25 Οκτωβρίου 2015

Μοναδικό και Σπάνιο Κοχύλι Εσύ....

Δύσκολη η πεζότητα ...η καθημερινότητα ακόμα πιο σκληρή...
Κι εσύ ολημερίς κατάκοπος ξεχνάς πως τη ζωή απ' τα χέρια σου ...ανυποψίαστος τη χάνεις...
έτσι σου μάθαν και σου δίδαξαν ...σ' αυτά τα δύσκολα ... βαρύτητα να δίνεις...
Μα σαν οι μουσικές τ' αυτιά σου κατακλύζουν ...το νου και την καρδιά...βγαίνεις ...φεύγεις πετάς...κι έναν καινούριο ουρανό αναζητάς να βρεις...ένα πλανήτη άγνωστο...ένα σύμπαν για να ζήσεις...
Τι κι αν πατάς ακόμα εδώ στη Γη....
Εμπήκες η αγάπη σαν σου μήνυσε...σε ένα διαστημόπλοιο ...που σε καινούρια ακρογιάλια θα σε βγάλει...
Τι θάματα μπροστά σου απλωμένα...
Τι ομορφιά πρωτόγνωρη κάθε φορά ... καινούρια  ακρογιαλιά εμπρός σου σαν απλώνεται...
Μη φοβηθείς τη θάλασσα καρδιά μου εσύ....
Κολύμπι έμαθες καλό και στους κυματισμούς δεν εφοβήθης...
Κοχύλια έψαχνες στα μακροβούτια σου μοναδικά να βρεις....
 Και μάζεψες πολλά και βρήκες ...στη συλλογή σου όμως τα μοναδικά ...τα σπάνια ζητούσες...
Μα πάντα μες στις συλλογές...ένα ...μοναδικό ...εκεί στην άκρη...σε μια γωνιά ...μονάχο ξεχωρίζει....
Μαργαριτάρι μέσα του κρατεί...προσεχτικά να το ανοίξεις απαιτεί...μην τύχει και σου σπάσει...
Περιποιήσου το καλά ...απαλά και τρυφερά...και χρόνια εκεί ...μέσα στη συλλογή σου της καρδιάς...αυτό θα ξεχωρίζει...
Άγνωστος ο πλανήτης που ταξίδεψες αυτός ...άγνωστη και η ακρογιαλιά του...
Μα εσύ εβάλθηκες από μικρό παιδί ακόμα...κοχύλια μαργαρόφερτα να ψάχνεις και να βρίσκεις ...κι έτσι τις νέες τις ακρογιαλιές...ποτέ να μη φοβάσαι...
Θάλασσες είναι τι θαρρείς....
Πότε γαλήνιες αυτές κι άλλες φορές φουρτουνιασμένες στέκουν....
Μα τη δροσιά τους σαν γευτείς...ποτέ σου πίσω δεν γυρίζεις...
Είν' τα ταξίδια τ' ανοιχτά ...γεμάτα φως...αέρα μελτεμιού...γεμάτα μυρωδιές θαλασσινές...
Και αν στον έρωτα δεν έδωσες και του χρωστάς ακόμα ...θα καταλάβεις αναγνώστη εσύ ...γιατί εγώ αυτά στα λέω...
( Σοφία Θεοδοσιάδη ).
 ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


                                                  Μαργαριτάρια - Κώστας Μακεδόνας
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Καλημέρα Έρωτα.......


Σαν εξημέρωσε έψαξα πολύ ένα ποίημα για να βρω...τον Έρωτα και την Ομορφιά για να υμνήσω....Περιπλανήθηκα πολύ εκεί μες στα γραπτά των ποιητών....μα τίποτα δεν με ικανοποιούσε  πια.....μέσα εκεί, για νάβρω να σου στείλω....
  Τώρα μόλις το αντιλήφθηκα και το γιατί....
Γιατί ο κάθε έρωτας...μοναδικός...μέσα στ' ανθρώπου την καρδιά φυτρώνει....
Θείος ο Έρωτας ...μα και τα Πάθη των ανθρώπων.....
Μάγος αυτός που μετατρέπει τις ψυχές...και γίνονται από κάμπιες Πεταλούδες.....
  Ποιήτρια δεν είμαι εγώ...μα την Πεταλούδα που γεννήθηκε απόψε μες στην κάμαρά μου και μέσα μου εδώ...στα χέρια μου κρατώ απαλά ...και  στα δικά σου την εναποθέτω....
Είναι λευκή κι ευαίσθητη και μεταξένια έχει τα φτερά ...και να μου την προσέχεις...
(  Σκέψεις - Σοφία Θεοδοσιάδη )
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

23 Οκτωβρίου 2015

Μάθε τη ζωή Σου να Εκτιμάς....

