23 Φεβρουαρίου 2016

Ήρθαν και με ξυπνήσανε της Άνοιξης τ' αηδόνια.......







Ήρθαν και με ξυπνήσανε πουρνό-πουρνό της Άνοιξης τ' αηδόνια....
Μου γλυκοτραγουδούσανε στου ήλιου την ανατολή...και στο ξημέρωμα της μέρας....
Αγουροξύπνησα γλυκά...γιατί τη γνώριμη τη μελωδιά είχα βαθιά ξεχάσει....
Μα εκείνα επιμένανε...μη φοβηθείς ετραγουδούσαν....ετιτίβιζαν...με επερικυκλώσανε.. στ' αυτιά τον ήχο τους γύρω μου ολούθε έδεναν.. με μια χρυσή κλωστή...μην τύχει για να ξεχαστώ...μην τύχη και τη μελωδιά αυτή..ξανά τη λησμονήσω...
Άξαφνα εσοβαρεύτηκα και ολόρθος πάλι εστάθηκα και μίλησά της της καρδιάς...με λόγια αυστηρά ...να τη μαλώσω προσπαθούσα...
Έλα της λέω.. δεν πρέπει σου πάλι τραγούδια ...μελωδιές...στιχάκια να μοιράζεις...
Μα αυτή μου αποκρίθηκε...ανόητα πως της φέρομαι και δεν θα με ακούσει....

Πήρε κατόπι τα πουλιά...εκείνα τα αηδόνια...έβαλε το φουστάνι της το γιορτινό...μες στα κατάλευκα ντυμένη...και στους αγρούς και στα περβόλια εξεχύθηκε...τα ρόδα τα τριαντάφυλλα να κόψει να μυρίσει....να ζαλιστεί απ' το άρωμα...να πέσει ...να μεθύσει...
Θα λερωθείς της φώναζα..θα βάψεις το κατάλευκο φουστάνι....
Ούτε που με εκοίταζε...γιορτάνι στα μαλλιά της έδεσε και στάλες στον ποδόγυρο του φουστανιού...με κόκκινο να βάψει προσπαθούσε....
Στολίδια αυτά μοναδικά του τριαντάφυλλου οι ζωγραφιές...στων κοριτσιώνε τα φουστάνια....και στων αντρώνε τις καρδιές....
.
Τρελλαίνει η άνοιξη...σαν έρχεται..τρελλαίνουν το μυαλό του ανθρώπου και τα αηδόνια...
Χίλιες λαλιές σου στέλνουνε...μηνύματα μοναδικά σου τραγουδάνε...και πάντα σου θυμίζουνε...άνοιξη πως προσμένουν να φανεί........

Γιατί πουλιά μοναδικά της Άνοιξης τ' αηδόνια...ξέρουν για τη ζωή σου πως περνά...και να σου το θυμίσουν προσπαθούν...μη τύχει και ξεγελαστείς...μη μπλέξεις στα γρανάζια του.. του μετρημένου χρόνου και  άδικα και ανούσια εσύ να τον σκορπίσεις....
Τι.. είναι το τραγούδι αυτό των αηδονιών...στο χάραμα της μέρας...είναι το χάραμα της ίδιας της ζωής και του έρωτα...που πρέπει να ρουφήξεις...και πριν σου τραγουδήσουνε, πως είναι πια αργά...

Τραγούδι αυτό των αηδονιών...τραγούδι αυτογνωσίας...τραγούδι προειδοποίησης...τραγούδι για  το σύντομο το πέρασμα στο διάβα της ζωής...τραγούδι αυτό των αηδονιών του έρωτα για τη ζωή...του ίδιου αυτού του έρωτα...του ελιξήριου της ζωής....

 Κείμενο -Σοφία Θεοδοσιάδη.
................................................................................................................................................................... 

