12 Δεκεμβρίου 2015

Τα Ψεύτικα τα Λόγια τα Μεγάλα....



Δεν είναι που θέλω απαισιόδοξα να σκέφτομαι...όχι δεν είναι αυτό και ούτε και στη δική μου φορεσιά ταιριάζει....
Μα έρχονται μέρες , ώρες, καταστάσεις δύσκολες, που η αμφισβήτηση γι' αυτά που έμαθες , που κουβαλάς, που σ' έκαναν να μοιάζεις άτρωτος ,αγέρωχος και δυνατός, την ψυχή μα και τον νου σου κυριεύει...και τότε να βάλεις τάξη στο μυαλό σου προσπαθείς...και με τα όρια της ψυχραιμίας σου να αναμετρηθείς....
Ποτέ μου δεν μου άρεσε το μίζερο , μεμψίμοιρο,των διαδρόμων το κουτσομπολιό...που τα προβλήματα,απλά τα διογκώνει και τα μεγαλώνει...
Είναι όμως κάποια πράγματα στα μάτια σου μπροστά , που να τα προσπεράσεις έτσι ασχολίαστα και αδιάφορα, ποτέ σου δεν μπορείς...
Δείχνεις συχνά πυκνά , εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, το χέρι τους απλώνεις και μαζί τους μια πορεία δημιουργική διαλέγεις να ακολουθήσεις ,να διαβείς μονάχος καθώς είναι δύσκολο, παράδεισους να ψάχνεις...

Και δεν μιλώ μονάχα για αυτούς που διάλεξες , αυτούς που πήρες απ' το χέρι ,στην καθημερινή, την προσωπική σου τη  ζωή να πορευθείς...
Μιλώ για τους ανθρώπους που εμπιστεύτηκες. που νόμισες. που διάλεξες, που τους έδωσες το δικαίωμα για σε να αποφασίζουν, για τη ζωή σου καθημερινά να παλεύουν με τους νόμους και σε καλύτερη τροχιά τον κόσμο σου να φέρνουν...
Μα αυτοί χρόνια τώρα αποδείχθηκαν ανάξιοι, κι εσύ πάντα προδομένος...
Σού έταξαν, σου υποσχέθηκαν, σου χαμογέλασαν , με πλαστικά χαμόγελα που την καρδιά σου , σαν δεν το υποψιάστηκες , με ζεστασιά και ελπίδα τη γεμίσαν...
Μα πόσο ψέμμα να αντέξει και να καταπιεί μονάχη μια καρδια ?
Πόσο να αντέξειστα αραδιασμένα σου τα ψέμματα μπροστά και να μην σπάσει...  να  ραγίσει ?
Μπροστά της και απροκάλυπτα, οι κυβερνώντες τούτοι εδώ, το ψέμμα  για γλυκό χαπάκι σου σερβίρουν.

Βολεύονται, αλυχτούν, τρέχουν σαν τα αδέσποτα σκυλιά...ένα ξεροκόκκαλο ακόμα ,στην άδεια τους ψυχή να το προσθέσουν...
Για σας μιλώ, τα  αδέλφια μου.... αριστερά που λέγατε πως σκέφτεστε....
Λες κι έχει από αιώνες το δίκαιο του ανθρώπου γνώση...από αριστερές η δεξιές στροφές.....
Το δίκαιο μόνο δικαίωση ζητά...και από στροφές δεν ξέρει.....
Κι ενώ η τσέπη τους άδεια ποτέ δεν ήταν, γιατί πάντα εδώ στη χώρα μου, οι πλούσιοι είθισται και να μας κυβερνάνε ή τα διαπλεκόμενα συμφέροντα, τις σάρκες μας να ροκανίζουν και να γδέρνουν, αχόρταγοι , άρπαγες, εγωιστές, κατώτεροι των περιστάσεων, ανθρωπάκια της βολεψιάς, θλίψη και φόβο και απελπισιά στους γύρω τους σκορπούν.
Αφήνουνε ανεξέλεγκτους ,ανίκανους ,αγράμματους, επιχειρηματίες της δεκάρας μιας της μόρφωσης και της Παιδείας νυχτωμένοι μακριά, τα ηνία της καθημερτινής ζωής ανθρώπων να κρατούν...

Όχι δεν αντέχεται αυτό...και πάλι στο ίδιο έργο θεατές, εμείς να είμαστε και άπραγοι να παρακολουθούμε...
Βολεψάκηδες κι αυτοί, τα τομάρια τους κοιτάνε να βολέψουν..
Και ούτε τσίπα ούτε ντροπή για τις επιλογές τους...
Βολεύουν τις γυναίκες τους στα Πανεπιστήμια και πανεπιστημιακούς τις χρήζουν...λες και στον τόπο τούτο δω, άλλα μυαλά καλύτερα με επλούσιες περγαμηνές, εκεί έξω , δεν υπάρχουν...
Ντροπή και αίσχος και όνειδος μονάχα σας ταιριάζει...που μετανάστες σπρώχνετε τα όνειρα λαμπρών μυαλών... να ταξιδέψουν και να γίνουν...
Λόγια σκορπίσατε πολλά μα όλα φούσκες έμοιαζαν και στα κεφάλια μας..σαν πέτρες επροσγειωθήκαν...