Πως πέρασαν κινηματογραφικά από μπροστά σου τόσες θύμησες ...εικόνες που την ίδια τη ζωή εφιλοτεχνήσαν ? Έγραφες ...κένταγες ...ζωγράφιζες επάνω στον καμβά σου...τοπία που η ίδια η ζωή σου χάριζε απλόχερα...να ζεις...πότε πετώντας πάνω κει ψηλά στα σύννεφα και πότε σε προσγείωνε στη γη....
Αγαναχτούσες ...εχαιρόσουν...έκλαιγες...γελούσες...τραγουδούσες...θύμωνες...κι όλα μαζί σου αυτά τα κουβαλούσες...
Και άλλαζε το βλέμμα σου μέρα με την ημέρα...
Και σήμερα ξανά και πάλι μπρος σου σκέψεις και διλήμματα και αναρωτήσεις σου προσωπικές και της καρδιάς σε ταλανίζουν...
Πάντα ο φόβος για το αύριο της ύπαρξής σου έρχεται και σε κυριεύει...
Κι όχι τυχαία γιατί ετρελλάθηκες...
Μα όταν τόσο μπροστά το αβέβαιο της ύπαρξής σου σου θυμίζει...πως δεδομένη η συνέχεια επάνω εις τη γη αυτή...ποτέ και για κανέναν μας δεν είναι...βιάζεσαι αποφάσεις για να πάρεις...
Μελαγχολικές οι σκέψεις μου σας φαίνονται...μα σίγουρα τέτοιες δεν είναι...
Σκέψεις βαθιές συνειδητότητας τις λέω εγώ...που κάνουν μέσα μας...λήψη καινούργια κι από άλλη πλευρά ...άλλη ματιά τη ζωή μας να κοιτάμε....
Συχνά και περιμένοντας έξω από χειργουργεία...τις πιο βαθιές και σκοτεινές τις σκέψεις..στο νου τους οι ανθρώποι φέρνουν...
Και ναι αδυναμία της ανθρώπινης ψυχής ...είναι οι σκέψεις μας αυτές...
Μα σαν θα κάτσεις για να το καλοσκεφτείς...και δεύτερη φορά το μελετήσεις ...το δώρο που σου χάρισε η ζωή ...να ζεις...πολύ θα το εκτιμήσεις...
Αναλογίσου μοναχά ...πόσες φορές σε φλέρταρε ο ''θάνατος'''χωρίς και να το καταλάβεις...και πόσες φορές το ραντεβού μαζί του το ανέβαλλες και τόβαλε κι αυτός στα πόδια....
Μην κλαψουρίζεις για τα καθημερινά τα ασήμαντα...τις μικροατυχίες που τη ζωή σου δυσκολεύουν...έρχονται αυτές μπροστά σου εκεί μαθήματα να σου διδάξουν...
Και ξανακοίταξε ....και ξαναπροσδιόρισε...κοτάξου στον καθρέφτη...
Και ο καθρέφτης της ψυχής ...ποτέ του ψέμματα δεν ήξερε να λέει...  
Άσε λοιπόν τις κλάψες και τα μίζερα τα μοιρολόγια και δόξασε και πες...το πρω'ι'νό σαν σήμερα εξύπνησες και η βροχούλα αυτή του Φθινοπώρου σε εδρόσισε...πως είσαι ακόμα ζωντανός και μια ολόκληρη ημέρα εκεί σε περιμένει...
Να την χαρείς.. με όλα της τα πάνω της ...τα κάτω της...γιατί στις αναμνήσεις σου κι αυτή θα προστεθεί...και οι ανμνήσεις μας αυτές..είναι ζωή ζησμένη...
( Σοφία Θεοδοσιάδη )
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 Μια φορά υπάρχουμε, δεν υπάρχει τρόπος να υπάρξουμε δυο φορές και μάλλον δεν θα υπάρξουμε ξανά ποτέ. Κι εσύ που δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις τη χαρά. Και η ζωή πάει χαμένη με τις αναβολές και ο καθένας πεθαίνει απασχολημένος.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


                                                 Το τραγούδι Της Ζωής- Γιώργος Λαπαδάκης. 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,                      


                      

21 Οκτωβρίου 2015

Τα κόμματα , η επανάσταση κι’ ο έρωτας. (Απο «τα κεραμίδια στάζουν» του Χρόνη Μίσσιου) .