Από την πανέμορφη πατρίδα μου και τον θαυμάσιο - εξαίρετο- αηδόνι της Θράκης μου...
Χρόνη Αηδονίδη...ένα τραγούδι  παραδοσιακό...υπέροχο - μοναδικό...γεμάτο σοφία κι ας μοιάζει λυπητερό...μα καν λυπητερό δεν είναι...
Τραγούδι αυτογνωσίας...τραγούδι προειδοποίησης ...τραγούδι για να προλάβουμε τη ζωή...τον έρωτα για τη ζωή...τον ίδιο αυτόν τον έρωτα ...τον κραταιό....
Και ναι φίλοι μου...επειδή με γέλασαν τ' αηδόνια για το αιώνιο της προσωρινής μας ζωής...
ελάτε μαζί μου σε τούτο το χορό της ζωής...να προλάβουμε....
Πεταχτός.. .ζωηρός ,θρακιώτικος ο χορός τούτος της ζωής.............

Στίχοι:  
Παραδοσιακό
Μουσική:  
Παραδοσιακό
Περιοχή:  
Ανατολική Ρωμυλία

1.Χρόνης Αηδονίδης


 
Με γέλασαν τα πουλιά,
της άνοιξης τ’ αηδόνια.
Με γέλασαν και μου `πανε,
ποτέ δε θα πεθάνω.

Φτιάχνω κι εγώ το σπίτι μου
ψηλότερο από τ’ άλλα.
Σαράντα δυο πατώματα,
εξήντα παραθύρια.

Στα παραθύρια στέκομαι,
τους κάμπους αγναντεύω.
Βλέπω τους κάμπους πράσινους
και τα βουνά γαλάζια.

Βλέπω το Χάρο που ’ρχεται
καβάλα στ’ άλογό του
Με γέλασαν τα πουλιά,
της άνοιξης τ ’ αηδόνια.

Με γέλασαν τα πουλιά,
της άνοιξης τ’ αηδόνια.
Με γέλασαν και μου είπανε,
ο Χάρος δε με παίρνει.

Μη με παίρνεις Χάρο,
μη με παίρνεις
γιατί δε με ξαναφέρνεις.
.....................................................................................................................................................................

22 Φεβρουαρίου 2016

Για μας κελαηδούν τα πουλιά.........





Τριγύρω μας όλα γελούνε
αγάπη μου μαγευτικά
για έρωτα μόνο μιλούνε
και παίζουν ερωτικά

Σκορπούν ευωδιές τα λουλούδια
μεθά πιο πολύ η καρδιά
γλυκά κελαηδούνε τραγούδια
πουλάκια μες στα κλαδιά

Για μας κελαηδούν τα πουλιά
χαρούμενα μες στη φωλιά
μαζί μας κι αυτά μεθυσμένα
γλυκά τραγουδούν μαγεμένα
κρυμένα στην αμυγδαλιά
για μας κελαηδούν τα πουλιά.


Στίχοι:  
Νίκος Φατσέας
Μουσική:  
Μιχάλης Σουγιούλ

.....................................................................................................................................................................




       Για μας κελαηδούν τα πουλιά - Μ. Σουγιούλ - Διασκευή Χρήστος Λέκκας
.....................................................................................................................................................................





                                           Για μας κελαηδούν τα πουλιά - Νίκος Γούναρης - Τόνης Μαρούδας
......................................................................................................................................................................

«Ζωή με λες» Γιάννης Φιλιππίδης ...


'' Ζωή με λες'' (απόσπασμα)

 'Ηλιο να μου χαρίζεις τα πρωινά
Θέλω να μου στέλνεις έναν ήλιο παραπάνω τα πρωινά του χειμώνα.
Να ξεμένω αιφνιδιαστικά χαμογελαστός να τον κοιτάω, ελπίζοντας για όλα.
Να εισβάλει αντάρτης στο ανατολικό δωμάτιο, αποκαλύπτοντας χρώματα, που ' χαν από καιρό βουλιάξει στο γκρι των ημερών.
Να εμπνέομαι παιχνίδια και ρυθμούς από τους σπάνιους, απολαμβάνοντας τις λάμψεις του στις επιφάνειες των ξύλων, όπως εισβάλει γενναιόδωρος και αυθάδης,  να καταργήσει τις βροχερές γραμμές του δέρματος στο μέτωπο.
Αυτός, τουλάχιστον,  ξέρει καλά την τέχνη, να χαρίζεται σε διάρκεια.
................................................................................................................................... 

