Τα
λαμπιόνια αναβόσβηναν με ρυθμό, κάνοντας τις πολύχρωμες μπάλες να
γυαλίζουν και να αστράφτουν μοναδικά. Τράβηξε την κουρτίνα. Παρατήρησε
ότι και τα γύρω σπίτια είχαν φορέσει τα γιορτινά τους.
Είχε τρέλα με τα Χριστούγεννα, περίμενε πως και πως αυτή
την περίοδο, ήθελε κάθε γωνία του σπιτιού της να είναι ξεχωριστή, με τα
κεράκια να στολίζουν όμορφες συνθέσεις, τα αγγελάκια με τα χεράκια
υψωμένα στο ουρανό, ενώ τα ελαφάκια και τα αγιοβασιλάκια, έδιναν και
αυτά το δικό τους χρώμα.
Καθόταν με τις ώρες και τα χάζευε, οκλαδόν εκεί κάτω από το
δέντρο, όπου με τα φώτα του σπιτιού σβηστά και μέσα στην απόλυτη
ησυχία, ήταν σίγουρη οτι άκουγε τα αγγελάκια της να ψέλνουν “Ωσαννά έν
τοις ύψιστοις”.
Ανυπομονούσε να κάνει παιδιά και να χαίρεται μαζί τους
αυτήν την υπέροχη περίοδο του χρόνου. Πλημμύριζαν τα μάτια της από
όμορφες χαλαρωτικές εικόνες. Κάποτε όλα αυτά, κάποτε…γιατί τον τελευταίο
καιρό ήταν μόνιμα με μαύρους κύκλους, και κατακόκκινα από το κλάμα.
Ξαφνικά σηκώθηκε και άναψε όλα τα φώτα στο σπίτι. Νόμιζε ότι πνιγόταν.
Τα αγγελουδάκια είχαν γίνει δαίμονες που της ψιθύριζαν
σκληρά λόγια. ‘Εκλεισε τα μάτια και με τα χέρια σκέπασε τα αυτιά της.
Τίποτα δεν κατάφερε, οι φωνές δεν σταματούσαν, ανατριχιαστικές, άχρωμες,
επέμεναν να της θυμίζουν την πιο άσχημη στιγμή με εκείνον.
Στον τελευταίο καυγά που είχε με το σύντροφό της, άκουσε
τόσα πολλά λόγια, που καρφώθηκαν σαν μαχαιριές στην καρδιά της, που αντί
να τρέχει αίμα από τις πληγές, έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια της
ασταμάτητα.
Αυτά τα λόγια της ψιθύριζαν οι πρώην άγγελοι, οι νυν
δαίμονες, στο δέντρο… Πώς γίνεται να αγαπάς και να πληγώνεις; Πονούσε
όλο της σώμα, αρνιόταν να πιστέψει όσα σκληρά πράγματα της είπε. Αυτό
που όμως την πείραξε περισσότερο από όλα, ήταν που μετά εκείνος
κλείνοντας την πόρτα ήρεμος, έφυγε από το σπίτι σαν να μην είχε γίνει
τίποτα.
Μέρες τώρα μόνη της, ξεροστάλιαζε πάνω από το τηλέφωνο, ενώ
η ένδειξη στο κινητό της έγραφε ότι το μήνυμα που του έστειλε δεν
διαβάστηκε… Όσο τα λαμπιόνια συνέχιζαν να φωτίζουν το σπίτι της, τόσο
μαύριζε η ψυχή της.
Προσπαθούσε να συνεχίσει τη ζωή της. Η δουλειά την βοηθούσε
αρκετά σε αυτό. Τη μέρα έβαζε το κατακόκκινο κραγιόν της, κι έκρυβε
σχολαστικά τους μαύρους κύκλους με μια καλή στρώση μεικάπ.
Ανέβαινε στις ψηλοτάκουνες γόβες της, και ξεχνιόταν για
λίγο στην καρέκλα του γραφείου της. Όταν έπεφτε η νύχτα όμως, ήταν λες
και κατέβαζε τον διακόπτη του σώματος της και τίποτα δεν
λειτουργούσε…μόνο θλίψη και δάκρυα…Πού τα βρήκε τόσα δάκρυα;
Οι μέρες περνούσαν και η σκέψη να δώσει ένα τέλος σε αυτή
την κατάσταση άρχισε να φωνάζει πολύ δυνατά, τόσο, που δεν άκουγε πλέον
τους δαίμονες που τη βασάνιζαν τόσο καιρό.
Έπρεπε να κάνει κάτι, όπως έκανε τότε που ήταν παιδί. Το
μόνο που μπορούσε να κάνει…Έγειρε το κεφάλι της στο μαξιλάρι, εκεί κάτω
από το δέντρο και με τα φωτάκια να αναβοσβήνουν ρυθμικά, αποκοιμήθηκε.
Πριν την πάρει όμως στην αγκαλιά του ο Μορφέας, ξεκρέμασε
το αγαπημένο της αγγελάκι και του ζήτησε μια χάρη. Πίστευε στο πνεύμα
των Χριστουγέννων, ακόμα και τώρα πίστευε. Και ήταν σίγουρη ότι το
αγγελάκι της, την άκουσε.
Μετά από ώρα, κρατώντας ακόμα στο χέρι το πορσελάλινο
φτερωτό πλασματάκι, ξύπνησε από τον ήχο της πόρτας. Ήταν εκείνος… Μπήκε
μέσα ήρεμος όπως έφυγε, την πλησίασε, ξάπλωσε δίπλα της στο πάτωμα και
την αγκάλιασε χωρίς κουβέντα.