«Τα κόμματα μας τελείωσαν, Μιχάλη. Χωρίστηκαν κι αυτά σε κεφάλι και κορμί, σε αρχηγούς και οπαδούς. Μόνο όσοι γουστάρουν να ασκούν εξουσία και να εξουσιάζονται, όσοι νοιώθουν μοναξιά και ανασφάλεια, ανήκουν πλέον στα κόμματα, από κοινωνικές εκφράσεις έγιναν κοινωνικά εκτοπλάσματα. Δεν διακονούν την κοινωνία, δεν την απελευθερώνουν, επιβλήθηκαν στην κοινωνία και την δολοφονούν. Είναι πολύ εύκολο, ξέρεις, και αφάνταστατα ανακουφιστικό, να εκχωρείσαι, να απαλλάσσεσαι από πάσαν ατομικήν ευθύνην. Κι εδώ που τα λέμε, τα αδιέξοδα όπου μας οδήγησαν -και που με κομπασμό τα ονομάζουν «πολιτισμό» – οι επιλογές του ανθρώπου, εξαντλούνται ανάμεσα στον αφηρημένο λόγο του αρχηγού, που καλύπτει όλη την τραγικότητα και την κτηνωδία της πραγματικότητας, στη λατρεία των συμβόλων, στο ανάκλιντρο του ψυχαναλυτή και στο ζουρλομανδύα…
Η απόλυτη ταύτιση της εξουσίας -σκοπών, μέσων και μεθόδων- με μοναδικό σκοπό πως θα κατακτήσουν μεγαλύτερο κομμάτι εξουσίας και περισσότερους οπαδούς, πως θα βάλουν τις «μάζες» να δουλέψουν καλύτερα, κατατρώγωντας τα σωθικά τους και δολοφονώντας τη μήτρα που της γέννησε, είναι η κοινή τους συνισταμένη… Το όνειρο εκατομυρίων ανθρώπων που βίωσαν την πιο βάρβαρη εξουσία των πιο υψηλών ιδανικών: ένα μπουκάλι κόκα κόλα… Γεμίσαμε από λέξεις που δεν κοστίζουνε τίποτα πια, μαρμαρωμένες στο παρελθόν από την κακιά μάγισα της εξουσίας.Ποιός θα τις λευτερώσει; ποιός θα τις αναστήσει; ποιός θα τις καθαρίσει από τον τρόμο, την οδύνη και την απάτη;… Γεμίσαμε από «επαναστάτες» – είναι της μόδας, βλέπεις, δεν κοστίζει τίποτα. Μα όταν μια ζωή η μόνη σου έγνοια είναι πως θα λαδώνεις την προπέλα που σου βάλανε στον κώλο το σύστημα και οι αρχηγοί, είσαι ένα πια…