Κι έρχεται η ώρα μέσα σου να αναρωτηθείς για άλλη μια φορά, αν για όλα αυτά που εσύ προσπάθησες, θυσίασες ώρες ατέλειωτες ,νόμισες πως κατέκτησες, χάρηκες και λυπήθηκες, για αποτυχίες και επιτυχίες...αν όλα αυτά χαμένα , που τα σκόρπισε ο αέρας της ψευτιάς της φτήνιας ,του εγωκεντρισμού, της αρπαχτής και του συμφέροντος, παρανάλωμα της φωτιάς γινήκαν...



Είναι κάποιες φορές που σκέφτομαι έντονα...από που αρχίζει η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο...και αναρωτιέμαι και θλίβομαι συγχρόνως...
Πάντα και πάντοτε η ίδια απάντηση στο νου μου τριγυρνά....
Όλοι να πάρουν από σένα πάντα σου ζητούν...χωρίς να θέλουν ίσο μερίδιο κι αυτοί να καταθέσουν...
Σαν είσαι ένα μικρό παιδί...ακόμα και μέσα στο ίδιο σου το σπίτι έρχονται στιγμές...που σου ζητούν , τις ίδιες τις δυνάμεις σου να υπερβείς...για να φανείς αντάξιος στις προσδοκίες τις μεγάλες των γονιών σου...

Κι ύστερα σαν τα χρόνια σου περνούν και στην αρένα της ζωής θα βγείς...και να αντιμετωπίσεις τις προκλήσεις της θα προσπαθήσεις...θωρακισμένος σαν σου φαίνεται πως είσαι...πάλι μπροστά στα αδιέξοδα και στα κενά σου θα βρεθείς... 
Σε πρόδωσαν πάλι και ξανά και άνθρωποι και ειθύνοντες και αληταράδες υποσχόμενοι, 
μεσσίες της Αριστεράς...με ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα...υποκριτές και συμφεροντολόγοι, άρπαγες ψυχών , ζωών  ,χαράς και γέλιου των ανθρώπων...
Μα πρέπει για άλλη μια φορά, μέσα σου να σκύψεις πάλι εσύ βαθιά , κι από τη δική σου την δεξαμενή  νεράκι να αντλήσεις....
Τώρα τους ξέρεις και τους έμαθες...πως το ποτήρι αυτοί με το νερό ...ποτέ εις το δικό σου στόμα δεν προσφέρουν....
Αυτοπροσδιορίζονται..δίνουν τίτλους στους εαυτούς τους και καταλαμβάνουν θέσεις... βολεύουν τις γυναίκες τους ,τα παιδιά τους....και λυμαίνονται το δίκαιο του λαού....
Σαν νάναι οι μοναδικοί πολίτες πρώτης κατηγορίας... μέσα στον τόπο τούτο....
Συναναστρέφονται ανόητες ...φαντασιόπληκτες...νεόπλουτες κυρίες...και μας παρουσιάζουν μια ζωή σε life style...ως νάναι σταρ του Σινεμά....
Διεκδικούνε τίτλους Πανεπιστημιακούς...για να διδάξουν απορώ ...άραγε τι να μεταλαμπαδεύσουν εις τους νέους ?
Ας αναλογιστούν λοιπόν....τι πράττουν...
Ο Φρανκ Σινάτρα είπε : Εγώ θα ζω μέχρι να πεθάνω...
Εσείς κύριοι ζείτε ή περιφέρεσθε ?

(Κείμενο- Τα Ψεύτικα τα Λόγια τα Μεγάλα )
της Σοφίας Θεοδοσιάδη - εκπαιδευτικού.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 Ο Νίκος Γκάτσος -σε τηλέφωνο- απαγγέλει και τραγουδά ο ίδιος "Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα" πολύ πριν την ενορχήστρωση, με συνοδεία Κώστα Φέρρη και στο πιάνο ο Σταύρος Ξαρχάκος.

 

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ: Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα (ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ)

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

11 Δεκεμβρίου 2015

Παγκόσμια Ημέρα για το Παιδί.....


ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ ΑΓΟΡΙ Μην κλαις αγόρι γοερά
το δάκρυ σου πληγώνει τη Γη
που απορροφά κάθε σταγόνα ευλαβικά.
Οι άνθρωποι είναι αδιάβροχοι
σκληροί & γρανιτένιοι.
Δε νοιώθουν τα συναισθήματα
που κρύβονται στα δάκρυά σου.
~
Μη βλέποντας την αγωνία που ζωγραφίζεται
στο παιδικό φοβισμένο πρόσωπο.
Μη βλέποντας το τρέμουλο
στο παιδικό βασανισμένο κορμάκι.
Μη βλέποντας το άδειο χεράκι
που δεν ανοίγει η αθώα σου αξιοπρέπεια.
Σε προσπερνούν...
~
Θα έρθει η ώρα
που θα χύσουν καυτό δάκρυ.
Ίσως τότε θυμηθούν
το αγόρι που προσπέρασαν αδιάφορα
κάποια στιγμή στην αγχωμένη ζωή τους
και τότε θα αισθανθούν τον πόνο σου.
Ίσως τότε να ξαναγίνουν... Άνθρωποι.