Όπως της χάιδευε τα μαλλιά, εκείνη ένιωσε το αγγελουδάκι να
φτερουγίζει ανάμεσά τους, θυμίζοντάς της πως η μαγεία των Χριστουγέννων
της αποδείκνυε έμπρακτα πως όσο αγαπάς, όλα είναι πιθανά να γίνουν…
Μεγαλωμένη και κανακεμένη στα γόνατα του παπά
Τάσου, με αγαπημένη στιγμή αυτή που με ταΐζει γλυκό σταφύλι, με τόση
ευλάβεια, λες και ήταν κοινωνία.Τον έβλεπα να γράφει πάντα όταν δεν
λειτουργούσε.Τώρα ήρθε η σειρά μου να ακολουθήσω τα χνάρια του,
συντροφιά με τους αγγέλους μου.
Ο Άγγελος των Χριστουγέννων ..................................................................................................................................................................
Κάθεται εκεί σε μια γωνιά..μια χαρμολύπη την ψυχής της κυριεύει..
Δεν λάμπει πια...δεν έχει επάνω της στολίδια της νιότης πλουμιστά.... Χριστούγεννα παραμονή...
Τώρα ..μεγάλη πια η Μελπομένη...εκει γύρω στα 80 της τα χρόνια..κυρτή..μονάχη δίχως τις φωνές που γέμιζαν την κάμαρα του σαλονιού....ταχτοποιημένη επιμελώς σε έναν οίκο ευγηρίας....ακούει με προσοχή...γαλήνη...ηρεμία ασάλευτη...την κατανυχτική την ψαλμωδία ...από τα μεγάφωνα φερμένη απ' τη σάλα την ψυχρή....
Γλυκές οι μελωδίες που τον ερχομό του '''Βασιλέα'''των Πάντων αναγγέλλουν...Με πόση ευλάβεια..πόθο και πίστη για την λύτρωση οι μάγοι...πριν από 2000 χιλιάδες χρόνια με σμύρνα , λιβάνι και χρυσό...τα ταπεινά τα πόδια του μικρού Χριστού , δεν κόπιασαν να προσκυνήσουν...Τι νόμισες πως είναι οι κάμαρες οι ζεστές...που τη θαλπωρή σκορπίζουν ?Θαρρείς πως είναι τοίχοι με ταπετσαρίες πλουμιστές...και οργανωμένα γεύματα πανομοιότυπα στους ηλικιωμένους μοιρασμένα ?
Όχι μην ξεγελιέσαι εσύ και κάνε τα Χριστούγεννα και τις ''κάμαρες'''αληθινά να μοιάζουν...Παράτα τα χρυσόχαρτα...και τις χρυσές κορδέλες....το πνεύμα φόρα το αληθινό στη σκέψη σου και μέσα στην ψυχή σου...και ευτυχία αν μπορείς...προσπάθησε και να σκορπίσεις...Γιατί αν κανείς δεν σε ειδοποίησε...και δεν σε προετοίμασε...και δεν στο είπε...ώρα είναι τώρα να το μάθεις ...πως ευτυχία είναι μονάχο αυτό ..που βλέπεις τη χαρά που έδωσες και πήρες απ' τους άλλους
Παράτα τα ασήμαντα ...έμφαση δώσε στο αληθινό...το κάλπικο ευτυχία δεν μοιράζει...Υπάρχουνε πολλών ειδών Χριστούγεννα ...στο αρχοντικό το λαμπροφρεμένο σπίτι...στο φτωχικό το σπίτι του ασήμαντου...στην εκκλησιά που χαρμόσυνα τις καμπάνες θα χτυπήσει...μα και στην αγορά, που τα καλούδια.. μες στα πόδια μας θα απλώσει...Ποτέ σας όμως ίσως δεν σκεφτήκατε και δεν θα νιώσετε τι Χριστούγεννα σημαίνει...αν την καρδιά σας δεν ανοίξατε...εκεί να γεννηθούν δικά σας τα Χριστούγεννα ...που και με κανενός δεν μοιάζουν...
Χαρμόσυνα και πάλι μες στην παγωμένη νύχτα ..στα κατάλευκα από χιόνι μονοπάτια θα κινήσεις...έντονη την συγκίνηση του Πνεύματος των Χριστουγέννων για να συναντήσεις... Αν κεραίες υψηλές στα αυτιά και στην ψυχή δεν έχεις στήσει...το πνεύμα αυτό και τον Μικρό Χριστό ποτέ δεν θα ανταμώσεις.... Μην φοβηθείς...και ψάξε τον...κάπου εκεί...μες στην καρδιά σου τα Χριστούγεννα και ο Χριστός γεννιούνται ...
Δοκίμιον - Της αγάπης τα Χριστούγεννα. Σοφία Θεοδοσιάδη. .....................................................................................................................................................................
Céline Dion - Happy Xmas (War Is Over) (Official Audio)
Μεταξύ των πολλών δημωδών τύπων, τους οποίους θα έχωσι να
εκμεταλλευθώσιν οι μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπή κατέχει θέσιν
η κακή πενθερά, ως και η κακή μητρυιά. Περί μητρυιάς άλλωστε θα
αποπειραθώ να διαλάβω τινά, προς εποικοδόμησιν των αναγνωστών μου. Περί
μιας κακής πενθεράς σήμερον ο λόγος. Εις τι έπταιεν η ατυχής νέα Διαλεχτή,
ούτως ωνομάζετο, θυγάτηρ του Κασσανδρέως μπάρμπα Μανώλη,
μεταναστεύσαντος κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εις μίαν των νήσων
του Αιγαίου. Εις τι έπταιεν αν ήτο στείρα και άτεκνος; Είχε νυμφευθή προ
επταετίας, έκτοτε δις μετέβη εις τα λουτρά της Αιδηψού, πεντάκις τής
έδωκαν να πίη διάφορα τελεσιουργά βότανα, εις μάτην, η γη έμενεν άγονος.