Ποιός θα πληρώσει την πίκρα των κομμουνιστών, που μπροστά στον τάφο, δεν έχουν ένα τοπίο να ακουμπήσουν την τρυφερότητά τους;… Μερικοί βολεύτηκαν: «Δεν φταίνε οι ιδέες, μα οι συνθήκες». Μάλιστα. Εν ονόματι του μαρξισμού και του «επιστημονικού σοσιαλισμού». Καημένε Προυντόν, καημένε Όουεν, καημένε Μπακούνιν και όλοι εσείς που δεν σας επιτρέψαμε να φέρετε στην επανάσταση το άρωμα της ευαισθησίας, της φαντασίας και του παραλόγου… Όχι, δεν ανήκω πουθενά, ούτε ψηφίζω πια. Δεν έχω να δώσω λόγο σε κανέναν, δε θέλω να είμαι αρεστός σε κανέναν, μιας και δε θέλω να πείσω κανέναν, δε θέλω να σώσω κανέναν, δε θέλω καμία νίκη. Είμαι ευτυχής. Δεν έχω καμία πρόταση, δε φοβάμαι καμία απόρριψη, παρά μόνον εκείνη στα μάτια των γυναικών…
Μπα, μη θαρρείς πως είμαι λεύτερος. Άλλωστε, ούτε ξέρω πια τι θα πεί η λέξη που στ’ όνομά της θυσιάστηκαν τα υψηλότερα συναισθήματα, αλλά που κάθε αγώνας για την κατάκτησή της παγίωνε την αναίρεσή της, εμπεδώνοντας, όλο και πιο αποτελεσματικά, όλο και πιο πλατιά, την εξουσία μέσα στην κοινωνία. Θαρρώ πως δεν μπορούμε να μιλάμε πια για ελευθερία, αλλά για μια απελευθέρωση… Ναί… πρέπει να αποκαταστήσουμετη ζωή μέσα μας. Χωρίς μια βαθιά επανάσταση του είναι μας, αν δεν ξεράσουμε όλη τη φιλοσοφική και ιδεολογική σαβούρα που μας τάϊσε ο «πολιτισμός», δεν πρόκειται να πετάξουμε προς πουθενά… Μην περιμένεις, σου είπα, δεν έχω καμία πρόταση, ούτε γλώσσα να σου μιλήσω. Ένα νεκροταφείο ο λόγος, οι λέξεις με προδίδουν, με παραπέμπουν ξανά στο παρελθόν, στις λογικές κατασκευές του οράματος. Αλλά εμείς ποτέ δεν υπήρξαμε «λογικοί», ποτέ δεν ήμασταν ωφελιμιστές. Γιατί, τότε, τι σκατά ζητάγαμε στα μπουντρούμια, στα βασανιστίρια και στα εκτελεστικά αποσπάσματα, χωρίς να πιστεύουμε στο ουρί του παραδείσου; Εμείς, οι υπερασπιστές της ευτυχίας και λάτρεις της ζωήςκαι της ελευθερίας;Γιατί δεν κάναμε και μείς τον κοριό, ώσπου να ‘ρθει η μέρα να μας θάψουνε να ησυχάσουμε;…

Όχι! Εμείς που φτάσαμε ως τα έσχατα, πρέπει να ζορίσουμε το μυαλό και το κορμί μας να φτάσει ως την ύψιστη τρέλα της απόλυτης άρνησης, και μέσα από τη φωτιά της εσωτερικής μας αντίστασης να αναστήσουμε την αισθαντικότητά μας. το νόημα και τον αισθησιασμό της ζωής μας… Μπορούμε να το κάνουμε; Να επαναπροσδιορίσουμε τις αξίες της ζωής μας; Ιδού το μέγα φιλοσοφικό ερώτημα της εποχής μας… Χιλιάδες εξεγέρσεις, επαναστάσεις, πολέμοι,πραξικοπήματα, μεταρυθμίσεις, τεχνολογικές επαναστάσεις, και η ζωή μας κατάντησε μια τραγική περιπέτεια μέσα στην κρεατομηχανή της εξουσίας. Απολέσαμε το «υπαρξιακό μας πρόβλημα», που θα μας βοηθούσε να επαναστατήσουμε ή να τρελαθούμε. Το αίτημα της ατομικής μας ολοκλήρωσης, της εμπραγμάτωσης, της αισθησιακής και συναισθηματικής μας αρμονίας, γίνεται όλο και πιο ανέφικτο, όλο και πιο συρρικνωμένο…
 Δεν είναι πια δυνατόννα συνενοηθούμε με ιδεολογίες, αλλά μέσα από την ατομική συμπεριφορά και πράξη, τη συλλογική μας συν-κοινωνία, τη συνεργασία, τη συλλογική μας συν-αρμονία, την ατομική μας συν-διαφορετικότητα. Ο λόγος, εσωτερικά φαγωμένος, όπως και η ζωή μας, δεν είναι πια ικανός για συν-κοινωνία. Οι λέξεις χωρίς μνήμη και ευθύνη, σέρνονται στην καθημερινότητα, κουρέλια χωρίς σώμα, που τα παίρνει ο άνεμος, όπως τις ξεσκισμένες αφίσες των κομμάτων και των σωματείων… Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε διαφορετικά, παρά μόνο μέσα από την αγάπη, την τρυφερότητα του χαδιού, το ερωτικό μας βλέμμα. Από την επαφή μας με την γη, με τη φύση, θα ξαναγεννηθεί ο καινούριος λόγος της ατομικής ευθύνης και μνήμης.

