4 Νοεμβρίου 2016

Αλλοτινές μου εποχές..- της Σοφίας Θεοδοσιάδη.






Σε μια ζωή φορτωμένη από πίκρες ..χαστούκια..ξεραϊλα ψυχής και απανθρωπιά..είναι όμορφο την πίκρα σου να διώχνεις..να προσπαθείς τουλάχιστον.. βουτώντας μες στο βάζο το γλυκό των αναμνήσεων των παιδικών και των νεανικών σου χρόνων..να πασαλείβεις το μικρό σου δάχτυλο..σαν το γλυκό που εδοκίμαζες..κρυφά απ' τη μαμά.. Χρόνων που σε γεμίσανε χαρές και ζεστασιά..με τις μικροστιγμές, τα ασήμαντα ..τα απλά..Εκεί μες στα πλακόστρωτα σοκάκια της..  της πόλης μου..οι μικροπωλητές και οι καστανάδες ..κάνανε με την παρουσία τους το παγωμένο απ' τους αέρηδες και τις βροχές τοπίο..το κάνανε να μοιάζει πιο ζεστό..καθώς τα κάστανα γυρνάγανε με τη ''μασιά'' και γέμιζαν με μυρωδιές τα όμορφα στενά μας τα δρομάκια..

Σάμπως θαρρείς πως είχαμε και χαρτζιλίκι αρκετό..ή και περισσευούμενα λεφτά..Μα τα πράγματα ήτανε τότε και αλλιώς..με ένα μοναχά αυγό σαν το αντάλλασσες.. .έπαιρνες πέντε κάστανα ψημένα..μοσχοβολητά...Σαν το μελίσσι που μαζεύεται γύρω απ' τη βασίλισσα το μέλι να ρουφήξει.. τρέχαμε..εμαζευόμαστε με τη σειρά στον καστανά μπροστά...



Σήμερα..πάλι η μνήμη επίσκεψη μου έκανε στα ξαφνικά..μέσα στης μεγαλούπολης πια το πλακόστρωτο..αντίκρυ απ' το καφέ μου ..εκεί σε μια γωνιά μες στην Ερμού..πάλι περιτριγυρισμένο βλέπω έναν καστανά..με μεράκι σε χωνάκι να σερβίρει την πραμάτεια.. Τώρα στο μικρό πορτοφολάκι τα παιδιά..δεν έχουνε κρυμμένα δυο αυγά..που να βρεθούν κι οι κότες εδώ μέσα..τώρα λίγα ευρωπουλάκια περισσά..που η γιαγιά εφρόντισε τα εγγονάκια να τροφοδοτήσει..

Μα τα παιδιά είναι παιδιά..και ξέρουν πάντοτε να γεύονται μικροχαρές στην καθημερινότητά τους..Τραβώντας φέρνουν τη μαμά σε τούτη τη γωνιά..που στήθηκε ο μερακλής..κι ο μεροκαματιάρης καστανάς της πόλης...




Όχι δε ντρέπομαι την αδυναμία μου ..την τρυφερότητά μου να δηλώσω..που έρχεται στιγές - στιγμές για να με κατακλύσει..Θέλω να είμαι άνθρωπος κανονικός..με τα ευαίσθητα σημεία μου..και να γελώ..να κλαίω..να αισθάνομαι..και να λυγίζω..Το ξέρω τώρα πια καλά αυτό..όποιος πολύ αγαπήθηκε από τα μικράτα του..αυτό το κουβαλά..το εκδηλώνει ό,τι και να του συμβεί..έχει να δώσει και να πάρει..Δε στέγνωσε η ψυχούλα του..γι αυτό και ένα χαμόγελο έρχεται και κάθεται στα χείλη του..όταν θωρεί ετούτα τα μικρά παιδιά..που ανέμελα..γεμάτα αθωότητα..καταβροχθίζουν   τη μικρούλα αυτή τη νοστιμιά..Στιγμές..και νόστιμες πολύ.. οι παιδικές μας μνήμες..

Πάλι ο παππούς μου με ''χαιρέτησε'' από μακριά..καθώς γυρνούσε απ' το λιβάδι στο μικρούλη μας χωριό..κι είχε γεμάτο το καπέλλο του με κάστανα...που μάζεψε μονάχος του..για να τα φέρει να τα βράσει η γιαγιά..Γιατί τα βράζαμε εμείς τα κάστανα.. εκεί μες στο μικρό μου χωριουδάκι..Μα ήτανε πιο νόστιμα τα κάστανα του καστανά..ψημένα καθώς γέμιζαν τον αέρα μυρωδιά.. Ο κυρ- Θανάσης έπιανε από όταν Φθινοπώριαζε..από νωρίς δουλειά..και έψηνε σε κείνη τη γωνιά μέχρι που να 'βγει ο Χειμώνας..είχε και πέντε στόματα στο σπίτι του να θρέψει..έκανε πάντοτε όλες τις δουλειές..μεροκαματιάρης άνθρωπος..τη ζωή του εκυνηγούσε..
Πάντα θυμάμαι και τα λόγια της γιαγιάς :
«Το κάστανο θέλει κρασί και το καρύδι μέλι και το κορίτσι φίλημα πρωί και μεσημέρι ». 

Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη. 
.............................................................................................................

Με μεράκι και ''μαγκιά'' μεγάλη η ζεμπεκιά......

Ο ΚΑΣΤΑΝΑΣ - ΣΚΟΥΤΑΣ - ΜΗΤΑΡΑΚΗΣ - ΚΑΠΝΙΚΑΡΕΑ


Στίχοι:  
Κώστας Κοφινιώτης
Μουσική:  
Δημήτρης Σέμσης



Μέσα στη βαρυχειμωνιά
τώρα που κάνει κρύο
με τη φουφού μου στη γωνιά
περνάω μεγαλείο.

Έχω κάστανα στην πένα, κάστανα ξεροψημένα.


Μέσα ζάχαρη γλυκά τα κάστανα που ψήνω,
μ’ ένα φραγκάκι μοναχά τέσσερα αμέσως δίνω.
Στα κορίτσια δεν την χάνω, δίνω κι ένα παραπάνω.


Πήγαινε μια στο σινεμά και στάθηκε μπροστά μου.
Τα κάστανά σου είναι ωμά, μου είπε, καστανά μου.
Φούρνος μ’ έκανε να γίνω και μαζί της να τα ψήνω.

............................................................................................................. 

3 Νοεμβρίου 2016

.. ''παγωμένοι'' και άπραγοι ..σε κακέκτυπο θίασο εμπρός- της Σοφίας Θεοδοσιάδη

Χειμωνιάζει αργά-αργά καθημερινά..κυριολεκτικά και μεταφορικά..Σκοτεινιάζει ..και φορτίο βαρύ..να σηκώσεις φτερά δυνατά πια σου λείπουν...Κι όλοι εμείς ''παγωμένοι'' και άπραγοι ..απροετοίμαστοι για την παγωνιά..που τυλίγει κορμιά και ψυχές..οργιζόμαστε..φουρκιζόμαστε ..πληγωνόμαστε..θλίψη κυριεύει το νου..τις καρδιές..Λες και μπήκαν ληστές από παντού..να σαρώσουν τα σπίτια..τις αυλές..τις ψυχές..Ζητούν και ζητούν..να απομυζήσουν ζωές προσπαθώντας.. αδηφάγα.. λες κι είναι θηρία στο δάσος..αλυχτούν ..χαμένοι κι οι ίδιοι ηγέτες..διευθυντήρια χαμένα σε κόλλες χαρτιού..παγωμένες οι μάσκες τους όλες..λες και ζουν σε έναν άλλο πλανήτη..λες και ανάμεσά μας αυτοί δεν κατοικούν..