Δύο ή τρεις γύφτισσαι
τής έδωκαν να φορέση περίαπτα θαυματουργά περί τας μασχάλας, ειπούσαι
αυτή, ότι τούτο ήτο το μόνον μέσον, όπως γεννήση, και μάλιστα υιόν.
Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τη εδώρησεν ηγιασμένον κομβολόγιον, ειπών
αυτή να το βαπτίζη και να πίνη το ύδωρ. Τα πάντα μάταια.Επί τέλους με
την απελπισίαν ήλθε και η ανάπαυσις της συνειδήσεως, και δεν ενόμιζεν
εαυτήν ένοχον. Το αυτό όμως δεν εφρόνει και η γραία Καντάκαινα, η
πενθερά της, ήτις επέρριπτεν εις την νύμφην αυτής το σφάλμα της μη
αποκτήσεως εγγόνου διά το γήρας της.Είναι αληθές, ότι ο σύζυγος
της Διαλεχτής ήτο το μόνον τέκνον της γραίας ταύτης, και ούτος δε
συνεμερίζετο την πρόληψιν της μητρός του εναντίον της συμβίας αυτού. Αν
δεν τω εγέννα η σύζυγός του, η γενεά εχάνετο. Περίεργον, δε, ότι πας
Ελλην της εποχής μας ιερώτατον θεωρεί χρέος και υπερτάτην ανάγκην την
διαιώνισιν του γένους του.Εκάστοτε, οσάκις ο υιός της επέστρεφεν εκ του
ταξιδίου του, διότι είχε βρατσέραν, και ήτο τολμηρότατος εις την
ακτοπλοΐαν, η γραία Καντάκαινα ήρχετο εις προϋπάντησιν αυτού, τον ωδήγει
εις τον οικίσκον της, τον εδιάβαζε, τον εκατήχει, του έβαζε μαναφούκια,
και ούτω τον προέπεμπε παρά τη γυναικί αυτού. Και δεν έλεγε τα
ελαττώματά της, αλλά τα αυγάτιζε, δεν ήτο μόνο «μαρμάρα», τουτέστι
στείρα η νύμφη της, τούτο δεν ήρκει, αλλ' ήτο άπαστρη, απασσάλωτη,
ξετσίπωτη κλπ. Ολα τα είχεν, «η ποίσα, η δείξα, η άκληρη.
Ο καπετάν Καντάκης,
φλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τα ήκουεν όλα αυτά, η φαντασία του
εφούσκωνεν, εξερχόμενος είτα συνήντα τους συναδέλφους του ναυτικούς,
ήρχιζαν τα καλώς ώρισες, καλώς σας ηύρα, έπινεν επτά ή οκτώ ρώμια, και
με τριπλήν σκοτοδίνην, την εκ της θαλάσσης, την εκ της γυναικείας
διαβολής και την εκ των ποτών, εισήρχετο οίκαδε και βάρβαροι σκηναί
συνέβαινον τότε μεταξύ αυτού και της συζύγου του. Ούτως είχον τα πράγματα
μέχρι της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους 186... Ο καπετάν
Καντάκης προ πέντε ημερών είχε πλεύσει με την βρατσέραν του εις την
απέναντι νήσον με φορτίον αμνών και ερίφων, και ήλπιζεν, ότι θα εώρταζε
τα Χριστούγεννα εις την οικίαν του. Αλλά τον λογαριασμόν τον έκαμνεν
άνευ του ξενοδόχου, δηλ. άνευ του Βορρά, όστις εφύσησεν αιφνιδίως άγριος
και έκλεισαν όλα τα πλοία εις τους όρμους, όπου ευρέθησαν. Είπομεν
όμως, ότι ο καπετάν Καντάκης ήτο τολμηρός περί την ακτοπλοΐαν. Περί την
εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων ο άνεμος εμετριάσθη ολίγον, αλλ'
ουχ ήττον εξηκολούθει να πνέη. Το μεσονύκτιον πάλιν εδυνάμωσε.Τινές
ναυτικοί εν τη αγορά εστοιχημάτιζον, ότι, αφού κατέπεσεν ο Βορράς, ο
καπετάν Καντάκης θα έφθανε περί το μεσονύκτιον. Η σύζυγός του όμως δεν
ήτο εκεί να τους ακούση και δεν τον επερίμενεν. Αύτη εδέχθη μόνο περί
την εσπέραν την επίσκεψιν της πενθεράς της, ασυνήθως φιλόφρονος και
μηδιώσης, ήτις τη ευχήθη το απαραίτητον «καλό δέξιμο», και διά χιλιοστήν
φορά το στερεότυπον «μ' έναν καλό γυιό».Και ου μόνον, τούτο, αλλά τη
προσέφερε και εν χριστόψωμο.-Το ζύμωσα μοναχή μου, είπεν η θειά
Καντάκαινα, με γεια να το φας.-Θα το φυλάξω ως τα Φώτα, διά ν' αγιασθή,
παρετήρησεν η νύμφη.-Οχι, όχι, είπε μετ' αλλοκότου σπουδής η γραία, το
δικό της φυλάει η κάθε μια νοικοκυρά διά τα Φώτα, το πεσκέσι
τρώγεται.-Καλά, απήντησεν ηρέμα η Διαλεχτή, του λόγου σου ξέρεις
καλλίτερα.Η Διαλεχτή ήτο αγαθωτάτης ψυχής νέα, ουδέποτε ηδύνατο να
φαντασθή ή να υποπτεύση κακό τι.«Πώς τώπαθε η πεθερά μου και μου έφερε
χριστόψωμο», είπε μόνον καθ' εαυτήν, και αφού απήλθεν η γραία εκλείσθη
εις την οικίαν της και εκοιμήθη μετά τινος δεκαετούς παιδίσκης
γειτονοπούλας, ήτις τη έκανε συντροφίαν, οσάκις έλειπεν ο σύζυγός της.