– Άρα έχεις πρόταση…
-Όχι, μα θαρρώ πως μια μέρα θα ξανανταμώσουμε και με τον εαυτό μας, και με τον διπλανό μας, και με τον κόσμο… Σκέφτομαι πως η κινητήρια δύναμη της ζωής είναι η αναζήτηση της χαράς, της ηδονής, της απόλαυσης. Αυτό το βλέπεις με την πρώτη ματιά γύρω στη φύση, αν τα μάτια σου είναι ακόμα κατοικημένα από τις αισθήσεις. Ζωή, ηδονή, χαρά θάνατος, είναι μια αδιατάρακτη ταυτότητα, κι αυτό είναι ένας σημαντικός λόγος αισιοδοξίας… Το λάθος των επαναστατικών κινημάτων ήταν πως αναζήτησαν τις νέες πολιτισμικές αξίες σ’ έναν πυρήνα δυστυχίας.

 Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις, μα θέλω να πώ πως, αντί να κηρύξουμε την απόλαυση της ζωής, κηρύξαμε την ισότητα στα καταναλωτικά αγαθά. Αντί την απελευθερώση από την πολυπλόκαμη εξουσία, την ελευθερία του συνέρχεσθαι… Έτσι, από επαναστατικοί καταλύτες γίναμε απόστολοι-εξουσία του κερατά. Η αναζήτηση αυτής της «ευτυχίας» μας οδήγησε στην ίδια αντίληψη για τη ζωή, στον ίδιο τρόπο σκέψης και τρόπο ζωής, με τον καπιταλισμό, που θέλαμε να ανατρέψουμε. Ήταν φυσικό λοιπόν, ύστερα από μια δραματική και τραγική περιπλάνηση, να ξανανταμώσουμε με τον καπιταλισμό, και μάλιστα ως υπανάπτυκτοι ή ξεπεσμένοι πρίγκηπες, αλλά με εκατομμύρια νεκρούς Δον Κιχώτες που, ποιός ξέρει, ίσως τούτη τη στιγμή τα θαμμένα κοντάρια τους πετάνε τα πρώτα βλαστάρια τους μέσα στη γη… Αλλιώς… δες τα, αν αφαιρέσεις τις λέξεις και τα συνθήματα, όλα τα άλλα είναι απελπιστικά όμοια…
Μα τι περιμένεις, σαν ο Μάρξ, που ήθελε να λευτερώσει τον κόσμο, δεν μπόρεσε να λευτερώσει τον εαυτό του… Το ξέρεις δα πως ήταν «μοιχός», γαμούσε κρυφά την υπηρέτριά του, δηλαδή και αφεντικό με δούλα και υπόδουλος στην παντρειά… Μα πώς αλλιώς, αφού στην φιλοσοφική του ανάλυση «ξέχασε» το «συνουσιάζομαι άρα υπάρχω» και το αντικατέστησε με την μαλακία του Καρτέσιου: «σκέφτομαι άρα υπάρχω…» Κι αφού μόνο εμείς «σκεφτόμασταν», εμείς υπήρχαμε, κι όσο σκεφτόμασταν, τόσο χάναμε την επαφή μας με τη ζωή…»

Χρόνης Μίσσιος, 1991, σελ 73-76, «Τα κεραμίδια στάζουν»
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

20 Οκτωβρίου 2015

Χρόνης Μίσσιος: Η ζωή μας μια φορά μάς δίνεται...

Η ζωή μια φορά μας δίνεται .Άπαξ που λένε.
 Σαν μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον, μ'αυτήν την αυτόνομη μορφή της, δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξουμε ποτέ. Και μεις τί την κάνουμε, ρε; Αντί να τη ζήσουμε; Τί την κάνουμε; Την σέρνουμε από δω και από κει δολοφονώντας την...

Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.
Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις;
Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος.
Πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα;
Έτσι, μ' αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες μας, σα να είναι βάρος. Και μάς είναι βάρος.  Γιατί δε ζούμε...  κατάλαβες;
Όλο κοιτάμε το ρολόι! Να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ'την αρχή.
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν "αξίες", σαν "ανάγκες", σαν "ηθική", σαν "πολιτισμό".
Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών.
Αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και το διπλανό μας...
Όλα, όλα Σαλονικιέ, τ' αφήσαμε, γι' αυτό το αύριο, που δεν θα 'ρθει ποτέ...
Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο, πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως:
Πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για μας.
Όμως, τ' αφήσαμε για αύριο.
Για να πάμε πού ρε Σαλονικιέ; Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος, και δεν πάμε πουθενά αλλού παρά στο θάνατο.
Και μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό, γιατί χάθηκε άλλη μια μέρα απ' τη ζωή μας, χαιρόμαστε!
Ξέρεις γιατί; Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.
Την καταντήσαμε έναν καθημερινό -χωρίς καμιά ελπίδα ανάστασης- θάνατο!
Διότι, αυτός είναι θάνατος!
Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος. Είναι μετάβαση.
Είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δεν δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί, θα δώσεις χάρη κι ομορφιά, όπως η Μαρία, που φούνταρε προχτές από την ταράτσα για να μην πεθάνει...
Ήρθανε να την πάρουνε, και η Μαρία, είπε το "όχι", με τον πιο αμετάκλητο τρόπο.
Πήγαμε στην κηδεία της. Και τί άκουσα τον παππά να λέει;
"Χοῦς εἶ, καὶ εἰς χοῦν ἀπελεύσει"...
Και τότε κατάλαβα, πως η Μαρία σώθηκε.
Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια... -
Χρόνης Μίσσιος
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Ο Χρόνης Μίσσιος, συγγραφέας, αντιστασιακός, αγωνιστής της Aριστεράς και ίσως ο πρώτος ακτιβιστής στην Ελλάδα υπέρ της ολιστικής οικολογικής φιλοσοφίας, γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι.
Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού, λόγω οικονομικής ανέχειας.
Λίγο αργότερα στέλνεται από τον Ερυθρό Σταυρό στα Γιαννιτσά μαζί με άλλα παιδιά, για να γλιτώσουν την πείνα της Κατοχής. Εντάσσεται στην Εθνική Αντίσταση.
Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον εμφύλιο πόλεμο.
Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ’ένα τυχαίο γεγονός.
Φυλακίζεται ως το 1953 και από το 1962 ζει εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη.
Ένα μόνο “διάλειμμα” ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ.
Στη φυλακή (Φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας, Κορυδαλλού) πέρασε και το μεγαλύτερο διάστημα της απριλιανής δικτατορίας. Την περίοδο της καθείρξεώς του μάλιστα έμαθε ουσιαστικά ανάγνωση και γραφή.
Μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 που αποφυλακίζεται (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος.
Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε σε μεγάλη ηλικία.
Το πρώτο του βιβλίο “Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς… (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού.
Ήταν ένα αυτοβιογραφικό κείμενο γραμμένο σε συνειρμική και λαϊκή γλώσσα που εντάσσεται στην παράδοση της απομνημονευματογραφίας[2], καθιερώθηκε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέας στη συνείδηση κριτικής και κοινού.
Μετέτρεψε την οδυνηρή πολιτική του εμπειρία σε ζωντανό λογοτεχνικό μύθο, καταγγέλλοντας τόσο τα βασανιστήρια και τους βασανιστές του όσο και τους κομματικούς γραφειοκράτες της Αριστεράς και τον δογματισμό τους.
