15 Μαΐου 2016

Η πόλη των πηγαδιών - Χόρχε Μπουκάι...

Εκείνη την πόλη δεν την κατοικούσαν άνθρωποι, όπως όλες τις άλλες πόλεις του πλανήτη. Σ’ εκείνη την πόλη κατοικούσαν πηγάδια.Πηγάδια ζωντανά…αλλά πηγάδια.Τα πηγάδια διέφεραν μεταξύ τους όχι μόνο ως προς τον τόπο όπου είχαν ανοιχτεί, αλλά και ως προς το στόμιο (το άνοιγμα που τα συνέδεε με τον εξωτερικό κόσμο).
Υπήρχαν πηγάδια ευκατάστατα και πολυτελή, με στόμιο από μάρμαρο και όμορφα μέταλλα, πηγάδια ταπεινά από τούβλα και ξύλο, κι άλλα πιο φτωχά, απλές γυμνές τρύπες που ανοίγονταν στη γη.
Η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων της πόλης γινόταν από στόμιο σε στόμιο, και οι ειδήσεις έφταναν γρήγορα απ’ άκρη σ’ άκρη.
Μια μέρα, έφτασε στην πόλη μια «μόδα» που μάλλον είχε γεννηθεί σε κάποιο ανθρώπινο χωριό.

Η νέα ιδέα ήταν ότι κάθε ζωντανό όν που εκτιμούσε τον εαυτό του θα έπρεπε να φροντίζει πολύ περισσότερο το εσωτερικό παρά το εξωτερικό. Το σημαντικό δεν ήταν η επιφάνεια, αλλά το περιεχόμενο. Έτσι έγινε, και τα πηγάδια άρχισαν να γεμίζουν με αντικείμενα.
Μερικά γέμισαν με κοσμήματα, χρυσά νομίσματα και πολύτιμες πέτρες. Άλλα, πιο πρακτικά, γέμισαν με ηλεκτρικές συσκευές και μηχανές. Μερικά άλλα επέλεξαν την τέχνη και γέμισαν με πίνακες ζωγραφικής, πιάνα με ουρά και εξεζητημένα μεταμοντέρνα γλυπτά. Τέλος, τα διανοούμενα γέμισαν με βιβλία, ιδεολογικά μανιφέστα και εξειδικευμένα περιοδικά.
Πέρασε ο καιρός. Τα περισσότερα πηγάδια γέμισαν σε τέτοιο σημείο, ώστε τίποτ’ άλλο δεν χωρούσε.

Τα πηγάδια δεν ήταν όλα ίδια, οπότε κάποια συμβιβάστηκαν, ενώ άλλα σκέφτηκαν πως έπρεπε να κάνουν κάτι για να συνεχίσουν να συσσωρεύουν πράγματα στο εσωτερικό τους …
Ένα απ’ αυτά έκανε την αρχή. Αντί να συμπιέζει το περιεχόμενο, σκέφτηκε να αυξήσει τη χωρητικότητά του διευρύνοντας το χώρο του.
Δεν πέρασε πολύς καιρός, κι άρχισαν και τα υπόλοιπα να μιμούνται την καινούργια ιδέα. Όλα τα πηγάδια δαπανούσαν μεγάλο μέρος της ενέργειάς τους για να επεκταθούν και ν’ αποκτήσουν περισσότερο χώρο στο εσωτερικό τους.
Ένα πηγάδι, μικρό κι απόκεντρο, άρχισε να βλέπει τους συντρόφους του να επεκτείνονται χωρίς μέτρο. Σκέφτηκε ότι αν συνέχιζαν να διευρύνονται με αυτόν τον τρόπο, σύντομα θα μπέρδευαν τα όριά τους και το κάθε ένα θα έχανε την ταυτότητά του…

Ίσως, ξεκινώντας από αυτήν την ιδέα, σκέφτηκε ότι ένας διαφορετικός τρόπος για να αυξήσει τη χωρητικότητά του ήταν να μεγαλώσει όχι φαρδαίνοντας, άλλα βαθαίνοντας. Να επεκταθεί σε βάθος αντί για πλάτος. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι όλα όσα είχε στο εσωτερικό του έκαναν αδύνατη την εργασία της εκβάθυνσης. Αν ήθελε να γίνει πιο βαθύ, όφειλε να ξεφορτωθεί ολόκληρο το περιεχόμενό του …
Στην αρχή, το κενό το τρόμαξε. Αλλά αργότερα, όταν είδε ότι δεν είχε άλλη επιλογή, το έκανε.
Χωρίς τίποτα στην κατοχή του, το πηγάδι άρχισε να βαθαίνει, ενώ τα υπόλοιπα άρπαζαν τα αντικείμενα που είχε πετάξει …
Μια μέρα, κάτι ξάφνιασε το πηγάδι που μεγάλωνε προς τα κάτω. Κάτω, πολύ κάτω, πολύ στο βάθος … βρήκε νερό!
Ποτέ πριν άλλο πηγάδι δεν είχε ξαναβρεί νερό.
Το πηγάδι ξεπέρασε την έκπληξή του κι άρχισε να παίζει με το νερό καταβρέχοντας τα τοιχώματά του, πιτσιλώντας το στόμιό του και, τέλος, βγάζοντας το νερό προς τα έξω.