                                     << Ζωή με λες >> Γιάννης Φιλιππίδης.
..................................................................................................................................................................

Γράφει ο συγγραφέας Γιάννης Φιλιππίδης:

«…Με τις προσωπικές μου ελεύθερες αυτόνομες σκέψεις απέμεινα ξανά.


 Μακριά από επαγγελματίες που εμπορεύονται το συναίσθημα της ελπίδας, οι ίδιοι μόνο 

γνωρίζουν για το όφελος ποιανού εργάζονται. 

Γιατί πολίτης ανάμεσα σ’ ένα λαό μιας πατρίδας, που η γη της ζεματάει όταν την περπατάς, 

όπως σε πλεούμενο λίγο πριν από τον οριστικό του αφανισμό, εγώ και πάλι θα θυμηθώ την 

πατρική καθοδήγηση να ταχθώ ξανά στο πλευρό του Ινδιάνου.

 Πλάι στον αδικημένο, η αντιπολιτευτική μου παρόρμηση ίσως φανεί χρήσιμη, αφού βλέπεις 

βοηθάει στο να μη μεθάς με καμιά εξουσία, να μη συγχωρείς κανέναν επίορκο…»
.....................................................................................................................................................................

21 Φεβρουαρίου 2016

Έχει Πανσέληνο απόψε κι είναι ωραία.....














ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ
Υπάρχει τόση μοναξιά σε 'κείνο το χρυσάφι
Το φεγγάρι της νύχτας δεν είναι η σελήνη

που είδε ο πρώτος Αδάμ.

Οι μακρινοί αιώνες της ανθρώπινης αγρύπνιας

την γέμισαν με δάκρυα μες τα χρόνια.

Κοίτα τη! Είναι ο δικός σου καθρέφτης.


(Jorge Luis Borges, 1970) 

.....................................................................................................................................................................

Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ ΚΙ Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ - Ευγένιος Τριβιζάς...


Μεσάνυχτα. Στον ουρανό τον ήσυχο, το βαθυσκότεινο, θαμποσβήνουν

δειλά, αχνόφωτα τα αστέρια σ' άπειρους μαγευτικούς συνδυασμούς,
αμέτρητες εξωτικές,παραμυθένιες ζωγραφιές. Αστέρια πολλά.
Μυριάδες αστέρια. Φαναράκια χρυσαφιά, που, με τις τοσοδούλικες τους
λάμψεις, ζωγραφίζουν στα μενεξεδένια βελούδα γαλέρες, γιρλάντες, άτια
και κάστρα και θεριά παράξενα.
Εκεί ψηλά, στων αστεριών τον κόσμο που η χλωμόχρυση σελήνη
βασιλεύει, πλανιόταν κάποτε συντροφικά τρία άστρα μικρά, αδέλφια
αγαπημένα. Το πρώτο το'λεγαν Αυγερινό, τα' άλλο Αστραφτερή και
το τρίτο το τελευταίο, που 'χε την πιο γλυκόθωρη λάμψη απ' όλα
τ' άλλα αστέρια που το στερέωμα στολίζουν, το'λεγαν «Καμάρι τ' Ουρανού».
Ανέμελα έπαιζαν κρυφτό στα πουπουλένια νέφη, κυνηγητό με τις
φεγγαραχτίδες, που γλιστρούσαν γοργά, γνέφανε γελαστά, χάνονταν
και ξέφευγαν στ' απλόχωρα ουράνια χαρωπές.
Ώσπου κουράστηκε κάποια νυχτιά το Καμάρι τ' Ουρανού με τ' αδέλφια
του αντάμα. Απόκαμε να παίξει. Βαρέθηκε να θαυμάζει το φεγγάρι
εκστατικά. Πεθύμησε σ' άλλους κόσμους, κόσμους πρωτόγνωρους,
αλαργινούς, να ταξιδέψει. Δεν το χώραγε ο ουρανός, άχαρος και
πληχτικός του φαινότανε ο γαλαξίας.
- Μη φεύγεις! παρακάλεσε η Αστραφτερή.
- Μη μας αφήνεις! κλάφτηκε ο Αυγερινός.
Μα το 'χε πάρει απόφαση το Καμάρι τ' Ουρανού. Υπόσχεση του έδωσε
πως θα γυρνούσε σίγουρα, προτού η ροδόλουστη αυγούλα ξεπροβάλει,
και, μ' ένα σάλτο,ανάλαφρο, αποχαιρέτησε τους συντρόφους του και τις
ουράνιες στράτες.
Άρχισε να γλιστρά γοργά στο διάφανο διάστημα, νιώθοντας έναν ίλιγγο
μεθυστικό, ίλιγγο που τ' ανατρίχιαζε, του έκοβε την ανάσα.