ΗΔιαλεχτή εκοιμήθη πολύ ενωρίς, διότι σκοπόν είχε να υπάγη εις την
εκκλησίαν περί το μεσονύκτιον. Ο ναός δε του Αγίου Νικολάου μόλις απείχε
πεντήκοντα βήματα από της οικίας της. Περί το μεσονύκτιον εσήμαναν
παρατεταμένως οι κώδωνες. Η Διαλεχτή ηγέρθη, ενεδύθη και απήλθεν εις την
εκκλησίαν. Η παρακοιμωμένη αυτή κόρη ήτο συμπεφωνημένον, ότι μόνον μέχρι
ου σημάνη ο όρθρος θα έμενε μετ' αυτής, όθεν αφυπνίσασα αυτήν την
ωδήγησε πλησίον των αδελφών της. Αι δύο οικίαι εχωρίζοντο διά τοίχου
κοινού.Η Διαλεχτή ανήλθεν εις τον γυναικωνίτην του ναού, αλλά μόλις
παρήλθεν ημίσεια ώρα και γυνή τις πτωχή και χωλή δυστυχής, ήτις υπηρέτει
ως νεωκόρος της εκκλησίας, ελθούσα τη λέγει εις το ους.-Δόσε μου το
κλειδί, ήλθε ο άντρας σου.-Ο άντρας μου! ανεφώνησεν η Διαλεχτή έκπληκτος.
Και αντί να δώση το κλειδί έσπευσε
να καταβή η ιδία.Ελθούσα εις την κλίμακα της οικίας, βλέπει τον σύζυγόν
της κατάβρεκτον, αποστάζοντα ύδωρ και αφρόν-Είναι μισοπνιγμένος, είπε
μορμυρίζων ούτος, αλλά δεν είναι τίποτε. Αντί να το ρίξωμε έξω, το
καθίσαμε στα ρηχά.-Πέσατε έξω; ανέκραξεν ηΔιαλεχτή.οχι, δεν είναι σου
λέω τίποτε. Η βρατσέρα είναι σίγουρη, με δυο άγκουρες αραγμένη και
καθισμένη.-Θέλεις ν' ανάψω φωτιά;-Αναψε και δόσε μου ν' αλλάξω.Η Διαλεχτή
εξήγαγε εκ του κιβωτίου ενδύματα διά τον σύζυγόν της και ήναψε πυρ. -
Θέλεις κανένα ζεστό; - Δεν μ' ωφελεί εμένα το ζεστό, είπεν ο καπετάν
Καντάκης. Κρασί να βγάλης.Η Διαλεχτή εξήγαγεν εκ του βαρελίου οίνον.-Πώς
δεν εφρόντισες να μαγειρεύσης τίποτε; είπε γογγύζων ο ναυτικός.-Δεν σ'
επερίμενα απόψε, απήντησε μετά ταπεινότητος ηΔιαλεχτή. Κρέας επήρα.
Θέλεις να σου ψήσω πριζόλα;-Βάλε, στα κάρβουνα, και πήγαινε συ στην
εκκλησιά σου, είπεν ο καπετάν Καντάκης. Θα έλθω κι εγώ σε λίγο.Η Διαλεχτή
έθεσε το κρέας επί της ανθρακιάς, ήτις εσχηματίσθη ήδη, και ητοιμάζετο
να υπακούση εις την διαταγήν του συζύγου της, ήτις ήτο και ιδική της
επιθυμία, διότι ήθελε να κοινωνήση. Σημειωτέον ότι την φράσιν «πήγαινε
συ στην εκκλησιά σου» έβαψεν ο Καντάκης διά στρυφνής χροιάς.-Η μάννα μου
δε θα τώμαθε βέβαια ότι ήλθα, παρετήρησεν αύθις ο Καντάκης.-Εκείνη
είναι στην ενορία της, απήντησεν η Διαλεχτή. Θέλεις να της
παραγγείλω;-Παράγγειλέ της να έλθη το πρωί.Η Διαλεχτή εξήλθεν. Ο
Καντάκης την ανεκάλεσεν αίφνης.- Μα τώρα είναι τρόπος να πας εσύ στην
εκκλησιά, και να με αφήσεις μόνον;
Να μεταλάβω κι έρχομαι,
απήντησεν η γυνή.Ο Καντάκης δεν ετόλμησε ν' αντείπη τι, διότι η
απάντησις θα ήτο βλασφημία. Ουχ ήττον όμως την βλασφημίαν ενδιαθέτως την
επρόφερεν. Η Διαλεχτή εφρόντισε να στείλη αγγελιοφόρον προς την
πενθεράν της, ένα δωδεκαετή παίδα της αυτής εκείνης γειτονικής
οικογενείας, ης η θυγάτηρ εκοιμήθη αφ' εσπέρας πλησίον της, και
επέστρεψεν εις τον ναόν.Ο Καντάκης, όστις επείνα τρομερά, ήρχισε να
καταβροχθίζη την πριζόλαν. Καθήμενος οκλαδόν παρά την εστίαν, εβαρύνετο
να σηκωθή και ν' ανοίξη το ερμάρι διά να λάβη άρτον, αλλ' αριστερόθεν
αυτού υπεράνω της εστίας επί μικρού σανιδώματος ευρίσκετο το Χριστόψωμον
εκείνο, το δώρον της μητρός του προς την νύμφην αυτής. Το έφθασε και το
έφαγεν ολόκληρον σχεδόν μετά του οπτού κρέατοςΠερί την αυγήν, ηΔιαλεχτή