Η πόλη δεν είχε ποτέ βραχεί από τίποτ’ άλλο πέρα από τη βροχή η οποία, εκ των πραγμάτων, ήταν αρκετά σπάνια, Έτσι, η γη τριγύρω απ’ το πηγάδι, αναζωογονημένη από το νερό, άρχισε να ξυπνά.
Οι σπόροι βλάστησαν παίρνοντας τη μορφή χλόης, τριφυλλιών, λουλουδιών και αδύναμων κορμών που μετατράπηκαν αργότερα σε δέντρα …
Μια έκρηξη χρωμάτων και ζωής απλώθηκε γύρω από το απομακρυσμένο πηγάδι το οποίο άρχισαν να αποκαλούν : ‘Το Περιβόλι”.
Όλοι το ρωτούσαν πως είχε καταφέρει αυτό το θαύμα.
“Δεν είναι κανένα θαύμα”, απαντούσε το Περιβόλι.
“Πρέπει να σκάψεις στο εσωτερικό , προς τα μέσα”.

Πολλοί θέλησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Περιβολιού , αλλά αποδοκίμασαν την ιδέα όταν συνειδητοποίησαν ότι , για να βαθύνουν , θα έπρεπε πρώτα να αδειάσουν.
Συνέχισαν να διευρύνονται όλο και πιο πολύ για να γεμίσουν με περισσότερα ακόμα πράγματα…
Στην άλλη άκρη της πόλης , ένα άλλο πηγάδι αποφάσισε κι αυτό να πάρει το ρίσκο να αδειάσει…Κι άρχισε κι αυτό να βαθαίνει…
Κι έφτασε κι αυτό στο νερό…Και το έριξε κι αυτό προς τα έξω δημιουργώντας μια δεύτερη όαση στο χωριό…
“Τι θα κάνεις όταν θα τελειώσει το νερό ;” , το ρωτούσαν.
“Δεν ξέρω τι θα συμβεί” απαντούσε.
“Αλλά προς το παρόν , όσο περισσότερο νερό βγάζω , τόσο περισσότερο βρίσκω”.
Πέρασαν μερικοί μήνες μέχρι τη μεγάλη ανακάλυψη . Μια μέρα , σχεδόν κατά τύχη, τα δυο πηγάδια κατάλαβαν ότι το νερό που είχαν βρει στο βάθος τους ήταν το ίδιο…

Ότι το ίδιο υπόγειο ποτάμι που περνούσε από το ένα , γέμιζε το βάθος του άλλου. Κατάλαβαν ότι ξεκινούσε γι’ αυτά μια καινούργια ζωή. Όχι μόνο μπορούσαν να επικοινωνούν από στόμιο σε στόμιο , επιφανειακά , όπως όλοι οι άλλοι , αλλά η αναζήτησή τους , τους είχε προσφέρει ένα νέο και μυστικό σημείο επαφής.
Είχαν ανακαλύψει τη βαθιά επικοινωνία που πετυχαίνουν μόνον εκείνοι που έχουν το θάρρος να αδειάσουν από κάθε περιεχόμενο και να ψάξουν στο βάθος της ύπαρξής τους για να βρουν τι έχουν να δώσουν…
 Χόρχε Μπουκάι
.....................................................................................................................................

Για δρόμους που δεν περπάτησες...





Για δρόμους που δεν περπάτησες...διαδρομές που σου ξεφύγαν...μονοπάτια που δεν ανακάλυψες...μια ιστορία είν' αυτή η αποψινή.. σοφή και φιλοσοφημένη...Για να περάσεις άλλη μια φορά σε προσκαλεί..''στην πόλη αυτή των πηγαδιών''του νου να ξεδιψάσεις...να βουτήξεις να μη φοβηθείς...νεράκι δροσερό της σκέψης σου και της ψυχής να πιείς...αλληλεγγύη και χαρά και αγάπη να μεταλάβεις...να μεταλλαχτείς...την ευτυχία σου να αγγίξεις...

Πέρασε απόψε από την ''πόλη αυτή των πηγαδιών''...θα ανταμειφθείς... και αναλογίσου...μέτρα τις δυνάμεις σου ..λογάριασε αν μπορείς...κι αν έχεις περίσσευμα καρδιάς...αν το αντέχεις να το μοιραστείς...και τότε ψάξε μέσα σου...θα βρεις θαρρώ...και τόλμα και προχώρα...Είναι όμορφες οι διαδρομές μας που μοιράζονται γλυκά κι απλόχερα...και πάντοτε στο τέλος...όσες κι αν μας κερνούν και αχαριστίες και απογοητεύσεις.. και πίκρες και καημούς..πάντα στο τέλος αυτές μας ''κοινωνούν'''και δεν μας ρίχνουνε στα βράχια της απελπισιάς...που η τσιγγουνιά μας του ''μοιράσματος''συχνά μας υποβάλλει...