Ένα τράνταγμα, μια μαρμαρυγή, κι έπεσε το Καμάρι τ' Ουρανού στη Γή!
59947480_1275783043_91de195db1bfd23736350aa6f90ea0ca.jpg

Όταν συνήλθε απ' την παραζάλη, έφερε το βλέμμα γύρωθε του. Είχε
βυθιστεί σ' ένα λιβάδι άγνωστο και σκοτεινό, κι η αχνή του ανάσα φανέρωνε
μια ύπαρξη μαγευτική, εκεί κοντά του. Πλάι του ακριβώς, στην άκρη μίσχου
λεπτού, φύτρωνε ένας ήλιος τοσοδούλης, στεφανωμένος πάλλευκες αχτίδες.
- Ποιος είσαι; μίλησε η μαργαρίτα πρώτη.
- Ένας ταξιδιώτης από το γαλαξία. Εσύ;
- Λουλούδι. Δεν έχεις ξαναδεί;
- Όχι. Από πού έπεσες εδώ;
- Δεν έπεσα. Εδώ έτυχε ν' αναστηθώ, εδώ, σ' ένα λιβάδι μυστικό, να ρουφώ
από τη γή πικρούς χυμούς και να προσμένω ...;
Δε χόρταινε να την κοιτά, να θαυμάζει το φλουράτο κεφαλάκι με τα χαριτωμένα
πέταλα, τον ντελικάτο μίσχο της τον τρυφερό.
Απόμειναν για λίγο σιωπηλοί. Μόνο τ' αργοθρόισμα ακουγόταν.
Ύστερα, σιγανή άκουσε τη φωνή της:
Έψαχνες να με βρείς;
Έτσι θαρρώ!
Είχε σκύψει πλάι του. Πολύ κοντά του. Ένιωσε το άρωμα της.
Ένα της πέταλο άγγιξε μια χρυσαφιά του ακίδα. Ρίγησαν. Μια
άλικη σπίθα ελαμψε ανάμεσα τους, κι η ψυχή του ξενιτεμένου
αστεριού πλημμύρισε λατρεία τρυφερή για την μαργαρίτα την χλωμή,
που 'γερνε πλάι του σιγοτρέμοντας, απ' τη φεγγοβολιά του θαμπωμένη.
Κι εκείνη η κρυσταλλένια νύχτα ήταν μεγάλη, ατέλειωτη,  μ' ώρες
μεθυστικές, αμέτρητες, στιγμές μαγευτικές, ολόδικες τους. Το
βαθυσκότεινο λιβάδι κοιμόταν απέραντο, ανασαλεύοντας νωχελικά
στη μυρωμένη αύρα.