Η αμεσότητα του προφορικού του λόγου, που προδίδει μια γνήσια λαϊκή αφήγηση, όπως και η γεμάτη εκπλήξεις πλοκή του, θα επιτρέψουν στον Μίσσιο να υπερβεί το στενό πλαίσιο του αριστερού απομνημονεύματος και να φιλοτεχνήσει μια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία με έντονα πολιτικό λόγο.
Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του “Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;” (Γράμματα, 1988).
Στα επόμενα βιβλία του ο Μίσσιος θα διατηρήσει τη θερμότητα των αισθημάτων του, μεταδίδοντας το ανθρωπιστικό του μήνυμα για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο χωρίς καμία ιδεολογική διόπτρα: από το «Τα κεραμίδια στάζουν» (1991) μέχρι τα «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι» (1996) και «Ντομάτα με γεύση μπανάνας» (2001)“[3].
Ο Μίσσιος υπήρξε εμπνευστής μιας λογοτεχνίας που παρά τον σκληρό κόσμο τον οποίο απεικονίζει, δεν χάνει ποτέ την αισιοδοξία και την πίστη της στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου, ο οποίος είναι ικανός υπό συνθήκες ελευθερίας να ζήσει σε μια δημοκρατία που θα εγγυάται τόσο τα ατομικά δικαιώματα όσο και την ευδαιμονία της κοινότητας.[4].
Συμετείχε σε ενέργειες προστασίας του περιβάλλοντος, ενώ πραγματοποίησε και τηλεοπτικές εκπομπές με θέμα την προστασία της ελληνικής πανίδας.
“Κοσμοκαλόγερος”, σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του, ο Χρόνης Μίσσιος τα τελευταία χρόνια ζούσε στο Καπανδρίτι, με την σύντροφό του Ρηνιώ και τα σκυλιά τους σε ένα αγροτόσπιτο.
Πέθανε στις 20 Νοεμβρίου 2012, σε ηλικία 82 ετών σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας μετά από μάχη με τον καρκίνο[5].
(Πηγές: ΕΚΕΒΙ, biblionet.gr, Βικιπαιδεια, chronismissios.wordpress.com)
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 «Πιστεύω ότι ο μόνος δρόμος, η τελευταία έξοδος προς την ελευθερία του ανθρώπου και του πλανήτη είναι η ολιστική οικολογική φιλοσοφία, σκέψη, πράξη, συμπεριφορά. Η οικολογία ούτε φέρει ούτε εδραιώνει καμία εξουσία, αντίθετα την καθιστά άχρηστη. Είναι μια επανάσταση αυτογνωσίας, μια επανάσταση ανθρώπινης συνείδησης. Δεν είναι μια «πίστη» σε μια ιδεολογία αλλά μια καθημερινή πρακτική για να επανασυνδέσουμε τη λογική με τις αισθήσεις, να απελευθερώσουμε τη συμπαντική μας ιδιαιτερότητα. Να αναγνωρίσουμε τη διαφορετικότητα, την αυταξία και την αναγκαιότητα του συνόλου της ζωής… Είναι ένας δρόμος επαναπροσέγγισης του κόσμου που μας περιβάλλει, ένας δρόμος στην αναζήτηση της χαράς αντί της αγωνίας. Έχουμε ανάγκη να ξαναβρούμε την προσωπική μας αισθητική, τα προσωπικά μας μονοπάτια, του έρωτα, της αγάπης και της τρυφερότητας, το άρωμα του κόσμου και της ύπαρξής μας.”
 Χρόνης Μίσσιος
 Στο tvxs.gr μία από τις τελευταίες αφηγήσεις του Χρόνη Μίσσιου στην Κρυσταλία Πατούλη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Σε μια Ελλάδα που καθημερινά κατρακυλάει και βουλιάζει όλο και πιο πολύ, κι όχι μόνο οικονομικά , μα και αξιακά, υπήρξαν φωνές που έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου,δυστυχώς εις ώτα μη ακουέτω...
Θεωρήθηκε από πολλούς << λα'ι'κός >>ο Χρόνης Μίσσιος...
Ναι.. γιατί δεν έζησε στα μεγάλα σαλόνια...ναι γιατί είχε ταπεινή καταγωγή...
Και ναι γιατί οι αλήθειες που ξεστόμισε,έβλαπταν τα συμφέροντα πολλών...
Και ναι ήταν << λα'ι'κός αν θες...γιατί ήταν ανένταχτος...γιατί τα << Νόμπελ >>του τάδωσε ο λαός και όχι οι Ακαδημίες...
Ε και?
Τάχα δεν έμειναν ανεξίτηλα γραμμένες οι αλήθειες του για την ελευθερία του ανθρώπου ,για τη δικαιοσύνη και την ισότητα ?
Ο Χρόνης Μίσσιος ,ο υπέροχος αγωνιστής...και ναι ήταν <<Λα'ι'κός >> αν έτσι σ' αρέσει να το λες...που δεν έγραφε ιστορίες που χα'ι'δεύαν αυτιά...
Σοφία Θεοδοσιάδη..