επέστρεψεν εκ του ναού, αλλ' εύρε την πενθεράν της περιβάλλουσαν διά
της ωλένης το μέτωπον του υιού αυτής και γοερώς θρηνούσαν.Ελθούσα αύτη
προ ολίγων στιγμών τον εύρε κοκκαλωμένον και άπνουν. Επάρασα τους
οφθαλμούς, παρετήρησε την απουσίαν του Χριστοψώμου από του σανιδώματος
της εστίας, και αμέσως ενόησε τα πάντα. Ο Καντάκης έφαγε το φαρμακωμένο
χριστόψωμο, το οποίον η γραία στρίγλα είχε παρασκευάσει διά την νύμφην
της.Ιατροί επιστήμονες δεν υπήρχον εν τη μικρά νήσω. ουδεμία νεκροψία
ενεργήθη. Ενομίσθη, ότι ο θάνατος προήλθεν εκ παγώματος συνεπεία του
ναυαγίου. Μόνη η γραία Καντάκαινα ήξευρε το αίτιον του θανάτου.
Σημειωτέον, ότι η γραία, συναισθανθείσα και αυτή το έγκλημά της, δεν
εμέμφθη την νύμφην της. Αλλά τουναντίον την υπερήσπισε κατά της
κακολογίας άλλων. Εάν έζησε και άλλα κατόπιν Χριστούγεννα, η άστοργος
πενθερά και ακουσία παιδοκτόνος, δε θα ήτο πολύ ευτυχής εις το γήρας
της.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
................................................................................................................................. “Το Χριστόψωμο” του Α. Παπαδιαμάντη πρωτοδημοσιεύτηκε στην
“Εφημερίδα” το 1887 και έμεινε ξεχασμένο μέχρι τα Χριστούγεννα του 1941,
οπότε ο Γιώργος Βαλέτας το συμπεριέλαβε στο τιμητικό για τον
Παπαδιαμάντη τεύχος της Νέας Εστίας.
Είναι η ιστορία δυο φίλων που περπατούν στην έρημο.Κάποια στιγμή
τσακώθηκαν και ο ένας από τους δύο έδωσε ένα χαστούκι στον άλλο. Αυτός ο
τελευταίος, πονεμένος, αλλά χωρίς να πει τίποτα, έγραψε στην άμμο:
ΣΗΜΕΡΑ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ ΜΕ ΧΑΣΤΟΥΚΙΣΕ.
Συνέχισαν να περπατούν μέχρι που βρήκαν μια όαση όπου αποφάσισαν να
κάνουν μπάνιο. Αλλά αυτός που είχε φάει το χαστούκι παραλίγο να πνιγεί κ
ο φίλος του τον έσωσε. Όταν συνήλθε,έγραψε πάνω σε μια πέτρα: ΣΗΜΕΡΑ Ο
ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΗ ΖΩΗ.
Αυτός που τον είχε χαστουκίσει και στη συνέχεια του έσωσε τη ζωή,τον
ρώτησε: όταν σε χτύπησα, έγραψες πάνω στην άμμο και τώρα έγραψες πάνω στην
πέτρα. Γιατί? Ο άλλος φίλος απάντησε: «όταν κάποιος μας πληγώνει, το
γράφουμε στην άμμο όπου οι άνεμοι της συγνώμης μπορούν να το σβήσουν.
Αλλά όταν κάποιος κάνει κάτι καλό για μας, το χαράζουμε στην πέτρα, όπου
κανένας άνεμος δεν μπορεί να το σβήσει».
Το πρόβλημα με τους ανθρώπους είναι ότι γράφαμε τις πληγές στην πέτρα και
τα ευεργετήματα στην άμμο! Θα συνεχίσουμε έτσι; Δεν συμφέρει! Η
μνησικακία δηλητηριάζει πρώτα εμάς! Αργά και σταθερά ποτίζει κάθε
κύτταρο της ύπαρξής μας, ώσπου μια μέρα ξυπνάμε και δεν είμαστε εμείς,
παρά κάποιος άλλος, τόσο ξένος από τον Εαυτό μας.
Εβδομάδα ελπίδας ...εβδομάδα Της Γέννησης του Χριστού...εβδομάδα της Γέννησης της ελπίδας...του ερχομού του νέου στον κόσμο...όπως μέσα από κάθε Γέννηση...
Ας εστιάσουμε στην ελπίδα...στην εσωτερική μας αλλαγή...ας σταθούμε στην ουσία της ζωής....ας πετάξουμε τα βαρίδια που μας εμποδίζουν να κοιτάξουμε ψηλά....
Είναι ίσως η στιγμή...να στρέψουμε το βλέμμα προς τα πάνω....και να ακολουθήσουμε το '''άστρο της Βηθλεέμ...''''