Παγωμένο το βλέμμα ψυχρό..αντρών ..γυναικών αλλοτριωμένων μορφών..Και η οργή μας μετατρέπεται σε θλίψη..Μία θλίψη μεγάλη ..τρανή..που πηγή της θαρρώ είν' η απραξία..που απλώθηκε γύρω παντού..Σιωπηλά παραμένουν τα στόματα.. ανοιχτά απορημένα τα μάτια..για το έργο ετούτο μπροστά μας..φαρσοκωμωδίας αντίγραφο μοιάζει.. κακέκτυπος θίασος..με αισχρούς ηθοποιούς..Κλέβουν και κλέβουν και κλέβουν..ληστές αδηφάγοι..αχόρταγοι κλέφτες..κλέφτες πορτοφολιών των νοικοκυραίων ανθρώπων..κλέφτες ζωών με ονείρατα..κλέφτες ατιμώρητοι χρόνια που μένουν..Κι η οργή εσχημάτισε όρη ψηλά..θα γκρεμίσει αναβάτες τρελλούς..μα και τους ίδιους τους ''κλέφτες'' σωριασμένους θα έβρει..





Η ασφυξία του ''πνιγμένου''..η θλίψη ριζωμένη βαθιά θα ανταριάσει σιμά..θα ξεσπάσει..ήρεμη μοιάζει η θλίψη και τώρα..μα η ήρεμη δύναμη έχει πάντα τις ρίζες βαθιές..Αναβάτες γυμνοί και μοιραίοι όλοι εσείς..ξεγυμνώνετε ψυχές..ληστές αξιοπρέπειας της ανθρώπινης ύπαρξης..ερπετά τυλιγμένα να σέρνεστε..σε καρέκλες γυμνές.. εξουσίας καρέκλες που πια δε θυμίζουν..Καταντάτε ληστές .. νηστικοί ..πεινασμένοι..και στα πιάτα απλώνετε γλώσσα φτωχών..για να ''γλείψετε'' αξιοπρέπεια λίγη για σας..αν σας έμεινε αγωνία τα βράδια ακόμα..για τις πράξεις ''ληστείας'' αυτές...

Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη.
.............................................................................................................

 Στίχοι: Νότης Περγιάλης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία : Μαίρη Λίντα



Μίκης Θεοδωράκης - ΤΙ ΝΑ ΤΗΝ ΚΑΝΩ ΤΗ ΧΑΡΑ - Μαίρη Λίντα.

............................................................................................................. 

2 Νοεμβρίου 2016

Η Παναγιά η γιάτρισσα..κι εσύ - της Σοφίας Θεοδοσιάδη.

Η Παναγιά η Γιάτρισσα προσμένουνε όλοι οι πιστοί..στη Γη να κατεβεί και να τους σώσει..όχι δε θέλω να τα βάλω με την Παναγιά..είτε την ονομάζουν Γιάτρισσα..είτε και Γρηγορούσα.. Μόνο να σου θυμίσω πως να ''προσκυνάς'' και να προσεύχεσαι ..να εύχεσαι...κι εσύ ''τη χείρα να κινείς''.. άπραγος να μη μένεις..Γιατί τι να σου κάνει και η δόλια η Παναγιά..όταν με λάθος τρόπο την εκατασκεύασες εντός σου ? Κάθομαι καθισμένη σ' ένα πάρκο και κοιτώ..καθώς ρουφώ τον αχνιστό καφέ μου..

Παιδάκια είναι το πάρκο και η παιδική χαρά..γεμάτη από φωνές και γέλια μα και κλάμμα..Τρέχουνε γύρω σαν σπουργίτια που ζητούν σποράκια ..ψίχουλα..λίγη χαρά κι αυτά να πάρουν..Πέφτει το μάτι μου στα ξαφνικά πάνω σε δυό μικράκια..δυο τρισχαριτωμένα ζουζουνάκια όμορφα αγόρι και κορίτσι..Μπαίνουν και βγαίνουν μέσα στο γκαζόν..που αυτή την ώρα εδώ την πρωινή..ποτίζουνε τα ποτιστήρια..

Γελούν και βρέχονται..χοροπηδούν..γελάνε και φωνάζουν..Κι η μάνα τους η καψερή..χαμογελώντας με σπαστά ελληνικά τους λέει να βγούνε έξω..να σταματήσουν το παιχνίδι αυτό..είναι Φθινόπωρο και κρύο σήμερα..και πως βρεγμένα θα κρυώσουν..Κι εκείνα εντελώς την αγνοούν και συνεχίζουν το παιχνίδι..καθώς αυτή τα κυνηγά..χαμογελώντας να τα πιάσει..


Και ένας κύριος από το τραπεζάκι του το διπλανό..που μόλις γύρισε απ' την προσευχή της Παναγιάς της Γιάτρισσας ..το εκατάλαβα γιατί εκράταγε βασιλικό που στην εκκλησιά τους εμοιράσαν..σκύβει και λέει της διπλανής κυρίας του..με το μακρύ πουκάμισο..εκείνης της σεμνής της Χριστιανής ..της χαμηλοβλεπούσας..που πήγε στο ευχέλαιο για να προσευχηθεί..  και τη χάρη της Παναγιάς για να ζητήσει..Αλβανάκια είναι κυρά μου αυτά..τι περιμένεις για να κάνουν..Κι αυτή σαν άλλος δικαστής..κουνάει το κεφάλι της και συναινεί..κάνει αμέσως και τον δικαστή..τη συμπεριφορά του παιχνιδιού..για να καταδικάσει..

 Κι η μάνα τους ..εκείνη η δαχτυλοδειχτούμενη η μάνα τους..που δεν τα συμμαζεύει και ενοχλούν ..κραυγάζεις δυνατά..? Πού σε ενόχλησαν εσένα ''άρχοντα'' που πίνεις τον καφέ σου..ξύνοντας το κεφάλι και τη μύτη σου απολίτιστε.?. Κανείς ποτέ του εσένα δε σου μίλησε..κανείς δε σου το έδωσε ποτέ σου να το καταλάβεις.. πως ο πολιτισμός στην καθημερινότητα..απ' τα μικρά και τα ασήμαντα πάντοτε ξεκινάει..και λιαίνει τις γωνίες και τις διαφορές..πάντοτε των ανθρώπων..

