14 Νοεμβρίου 2015

Παράλογος Ο Κόσμος και Παρανο'ι'κός.....

Αναρωτιέσαι εσύ κάθε φορά... τον παραλογισμό του κόσμου τούτου, δεν μπορείς να εξηγήσεις...
Γύρω σου απλώθηκε η βία και η ασχήμια φρικαλέα και εκρηκτικά...
Μικρός κι αδύναμος φαντάζεις εμπρός στα όπλα του εχθρού...τα φονικά....
 Τον εαυτό σου ρώτησες ποτέ εσύ...τι είναι αυτό...που απ' την ζεστή την κάμαρα...εάν αυτή υπάρχει...απ' τη ζεστή του τη φωλιά...εάν αυτή ζεστή τη νιώθει...τι είναι αυτό  το χέρι του, που όπλισε και μες στους δρόμους τόνε τρέχει...?
Ονόματα του έδωσες πολλά .... και τρομοκράτη και Τζιχαντιστή...και άπλυτο και βρωμερό...και μείασμα του κόσμου τούτου από εσένα εκατατάχθη....
Κι εγώ.. που ποτέ μου δεν μου άρεσε ταμπέλες να κολλάω και να προχωράω....και που σίγουρα δεν συμφωνώ...και που την βία ...από όπου κι αν προέρχεται καταδικάζω αμείλικτα...και συμπονώ και κλαίω...για κάθε ανθρώπινη ζωή που χάνεται...τούτο μοναχά σου λέω...
Κάθησε εκεί σε μια γωνιά ...τη σκέψη σου σε τάξη βάλε ...κι αναλογίσου απ' την αρχή...το άδικο που σκόρπισε ο πολιτισμένος  ο κόσμος μας σε όλες τις αγαναχτισμένες τις καρδιές.......

Δέντρο και  δάσος μίσους φύτεψες...και τώρα να το σταματήσεις δεν μπορείς...

Τη μια τη μέρα εδώ τρελλαίνεσαι.. εικόνες των πνιγμένων των παιδιών και των ταλαίπωρων ανθρώπων ...μες στη Μεσόγειο εκεί...στο απέραντο Νεκροταφείο...του ανθρώπινου καημού...
εσύ σαν αντικρύζεις...
Μα από το 2011 ένας ανελέητος πόλεμος ...μια ολική καταστροφή ζωών εκεί στα μάτια σου μπροστά εξελισσόταν...στη διπλανή Συρία...
Έκανες πως δεν έβλεπες ...δεν άκουγες...στις δύστυχες εικόνες και κραυγές εσύ δεν συμμετείχες...
Και τώρα που το πρόβλημα στα χέρια σου μπροστά...σαν μια καυτή πατάτα έσκασε...αναρωτιέσαι και αγαναχτείς...πως γίνεται εσύ να την πληρώνεις ?
Και ναι το ξέρω πως δεν είσαι ο σωστός ο στόχος των τρομοκρατών εσύ...
Μα μέσον και εργαλείο πίεσης λογίζεσαι...και των τρομοκρατών η καρδιά να ξεχωρίσει στόχους δεν μπορεί.....στοχεύει όσο πιο εύκολα μπορεί..... 
Kαι θα αναρωτηθείτε ίσως και πολλές φορές...γιατί η Γαλλία ...γιατί μια άλλη χώρα ?
Σάμπως την αδικία αυτοί οι μετανάστες τρίτης γενιάς εις το πετσί τους δεν την νιώθουν ...ενσωματώθηκαν ποτέ στις χώρες άραγε  που ευρεθήκαν?
Εύκολος στόχος γίνονται αυτοί...και εύκολα στρατολογούνται κάποιοι από αυτούς...σαν στην αγραμματοσύνη τους...και στο θρησκευτικό τους το συναίσθημα ποντάρουν...όσοι τα νήματα των συμφερόντων αυτού του κόσμου τα κινούν...
Και το αβυσσαλέο μίσος και καλά κρατεί ανάμεσα σε όλους τους αδικημένους...τους λαούς πως ενομίσαμε Β' κατηγορίας πολίτες πως είναι....
Τι θα σκεφτούνε θαρρείτε εσείς αυτοί οι λαοί...που εμείς οι Ευρωπαίοι θρηνούμε σήμερα τους 150 τους αδικοχαμένους τους νεκρούς...μέσα εις το Παρίσι....
Χιλιάδες θα μας αντιπαραθέσουν πως είναι οι νεκροί...που χρόνια τώρα ...οι ισχυροί...το θάνατο σκορπούν...για τα δικά τους τα συμφέροντα και για την καλοπέρασή τους...
Ποιανού το μέρος να ενστερνισθείς...και σε ποιανού μεριά να κατοικήσεις ?
Μα ο κόσμος μια παρέα είναι μάτια μου...και το παράλογο ...το άδικο αν κι εσύ δεν βαλθείς να εξαλείψεις...με τη μικρή σου δύναμη...και τον ξεσηκωμό ...τη διαμαρτυρία σου έμπρακτα αν δεν καταθέσεις...πάντα μπροστά σου...εικόνες τραγικές...θα έχεις να αντικρύζεις...
Θρησκείες ...παιχνίδια πολιτικά....ισσοροπίες επικράτησης οικονομικής μα και γοήτρου...οπλίζουνε τα χέρια ανείδεων πολλές φορές μα και αγαναχτισμένων...
Ένα σου λέω μοναχά και αυτό πολύ και το πιστεύω...η αδικία αν δεν αρθεί μέσα στην κοινωνία...πάντα δυστυχώς για τρόπο πίεσης, οι ταλαίπωροι και οι αδικημένοι...τους σκοτωμούς γύρω μας θα σκορπούν...και μες στη θλίψη θε να μας βυθίζουν....
Σήμερα αυτό το διάβασες έγινε στο Παρίσι...αύριο ίσως να το δεις στη γειτονιά σου να συμβαίνει....
Αντέδρασε ειρηνικά...και πίεσε όσο μπορείς....πολέμα την την αδικία...που τις καρδιές φουρκίζει...και σε πράξεις ανεξέλεγκτες ...το νου και το χέρι τ' ανθρώπου οδηγεί....
Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Οι μοιραίοι το δημοφιλέστερο ποίημα του Βάρναλη, χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα κατορθώματα του νεοελληνικού λυρισμού. Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μαύρος Γάτος το 1922, τον ίδιο χρόνο που ο ποιητής με τη σύνθεσή του Το φως που καίει εγκαταλείποντας τις προηγούμενες αναζητήσεις του χάραξε τη νέα του πορεία: να υπηρετήσει με την τέχνη του την αριστερή ιδεολογία στην οποία είχε ενταχθεί.
Ο κοινωνικός στόχος του ποιήματος είναι σαφής: να απεικονίσει με τα πιο παραστατικά χρώματα τη δυστυχία των απόκληρων της ζωής.

Κώστας Βάρναλης «Οι μοιραίοι»
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
- Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
- Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει;
Κανένα στόμα
δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα.
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,
όπου μας εύρει, μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Οι μοιραίοι Μες στην υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές (απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα) όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές· εψές, σαν όλα τα βραδάκια, να πάνε κάτου τα φαρμάκια. Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο και κάπου εφτυούσε καταγής. Ω! πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής! Όσο κι ο νους να τυραννιέται, άσπρην ημέρα δε θυμιέται. Ήλιε και θάλασσα γαλάζα και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού! Ω! της αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλα του δειλινού, λάμπετε, σβήνετε μακριά μας, χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας! Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα παράλυτος, ίδιο στοιχειό τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα στο σπίτι λιώνει από χτικιό· στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι. – Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! – Φταίει ο Θεός που μας μισεί! – Φταίει το κεφάλι το κακό μας! – Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί! Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα. Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα πίνουμε πάντα μας σκυφτοί. Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα, όπου μας εύρει, μας πατεί. Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/top-5-varnalis/
Οι μοιραίοι Μες στην υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές (απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα) όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές· εψές, σαν όλα τα βραδάκια, να πάνε κάτου τα φαρμάκια. Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο και κάπου εφτυούσε καταγής. Ω! πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής! Όσο κι ο νους να τυραννιέται, άσπρην ημέρα δε θυμιέται. Ήλιε και θάλασσα γαλάζα και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού! Ω! της αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλα του δειλινού, λάμπετε, σβήνετε μακριά μας, χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας! Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα παράλυτος, ίδιο στοιχειό τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα στο σπίτι λιώνει από χτικιό· στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι. – Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! – Φταίει ο Θεός που μας μισεί! – Φταίει το κεφάλι το κακό μας! – Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί! Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα. Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα πίνουμε πάντα μας σκυφτοί. Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα, όπου μας εύρει, μας πατεί. Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα! Ακούστε εδώ τον Κώστα Βάρναλη να απαγγέλει το ποίημά του «Οι μοιραίοι»:

Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/top-5-varnalis/ ]
Οι μοιραίοι Μες στην υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές (απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα) όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές· εψές, σαν όλα τα βραδάκια, να πάνε κάτου τα φαρμάκια. Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο και κάπου εφτυούσε καταγής. Ω! πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής! Όσο κι ο νους να τυραννιέται, άσπρην ημέρα δε θυμιέται. Ήλιε και θάλασσα γαλάζα και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού! Ω! της αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλα του δειλινού, λάμπετε, σβήνετε μακριά μας, χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας! Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα παράλυτος, ίδιο στοιχειό τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα στο σπίτι λιώνει από χτικιό· στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι. – Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! – Φταίει ο Θεός που μας μισεί! – Φταίει το κεφάλι το κακό μας! – Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί! Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα. Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα πίνουμε πάντα μας σκυφτοί. Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα, όπου μας εύρει, μας πατεί. Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα! Ακούστε εδώ τον Κώστα Βάρναλη να απαγγέλει το ποίημά του «Οι μοιραίοι»:

Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/top-5-varnalis/ ]
Οι μοιραίοι Μες στην υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές (απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα) όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές· εψές, σαν όλα τα βραδάκια, να πάνε κάτου τα φαρμάκια. Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο και κάπου εφτυούσε καταγής. Ω! πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής! Όσο κι ο νους να τυραννιέται, άσπρην ημέρα δε θυμιέται. Ήλιε και θάλασσα γαλάζα και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού! Ω! της αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλα του δειλινού, λάμπετε, σβήνετε μακριά μας, χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας! Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα παράλυτος, ίδιο στοιχειό τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα στο σπίτι λιώνει από χτικιό· στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι. – Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! – Φταίει ο Θεός που μας μισεί! – Φταίει το κεφάλι το κακό μας! – Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί! Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα. Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα πίνουμε πάντα μας σκυφτοί. Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα, όπου μας εύρει, μας πατεί. Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα! Ακούστε εδώ τον Κώστα Βάρναλη να απαγγέλει το ποίημά του «Οι μοιραίοι»:

Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/top-5-varnalis/ ]
Οι μοιραίοι Μες στην υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές (απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα) όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές· εψές, σαν όλα τα βραδάκια, να πάνε κάτου τα φαρμάκια. Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο και κάπου εφτυούσε καταγής. Ω! πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής! Όσο κι ο νους να τυραννιέται, άσπρην ημέρα δε θυμιέται. Ήλιε και θάλασσα γαλάζα και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού! Ω! της αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλα του δειλινού, λάμπετε, σβήνετε μακριά μας, χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας! Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα παράλυτος, ίδιο στοιχειό τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα στο σπίτι λιώνει από χτικιό· στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι. – Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! – Φταίει ο Θεός που μας μισεί! – Φταίει το κεφάλι το κακό μας! – Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί! Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα. Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα πίνουμε πάντα μας σκυφτοί. Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα, όπου μας εύρει, μας πατεί. Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα! Ακούστε εδώ τον Κώστα Βάρναλη να απαγγέλει το ποίημά του «Οι μοιραίοι»:

Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/top-5-varnalis/ ]

                                                Σαν το Μετανάστη- Φαραντούρη Μαρία.
 ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Ποίηση για το Αιγαίο



Ποίηση για το Αιγαίο

Το Αιγαίο Πέλαγος υπήρξε πά­ντοτε γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ ηπείρων, κοιτίδα πολιτισμών και πηγή έμπνευ­σης και δημιουργίας. Μέσω αυτού διακινήθηκαν αγαθά και ιδέες. Υπήρξε το σταυροδρόμι όπου συναντήθηκαν νοο­τροπίες και πολιτισμοί τριών διαφο­ρετικών ηπείρων. Ο Αιγαιοπελαγίτης άνθρωπος, έμπορος και ναυτικός βρισκόταν στο κέντρο αυτής της συνάντησης, αν δεν ήταν αυτός ο ίδιος που την προκαλούσε. Έτσι είχε τη δυνατότητα να κρίνει και να συγκρίνει ιδέες και να διαμορ­φώνει τη δική του άποψη. Στον αιγαιακό κόσμο κυριαρχεί η ανθρώπινη ταπεινή κλίμα­κα. Επικράτησε  ένας ανθρωποκεντρικός πολιτισμός, στη νόρμα του οποίου ακόμα  και η παράσταση του θείου πήρε ανθρώπινη μορφή.

Σε αυτό το πνεύμα κινείται η δημιουργία του Ομήρου,  η  Οδύσσεια το «έπος της θάλασσας» με τους  πλατείς ορίζοντες , με τις  πολλές μέρες που ξημερώνουν πάνω σε άγνωστους απάτητους τόπους [1]. Τον αγώνα τούτο με τις αντίδικες δυνάμεις του πελάγους τον κερδίζει ο άνθρωπος, η θέληση του Οδυσσέα δίνει στο έπος ένα τέλος – την Ιθάκη.

H θαλασσινή αιγαιοπελαγίτικη εμπειρία αποτελεί μόνιμο, προσφιλές και συχνά κεντρι­κό θέμα των Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών, από την εποχή των αρχαίων λυρικών ως την εντελώς σύγχρονη παραγω­γή. Παρά τη χρονική απόσταση έχουμε να κάνουμε με το επαναλαμ­βανόμενο θέμα ενός και του αυτού ανθρώπινου τύπου, ο οποίος επιβιώ­νει μεταγγίζοντάς μας αισιοδοξία και αλληλεγγύη για τη διαχρονική θαλασσινή περιπέτεια του Έλληνα.

Στην πνευματική ζωή της Ελλάδας παρατηρείται μετά  το 1930,  αυξανόμενο ενδιαφέρον καθώς και  μια λαχτάρα για γνήσια, άμεση ελληνική ζωή, με επίκεντρο το Αρχιπέλαγος του Αιγαίου.
Στα 1936, κυκλοφό­ρησε ένας τόμος εντυπώσεων από το Αιγαίο του Μαρινιάκ[2]. Τό βι­βλίο αυτό το κάνει εξαιρετικά ενδιαφέρον ένας σύντομος, αλλά απο­καλυπτικός, πρόλογος του Πώλ Βαλερύ.

 Ο Βαλερύ με τόνους βα­θύτατα νοσταλγικούς μιλάει για τα ελληνικά νησιά κι ομολογεί πώς αυτά οραματιζόταν, όταν ιχνογραφούσε τα λυρικά νησιά της «Νέας Μοίρας»: « Ποτέ μου δεν είδα, κι ίσως ποτέ δε θ’ αντικρίσω τα διά­σημα, νησιά της Ελλάδας. Θα μείνουν, ίσως, για μένα, πρόσωπα μυθικά με μουσικά και μαγικά ονόματα, και με ζώνες από αφρούς: ένας λαός ευγενικός από πέτρα σπαρμένη στη θαυμαστή θάλασσα, εκεί στον ορίζοντα του πνεύματός μου. Τα δοξολόγησα άλλοτε, αυτά τα νησιά, έτσι σαν ιδεατά Αντικείμενα, και τα πήρα για είδωλα και σύμβολα της πιο καθαρής ποίησης: 


Νησιά — Έλεγα — θεότητες από ρόδο κι αλάτι
κι από τα πρώτα παιχνιδίσματα του νέου φωτός!

Είναι γιατί βρίσκω μέσα στη φύση μου κάτι το απροσδιόριστο' νησιωτικό, κάποια δύναμη  ακατανίκητη με σπρώχνει να συγκρί­νω καθέναν από μάς ανάμεσα στον κόσμο· και τούς άλλους θνητούς, με κάποια από τις βραχώδεις αυτές μορφές πού προβάλλουν μονα­χικές μέσα από τη θάλασσα. Είμαστε κι εμείς  θνητοί σαν τα νη­σιά. ’Άλλα είναι γλυκά και καλόβολα και μπορείς εκεί να πας ν’ αράξεις με ηδονή- κι άλλα είναι τραχιά και σχεδόν απρόσιτα" κι άλλα στεγνά, ξερά- κι άλλα ομαλά, θλιβερά ή χαριτωμένα».

Δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο Νομπελίστες της Ελλάδος έγραψαν για το Αιγαίο Πέλαγος τη Θάλασσα και την περιπέτεια του ανθρώπου: Ο Γιώργος Σεφέρης (Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1963) και ο Οδυσσέας Ελύτης (Νομπέλ Λογοτεχνίας το  1979).
Πολλοί επώνυμοι τραγούδησαν το Αιγαίο, σ’ ένα μόνο όμως αποδόθηκε ο τίτλος ποιητής του Αιγαίου: στον Οδυσσέα Ελύτη. Του ποιητή που αγάπησε το Αιγαίο όσο κανείς άλλος και το τραγούδησε σε όλο του το έργο, αναδεικνύοντας με ευαισθησία και οξύνοια την ομορφιά, τις ιδιαιτερότητες και τη μοναδικότητά του.

Ο Οδυσσέ­ας Ελύτης θα τραγουδήσει στην ποί­ησή του με μια σχεδόν αειθαλή νεό­τητα το ελληνικό τοπίο, τον ήλιο και τη θάλασσα. Σύμφωνα με μια κατε­στημένη έκφραση, που δεν βλέπω τον λόγο γιατί θα έπρεπε να την απο­φύγουμε, ο Ελύτης θα «ανακαλύψει» το Αιγαίο και μάλιστα σε μια ιστορικώς στενόχωρη εποχή, όταν στην Ελλάδα διαδραματίζεται μια ακόμη πράξη της συχνά επαναλαμβανόμε­νης τραγωδίας των δικτατοριών του εικοστού αιώνα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 το ανέφελο μέ­χρι τότε ποιητικό όραμα του Ελύτη αρχίζει να σκοτεινιάζει, ενώ έρχο­νται στην επιφάνεια φιλοσοφικοί προβληματισμοί που δίνουν άλλες διαστάσεις στο έργο του. Παρά ταύτα ο Ελύτης έχει παραμείνει στη συ­νείδηση του κοινού ως ο ποιητής του Αιγαίου, των νησιών και της θάλασ­σας.
Το Αιγαίο γράφει ό Οδύσσειας Ελύ­της «είναι από ύλη ή πνεύμα (δεν έχει σημασία) οδηγημένα στο ουσιώδες.»
Αυτό το ουσιώδες συνήθως προ­σπερνάμε στην τρέχουσα μη πνευμα­τική και άκρως υπολογιστική εποχή μας, αυτό το ουσιώδες όχι μόνον για το Αιγαίο αλλά και για το ίδιο το μυ­στήριο της Ύπαρξης, που ο Οδυσσέας Ελύτης ζήτησε να βρει και να διατυ­πώσει σ’ όλο το μάκρος του έργου του.

«Ένα δειλινό στο Αιγαίο, γράφει ό Οδυσσέας Ελύτης, περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τόσες ίσες δό­σεις που δε μένει στο τέλος παρά η αλήθεια».

Για τον Γ.  Σεφέρη, το τοπίο του Αιγαίου αλλάζει.  Το πέλαγος, το Αιγαίο, δεν είναι ένας αθώος εξωιστορικός τόπος ευδίας και ευδαιμονίας. Ανάμεσα στον ομηρικό Οδυσσέα, για παράδειγμα -του οποίου η συμ­βολική διάσταση έχει απλώσει ρίζες στην παγκόσμια λογοτεχνία1 - και στο Στράτη Θαλασσινό, πρωταγωνιστή  του Σεφέρη παρεμβάλλονται μερικές δεκάδες αιώνων. Ο Σεφέρης χρησιμοποιεί τον Στράτη ως άλλον Οδυσσέα, να βιώνει τη θλίψη της νοσταλγίας, αποκομμένος και μόνος, να αναζητά στο παρελθόν κάποια σημάδια της προσωπικής πια ταυτότητάς του, η οποία εμπεριέχει τα πονεμένα ελληνικά στοιχεία. Ο Σεφέρης δεμένος με την πραγματικότητα έφερε στον ελληνικό στίχο τον τόνο της ύφεσης. Ο Σεφέρης τάσσεται με  αυτούς που δεν είναι ήρωες εκείνους που τους τρώει το ταξίδι, με το ταπεινό εκείνο μέρος της ανθρωπότητας που δεν φωτίζεται και δεν απασχολεί κανένα έπος .

Το Αιγαίο,  δεν ήταν τόπος
ανέφελος και για τον Γιάννη Ρίτσο. Με πίκρα περισσότερο παρά με ειρωνική πρόθεση, στο ποίημα «Α. Β. Γ.» της συλλογής «Πέτρινος χρόνος» τού 1949 (γράφτηκε στη Μακρόνησο και πρωτοεκδόθηκε στο Βουκουρέστι το 1957) ο εξόριστος Ρίτσος επαναλαμβάνει τρεις φορές (ελαφρότατα παραλλαγμένη) την πρόταση «Α, ναι, μιλούσαμε κάποτε για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη». Την τρίτη φορά μάλιστα οξύνει το σχόλιό του προσθέτοντας το «ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ - ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ - ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ». Με την επιλογή των κεφαλαίων είναι σαν να χαράζει επιτύμβιο πάνω σε μια πέτρα του ξερονησιού-νέου Παρθενώνα.




                                               Μες του Αιγαίου τα νερά - Μαρίζα Κωχ.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

13 Νοεμβρίου 2015

Όταν Γεννιέται Ο Έρωτας...Χρήστος Γιανναράς...




ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ

Χρήστου Γιανναρᾶ ( Αποσπάσματα )

Ἀδελφιδός μου παρῆλθε·
ψυχή μου ἐξῆλθεν ἐν λόγῳ αὐτοῦ. 

 
ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ τὸν ἔρωτα μόνο στὴν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας. Πρὶν τὴν ἀποτυχία δὲν ὑπάρχει γνώση· ἡ γνώση ἔρχεται πάντα μετὰ τὴ βρώση τοῦ καρποῦ. Σὲ κάθε ἔρωτα ξαναζεῖ ἡ ἐμπειρία τῆς γεύσης τοῦ παραδείσου καὶ τῆς ἀπώλειας τοῦ παραδείσου. Σπουδάζουμε τὸν ἔρωτα μόνον ἐξόριστοι ἀπὸ τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς ποὺ αὐτὸς χαρίζει.

Στὴν ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα εἴμαστε ὅλοι πρωτόπλαστοι. Ἡ πείρα τῶν ἄλλων δὲν μᾶς μαθαίνει τίποτα γιὰ τὸν ἔρωτα. Εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας τὸ ἀρχέγονο καὶ μέγιστο μάθημα τῆς ζωῆς, ἡ ἀρχέγονη καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση. Μέγιστο μάθημα, γιατὶ σπουδάζουμε στὸν ἔρωτα τὸν τρόπο τῆς ζωῆς. Καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση, ἀφοῦ αὐτὸς ὁ τρόπος ἀποδείχνεται ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας.

Ἡ ἀνθρώπινη φύση μας (αὐτὸ τὸ ἀκαθόριστο κράμα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ κορμιοῦ μας) «ξέρει», μὲ φοβερὴ ὀξυδέρκεια πέρα ἀπὸ νοήματα, πὼς ἡ πληρότητα τῆς ζωῆς κερδίζεται μόνο στὴν ἀμοιβαιότητα τῆς σχέσης. Στὴν ἀμοιβαία ὁλοκληρωτικὴ αὐτοπροσφορά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπενδύει ἡ φύση μας, στὸν ἔρωτα ὅλη τὴ ἀπύθμενη δίψα της γιὰ ζωή. Δίψα τοῦ κορμιοῦ καὶ τῆς ψυχῆς μας.

Διψᾶμε τὴ ζωή, καὶ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ζωῆς περνάει μόνο μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸν Ἄλλον. Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου ἀναζητᾶμε τὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς - τὴν ἀμοιβαιότητα στὴ σχέση. Ὁ Ἄλλος γίνεται τὸ «σημαῖνον» τῆς ζωῆς, ἡ αἰσθητὴ ἀνταπόκριση στὴν πιὸ βαθειὰ καὶ κυρίαρχη τῆς φύσης μας ἐπιθυμία. Ἴσως αὐτὸ ποὺ ἐρωτευόμαστε νὰ μὴν εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου, ἀλλὰ ἡ δίψα μας ἔνσαρκη στὸ πρόσωπό του. Ὁ Ἄλλος νὰ εἶναι πρόσχημα κι ἡ αὐτοπροσφορά μας αὐταπάτη. Ὅμως κι αὐτὸ θὰ διαφανεῖ μόνο στὴν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας.

Μετὰ τὴν ἀποτυχία ξέρουμε ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς, ἀλλὰ τρόπος ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας. Ἡ φύση μας διψάει ἀπεγνωσμένα τὴ σχέση, δίχως νὰ ξέρει νὰ ὑπάρχει μὲ τὸν τρόπο τῆς σχέσης. Δὲν ξέρει νὰ μοιράζεται, νὰ κοινωνεῖ, ξέρει μόνο νὰ ἰδιοποιεῖται τὴ ζωή, νὰ τὴν κατέχει καὶ νὰ τὴν νέμεται. Ἂν ἡ γεύση τῆς πληρότητας εἶναι κοινωνία τῆς ζωῆς μὲ τὸν Ἄλλον, ἡ ὁρμὴ τῆς φύσης μας ἀλλοτριώνει τὴν κοινωνία σὲ ἀπαίτηση ἰδιοκτησίας καὶ κατοχῆς τοῦ Ἄλλου. Ἡ ἀπώλεια τοῦ παραδείσου δὲν εἶναι ποτὲ ποινή, εἶναι μόνο αὐτοεξορία.

Τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τὸν σπουδάζουμε πάντοτε σὰν χαμένο παράδεισο. Τὸν ψηλαφοῦμε στὴ στέρηση, στὸ ἐκμαγεῖο τῆς ἀπουσίας του. Ἔγγλυφο ἴχνος τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς εἶναι ἡ πίκρα τῆς μοναξιᾶς στὴν ψυχή μας, ἡ ἀνέραστη μοναχικότητα. Γεύση θανάτου. Μὲ αὐτὴ τὴ γεύση μετρᾶς τὴ ζωή. Πρέπει νὰ σὲ ναυτολογήσει ὁ θάνατος γιὰ νὰ περιπλεύσεις τὴ ζωή, νὰ καταλάβεις ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν πληρότητα τῆς σχέσης. Τότε ξεδιακρίνεις τὶς ἀκτὲς τοῦ νοήματος: Ζωὴ σημαίνει νὰ παραιτεῖσαι ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση τῆς ζωῆς γιὰ χάρη τῆς ζωῆς τοῦ Ἄλλου. Νὰ ζεῖς, στὸ μέτρο ποὺ δίνεσαι γιὰ νὰ δεχθεῖς τὴν αὐτοπροσφορὰ τοῦ Ἄλλου. Ὄχι νὰ ὑπάρχεις, καὶ ἐπιπλέον νὰ ἀγαπᾶς. Ἀλλὰ νὰ ὑπάρχεις μόνο ἐπειδὴ ἀγαπᾶς, καὶ στὸ μέτρο ποὺ ἀγαπᾶς.

Διψᾶμε τὴ ζωὴ καὶ δὲν τὴν διψᾶμε μὲ σκέψεις ἢ νοήματα. Οὔτε καὶ μὲ τὴ θέλησή μας. Τὴν διψᾶμε μὲ τὸ κορμὶ καὶ τὴν ψυχή μας. Ἡ ὁρμὴ τῆς ζωῆς, σπαρμένη μέσα στὴ φύση μας, ἀρδεύει κάθε ἐλάχιστη πτυχὴ τῆς ὕπαρξής μας. Καὶ εἶναι ὁρμὴ ἀδυσώπητη γιὰ σχέση, γιὰ συν-ουσία: Νὰ γίνουμε ἕνα μὲ τὴν ἀντι-κείμενη οὐσία τοῦ κόσμου, ἕνα μὲ τὸ κάλλος τῆς γῆς, τὴν ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας, τὴ νοστιμιὰ τῶν καρπῶν, τὴν εὐωδιὰ τῶν ἀνθῶν. Ἕνα κορμὶ μὲ τὸν Ἄλλον. Ὁ Ἄλλος εἶναι ἡ μόνη δυνατότητα νὰ ἔχει ἀμοιβαιότητα ἡ σχέση μας μὲ τὸν κόσμο. Εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ κόσμου, ὁ λόγος κάθε ἀντι-κείμενης οὐσίας. Λόγος ποὺ ἀπευθύνεται σὲ μένα καὶ μὲ καλεῖ στὴν καθολικὴ συν-ουσία. Μοῦ ὑπόσχεται τὸν κόσμο τῆς ζωῆς, τὸ ἔκπαγλο κόσμημα τῆς ὁλότητας. Στὴ μία σχέση.


Κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη,
σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος.

ΤΟ ΔΙΔΥΜΟ τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ θανάτου: ἀμφίστομη πρόκληση τοῦ πραγματικοῦ. Δίλημμα - ἀφοῦ θάνατος δὲν εἶναι μόνο τὸ ἀναπότρεπτο τέλος. Εἶναι καὶ παραίτηση ἀπὸ τὴ ζωή, ὄχι ἀσυμβίβαστη μὲ τὴ βιολογικὴ ἐπιβίωση. Ἂν μὲ τὴ γεύση τοῦ ἔρωτα ψηλαφοῦμε τὴ ζωή, κάθε ἀνέραστη ἐγκύστωση στὸ ἐγὼ εἶναι ἐπιλογὴ θανάτου.
Ἡ ἀντίθεση ἔρωτα καὶ θανάτου δὲν ἐξαντλεῖται σὲ νοήματα. Δὲν ἐπαληθεύεται μὲ τοὺς κανόνες τοῦ «ὀρθῶς διανοεῖσθαι». Ὡριμάζει στὴ χωματερὴ ἀποταμίευση ἀκοινώνητου βίου. Συλλαβίζουμε τὴ ζωὴ σὲ κάθε ἐφήμερη πληρότητα ἐρωτικῆς σχέσης. Καὶ συναντᾶμε καταπρόσωπο τὸν θάνατο σὲ κάθε ἐρωτικὴ ἀποτυχία. Ὅταν ἡ ἐπιβίωση πιὰ δὲν κοινωνεῖται.
Μόνη ἐπιδίωξη ὕπαρξης, ἡ ποθούμενη σχέση. Τότε μιλᾶμε γιὰ «ἀληθινὸ» ἔρωτα. Εἶναι πόθος ζωῆς, ὄχι συμπλήρωμα ἢ ἐπικουρία τοῦ βίου. Ὄχι προσθήκη σωματικῆς ἡδονῆς καὶ ψυχολογικῆς εὐφροσύνης στὴ δεδομένη καθημερινότητα. Ἀλλὰ νὰ ἀλλάζει ὁ τρόπος τῆς ὕπαρξης, νὰ γίνεται κάθε πτυχὴ τῆς ὕπαρξης μιὰ ὁλόκληρη σχέση. Τότε μιλᾶμε γιὰ «ἀληθινὸ» ἔρωτα.

