Θείος ο Έρωτας ...μα και τα Πάθη των ανθρώπων.....
Μάγος αυτός που μετατρέπει τις ψυχές...και γίνονται από κάμπιες Πεταλούδες.....
  Ποιήτρια δεν είμαι εγώ...μα την Πεταλούδα που γεννήθηκε απόψε μες στην κάμαρά μου και μέσα μου εδώ...στα χέρια μου κρατώ απαλά ...και  στα δικά σου την εναποθέτω....
Είναι λευκή κι ευαίσθητη και μεταξένια έχει τα φτερά ...και να μου την προσέχεις...
(  Σκέψεις - Σοφία Θεοδοσιάδη )
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

23 Οκτωβρίου 2015

Μάθε τη ζωή Σου να Εκτιμάς....

Πως πέρασαν κινηματογραφικά από μπροστά σου τόσες θύμησες ...εικόνες που την ίδια τη ζωή εφιλοτεχνήσαν ? Έγραφες ...κένταγες ...ζωγράφιζες επάνω στον καμβά σου...τοπία που η ίδια η ζωή σου χάριζε απλόχερα...να ζεις...πότε πετώντας πάνω κει ψηλά στα σύννεφα και πότε σε προσγείωνε στη γη....
Αγαναχτούσες ...εχαιρόσουν...έκλαιγες...γελούσες...τραγουδούσες...θύμωνες...κι όλα μαζί σου αυτά τα κουβαλούσες...
Και άλλαζε το βλέμμα σου μέρα με την ημέρα...
Και σήμερα ξανά και πάλι μπρος σου σκέψεις και διλήμματα και αναρωτήσεις σου προσωπικές και της καρδιάς σε ταλανίζουν...
Πάντα ο φόβος για το αύριο της ύπαρξής σου έρχεται και σε κυριεύει...
Κι όχι τυχαία γιατί ετρελλάθηκες...
Μα όταν τόσο μπροστά το αβέβαιο της ύπαρξής σου σου θυμίζει...πως δεδομένη η συνέχεια επάνω εις τη γη αυτή...ποτέ και για κανέναν μας δεν είναι...βιάζεσαι αποφάσεις για να πάρεις...
Μελαγχολικές οι σκέψεις μου σας φαίνονται...μα σίγουρα τέτοιες δεν είναι...
Σκέψεις βαθιές συνειδητότητας τις λέω εγώ...που κάνουν μέσα μας...λήψη καινούργια κι από άλλη πλευρά ...άλλη ματιά τη ζωή μας να κοιτάμε....
Συχνά και περιμένοντας έξω από χειργουργεία...τις πιο βαθιές και σκοτεινές τις σκέψεις..στο νου τους οι ανθρώποι φέρνουν...
Και ναι αδυναμία της ανθρώπινης ψυχής ...είναι οι σκέψεις μας αυτές...
Μα σαν θα κάτσεις για να το καλοσκεφτείς...και δεύτερη φορά το μελετήσεις ...το δώρο που σου χάρισε η ζωή ...να ζεις...πολύ θα το εκτιμήσεις...
Αναλογίσου μοναχά ...πόσες φορές σε φλέρταρε ο ''θάνατος'''χωρίς και να το καταλάβεις...και πόσες φορές το ραντεβού μαζί του το ανέβαλλες και τόβαλε κι αυτός στα πόδια....
Μην κλαψουρίζεις για τα καθημερινά τα ασήμαντα...τις μικροατυχίες που τη ζωή σου δυσκολεύουν...έρχονται αυτές μπροστά σου εκεί μαθήματα να σου διδάξουν...
Και ξανακοίταξε ....και ξαναπροσδιόρισε...κοτάξου στον καθρέφτη...
Και ο καθρέφτης της ψυχής ...ποτέ του ψέμματα δεν ήξερε να λέει...  
Άσε λοιπόν τις κλάψες και τα μίζερα τα μοιρολόγια και δόξασε και πες...το πρω'ι'νό σαν σήμερα εξύπνησες και η βροχούλα αυτή του Φθινοπώρου σε εδρόσισε...πως είσαι ακόμα ζωντανός και μια ολόκληρη ημέρα εκεί σε περιμένει...
Να την χαρείς.. με όλα της τα πάνω της ...τα κάτω της...γιατί στις αναμνήσεις σου κι αυτή θα προστεθεί...και οι ανμνήσεις μας αυτές..είναι ζωή ζησμένη...
( Σοφία Θεοδοσιάδη )
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 Μια φορά υπάρχουμε, δεν υπάρχει τρόπος να υπάρξουμε δυο φορές και μάλλον δεν θα υπάρξουμε ξανά ποτέ. Κι εσύ που δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις τη χαρά. Και η ζωή πάει χαμένη με τις αναβολές και ο καθένας πεθαίνει απασχολημένος.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


                                                 Το τραγούδι Της Ζωής- Γιώργος Λαπαδάκης. 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,