Σκέψεις - Σοφία Θεοδοσιάδη... 
............................................................................................................
                                     

14 Μαΐου 2016

Αγάπες που τις παίρνει ο άνεμος..περαστικά τα Σαββατόβραδα...

Αγαπάμε εκ του ασφαλούς...αγαπάμε μέσα από τη ζεστασιά του καναπέ μας...αγαπάμε ατσαλάκωτοι...αγαπάμε...αγαπάμε...λέμε ...λέμε...λόγια μεγάλα ...δυνατά ...ρομαντικά...λόγια ...λόγια που σκορπά...το πρώτο φύσημα τ' ανέμου...
Σαν έρθει του ζυγωμού...του αγγίγματος των ψυχών η ώρα  ...ξεσφίγγουν τα χέρια ...χαλαρώνουν...ξεχνούν να σφίγγουν...ξεχνά το στόμα να μιλάει...σιωπούν οι λέξεις...κι όλα μια σιωπηλή ευθεία γραμμή...μια γραμμή ευθεία...χωρίς τεθλασμένες...έτσι για να οδηγεί συντομότερα στο τέλος...Ευθεία η συντομοτέρα οδός...ευθεία πεπατημένος δρόμος ...χωρίς εκπλήξεις...χωρίς στροφές δρόμου...χωρίς γωνιές απόκρυφες...

Ευθεία οφθαλμοφανής...μίζερη...ανούσια...χωρίς μυστικά...χωρίς εικόνες άγνωρες...βαδίζεις σταθερά...να αρνηθείς τον ίσιο δρόμο την ευθεία δεν μπορείς...κότσια γερά ...μα και φτερά θε να φορέσεις ...σαν θες απ' την ευθεία σου να βγεις...Εβράδιαζε και το στρατί το έπαιρνες αποβραδίς...τα βροχερά τα Σαββατόβραδα ...στον καφενέ της Ματίνας για να βγεις...και εκεί εξημεροβραδιάζοσουν...σου άρεσε ολονυχτίς ταγκό μαζί της να χορεύεις...μα ....
η Ματίνα τόκλεισε το μαγαζί...δεν τόμαθες ?
Και δε χορεύει πια...κάθεται σιωπηλή σε μια γωνιά...
και με τους φίλους της μονάχα να μιλήσει προσπαθεί...
Είναι η κρίση λέν ' οι φίλοι της...μα αυτή λέει πως δεν της φταίει αυτό...
αλλά που ο επισκέπτης που κάθε βράδυ έρχονταν...
άλλαξε στέκι και δε χορεύει πια ταγκό...άλλαξε το χορό του και αυτός...και πια τα Σαββατόβραδα μονάχη την αφήνει...κι έτσι η Ματίνα τον καβαλλιέρο της τον  έχασε...σε άλλα στέκια αυτός κοιμάται πια κάθε βραδιά...


Μα η Ματίνα έπαψε πια τις κλειδαμπαρωμένες πόρτες.. μα κι αυτές που χάσκουν στον αγέρα να κοιτά...αχνές οι σιλουέτες τους οι γνώριμες διαγράφονται...και στην ευθεία δεν αρέσκεται να περπατά...βγήκε ξανά στο φως...και στη στροφή του δρόμου μια τεθλασμένη αναζητά...νάχει στροφές...ανηφοριές ...κατηφοριές και λόφους και περάσματα ανθηρά...και τις μοσχοβολιές ξανά να μυριστεί αναζητά...δεν την μπορεί τη μούχλα τη μιζέρια και τη σκοτεινιά...βαριά πολύ η μυρωδιά...σαν του υγρού και μουχλιασμένου του ταμπάκου...του παλιού και του φθαρμένου πια.. του καπηλειού η μυρωδιά....
Αγάπες που τις παίρνει ο άνεμος- της Σοφίας Θεοδοσιάδη.
............................................................................................................

Δυο χείλη κατακόκκινα ~ Βασίλης Παπακωνσταντίνου

..............................................................................................................

13 Μαΐου 2016

Από Τα δημόσια και ιδιωτικά, Ίκαρος 2007- Ελύτης.