Κι ὅμως, ὅσοι ἀξιώθηκαν τὸν «ἀληθινὸ» ἔρωτα πεθαίνουν τελικὰ ὅπως κι οἱ ἀνέραστοι. Ὁ ἔρωτας διαιωνίζει τὴ φύση, ὄχι τὴν προσωπική μας ὕπαρξη. Κορυφαία μέθη ζωῆς καὶ καρπίζει μόνο τὴ φυσικὴ διαιώνιση, τὴ διαδοχὴ ἐφήμερων, θνητῶν ἀτόμων. Τὰ πρόσωπα τῶν ἐραστῶν γεύονται τὴ ζωὴ μένοντας περατὰ στὸ χρόνο, ὑποκείμενα στὴ φθορά, ἐπικηρυγμένα στὸν θάνατο.
Ἡ φύση παίζει μαζί μας μὲ σημαδεμένα χαρτιά. Ἀλλὰ ἡ ὕπαρξή μας ἐπιμένει στὴν πρωτόπλαστη ἀθωότητα. Ἐπενδύει ἀνένδοτα στὸν ἔρωτα τὸν πόθο τῆς ζωῆς, ζωῆς ἀπερίσταλτης, ἀπεριόριστης. Πόθο νὰ παραμείνει ἀκατάλυτη ἡ προσωπική μας μοναδικότητα, ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε μετριασμὸ ἢ ἀναστολή. Καὶ κάθε ἀληθινὴ ἐρωτικὴ ἐμπειρία βεβαιώνει τὸν τρόπο τῆς ἀκατάλυτης ὕπαρξης. Ὁ ἔρωτας βεβαιώνει τὴν ἀθανασία - ἄραγε, εἶναι μόνο ψευδαίσθηση;

Χαρτογραφοῦμε τὴ ζωή, σὰν ἄγνωστη γῆ, ἀκολουθώντας τὴν κατεύθυνση τοῦ πόθου. Καὶ ζοῦμε μόνο τὴν ἀμεσότητα τοῦ θανάτου. Ἀπαίτηση, βουλιμία, ἀνάγκη ἀντιστάσεις τοῦ ἀτομικοῦ στὴ ζωτικὴ κοινωνία. Τὸ ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντήρησης, ἡ ὁρμὴ τῆς ἰδιοποίησης, ἡ δίψα τῆς αὐτοβεβαίωσης. Ἀλλοτριώνουν τὴ σχέση, ὁριοθετοῦν τὴ συνύπαρξη, ἀναστρέφουν τὴ μέθεξη. Ὑπονομεύουν τὴν ἀποδέσμευση τῆς ζωῆς. Ἀντιμάχονται τὸν ἔρωτα.
Οἱ ὁρισμοὶ μορφάζουν αἰνιγματικά. Ζωὴ δὲν εἶναι ἡ βιολογικὴ ἐπιβίωση, τὸ βιολογικὸ τέλος δὲν εἶναι θάνατος. Ἡ ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα μπερδεύει τὰ νοήματα. Ἂν τὸ μύχιο αὐτοσυνείδητο ἐγὼ ἢ ἡ «ψυχή» μας ἀναδύεται καὶ βεβαιώνεται στὸν ἔρωτα, τότε ὑπάρχει μόνο ὡς σχέση. Καὶ τότε ἡ ἀτομικὴ αὐτονομία, ἡ ἄσχετη ἀτομικὴ ὀντότητα, εἶναι θάνατος. Τότε ὁ ἔρωτας ἀντιμάχεται τὸν θάνατο, κι ὁ θάνατος τὸν ἔρωτα. Ἀνειρήνευτα.

Διαπάλη ἔρωτα καὶ θανάτου. Ὄχι πάντα συνειδητὴ- ἂν ὄχι πάντα ἀσυνείδητη. Ἀσυνείδητη ἐπιθυμία κατοχῆς, ἰδιοποίησης, χρήσης τοῦ Ἄλλου, ὁ Ἄλλος ἀντικείμενο τῆς δικῆς μου ἀτομικῆς ἀνάγκης γιὰ ἡδονή, γιὰ ἐξασφάλιση καὶ αὐτοβεβαίωση: Τότε ὁ θάνατος ἔχει κατατροπώσει τὸν ἔρωτα, ἐνῶ ἐγκλωβισμένος στὴν ἐγωκεντρικὴ μοναχικότητα, στὴν ἄσχετη καὶ ἄσκοπη ἐπιβίωση. Μοῦ διαφεύγει ἡ ζωή, ἡ ἔκπληξη τοῦ ἄχρονου καὶ ἀπεριόριστου τῆς σχέσης.
Ἐρωτικὴ πληρότητα τῆς ζωῆς, καὶ τὸ «σημαίνον» τῆς πληρότητας τὸ ὀνομάζουμε κάλλος. Αἰσθητὴ ἀφετηρία τοῦ πόθου τὸ κάλλος «σημαίνει» τὴν πληρότητα, δίχως νὰ ταυτίζεται ποτὲ μαζί της. Ὡς πάντα πρὸς ἑαυτὸ καλοῦν, ὅθεν καὶ κάλλος λέγεται. Κλήση-κάλεσμα πρὸς ἐκείνη τὴ σχέση καὶ συν-ουσία ποὺ ὑπόσχεται τὸ «περισσὸν» τῆς ζωῆς- καλεῖ τὸ κάλλος στὴν ποθούμενη ζωτικὴ μέθεξη, στὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου.

Χωρὶς ἄλλο, ἡ φροϋδικὴ σύνδεση ἔρωτα καὶ θανάτου οὔτε αὐθαίρετη εἶναι, οὔτε ποιητικὴ μεταφορά. Στὸ ἐπίπεδο τῆς φύσης, ὁ θάνατος παγιδεύει τὸν ἔρωτα. Δίχως νὰ παύει ὁ ἔρωτας νὰ ἀντιμάχεται τὸν θάνατο.
Ἡ φροϋδικὴ σύνδεση μᾶς βόηθησε νὰ δοῦμε στὸν ἔρωτα τὸ κάλεσμα τῆς ζωῆς, πέρα ἀπὸ τὰ σημαίνοντα τῆς ἡδονῆς. Πρώτη ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα, ἡ σχέση τοῦ βρέφους μὲ τὸ κορμὶ τῆς μητέρας. Σχέση ἁφῆς τοῦ μητρικοῦ σώματος, πρώτη γιὰ τὸ βρέφος ψηλάφηση τοῦ ἀντικείμενου πραγματικοῦ. Σχέση ἀφετηριακὰ ζωτική, ἀφοῦ δένεται στὴν αἴσθηση τοῦ βρέφους μὲ τὴν πρόσβαση στὴν τροφή, στὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς.


Ἁφὴ καὶ στέρηση τοῦ μητρικοῦ σώματος: διαλεκτικὴ τῆς ζωῆς ἢ τῆς ἀπώλειας, τοῦ ὅλατίποτα. Ὅταν παίρνει τροφὴ ἀπὸ τὸ κορμὶ τῆς μητέρας, τὸ βρέφος τὰ ἔχει ὅλα, ἔχει τὴν ἀμεσότητα τῆς σχέσης ποὺ εἶναι ζωή. Ἀντίθετα, τὸ κλάμα τῆς πείνας εἶναι κραυγὴ ἀπόγνωσης ἀπὸ μιὰν ὕπαρξη ποὺ νιώθει νὰ χάνεται. Χάνει ττὴν ἁφὴ τῆς ζωῆς, κραυγάζει τὴ γεύση τοῦ ἄσχετου, το τίποτα. Ἡ σχέση μὲ τὴ μάνα εἶναι ἐρωτική, γιατὶ εἶναι ζωτική. Λήψη τροφῆς, δυνατότητα ζωῆς, δυναμικὴ πληρότητα σχέσης. Καὶ σὲ αὐτὴ τὴ δυναμικὴ σκοπεύει τελικὰ κάθε ἔρωτας.

Ζωτικὴ σχέση μὲ τὸν ἀντι-κείμενο κόσμο. Ἁφὴ τοῦ σώματος ποὺ συνιστᾶ ζωὴ καὶ ἀναιρεῖ τὸν θάνατο, τὰ χαρίζει ὅλα καὶ ἀποτρέπει τὸ τίποτα. Δυναμικὴ τῆς ζωῆς καὶ δὲν ὁριοθετεῖται ἀπὸ μόνη τὴν ἡδονὴ τῆς τροφῆς -ἡ ἐρωτικὴ ἐμπειρία τοῦ βρέφους δὲν τελειώνει ἐκεῖ. Ἂν ἡ σωματικὴ ἡδονὴ δὲν συνοδευόταν ἀπὸ τὴν ἐρωτικὴ πληρότητα τῆς μητρικῆς παρουσίας (τὸν λόγο, τὸ χάδι, κάθε χειρονομία στοργῆς, κάθε πράξη φροντίδας), ἡ σχέση θὰ ἐξασφάλιζε τὴν ἐπιβίωση, ὄχι τὴ ζωή. Τὸ παιδὶ δὲν θὰ ἔμπαινε ποτὲ στὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων, στὸν κόσμο τῆς γλώσσας καὶ τῶν συμβόλων, τῆς ὑποκειμενικῆς ταυτότητας καὶ τῶν ὀνομάτων.

Ἀφετηρία τῆς ἐπιθυμίας, ἡ τροφή, πρωταρχικὸ «σημαῖνον» τοῦ ζωτικοῦ πόθου -πρὶν κι ἀπὸ τὸ κάλλος. Ὅ,τι ὀνομάζουμε «σημαῖνον» εἶναι ἡ ριζικὰ πρωτογενὴς ἐμφάνιση τοῦ λόγου, ἡ κλήση - πρόκληση τοῦ πόθου.
Ζωτικὴ σχέση μὲ τὸν ἀντι-κείμενο κόσμο ἡ λήψη τῆς τροφῆς, εἶναι μιὰ λογικὴ σχέση. Καὶ εἶναι λογική, γιατὶ ἡ τροφὴ «σημαίνει» κάτι πέρα ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς θρέψης. «Λέει» τὸν τρόπο τῆς ἁφῆς, τῆς μέθεξης, τῆς συν-ουσίας.

«Τὸ σημαῖνον ἐμφανίζεται στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου». Δὲν εἶναι ἡ ἀνάγκη συν-εννόησης ποὺ κάνει νὰ ἐμφανίζεται τὸ σημαῖνον. Ὁ λόγος δὲν εἶναι καταρχὴν μέσο ἢ ὄργανο χρηστικῆς ἐπικοινωνίας. Χρηστικὴ ἐπικοινωνία ἔχουν τὰ ζῶα, ἀλλὰ δὲν ἔχουν λόγο. Ἀφετηρία καὶ καταγωγὴ τοῦ λόγου εἶναι καταρχὴ ἡ παρουσία τοῦ Ἄλλου. Ἡ παρουσία - δυνατότητα ἀνταπόκρισης στήν ἐρωτικὴ ἐπιθυμία.
Ἡ ἐμφάνιση τοῦ σημαίνοντος ἀρθρώνει τὴν ἐπιθυμία σὲ αἴτημα. Τὸ σημαῖνον «λέει» τὴν ἐπιθυμία δηλώνοντας τὴ δυνατότητα ἀνταπόκρισης στὴν ἐπιθυμία. Ἡ παρουσία τοῦ Ἄλλου σημαίνει κάτι πέρα ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς συνεύρεσης, πέρα ἀπὸ τὴ βιολογικὴ σκοπιμότητα τῆς ἀναπαραγωγῆς. Τὸ σημαῖνον ἐμφανίζεται στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου, γιὰ νὰ σημάνει τὸν ἀφετηριακὸ τοῦ λόγου πόθο τῆς ζωῆς. «Ζωῆς ἀθάνατης, ζωῆς ἀπερίσταλτης, ζωῆς ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κανένα ὄργανο, ζωῆς ἁπλοποιημένης καὶ ἀκατάλυτης».