 (Ελένη Ιωάννου) «Για τα παιδιά του κόσμου»
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


Aπόσπασμα από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, "Αναφυλλητό".
------------------------------------------------------------------------------
Τα παιδιά θέλουν παπούτσια
τα παιδιά θέλουν ψωμί
θέλουνε και φάρμακα
δούλεψε και συ.
Γέλα κλαίγε κι όλο λέγε
το παιδί: ζωή.
Τίποτ’ άλλο, Ζωή.
Ζύμωνε στη σκάφη
πρώτο σου ζυμάρι, πρώτο σου ψωμί
ένα καλυβάκι μια μικρούλα αυλή
για το παιδί.

Ζύμωνε το χώμα
με το δάκρυ δάκρυ
φτιάξε ένα χωμάτινο πουλί
να πετάει τη νύχτα
και να κελαηδεί
για το παιδί.
Τούτη είναι η ζωή μας
τούτο το μεγάλο, τίποτ’ άλλο
γέλα κλάψε, πες ό,τι θες
Το παιδί ζωή: ζωή
τίποτ’ άλλο!



Απλά , ήρεμα, στωικά, χωρίς φανφαρονισμούς και μεγαλοστομίες. όχι μια μέρα, μα κάθε μέρα, ας σταθούμε απέναντι στο παιδί.
Η αγάπη , η ελευθερία, το όνειρο που θα μεταλαμπαδεύσουμε στο παιδί, αυτό , αυτό θα κάνει τον κόσμο καλύτερο.....*
Ευτυχισμένα παιδιά = καλλιεργημένοι πολίτες... που προχωράνε τον κόσμο...

Σοφία Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Αφιερωμένο στα παιδιά όλου του κόσμου ....
Όλα τα παιδιά, αυτά που πρωτοβλέπουν το φως, τα παιδιά που μεγαλώνουν σε έναν τρελλαμένο κόσμο, μα και τα μεγάλα παιδιά, που κρύβουν καλά μέσα τους το παιδί...
Το παιδί που ονειρεύεται, το παιδί που ελπίζει , το παιδί που είναι το νήμα για την συνέχεια της ανθρωπότητας....
Σοφία Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

                                    Κάποτε θα 'ρθουν να σου πουν- Παύλος Σιδηρόπουλος..


,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


Πως να κρυφτείς από τα παιδιά - Διονύσης Σαββόπουλος.

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

10 Δεκεμβρίου 2015

Χριστουγεννιάτικη ιστορία - Βιβλίο του Κάρολος Ντίκενς


Ποιός από μας δεν διάβασε και ξαναδιάβασε, το κλασσικό πλέον ,λογοτεχνικό εν τέλει βιβλίο του Κάρολος Ντίκενς και δεν μαγεύτηκε ...δεν μελαγχόλησε γλυκά και τρυφερά....
Αφεθείτε στο πνεύμα των Χριστουγέννων....

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΛΕ'Ι'
 
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΛΕΪ

Διαβάστε περισσότερα στο: www.ithaque.gr
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΛΕΪ

Διαβάστε περισσότερα στο: www.ithaque.gr
"Παραμονή Χριστουγέννων. Σκυμμένος πάνω απ το γραφείο του, ο Εμπενέζερ Σκρούτζ δούλευε ασταμάτητα. Το δωμάτιο ήταν μάλλον κρύο, γιατί τα λιγοστά κάρβουνα στη σόμπα δεν ζέσταιναν αρκετά. Όχι όχι έλειπαν του Σκρούτζ τα χρήματα για ν αγοράσει περισσότερα κάρβουνα. Αλλά ο Εμπενέζερ Σκρούτζ ήταν ένας φοβερός τσιγκούνης! Στο διπλανό δωμάτιο, χωρίς θερμάστρα, εργαζόταν ο Μπόμπ Κράτσιτ, ο κλητήρας του, πού έτρεμε ολόκληρος από την παγωνιά. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε κι ένας χαμογελαστός άντρας μπήκε στο γραφείο.
«Θείε, Καλά Χριστούγεννα!».
«Κακά, ψυχρά κι ανάποδα…» γκρίνιαξε ο Σκρούτζ.
«Θείε μου, μή μουτρώνεις. Ήρθα να σε καλέσω για το μεσημέρι», είπε ο Φρέντ, ο ανιψιός του.
Αλλά ο Σκρούτζ αρνήθηκε την πρόσκληση. Ποτέ του δεν γιόρταζε τα Χριστούγεννα. Τα θεωρούσε χάσιμο χρόνου. Όμως η απάντηση του Σκρούτζ δε χάλασε το κέφι του Φρέντ. Έφυγε χαμογελαστός, αφού προηγουμένως αντάλλαξε ευχές με τον Μπόμπ Κράτσιτ.
Λίγα λεπτά αργότερα χτύπησαν την πόρτα. Ο υπάλληλος έτρεξε ν ανοίξει. Παρουσιάστηκαν δυο κύριοι.
«Εδώ είναι η εταιρεία Σκρούτζ και Μάρλεϊ;» ρώτησε ο πρώτος.
«Ο συνέταιρός μου, ο Μάρλεϊ, πέθανε σαν απόψε πριν από εφτά χρόνια», του απάντησε ψυχρά ο Σκρούτζ.
«Τα συλλυπητήρια μου», είπε ο δεύτερος.
«Εμείς κάνουμε έρανο για τους φτωχούς. Αύριο, πού ξημερώνει μέρα χαράς, υπάρχουν, δυστυχώς, άνθρωποι πού υποφέρουν από το κρύο και την πείνα. Μπορούμε να έχουμε τη συνδρομή σας;».
Ο γέρο-σπαγκοραμμένος δεν είχε σκοπό να ξοδέψει ούτε μία πένα για να βοηθήσει τους συνανθρώπους του και απάντησε αρνητικά στους δυο επισκέπτες.
Εκείνοι έφυγαν απογοητευμένοι, χωρίς να τον πιέσουν περισσότερο.
Νύχτωσε. Ήρθε η ώρα να κλείσει το γραφείο. Ο Σκρούτζ φόρεσε το παλτό και το καπέλο του και πήρε στο χέρι το μπαστούνι του. Με τη σειρά του, ο Μπόμπ Κράτσιτ ετοιμάστηκε κι αυτός να φύγει.
«Υποθέτω ότι δεν θέλεις να δουλέψεις αύριο», του είπε ο Σκρούτζ με δυσφορία. Ο Μπόμπ κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
«Α-α-αν δε σάς πειράζει, κύ-κύ-κύριε Σκρούτζ», τραύλιζε ο καημένος ο Μπόμπ.
«Δε μου αρέσει να σε πληρώνω όταν δεν εργάζεσαι», τον διέκοψε ο Σκρούτζ. «Πάντως, μεθαύριο θα πιάσεις από νωρίς δουλειά!».
Ο Μπόμπ τον ευχαρίστησε κι έτρεξε έξω να βρεί κάτι παιδάκια πού διασκέδαζαν κάνοντας τσουλήθρα στον παγωμένο δρόμο.
Αδιαφορώντας για τη γιορταστική ατμόσφαιρα, ο Σκρούτζ έφαγε, όπως συνήθως, μόνος του σε μια γειτονική ταβέρνα.
Έπειτα, τράβηξε για το σπίτι του. Το κτίριο όπου έμενε βρισκόταν στην άκρη ενός στενού και σκοτεινού δρόμου. Το παλιό και φθαρμένο διαμέρισμα ανήκε κάποτε στο συνέταιρό του, τον Τζάκ Μάρλεϊ.
Ο Σκρούτζ έβγαλε το κλειδί για να ξεκλειδώσει την εξώπορτα. Το ρόπτρο, αν και μεγάλο, δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερα όμορφο πάνω του. Κι όμως, εκείνη τη βραδιά έμοιαζε λουσμένο σ ένα απόκοσμο φώς. Ο Σκρούτζ, πραξενεμένος, έσκυψε να εξετάσει καλύτερα… και τότε αντίκρισε το πρόσωπο του Μάρλεϊ να τον κοιτάζει!.. Την επόμενη στιγμή όμως ξανάγινε ένα κοινότατο ρόπτρο. Ταραγμένος ο Σκρούτζ μπήκε στο διαμέρισμα, μαντάλωσε την πόρτα πίσω του και προχώρησε στη σάλα.
Στη συνέχεια, έβγαλε το παλτό του, φόρεσε τις παντόφλες του και κάθησε μπροστά στο τζάκι. Πάνω στη σχάρα τρεμόσβηναν λίγες αδύναμες φλόγες. Ξαφνικά, απ τη μεριά της αποθήκης άκουσε να σέρνονται βαριές αλυσίδες. Μέσα από την κλειστή πόρτα γλίστρησε μία παράξενη σκιά καί, αιωρούμενη, ήρθε και στάθηκε στη μέση του δωματίου. Τούτη τη φορά δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Ήταν το φάντασμα του παλιού συνεταίρου του Σκρούτζ, πού είχε πεθάνει ακριβώς πριν εφτά χρόνια. Ο γέρος δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του.

«Ποιός είσαι;» ψιθύρισε.
«Ποιός ήμουν!» τον διόρθωσε το φάντασμα. «Ήμουν ο Τζάκ Μάρλεϊ, ο συνέταιρός σου. Δε με θυμάσαι;».
Το φάντασμα του Μάρλεϊ κάθησε στην αγαπημένη του πολυθρόνα. Ο Σκρούτζ, πού κόντευε να λιποθυμήσει από το φόβο του, τον ρώτησε ικετευτικά: «Τζάκ, πές μου, τί θέλεις;».
«Βλέπεις αυτές τις αλυσίδες;» τον ρώτησε το φάντασμα. «Κάθε κρίκος τους αντιπροσωπεύει και μία άσχημη κουβέντα της ζωής μου. Όσο για τα βαριά χρηματοκιβώτια πού σέρνω; Είναι τα πλούτη πού συγκέντρωσα και δεν τα χρησιμοποίησα σωστά. Όλα αυτά θέλω να τα σκεφτείς σοβαρά και να δείς και τη δική σου ζωή αλλιώς, Σκρούτζ!». Το φάντασμα σώπασε για λίγο κι ύστερα συνέχισε:
«Ήρθα να σε προειδοποιήσω. Έχεις ακόμη μια ευκαιρία να γλιτώσεις από τη δική μου μοίρα, θα έρθουν τρία πνεύματα. Το πρώτο θα σε επισκεφθεί απόψε, στη μία μετά τα μεσάνυχτα. Το δεύτερο αύριο, την ίδια ώρα. Και το τρίτο μεθαύριο, μόλις χτυπήσει το ρολόι δώδεκα. Αυτή είναι η τελευταία σου ελπίδα!..».
Και με τα λόγια αυτά ο Μάρλεϊ ξαναέφυγε για να συναντήσει τα άλλα φαντάσματα πού περιπλανιούνται ασταμάτητα στις ομίχλες της αιωνιότητας. Εξαντλημένος ο Σκρούτζ, έπεσε χωρίς να γδυθεί στο κρεβάτι του κι αποκοιμήθηκε αμέσως.


ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ

Ήταν ακόμη σκοτάδι όταν ξύπνησε ο Σκρούτζ. Νόμισε πώς το ρολόι είχε σταματήσει, θυμόταν ότι έπεσε να κοιμηθεί μετά τις δυό. Το ρολόι χτύπησε μία ακριβώς.
Αμέσως, μια λάμψη δυνατή πλημμύρισε την κρεβατοκάμαρα. Ο Σκρούτζ ανασηκώθηκε και τότε είδε εμπρός του μια περίεργη οπτασία. Είχε το ανάστημα, το πρόσωπο, τα χέρια ενός μικρού παιδιού, αλλά τα μαλλιά της ήταν ολόλευκα όπως ενός γέρου. Από τον ώμο, πάνω από το λευκό, κοντό χιτώνιό της, κρεμόταν μια γιρλάντα λιόπρινο, σύμβολο του χειμώνα.
«Μή φοβάσαι», του είπε η οπτασία. «Είμαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρελθόντος κι ήρθα να σε βοηθήσω».
Πήρε τον Σκρούτζ από το χέρι και τον οδήγησε στο παράθυρο.
Ο Σκρούτζ φοβήθηκε μήπως πέσει, αλλά το Πνεύμα τον ενθάρρυνε να πετάξει μαζί του πάνω από στέγες και αγρούς. Κι ήταν πρωί όταν έφτασαν σε μία μικρή επαρχιακή πόλη.
«Μά, εδώ πέρασα τα παιδικά μου χρόνια», μουρμούρισε κατάπληκτος ο Σκρούτζ.
«Έ, τότε, θα ξέρεις το δρόμο για να έρθεις εδώ», τον ρώτησε το Πνεύμα.
«θά μπορούσα να τον βρώ με κλειστά μάτια», απάντησε εκείνος.
«Κι όμως, δείχνεις σαν να έχεις ξεχάσει ακόμη και την ύπαρξη αυτού του τόπου», παρατήρησε αυστηρά το Πνεύμα.
Ύστερα βάδισαν πάνω στο χιονισμένο δρόμο συναντώντας φυσιογνωμίες γνωστές. Αγρότες με τις άμαξες, παιδιά με τ αλογάκια τους. Ο Σκρούτζ τους θυμόταν όλους. Τους φώναξε μάλιστα με τα ονόματά τους. Αλλά κανείς δεν του απάντησε!
«Είναι μόνο σκιές», του εξήγησε το Πνεύμα, «δέν μάς βλέπουν».
Ο Σκρούτζ χάρηκε πολύ πού ξαναείδε φίλους και γνωστούς από τα νιάτα του. Και τούτη η χαρά ήταν πρωτόγνωρη γι αυτόν. Σε λίγο, οι δυο ταξιδιώτες έφτασαν σ ένα χωριουδάκι. Μπήκαν σ ένα μεγάλο κτίριο χτισμένο από τούβλα. Στο εσωτερικό αντίκρισαν σειρές θρανία. Ήταν σχολείο με οικότροφους μαθητές, πού σπούδαζαν μακριά από τις οικογένειές τους.
Σε κάποιο θρανίο, ένα μοναχικό αγόρι, καθόταν και διάβαζε. Κατά τρόπο μαγικό, οι ήρωες του βιβλίου πρόβαλαν εμπρός στο παιδί – ο Αλή Μπαμπά με την ανατολίτικη φορεσιά του, ο Ροβινσών Κρούσος με τον παπαγάλο του στον ώμο, κι άλλοι πολλοί. Στην αρχή ο Σκρούτζ ενθουσιάστηκε βλέποντας τους ήρωες των σχολικών του χρόνων. Έπειτα, όμως, κατάλαβε. Το μοναχικό αγόρι, με μοναδική παρέα τα βιβλία, ήταν ο εαυτός του. Κάθησε, τότε, σ ένα θρανίο και έκλαψε πικρά.
«Πάμε τώρα να επισκεφτούμε κάποια άλλα Χριστούγεννα», του πρότεινε το Πνεύμα.
Καθώς μιλούσε, παρατήρησε ότι το παιδί μεγάλωσε κι έγινε έφηβος. Ο Σκρούτζ ήξερε πολύ καλά ότι ο νεαρός ήταν πάλι μόνος. Οι άλλοι μαθητές θα επέστρεφαν στα σπίτια τους για τις διακοπές.
Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε. Μια νέα και όμορφη κοπέλα μπήκε τρέχοντας στην αίθουσα. Ήρθε και τον αγκάλιασε.
«Αδελφούλη μου», του φώναξε. «Ήρθα να σε πάρω. Θα πάμε στο σπίτι να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα!».
«Στο σπίτι, Φάντ;» ρώτησε ο νεαρός Σκρούτζ.
«Ναί, ζήτησα από τον πατέρα να σ αφήσει να ξαναγυρίσεις για πάντα στο σπίτι. Συμφώνησε. Δε θα ξαναπάς εσωτερικός στο σχολείο!», του ξαναφώναξε χαρούμενη.
«Είναι πολύ γλυκιά με χρυσή, με χρυσή καρδιά», σχολίασε το Πνεύμα. «Νομίζω ότι πέθανε νέα, πάνω στη γέννα!».
«Ναί…» απάντησε σκεφτικός ο Σκρούτζ.
Βγήκαν από το σχολείο και περιπλανήθηκαν στους δρόμους. Οι βιτρίνες των καταστημάτων ήταν στολισμένες για τα Χριστούγεννα. Το Πνεύμα στάθηκε εμπρός σ ένα κατάστημα και ρώτησε τον Σκρούτζ αν το αναγνωρίζει. Εκείνος κούνησε το κεφάλι και είπε: «Εδώ πρωτοεργάστηκα σαν μαθητευόμενος!».