Ξάφνου, μια σκιά πέρασε σαν αστραπή απ' το λιβάδι, και προτού

καλά καλά φανεί, την κατάπιε πάλι το σκοτάδι. Το αστέρι ένιωσε μια
σαΐτα να κεντά τα'ασημένια του τα φυλλοκάρδια, και την ίδια τη στιγμή
ζήλια μαρτυρική στην ψυχή του να φουντώνει!
Όσο ένιωθε την καλή του αγγελικά να το θωρεί, αμφιβολία βασανιστική
το τυραννούσε, ζήλια για κάθε χορτάρι του απέραντου αγρού, για κάθε
κρυφή της μαργαρίτας σκέψη ...;
Βαθιά την αγαπούσε. Κι εκείνη το ίδιο άραγε; Αν καμωνόταν; Αν κάποιο
άλλο αστέρι πρόσμενε; Αν πεταλούδες πλουμιστές ονειρευόταν; Αν
ταξίδευε κι αυτή στα όνειρά της;
Πως θα σιγουρευόταν; Πως θα μάθαινε τα μυστικά της; Πως;
Τέτοια συλλογιζόταν, όταν τράβηξε με δύναμη ένα πέταλο χιονάτο.
- Μ' αγαπά, μουρμούρισε όπως τ' άφηνε να πέσει.
Έπειτα, δισταχτικά τράβηξε ακόμα ένα.
- Δεν μ' αγαπά, ψέλλισε βραχνά.
- Μη! στέναξε η μαργαρίτα τρέμοντας από πόνο γλυκό, παράπονο, απορία.
Μα μες στη μέθη του τα' αστέρι, πως θα μάθαινε, όπου να 'ναι την αλήθεια,
δεν έδωσε στο μαρτύριο της σημασία.
- Μ' αγαπά: γέλαγε τρισευτυχισμένο.
- Δε μ' αγαπά! θρηνούσε σκυθρωπό.
Κι ασυλλόγιστα μαδούσε ολοένα τα πέταλα της τα χιονάτα, ένα ένα.
- Γιατί; ψιθύριζε τ' άδολο ανθάκι λαβωμένο.
Μα τ' αστέρι δεν την άκουγε, στον οίστρο του παραδομένο.
- Μ' αγαπά!
- Δε μ' αγαπά!
Πονούσε η μαργαρίτα. Πονούσε πολύ. Με κάθε πέταλο απαλό έφευγε
και μια πνοή. Ώσπου τράβηξε το στερνό της πέταλο τ' αστέρι.
- Μ' αγαπά! φώναξε χαρούμενο.
Κι ο αντίλαλος του γύρισε θλιμμένος πίσω.
Σταμάτησε, σκέφτηκε. Είδε την μαργαρίτα να σκιρτά όλο παράπονο,
να ξεψυχά εκεί, στης λάμψης του την αχνόφωτη αγκαλιά. Έγειρε
αργά αργά, άγγιξε τη χλόη.
Της αύρας η πνοή πήρε τα πέταλα, τα σκόρπισε τριγύρω.
Ύστερα, τίποτ' άλλο πια. Μόνο σκοτάδι. Κι ολόγυρα, σκούρα, πυκνά
χορτάρια απειλητικά.
Τότε μόνο ένιωσε τι της είχε κάνει. Τρεμόπαιξε για μια στιγμή, στέναξε
κι έπαψε ν' ανασαίνει χρυσαφένιο φως.
Άδικα πρόσμενε ο Αυγερινός. Άδικα τ' αναζητούσε η Αστραφτερή..
γιατί δεν γύρισε το Καμάρι τ' Ουρανού, όπως είχε υποσχεθεί;


Την άλλη μέρα, όταν ροδόλουστη η αυγή απ' της ανατολής

τ' ασημογάλαζα ξεπρόβαλε τα τούλια, σ' απλόχωρο λιβάδι λιόχαδο,
πνιγμένα μες στη δροσερή του αγκάλη, βρήκε μια μαδημένη μαργαρίτα
κι ένα σβησμένο αστέρι βυθισμένα ...


                                                             Του Ευγένιου Τριβιζά
..................................................................................................................................................................

20 Φεβρουαρίου 2016

<< Η καρδιά μου... >> - Νίκος Καζαντζάκης.


