τη γέννα μου..απρόσμενα εκοιλοπόνεσες..
κάτω από ένα καραγάτσι..
ξωμάχος ήτανε η μάνα μου η λυγερή..
μιας χάρις..σαν το ξωτικό..επάλευε στη γης..
άνθρωπος νιόφερτος..μες στον μικρό τον κόσμο..
μιας ιστορίας το δικαίωμα να γράψω εδικαιούμουν
να αγαπήσω και ν' αγαπηθώ..
και μες σε τούτο το αλισβερίσι μου του παζαριού
του δούναι και λαβείν..
θέλησα?..ερήμην μου?..επιθυμία μου ήταν δυνατή..
άνωθεν..ως και κάθε νιόφερτου..
τους ανθρώπους να λαμπρύνω με την παρουσία μου..
κι απ' τη δική τους και εγώ να λαμπρυνθώ..
Τη μυρουδιά του ψέμματός τους δεν αγάπησα..
ακόμα μου κυκλώνει την ψυχή..
σαν αεράκι απογευματινό Καλοκαιριού..
στου καύσωνα της υγρασίας τα μέρη..
Κάποιοι με λάτρεψαν πολύ..
όπως κι εγώ με πάθος..
άλλοι μ' αρνήθηκαν αναίτια θαρρώ..και
με πετάξαν έξω απ' τη ζωή τους..
σάμπως δεν έκανα το ίδιο και εγώ ?
ίσως αυτή η ''αποβολή''..μια τίμια
μια στάση να 'ναι της δικής μου της ζωής..
της άρνησης της μετατόπισης των ιδεών..
μιας άρνησης που μοιάζει με σκληράδα..
Ό,τι με άγγιξε..στέκει ολόρθο μέσα μου
αμετακίνητα ολοζώντανο θεριό..
παλεύει και νικά το αμετακίνητα νεκρό μου..
ζητά..αποζητά..την άδολη αγάπη της ψυχής..
ποτίζεται..βλασταίνει..αναγεννιέται..
''άνθρωποι'' - Σοφία Θεοδοσιάδη
...............................................................................................................