Ἡ φορὰ πρὸς τὴ ζωὴ περνάει μέσα ἀπὸ τὸν Ἄλλο. Ἡ παρουσία τοῦ Ἄλλου -δυνατότητα σχέσης, δηλαδὴ ζωῆς- εἶναι ὁ «τόπος» ὅπου ἐμφανίζεται τὸ πρῶτο σημαῖνον, ὁ λόγος τῆς ἐπιθυμίας. Λόγος ποὺ συγκροτεῖ τὸ ὑποκείμενο, τὸ φορέα τῆς ἐπιθυμίας. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ σημαίνοντος, προϋπόθεση καὶ ἀφετηρία τῆς σχέσης, «γεννάει» τὸ ὑποκείμενο. «Τὸ ὑποκείμενο γεννιέται ἐφόσον στὸ πεδίο τοῦ Ἄλλου ἐμφανίζεται τὸ σημαῖνον» - ἡ δυνατότητα ἀνταπόκρισης στὴν ἐπιθυμία. Τὸ γεγονὸς τῆς σχέσης «γεννάει» τὸ ὑποκείμενο κάνοντας συγκεκριμένη τὴν ἀναφορικότητα τοῦ τρόπου τῆς ὕπαρξής του. Καὶ τρόπος τῆς ἀναφορᾶς εἶναι ὁ λόγος.

Πρῶτο σημαῖνον στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου, ἡ ὑπόσχεση τῆς τροφῆς. Τροφὴ - ἁφὴ τοῦ μητρικοῦ σώματος, ἐρωτικὴ πληρότητα ζωτικῆς παρουσίας. Ὅμως, σημαίνουσα τροφὴ καὶ σημαινόμενη παρουσία δὲν εἶναι γιὰ τὸ βρέφος δεδομένα μόνιμα καὶ συνεχή. Ἡ παρουσία μεταλλάζει σὲ ἀπουσία, ἡ εὕρεση σὲ ἀπώλεια. Ἡ δίψα τῆς ζωῆς ἀρθρώνεται ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ στὸ ὑφάδι αὐτῆς τῆς τραγικῆς διαλεκτικῆς. Αἰσθητὴ ἀμεσότητα σχέσης καὶ ἄσχετη μοναχικότητα, γεύση ζωῆς καὶ θανάτου.

Δίψα ζωῆς καὶ γεύση θανάτου, ἀλλὰ καὶ φορὰ πρὸς τὴ ζωὴ συμπλεγμένη μὲ ὁρμὴ πρὸς τὸν θάνατο. Στὸ ἴδιο πρωταρχικὸ ὑφάδι τῆς ἐπιθυμίας. Ἀνάγκη ὁρμέμφυτη τοῦ βρέφους νὰ μονιμοποιήσει τὴ παρουσία τῆς μητέρας, νὰ ἀκινητοποιήσει τὴ σχέση σὲ κατοχή. Νὰ ἔχει μόνιμα καὶ ἀδιάλειπτα δική του τὴν πηγὴ τῆς τροφῆς, τὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς. Νὰ κατέχει τὴ μάνα, κι ὁ τρόπος νὰ τὴν κατέχει εἷναι νὰ τὴν καταβροχθίσει φανταστικά. Νὰ ὑποκαταστήσει τὴ διακινδύνευση τῆς σχέσης μὲ τὴ σιγουριὰ τῆς ἰδιοποίησης· τὴ ζωτικὴ ἀναφορὰ μὲ τὴ φαντασιώδη αὐτοτέλεια. Πρῶτα βήματα στὴν κόψη τοῦ βίου, κι ἡ ὁρμὴ τοῦ θανάτου ἀντιμάχεται τὴ φορὰ τῆς ζωῆς.
Τὸ ἀδιάστατο τῆς μητρικῆς παρουσίας παραμένει μήτρα δυναμικὴ τοῦ σημαίνοντος. Ἀντιστέκεται στὴ θανατερὴ παγίωση τῆς ἐγωστρέφειας, μεταμορφώνει προοδευτικὰ καὶ ἀνεπαίσθητα τὴν ἀπαίτηση σὲ περιχώρηση.

Σὲ κάθε ἐρωτικὴ κλήση ἀναβιώνει ὁ ζωτικὸς πόθος τῆς τροφοδότου παρουσίας, πόθος ζωῆς ποὺ συγκροτεῖ τὴ ἴδια τὴν ὑποκειμενικότητά μας. Ἐρωτευόμαστε πάντα ὅπως πεινούσαμε σὰν βρέφη. Παγιδευμένοι στὸ ὑφάδι τῆς ὁρισμένης ἀνάγκης καὶ τῆς ἀπεριόριστης δίψας γιὰ σχέση. Πρὶν ἀπὸ κάθε σκέψη, κρίση, φαντασία, βούληση, συναίσθημα. Ὅλες αὐτὲς οἱ ἐνέργειες ἢ λειτουργίες συντονίζονται ἐκ τῶν ὑστέρων μὲ τὴν «ἀγαπητικὴ δύναμη» τῆς φύσης μας. Δύναμη ζωτικὴ καὶ ζωοποιό: συστατικὴ τοῦ ὑποκειμένου καὶ ποιητικὴ καινούργιων ὑποκειμενικῶν ὑπάρξεων.
(Ἑνικὴ καὶ ἑνιαία ἡ ἀγαπητικὴ δύναμη τῆς φύσης, ἄτμητα ζωτικὴ καὶ ζωοποιός. Νά γιατί ἡ ὁμοφυλοφιλία διαστέλλεται ἀπὸ τὸν ἔρωτα μὲ τὴν καισαρικὴ τομὴ τῆς διαστροφῆς: Εἶναι λειτουργικὰ ἀφορισμένη ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἀμφιπτυχὴ τοῦ ζωτικοῦ καὶ ζωοποιοῦ. Μιμεῖται τὴ ζωτικὴ ἀναφορικότητα τοῦ ἔρωτα μὲ παράχρηση τῆς φυσικῆς ζωοποιοῦ δυνάμεως. Σὰν λήψη τροφῆς ἀποσπασμένη ἀπὸ τὴ λειτουργία-ἢ τὸ θαῦμα-τῆς θρέψης. Καταχρηστικὴ διαχείριση τῆς ζωτικῆς φορᾶς, βιασμὸς τοῦ φυσικοῦ καὶ πραγματικοῦ ἀπὸ τὴν ἀτελέσφορη ψευδαίσθηση. Ὁ ἀμφίστομος τρόπος βίου καὶ ζωῆς, φυσικῆς διαιώνισης καὶ προσωπικῆς ἀθανασίας, μεταλλαγμένος σὲ ἄβια καὶ ἄζωη ὁρμή, παγιδευμένος στὴ στρεβλὴ φαντασίωση. Σίγουρα ὀφείλουμε τὴν πιὸ ἀληθινὴ συμπάθεια σὲ αὐτὴ τὴν τραγικὴ ἀναπηρία. Ἀλλὰ ἡ ὅποια στοργὴ καὶ ἀνεκτικότητα δὲν ὑποκαθιστᾶ τὸ πραγματικὸ μὲ τὸ διάστροφο καὶ φαντασιῶδες.)

Διαχείριση τῆς ζωῆς ὁ ἔρωτας. Ποὺ σημαίνει σχοινοβασία στὴν κόψη τοῦ θανάτου. Ἐνδεχόμενη σὲ κάθε στιγμὴ ἡ πτώση ἀπὸ τὴ σχέση στὴ χρήση, ἡ ὀλίσθηση στὴν ἀπαίτηση τοῦ ἐγὼ νὰ «καταβροχθίσει» φανταστικὰ τὸν Ἄλλον. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μεταφερμένη στὸ συνειδητὸ πιὰ ἐπίπεδο ἡ ἐρωτικὴ ἀκροβασία ζωῆς καὶ θανάτου ἐξισορροπεῖ τὴν ὁρμέμφυτη ἀπαίτηση μὲ τὴ θεληματικὴ ἄσκηση. Τὸ σημαῖνον τῆς ἄσκησης ἀνιχνεύεται καὶ πάλι στὸν ἀρχέτυπο τόπο τῆς μητρικῆς παρουσίας. Σὲ κεῖνο τὸ ὑπόδειγμα τῆς παραίτησης ἀπὸ τὸ ἐγώ, ποὺ ἀνάστησε τὸ βρέφος στὴ ζωὴ τῆς σχέσης: στὸν κόσμο τῆς γλώσσας καὶ τῶν συμβόλων, τῆς ὑποκειμενικῆς ταυτότητας καὶ τῶν ὀνομάτων.
Ἀγαπητικὴ δύναμη εἶναι ἡ φυσικὴ δυνατότητα, ὁρμή, φορά, ὑφάδι τῆς ζωῆς. Θὰ σαρκωθεῖ σὲ προσωπικὸ γεγονὸς ἀγαπητικῆς ἑτερότητας μόνο ὡς λόγος ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν ἀνάγκη. Συνειδητὴ ἄσκηση ἀγάπης, παραίτηση ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση, κατόρθωμα ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν ὁριστικὴ ἀνάγκη γιὰ χάρη τῆς ἀπεριόριστης σχέσης. Διεύρυνση τῆς ἡδονῆς, πέρα καὶ ἀπὸ τὴ φύση, στὴν ἀπερίσταλτη προσωπικὴ κοινωνία.

Στὴ σχέση τοῦ βρέφους μὲ τὴ μάνα ἀναδύεται προοδευτικὰ ἡ παρεμβολὴ τοῦ πατέρα. Ἀποφασιστικὴ γιὰ τὴ διαστολὴ καὶ συνειδητοποίηση τῆς ὑποκειμενικότητας τοῦ παιδιοῦ, τὴν ἀποτροπὴ τῆς φανταστικῆς του ταύτισης μὲ τὸ μητρικὸ σῶμα - διεύρυνση καὶ διάνοιξη τῆς ζωτικῆς σχέσης στὸ κοινωνικὸ γεγονός. Τὰ πρόσωπα τοῦ πατέρα καὶ τῆς μάνας ἀποτυπώνουν στὴν ψυχὴ τοῦ βρέφους τὰ ὑποδείγματα τῆς ψυχοσωματικῆς διαφορᾶς ποὺ κάνει δυνατὴ τὴ ζωτικὴ σχέση, τὴ συμπληρωματικότητα, τὴν ποιητικὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς. Πατέρας καὶ μάνα, «ἀρχέτυπα» τῆς διαφορᾶς στὴ ζωτικὴ σχέση, ἀνεξίτηλα σημαίνοντα τοῦ προσωπικοῦ μας συντονισμοῦ στὴ δυναμικὴ τῆς διάκρισης τῶν φύλων.