Μα πόσο ανόητοι..πόσο λειψοί  είναι οι άνθρωποι αυτοί..που θαρρούν πως έχει εθνικότητα το παιδικό παιχνίδι..!! Τους κοιτώ και τους παρατηρώ..και βλέπω μονομιάς τη φτώχεια του μυαλού τους..Ανυποψίαστοι απ' τη ζωή.. ανυποψίαστοι κι απ' την αγάπη.. Μόλις γυρίσανε απ' την προσευχή..για σκέψου και φαντάσου !!! Αν τους ρωτήσεις πότε χάιδεψαν ένα μικρούλη κεφαλάκι..ίσως και να 'χουν ξεχάσει πότε έγινε αυτό..ίσως μονάχα πετροβολισμούς ..μονάχα να θυμούνται.. Μην εκπλαγείς και αν τους δεις σε συγκεντρώσεις.. που μιλούνε για ξυλοδαρμούς και άγριο και  φανατισμένο ρατσισμό..

Δεν μου αρκεί που εσύ εικόνες θα μου αναρτάς ψυχοπονιάρικες παιδιών και θα τα ''διαπομπεύεις'' κρατώντας ένα ξεροκόματο ..τάχα πως πολύ τα σκέφτεσαι.. για να χτυπήσεις εις το θυμικό μου...Αν δεν τολμάς μια σύσταση και μια παρατήρηση και μία συμβουλή στους άκαρδους αυτούς και υποκριτές..που παρουσιάζονται καθημερινά μπροστά σου για να δώσεις..σταμάτα υποκριτικά να μου παρουσιάζεσαι..πως τάχα εσύ το διαφορετικό αντέχεις..Ναι το αντέχεις..τι να πω..όσο δεν βρίσκεται στην πόρτα σου μπροστά ? Άραγε εσύ ποτέ σου πήρες το δρόμο του ξεριζωμού πήρες το δρόμο για την τύχη σου να κυνηγήσεις..ένιωσες ξένος ?

Εδώ μέσα στο πάρκο δεν μπορώ ανάλυση της Παιδαγωγικής εσένα να σου κάνω..δεν είναι ο χώρος ο  κατάλληλος..και αμφιβάλλω κι αν θα την καταλάβεις..Να σου εξηγήσω πολύ θα 'θελα πως εσύ μονάχος δημιουργείς το διαφορετικό..εσύ κολλάς ταμπέλες στα παιδιά..εσύ και στους ανθρώπους..εσύ τους στιγματίζεις τις ψυχές..και μην απορήσεις διόλου φιλαράκο μου αν  μια βραδιά..αν σαν φαντάσματα ορθωθούνε εμπροστά σου..

Σύρε και πήγαινε στην Παναγιά ετούτη τη φορά ..στην Παναγιά τη Γρηγορούσα..μήπως και σου αλλάξει τα μυαλά για τα καλά..και μη βασίζεσαι στα αγιασμένα σου βασιλικά..μα το μυαλό σου ακόνισε και κοίταξε φίλε μου.. να νιώσεις κάποτε αγάπη..Αγάπη θέλουν τα παιδιά..κι όχι βασιλικά να τους χτυπάς στο μέτωπο..και να καρτεράς μ' αυτά και την υποκρισία σου.. τον κόσμο να αλλάξεις..σαν δεν κατόρθωσες ακόμα εσύ..τον βλοσυρό σου εαυτό..να τον εμαλακώσεις.. και να τον κάνεις να σκεφτεί και σοβαρά..τον κόσμο τούτο το μικρό ..μα πάντοτε ενιαίο..Να τον εδείς με μάτια διάπλατα ..σαν ένα σύνολο της φύσης και εσύ..μαζί με τους υπόλοιπους..στον ίδιο κύκλο να εβρίσκεσαι..έτσι σαν ένα στοιχείο μαθηματικό... σε σύνολο πως είσαι τοποθετημένος..
Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη..
............................................................................................................

 Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις.
Τραγουδά παιδική χορωδία.
Από την ταινία 'Sweet Movie'.




Μάνος Χατζιδάκις - Τα παιδιά κάτω στον κάμπο 

..............................................................................................................

1 Νοεμβρίου 2016

Σε μια πόλη που αλλάζει μορφή..της Σοφίας Θεοδοσιάδη.

Σε μια πόλη που αλλάζει μορφή..σε μια πόλη που χάνει κομμάτια απ' το παζλ ..σε μια πόλη που θυμίζει δόξες παλιές..και καινόυργιες  συνάμα..ο ήλιος επιμένει να βγαίνει ξανά και ξανά τα πρωινά..και αχτίνες ελπίδας επιμένει..επιβάλλει και θέλει.. σκορπά..Μήνας καινούριος..καινούρια εβδομάδα ξανά..   μελαγχολικό το τοπίο το Φθινοπωρινό..μια βρέχει..μια ο ήλιος μας παίζει κρυφτό..Τι σημασία έχει να ασχολούμαστε με τον καιρό .. έτσι κι αλλιώς ο καιρός γυρίσματα έχει πολλά..και ουσιαστικά και μεταφορικά..Φόρεμά της εδώ και καιρό..μετράει χρόνια με τούτη τη θλίψη..με τη θλίψη εγκατάλειψης ..ονείρου λειψού..και οράματος καλά στοιχειωμένου εντός της..η πόλη αυτή.. Στοιχωμένα τα όνειρα στο μέσα ..στο εντός καρτερούν..μη και τύχει και φανεί ένας κάποιος αλλιώτικος να ' ναι ηγέτης..να κρατήσει και πάλι χαλινάρι γερό..και την άμαξα εμπρός στους ανοιχτούς τους δρόμους να φέρει.

Τριγυρνώ βιαστικά και νωχελικά πότε- πότε και  κάποιες φορές .. παρατηρώντας επίμονα ..διερευνητικά.. την αγωνία της μάσκας φορεμένη σε πρόσωπα πια τρομαγμένα.. Κυνηγούν να προλάβουν τον αμείλικτο χρόνο που κρίση τριγύρω μοιράζει..φαντάσματα εποχής άγνωρης..τυραγνισμένης..σκοτεινής με κρυμμένο ορίζοντα..μουσκεμένα και στάζουν.. σχέδια χρόνων πολλών αθωότητας..ημερών γλυκών περασμένων..αναπολήσεις που ανοίγουν πληγές.. 




Μακελεμένα τα όνειρα ..τα σχέδια..τα φτερά τα πετάγματα..μα εσύ οδοιπόρος με ομπρέλλα  αυτοσχέδια τη σκέψη.. βαδίζεις μονάχος..Δρόμοι πολύβουοι γεμάτοι ζωή..στις γωνιές και παντού μικροπωλητές και λουλούδια ακόμα και τώρα πουλούν..μυρωδιές για να φέρεις στο σπίτι..μεσημέρι καθώς θα σχολνάς..Και πιο κει κατεβασμένα ρολά..και πολλά κατεβασμένα ρολά..και πολλά μαγαζιά πια κλεισμένα.
Θύμησες αλλοτινές  σφριγηλές από ζωή..μελαγχολικές τις εικόνες του σήμερα δίνουν..Μα εγώ εξεκίνησα καφέδες να πάρω..με αρώματα πολλά.. που γεμίζουν στιγμές..μικρές απολαύσεις..Τι με πιάνει και γύρω -τριγύρω κοιτώ και διαβάζω τις κλεισμένες τις πόρτες ? Σήμερα μου λένε οι καρδιές τους θρηνούν ..πόρτες είναι αυτές..κι ίσως αύριο ένα κλειδί τις ανοίξει...Στον πεζόδρομο εκεί στο καφέ..μάζεψα πάλι τη σκέψη και μύρισα..δες..μια μικρούλα μου κλείνει το μάτι..ένα χαμόγελο ελπίδας σκορπά...