 

19 Οκτωβρίου 2015

Παράθυρα Με Θέα ....

Εσύ θαρρείς πως σου μιλώ,για τα παράθυρα αυτά τα ψεύτικα ...που με υλικά πανάκριβα σε σπίτια καμαρώνουν....
  Μα εγώ γι αυτά δεν σου μιλώ κι ας ξέρω, πως πάντα εσύ αυτά θα ονειρεύεσαι,γιατί τις πολυτέλειες σου τάξαν....
Για τ' άλλα τα παράθυρα εγώ θα σου μιλώ...εκείνα της ψυχής , που σε τοπία απέραντα και μακρινά και ατελείωτα σε παίρνουν και σε ταξιδεύουν....
  Ταξίδια που στο πρόγραμμα μιας εκδρομής, ετούτα δε χωράνε....
Σαν ταξιδέψει μια φορά η καρδιά αληθινά,ταξίδια απλησίαστα σε μέρη ξωτικά,μες στους θαλάμους της κρυφά επιχειρεί να ξεκλειδώσει....
 Για ένα είναι βέβαιη....πως οι αποδράσεις της ψυχής, παράθυρα με θέα ανεκτίμητη ,στον άνθρωπο προσφέρουν....
Δεν ξέρω αν εσύ ποτέ σου εταξίδεψες ταξίδια τόσο μακρινά...με την  παρέα σου να είναι η ψυχή σου......
Αν τα ταξίδια αυτά στερήθηκες,δεν μπόρεσες, δεν τα κατάφερες, δεν τόλμησες...στα σύννεφα έστω και μια μοναδική φορά να φτάσεις....
Κάθε φορά που εγώ θα σας μιλώ, ταξίδια θα αναφέρω...και με περίσσια επιμονή πάντα θα σας θυμίζω :
Πως τα ακριβότερα ταξίδια σας είναι αυτά , που μες το νου σας σχεδιάζετε ,αυτά και της καρδιά σας....
( Σοφία Θεοδοσιάδη )
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Είμαι ένας απλός, καθημερινός, αισιόδοξος άνθρωπος..
Αλλά, δεν αντέχω τα παράθυρα χωρίς θέα..
Τα παράθυρα βρίσκονται εκεί για να ταξιδεύουν τη ματιά..
Για ν’ αποκαλύπτουν ορίζοντες..
Για να υπόσχονται το «παραπέρα»..
Για να λούζουν στο αληθινό φώς τ’ άδεια δωμάτια..
Για να φτιάχνουν σκιές,
με χρώμα πάνω στους λευκούς τοίχους!!

Ο. Ελύτης
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

                                           Μούταξες Ταξίδι να με πας -Δήμητρα Γαλάνη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Πράγματα Που Δεν Έκανες...

Θυμάσαι τη μέρα που δανείστηκα 
το καινούριο σου αυτοκίνητο και τρακάρισα?
Νόμισα πως θα με σκότωνες, μα δεν το έκανες.
Και θυμάσαι τη φορά που επέμενα να πάμε στη θάλασσα 
κι εσύ έλεγες ότι θα βρέξει, και έβρεξε?
Θυμάσαι τη φορά που φλερτάρισα με όλoυς τους άντρες 
για να σε κάνω να ζηλέψεις, και συ ζήλεψες?
Νόμιζα πως με παρατούσες, μα δεν το έκανες.
Θυμάσαι τη φορά που λέρωσα την ταπετσαρία
του αυτοκινήτου σου
με κρέμα φράουλα?
Νόμιζα πως θα με χτυπούσες, μα δεν το έκανες.
Και θυμάσαι τη φορά που ξέχασα να σου πω πως
ο χορός ήταν επίσημος κι ήρθες με το μπλουτζίν?
Νόμιζα πως θα'φευγες, αλλα΄δεν το'κανες.
Αλλά με δέχτηκες και μ' αγάπησες και με προστάτεψες.
Υπήρχαν χιλιάδες πράγματα που ήθελα να σου ανταποδώσω
όταν θα γύριζες από το Βιετνάμ.
Αλλά δεν γύρισες.

( Ποίημα άγνωστης-από το βιβλίο του Λεό Μπουσκάλια)
(ΝΑ ΖΕΙς ΝΑ ΜΑΘΑΊΝΕΙς ΚΑΙ ΝΑ ΑΓΑΠΑς ) .
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Επειδή ο χρόονος πιέζει και δεν είναι απεριόριστος για τον καθένα μας...
Κάνε σήμερα και μην αναβάλλεις για αύριο....
Μην αναβάλλεις συνέχεια ξανά και ξανά....
Φείδου χρόνου έλεγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι...
Μην τσιγγουνεύεσαι τα συναισθήματά σου...μοίρασέ τα απλόχερα σ' αυτούς που αγαπάς...
Η μόνη σου ευκαιρία είναι το τώρα...
Μόνον όταν μοιράζεται η ζωή έχει αξία...
η φίλη σας Σοφία.... 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 


                                                               Ζωές από Μετάξι στον αέρα 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,