Μια νύχτα είδα ένα όνειρο.
Ήμουν λέει στην άκρα του γιαλού και κοίταζα .
Η θάλασσα ήταν κατάμαυρη όλο τρόμο και χοχλακούσε.
Κι από πάνω της ο ουρανός ,κατάμαυρος κι αυτός όλο φοβέρα ,κατέβαινε όλο και πιο χαμηλά
λίγο ακόμα και θα άγγιζε τη θάλασσα.
Αγέρας δε φυσούσε νέκρα φρικτή, πλάνταζα, δεν μπορούσα να πάρω ανάσα...
Κι άξαφνα στη στενή χαραμάδα που απόμενε λεύτερη ανάμεσα ουρανού και θάλασσας ,άστραψε ένα κάτασπρο πανί.
Ήταν μια μικρή βαρκούλα αυτόφωτη και μέσα στην πλανταγμένη απανεμιά φούσκωνε γοργά το πανί της..και προχωρούσε γοργά , βίαια μέσα στα σκοτάδια .
Άπλωσα κατά πάνω της τα χέρια :
<< Η καρδιά μου ! >>  φώναξα και ξύπνησα.
Βοήθεια μεγάλη στάθηκε τ' όνειρο τούτο στη ζωή μου.
Σε δύσκολες στιγμές ,όταν όλα γύρω μου σκοτεινιάζουν κι οι πιο ακριβοί μου φίλοι και οι πιο σίγουρες ελπίδες με παρατούσαν ...πόσες φορές δεν έκλεινα τα μάτια και δεν έβλεπα ανάμεσα από τα ματοτσίνορά μου ,τη βαρκούλα αυτή, κι η καρδιά μου έπαιρνε κουράγιο ,τινάζουνταν επάνω όρτσα
και μη φοβάσαι!
Μου φώναζε κι έσκιζε το σκοτάδι !

Απόσπασμα από την
<< Αναφορά στον Γκρέκο >>
του Νίκου Καζαντζάκη.

( Επιμέλεια κειμένου - Σοφία Θεοδοσιάδη )
....................................................................................................................................................................


                                               << Η καρδιά μου ...>> - Νίκος Καζαντζάκης.
.....................................................................................................................................................................

Πατρίδα μας είναι η καρδιά μας...μοναδική ...συνεπής...ποτέ δεν μας προδίδει...
Ένα κείμενο τρυφερό ...αληθινό ..γεμάτο λυρισμό και αλληγορία...
Ένα κείμενο '''άγγιγμα ψυχής'''...ενδοσκόπησης και αυτογνωσίας....
Για σας τους φίλους που σκύβετε με τρυφερότητα πάνω από τον εαυτό σας...για σας που αγαπάτε το βάθος της λίμνης ..που λέγεται καρδιά...
Ένα βίντεο από τα καλύτερα που έχω δει ...με μουσική πιάνου που σε συναρπάζει...και σε ταξιδεύει στα βάθη της ψυχής...και το μοιράζομαι μαζί σας...τούτο το απόβραδο του Σαββάτου....
Σοφία Θεοδοσιάδη.
......................................................................................................................................................................

19 Φεβρουαρίου 2016

Τάκης Βαρβιτσιώτης, Δέκα ποιήματα της οργής και του χρέους (1972-1973)










 Απαγόρευσαν τα παιδιά να τραγουδούν  
Τους πεθαμένους να χαμογελούν. 
Απαγόρευσαν τα πληγωμένα άλογα
 Να ερωτεύονται τη σελήνη 
Τους σακάτηδες να έχουν δεκανίκια
 Με τ' αναμμένα μάτια τους 
Πυρπόλησαν και το μικρότερο χορτάρι
Έφραξαν τέλος όλους τους φεγγίτες.

Τάκης Βαρβιτσιώτης.

.....................................................................................................................................
   Στον Γιάννη Ρίτσο

1

Έμποροι δυνάστες στρατηγοί
Μην τολμήσετε να συντρίψετε τα χέρια
Που  κρατούν το φως
Αιώνες ανθρώπινων ονείρων
Θα  σκεπάσουν τα μάτια σας
Με μαύρα ηλιοτρόπια
Ατσάλινα νύχια
Θα  ξεσχίσουν τα πρόσωπά σας
Κι αγριεμένα πληρώματα
θα σας κρεμάσουν
Στο πιο πένθιμο κατάρτι
Την πιο πένθιμη νύχτα του χρόνου
Για  να μάθετε πώς μονάχα η λευκή ανθοφορία
Του τοκετού της αγάπης διαρκεί


 2

Δήμιοι μέ τό πρόσωπο του θανάτου
Δε  θα μπορέσετε ποτέ να εξαφανίσετε
Το γαλάζιο ενός αθώου ματιού  
Ανάμεσα από τις καμένες σάρκες
Κι από τα μελανιασμένα κορμιά
Ανάμεσα από τις σταυρωμένες ανοίξεις
Ανάβει πάντα για νεκρούς και ζωντανούς
Ο δαυλός της δικαιοσύνης