Παραμύθια ''διαβάζω'' πολλά..ιστορίες και μύθους με δράκους..μα δε γίνεται λέω ξανά..ασυμβίβαστους πάντα τους ήρωες..στις σελίδες μου θέλω να ψάχνω..Σε ένα τέλος καλό..με μια τρίαινα αυτοί..να χτυπούνε τα κύματα..να ανοίγουνε δρόμους..μίλια ατέλειωτα ναυτικά να προσφέρουν..σε ανοιχτές και απέραντες θάλασσες..Μάζεψα μονομιάς τη σκέψη μου την φευγάτη..την τρελλή....φεύγω απ' το όμορφο καφέ..αφήνω εκεί πίσω μου τους''ζαλισμένους''  σαν κοτόπουλα ανθρώπους..πάω να μπω μες στη γνώριμη για μένα χρόνια τώρα πια γωνιά..μες στη Στοά του βιβλίου..ίσως μέσα εκεί να 'ναι κρυμμένος ακόμα σε κάποια ξεφτισμένη σελίδα  βιβλίου παλιού μου θαμπή ..ένας Δον - Κιχώτης ετούτης της πόλης εδώ..Γιατί είναι άδικο πολύ για την   Πρωτεύουσα την όμορφη αυτή.. σε κάποια σημεία της τόσο κεντρικά και ''δυνατά''.. να δακρύζει ατελείωτα..και να θυμίζει πως περάσανε από πάνω της ξανά..αέρηδες που μοιάζανε.. ''σαρωτικοί τυφώνες''...
Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη 
.............................................................................................................

Αύρα (Γιατί είμ’ αέρας που περνά) ~ Δημήτρης Παναγόπουλος

 Στίχοι/Μουσική/Ερμηνεία: Δημήτρης Παναγόπουλος
Ένα τραγούδι που φέρει τον αέρα της δικής του ιστορίας.


Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε χαρακτηρίσει το τραγούδι αυτό ως το καλύτερο ελληνικό τραγούδι της δεκαετίας 1980-90



Από την πόρτα σαν θα βγω
θα δω τον ήλιο στρογγυλό
και με το όμορφο στερνό χαμόγελό σου

Μια καλημέρα θα σου πω
μετά θα φύγω, θα χαθώ
και ίσως με ξαναδείς μονάχα στ’ όνειρό σου

Γιατί είμ’ αέρας που περνά
μέσα στης πόλης τα στενά
και κάνει τα κλειστά παράθυρα να τρίζουν


Γιατ’ είμαι αύρα εσπερινή
πνοή καθάρια ζωντανή
που κάνει τα γερμένα φύλλα να θροΐζουν

Φεύγω ψηλά για το βουνό
κι ύστερα πέφτω στο γκρεμό
και ταλαντεύομαι στα βάθη και στα ύψη

Και κουβαλάω μες τη σιγή
μιαν ανυπόταχτη κραυγή
και κάποια ανείπωτη ελπίδα που `χεις κρύψει.

.............................................................................................................

31 Οκτωβρίου 2016

Νοέμβρης.. και τελειώνει το Φθινόπωρο - της Σοφίας Θεοδοσιάδη.

Λιομάζωμα - Θεόφιλος
Κάπως έτσι και φέτος καθώς οι μήνες διαδέχονται ο ένας τον άλλον με μαθηματική ακρίβεια..καθώς οι χρόνοι γεμίζουν και περνούν...κάπως έτσι..μα αλλιώτικα..και φέτος..χωρίς εσένα πρωταγωνιστή...ήρθαν και μ' ηύρανε οι θύμησες..οι εικόνες του Νοέμβρη μήνα οι δυνατές..σαν εξεσηκωνόμασταν..λες κι ήταν ένας άλλος πόλεμος..το λιομάζωμα σαν έρχονταν..κι ας είχαμε άλλα επαγγέλματα..από νωρίς διαλέξει...Αυτή η αγάπη σου για το χώμα..αυτή η αγάπη για το αληθινό της φύσης..ποτέ δε σε άφηνε ήσυχο..ποτέ πλήρως δε σε απορρόφησαν εσένα οι αριθμοί..ποτέ δε σε κερδίσανε οι τίτλοι που σου δώσανε..ποτέ σου δεν σε κέρδισαν εσένανε τα αξιώματα..έμενες πάντα με τα πόδια σου στη ''Γη''.

  Θυμάμαι πως αυτά τα Νοεμβριανά τα Σάββατα που είχες σκόλη απ' τη δουλειά σου..ήθελες..με χαρά εξεκίναγες..μαζί με τους εργάτες..να φτάσεις στο χωράφι μας..εκεί στο λόφο που γκρίζος από τις ελιές..ελαιώνες ατελείωτοι..εκεί μες στις πλαγιές του τόπου σου..εκεί στην Πελοπόννησο...ατέλειωτους που έχει ελαιώνες...Αποβραδίς με αγγάρευες..κι ας ήμουν από τόπο που από αυτά δεν ήξερε...από λιομαζώματα..και μαγειρέματα μου 'λεγες αποβραδίς για τα χωράφια να ετοιμάσω..Να ετοιμάσω μου 'λεγες φαγητό για τους εργάτες...Πάντα συγκεκριμένα φαγητά..και το κρασάκι απ' το βαρέλι...Να τρώνε έλεγες καλά οι εργάτες σου..έτσι πρέπει να τρώνε οι ξωμάχοι...




 Νοέμβριος  λοιπόν…τελειώνει το φθινόπωρο.. θα' ρθει όπου να 'ναι ο Χειμώνας έλεγες..πρέπει να μπεί το λάδι στο κελάρι..να μαζευτούν τα τρόφιμα..να γίνει το κρασί...Λες κι όταν σε άκουγα..πως ήσουν φερμένος από άλλη εποχή..λες και ήσουν γεωργός..Μα τίποτα δεν ήσουν από αυτά..απλά..ελάτρευες τη φύση..σαν το σαράκι σε κατέτρωγε αυτό.. και μου 'λεγες πως στην άλλη σου ζωή..θα εγινόσουν γεωπόνος...και μας το εμετέδιδες σε όλους μας αυτό..Και συμμετείχαμε μαζί με εσένανε κι εμείς..ο καθένας με τον τρόπο το δικό του...

