Τὰ δεκατέσσερα παιδιά (Νικηφόρος Βρεττάκος)
( Αφιερωμένο στον άγνωστο δάσκαλο που πολεμάει ..)
«...Ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ ἀγάπη...» μελωδοῦσε γιομίζοντας
τὸ γυμνό σου δωμάτιο μιὰ παράξενη ἅρπα
καθὼς σ᾿ ἔπαιρνε ὁ ὕπνος καὶ τὸ χέρι σου, κρύο,
σὰν κλωνὶ λεμονιᾶς σὲ νεκρό, ἀναπαύονταν
πάνω στὸ στῆθος σου. Κ᾿ ἔβλεπες
πὼς ἄνοιγε τάχα μιὰ πόρτα στὸν ὕπνο σου.
Πὼς μπαῖναν τὰ δεκατέσσερα παιδιὰ λυπημένα καὶ στεκόντουσαν γύρω σου.
Τὰ μάτια τους θύμιζανσταγόνες σὲ τζάμια: «Ἔλεος! Ἔλεος! Ἔλεος!...»
Τινάζοντας τὴ βροχὴ καὶ τὸ χιόνι ἀπὸ πάνω τους,
τὰ ζύγιαζες μὲ τὸ βλέμμα σου σὰ νἄθελες νὰ τοὺς κόψεις
τὴν εὐτυχία στὰ μέτρα τους, ἐνῷ ἡ ἅρπα συνέχιζεν
ἁπαλὰ μὲς στὸν ὕπνο σου: «Ὅ,τι θέλει κανεὶς
μπορεῖ νὰ φτιάξει μὲ τὴν ἀγάπη. Ἥλιους κι ἀστέρια,
ῥοδῶνες καὶ κλήματα...» Ἀλλὰ ἐσὺ προτιμοῦσες
μποτίτσες φοδραρισμένες μὲ μάλλινο,
πουκάμισα κλειστὰ στὸ λαιμό-
γιατὶ φυσάει πολὺ στὸ Καλέντζι!
Ἔβλεπες πὼς ῥάβεις μὲ τὰ δυό σου χέρια,
ἔβλεπες πὼς ζυμώνεις μὲ τὰ δυό σου χέρια
κι ὀνειρευόσουν πὼς μπαίνεις στὴν τάξη
μὲ δεκατέσσερες φορεσιές,
μὲ δεκατέσσερα χριστόψωμα στὴν ἀγκαλιά σου.
Ἀλλὰ ξύπναγες τὸ πρωῒ κι ἄκουγες ποὺ ἔβρεχε.
Σὲ δίπλωνε σὰ μιὰ λύπη τ᾿ ἀδιάβροχό σου
κι ὁ δρόμος γιὰ τὸ σχολειὸ γινόταν πιὸ δύσκολος.
Βάδιζες κ᾿ εἶχες σκυμμένο τὸ πρόσωπο
σὰ νἆταν κάποιος ἀπάνω σου καὶ νὰ σ᾿ ἔκρινε
γιὰ τ᾿ ἄδεια σου χέρια. Σὰ νἄφταιγες μάλιστα,
σ᾿ ὅλη τὴ διαδρομὴ σὲ μπάτσιζε τὸ χιονόνερο.
Ἔμπαινες στὸ σχολειὸ κ᾿ ὅπως τ᾿ ἀντίκριζες
μοιραζόταν σὲ δεκατέσσερα χαμόγελα τὸ πρόσωπό σου.
Θυμόσουν πὼς ἡ ἀγκάλη σου ἦταν μισὴ
κι ἀνεβαίνοντας πάνω στὴν ἕδρα σου
ἄνοιγες τὴ λύπη σου καὶ τὰ σκέπαζες
ὅπως ὁ οὐρανὸς σκεπάζει τὴ γῆ.
Ὥρα 8 καὶ 20´ ἀκριβῶς.
Τὸ μάθημα ἀρχίζει κανονικά.