3

Για να πυκνώσει το φως
Και να γεννήσει το πουλί
Για  να νικήσει ό άνεμος
Τους πρώτους δισταγμούς του
Και να φωνάξει ή θάλασσα ελευθερία
Πρέπει να 'ρθουν οι λατόμοι
Γεμάτοι οργή
Να πελεκήσουν τα πέτρινα σύννεφα
Που  πλάκωσαν όλες τις πολιτείες
Να πελεκήσουν τ' αγάλματα
Mε τις μαύρες καρδιές
Να ξεχειλίσει το αίμα
Να πνίξει τούς δολοφόνους


4

Ό σο υπάρχουν ποιητές
Τα  πουλιά θα πετούν
Και τα δέντρα θ’ ανθίζουν
Δε θα μπορούν ανίερα χέρια
Να σταματήσουν την άνοιξη
Να εξαφανίσουν τα πράσινα σημάδια
Αυτούς πού πιστεύουν ακόμα
Πώς είναι τ' όνειρο δυνατό

5
 Ύστερα  από τόσα εκατομμύρια πτώματα
Από τόσες ανοιχτές πληγές
Πριν από την έκλυση της φοβερής αστραπής
Η μαυρίλα καταπίνει τον ήλιο
Τα  μάτια συστέλλονται
Μικραίνουν οι άνθρωποι
Χάνουν το πρόσωπο τους
Φορούν για παράσημα τη ντροπή
Και την καταφρόνια
Ίσως είvaι κι αυτός ένας τρόπος
Να  θυμηθούνε πάλι την ομορφιά
Να ξαναφτιάξουν έναν κόσμο καλύτερο
Από την αρχή

6

'Απαγόρευσαν τα παιδιά να τραγουδούν
Τους πεθαμένους να χαμογελούν
Απαγόρευσαν τα πληγωμένα αλόγα
Να ερωτεύονται τη σελήνη
Τους σακάτηδες να έχουν δεκανίκια
Mε τ' αναμμένα μάτια τους
Πυρπόλησαν και το μικρότερο χορτάρι
Έφραξαν τέλος όλους τούς φεγγίτες


7

Φως υπερούσιο
Απρόσιτο φως
Από ποια ύφη κατεβαίνεις
Σ' αυτή την καταματωμένη γη
Όπου σέρνονται ακόμα οι άνθρωποι
Ανάμεσα στον τρόμο και την ελπίδα
Άσπιλο φως
Που δεν έχεις ούτε αρχή ούτε τέλος
Και που η μέρα παρατείνει την ηγεμονία της
Για να σε διαφυλάξει
Πότε λοιπόν θα κατορθώσεις
Ν' αποδιώξεις το βαθύ
Βαθύ σκοτάδι αυτού του κόσμου.

8

Δεν έχει πιά σημασία
Να κόβουμε μαραμένα τριαντάφυλλα
Να  σφίγγουμε ένα χέρι
Που βγαίνει μέσα από μια πέτρα
Όπως εν άστρο
Ανάμεσ’  από τα ερείπια
Να προσπαθούμε νά γλυτώσουμε
Ένα μονάχα πλοίο πού κινδυνεύει
Να κατοικούμε πολιτείες
Που δε γνωρίζουν τον ύπνο
Να ζούμε πάντα μονάχοι
Mε μια παγωμένη φτερούγα
Και μ ένα γυάλινο μάτι πού μας τρομάζει
Ν' αγκαλιάζουμε ένα σύννεφο
Που ταξιδεύει προς τη δύση
Σημασία έχει ν αγκιστρωθούμε πάλι
Γερά πάνω στη γη
Όπως η μέλισσα στο λουλούδι
Να ξαναχτίσουμε ένα σπίτι
Να μας χωράει όλους μαζί