Είναι ο μήνας μας έλεγες..εσύ.. που πάντα ξύπναγες πολύ πρωί.. λες και ήσουν νυχτοπούλι..το στρώμα δε σε κράταγε.. είναι ο μήνας ο προάγγελλος ετούτος του Χειμώνα.. μας έλεγες..το τόνιζες..πως η Πούλια δύει πιο νωρίς και πως  ο Χειμώνας είναι σχεδόν από την πόρτα μας απ' έξω…Εσύ το έβλεπες και το μελέταγες.. πως το αστέρι ετούτο της αυγής..το 'σκαγε το μήνα τούτο από νωρίς για να κρυφτεί..και πριν να βγει ο ήλιος... Είναι σημάδι έλεγες..σημάδι αυτό για τους ξωμάχους ..για τους γεωργούς πως πρέπει γρήγορα να τελειώσουνε  με τα σπαρτά τους  και για τους κτηνοτρόφους να βιαστούν..για  να κατέβουνε στα χειμαδιά τους...
«… Η Πούλια βασιλεύοντας και πίσω παραγγέλνει ,μήτε τσομπάνος στα βουνά, μήτε γεωργός στους κάμπους..» 
λέει η λαϊκή παροιμία.. Μπήκα για μια στιγμή στην αποθήκη σου εκεί με όλα σου τα σύνεργα..τα λιόπανα..τα χτένια..τους κάδους..τα βαρέλια του κρασιού...για να τα δώσω και να τα χαρίσω θέλησα..να πιάσουν τόπο πια ..να μη μένουνε εκεί  μόνα κι αραχνιασμένα..Κάποιος σαν κι εσένα ''μερακλής'' κάποιος που τη γη..αυτήν.. που μας εγέννησε μου επαναλάμβανες συχνά....και που πολύ σαν κι εσέ την αγαπά..ίσως να συνεχίσει αυτόν τον ''πόλεμο'' που απ' τα παλιά οι ανθρώποι επιχειρούνε...τον πόλεμο της επιβίωσης και της συνέχειας της άνθησης της Γης...

Γιορτές γεμάτος είναι ο μήνας αυτός ..γιορτές που άνθρωποι εσκαρφίστηκαν..και τους έδωσαν ονόματα..αναλόγως με τις σοδειές τους και τις χρήσεις... Μα θα σταθώ σ' αυτή τη γιορτή της Παναγιάς..που πάντα ο λαός εναπόθετε τις ελπίδες του..Ο Δημήτριος Λουκάτος, καθηγητής της Λαογραφίας, γράφει λοιπόν ότι προσφέρεται στην Παναγία – Δήμητρα
 «ευχαριστήρια πανσπερμία για το καλό που πέρασε και το καλό που πρέπει να συνεχιστεί». Αφού η σοδειά του καλοκαιριού έχει καταναλωθεί περίπου στο μισό:
«Μισό ’φαγα, μισό ’σπειρα, μισό ’χω να περάσω».

Πάντα στο νου μου φέρνω τη νόνα και τη μάνα μου..σαν έρχονταν 21 του Νοέμβρη..που γιόρταζαν τα πολυσπόρια: Την παραμονή ή και ανήμερα των Εισοδίων της Θεοτόκου έβραζαν πολλά σπόρια: σιτάρι, καλαμπόκι, φασόλια, φακές, κουκιά, ρεβίθια, μπιζέλια… για την οικογένεια και για να τα μοιράσουνε στη γειτονιά μας.. εκεί ανάμεσα στον πρωινό καφέ.. και να τους ευχηθούν να γίνουν πλούσια σε σοδειά.. τα νέα τους  σπαρτά!! 
Άνθρωποι απλοί..που πίστευαν στην προσφορά μα και στην ανταπόδωση...πιστεύανε ακόμα στην αλληλεγγύη..κι ας μη γνωρίζανε τις λέξεις τούτες τις αλλιώτικες..

Κάνει κρύο πολύ απόψε εδώ στης πόλης τους πεζόδρομους .. μονάχα οι θύμησες αυτές μου στέλνουν κάποια ζεστασιά.. Ανάψανε από νωρίς τα φώτα στον πεζόδρομο και σβήσαν οι σκιές που τριγυρνούσαν...ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ !!!
Θύμησες - Σοφία Θεοδοσιάδη.
..............................................................................................................

Η θλίψη και η οργή..ένα παραμύθι για θυμωμένα παιδιά...

Σ΄ ένα μαγεμένο βασίλειο όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν, ή ίσως όπου οι άνθρωποι μεταφέρονται αδιάκοπα χωρίς να το καταλαβαίνουν …
Σ΄ ένα βασίλειο μαγεμένο όπου τα αφηρημένα πράγματα γίνονται χειροπιαστά …

 
΄Ηταν μια φορά κι έναν καιρό μια πανέμορφη λίμνη
΄Ηταν μια λίμνη με νερά κρυστάλλινα και καθαρά όπου κολυμπούσαν ψάρια όλων των χρωμάτων, κι όπου όλες οι αποχρώσεις του πράσινου λαμπύριζαν διαρκώς…Σε εκείνη τη μαγική και διάφανη λίμνη έφτασαν η θλίψη και η οργή για να κάνουν μπάνιο παρέα.


Κι οι δυο έβγαλαν τα ρούχα τους και, γυμνές, μπήκαν στη λίμνη.
Η οργή, που βιαζόταν (όπως συμβαίνει πάντα στην οργή χωρίς να ξέρει γιατί), έκανε μπάνιο στα γρήγορα, κι ακόμα πιο γρήγορα βγήκε από το νερό …


Αλλά η οργή είναι τυφλή – ή, τέλος πάντων, δεν βλέπει ξεκάθαρα την πραγματικότητα. ΄Ετσι, γυμνή και καθαρή, φόρεσε βγαίνοντας από το νερό, το πρώτο ρούχο που βρήκε…

Και συνέβη εκείνο το ρούχο να μην είναι το δικό της αλλά της θλίψης…

Κι έτσι, ντυμένη θλίψη, η οργή έφυγε.

Πολύ ήρεμη, πολύ γαλήνια, διατεθειμένη όπως πάντα να παραμείνει σε όποιο μέρος βρίσκεται, η θλίψη τελείωσε το μπάνιο της και – χωρίς καμιά βιασύνη – ή, καλύτερα, χωρίς συναίσθηση του χρόνου που περνάει, τεμπέλικα και αργά, βγήκε από τη λίμνη.


Στην αρχή συνειδητοποίησε ότι τα ρούχα της δεν ήταν πια εκεί.
΄Όπως όλοι ξέρουμε, αν υπάρχει κάτι που δεν αρέσει καθόλου στη θλίψη, είναι να μένει γυμνή. ΄Ετσι φόρεσε το μοναδικό ρούχο που υπήρχε δίπλα στη λίμνη: το φόρεμα της οργής.

Λένε ότι από τότε, πολλές φορές συναντάμε την οργή τυφλή, σκληρή, τρομερή, θυμωμένη. Αλλά αν σταματήσουμε για λίγο και κοιτάξουμε καλύτερα, καταλαβαίνουμε ότι αυτή η οργή που βλέπουμε είναι μόνο μια μεταμφίεση, κι ότι πίσω από την όψη της οργής, στην πραγματικότητα, κρύβεται η θλίψη.

Από το βιβλίο «Ιστορίες να Σκεφτείς» του Χόρχε Μπουκάι
..............................................................................................................

Ναι...εμείς θα πούμε την τελευταία λέξη...........


Μεθυσμένα Ξωτικά - Οργή (live ΕΡΤ) 

..............................................................................................................

29 Οκτωβρίου 2016

Ταξίδι η ζωή του καθενός χωρίς σαφή προορισμό..της Σοφίας Θεοδοσιάδη.