 
Πήρε να χειμωνιάζει. Πλήθυναν οι άδειες καρέκλες γύρω μου. Έχω πιάσει γωνιά και πίνω καφέδες, φουμέρνοντας αντικρύ στο πέλαγος. Θα μπορούσα να περάσω έτσι μια ζωή ολόκληρη, αν δεν την έχω κιόλας περάσει. Ανάμεσα σε μια παλιά ξύλινη πόρτα ξεβαμμένη απ’ τον ήλιο κι ένα κλωναράκι γιασεμιού τρεμάμενο· που έτσι και συμβεί να μου λείψουν μια μέρα, η ανθρωπότητα όλη θα μου φαίνεται άχρηστη. Σχεδόν σοβαρολογώ. Επειδή εδώ δεν πρόκειται πια για τη φύση, που αυτήν, πιστεύω, είναι πιο σημαντικό να τη διαλογίζεσαι παρά να τη βιώνεις· ούτε καν την παράδοση. Πρόκειται για τη βαθύτερη εκείνη δύναμη των αναλογιών που συνέχει τα παραμικρά με τα σπουδαία ή τη καίρια με τα ασήμαντα, και διαμορφώνει κάτω από την κατατεμαχισμένη των φαινομένων επιφάνεια ένα πιο στέρεο έδαφος για να πατήσει το πόδι μου – παραλίγο να πω η ψυχή μου.


Μέσα σ’ένα τέτοιο πνεύμα είχα κινηθεί άλλοτε, όταν έλεγα ότι ένα τοπίο δεν είναι, όπως το αντιλαμβάνονται μερικοί, κάποιο απλώς σύνολο γης, φυτών υδάτων. Είναι η προβολή της ψυχής ενός λαού πάνω στην ύλη.

Θέλω να πιστεύω – και η πίστη μου αυτή βγαίνει πάντοτε πρώτη στον αγώνα της με τη γνώση – ότι, όπως και να το εξετάσουμε, η πολυαιώνια παρουσία του ελληνισμού πάνω στα δώθε ή εκείθε του Αιγαίου χώματα έφτασε να καθιερώσει μιαν ορθογραφία, όπου το κάθε ωμέγα, το κάθε ύψιλον, η κάθε οξεία, η κάθε υπογεγραμμένη, δεν είναι παρά ένας κολπίσκος, μια κατωφέρεια, μια κάθετη βράχου πάνω σε μια καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοί αμπελώνες, υπέρυθρα εκκλησιών, ασπράκια ή κοκκινάκια εδώ ή εκεί, από περιστεριώνες και γλάστρες με γεράνια.


Είναι μια γλώσσα με πολύ αυστηρή γραμματική, που την έφκιασε μόνος του ο λαός, από την εποχή που δεν επήγαινε σχολείο. Και την τήρησε με θρησκευτική προσήλωση κι αντοχή αξιοθαύμαστη, μέσα στις πιο δυσμενείς εκατονταετίες. Ώσπου ήρθαμ’ εμείς, με τα διπλώματα και τους νόμους, να τον βοηθήσουμε. Και σχεδόν τον αφανίσαμε. Από το ένα μέρος του φάγαμε τα κατάλοιπα της γραφής του και από το άλλο του ροκανίσαμε την ίδια του την υπόσταση, τον κοινωνικοποιήσαμε, τον μεταβάλλαμε σε έναν ακόμα μικροαστό, που μας κοιτάζει απορημένος από κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας του Αιγάλεω.


Δεν αναφέρομαι σε καμιά χαμένη γραφικότητα. Ούτε θυμάμαι να’ χω ζήσει σε καμιά καλή εποχή για να τη νοσταλγώ. Απλώς, δεν ανέχομαι τις ανορθογραφίες. Με ταράζουν. Νιώθω σαν ν’ ανακατώνονται τα γράμματα στον ίδιο μου το επώνυμο, να μην ξέρω ποιος είμαι, να μην ανήκω πουθενά. Τόσο πολύ αισθάνομαι να είναι η ζωή μου συνυφασμένη μ’ αυτήν την «υδρόγεια λαλιά», που δεν είναι παρά η οπτική φάση της ελληνικής λαλιάς, της ικανής με τη διπλή της υπόσταση να ομιλεί και να ζωγραφίζει συνάμα. Και που εξακολουθεί αθόρυβα όσο και δραστικά, παρά τις άνωθεν επεμβάσεις, να εισχωρεί ολοένα μέσα στην ιστορία και μέσα στη φύση που τη γέννησαν, έτσι ώστε να μετατρέπει τεράστιες ποσότητες παρελθόντος χρόνου σε παρόν, και να μετατρέπεται από το παρόν αυτό σε όργανο προικισμένο με τη δύναμη να οδηγεί τα στοιχεία της ζωής μας στην πρωτογενή φυσική τους αλήθεια. Όμως, για να το αντιληφθεί αυτό κανείς, πρέπει να’ χει περάσει απ’ όλες τις διεργασίες, όσες απαιτούνται για να διακρίνει που κείται το καίριο. Το καίριο στη ζωή αυτή κείται πέραν του ατόμου. Με τη διαφορά ότι, αν δεν ολοκληρωθεί κανείς σαν άτομο – κι όλα συνωμοτούν στην εποχή μας γι’ αυτό – αδυνατεί να το υπερβεί.