Από πολύ πρωί, σχεδόν προτού να βγει ο ήλιος, είχαν πάρει σβάρνα
όλη τη γειτονιά, και είχαν πει τα κάλαντα σ’ όλα τα γύρω σπίτια. Δεν
είχαν αφήσει πόρτα, μάντρα, μαγαζί, να μη χτυπήσουν…
— Ναν τα πούμε; Ναν τα πούμε;… Ώς το μεσημέρι, η βόλτα τους ήταν
τελειωμένη. Και μην έχοντας πού αλλού να πάνε, πήγαιναν ξανά στα ίδια
σπίτια.
Ήταν ο Μήτσος, ο Τάσος κι ο Λεύτερης –αυτοί που τραγουδούσαν— κι ο
Γιώργος με το τρίγωνο, κι ο Κώτσος που βαρούσε τη φυσαρμόνικα.
Κι η δουλειά είχε πάει φίνα. Οι τσέπες τους ήταν βαριές από δεκάρες κι από φράγκα.
Είχαν τόσους γνωστούς, παντού! Όλες οι γυναίκες τούς ήξεραν, όλος ο
κόσμος, σχεδόν, τους αγαπούσε: Δεν ήταν σπίτι, που να μην είχαν κάνει,
κάποτε, θελήματα —μαγαζί, που να μην είχαν, κάποτε, δουλέψει…
Ώς κι ο μπαρμπα-Στάθης, ο μπακάλης, ο γκρινιάρης, που του ’χαν σπάσει κάποτε τα τζάμια, έβγαλε και τους έδωσ’ ένα δίφραγκο…
Κατά τις δυο τ’ απόγεμα, αφού τσίμπησαν λίγο φαΐ, στο πόδι, αποφάσισαν να ξανοιχτούν και σ’ άλλες γειτονιές.
Ο Κώτσος, που ήταν γενικός ταμίας τους, είχε τη σοφή ιδέα, για να μη
βαραίν’ η τσέπη του, να μαζέψει όλη τη γαζέτα, και να την πάει σ’ έναν
καπνοπώλη, να την κάνει, ολόκληρη, χαρτί…
Δεν τραγουδούσαν και πολύ καλά —αλλά, σ’ αυτές τις περιστάσεις, η
πρόθεση είναι το παν! Κι εκείνοι που τους άκουγαν, δεν είχαν, βέβαια,
απαίτηση ν’ ακούσουν και Καρούζο! Έφτανε που τα ’λεγαν, απλώς, «για το
καλό»…
Και το βράδυ τούς βρήκε μακριά, στην άλλη άκρη της Αθήνας.
Βραχνιασμένοι, κατακουρασμένοι, έκατσαν σ’ ένα ζαχαροπλαστείο να
ξεκουραστούν. Η εσοδεία ήταν τόσο άφθονη, ώστε σκέφτηκαν πως είχαν το
δικαίωμα κι αυτοί να το ρίξουν λίγο όξω, μια κι η περίσταση το είχε
φέρει έτσι. Απ’ τους κουραμπιέδες προχώρησαν στους μπακλαβάδες και τα
γαλατομπούρεκα —ώσπου δε μπορούσαν να χωρέσουν άλλο…
Κι επειδή ένα έξοδο φέρνει αμέσως τ’ άλλο, αποφάσισαν να πάνε και στον κινηματογράφο.
Μπήκαν μέσα, με το τρίγωνο και με τη φυσαρμόνικα, χωρίς να ξέρουν τι
ταινία έπαιζε, και κάθισαν μπροστά, στις πρώτες θέσεις, που ήταν
αδειανές.
Η ταινία παράσταινε κυνηγητά, απαγωγές, ληστείες. Ένα μικρό παιδί
ήταν ο ήρως. Αυτός γινόταν ο ανέλπιστος σωτήρας, κι έκανε θαύματα
πραγματικά παλικαριάς…
Η σάλα ήταν γιομάτη κόσμο: Φαντάροι, ναύτες και πολίτες, στριμωγμένοι
όλοι, φύρδην μίγδην, παρακολουθούσαν την ταινία, και χειροκροτούσαν
κάθε φορά που ο μικρός νικούσε ή κατάφερνε κανένα νέο κόλπο, εις βάρος
των οχτώ αγριανθρώπων που είχαν κλέψει με τη βία μια κοπέλα, για να
μάθουν κάποιο μυστικό…
Όταν τελείωσε ο κινηματογράφος —επειδή ήταν νωρίς ακόμα— έμειναν και στη δεύτερη παράσταση.
Ήθελαν να ξαναδούνε την ταινία, που τους είχε δώσει τόσες
συγκινήσεις. Και την ξαναείδαν πάλι, ξαναπερνώντας απ’ τις ίδιες
περιπέτειες, και ξαναδοκιμάζοντας τις ίδιες συγκινήσεις —ώσπου
ξανατελείωσε, υπό τα γενικά χειροκροτήματα, και το πανί τούς είπε
«Καληνύχτα»…
Η ώρα ήταν δώδεκα και τέταρτο.
Τότε αποφάσισαν να γυρίσουν σπίτια τους. Κι επειδή, σ’ αυτό το
μεταξύ, είχαν ξαναπεινάσει, κάθισαν πάλι, σ’ ένα μαγαζί, κι έφαγαν πέντε
πιάτα λουκουμάδες.