Ταξίδι η ζωή του καθενός χωρίς σαφή προορισμό...Ετοιμασίες και τρεξίματα..όνειρα πακετάρεις στην αφετηρία τους πάντα φρεσκοπλυμένα...και στη βαλίτσα σου με τάξη..πάντα σιδερωμένα και βαλμένα..άλλοτε τα ταξίδια σου μοναχικά..κι άλλοτε με συνεπιβάτες όμορφους ..που φαίνονται απ' την αρχή...μα κάπου εκεί στα μέσα της διαδρομής..αλλάζουνε σταθμό...Κι εσύ ..εκεί..το ταξίδι σου..στη μέση δεν σου πρέπει να αφήσεις...Μένει κενή η θέση δίπλα σου..στου τρένου την πορεία..χαμήλωσαν τα φώτα της διαδρομής...μα το ταξίδι σου το αγαπάς...ακόμα δεν το αρνιέσαι...

 Ένα αδιάκοπο..ασταμάτητο..εβδομαδιαίο πήγαινε- έλα..δουλειά που ποτέ της δεν τελειώνει ..οικογενειακές ανάγκες και υποχρεώσεις που μεγαλώνουν καθημερινά και που ζητάνε λύσεις..Κι εσύ στη μέση..μαραθωνοδρόμος σωστός ..μέχρι να έρθει πια το Σάββατο και μία Κυριακή..να ξαποστάσεις..Να βάλεις τάξη..από την αρχή να οργανωθείς..να ηρεμήσεις..να συγκεντρωθείς..και να ''κοιτάξεις'' και τον εαυτό σου..ανθρώπινα με μια άλλη ματιά..Λες.. θα συμπεριφερθώ ετούτο εδώ το χαλαρό Σαββατοκύριακο..επιτέλους γαλήνια και λογικά..για να αξίζει το ταξίδι μου αυτό..επάνω στις ράγες της διαδρομής και της ζωής..ουσιαστικά να συνεχίσω...

Γύρω σου έστησαν τα χρώματα χορό..ένα χορό συναισθημάτων πια πολύχρωμο..καθώς το βλέμμα φτάνει πέρα από το τζάμι..Κι εσύ..αντί σε εγρήγορση να μπεις..σηκώνεσαι πρωί -πρωί..δεν τρέχεις να προλάβεις να χαρείς μικροστιγμές.. μέσα στη χαλαρή για σένα μέρα..Κάθεσαι πάλι με το φλυτζάνι του καφέ μπροστά στον υπολογιστή..και προσπαθείς να ενστερνιστείς φράσεις που ειπώθηκαν.. και ίσως και να άγγιξαν στο παρελθόν..ένα πλήθος ανθρώπων..Δεν είναι που δεν μπορείς δικές σου ιδέες φρέσκες να παράξεις..Είναι που με ευκολία και αδιαφορία έμαθες..σαν καραμέλες να τις πιπιλάς..ιδέες που σε βόλεψαν..και ίσως σήμερα να είναι πια.. ακόμα και ξεπερασμένες. 

Κι έτσι θαρρείς κι εσύ πως είσαι μες στα πράγματα..και στο μοντέρνο πια.. της εποχής το πνεύμα..Και το τρένο συνεχίζει να περνά...μέσα από φυλλωσιές απάτητες από εσέ..μέσα από πυκνά και αδιόρατα στο βάθος δάση...Ούτε που υποψιαστήκαμε ποτέ...πότε θα φύγουνε οι συνταξιδιώτες μας από το κάθισμα της διπλανής της θέσης...κι έτσι θα μείνει πια το τρένο μας κενό...σε μια διαδρομή με χαμηλούς τους προβολείς και δυσδιάκριτα τα όμορφα τοπία......

 Σκουριάσαν σου μηνύσανε  τα τρένα στους σταθμούς...και για να ταξιδέψουν δεν μπορούν...Άδειες οι ράγες πια ...τους μακρινούς προορισμούς να δείχνουν μείναν μοναχές...
O τόπος μέσα κι έξω σου ρημάζει....
Κι εσύ βουβά '''θρηνείς'''....

Είναι όμως εκείνος ο απόηχος του έντονου σφυρίγματος, που πάντα μέσα σου θα κατοικεί ...θα σε καλεί...πάντα στα πόδια να το βάζεις...πάντα ένα τρένο θα αναζητά ...στο άγνωστο αυτό ...που δεν σ' αφήνει λίμνη να γενείς με στάσιμα νερά...καθώς πάντα οι ράγες στέκονται προκλητικά μπροστά σου...καθώς το σφύριγμα από μακριά του τρένου της ζωής σου σε καλεί...

Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη
............................................................................................................

28 Οκτωβρίου 2016

ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΓΙΟΣ (1940)...Νικηφόρος Βρεττάκος.

ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΓΙΟΣ
(1940)

Στῆς ἱστορίας τὸ διάσελο ὄρθιος ὁ γιὸς πολέμαγε
κι ἡ μάνα κράταε τὰ βουνά, ὄρθιος νὰ στέκει ὁ γιός της,
μπροῦντζος, χιόνι καὶ σύννεφο. Κι ἀχολόγαγε ἡ Πίνδος
σὰ νἆχε ὁ Διόνυσος γιορτή. Τὰ φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι ἀναπήδαγαν τὰ ἔλατα καὶ χορεύαν
οἱ πέτρες. Κι ὅλα φώναζαν: 


«Ἴτε παῖδες Ἑλλήνων…»
Φωτεινὲς σπάθες οἱ ψυχὲς σταύρωναν στὸν ὁρίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.

Κι οἱ μάνες τὰ κοφτὰ γκρεμνὰ σὰν Παναγιὲς τ’ ἀνέβαιναν.
Μὲ τἠν εὐκὴ στὸν ὦμο τους κατὰ τὸ γιὸ πηγαίναν
καὶ τὶς ἀεροτραμπάλιζε ὁ ἄνεμος φορτωμένες
κι ἔλυνε τὰ τσεμπέρια τους κι ἔπαιρνε τὰ μαλλιά τους
κι ἔδερνε τὰ φουστάνια τους καὶ τὶς σπαθοκουποῦσε,
μ’ αὐτὲς ἀντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα τὴν πέτρα
κι ἀνηφορίζαν στὴ γραμμή, ὅσο ποὺ μὲς στὰ σύννεφα
χάνονταν ὁρθομέτωπες ἡ μιὰ πίσω ἀπ’ τὴν ἄλλη.

........................................................................................................................................................................

Ο Σ. Μυριβήλης  το ανέφερε κατά την πανηγυρική ομιλία του στην Ακαδημία Αθηνών, το 1960: «Πολύς κόσμος έτρεχε να δώσει αίμα τις ημέρες του πολέμου. Ήταν εκεί νέοι, κοπέλες, γυναίκες, μαθητές, παιδιά που περίμεναν τη σειρά τους. Μια μέρα, ο επί της αιμοδοσίας φίλος μου γιατρός, είδε στη σειρά των αιμοδοτών που περίμεναν, να στέκεται και ένα γεροντάκι.