9

Χρειάζεται σιωπή
Πολλή σιωπή
Πυκνό χορτάρι
θράκα πολλή
Από μέρες περασμένες
Που αδιάκοπα να τη φυσάς
Δεμάτια στάχυα σύννεφα
Δάκρυα πικρά
Πέτρες πυρακτωμένες
Σκόνη χρυσή από κοπανισμένα αστέρια
Κι ένας καλόβολος άνεμος
Που να τα πάρει όλα μαζί
Και να τα πάει στην άλλη αυγή
Σα μυθικό καράβι
Για να χαθεί ό χειμώνας νικημένος
Για να ντυθούνε των νεκρών τα κόκκαλα
Με φώς
Ν' αναστηθεί η φωνή τους
Μ' έva στρόβιλο φτερών
Στα δάχτυλά τους ν αντηχήσουν οι φλογέρες

10

Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
Ταξιδεύοντας από τη μιαν όχθη στην άλλη
Πάνω στην πλώρη ενός καραβιού
Μοιράζοντας κόκκινα γαρύφαλλα
Στους ναυαγισμένους
Ανακαλύπτοντας περίσσια θαύματα
Που δεν χάνονται
Ακόμα κι όταν κλείσουμε τά μάτια
Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
Ακολουθώντας ένα ποτάμι όπου σμίγουν
Αίμα και φως
Παίζοντας μια σάλπιγγα
Που συναδέλφωνε όλους τούς ανθρώπους
Που έκανε να σωριαστούν οι τοίχοι
Και να γίνουν κίτρινη σκόνη
Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
'Ολομόναχοι σ’  ένα κελλί
Κρυμμένοι άλλοτε σ' ένα σεντούκι
Κι άλλοτε πάλι στριμωγμένοι
Σε μια λουρίδα ήλιου
Που θα μπορούσε να τη σβήσει
Ακόμα και το χέρι
Ενός αδιάφορου επισκέπτη
Μάθαμε τον έρωτα και τον θάνατο
Εκεί όπου σήμερα ηγεμονεύει η σιωπή
Τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια
Μαζεύοντας μ' ένα φτυάρι τα χιόνια
Μικραίνοντας με τη χαρά μας την απόσταση
Που χωρίζει τη γη από τον ουρανό.

Τάκης Βαρβιτσιώτης, Δέκα ποιήματα τη οργής και του χρέους (1972-1973) 

ΠΗΓΗ : 

................................................................................................................................................................. 





Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης (1916 - 1 Φεβρουαρίου 2011) ήταν Έλληνας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ήταν «βαθύς γνώστης της λυρικής τέχνης[...], ποιητής Ευρωπαίος, που του αξίζει ο έπαινος όχι μόνο της ιδιαίτερης του πατρίδας αλλά των καλλιεργημένων ανθρώπων όλου του κόσμου», σύμφωνα με τον Οδυσσέα Ελύτη.
Γεννήθηκε το 1916 στη Θεσσαλονίκη, όπου και διέμενε από τότε. Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το 1940 διορίστηκε δικηγόρος, έμεινε όμως αφιερωμένος αποκλειστικά στην ποίηση.
Απεβίωσε την 1η Φεβρουαρίου 2011.

ΠΗΓΗ : ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ.
................................................................................................................................................................ 

Κόντρα και ενάντια στην παγκόσμια την κατάθλιψη, που σκόρπισαν γύρω μας οι '''δυνατοί '''του κόσμου τούτου...όσο θα υπάρχουν ελεύθερα πνεύματα καθώς είναι οι ποιητές...και όχι μονάχα οι ποιητές...οι ''μάστοροι'''των λέξεων...μα και οι ονειρευτές - ποιητές της ζωής......θα υπάρχει και ελπίδα...θα υπάρχει και συνέχεια στην ομορφιά του κόσμου... 
Σαν από την ψυχή μας κι από το νου μας δεν χαθεί...η σπίθα που στα όνειρα τη φλόγα ανάβει ..
τότε υπάρχει ελπίδα στη ζωή μας... 
Πάντα ο λυρισμός μες στη ζωή ....μαλάκωνε ..ζυμάρι εύπλαστο επροσπαθούσε για να μετατρέψει...την πετρωμένη την καρδιά του ανθρώπου ...που έκρυβε βαθιά μες στη σκληρή εικόνα του ...για να επιβιώσει...
Σοφία Θεοδοσιάδη... 
....................................................................................................................................................................