Αὐτὸς ὁ ἀφετηριακὸς συντονισμὸς κατευθύνει τὴν ἐρωτικὴ ἀναζήτηση σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ βίου. Νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ ἴδια εἰκόνα σχέσης, ποὺ τὴν ταυτίσαμε ὡς βρέφη μὲ τὴν ἀνάδυση τῆς ὑποκειμενικῆς μας ἑτερότητας, τὴ δυνατότητα κοινωνίας, δηλαδὴ ζωῆς, ἀποτροπῆς τοῦ θανάτου.
Σημαῖνον τῆς παρουσίας, ἡ μορφή. Μορφὴ τῆς μάνας, μορφὴ τοῦ πατέρα, ἀρχέτυπα ὑποδείγματα τοῦ κάλλους, τῆς ζωτικῆς κλήσης στὴν πληρωματικὴ σχέση, στὴν τρωτικὴ πληρότητα. Ἴσως καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ μορφοποίηση τῆς εἰκόνας, ἡ ὑποκειμενικὴ αἴσθηση τοῦ κάλλους νὰ καθορίζεται διὰ βίου ἀπὸ τὶς αἰσθητὲς ἐμπειρίες τῆς μητρικῆς καὶ πατρικῆς παρουσίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ κριτήρια τῆς αἰσθητικῆς ἀποτίμησης στὸν ἔρωτα -ἡ ἕλξη ποὺ ἀσκεῖ τὸ κάλλος, οἱ ἀφορμὲς τῆς φορᾶς πρὸς τὴ μέθεξη- δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ αὐτονομηθοῦν σὲ σταθερὲς ἀρχὲς καὶ ἀντικειμενικὰ μέτρα κρίσης. Ἡ ἐρωτικὴ εὐαισθησία ἢ ἀποτίμηση τοῦ κάλλους παραμένει συνάρτηση τῶν πρώτων σημαινόντων τῆς Παρουσίας ποὺ συγκροτοῦν τὴν ὑποκειμενικὴ μας ἑτερότητα, ἀποδείχνουν τὸν ἄνθρωπο ὕπαρξη μοναδικὴ μὲ τέλος ἢ σκοπὸ τὴ ζωὴ ὡς διάρκεια.


Ὅλος ἐπιθυμία· οὗτος ἀδελφιδός μου.
ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΕΙΝΑΙ ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή μας στὸ τάνυσμα μιᾶς ζωτικῆς ἐπιδίωξης. Κι ὅπως ἡ τεντωμένη χορδή, δίνει καὶ ἡ ἐπιθυμία ποικιλόμορφους τόνους: Ἀπὸ τὸν βρυχηθμὸ τῆς τυφλῆς ἀνάγκης, ὣς τὴν ἔξαρση τῆς ἀφειδώλευτης αὐταπάρνησης.
Δὲν καταλογίζουμε στὸν πεινασμένο τὴν τυφλὴ ἀνάγκη του γιὰ τροφή. Κι ὅμως ἡ θηριώδης πείνα τοῦ λιμασμένου δὲν ἀπηχεῖ τίποτε ἀπὸ τὴν παραδείσια εὐλογία τῆς κοινωνίας τῶν καρπῶν. Ἀντίθετα, τὴ μανιώδη δίψα τοῦ κορμιοῦ γιὰ τὸν ἔρωτα, ἀντιδροῦμε πάντοτε μὲ φόβο καὶ ἀποτροπιασμό. Ποιό εἶναι τὸ ὅριο ἢ τὸ μέτρο ποὺ μεταβάλλει τὴν ἐπιθυμία σὲ ἀπειλὴ καὶ ὕβρι;
Διαστέλλουμε τὸν ἔρωτα ἀπὸ τὴ δίψα τοῦ κορμιοῦ. Ἡ ἐρωτικὴ ἔκπληξη εἶναι πάντα σκίρτημα τῆς ψυχῆς, κι ἡ μέθη τῆς ἀμοιβαιότητας φέρνει μιὰν ἀπροσδόκητη κάθαρση ἀπὸ κάθε σωματικὴ ἀπαίτηση. Μανιώδεις ἡδονοθῆρες ἐξαγνίζονται ἀναπάντεχα στὴν πρώτη νεύση τοῦ ἔρωτα. Κι ὅμως ἡ ἐρωτικὴ σχέση ὡριμάζει μόνο στὴν προοδευτικὴ καθολίκευση τῆς ἐπιθυμίας. Στόχος κάθε ἔρωτα εἶναι ἡ ὁλόκληρη μετοχὴ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ κορμιοῦ στὴν ἄμεση σχέση, ἡ ἕνωση τῶ δύο σὲ σάρκα μία.
Ἡ πρώτη ταραχὴ ἀπὸ τὸ ἀνεπιτήδευτο συναπάντημα τῶν βλεμμάτων, ἡ μέθη ἀπὸ τὸ πρῶτο ἄγγιγμα τῶν χεριῶν, ἡ πληρότητα τῆς χαρᾶς μὲ μόνη τὴ θέα τοῦ Ἄλλου, ὅλα κατατείνουν προοδευτικὰ καὶ ἀνεπαίσθητα στὴν ἀνάγκη τῆς κορυφαίας ἡδονῆς. Ἀνάμεσα στὴν πληρωματικὴ αὐτὴ κατάληξη καὶ στὴν ἀφετηρία τῆς νεύσης τοῦ κάλλους, παρεμβάλλεται ἀπειρία διαβαθμίσεων τῆς ἐπιθυμίας. Ἀδύνατο νὰ ξεχωρίσει κανεὶς ἀνάμεσα στὴ ψυχικὴ ἐνέργεια καὶ στὴ σωματικὴ λειτουργία, στὸ πνευματικὸ γεγονὸς καὶ στὴ σαρκικὴ ἀπαίτηση, στὴν ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη καὶ στὴ βιολογικὴ ἀναγκαιότητα.
Δαιδαλώδης ἀλληλοπεριχώρηση ψυχικοῦ καὶ σωματικοῦ στὶς διαβαθμίσεις τῆς ἐπιθυμίας. Κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ πιστέψουν, πὼς τὰ πνευματικὰ σκιρτήματα στὸν ἔρωτα δὲν εἶναι παρὰ τεχνάσματα τῆς σωματικῆς ἀνάγκης. Ὅτι κυρίαρχο κίνητρο γιὰ κάθε ἔρωτα εἶναι ἡ ἐνστικτώδης ἀπαίτηση τῆς ἡδονῆς, ἡ βιολογικὴ ἀναγκαιότητα τῆς συνουσίας. Ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμὴ τῆς ἀφύπνισης στὴν ψυχικὴ εὐφορία τῆς χαρισματικῆς ἀμοιβαιότητας. Ἀκόμα καὶ ὁ ἔρωτας γιὰ τὴν τέχνη, τὴν ἐπιστήμη ἢ τὸν Θεό, εἶναι μόνο ἀσυνείδητη ἐξιδανίκευση τῆς βιολογικῆς ὁρμῆς.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἡ κοινὴ ἐμπειρία ὑπονομεύει τὴ σιγουριὰ τῆς μονόδρομης ἑρμηνευτικῆς. Δὲν εἶναι αὐταπόδεικτη ἡ προτεραιότητα τῆς σωματικῆς ἀνάγκης στὸν ἔρωτα. Ἴσως ἀντίθετα: Πλῆθος ἀπὸ περιπτώσεις ἀνέραστης συμπεριφορᾶς, ψυχρότητας ἢ ἀνικανότητας, ὀφείλονται ἀποκλειστικὰ σὲ ψυχικὲς ἀναστολές, ψυχολογικὰ συμπλέγματα, συνειδησιακὴ σύγχυση. Συχνὰ ἡ βιολογικὴ ἀναγκαιότητα μοιάζει ὑποταγμένη στὶς ψυχικὲς λειτουργίες, ἢ μετασκευάζεται ποικιλότροπα μὲ τοὺς ψυχικοὺς μηχανισμοὺς τῆς ἀπώθησης, τῆς ἐξιδανίκευσης, τῆς ἐγωκεντρικῆς ἄμυνας. Τόσο, ποὺ μοιάζει μᾶλλον ἀδύνατο νὰ διευκρινίσουμε μέσα σὲ συγκεκριμένα ὅρια τὸ ἐρωτικὸ γεγονός. Νὰ ποῦμε: μέχρις ἐδῶ εἶναι ψυχικὴ λειτουργία, ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα εἶναι βιολογικὴ ἀνάγκη καὶ ἐνστικτώδης ἀπαίτηση.


Αἰῶνες ὁλόκληρους η λεγομενη χριστιανικη ἀνθρωπότητα ἔζησε καὶ ζεῖ μὲ τέτοιες νομικὲς ὁριοθετήσεις τῆς ἐπιθυμίας. Ἀνάπτυξε ἕνα περίπλοκο Δίκαιο ἐξειδικευμένης περιπτωσιολογίας. Ἀτέλειωτες παραλλαγές: στὸ Δίκαιο τῆς ρωμαϊκῆς ἐκκλησίας, στὴν ἠθικὴ τῶν Καλβινιστῶν, στὸν πιετισμὸ τῶν Λουθηρανῶν, στὸν πουριτανισμὸ τῶν Μεθοδιστῶν, τῶν Βαπτιστῶν, τῶν Κουάκερων, στὸν εἰδωλοποιημένο ἠθικισμὸ τῶν Ἀναβαπτιστῶν, τῶν Παλαιοαποστολικῶν, τοῦ Στρατοῦ Σωτηρίας, τῶν Ζβιγκλιανῶν, τῶν Κονγκρεκασιοναλιστῶν.

Καθένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὀνόματα, μαζὶ μὲ πολλὰ ἄλλα, ἀντιπροσωπεύει καὶ μιὰ κωδικοποίηση τῶν νομικῶν ὁριοθετήσεων τῆς ἐπιθυμίας. Ἀντιπροσωπεύει καὶ κάποιες γενιὲς ἀνθρώπων. Χιλιάδες ἢ ἑκατομμύρια ἀνθρώπων ποὺ ἔζησαν τὴ μία καὶ μοναδικὴ ζωή τους πάνω στὴ γῆ μέσα σὲ κόλασκό.

Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐμπειρία τοῦ σωματικοῦ στὸν ἔρωτα κλιμακώνεται σὲ μιὰ ἐξειδικευμένη περιπτωσιολογία ἠθικῶν διαβαθμίσεων. Ἐφιαλτικὸς οἶστρος καταμετρήσεων τῆς ἐνοχῆς. Ἀκριβέστατος προσδιορισμὸς τῶν ὁρίων τῆς ἐπιτρεπόμενης ἡδονῆς. Ὣς ποῦ νὰ φτάνει ἡ σωματικὴ ἔκφραση τῆς τρυφερότητας, καὶ ποῦ νὰ σταματάει. Ρεαλιστικὲς λεπτομέρειες νομικῶν κατατάξεων, διείσδυση τῆς ἐνοχῆς στὶς πιὸ αὐθόρμητες πτυχὲς τῆς ἀνθρώπινης σχέσης.
Σίγουρα ὑπάρχουν ὅρια στὸν ἔρωτα. Μόνο ποὺ δὲν διαστέλλουν τὸ ψυχικὸ ἀπὸ τὸ σωματικό, τὴ νομικὴ ἐνοχὴ ἀπὸ τὴ νομικὴ ἀθωότητα. Ὑπάρχουν ὅρια πραγματικά, ἂν καὶ δυσδιάκριτα, ἀνάμεσα στὴ σχέση καὶ στὴ μὴ σχέση. Στὴν αὐτοπροσφορὰ καὶ στὴν ἐγωκεντρικὴ ἀπαίτηση. Στὸν ὄντως ἔρωτα καὶ στὸ ἀπείκασμα τοῦ ὄντως ἔρωτος.