Σ’ αυτό το σημείο της σταύρωσης βρισκόμαστε σήμερα, που οι περισσότεροι αδυνατούν, επί παραδείγματι, να εκτιμήσουν την υγεία επειδή έτυχε ν’ αρρωστήσουν, ή επειδή – το χειρότερο – θεώρησαν «καίριο» την αρρώστια. Ο μηχανισμός μιας λειτουργίας όπως αυτή αντανακλά πάνω στη λογοτεχνία μας, την καταδυναστεύει, την υποβάλλει σ’ ένα είδος παραμορφωτικής αρθρίτιδας, που εξαιτίας μιας μακράς και συνεχούς τακτικής εκλαμβάνεται ως η μόνη φυσιολογική…

 Από Τα δημόσια και ιδιωτικά, Ίκαρος 2007

Ελύτης
.............................................................................................................

Το χαρούμενο λιβάδι..


Κάποτε, λίγo

 πιο μακριά από το μέρος που μένουμε, υπήρχε ένα λιβάδι. Όλοι έλεγαν πως ήταν το ωραιότερο λιβάδι που είχαν δει ποτέ. Ήταν γεμάτο κάτασπρες μαργαρίτες. Οι μαργαρίτες ήταν πολύ αγαπημένες και περνούσαν όμορφα μαζί. Ώσπου μια μέρα μια παπαρούνα φύτρωσε δίπλα τους. Σε λιγάκι μαζεύτηκαν όλες οι μαργαρίτες γύρω από το καινούριο φυτό. Άλλες το κοίταζαν με περιέργεια, άλλες με θαυμασμό κι άλλες του γύριζαν την πλάτη, γιατί δεν το ήθελαν στο λιβάδι τους.

– Αυτή είναι κατακόκκινη κι εμείς ολόασπρες, είπε μια ψηλομύτα μαργαρίτα. Κοίτα πώς διαφέρει από εμάς! Κοιτάξτε τα φύλλα της πόσο άγρια είναι! Και το κοτσάνι της είναι όλο αγκάθια! Μας χαλάει την ομορφιά του λιβαδιού. Αδύνατο να ανεχτώ εγώ, μια άσπρη, κάτασπρη μαργαρίτα, να μείνω μαζί της. Δε θέλω ένα τέτοιο λουλούδι δίπλα μου.


– Τι είναι αυτά που λέτε; είπε η γιαγιά μαργαρίτα, που τη φώναζαν Γιαγιά Μαργαριτένια και που όλες οι μαργαρίτες άκουγαν τη γνώμη της γιατί ήταν σοφή. Ο παππούς σας, που είχε πολλούς φίλους, μου έλεγε πως υπάρχουν κι αλλού λιβάδια που έχουν μαργαρίτες και παπαρούνες μαζί. Αυτός και οι φίλοι του περνούσαν πολύ ωραία εκεί, γιατί και οι παπαρούνες είναι λουλούδια σαν κι εμάς. Γι’ αυτό, εγώ σας λέω να την αφήσουμε να μείνει μαζί μας. Δεν πρόκειται να μας κάνει κανένα κακό.
– Τι λες; έκανε θυμωμένα μια άλλη μαργαρίτα. Κι αν δίπλα σ’ αυτή την παπαρούνα ξεφυτρώσει κι άλλη και κάνουν παπαρουνάκια, τότε θα γεμίσει το λιβάδι μας με παπαρουνοπαιδάκια. Δε θέλω τα μαργαριτάκια μου να μεγαλώνουν μαζί τους. - Αυτή διαφέρει από εμάς. Πώς μπορούμε να ταιριάξουμε?
– Κι εμείς οι μαργαρίτες διαφέρουμε μεταξύ μας κι όμως ταιριάξαμε, είπε η Μαργαρίτα-Ρίτα, μια άλλη μαργαρίτα που την κοίταζε με συμπάθεια την παπαρούνα.

– Πώς διαφέρουμε μεταξύ μας, αφού είμαστε όλες άσπρες; απόρησαν οι υπόλοιπες μαργαρίτες.
Κι άρχισαν να μετρούν τα φύλλα τους, τα κοτσάνια τους και τις ρίζες τους. Κατάλαβαν ότι είχαν αρκετές διαφορές. Έτσι με τον καιρό, άρχισαν να γίνονται φίλες με την παπαρούνα. Περνούσαν πολύ καλά όλες παρέα. Η παπαρούνα είχε γίνει μέλος της ομάδας τους, κι ας ήταν κόκκινη. Κατάλαβαν πως ούτε το φαγητό τούς τρώει ούτε τον ήλιο τούς παίρνει. Έφταναν όλα για όλους. Είχαν ακούσει μάλιστα τους ανθρώπους να λένε πως, τώρα που το λιβάδι ήταν ασπροκόκκινο, τους άρεσε περισσότερο.

Διασκευασμένο απόσπασμα από το βιβλίο της Φυλλιώς ΝικολούδηΤο χαρούμενο λιβάδι, εκδ. Ελληνικά Γράμματα.................................................................................................................................... Σκέψεις σαν μήνυμα εντός μου ...της Σοφίας Θεοδοσιάδη. .