Και ξεκινήσαν για τη γειτονιά τους, χοροπηδώντας και κάνοντας αστεία,
βαρώντας καρπαζιές ο ένας τον άλλο, με φωνές και με κυνηγητά…
Κι ενώ προχωρούσαν έτσι, αφού είχαν στρίψει ένα σωρό γωνιές, ξαφνικά ανακάλυψαν πως είχαν χάσει το δρόμο…
Γύρω τους, τώρα, δεν υπήρχαν σπίτια αλλά ένας κάμπος, βαθύς και σκοτεινός, που ποτέ τους δεν τον είχαν ξαναδεί…
Σταμάτησαν τις τρέλες τους με μιας, και κοιταχτήκανε κι οι πέντε μ’ απορία…
Δεν περπατούσαν πια σε δρόμο, αλλά περνούσαν μέσ’ από χωράφια, και τα
πόδια τους βούλιαζαν μέσ’ στο χώμα, που φαινόταν σαν υγρό απ’ τις
βροχές.
Δεν υπήρχε γύρω τους τίποτε, παρά, πού και πού, ο ίσκιος ενός
δέντρου. Τ’ άστρα έλαμπαν ψηλά, στον ουρανό, κι η αστροφεγγιά τους ήταν
τόσο δυνατή, που προχωρούσαν μέσ’ στα σκοτεινά, χωρίς να ξέρουν κατά πού
βαδίζουν, αλλά και δίχως να παραπατάνε…
Και στα χέρια τους δεν κρατούσαν πια, ούτε το τρίγωνο, ούτε τη
φυσαρμόνικα. Αντί όμως, να βάλουν τις φωνές και να γυρίσουν, να ψάξουνε
στο δρόμο —αυτό το πράμα, το πολύ παράξενο, τους φαινόταν τόσο φυσικό,
που δε σκέφτηκε κανένας να μιλήσει…
Περπατούσαν σιωπηλοί κι εκστατικοί, με τα μάτια καρφωμένα στον
ορίζοντα, μ’ εμπιστοσύνη, δίχως να φοβούνται… Μόνο που τώρα, δίχως να το
θέλουν και δίχως να σκεφτούν γιατί το κάνουν, ήταν κι οι πέντε τους
πιασμένοι απ’ τα χέρια.
Η ησυχία ήταν τόσο απόλυτη, ώστε οι καρδιές τους, που χτυπούσαν,
ακουγόντουσαν μ’ έναν ήχο ρυθμικό και κρυσταλλένιο. Κι ενώ προχωρούσαν,
το σκότος άρχισε να γίνεται λιγότερο. Θα ’λεγε κανένας, πως άρχιζε να
ξημερώνει. Και τότε είδαν πως, το φως αυτό, ήταν το φως ενός μεγάλου
άστρου, ενός μεγάλου άστρου δυνατού, που ξεχώριζε ανάμεσ’ από τ’ άλλα,
σ’ ένταση, σε γλύκα και σε πάθος, όπως ξεχωρίζει το βιολί μέσ’ στους
άλλους ήχους της Ορχήστρας!
Και προχωρούσαν προς το φως, αυτό, μαγεμένοι και σαν υπνωτισμένοι,
δίχως να νοιάζονται καθόλου πού πηγαίνουν, με την καρδιά πλημμυρισμένη
ευτυχία, σαν να ’χαν πιει, χωρίς να καταλάβουν, κάποιο γλυκό κι αλλόκοτο
κρασί…
Αυτό το πράμα βάσταξε, δεν ξέρω πόση ώρα.
Κι έπειτα είδαν κάποια λάμψη που τρεμόσβηνε, σ’ ένα μικρό σπιτάκι, μακριά.
Ήθελαν, δεν ήθελαν, τα πόδια τους τούς έφερναν εκεί.
Κι ενώ πλησίαζαν, ο πρώτος ήχος που ’φτασε στ’ αυτιά τους, ήταν σαν
ένα πράο μουγκρητό, σαν ένα βέλασμα προβάτων μακρινό, κι η μαλακή φωνή
μιας αγελάδας…
Τότε κατάλαβαν πως η μικρή εκείνη μάντρα, ήταν μια φτωχική μικρούλα
στάνη —και στο βάθος της μικρής εκείνης στάνης μια μικρούλα ξύλινη
καλύβα.
Και καθώς προχώρησαν να μπούνε μέσ’ στη μάντρα, γιατί μια δύναμη
παράξενη τούς έσπρωχνε, είδαν κόσμο συναγμένο μέσα. Κι όλος αυτός ο
κόσμος ήταν πολύ αλλιώτικα ντυμένος. Ήταν ζωσμένο το κορμί του με
προβιές, κι είχε τους ώμους και τα πόδια του γυμνά.
Τότε θέλησαν να προχωρήσουν παραμέσα. Γλίστρησαν μέσ’ απ’ τους
αμίλητους ανθρώπους, που στεκόσανε τριγύρω σαν αγάλματα, κι οι
περισσότεροι ήταν γονατισμένοι –κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας,
Στην αρχή δε μπόρεσαν να διακρίνουν τίποτε. Τόσο πολύ τούς θάμπωσε το
δυνατό το φως, που ’βγαινε απ’ τα βάθη της καλύβας. ‘Έπειτα, όμως, σιγά
σιγά συνήθισαν, κι άρχισαν να βλέπουν καθαρά.
Η καλύβα ήταν φωτισμένη, ήταν πλημμυρισμένη από φως, χωρίς να
φαίνεται ολότελα, στο μάτι, από πού ερχόταν τόση λάμψη! Κοίταζαν με
μάτια θαμπωμένα, και δε μπορούσαν να τ’ ανακαλύψουν…
Είδαν τότε, στη μέση της καλύβας, καθισμένη χάμω μια γυναίκα, το
πρόσωπό της δε φαινότανε διόλου. Στην αγκαλιά της είχ’ ένα μωρό.
Ήταν καθισμένη χάμω, σ’ ένα παχύ, χοντρό δεμάτι άχερα, κι ήταν προσηλωμένη στο μωρό της. Δε σήκωνε τα μάτια από πάνω του.