-Εσύ παππούλη τι θέλεις εδώ; Ήρθα, κι εγώ, γιατρέ, να δώσω αίμα. Ο γιατρός τον κοίταξε με απορία και συγκίνηση. Ο γέρος παρεξήγησε το δισταγμό του. Η φωνή του έγινε πιο ζωηρή. Μη με βλέπεις έτσι, γιατρέ μου. Είμαι γέρος, το αίμα είναι καθαρό, και ποτές μου δεν αρρώστησα. Είχα τρεις γιους. Σκοτώθηκαν και οι τρεις εκεί πάνω. Χαλάλι της πατρίδας. Μου είπαν πως οι δύο πήγαν από αιμορραγία. Λοιπόν, είπα στη γυναίκα μου, θα ‘ναι κι άλλοι πατεράδες, που μπορεί να χάσουν τα παλληκάρια τους, γιατί δεν θα ‘χουν οι γιατροί μας αίμα να τους δώσουν. Να πάω να δώσω κι εγώ το δικό μου. Άιντε, πήγαινε γέρο, μου είπε κι ας είναι για την ψυχή των παιδιών μας. Κι εγώ σηκώθηκα και ήρθα».
............................................................................................................

Γυναίκες Ηπειρώτισσες...ξαφνιάσματα της φύσης !!!!!!!!!!!!!!!!!


Γυναικες Ηπειρωτισσες - Μαρινελλα 

.............................................................................................................

26 Οκτωβρίου 2016

Η στιγμή που πιάνεται και ''φυλακίζεται...

Η στιγμή που πιάνεται και ''φυλακίζεται''...η στιγμή που συλλαμβάνεται..κι έρχεται πάλι μπρος στα μάτια μας..με άλλα κελαρύσματα..πα στης ψυχής τα φύλλα...H μυρωδιά της αγάπης...η μυρωδιά του έρωτα...μυρωδιά χωρίς συνταγή...κολώνια  μονάχα μια φορά πετυχημένη...Κι ύστερα ..ο χωρισμός...ο αναίτιος..ο απρόκλητος από σε..ο χωρισμός ο επιβαλλόμενος...ο αναπάντεχος...Και η καρέκλα μένει άδεια.. η ανθοδέσμη της υποδοχής..δε βρίσκει αποδέχτη...Δε γύρισες αγάπη μου δε γύρισες εσύ..ήσουν απών στο προσκλητήριο ετούτο.. έπεσες λένε τα ραδιόφωνα..υπέρ της  Πίστεως και της Πατρίδος.. 

Έπεσες..Δεν ξανακοίταξες μαζί με με αντάμα...τους γερανούς που θαύμασες..αγαπημένε μου..σε έναν περίπατο..αθώου απογεύματος. Τώρα κοιτάζει μόνη η αγαπημένη σου αυτή... θλιμμένη και χαμογελά...σε ψάχνει μες στους γερανούς ..για να πετάς κι εσένα...Φυλάκισε και τούτη τη στιγμή..μες στο βιβλίο της ζωής της..Εθαύμαζες τους γερανούς..και αξιώθης ..ίσως και άδικα..το πέταγμά τους για να φτάσεις..
Τι δυστυχία ο πόλεμος..πόσο ξερίζωμα ψυχής μεγάλο !!! 

 Σκέψεις - Σοφία Θεοδοσιάδη...
..............................................................................................................

25 Οκτωβρίου 2016

Η Πατρίδα Που σε Κατοικεί..εσένα νέε μου ..που τόλμησες - της Σοφίας Θεοδοσιάδη.

 Περνούν οι μέρες γρήγορα ..και λες του χρόνου πάλι..κι ήρθε κι εφέτος η μέρα αυτή..η επέτειος που πρέπει τους πολέμους να γιορτάσεις..Δεν ξέρω αν είναι οι θύμησες αυτές εύκολες κι αρεστές..καθώς..πολλές οι ανάγκες του κόσμου σήμερα..μα και πολλά να μην ξεχνιόμαστε ποτέ..μα και πολλά τα πρέπει..έχει αγωνία..ζόρια ο τόπος μου τρανά ..μα και ανάγκη όμως εσωτερική ..καθήκοντα αξεπέραστα..απέναντι σ' αυτούς που τάχθηκαν από παλιά..για να φυλάγουν Θερμοπύλες..
Έμαθες πάντα γρήγορα να προσπερνάς...τα γεγονότα ...τους πολέμους και τις καταστάσεις...σαν νάναι ξένα προς εσέ και φορτικά...και εύκολα πάντα θέλεις να ακούς...ανόητες δυο φράσεις...να σου πετούν στα μούτρα σου μπροστά κι εσύ να τις διαβάζεις...Μα η Ιστορία η αληθινή...αυτή για τις Πατρίδες...δεν γράφεται πάντα από τους Νικητές...αλλά από τους τολμούντες πάντοτε και από τους ''ηττημένους''...
Έτσι έγινε και τούτη φορά...σαν εξεσηκωθήκαν...οι Μεγάλοι άρχοντες του Κόσμου αυτού...που ορέγονται Πατρίδες για  να μοιρασθούν και για να τις μοιράσουν...


Μέσα σου πάντα πίστευες...σε μια Πατρίδα ελεύθερη...να παραδίνει  τη Γη αυτή  στη γενιά σου τη μικρή...γαλήνη να μοιράζει...
Κι ήρθαν μέρες πονηρές και δύσκολες εκεί στο στο 1940.. παλληκαράκι εσύ 23 χρονών ...γεμάτο όνειρα και ελπίδες....
Τη λέξη ''πόλεμος '''δεν ήξερςες εσύ...στο καταπράσινο όλο μουριές χωριό σου...και μόνο στα βιβλία την εδιάβαζες...
Ήσουν ανέμελος εσύ...μαθαίνοντας τα γράμματα που εσύ επιθυμούσες...και το μετάξι τύλιγες...του όμορφου χωριού σου σε ανέμες...όμορφη απασχόληση αυτή ...που οι γονείς σου σου διδάξαν...


Μα η ζωή για σένανε άλλα τα σχέδια είχε....
Εξέσπασε ο Πόλεμος...και δύσκολες οι μέρες σου...όπως κι ολονών  των νέων και των γέρων...
Εκράτησε χρόνους τέσσερεις ...και σου είπαν πως ετέλειωσε...
Έτσι καταχτημένος πια εσύ ο Έλληνας , που στην Πατρίδα τα νιάτα σου επρόσφερες...δεν άντεχες την πίκρα της δικής σου Κατοχής και την Πείνα να αντέξεις...δεν μπορούσες....
Εθελοντές εζήτησαν...τον Αγώνα για να συνεχίσουν..

Ήσουν από τους πρώτους νέε μου, που αποφάσισαν,να διαφύγουνε στην Αίγυπτο..κι εκεί σαν ένας άλλος Ελληνικός στρατός..να πολεμήσεις άφοβα για το άγνωστο που σε περίμενε εκεί μακριά..αντάμα εσύ ..μαζί με τους συμμάχους..μέχρι να ' ρθει οριστικά η απελευθέρωση της όμορφης πατρίδας σου..
Ούτε στιγμή δεν δείλιασες  και πρώτος βγήκε στη γραμμή...εθελοντής στρατιώτης μάχιμος ...εκεί μακριά στη Μέση Ανατολή να φύγεις και να πολεμήσεις...


