28 Ιανουαρίου 2018

Ƹ̵̡Ӝ̵̨̄Ʒღ κρυμμένο γράμμα 10 ღƸ̵̡Ӝ̵̨̄Ʒ




Κυρά με τα όμορφα μάτια δες με σου γελώ 
κυρά της ψυχής μου με το τραγούδι στο όνειρο 
σε χόρεψα εψές τη  νύχτα μέχρι 
που πόνεσαν τα πόδια της ψυχής..
Κυρά της πένας και του λόγου μου
 καράβια σκαρώνω σε ποίημα 
ένα ταξίδι να σε πάω μακρινό..
ίσαμε της ψυχής μου το νησί.

  αποστολέας- 28/1/2018    8.55π.μ
προς εμένα..
............................................................................................................

κι εγώ ζεστά σου απαντω:

«Κυρα-Ψυχή, είπε ο Θεός, μη φεύγεις, μείνε. — 
Τι με θέλεις, Κύριε; — Θέλω, κυρα-Ψυχή, να γδυθείς. — 
Κύριε, πώς μου ζητάς ένα τέτοιο πράγμα; Ντρέπουμαι. — 
Κυρα-Ψυχή, τίποτα δεν πρέπει νά 'ναι ανάμεσά μας να μας χωρίζει· 
μήτε ένα αλαφρότατο πέπλο· πρέπει λοιπόν, κυρά μου, να γδυθείς. — 
Νά με, Κύριε, γδύθηκα· πάρε ... 

Αναφορά στο Γκρέκο- Καζαντζάκης.
.................................................................................................................................



26 Ιανουαρίου 2018

''της χρυσόσκονης και της απελπισίας''.....Σοφία Θεοδοσιάδη..



..ασφυχτιούσε..επνίγονταν..
στενός..ο ''φορεμένος'' του κορσές 
του άοσμου Εγώ του...
επευφημίες και χρυσόσκονη ιντερνετική..
μέρα τη μέρα αποχρωμάτιζαν...
τη σκόνη που ονειρεύονταν..
τη λαμπερή χρυσόσκονη..
μαύρο του άνθρακα την έβαφε καθημερνά..
γυρολογώντας..ζητιανεύοντας..
επιβεβαίωση ασθαίμνοντας..
διαπλεκόμενος ..ιντριγκάροντας..
τη ''μισοευτυχισμένη'' του ζωή..
ολάκερη στο τέλος πια του βίου του.
με ψεύτικες εικόνες πεθυμώντας
να τον ντύσει...
Εφρεσκομακιγιάριζε το πρόσωπο...
καλοσιδέρωνε το ψεύτικο χαμόγελο..
μα οϊμέ τον κακορίζικο!!! 
όχι κι εκείνο της ψυχής του..
φτιασίδωνε την ελαφρότητα της ευτυχίας του..
ποστάριζε 
και την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι..
έψαχνε τη γωνία την καλή..να φωτογραφηθεί..
να μοιάζει όμορφος στους φίλους του
τους ''καρδιακούς'' που με τα βέλη τους 
ετρύπαγαν την ραγισμένη πανοπλία του..
της ανασφάλειας του φόβου του ερήμην του..
την γέμιζαν πληγές...
και σεργιανούσε τα απόβραδα..
ετρύπωνε στις ξένες τις φωλιές...
ξεπουπουλιάζοντας..ως το δέρμα του..
φτερά ζητούσε την αυγή..
Ίκαρος σε πελάγη με τα κέρινα..
 αναλιωμένα τα φτερά του να πετάξει...
ο οίκτος ..οίκτος άγριο..αποτρόπαιο
συναίσθημα..αποσκευής..αυτολύπησης..
κατέτρωγε ολημερίς..κι ολονυχτίς τα σωθικά του..

''της χρυσόσκονης και της απελπισίας''- Σοφία Θεοδοσιάδη...
░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░

Υ.Γ ΑΣΦΑΛΩς..τα λόγια μου δεν απευθύνονται στους υπέροχους..
 φίλους που εγνώρισα εδώ μέσα...αυτούς που επικοινωνώντας
 ανταλλάσσουμε απόψεις..βάζουμε τον πήχυ πιο ψηλά...

Για κείνους μιλώ..τους λιγοστούς..τους περαστικούς..
που μοιάζουν με τη ''σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού''..
τους ''χρυσοσκονισμένους ιντερνετικούς''..τους καιροσκόπους..
τους αναζητητές..που εν ονόματι της ''επικοινωνίας'' ψάχνουνε..
τις σκοτεινές ορέξεις του να τις χορτάσουνε..
μέσα της νύχτας τους..τα σκοτεινά λημέρια..
Κι αλίμονο αν τους πάρεις το γλειφιτζούρι απ' τα χέρια τους..
γίνονται ύαινες..να σου ξεσκίσουνε τις σάρκες..

η φίλη σας Σοφία Θεοδοσιάδη.
............................................................................................................

Ευχαριστώ!!! γιατί είναι μαγικό...
να αγαπάς στα μάτια μου τα μεγάλα τα ταξίδια...
Σοφία....................

...........................................................................................................

25 Ιανουαρίου 2018

''Τὸ ἀμίαντο χέρι''......Νικηφόρος Βρεττάκος.


Ι. Τὸ ἀμίαντο χέρι
Στὴν Καλλιόπη Ἀποστολίδη _ Βρεττάκου

Ἔφυγες μὲ μισὸ χέρι γιὰ τὸν ἀγρὸ του Βοὸζ

νὰ μᾶς στείλεις ἕνα ψωμὶ καλοζυμωμένο,
ζεστό, σὰν τὴν ἀγάπη τῆς μάνας
ποὺ προσπαθεῖ νὰ ζεστάνει τοῦ βρέφους της
τὰ χεράκια μὲ τὴν ἀνάσα της,
μὲ πολὺν ἥλιο πάνω στὴ φλούδα,
μὲ πολλὰ δάκρυα μέσα στὴν ψίχα του.
Μὲς στὸ καράβι ποὺ ἄρχισε νὰ βουλιάζει
σὲ περιμένουμε καὶ οἱ τρεῖς:
Νὰ μᾶς φέρεις πίσω τὸ χέρι σου.
Τὸ χέρι ποὺ σφύριζε σὰν μαστίγιο στὸν ἄνεμο,
ἀπειλώντας τὴ μοῖρα, πλένοντας τὶς αὐλές,
ἀθροίζοντας σὲ ἀριθμοὺς τὰ δέματα καὶ τοὺς τόνους
ποὺ φέρνανε τὰ καράβια.
Τὸ χέρι σου ποὺ ἔπιανε τὸ μαστὸ σου ὅταν θήλαζες
πλαγιασμένο στὸ στῆθος σου ἕνα τριαντάφυλλο·
τὸ χέρι σου ποὺ ἔκοβε ὑφάσματα λύπης
καὶ μπάλωνε μὲ κλωστὲς ἀπὸ φῶς
τῶν παιδιῶν μας τὰ ροῦχα.
Τὸ χέρι σου,
ποὺ ἀγρύπναγε στὶς προφυλακὲς κι ἀντιστέκονταν
σὰν ἕνας ὁλόκληρος ἱερὸς λόχος.
Τόσο ἀμίαντο κι ἱερό, δὲν ξέρω ποῦ νὰ τὸ βάλω,
ποῦ νὰ ᾽βρω μέρος καθαρὸ _ μιὰ θήκη θαλασσιὰ
κομμένη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἢ ἀπ’ τῆς Παναγίας τὸ ἱμάτιο.
Στεφανωμένο μὲ πορτοκαλάνθια,
τὸ νιώθω κρεμασμένο μέσα μου
σὰν τὸν Ἰησοῦ στὸ σταυρὸ
πάνω στὴν Ἅγια Τράπεζα
στὸ ἐξωκκλήσι τοῦ Ἅι _ Γιώργη μας.

Από το «Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1952-1956» [1957]
Πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, η εκλογή μου [Ποιήματα 1933-1991] (εκδόσεις Ποταμός, 2008)
..............................................................................................................................

Η Νωεμίν φθάνοντας στη Βηθλεέμ είπε στη Ρουθ να πορευθεί στους αγρούς ενός ευλαβούς ανθρώπου ονόματι Βοόζ και να σταχυολογήσει, δηλαδή να μαζέψει τα περισσευούμενα στάχυα του αγρού αυτά που δεν μαζεύονταν από τους εργάτες. Αυτό το επέτρεπε ο Μωσαϊκός νόμος..... 
.................................................................................................

24 Ιανουαρίου 2018

''στης παγωνιάς'' - Σοφία Θεοδοσιάδη.



Χειμώνας παγερός θαρρώ..
λυσσομανούσε ο αγέρας..
λυγμός στο ανάδεμα..μπρος στα παραθυρόφυλλα..
είχε σκεπάσει η παγωνιά..στέγες μπαλκόνια..γειτονιές
κι εγώ φορώντας το..το γιακαδάκι 
που μου χάρισε..το γέλιο σου..
και στο μπαλκόνι της δικής μου της ψυχής..στέκονταν..
έρχεται ντύνει το όνειρό μου το γυμνό τα πρωινά..
ένα πουλάκι από τα ξένα....
ξύπνα μου λέει μυριόχαρη..σου τραγουδεί η λαλιά μου..
το παραθύρι σου άνοιξε..να μπω..και να τρυπώσω..
τα ψίχουλα τσ' αγάπης σου..γυρεύω να γευτώ...
μη μ' αρνηθείς..σπαλχνίσου με..για θα χαθώ στα ξένα..
αποδημητικός λαθρεπιβάτης στα συρματοπλέγματα..
στου ταξιδιού του γυρισμού μου αποσκευή..
στης θύμησης της χούφτας μου πολύτιμο..
χώμα απ' την πατρίδα της δικής σου της ψυχής..
συλλέκτης..του ελάχιστου..τρανού..μου σιγοκελαηδάς..
της λησμονιάς να το σκεπάζει το..το άγονο παρτέρι..
κρυφοκοιτάζω  τη ζωή απ' τις γρίλλιες μου..
την νίκη μου..στην ήττα της προτάσσω..

'' στης παγωνιάς'' - Σοφία Θεοδοσιάδη
░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ 


............................................................................................................

22 Ιανουαρίου 2018

''αόρατη αίσθηση''......Σοφίας Θεοδοσιάδη



Και περπατώντας μοναχή στα άγνωρα ..
τα μονοπάτια μου της ανακάλυψης..
ρωτώντας με ειλικρινά..τι σ' έφερνε κοντά μου..
καθημερινά ανακάλυπτα..όλο και περισσότερο
 ήμουν εγώ αυτή που έρχομουν..
Ήταν εκείνη η αόρατη αίσθηση της πεθυμιάς
που φύτευες μες στους θαλάμους του μυαλού μου..
καθώς η υπόσχεση της παρουσίας σου 
ήτανε μια τεράστια..απέραντη ..
ολοστρόγγυλη..ζεστή αγκαλιά του νου..
Ήταν η παρουσία της ψυχής.. 
που ατσιγγούνευτα..ποθούσε μια κατάθεση να κάνει..
Είχε γραφτεί ξανά  στη λίστα σου η λέξη έρωτας..
απ' την αρχή είχε χαραχθεί η λέξη και αγάπη..
εζωγραφίστηκε μες στα κιτάπια σου..
η ακριβή..η πολύτιμη..η σελίδα σου
 εκείνη της ''συνύπαρξης''..το μαγικό ''μαζί''..

''αόρατη αίσθηση'' - Σοφία Θεοδοσιάδη.
..................................................................................................

αχ !!! πεταλουδα της φωτιάς....................
δος μου την αχυρένια μου τη μπάλα......................

..................................................................................................

20 Ιανουαρίου 2018

Τὰ δεκατέσσερα παιδιά (Νικηφόρος Βρεττάκος)

Τὰ δεκατέσσερα παιδιά (Νικηφόρος Βρεττάκος)

( Αφιερωμένο στον άγνωστο δάσκαλο που πολεμάει ..)

«...Ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ ἀγάπη...» μελωδοῦσε γιομίζοντας
τὸ γυμνό σου δωμάτιο μιὰ παράξενη ἅρπα
καθὼς σ᾿ ἔπαιρνε ὁ ὕπνος καὶ τὸ χέρι σου, κρύο,
σὰν κλωνὶ λεμονιᾶς σὲ νεκρό, ἀναπαύονταν
πάνω στὸ στῆθος σου. Κ᾿ ἔβλεπες
πὼς ἄνοιγε τάχα μιὰ πόρτα στὸν ὕπνο σου.
Πὼς μπαῖναν τὰ δεκατέσσερα παιδιὰ λυπημένα καὶ στεκόντουσαν γύρω σου.
Τὰ μάτια τους θύμιζανσταγόνες σὲ τζάμια: «Ἔλεος! Ἔλεος! Ἔλεος!...»
Τινάζοντας τὴ βροχὴ καὶ τὸ χιόνι ἀπὸ πάνω τους,
τὰ ζύγιαζες μὲ τὸ βλέμμα σου σὰ νἄθελες νὰ τοὺς κόψεις
τὴν εὐτυχία στὰ μέτρα τους, ἐνῷ ἡ ἅρπα συνέχιζεν
ἁπαλὰ μὲς στὸν ὕπνο σου: «Ὅ,τι θέλει κανεὶς
μπορεῖ νὰ φτιάξει μὲ τὴν ἀγάπη. Ἥλιους κι ἀστέρια,
ῥοδῶνες καὶ κλήματα...» 
Ἀλλὰ ἐσὺ προτιμοῦσες
μποτίτσες φοδραρισμένες μὲ μάλλινο,
πουκάμισα κλειστὰ στὸ λαιμό-
γιατὶ φυσάει πολὺ στὸ Καλέντζι!
Ἔβλεπες πὼς ῥάβεις μὲ τὰ δυό σου χέρια,
ἔβλεπες πὼς ζυμώνεις μὲ τὰ δυό σου χέρια
κι ὀνειρευόσουν πὼς μπαίνεις στὴν τάξη
μὲ δεκατέσσερες φορεσιές,
μὲ δεκατέσσερα χριστόψωμα στὴν ἀγκαλιά σου.
Ἀλλὰ ξύπναγες τὸ πρωῒ κι ἄκουγες ποὺ ἔβρεχε.
Σὲ δίπλωνε σὰ μιὰ λύπη τ᾿ ἀδιάβροχό σου
κι ὁ δρόμος γιὰ τὸ σχολειὸ γινόταν πιὸ δύσκολος.
Βάδιζες κ᾿ εἶχες σκυμμένο τὸ πρόσωπο
σὰ νἆταν κάποιος ἀπάνω σου καὶ νὰ σ᾿ ἔκρινε
γιὰ τ᾿ ἄδεια σου χέρια. Σὰ νἄφταιγες μάλιστα,
σ᾿ ὅλη τὴ διαδρομὴ σὲ μπάτσιζε τὸ χιονόνερο.
Ἔμπαινες στὸ σχολειὸ κ᾿ ὅπως τ᾿ ἀντίκριζες
μοιραζόταν σὲ δεκατέσσερα χαμόγελα τὸ πρόσωπό σου.
Θυμόσουν πὼς ἡ ἀγκάλη σου ἦταν μισὴ
κι ἀνεβαίνοντας πάνω στὴν ἕδρα σου
ἄνοιγες τὴ λύπη σου καὶ τὰ σκέπαζες
ὅπως ὁ οὐρανὸς σκεπάζει τὴ γῆ.
Ὥρα 8 καὶ 20´ ἀκριβῶς.
Τὸ μάθημα ἀρχίζει κανονικά.
Ἐσὺ πάνω ἀπ᾿ τὴν ἕδρα κι ἀπ᾿ ἀντίκρυ σου ὁ Χριστός,
ἁπαλὸς καὶ γλυκὺς μὲς στὸ κάδρο του,
δίνετε τὰ χέρια πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους
νὰ τοὺς κάμετε μιὰ στέγη ἀπὸ ζεστασιὰ
γιατὶ σᾶς ἤρθανε καὶ σήμερα μουσκεμένα
κ᾿ ἡ λύπη περπατάει μὲς στὰ μάτια τους
ὅπως ὁ σπουργίτης πάνω στὸ φράχτη.
Τὸ καλαμπόκι δὲν ψώμωσε τὸ περσινὸ καλοκαίρι
κι ἀκοῦς τὸ ψωμάκι ποὺ κλαίει μὲς στὶς μπόλιες τους.
Ὥρα 10 καὶ 20´. Τὸ μάθημα συνεχίζεται.
Οἱ σπουργίτες σου χτυποῦν τὰ φτερά τους.
Τὸ μολύβι πεθαίνει ἀνάμεσα στὰ κοκκαλιασμένα τους δάχτυλα.
Ἡ καρδιά σου εἶναι τώρα μιὰ στάμνα σπασμένη.
Τὰ λόγια σου βγαίνουν ἀργὰ σὰ μιὰ βρύση ποὺ στέρεψε:
«Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος... Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος... Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος...».
Τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Τὰ μέτρησες δέκα φορές.
Τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Μετρᾶς τὸ ἕνα χέρι σου
-τ᾿ ἄλλο σου βρίσκεται τυλιγμένο σὲ συννεφιά-
τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Σηκώνεις τὸ πρόσωπο,
κοιτάζεις τὴ στέγη, κάνεις πὼς σκέφτεσαι
σκύβεις πάλι στὴν ἕδρα, ξεφυλλίζεις τὸν Αἴσωπο,
κατεβαίνεις καὶ γράφεις στὸ μαυροπίνακα,
κοιτάζεις τὸν οὐρανὸ ἀπ᾿ τὸ παράθυρο,
γυρίζεις τὸ κεφάλι σου ἀλλοῦ,
δὲ μπορεῖς ἄλλο παρὰ νὰ κλάψεις.
Παίρνεις τὸ μαθητολόγιο στὰ χέρια σου,
κάτι ψάχνεις νὰ βρεῖς, τὸ σηκώνεις διαβάζοντας
καὶ σκεπάζεις τὸ πρόσωπό σου.
Τὰ σύννεφα ἔχουν μπεῖ μὲς στὴν τάξη.
Ἀντίκρυ σου κι ὁ Χριστὸς παραδέρνει σ᾿ ἀμηχανία.
Θαρρεῖς καὶ σηκώνει στ᾿ ἀλήθεια τὰ χέρια του
ἑνωμένα στὸ φῶς ποὺ πέφτει ἀπὸ πάνω του.
Νιώθει στενόχωρα ὅπως τὰ μεσάνυχτα στὴ Γεθσημανῆ
καὶ δὲν εἶμαι ἐκεῖ νὰ σοῦ χτυπήσω τὸν ὦμο
καὶ δὲν εἶμαι ἐκεῖ νὰ σοῦ εἰπῶ: Δός του θάρρος,
βοήθησέ τον νὰ βγεῖ ἀπ᾿ τὴ δύσκολη θέση,
κατέβαινε, διάσχισε τὴν αἴθουσα γρήγορα,
μὴν τὸν ἀφήνεις ἐκτεθειμένο στὰ βλέμματα τῶν παιδιῶν,
δός του ἕνα βιβλίο νὰ κάνει πὼς συλλαβίζει,
δός του ἕνα βιβλίο νὰ κρύψει τὰ μάτια του.

Πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος,  «Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1952-1956» [1957]
..............................................................................................................................

''Ευχαριστώ μανούλα μου''..






Κι αν έφυγες..περάσανε 
σαράντα κιόλας μέρες..
η κουβερτούλα της ψυχής σου της μεγάλης
που με ζέστανε..είναι ακόμα φυλαγμένη..
θα τη φορώ..θα τη σκεπάζομαι χοντρό παλτό..
στους παγωμένους δρόμους της ζωής...
δεν ξέρω αλήθεια..ένα κερί αν είναι αρκετό..
τη μνήμη σου να φέρει στων ματιών μου..
 μα είναι αρκετή θαρρώ η φλογίτσα του ..
κάθε που η θύμησή σου θα το ανάβει...
Ευχαριστώ μανούλα μου..

Σοφία Θεοδοσιάδη
░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ 

''αφιερωμένο'''

σε σένα μάνα μου!!!
το ξέρω πως η ψυχή σου 
μας αφουγκράζεται ακόμα από ψηλά...

............................................................................................................