Ἐσὺ πάνω ἀπ᾿ τὴν ἕδρα κι ἀπ᾿ ἀντίκρυ σου ὁ Χριστός,
ἁπαλὸς καὶ γλυκὺς μὲς στὸ κάδρο του,
δίνετε τὰ χέρια πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους
νὰ τοὺς κάμετε μιὰ στέγη ἀπὸ ζεστασιὰ
γιατὶ σᾶς ἤρθανε καὶ σήμερα μουσκεμένα
κ᾿ ἡ λύπη περπατάει μὲς στὰ μάτια τους
ὅπως ὁ σπουργίτης πάνω στὸ φράχτη.
Τὸ καλαμπόκι δὲν ψώμωσε τὸ περσινὸ καλοκαίρι
κι ἀκοῦς τὸ ψωμάκι ποὺ κλαίει μὲς στὶς μπόλιες τους.
Ὥρα 10 καὶ 20´. Τὸ μάθημα συνεχίζεται.
Οἱ σπουργίτες σου χτυποῦν τὰ φτερά τους.
Τὸ μολύβι πεθαίνει ἀνάμεσα στὰ κοκκαλιασμένα τους δάχτυλα.
Ἡ καρδιά σου εἶναι τώρα μιὰ στάμνα σπασμένη.
Τὰ λόγια σου βγαίνουν ἀργὰ σὰ μιὰ βρύση ποὺ στέρεψε:
«Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος... Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος... Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος...».
Τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Τὰ μέτρησες δέκα φορές.
Τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Μετρᾶς τὸ ἕνα χέρι σου
-τ᾿ ἄλλο σου βρίσκεται τυλιγμένο σὲ συννεφιά-
τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Σηκώνεις τὸ πρόσωπο,
κοιτάζεις τὴ στέγη, κάνεις πὼς σκέφτεσαι
σκύβεις πάλι στὴν ἕδρα, ξεφυλλίζεις τὸν Αἴσωπο,
κατεβαίνεις καὶ γράφεις στὸ μαυροπίνακα,
κοιτάζεις τὸν οὐρανὸ ἀπ᾿ τὸ παράθυρο,
γυρίζεις τὸ κεφάλι σου ἀλλοῦ,
δὲ μπορεῖς ἄλλο παρὰ νὰ κλάψεις.
Παίρνεις τὸ μαθητολόγιο στὰ χέρια σου,
κάτι ψάχνεις νὰ βρεῖς, τὸ σηκώνεις διαβάζοντας
καὶ σκεπάζεις τὸ πρόσωπό σου.
Τὰ σύννεφα ἔχουν μπεῖ μὲς στὴν τάξη.
Ἀντίκρυ σου κι ὁ Χριστὸς παραδέρνει σ᾿ ἀμηχανία.
Θαρρεῖς καὶ σηκώνει στ᾿ ἀλήθεια τὰ χέρια του
ἑνωμένα στὸ φῶς ποὺ πέφτει ἀπὸ πάνω του.
Νιώθει στενόχωρα ὅπως τὰ μεσάνυχτα στὴ Γεθσημανῆ
καὶ δὲν εἶμαι ἐκεῖ νὰ σοῦ χτυπήσω τὸν ὦμο
καὶ δὲν εἶμαι ἐκεῖ νὰ σοῦ εἰπῶ: Δός του θάρρος,
βοήθησέ τον νὰ βγεῖ ἀπ᾿ τὴ δύσκολη θέση,
κατέβαινε, διάσχισε τὴν αἴθουσα γρήγορα,
μὴν τὸν ἀφήνεις ἐκτεθειμένο στὰ βλέμματα τῶν παιδιῶν,
δός του ἕνα βιβλίο νὰ κάνει πὼς συλλαβίζει,
δός του ἕνα βιβλίο νὰ κρύψει τὰ μάτια του.
Πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, «Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1952-1956» [1957]
..............................................................................................................................