Η φύση έξω έβαλε ξανά τα γιορτινά της...παντού το βλέμμα κι αν γυρίσεις..εκεί στα πιο απλά...δίπλα σου καθώς περπατάς..στις άκρες των δρόμων και στα καταπράσινα λιβάδια του τόπου μας τα χλοερά ..φύτρωσαν παντού θαυμάσια αγριολούλουδα, μαργαρίτες ταπεινές, κρινάκια''αριστοκρατικά'', κρόκοι μοσχοβολητοί και κατακίτρινοι … ένας υπέροχος πολύχρωμος πίνακας φτιαγμένος από τον πιο ταλαντούχο ζωγράφο της Φύσης: τον Θεό. 

Ομονοούν...φυτρώνουν δίπλα ...δίπλα...κι ας μοιάζουν τόσο διαφορετικά...Μακάρι, όλοι μας, να μπορούσαμε να εκτιμήσουμε όλη αυτή την ομορφιά και το μεγαλείο της ζωής.Μακάρι να αντέχουμε το διαφορετικό...να συμβιώνουμε με αυτό...γωνίες να αμβλύνουμε των αλλονών και μέσα μας... Σκέφτομαι συχνά στους περιπάτους μου.. αν πραγματικά ήταν ''μαγικό''  το ταξίδι μου επάνω εις τη φύση.. και  προσπαθώ να ανακαλύψω τη μαγεία της, να λατρέψω την τελειότητά της, να υμνήσω την αρμονία της και την ανάρρηση πολιτισμών εκεί που επενέργησε το φυσικό της περιβάλλον θετικά.

Καθώς θα ξεχυθούμε και ξανά στις εξοχές Σαββατοκύριακο ...ηρεμίας... και χαλάρωσης ..ανασυγκρότησης για όλους μας...από τα καθημερινά μας να ξεφύγουμε...χωράνε ανάμεσά μας μαργαρίτες...παπαρούνες...και κρίνοι και πασχαλιές και γιασεμιά...λουλούδια όλα ''διαφορετικά''...μα που ξεχωριστές εικόνες και αρώματα αναδύουν... ρυάκια σιγανά...μα και χείμαρροι ορμητικοί...όλα τους επάνω σε μια ''ζωγραφιά'' ζωγραφισμένα με πινέλλα και χρώματα ανεπανάληπτα..ενός και μοναχά...του ''Θεϊκού ζωγράφου'' !!!.

12 Μαΐου 2016

Το γιασεμί στην πόρτα σου..- ο μύθος του...

JASMINE, by Sophie Anderson
Κάποια παράδοση λέει πως Ισπανοί θαλασσοπόροι φέρανε από τις Ινδίες στην Ευρώπη το γιασεμί και καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά στην Ιταλία. Ο δούκας της Τοσκάνης το αγάπησε τόσο πολύ και με τόση ζήλια, ώστε απαγόρευσε στον φτωχό κηπουρό του να δώσει άνθος ή βλαστό σε οποιονδήποτε του το ζητούσε.  Αλλά ο νεαρός κηπουρός χάρισε στην αγαπημένη του, την ημέρα της γιορτής της, ένα κλαδί με τα μυρωδάτα άνθη του γιασεμιού. Εκείνη το φύτεψε μυστικά και με τις οδηγίες του καλού της ευδοκίμησε και πολλαπλασιάστηκε.

Όσο περνούσε ο καιρός μεγάλωνε και η αγάπη τους, αλλά η φτώχεια δεν επέτρεπε την ένωσή τους. Μια καλή τύχη όμως τους βοήθησε. Δυό πλούσιοι Γάλλοι περνώντας από την Τοσκάνη ένοιωσαν τη θαυμάσια μυρωδιά και με την προσφορά ολόκληρου θησαυρού η κοπέλα, παρά την αρχική της άρνηση, αναγκάστηκε να τους δώσει ένα φυτό.
 
 Οι Γάλλοι το έφεραν στη μεσημβρινή Γαλλία, όπου και καλλιεργείται για τη βιομηχανική παραγωγή γιασμινελαίου της αρωματοποιίας – στους περσικούς χρόνους χρησίμευσε και σαν φάρμακο. Έτσι η νεαρή Ιταλίδα, πλούσια πια, έγινε το ταίρι του αγαπημένου της, τραγουδώντας :

 
 
"Jasmine" - Cuong Nguyen
 











Ανθίσαμε για μας τα γιασεμιά
κι οι δυό μας οι καρδιές γενήκαν μια !


 Οι κόρες της Τοσκάνης για ανάμνηση, την ημέρα του γάμου τους, στολίζονται με γιασεμιά, γιατί πιστεύουν ότι αυτά θα φέρουν την ευτυχία της 
ζωής τους.


..............................................................................................................

 Το γιασεμί δεν άφησε ασυγκίνητους τους ποιητές...το αντίθετο μάλιστα...το ύμνησαν δεόντως και έγραψαν ''μαγευτικούς'' στίχους για την ευωδιά του...


..............................................................................................................


 «Το Μονόγραμμα»(απόσπασμα)
 ΙΙΙ.

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή
σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά -- κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μεσ’ από φεγγαρά περάσματα και κρυφές της θάλασσας
στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε 

.............................................................................................................

 Ο ΡΙΤΣΟΣ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΥΝΤΕΜΗ(απόσπασμα)





  Μοσκοβολάει η νύχτα γιασεμί κ’ ελπίδα –είναι τα χνάρια σου, Μενέλαε. Μυρτούλα, ο πατερούλης με την πίκρα σου φτιάχνει χιλιάδες μπουκετάκια γιασεμιά χιλιάδες μπουκετάκια περασμένα στις πευκοβελόνες της έγνοιας του.


                  Λευκό Μου Γιασεμί - Έλλη Πασπαλά

............................................................................................................. 

 Τα γιασεμιά-Κ-Παλαμάς (απόσπασμα)

Κι άλλη καμία Δεν είναι ανθάδα Όνειρο ασπράδα Μάγια ευωδιά
Τα γιασεμιά
λιποθυμιά

κι άλλη καμιά πλάση δεν είναι –μήτ’ εσύ κρίνε λιγόζωη
τόσο μεθύστρα ω πόσο




                Tα Γιασεμιά-Κωστής Παλαμάς  

..................................................................................

ΜΥΡΙΖΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΓΙΑΣΕΜΙ- Χατζιδάκης-Παπαποστόλου 

.............................................................................................................

 
Επέρασε το γιασεμί κι είπε του κρίνου «γειά σου»
- Ανάθεμά σε, γιασεμί, εσύ κι η μυρωδιά σου.

 

 Καυγάδες με το γιασεμί έβαλε πάλι ο κρίνος
ζηλεύγει ντου τσι μυρωδιές που δεν μυρίζει εκείνος 


 Ήθελα νά ΄μαι γιασεμί στην πόρτα σου ν’ ανθίζω,
κάθε πρωί που θα περνάς να σε καλημερίζω.

     

    Ως έχεις την απομονή, έχε και την ελπίδα
        Με τον καιρό το γιασεμί αθεί και βγάνει φύλλα.

''να μην αφήνεις γιασεμι
να κοβουνε τσ' αθούς σου
χερια που δε κατεχουνε
και σπουνε τους βλαστους σου''

..............................................................................................................

 

                          ΤΟ ΓΙΑΣΕΜΙ - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ

..................................................................................

 

Πάμπλο Νερούντα - Ματίλντε Ουρούτια.- Γράμμα αγάπης -ερωτική επιστολή.


«Αγαπημένη μου γυναίκα, υπέφερα όσο

 έγραφα αυτά τα σονέτα, μου προκαλούσαν


 πόνο και θλίψη, η ευτυχία όμως που νιώθω 


τώρα που σ' τα προσφέρω είναι τεράστια σαν 

μια σαβάνα.


 
 
Οταν ξεκίνησα αυτό το εγχείρημα,


 ήξερα πολύ καλά ότι πάνω στο σώμα των 


σονέτων οι ποιητές όλων των εποχών έχουν

 σμιλέψει ρυθμούς από ασήμι, κρύσταλλο ή 


μπαρούτι.


 
Εγώ όμως ­ με μεγάλη 


ταπεινοφροσύνη ­ έφτιαξα τούτα εδώ τα σονέτα

 από ξύλο:τους έδωσα τον ήχο αυτής της


 στέρεης, αγνής ύλης και με αυτόν τον τρόπο


 πρέπει να φθάσουν στα αφτιά σου.


 Περπατώντας μέσα από δάση ή σε παραλίες


δίπλα σε κρυμμένες λίμνες, εσύ κι εγώ έχουμε

 κατά καιρούς μαζέψει κομμάτια από φλοιούς


 δένδρων, κομμάτια ξύλου που έχουν υποστεί


 τις μεταβολές του νερού και του καιρού.


Πήρα  αυτά τα μαλακά λείψανα και χρησιμοποίησα


  το τσεκούρι, τη ματσέτα και το σουγιά και έκοψα 


δεκατέσσερις σανίδες για το καθένα, για να

χτίσω μικρά ξύλινα σπιτάκια, ώστε τα μάτια σου

 που λατρεύω και τους τραγουδάω να 


μπορέσουν να κατοικήσουν μέσα τους...»



 (Οκτώβριος 1959). [Σημ.: οι 14 σανίδες


 αναφέρονται στους ισάριθμους στίχους ενός


 σονέτου.]

......................................................................................................................................


                 Πάμπλο Νερούντα σονέτο 17 

             ..............................................................

 Ένα από τα 100 ερωτικά σονέτα του Πάμπλο Νερούντα που εκδόθηκαν το 1960, σε απόδοση που βρήκα σε ένα αξιόλογο blog http://gazakas.wordpress.com/page/3/ και μου άρεσε πολύ και τη μετέφερα στο βίντεο. Η μουσική επένδυση είναι το romanza (ανώνυμου) με τον Νότη Μαυρουδή και Παναγιώτη Μάργαρη που βρίσκεται στο άλμπουμ "Cafe de l' art / Vol.4 / Cinema"


.............................................................................................................

"Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα"- Νίκος Γκάτσος...

 Ο Νίκος Γκάτσος -σε τηλέφωνο- απαγγέλει και τραγουδά ο ίδιος "Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα" πολύ πριν την ενορχήστρωση, με συνοδεία Κώστα Φέρρη και στο πιάνο ο Σταύρος Ξαρχάκος.

<<
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα- Νίκος Γκάτσος.>>






Δεν έχω σπίτι πίσω για να `ρθώ
ούτε κρεβάτι για να κοιμηθώ
δεν έχω δρόμο ούτε γειτονιά
να περπατήσω μια Πρωτομαγιά.



Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα.

Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια
εσύ φοράς τα αρχαία σου στολίδια
και δε δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς
που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς.



Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα.

Μα τότε που στη μοίρα μου μιλούσα
είχες ντυθεί τα αρχαία σου τα λούσα
και στο παζάρι με πήρες γύφτισσα μαϊμού
Ελλάδα Ελλάδα μάνα του καημού.



Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα.

Μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι
εσύ κοιτάς τα αρχαία σου τα κάλλη
και στις αρένες του κόσμου μάνα μου Ελλάς
το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς.


 Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου του 1911 στην Ασέα Αρκαδίας από τους αγρότες Γεώργιο Γκάτσο και Βασιλική Βασιλοπούλου. Σε ηλικία μόλις πέντε ετών μένει ορφανός από πατέρα, ο οποίος, από τους πρώτους μετανάστες στην Αμερική, πεθαίνε στο πλοίο και τον πτώμα του καταλήγει στον Ατλαντικό ωκεανό.
Ο Νίκος, ο οποίος παρακολουθεί τα μαθήματα του στο Δημοτικό της Ασέας και έπειτα στο Γυμνάσιο της Τρίπολης, δείχνει από τα πρώτα κιόλας χρονιά της ζωής του μια έντονη αγάπη για τις τέχνες και τα γράμματα.


 Το 1930 θα μετακομίσει μαζί με την μητέρα του και την αδερφή του στην Αθήνα, όπου και θα εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή -την οποία όμως ποτέ δεν ολοκλήρωσε- και θα έρθει σε επαφή με τον λογοτεχνικό κόσμο της πρωτεύουσας.
Τα πρώτα του ποιήματα δημοσιεύονται λίγα μόλις χρόνια αργότερα στα περιοδικά «Νέα Εστία» και «Ρυθμός». Δουλειά του επίσης παρουσιάζεται στα «Καλλιτεχνικά Νέα», στα «Νέα Γράμματα» και στα «Φιλολογικά Χρονικά».


 Ο Γκάτσος, μετά την έκδοση της «Αμοργού», θα κυκλοφορήσει τρία ακόμη ποιήματα το «Ελεγείο» το 1946,  το «Ο Ιππότης και ο θάνατος», έναν χρόνο αργότερα και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» το 1963.
Τα έργα του γίνονται επίκεντρο συζητήσεων στους διανοούμενους της εποχής, με μερικούς από τους πιο γνωστούς συνθέτες της χώρας να επιθυμούν να τα μελοποιήσουν. Μάνος Χατζηδάκης (με τον οποίον και αναπτύσσει μια πολύ στενή σχέση), Μίκης Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Χατζηνάσιος, Κελαηδόνης και τόσοι ακόμη, δίνουν ήχο στις μαγικές του λέξεις.



Είναι 12 Μαΐου του 1992 όταν ο σπουδαίος ποιητής, στιχουργός και μεταφραστής Νίκος Γκάτσος αφήνει την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στην Αθήνα. Η σορός του θα μεταφερθεί στη γενέτειρα του, την Ασέα Αρκαδίας, όπου και θα ταφεί.

Ο πνευματικός κόσμος της χώρας πενθεί έναν από τους σημαντικότερους ποιητές της χώρας, ακόμη και αν είχε εκδώσει μοναχά μια συλλογή, την περίφημη «Αμοργό» εν μέσω της Γερμανικής κατοχής, το 1943.
Το έργο του που θα κυκλοφορήσει σε μόλις 308 αντίτυπα, των 20 σελίδων, θα αποτελέσει σημείο αναφοράς του ρεύματος του σουρεαλισμού στην Ελλάδα και θα τον καταξιώσει στον κύκλο των συγγραφέων, ποιητών και μουσικών της χώρας ως έναν απο τους κύριους εκφραστές του.


Στίχοι και ποιήματα του Νίκου Γκάτσοι μεταφράζονται σε πάνω από δέκα γλώσσες, ενώ λίγο πριν τον θάνατο του, το 1991 τιμάται από τη Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας για τη διάδοσή της λογοτεχνίας της χώρας.

Πηγή: Νίκος Γκάτσος: Η δημιουργική ζωή του ποιητή των μουσικών.
..............................................................................................................