Δίπλα της στεκόταν ένας άντρας, που, κι αυτός, ήταν ντυμένος σαν τους άλλους, με μια προβιά στη μέση, και ξυπόλυτος.
Κι οι δυο κοιτούσαν με λαχτάρα το μωρό.
Τότε η γυναίκα σήκωσε τα μάτια, και μια στιγμή τα κάρφωσε στο πλήθος.
Φαινόταν νέα και πολύ ωραία, με μάτια τρυφερά και πονεμένα —μάτια τόσο
γιομάτα καλοσύνη, που τα παιδιά κατάλαβαν αμέσως, πως έπρεπε κι αυτά να
γονατίσουν…
Έγειραν και τα πέντε στη σειρά, κι η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά.
Ένιωθαν τώρα μια παράξενη λατρεία, μια καινούργια κι ανεξήγητη λατρεία,
δίχως να μπορούν να πούνε λέξη, σα να τους είχαν πάρει τη μιλιά!
Δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο, στην καλύβα, παρά το βέλασμα των ήμερων
προβάτων, που πλάγιαζαν τριγύρω στη γυναίκα, κι είχαν ακουμπισμένα τα
κεφάλια τους, στα γόνατά της και στη μαύρη της ποδιά.
Κι ήταν, παντού, σα μια πανώρια μουσική, σα μιαν αόρατη, μεγάλη
αρμονία, λες κι όλα τραγουδούσαν, δίχως ήχους, ένα βαθύ κι αιώνιο σκοπό.
Και τα παιδιά έγειραν το κεφάλι κι ακούμπησαν το μέτωπο στο χώμα.
Κι ενώ ήταν σκυμμένα έτσι, χάμω, και τα χείλη τους φιλούσανε το χώμα, άκουσαν, άξαφνα, σαν ποδοβολητά αλόγων.
Σήκωσαν τότε τα κεφάλια τους και κοίταξαν. Και είδαν, πίσω τους, στην
είσοδο της μάντρας, να ξεπεζεύουν τρεις ωραίοι άντρες, ακόμα πιο
παράξενα ντυμένοι.
Φορούσαν ρούχα βελουδένια, κι είχαν απάνω, κεντημένα με χρυσάφι, τ’
άστρα, και στη μέση το φεγγάρι. Στ’ αυτιά τους ήταν περασμένα
σκουλαρίκια, και κουβαλούσανε πολύτιμα κουτιά, σκαλισμένα, γύρω γύρω, με
ζεντέφια.
Μόλις ξεπέζεψαν, προχώρησαν κι οι τρεις, κι έφτασαν ώς την πόρτα της
καλύβας. Έπεσαν τότε χάμω, και προσκύνησαν. Κι αφού φιλήσανε το χώμα και
προσκύνησαν, σηκώθηκαν και στάθηκαν στη μέση. Κι άνοιξαν τα πολύτιμα
κουτιά.
Κι όλος ο τόπος γιόμισε αρώματα μεθυστικά κι αλλόκοτα λιβάνια, που
σκέπασαν τη μυρουδιά του στάβλου, και την αποφορά της κοπριάς —κι έκαμαν
τη φτωχή μικρή καλύβα, να μοσχοβολάει σα ναός…
Κι έβγαλαν μέσ’ απ’ τα κουτιά φανταχτερά στολίδια —ρουμπίνια και
τοπάζια κι αμεθύστους, και περιδέραια όλα μαργαριτάρια– και τ’
ακουμπήσαν στης γυναίκας την ποδιά…
Και τα παιδιά σηκώσανε τα μάτια τους, και ξανακοίταξαν μπροστά τους, θαμπωμένα…
* * *
Και καθώς άνοιξαν τα μάτια να κοιτάξουν, βρέθηκε, το καθένα, μέσ’ στα ρούχα του, στο φτωχικό συνηθισμένο του κρεβάτι…
Τότε, το καθένα χωριστά, είπε, μέσ’ στα βάθη της ψυχής του, πως όλ’
αυτά, τα είχε δει μέσ’ στ’ όνειρό του… Και γι’ αυτό, το βράδυ που
ξανάσμιξαν, δεν έκαμαν ολότελα κουβέντα.
Επειδή, βλέπεις, τα παιδιά, δεν είναι σαν και μας, τους πιο μεγάλους,
που φλυαρούμε διαρκώς το καθετί, και ξαναλέμε ό,τι είδαμε στον ύπνο
μας. Εκείνα δεν το συζητούν ποτέ, ούτε το σχολιάζουν μεταξύ τους.
Κι εξ άλλου, το ξεχνούν την ίδια μέρα…
ΛΑΠΑΘΙΩΤΗς...
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Το διήγημα λέγεται «Τα κάλαντα» και δημοσιεύτηκε στο Μπουκέτο,
το περιοδικό ποικίλης ύλης που φιλοξένησε μεγάλο μέρος της ποιητικής και
της πεζής παραγωγής του Λαπαθιώτη, από το 1924 ίσαμε το τέλος της ζωής
τους. Όπως θα περιμένατε, δημοσιεύτηκε σε χριστουγεννιάτικο τεύχος, στο
τεύχος της 26ης Δεκεμβρίου 1929. Το παραθέτω εδώ, μονοτονισμένο φυσικά. Η
ορθογραφία έτσι κι αλλιώς ήταν σχεδόν η ίδια με τη σημερινή.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Καλήν ημέρα άρχοντες...κάλαντα Χριστουγέννων ................................................................................................................................................................