Aπό μικρή παραπονιάρα και μοναχική..
όλοι την αγαπούσανε της έλεγαν..
μα εκείνη κάθε σούρουπο..
καθότανε στην άκρια του ποταμιού
σε μια εσοχή του βάλτου της..εσχηματίζονταν..
μια μικρούλα λίμνη..γαληνεύοντας..
ακολούθαγε τη σκέψη της..μπροστά στα άνθη τα πλωτά..
τ' άνθια τα μεταξένια..
η σκέψη της εκύλαγε..σάμπως ακολουθώντας τα..
τα ήσυχα κυλούμενα νερά του..
αποτυπώματα απ' τα πόδια της του Έρωτα..
του έρωτα για τη δροσιά που ανέβαινε ''ενδοφλέβια''
για τους χυμούς που ανάδυε το χώμα το υγρό..
ρίγος θαρρείς..πα στις γυμνές πατούσες..
Άκουγε τα τραγούδια και τον άνεμο
που κουβαλούσαν την αγάπη ως τ' αυτιά της..
Αλαφροϊσκιωτη..με μεταξένια τα φτερά στους ώμους της..
λες Φθινοπωρινή νεράϊδα ίδια..
ήθελε να αποκοιμηθεί στις ρίζες των αγριόχορτων..
που φύτρωναν στις άκριες..
Να ονειρευτεί στον ύπνο της..πως δεν ήτανε γήινη..
μήτε του κόσμου τούτου..
Να την επάρει ένα σύννεφο..να την εταξιδέψει..
Μια πολιτεία άλλη να ιδεί..
μια αλλιώτικη ανθισμένη πολιτεία..
να 'χει γαληνεμένους τους ανθρώπους της..
να μην θυμίζει τη δική της μεθυσμένη πολιτεία..
που σαν δρομείς αγώνα άνισου..
οι περαστικοί..διαβαίνουν..προσπερνούνε..
ήθελε σαν το παραμύθι να 'ναι η ζωή..
χωρίς τους δράκους και τις μάγισσες..
μα μοναχά καλές και όμορφες νεράϊδες..
κουράζονταν το βλέμμα της..δεν ήθελε..
δεν έβλεπε τους άγριους ''ξυλοκόπους''..
που ρίχναν κάτω τα δεντριά..
που εφύτευε με κόπο..
Εκείνη ονειρεύονταν το δάσος το βαθύ..
κι εκείνοι εγυμνώναν το τοπίο της ψυχής της..
''στου ποταμιού την άκρια'' - Σοφία Θεοδοσιάδη.
.............................................................................................................
όλοι την αγαπούσανε της έλεγαν..
μα εκείνη κάθε σούρουπο..
καθότανε στην άκρια του ποταμιού
σε μια εσοχή του βάλτου της..εσχηματίζονταν..
μια μικρούλα λίμνη..γαληνεύοντας..
ακολούθαγε τη σκέψη της..μπροστά στα άνθη τα πλωτά..
τ' άνθια τα μεταξένια..
η σκέψη της εκύλαγε..σάμπως ακολουθώντας τα..
τα ήσυχα κυλούμενα νερά του..
αποτυπώματα απ' τα πόδια της του Έρωτα..
του έρωτα για τη δροσιά που ανέβαινε ''ενδοφλέβια''
για τους χυμούς που ανάδυε το χώμα το υγρό..
ρίγος θαρρείς..πα στις γυμνές πατούσες..
Άκουγε τα τραγούδια και τον άνεμο
που κουβαλούσαν την αγάπη ως τ' αυτιά της..
Αλαφροϊσκιωτη..με μεταξένια τα φτερά στους ώμους της..
λες Φθινοπωρινή νεράϊδα ίδια..
ήθελε να αποκοιμηθεί στις ρίζες των αγριόχορτων..
που φύτρωναν στις άκριες..
Να ονειρευτεί στον ύπνο της..πως δεν ήτανε γήινη..
μήτε του κόσμου τούτου..
Να την επάρει ένα σύννεφο..να την εταξιδέψει..
Μια πολιτεία άλλη να ιδεί..
μια αλλιώτικη ανθισμένη πολιτεία..
να 'χει γαληνεμένους τους ανθρώπους της..
να μην θυμίζει τη δική της μεθυσμένη πολιτεία..
που σαν δρομείς αγώνα άνισου..
οι περαστικοί..διαβαίνουν..προσπερνούνε..
ήθελε σαν το παραμύθι να 'ναι η ζωή..
χωρίς τους δράκους και τις μάγισσες..
μα μοναχά καλές και όμορφες νεράϊδες..
κουράζονταν το βλέμμα της..δεν ήθελε..
δεν έβλεπε τους άγριους ''ξυλοκόπους''..
που ρίχναν κάτω τα δεντριά..
που εφύτευε με κόπο..
Εκείνη ονειρεύονταν το δάσος το βαθύ..
κι εκείνοι εγυμνώναν το τοπίο της ψυχής της..
''στου ποταμιού την άκρια'' - Σοφία Θεοδοσιάδη.
.............................................................................................................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου