4 Δεκεμβρίου 2018

''αλλού τα κακαρίσματα..κι αλλού γεννάν οι κότες''......

Στις γειτονιές περιδιαβαίνοντας κυρ- Νικολή..
ες τες μεγάλες κοτετσιών της Αποικίας..
τρανό κοτέτσι αντίκρυσα στης Άγνωσης μεριά..
με τρέλλαναν από νωρίς..πρωί - πρωί..
κότες και πετεινάρια..
στο νου μου ήλθε άθελα και στάθηκε θαρρείς..
μια παροιμία του λαού..που λεν' πως είν' σοφή..
''αλλού τα κακαρίσματα..κι αλλού γεννάν οι κότες''..
Εγέννησαν που λες.. κλωσσόπουλα σωρό..
κλώσσες και κόκοροι και πετεινοί..
εσκίσαν με λειρίσματα..με κακαρίσματα  σωρό
εκείνα τα καλάμια τους..έξω απ' το τσαρδί τους..
ήτανε και μια κότα στρομπουλή..
καθότανε και λιάζονταν..στην ''κακαροπανήγυρι''
σε κείνο το μεγάλο το παζάρι...
ποτέ της δεν αγόραζε..σάμαλι και ''μαλλί γριας''
έτρωγε τα σποράκια της σε μια γωνιά..
κανείς δεν τη λογάριαζε..θαρρούσαν..
αχ! τι θαρρούσαν να 'ξερες..οι άμοιρες οι κότες..
Θαρρούσανε κυρ- Νικολή..πως ήτανε χαζούλα..
στον κόκκορα καθώς αρνιότανε ..αυτή να του ''καθίσει''.. 
Στέρφα θα μείνεις ..άτεκνη..της λέγανε 
οι παρδαλές οι κότες..
κι εκείνη εκακάριζε δειλά..είχε θαρρείς μια λύπηση..
μια θλίψη στα φτερά της..
εγνώριζε από καιρό..πως ο ''άρχοντας'' του κοτετσιού..
το κουφιοκέφαλο ωσάν παγώνι αφεντικό της..
ενός κοκκόρου είχε γνώση μοναχά..καμμιά δεν αγαπούσε..
εσκέφτηκα και προς στιγμήν το έρεβος..
στις γέννες που εγένναε..το ανόητο κοκκόρι..
δάκρυα θαρρώ αντίκρυσα στα μάτια τα υγρά..
της στρομπουλής της κότας..
έψαχνε..χρόνια έψαχνε..να βρει ένα πετεινάρι..
μαζί να τρώνε σπόρους στην αυλή..
να πάψει πια να γεύεται..των αυλοκόλακων κακαριστών..
και το δικό του αποφάϊ..........

''αλλού τα κακαρίσματα..κι αλλού γεννάν οι κότες'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη..
.............................................................................................................

3 Δεκεμβρίου 2018

Η ΛΙΜΝΗ - Αλφόνς ντε Λαμαρτίν

Πάντα λοιπόν θα τρέχωμε προς άγνωστο ακρογιάλι,
θα καταποντιζώμεθα στου τάφου τη νυχτιά,
χωρίς ποτ’ εν’ απάνεμο μες στην ανεμοζάλη,
ουτ’ ένα καταφύγιο στη βαρυχειμωνιά!

Κύτταξε, λίμνη, κύτταξε! Δεν έκλεισ ένας χρόνος 
πόπαιζε με το κύμα σου χαρούμενη, τρελλή, 
και τώρα, τώρα ο δύστυχος, κάθομαι, λίμνη, μόνος 
στην πέτρα εδ’ οπού πάντοτε μας έβλεπες μαζί.

Καθώς και τώρα εμούγκριζες και τότε αγριεμένη
κ’ εξέσχιζες τα στήθη σου στου βράχου τα πλευρά, 
ανήσυχη επαράδερνες στην άκρη θυμωμένη 
κ’ εράντιζες τα πόδια της με τον αφρό συχνά.

Θυμάσαι, λίμνη, μόνοι μας μια νύχτα εγώ κ’ εκείνη 
ελάμνανε άφωνοι οι φτωχοί στα κρύα σου τα νερά, 
τ’ αγέρι δεν ανάσαινε, είχες και συ γαλήνη, 
στον ύπνο σου, δεν άκουες παρά τα δυό κουπιά.

Με μιας τραγούδι ουράνιο, πρωτάκουστο, δροσάτο 
το γέρο τον αντίλαλο τριγύρω μας ξυπνά.
Έμειν’ ευθύς παράλυτο το κύμα σου το αφράτο, 
και τέτοια λόγια ακούστηκαν, θυμάμαι, αρμονικά;

«Δίπλωσε, Χρόνε, δίπλωσε τ’ ακούραστα φτερά σου, 
ώρες γλυκές, μην τρέχετε, σταθήτε μια στιγμή, 
και συ μη φεύγεις, νύχτα μου, με την αστροφεγγιά σου, 
τώρα που ζευγαρώσαμε ειν’ όμορφη η ζωή.

Του κόσμου αυτού τα βάσανα, την ερημιά, τη φτώχεια, 
θέλουν να φύγουν άμετροι• γι’ αυτούς γοργά-γοργά, 
χρόνε μου, πέτα κι’ άφησε στου έρωτα τα βρόχια 
τα δυό μας να χορτάσωμε τόσο γλυκεία σκλαβιά.

Του κάκου. Οι ώρες φεύγουνε. Κανείς δε με προσμένει… 
Κανείς δε μ’ ακουρμαίνεται… Η νύχτα είναι σκληρή… 
Αχνίζουν τ’ άστρα, χάνονται… Κρυφά κρυφά προβαίνει, 
τ’ άσπλαχνο γλυκοχάραμα… Λυπήσου μας, αυγή…

Του κάκου. Όλα ξεγέλασμα είν’ όνειρα και πλάνη, 
ζωή μας είν’ η αγάπη μας, και μοναχή χαρά, 
ας μη ζητούμε ανύπαρκτο στον κόσμο άλλο λιμάνι, 
του χρόνου η άγρια θάλασσα δεν έχει ακρογιαλιά.

Χρόνε ζηλιάρη, δύστροπε! Πε μου, γιατί να σβηώνται, 
σαν αστραπή να φεύγουνε οι ώρες της χαράς, 
καθώς περνούν και φεύγουνε χωρίς να λησμονιώνται 
κ’ οι μαύρες, κ’ οι ολόπικρες στιγμές της συμφοράς;

Απ’ τη βαθειά την άβυσσον, όπου μας καταπίνει, 
απ’ την αιωνιότητα, όπου μας πλημμυρεί, 
τίποτε, Χρόνε, τίποτε στο φως δεν αναδίνει, 
δεν ξεφυτρώνει τίποτε… όλα τα τρως εσύ.

Λοιπόν, απ’ όσα εχάρηκα, δε θ’ απομείνη τρίμμα, 
δεν θα ν’ αφήσω τίποτε σ’ αυτήν τη μαύρη γη! 
Απ’ το γοργό μας πέρασμα δεν είναι τάχα κρίμα 
να μη σωθή ένα πάτημα, ω Χρόνε αδικητή;..»

Ω λίμνη, ω βράχοι μου άφωνοι, ω σεις σπηλιές και δάση, 
που βλέπετε τον πόνο μου, μια χάρη σας ζητώ•
Εσείς, όπου δε σκιάζεσθέ κανείς να σας χαλάση, 
ποτέ μη μας ξεχάσετε, στο μνήμ’ αν πάω κι’ εγώ.

Κι’ όταν σε δέρνη ο σίφουνας, κι όταν βαθειά κοιμάσαι, 
ω λίμνη μου αφροστέφανη, να μη μας λησμονής, 
εσ’ είδες την αγάπη μας, και μόνη εσύ θυμάσαι 
πως άναφταν τα στήθη μας και θα μας συμπονής.

Θέλω τα πεύκα, τα έλατα, οι βράχοι, η ρεματιά σου, 
τ’ αφρού σου το μουρμούρισμα, τ’ αντίλαλου η φωνή,
τα δροσερά σου σύγνεφα, τ’ αγέρι, η καταχνιά σου, 
η βρύση, ο καλαμιώνας σου, το χόρτο, το πουλί,

Τ’ άστρο το ασημομέτωπο, η μυρωδιά που χύνει 
το γαλανό το κύμα σου, ω λίμνη μου γλυκεία, 
ό,τι στην πλάση έχει αίσθηση, πνοή, νοημοσύνη, 
όλα να λένε: «Αγάπησαν τα μαύρα φλογερά!»

Μετάφραση : Αριστοτέλης Βαλαωρίτης.. 
Πηγή: Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία..
...........................................................................................................
Ένα από τα αριστουργήματα του Γαλλικού ρομαντισμού..
που διαπραγματεύεται με εμβάθυνση και φιλοσοφικό τρόπο
 το παροδικόν της επίγειας ευτυχίας..το ποίημα τούτο.
 η «Λίμνη» είναι ένα από τα κεντρικά ποιήματα της συλλογής  
Ποιητικοί στοχασμοί
 (Méditations poétiques, 1820)...
άνθιση και φθορά..απογοήτευση και ελπίδα..
 η φίλη σας Σοφία..
.............................................................................................................

2 Δεκεμβρίου 2018

Καλώς τον ''καλαντάρη'' μας το μήνα το Δεκέμβρη...



φωτο : από το διαδίκτυο

Καθώς ο μήνας έφτασε..του χρόνου ο τελευταίος..

στην απεραντοσύνη του ορίζοντα..στο γκρίζο του βουνού..
σκέψεις γλυκές με συναντούν..περιδιαβαίνοντας..
καθώς το χιόνι εβάλθηκε να διαπερνά..
βαθύτερα απ' το σώμα μου..να φτάσει στην ψυχή μου..
λευκή να μου φορέσει τη ''στολή'' ..
της πεμπτουσίας μου την εξομολόγηση..να φτάσω..ν' ασπαστώ..
στολίσαμε τα δέντρα μας..του δάσους τα κομμένα..
φορέσαμε και φορεσιά στο νου και στην ψυχή μας..
κρεμάσαμε μπαλίτσες πλουμιστές..βάλαμε και φωτάκια..
για να φωτίσουνε τα εντός..μήπως και φωτιστούμε..
είν' παλαιόθεν η φωλιά μας σκοτεινή..
από της Γένεσης τους χρόνους..
χωρίς λαμπιόνια επιθυμητά..χωρίς της προσμονής το αστεράκι..
εκεί ψηλά θα το εστήσουμε..επιθυμία διακαής ..
από ψηλά να μας κοιτά..το δρόμο μη και χάσουμε..
στης ευσπλαχνίας τα μέρη...
Να ξαναγίνουμε παιδιά..τα κάλαντα να πούμε..
είν' καλαντάρης ο Δεκέμβρης μας..τούτος ο τελευταίος..
να κοκκινίσει η μύτη μας..
στη χόβολη να πιούμε τον καφέ μας..
όσοι πιστοί προσκυνητές της αναζήτησης..
του κάλλους και της ομορφιάς..
του γαληνέματος ψυχής..προσέλθετε..πιστοί μου θιασώτες..
βουτήξτε μες στην κολυμβήθρα του λευκού..
ν' αγγίξουν οι νιφάδες του χιονιού..ελπίδα μας μοναδική..
το άσπρο..το κομμάτι το μικρό..
εκείνο της ψυχής μας..

 <<Καλώς τον ''καλαντάρη'' μας το μήνα το Δεκέμβρη>>

Η φίλη σας Σοφία  Θεοδοσιάδη.
..............................................................................................................

30 Νοεμβρίου 2018

''κρατούσανε και πρόσφορο''........


Και τώρα που τα χρόνια επεράσανε..
στου λυκαυγούς το τρυφερό ψηλάφισμα..
ξεμάκραινε ολοένα μακρινά..το απρόσμενο φευγιό σου..
έλα σιμά μου κάθησε..
στο θρόϊσμα του ίσκιου σου..για να σε αναστήσω..
και τώρα που οι πλεζέρες κατεβήκανε από την κεφαλή μας..άκουσον..άκουσον με προσοχή..
και μάθε τα μαντάτα..
τώρα που τα τσαντόρ τους τα μεταξωτά..
ξεσκέπασαν για τα καλά..
το νου και της ψυχής τα μυστικά τους..
τώρα που ξεσκεπάστηκαν οι άχρωμες ιδέες τους..
του προηγούμενου αιώνα θιασώτες των ταμπού ..
και οι προκαταλήψεις.. 
τώρα που εμεγάλωσα πολύ..και αποφάσισα ξανά..
το στάρι μου να ξεδιαλύνω από τη βρώμη..
ας κοιταχτούμε το πρωί..την ούγια τους ας ψάξουμε..
μπροστά εις τον καθρέφτη μας του χωλ..
μήπως και διακρίνουμε στους φίλους τους περαστικούς..
τη λέξη ''υποκρισία''...
ήρθαν που λες απ' την απάνω γειτονιά να με παρηγορήσουν..
η κυρά Κατερινιώ μας ..το Λενιώ..και η κυρά -Μαλάμω..
κρατούσανε και πρόσφορο..
απ' του παπά μας του χωριού..ήτανε διαβασμένο..
μου μίλησαν για τις ψυχές..τις πετρωμένες τις αγάπες..
αυτούνες που δε γνώρισαν θάνατος τι σημαίνει...
εκειές που μεγαλόσταυρους εφωτογράφιζαν..
μπρος στου παπά τα γένια..
τούτες που αυτόχθονες θαρρείς..
την ψυχική τους τη συσκότιση..εδέναν στο τσαντόρ..
κι ύστερα πήγαιναν στον καφενέ..
από την κλειδαρότρυπα λαγνεία να ψαρέψουν..
τη φορεσιά να δουν των τεθλιμμένων και το χρώμα της..
με γράδο και τη θλίψη να μετρήσουν..
''περί υποκρισίας το ανάγνωσμα''..
είχε αλλάξει η μορφή..το πρόσωπο χαμένο..
μαυροκιτρίνιζαν στην πείνα τους..
σκορπίζαν τη μιζέρια τους..στου πρόσφορου το τάσι..
Αλίμονο!!! και τρισαλί!!!
ποτές κανείς δεν τους εμίλησε
για την πολυπλοκότητα..την ερημία της  ζωής τους..
ποτέ κανείς και δεν τους έδειξε το χρώμα του θανάτου..
Γυρίζουν μέσα στα σοκάκια ελλειπείς..
την ευτυχία ψάχνοντας στα δάκρυα των γειτόνων..
στα χωρατά και τα κουτσομπολιά..την ύπαρξη γυρεύουν..
Γι αυτό σου λέω..κατέβα αν μπορείς..
απ' τα μαλλιά της Βερενίκης..
έλα κοντά και κλείσε μου το μάτι απ' την αρχή..
γνέψε με πως εννόησες..
την άγνοια των άνοων..και της κενής ψυχής τους..
συνεταιράκι στη ζωή..άσε με να ονειρευτώ..
πως εταξίδεψα το λυκαυγές....
εστέγνωσα τις στάλες της βροχής..
στο ουράνιο τόξο της ψυχής σου..........

''κρατούσανε και πρόσφορο'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.... 
.........................................................................................................

27 Νοεμβρίου 2018

'' νυχτός πρελούδιον''........

John Atkinson Grimshaw

Να θυμηθείς..μην ξεχαστείς..
φεγγάρι μου ατέλευτο..
απόψε μην τσιγγουνευτείς..ελέω Θεού..
κατέβα..κατηφόρισε..απ' την ουράνια σκάλα..
μόν' αλαφροπερπάτα τα..σηματοδότης φωτεινός..
τα απροστάτευτα..της Γης τα χωματένια μου
τα ολισθηρά μου  μονοπάτια..
μη μένουνε στου σκοταδιού..σβηστά..
σινιάλο στείλε να σε καρτερώ..
σίμωσε αργά στο μαξιλάρι μου..
πάρε με στο βαγόνι σου
νυχτός πρελούδιον ξεχωριστόν..
πεντάγραμμο μονάχα για τα 'με
με πένα στρογγυλή για να συνθέσεις..
εσύ κι εγώ..τη νύχτα να νικήσουμε..
να τα φωτίσεις τα κελιά..
τ' ανήλιαγα που καρτερούν..
στους μαυρισμένους κήπους..
να τραγουδήσεις της καρδιάς..
να την γλυκοφιλήσεις..
με λήστεψαν οι σκέψεις τους..
με τσάκισε η απονιά..η παγωνιά του νου τους..
όλοι θαρρούν..πολλά θαρρούν..σκληρά θαρρούν..
δεντρί νομίζουνε ατσάκιγο..
στο δάσος πως φυτρώνω..
μα είναι νυχτιές που τα λυγίζω τα κλαριά..
στο φως σου ν' ακουμπήσω..
ν' ακούσω τη φλογέρα σου..
στους ίσκιους απ' τους ήχους τους..
στα μαγισσάκια να παραδοθώ..
στο άγγιγμα..γλυκός ο αναπαμός μου!!! 

'' νυχτός πρελούδιον'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
............................................................................................................

25 Νοεμβρίου 2018

''ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑς..ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗς..ΙΣΟΤΗΤΑς ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ''- ΔΗΜΗΤΡΗς ΛΙΑΝΤΙΝΗς.



«Επειδή η δικαιοσύνη της πόλης του Σόλωνα τεχνουργεί την ομοιότητα των πολιτών σε βάση φυσική, δεν υπάρχει ισοκατανομή των αγαθών, ούτε εξομοίωση των ποιοτήτων, ούτε η αταξική κοινωνία. Και οι πολίτες της πόλης του Σόλωνα δεν είναι ούτε οι Ουριήλ, ούτε οι Γαβριήλ και οι άλλοι άγγελοι. Ο Σόλων, ο μεγαλύτερος ριζοσπάστης και οραματιστής, είναι συντηρητικός.

Έτσι, η ισότητα της δημοκρατίας του Σόλωνα εδράζεται απάνου στη φυσική ανισότητα των πολιτών, που παρότι ανισότητα κατά το όμοιο, (όλοι οι δάσκαλοι λόγου χάρη δεν έχουν το ίδιο ταλέντο), ωστόσο είναι ισότητα κατά το διάφορο, δάσκαλοι και πολιτικοί και μαστόροι, λόγου χάρη, είναι ίσοι απέναντι στην πόλη. 


Την ισότητα των πολιτών κατά το διάφορο μέσα στην πόλη τη θεσπίζει η ίδια η ισότητα των όντων κατά το διάφορο μέσα στην φύση. Ο λόφος λόγου χάρη, έχει τον ιδικό του λόγο απέναντι στο όρος. Η κρήνη έχει την ιδική της φυσιογνωμία απέναντι στον ποταμό. Ο γαλάζιος αστέρας στέκεται άφταστος στον ουρανό, αλλά ο ταπεινός λύχνος είναι ο χρειαζούμενος στην κάμαρη. 


Τέτοιας λογής και τόσο βαθύς είναι ο φυσικός λόγος που οργανώνει την ηθική τάξη στη δημοκρατία του Σόλωνα.
Οι πολίτες του Σόλωνα αγαπούσαν την πόλη τους, όπως αγαπούν χωρίς να το ξέρουν, οι μοσκιές τον Μάη, οι μέλισσες την μελισσοφωλιά, και τα κυπαρίσσια την αψηλή ησυχία τους.»


Δ. Λιαντίνης - Τα Ελληνικά, σελ. 166

.............................................................................................................

Σημείωση: Αφού πρώτα σου καλλιεργώ ελπίδα..
σου μιλώ για Δημοκρατία..για δικαιοσύνη..
για κράτος δικαίου..ίσων ευκαιριών..
σου σπέρνω απογοήτευση..σ' αφήνω να ψάχνεις..
να νομίζεις..να επενδύεις στη χώρα που σε γέννησε..
έρχομαι μετά και σε δικάζω..σε καταδικάζω..
σε αποτελειώνω..σε θάβω στο βυθό..
χωρίς καν να ψάχνω το αίτιο και το αιτιατό..
της παρεκτροπής και της απειθαρχίας..
της ''εξαπάτησης'' και του δόλου...
Απονενοημένη πράξη η εξαπάτηση?
Ανάγκη επιβίωσης?
Ανάγκη πλουτισμού?
Τις πταίει στ' αλήθεια ..αιώνες ψάχνοντας..
και δεν τη συναντά τη χώρα της κατ' ουσίαν Δικαιοσύνης?
<<Οι πολίτες του Σόλωνα αγαπούσαν την πόλη τους,
 όπως αγαπούν χωρίς να το ξέρουν, οι μοσκιές τον Μάη, 
οι μέλισσες την μελισσοφωλιά, 
και τα κυπαρίσσια την αψηλή ησυχία τους.>>
Οι σημερινοί πολίτες αγαπούν την πόλη τους?
Η πόλη τους αγαπά?
Ιδού το ερώτημα..
Τις πταίει?

η φίλη σας Σοφία
............................................................................................................

23 Νοεμβρίου 2018

'' στης ημιμάθειας το τσαρδί''....


 art : Pawel Kuczynski
 Κι ο ποιητής με ορμήνεψε..
πως σαν με παραμύθι θα στην πω την πίκρα τη μεγάλη..
είναι που την ακούς γλυκύτερα..και θλίψη δε σε πιάνει..
Στων ξιπασμένων βρέθηκα που λες τη γειτονιά..
κάστανα και φουντούκια να μαζέψω στην ποδιά μου..
στη σόμπα να τα ψήνω μες στη Χειμωνιά..
στο παραγάδι τα κορίτσια να ζεσταίνω..να γλυκαίνω..
Εκοντοστάθηκα που λες κυρ- Νικολή.. 
στης ημιμάθειας το τσαρδί το χρυσοπλουμισμένο..
είδα σπουργίτια πεινασμένα να τσιμπολογούν..
τους σπόρους απ' τα δέντρα πεταμένους..
εκοντοστάθηκα και δις..
κι ένα πουλί..βραχνή την είχε τη φωνή..
ξεμάκραινε από τ' άλλα..
δεν είχε σπουργιτιού..μηδ' αηδονιού λαλιά..
του παγωνιού εθύμιζε κορώνα..
ωσάν το ντέφι τ' αδειανό..ήχους σκορπούσε στον αγέρα..
εσίμωσα...
κάτω απ' τις κλάρες που τα γέλια..τα χαχανητά
μοιραία με καλούσαν...
και τι θαρρείς πως γέμισαν τ' αυτιά..
απ' της Λωλός και του Λωλού το στόμα..?
ακατανόητες τις λέξεις τους αράδιαζαν..
τους μορφωμένους παριστούσαν..καμωνόταν..
επίτηδες..φορούσαν τις δαντέλλες τους της ξιπασιάς..
λοφίο φόραγαν σα 'ρσενικά παγώνια..
εντύπωση μες στο χωριό..
στις δόλιες..στις αυθεντικές..
στα ροζιασμένα απ' τη ζωή τα δάχτυλα..
της σύγχισης ''κεντίδια'' να πουλήσουν..
Ήθελαν να τους λένε ποιητές τρανούς..
και συγγραφείς μεγάλους..
ασφυχτιούσανε σε ταπεινό τσαρδί..
το χαμηλό..δεν άντεχαν το φως του..
πυρηνικοί επιστήμονες εις τους κατακλυσμούς..
είχαν και υποταχτικούς..να στήνουν το τσαρδάκι..
Τις λέξεις τα στιχάκια τους..στραμπούλαγαν καθημερνά..
τη γύμνια της αισθητικής..τη φτώχεια τους να κρύψουν..
κι από την άλλη τίτλους έψαχναν..οικόσημο
του ένα..του μοναδικού..του κουλτουριάρη την κονκάρδα....
τ' άλλο πρωί που ξύπναγαν νωρίς.. γινόταν θεατρίνοι..
καθρέφτη δεν αγόραζαν..
το είδωλο δεν γνώριζε αποτύπωμα..
στη σύγχιση επόνταραν..στο θόλωμα..
στο νου των επιπόλαιων αγνοούντων..
Έτσι κυλούσε ο καιρός..στης ξιπασιάς τα μέρη..
μονάχοι στο τσαρδάκι τους γυαλίζονταν..
ως άλλοι Νάρκισσοι κουτοί..απελπισμένοι..
αυτοεβαυκαλίζονταν..
με έναν γλωσσοδέτη αγκιστρωμένοι..
Τους χάριζαν βιβλία ..και γλωσσάρια οι γνωστικοί..
μα ανίατη επαρέμενε η ασθένεια..
οι μορφωμένοι τους εστέλναν λεξικό... 
θελήσαν να τους εξηγούν διακαώς..
τι έστιν μορφωμένοι!!!

'' στης ημιμάθειας το τσαρδί..''- Σοφίας Θεοδοσιάδη..
............................................................................................................