Ἂν ὁ ἔρωτας εἶναι ἐπιθυμία ζωῆς, «ζωῆς ἀπερίσταλτης, ζωῆς αἰώνιας, ζωῆς δίχως ὅρια, δίχως ἀνάγκη μέσου ἢ ὀργάνου γιὰ νὰ ἐκφραστεῖ», τότε ἡ πρωτοχριστιανικὴ Παράδοση προτείνει τὴν ἐπαρκέστερη ἑρμηνεία τοῦ ἔρωτα: Εἶναι ὁ τρόπος τῆς «ὄντως ζωῆς» ἀποτυπωμένος στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη: ἀπαύγασμα τῆς «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Σπαρμένη μέσα στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα του, ἡ «ἀγαπητικὴ δύναμη» καθορίζει τὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς φύσης. Φυσικὴ ὁρμὴ ζωῆς ἀποκαλυπτικὴ τοῦ ἀπρόσιτου «πυρήνα» τῆς ὑπόστασης τοῦ ἀνθρώπου, τῆς προσωπικῆς του ἑτερότητας.

Στὴν προοπτικὴ αὐτῆς τῆς ἑρμηνευτικῆς, ὁ ἔρωτας δὲν εἶναι ἐπιμέρους λειτουργία τῆς φύσης, ἱκανότητα διαιώνισης τοῦ εἴδους. Ἀνήκει στὸν προσωπικὸ τρόπο ὑπάρξεως τῆς φύσης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐνεργεῖται καθολικά, μὲ κάθε σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἐνέργεια ἢ λειτουργία τῆς φύσης. Δίχως δυνατότητες νὰ διασταλεῖ καὶ ὁριοθετηθεῖ τὸ ψυχικὸ ἀπὸ τὸ σωματικὸ γεγονὸς στὸν ἔρωτα.

Ἡ χριστιανικὴ Παράδοση ὀνομάζει «πτώση» τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἐκτροπὴ τῆς ὁρμῆς γιὰ τὴ ζωὴ σὲ φορὰ πρὸς τὸν θάνατο. Ἐκ-τρέπεται ἡ φύση, τρέπεται ἐκτὸς τῆς ζωῆς, ἐκτὸς τοῦ τρόπου τῆς «ὄντως ὑπάρξεως». Αὐτονομεῖται ἡ ὑπαρκτικὴ ἐνέργεια ἢ λειτουργία τῆς φύσης ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν προσωπικὸ πυρήνα τῆς ζωτικῆς της ὑπόστασης. Ἐνεργεῖ καὶ λειτουργεῖ ὄχι μὲ τὸν τρόπο τῆς προσωπικῆς ὕπαρξης, ὄχι ὡς ἀγαπητικὴ σχέση καὶ ἐρωτικὴ αὐθυπέρβαση. Ἀλλ᾿ ὡς αὐτόνομη φορὰ καὶ ὁρμὴ αὐτοσυντήρησης, αὐτοϊκανοποίησης, αὐτοκατοχύρωσης τοῦ ἀπρόσωπου ἀτόμου.

Ὅπου ὁ νόμος δὲν ἁπλώνει τὰ θανατερά του πλοκάμια, ἡ χαλιναγώγηση τῆς ἀπρόσωπης ὁρμῆς γιὰ χάρη τοῦ προσωπικοῦ ἔρωτα δὲν σημαίνει ὑποτίμηση τῆς φύσης, περιφρόνηση τοῦ κορμιοῦ. Δὲν βιώνεται φυσιοκεντρικὰ σὰν ἀτομικὸ κατόρθωμα - κατόρθωμα τῆς φυσικῆς θέλησης ἄσχετο μὲ τὸν προσωπικὸ τρόπο ὑπάρξεως. Ἁγνότητα καὶ ἐγκράτεια τροφῆς -πάντοτε μαζὶ- εἶναι ἄσκηση ἑτοιμότητας γιὰ τὴν πληρότητα τῆς σχέσης. Νὰ νικηθοῦν οἱ ἀντιστάσεις αὐτονομίας τῆς φύσης ποὺ ἀποκλείουν ἢ ἀλλοτριώνουν τὴν προσωπικὴ σχέση. Νὰ μεταστραφεῖ ἡ ἐκτροπὴ τοῦ θανάτου σὲ τρόπο τῆς ζωῆς.

Ὅπου ὁ νόμος δὲν ἁπλώνει τὰ θανατερά του πλοκάμια, ἡ ἁγνότητα εἶναι ἐρωτικὸ γεγονός. Ὑπέρβαση τοῦ μεριστοῦ ἔρωτα, γιὰ χάρη τοῦ ὁλόκληρου ἔρωτα. Ἄρνηση τῶν ἡδονικῶν φαντασιώσεων ζωῆς, γιὰ χάρη τῆς καθολικῆς ἐρωτικῆς σχέσης ποὺ ἀγκαλιάζει κάθε πτυχὴ τῆς ζωῆς. Κάθε ἄνθρωπο καὶ κάθε κτίσμα. Μὲ σκοπὸ τελικὸ τὴν πηγὴ καὶ πληρότητα τοῦ ἔρωτα: τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Ο Χρήστος Γιανναράς είναι σύγχρονος Έλληνας καθηγητής φιλοσοφίας και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 1935.
Σπούδασε θεολογία στην Αθήνα και φιλοσοφία στη Βόννη και το Παρίσι (Σορβόνη). Διδάκτωρ φιλοσοφίας της Faculte des lettres et sciences humaines του Πανεπιστημίου της Σορβόνης και της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Επίσης, είναι επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, του St Vladimir's Orthodox Seminary της Νέας Υόρκης και της Σχολής του Τιμίου Σταυρού της Βοστώνης.

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Τα Ταξίδια Και Τα Ονείρατα...

<Στη ζωή μου οι πιο μεγάλοι μου ευεργέτες
στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα.>>
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ- ΤΑΞΙ∆ΕΥΤΗΣ
╔═════════✽
Να γυρίζεις τη γης, να βλέπεις - να βλέπεις-
 και να μην χορταίνεις- καινούργια χώματα και θάλασσες κι ανθρώπους
 και ιδέες, και να τα βλέπεις όλα για πρώτη φορά,
 να τα βλέπεις όλα σα για τελευταία φορά, με μακρόσερτη ματιά,
 κι έπειτα να σφλανάς τα βλέφαρα και να νιώθεις τα πλούτη να κατασταλάζουν μέσα σου ήσυχα, τρικυμιστά, όπως θέλουν, ωσότου
 να τα περάσει
 από την ψιλή κρισάρα του ο καιρός,
να κατασταλάξει το ξαθέρι απ' όλες τις χαρές και τις πίκρες σου - τούτη η αλχημεία της καρδιάς, είναι, θαρρώ μια μεγάλη, αντάξια του ανθρώπου ηδονή.
   Το κείμενο είναι απόσπασμα από τον πρόλογο του
Νίκου Καζαντζάκη στο βιβλίο
 "Ταξιδεύοντας στην Ισπανία".
╔═════════✽
Το ιδανικό μου θα ήταν οχτώ μήνες ταξίδι και τέσσερις μήνες μοναξιά.
.....................
Ένα μονάχα αξίζει: το ταξίδι.
╔═════════✽
Αυτά τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη
συνοψίζουν το πάθος του για τα ταξίδια.
Από την πρώτη του νεότητα μέχρι το θάνατό του
 δεν έπαψε να ταξιδεύει στην Ελλάδα,
στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική.
 Ήταν ένας ακούραστος ταξιδιώτης.
 Για ποιούς λόγους;
 Τι αναζητούσε ακριβώς μέσα στις πολλαπλές του περιηγήσεις;
╔═════════✽
 Στο τελευταίο του βιβλίο
Αναφορά στον Γκρέκο,
καταγράφει την πνευματική του αναζήτηση με αυτά τα λόγια:
« Όλα μου τα ταξίδια είχαν γίνει μια μονάχα κόκκινη γραμμή που ξεκίναγε από
τον άνθρωπο για να φτάσει στο Θεό».
╔═════════✽╔═════════✽


Γιατί ποιός μπόρεσε ποτέ αγαπητοί μου  φίλοι ...σε ένα ταξίδι ονειρικό να αρνηθεί να αφεθεί ..... σε ένα  τοπίο Ελληνικό να περιπλανηθεί...τη σκέψη και το νου του εκεί να ταξιδέψει.........
που απλά ...ένα τοπίο μοναχά αυτό  δεν είναι......
Έχει ένα όνομα το τοπίο αυτό - το λένε Μαραθώνα, Σαλαμίνα, Ολυμπία,
Θερμοπύλες, Μυστρά - Βουνό και θέρετρο Κενταύρων.. συνδέεται με μιαν ανάμνηση...ιστορική....μιαν ανάμνηση μυθολογίας....και το διάβα της μικρής της χώρας αυτής....μέσα  στ' ανθρώπου την Ιστορία......
Φέρνει στο νου ...στιγμές....ανύψωσης...ιστορικής....μα και ήττες.....που μας ντρόπιασαν...
Κάθε ένα  τοπίο μας .......και μια μοναδική ιστορία.....
Κι έρχονται εκείνες οι  στιγμές...που αδυνατούμε......και την πραγμάτωση των ταξιδιών μας αναβάλλουμε......πάντα ελπίζοντας...εκεί στο αύριο ...που θα μας ταξιδέψει.....
Είναι οι σημερινές αυτές οι  συγκυρίες....που...τα όνειρά μας φρέναραν ...αυτά και τα τα ταξίδια....μα πάντα ένας τρόπος εκεί ...εκεί παραμονεύει ...να ξαναγευθούμε...τα ταξίδια...της αναζήτησης......πολλά τα κείμενα ...μα ακόμα μαγικότερα μέσα από τα υπέροχα τα κείμενα αυτά .....του Καζαντζάκη.......
Τα ταξίδια του νου....τα ακριβότερα ταξίδια μας.....
Η ζωή είναι αληθινή ...ζητά τη φαντασία μας ... μα όχι την  φαντασίωση τη νοσηρή......
Ζητά το χρώμα ...ζητά την εσωτερική εμβάθυνση...το σκύψιμο στα θέλω τα πραγματικά...μακριά από την τετριμμένη την  καθημερινότητά μας.....
Κι εσύ εκεί....ν' αναζητάς για να ξεφύγεις...γνώση ...σοφία και εμβάθυνση...να προσπαθείς καθημερινά να της προσφέρεις...
Ταξίδια μακρινά ή κοντινά...διαδρομές μες στην ψυχή ...που σε σταθμούς καινούριους θα σε φέρουν...
Μόν' πρόσεχε καρδιά μου εσύ...το ταξίδι εσύ να επιλέξεις...και μην σε παρασύρουνε τα τρένα τα ακριβά και τα πολυτελή...
Μπορεί απέξω να γυαλίζουνε ...να σου υπόσχονται ταξίδια ονειρικά...μα σαν στα τρένα αυτά θα επιβιβαστείς....σε σταθμούς χωρίς καθόλου ομορφιά και πράσινο...και γιασεμιά μπορεί και να σε βγάλουν....
Γρανάζια μιας άλλης μηχανής...γυαλιστερής σου φαίνονται...ταχύτητες μεγάλες αναπτύσσουν....μα τα ταξίδια τα ονειρικά ταχύτητες δεν αναγνωρίζουν....
Γαλήνιες θέλουν τις διαδρομές τα ονειρικά και μαγικά ταξίδια...τη θέα από το παράθυρο...νάχουν το χρόνο για να σεργιανίσουν...και τις φωτογραφίες της στιγμής...μες στην καρδιά να αποτυπώσουν....
Αναζήτησε και διάλεξε μονάχος σου...το χάρτη κράτα εσύ στα χέρια σου...και τις διαδρομές του ταξιδιού σου να διαλέξεις....
Άλλωστε .....τα ταξίδια....πλην της ψυχαγωγίας σου αυτής ......ταξίδια αναζήτησης   λογίζονται...και είναι.....
Πάντα στο νου μας νάρχεται ... συχνά.. η ρήση του Γεώργιου Βιζυηνού η φιλοσοφημένη :
''Άχ ψυχή μου ,τίποτα δεν είδες στη ζωή σου .... τίποτα...... ''
 Κείμενο -Σοφία Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 
 ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

12 Νοεμβρίου 2015

Gabriel Garcia Marquez, Αποχαιρετιστήρια Επιστολή.

“Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα
φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή,
ίσως να έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι,
αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ..
Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι’ αυτά που αξίζουν,
αλλά γι’ αυτό που σημαίνουν.
Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ,
γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως.
Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόταν.
Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν,
και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!!
Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή,
θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο,
αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου..
Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο,
και θα περίμενα να βγει ο ήλιος.
Θα ζωγράφιζα μ’ ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα,
ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ
θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη.
Θα πότιζα με τα δάκρια μου τα τριαντάφυλλα,
για να νοιώσω τον πόνο από τα’ αγκάθια τους,
και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους
Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή…
Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μια μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ,
ότι τους αγαπώ.
Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι αγαπητοί μου,
και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.
Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι
παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν,
χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται..
Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει.
Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη.


Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού,
χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία,
βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά..
Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του,
για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.
Να λες πάντα αυτό που σκέφτεσαι και να κάνεις πάντα αυτό που νοιώθεις..


Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ ‘έβλεπα να κοιμάσαι,
θα σ’ αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο
για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου.
Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα να βγαίνεις από την πόρτα,
θα σ’ αγκάλιαζα και θα σου’ δινα ένα φιλί,
και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα.
Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου,
θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά.
Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ’ ‘έβλεπα,
θα έλεγα “σ’ αγαπώ” και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη.
Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει και άλλες ευκαιρίες
για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει,
αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα,
θα’ ήθελα να σου πω πόσο σ’ αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.
Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος.
Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς.
Γι’ αυτό μην περιμένεις άλλο, καν’ το σήμερα,γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ,
θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο,
μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια επιθυμία.
Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου,
πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι,
αγάπα τους και φέρσου τους καλά,
βρες χρόνο για να τους πεις “συγγνώμη”
“συγχώρεσε με”, “σε παρακαλώ”. “ευχαριστώ”
κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις.
Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις.
Ζήτα απ’ τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις.
Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα”.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Ένας ύμνος για την αληθινή ζωή...και την αξία της...
Ένας ύμνος ...ένα άγγιγμα ψυχής, γι αυτούς που θέλουν, επιθυμούν και προσπαθούν ,να ρουφούν τη ζωή ,χωρίς να αναλώνονται άσκοπα...
Ένας ύμνος ,για τους υμνητές του Έρωτα....του Έρωτα για την ζωή την ίδια...
Μακριά από μικρότητες, ανασφάλειες και κομπλεξισμούς....
Μακριά από πλασματικές καταστάσεις...
Ένας ύμνος για την αξία του πολύτιμου χρόνου μας πάνω στη Γη ετούτη....
Σοφία Θεοδοσιάδη. 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

γράμματα και τέχνες
κίνηση ιδεών



Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

"Ένα σπουδαίο πνεύμα μας αποχαιρετά"
Μετάφραση από τα Ισπανικά: Βασίλης Τερζής
 
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έχει αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή για λόγους υγείας: καρκίνος στους
λεμφαδένες.Η κατάστασή του μοιάζει να επιδεινώνεται μέρα με τη μέρα. Η αποχαιρετιστήρια επιστολή που ακολουθεί εστάλη από τον συγγραφέα στους φίλους του και χάρη στο Ίντερνετ έφτασε και σε μας.
  Σας συστήνω να τη διαβάσετε, καθώς πρόκειται για ένα πραγματικά συγκινητικό κείμενο γραμμένο από έναν από τους λαμπρότερους λατινοαμερικανούς συγγραφείς του αιώνα που μας πέρασε.
 
 "Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ.
 Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι' αυτό που αξίζουν, αλλά γι' αυτό που σημαίνουν.
Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!
 Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου.
  Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος.  Θα ζωγράφιζα μ' ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρια μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ' αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους...
Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή... Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.
Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους... Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.
Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ' αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.
Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ' αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να βγαίνεις απ' την πόρτα, θα σ' αγκάλιαζα και θα σου 'δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ' έβλεπα, θα έλεγα "σ' αγαπώ" και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη. 
Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μάς δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα 'θελα να σου πω πόσο σ' αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.
Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι' αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν' το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις "συγνώμη", "συγχώρεσέ με", "σε παρακαλώ", "ευχαριστώ" κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις.
Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ' τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα."
  ΣΤΕΙΛΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΣΕ ΟΠΟΙΟΥΣ ΘΕΛΕΙΣ
  Εάν δεν το κάνεις σήμερα, αύριο θα είναι όπως και χθες.  Κι αν δεν το κάνεις ποτέ, δεν πειράζει.
Ξεκίνα να κάνεις πράξη τα όνειρά σου.  Τώρα είναι η ώρα.
 Ότι διαβάσατε μέχρι τώρα γράφτηκε στα ισπανικά και είναι η μετάφραση του πρωτότυπου κειμένου που ακολουθεί. Το έλαβα από μια ισπανίδα φίλη μου και επιστράτευσα αμέσως όλες τις γνώσεις μου στα ισπανικά για να το μεταφράσω και να το στείλω και σε έλληνες φίλους. Νομίζω ότι άξιζε τον κόπο.
(Ισπανόφωνοι και λοιποί γνώστες της ισπανικής συγχωρέστε με για τα ενδεχόμενα «λαθάκια» στην απόδοση)
Βασίλης Τερζής Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες βιογραφικά στοιχεία►
 
"Se despide un genio"
Gabriel García Márquez se ha retirado de la vida pública por razones de salud: cáncer linfático.  Ahora, parece, que es cada vez más  grave.  Ha enviado una carta de despedida a sus amigos, y gracias a Internet está siendo difundida.
Les recomiendo su lectura porque es verdaderamente conmovedor este corto texto escrito por uno de los Latinoamericanos más brillantes de los últimos tiempos.
"Si por un instante Dios se olvidara de que soy una marioneta de trapo y me regalara un trozo de vida, posiblemente no diría todo lo que pienso, pero en definitiva pensaría todo lo que digo.
Daría valor a las cosas, no por lo que valen, sino por lo que significan.
Dormiría poco, soñaría más, entiendo que por cada minuto que cerramos los ojos, perdemos sesenta segundos de luz.  Andaría cuando los demás se detienen, despertaría cuando los demás duermen.  Escucharía cuando los demás hablan y cómo disfrutaría de un buen helado de chocolate!
Si Dios me obsequiara un trozo de vida, vestiría sencillo, me tiraría de bruces al sol, dejando descubierto, no solamente mi cuerpo, sino mi alma.

 
Dios mío si yo tuviera un corazón, escribiría mi odio sobre el hielo, y esperaría a que saliera el sol.  Pintaría con un sueño de Van Gogh sobre  las estrellas un poema de Benedetti, y una canción de  Serrat sería la serenata que les ofrecería a la luna.  Regaría con mis lágrimas  las rosas, para sentir el dolor de sus espinas, y el encarnado beso de sus pétalos...
Dios mío, si yo tuviera un trozo de vida...  No dejaría pasar un sólo día sin decirle a la gente que quiero, que la quiero.  Convencería a cada mujer u hombre que son mis favoritos y viviría enamorado del amor.
A los hombres les probaría cuán equivocados están al pensar que dejan de enamorarse cuando envejecen, sin saber que envejecen cuando dejan de enamorarse!  A un  niño le daría alas, pero le dejaría  que él solo aprendiese a volar.  A los viejos les enseñaría que la muerte no llega con la vejez, sino con el olvido.  Tantas cosas he aprendido de ustedes, los hombres...  He aprendido que  todo el mundo quiere vivir en la cima de la montaña, sin saber que la verdadera felicidad está en la forma de subir la escarpada.  He aprendido que cuando un recién nacido aprieta con su pequeño puño, por primera vez, el dedo de su padre, lo tiene atrapado por siempre.
He aprendido que un hombre sólo tiene derecho a mirar a otro hacia abajo, cuando ha de ayudarle a levantarse.  Son tantas cosas las que he podido aprender de ustedes, pero realmente de mucho no habrán de servir, porque cuando me guarden dentro de esa maleta, infelizmente me estaré muriendo.
Siempre di lo que sientes y haz lo que piensas.  Si supiera que hoy fuera la última vez que te voy a ver dormir, te abrazaría fuertemente y rezaría al Señor para poder ser el guardián de tu alma.  Si supiera que esta fuera la última vez que te vea salir por la puerta, te daría un abrazo, un beso y te llamaría de nuevo para darte más.  Si supiera que esta fuera la última vez que voy a oír tu voz, grabaría cada una de tus palabras para poder oírlas una y otra vez indefinidamente.  Si supiera que estos son los últimos minutos que te veo diría “te quiero” y no asumiría, tontamente, que ya lo sabes. 
Siempre hay un mañana y la vida nos da otra oportunidad para hacer las cosas  bien, pero por si me equivoco y hoy es todo lo que nos queda, me gustaría decirte cuanto te quiero, que nunca te olvidaré.
El mañana no le está asegurado a nadie, joven o viejo.  Hoy puede ser la última vez que veas a los que amas.  Por eso no esperes más, hazlo hoy, ya que si el mañana nunca llega, seguramente lamentarás el día que no tomaste tiempo para una sonrisa, un abrazo, un beso y que estuviste muy ocupado para concederles un último deseo.  Mantén a los que amas cerca de ti, diles al oído lo mucho que los necesitas, quiérelos y trátalos bien, toma tiempo para decirles "lo siento", "perdóname", "por favor", "gracias" y todas las palabras de amor que conoces.
Nadie te recordará por tus pensamientos secretos.  Pide al Señor la fuerza y sabiduría para expresarlos.  Demuestra a tus amigos cuanto te importan.”
ENVIA ESTO A QUIENES QUIERAS
Si no lo haces hoy, mañana será igual que ayer.  Y si no lo haces nunca tampoco importa.
Ponle acción a tus sueños.  El  momento es este. 


,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

                                                           Magic Ernesto Cortazar                               

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,