Τρελλάθηκε η μάνα σου...μοναχογιό σε είχε...μα εσύ την καθησύχασες και διόλου δεν εκάμφης...Γρήγορα ετοιμάστηκες και το ταξίδι αυτό το μακρινό...δε δίστασες να κάνεις...
Η φλόγα που σε έκαιγε δεν έσβησε εις τα βουνά της Αλβανίας που τόσο εκινδύνεψες... για στην καρδιά σου μέσα εκεί... δεν εκαταλάγιασε η δίψα της ελευθερίας...
Τα πράγματα δεν ήτανε απλά ...εσύ πολύ επεριπλανήθης...
Εφτά τα χρόνια σου μακριά...τα χρόνια αυτά τα σιωπηλά για τη μάνα σου...γραφές καθώς δεν λάμβανε και αν εσύ εζούσες...


Στα μαύρα ντύθηκε η κυρά ...η μάνα σου η δόλια...μαντάτα σαν δεν λάμβανε...ούτε ένα μήνυμα από εσέ...
Και πέρασαν τα χρόνια αυτά...μιας δύσκολης και επικίνδυνης πορείας...δύσκολης και επικίνδυνης όπως μας εδιηγήθης...
Ποια μάνα θα το άντεχε και πιο πατέρας δίσμοιρος να ακούει να διηγιέται...ο γυιός του ο μονάκριβος...να σκάνε οι οβίδες δίπλα του...και από τύχει να γλιτώνει...
Και σαν το δρόμο επήρες της επιστροφής...εκεί στο Ρίμινι...κάπου στην Ιταλία...ελπίδες άρχισες να τρέφεις πια εσύ...πως στην Πατρίδα πλησιάζεις...


Και ένα βράδυ ήσυχο ,γαλήνιο ...δίπλα σου μέσα στα πόδια σου έσκασε μια οβίδα...Σαν γουρουνάκι μούπες έμοιαζε...και ω!!! η θεία τύχη....Αυτή δε απασφάλισε κι εσύ έτσι εσώθης...να βλέπεις δίπλα σου και να κλαις...τα πόδια των συντρόφων σου...τριγύρω σκορπισμένα...που η μοίρα δεν τους επιφύλασσε την ίδια με εσέ την τύχη...Και γύρισες τριάντα πια χρονώ...κι η μάνα σου τα μαύρα πέταξε και χόρευε στο δρόμο μέσα..



Νεκρός ήσουν κι αναστήθηκες γι αυτήν...γιατί εσύ κι η Ανάσταση...τι θαρρείς πως είναι? Και μου μιλάς τώρα για Πόλεμο εσύ που την Ιστορία καταγράφεις...Να τη διδάξω με υποχρέωσες...και νάχω μες στη διδαχή Νικητές και Ηττημένους...Τίποτα δεν κατάλαβες από πόλεμο εσύ...
Θαρρείς εσύ πως πόλεμος ειναι οι Χρονολογίες είναι και οι καταχτήσεις...?


Οικτρά σε εγελάσανε...
Πόλεμος είναι το ξεσπίτωμα ψυχής καρδιάς και σώματος...απ' το ζεστό σου σπιτικό...γιατί εσύ εσκέφθηκες Καταχτητή... τον Κόσμο τούτο να μοιράσεις...Να τον μοιράσεις εκ του ασφαλούς..ναι ..ναι.. ασφαλούς...πίνοντας τον καφέ σου...στο γραφείο...χάρτες κοιτώντας Πόλεων που ορέγεσαι και πλούτια.. που σου γυάλισαν στην δική σου τη ζωή...να τα προσθέσεις...Μα οι νέοι οι άνθρωποι εδώ...τα παληκάρια με ξεχωριστή καρδιά και φρόνημα και πάθος...Τα αψήφησαν όλα αυτά..τα ανόητα που εσύ εσκέφτοσουν...και παραπέρα το μυαλό τους στείλαν...


Στα Ιδανικά εστάθηκαν εκεί..που το δικό σου το μυαλό.. καταχτητή μου εσένανε δεν φτάνει..Όχι ποτέ μου δεν σε συγχωρώ...ούτε και τις ανοησίες σου θα τις διδάξω...όπως εσένα σε βόλευε και σήμερα ακόμα  σε βολεύει...Η Ιστορία η αληθινή ..χρυσές σελίδες γράφει...από παλληκάρια ασήμαντα για εσέ...μα τα σημαντικότερα διαμάντια κατ' εμέ...σ'αυτή της Γης ...απ' το Θεό σταλμένα...
Για να μαθαίνεις τα 'στειλε ο Θεός αυτά τα παληκάρια..και νάρχονται συχνά πυκνά στον ύπνο σου Δυνάστη και ΚΑΤΑΧΤΗΤΉ...τον ύπνο σου να τον ταράζουν...



Αληθινή και γνήσια και ορίτζιναλ η Ιστορία μου αυτή...χρόνια κρυμμένη στην καρδιά και στο μυαλό μου είχα...
Αφιερωμένη σήμερα σε όλους αυτούς..που έταξαν και στη ζωή τους πάντοτε Φυλάγουν Θερμοπύλας...
Αφιερωμένο και στον Πατέρα μου...που ανάμεσα σ' αυτά τα παληκάρια ήταν...Ακόμα μέσα μου θα κατοικεί η φωνή που με εδίδαξε...Πατρίδα τι σημαίνει...


Δεν στέκομαι λοιπόν στους φανφαρονισμούς...στα λάβαρα στους πύρινους και ψεύτικους πολλές φορές τους λόγους τους γραμμένους...Σκύψιμο θέλει με σεβασμό η Ιστορία τούτη του Πολέμου του '40...
Μνημόσυνα δεν τους έπρεπαν μοναχά...στα παληκάρια αυτά...μα ένα βαθύ χαιρετισμό στους ουρανούς κοιτώντας..γερανοί εγίνατε!!


  Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη

( Αφιερωμένο σε σένα νέε μου.. που ετόλμησες..και σε εσένα λεβέντη μου πατέρα !!!)
....................................................................................................................................................................


Μοναδική..γεμάτη συναίσθημα ερμηνεία..από την αγαπημένη μου Μαργαρίτα Ζορμπαλά...
Εξαιρετικό !!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

ΑΦΙΕΡΩΜΈΝΟ
Για σας..λεβέντες..που δε δειλιάσατε!!!
Αν μας κοιτάτε από ψηλά..γερανοί κι εσείς..μπήκατε σε άλλη σφαίρα τώρα πια..στη σφαίρα ''των πουλιών''.. κλαίω ..μα είναι δάκρυα χαράς για σας..γιατί εσείς τολμήσατε !!!!!!
Είστε φωλιασμένοι..για πάντα μέσα στην ψυχή μου...
Μου δείξατε το δρόμο ........
Η φίλη σας Σοφία

                         

Ιάν Φρένκελ (Ян Френкель) - ΟΙ ΓΕΡΑΝΟΙ-

(The Cranes,Журавли - Μαργαρίτα Ζορμπαλά)

...........................................................................................................