Μπήκαν μέσα. Ένας ηλικιωμένος κύριος καθόταν στο γραφείο.
«Αυτός είναι ο γερό-Φέζιβικ!.. Ο γερό-Φέζιβικ αναστημένος!..» φώναξε μ ενθουσιασμό ο Σκρούτζ.
Εκείνη τη στιγμή, ο νεαρός Σκρούτζ κι ένας άλλος μαθητευόμενος μπήκαν στην αίθουσα.
«Μαζέψτε τα όλα», τους είπε ο Φέζιβικ, «νά ετοιμάσουμε τη γιορτή!».
Οι μαθητευόμενοι δεν περίμεναν να το ακούσουν δεύτερη φορά. Πριν προλάβει ο γέρο-Σκρούτζ ν ανοιγοκλείσει τα μάτια, όλα ήταν καθαρά και τακτοποιημένα. Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν οι καλεσμένοι. Η γιορτή είχε οργανωθεί για όλους τους υπαλλήλους του Φέζιβικ.
Σύντομα η μουσική και ο χορός άναψαν το κέφι για τα καλά. Προσφέρθηκαν γλυκίσματα και ποτά. Ήταν πιά αργά όταν ξεκίνησαν να φύγουν οι καλεσμένοι. Ο κύριος και η κυρία Φέζιβικ έσφιξαν τα χέρια όλων και τους ευχήθηκαν «Καλά Χριστούγεννα!». Έσφιξαν τα χέρια ακόμη και των νεαρών μαθητευομένων πριν πάνε στα κρεβάτια τους στο πίσω μέρος του καταστήματος. Ο γέρο-Σκρούτζ έδειχνε ξετρελαμένος καθώς παρακολουθούσε αυτή τη σκηνή. Ένιωθε τόση χαρά, λες και συμμετείχε πραγματικά στη γιορτή. Αργά τη νύχτα το Πνεύμα και ο Σκρούτζ άκουσαν τους μαθητευομένους να κουβεντιάζουν ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους. Παίνευαν το γέρο-Φέζιβικ και τον ευγνωμονούσαν για την ωραία γιορτή πού τους ετοίμασε.
«Και του κόστισε μόνο τρεις ή τέσσερις λίρες», σχολίασε κάπως ειρωνικά το Πνεύμα. «Έξοδο πού άξιζε τον κόπο!». «Το κόστος δεν ήταν υλικό», διαμαρτυρήθηκε ο Σκρούτζ. «Ανεξάρτητα από τα χρήματα, η γιορτή θα είχε επιτυχία γιατί ο Φέζιβικ ήταν καλός άνθρωπος και πάντοτε ακτινοβολούσε χαρά κι ευτυχία!».
Ξαφνικά ο Σκρούτζ έκοψε την κουβέντα του απότομα.
«Τί σου συμβαίνει;» τον ρώτησε το Πνεύμα. «Μήπως έγινε κάτι πού σε τάραξε;».
«Όχι, τίποτα… Νά, θα ήθελα μόνο να έχω πεί κάτι στον κλητήρα μου».
Η σκηνή άλλαξε. Τώρα ο Σκρούτζ ήταν πλέον ώριμος άντρας. Και μία νέα γυναίκα εγκατέλειπε το σπίτι. Έκλαιγε η καημένη, βουβά. Γύρισε και του είπε:
«Κάποτε ήμασταν φτωχοί αλλά ευτυχισμένοι. Τώρα σε κυβερνά το πάθος σου για το χρήμα!».
«Μά, μεταξύ μας, τίποτα δεν άλλαξε», διαμαρτυρήθηκε ο Σκρούτζ.
«Εγώ έμεινα η ίδια. Εσύ όμως άλλαξες. Δεν μπορώ να σε παντρευτώ. Σου εύχομαι κάθε ευτυχία στη σταδιοδρομία πού διάλεξες».
Και με τα λόγια αυτά η γυναίκα βγήκε στο δρόμο, ενώ ο άντρας δε δοκίμασε να τη σταματήσει.
«Πνεύμα», φώναξε ο γέρο-Σκρούτζ, «σταμάτα να με βασανίζεις, θέλω να γυρίσω στο σπίτι. Δεν αντέχω τις δυσάρεστες αναμνήσεις».
Μέσα σε μία στιγμή πέρασαν χρόνια. Και ξαναείδαν τη νέα γυναίκα. Τώρα γελούσε τρισευτυχισμένη με την κόρη της. Σε διαφορετικές περιστάσεις θα μπορούσε να είναι το παιδί του Σκρούτζ. Ο πατέρας μπήκε στο δωμάτιο. Η μικρή έτρεξε και τον φίλησε. Αγκαλιάστηκαν και οι τρεις εμπρός στο αναμμένο τζάκι.
«Δεν το αντέχω», μούγκρισε ο γερο-Σκρούτζ με φωνή σπασμένη. Και στράφηκε απελπισμένος προς το Πνεύμα, πού μέσα στην ολοφώτεινη ανταύγεια του έμοιαζε σαν να ειρωνεύεται την απελπισία του. Σε λίγο η οπτασία του Πνεύματος άρχισε ν απομακρύνεται και να σβήνει σιγά-σιγά, μέχρι πού εξαφανίστηκε τελείως. Ο Σκρούτζ ένιωσε αφάνταστα κουρασμένος. Τα μάτια του βάρυναν. Ξαναγύρισε στην κρεβατοκάμαρά του. Μόλις πού πρόλαβε να ξαπλώσει στο κρεβάτι κι έπεσε σε ύπνο βαθύ.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ

Όταν ξύπνησε ο Σκρούτζ, το ρολόι χτυπούσε μία. Μια κατακόκκινη λάμψη ερχόταν απ τη σάλα. Σηκώθηκε, φόρεσε τη ρόμπα του και πήγε να δεί τί συμβαίνει. Η σάλα είχε μεταμορφωθεί! Από το πάτωμα ως το ταβάνι ήταν στολισμένη με κισσό, λιόπρινο και ιξό. Στο τζάκι έκαιγε μία ζωηρή φωτιά και στη γωνιά υψωνόταν ένας τεράστιος σωρός από φαγητά-γαλοπούλες, χήνες, πατάτες, μήλα, καρύδια – ενώ πάνω στην κορυφή καθόταν χαμογελαστός ένας γίγαντας μ ένα δαυλό αναμμένο στο αριστερό του χέρι.
«Είμαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρόντος», του φώναξε φιλικά. «Έλα!». Ο Σκρούτζ παρατήρησε το Πνεύμα. Ήταν ντυμένο μ ένα μακρύ λευκό χιτώνα. Και πάνω στα μακριά μαύρα του μαλλιά φορούσε ένα στεφάνι από λιόπρινο.
«Πήγαινε με όπου θέλεις», ξερόβηξε ο Σκρούτζ. «Πήρα ήδη μερικά μαθήματα απ το συνάδελφό σου. Είμαι έτοιμος να παρακολουθήσω και τα δικά σου».
«Τότε πιάσου από τον ποδόγυρο του χιτώνα μου», απάντησε ο γίγαντας.
Η χαρούμενη σάλα, η διακόσμηση, τα φαγητά, όλα εξαφανίστηκαν.
Βρέθηκαν έξω από το σπίτι του υπαλλήλου του, του Μπόμπ Κράτσιτ και κοίταξαν από το παράθυρο. Η κυρία Κράτσιτ και οι τρεις κόρες της φορούσαν παλιά φθαρμένα φορέματα, στολισμένα όμως με κορδέλες για τη γιορτή, και κάθονταν στο τραπέζι. Ξαφνικά, μπήκαν τρέχοντας δυο αγοράκια.
«Μυρίσαμε γαλοπούλα ψητή! Τί καλά! Μοσχοβολά από το δρόμο!» φώναξαν με ενθουσιασμό. Πίσω τους ερχόταν ο πατέρας τους. Στους ώμους του κουβαλούσε το μικρότερο γιό του, τον Τίμ. Τον απέθεσε προσεκτικά στο πάτωμα. Το παιδί ήταν άρρωστο και βάδιζε με δεκανίκι.
Κάθησαν όλοι στο γιορτινό τραπέζι. Η μικρή γαλοπούλα μοιράστηκε πολύ προσεκτικά ώστε να φτάσει για όλους. Πάντως η σκηνή ήταν χαρούμενη. Οι δυο γονείς πρόσεχαν ιδιαίτερα τον ανάπηρο Τίμ. Ένα χαμόγελο φώτισε το χλωμό του προσωπάκι.
«Πνεύμα», ρώτησε με ξαφνικό ενδιαφέρον ο Σκρούτζ, «ο μικρός Τίμ θά… ζήσει ακόμη για πολύ;».
«Χμμ… τον περιβάλλουν σκιές. Αν το μέλλον δεν τις μεταβάλει, το παιδάκι θα πεθάνει! Αλλά εσένα τί σε νοιάζει; Ένα στόμα λιγότερο σε τούτο τον πυκνοκατοικημένο κόσμο. Έτσι δεν είναι;».
Ο Σκρούτζ τότε θυμήθηκε ότι ο ίδιος είχε επαναλάβει πολλές φορές αυτή τη φράση. Και κατέβασε το κεφάλι ντροπιασμένος.
Ξαφνικά, χωρίς το Πνεύμα να προσθέσει άλλη λέξη, βρέθηκαν στο σπίτι του ανιψιού του. «Ο θείος Σκρούτζ μάς θεωρεί τρελούς πού γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα. Κι έτσι, αρνήθηκε να φάει μαζί μας σήμερα», είπε ο Φρέντ.
«Τί απαίσιος άνθρωπος», αναστέναξε η γυναίκα του υποτιμητικά και οι καλεσμένοι κούνησαν τα κεφάλια γιατί συμφώνησαν μαζί της. Αλλά ο Φρέντ πρόσθεσε πικραμένος: «Εγώ, πάντως, λυπάμαι ειλικρινά πού ο θείος έχασε μία ευκαιρία να χαρεί. Και τώρα, παρ όλο πού δε βρίσκεται μαζί μας, θα ήθελα να του εκφράσω τις καλύτερες ευχές μου». Κι αμέσως σήκωσε το ποτήρι και ήπιε στην υγειά του θείου του.
Γρήγορα όμως η χαρούμενη ομήγυρη ξέχασε τον Σκρούτζ. Έπαιξαν μουσική, χόρεψαν, διασκέδασαν με παντομίμα. Ο Σκρούτζ, πού τόσο του άρεσε αυτό το παιχνίδι, συμμετείχε όλο χαρά, ξεχνώντας ότι κανείς δεν μπορούσε να τον δεί ή να τον ακούσει. Το Πνεύμα τον παρακολουθούσε κι έμοιαζε να το γλεντάει μαζί του. Αλλά σύντομα ήρθε η ώρα να φύγουν. «Έχουμε να επισκεφτούμε πολλά μέρη ακόμη ώσπου να περάσει η νύχτα», είπε το Πνεύμα.
Και οδήγησε τον Σκρούτζ έξω από το σπίτι. Περπάτησαν μέσα στο κρύο και στο χιονόνερο, σε βρωμερά στενά και δρομάκια περίεργα, κι ακόμη κάτω από τις σκοτεινές γέφυρες της πόλης. Εκεί ο Σκρούτζ είδε δυστυχισμένους ανθρώπους πού, κολλημένοι σφιχτά ο ένας πάνω στον άλλον, προσπαθούσαν να ζεσταθούν. Ανάμεσα τους τριγύριζαν παιδάκια πού ζητιάνευαν φαγητό απ τους περαστικούς. Κάπου μακριά, ένα ρολόι σήμανε μεσάνυχτα.
Ο Σκρούτζ, τρομοκρατημένος απ την τόση αθλιότητα, αναζήτησε το γιγάντιο Πνεύμα. Αλλά εκείνο είχε εξαφανιστεί.



ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Σε λίγο, ένα άλλο φάντασμα, τυλιγμένο στην ομίχλη, προχώρησε αργά προς τον Σκρούτζ. Παρατήρησε ότι το Πνεύμα αυτό φορούσε μία τεράστια μαύρη κάπα και μία κουκούλα πού του έκρυβε εντελώς το πρόσωπο. Ο Σκρούτζ παραλίγο να λιποθυμήσει από τον τρόμο του.
«θά πρέπει να είσαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Μέλλοντος», ψιθύρισε. «Τί μου επιφυλάσσει το μέλλον; Ίσως ν αλλάξω… Είμαι έτοιμος να σε ακολουθήσω».
Παρά τα γενναία του λόγια, ο Σκρούτζ φοβόταν τόσο πολύ αυτό το φάντασμα, ώστε τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν. Δεν μπορούσε να κάνει βήμα. Το Πνεύμα παρέμεινε ακίνητο περιμένοντας υπομονετικά τον Σκρούτζ μέχρι να συνέλθει. Έπειτα κινήθηκε αθόρυβα. Και ο Σκρούτζ το ακολούθησε σαν να τον τύλιξε η κάπα του Πνεύματος, πού τον παρέσυρε στο άγνωστο.
Κοσμοσυρροή και οχλαγωγία στο χρηματιστήριο. Το Πνεύμα με τον Σκρούτζ ανάμεσα στους χρηματιστές και στους εμπόρους. «Πότε πέθανε;» ρώτησε κάποιος από το πλήθος. «Χθές βράδυ, νομίζω», απάντησε ένας άλλος. «Δεν πιστεύω να πάτησε κανείς στην κηδεία του», σχολίασε ένας τρίτος. «Επιτέλους ξεκουμπίστηκε… Τον σιχαίνονταν όλοι!».
Ο Σκρούτζ ένιωσε οίκτο γι αυτόν πού μιλούσαν. Αναρωτήθηκε για ποιό λόγο να τον έφερε το Πνεύμα σε τούτο το μέρος. Έπειτα αναγνώρισε κάποιον άλλο χρηματιστή στη συνηθισμένη του θέση. Μάταια όμως έψαξε να βρεί και τον εαυτό του.
«Ίσως», σκέφτηκε, «ο Σκρούτζ του μέλλοντος θα παρατήσει τις συναλλαγές και θα στραφεί προς άλλες δραστηριότητες…».
Γύρισε να ρωτήσει το Πνεύμα. Αλλά εκείνο εξακολουθούσε να σωπαίνει. Σήκωσε μόνο το χέρι και έδειξε με το μακρύ του δάχτυλο προς κάποια κατεύθυνση. Ήταν καιρός να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Ο γέροντας ένιωσε να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά του κρύος ιδρώτας.
Έφτασαν σε μία κακόφημη γειτονιά της πόλης. Ο Σκρούτζ δεν είχε ξαναπατήσει το πόδι του εκεί. Στην άκρη ενός βρώμικου στενού βρισκόταν ένα άθλιο καταγώγιο-φωλιά λωποδυτών! Μέσα, τρεις κλέφτες, ένας άντρας και δυο γυναίκες, με τρύπια ρούχα, μοιράζονταν τη λεία τους. Οι πεταμένες πάνω στο πάτωμα κουρτίνες ήταν ίδιες μ εκείνες της κρεβατοκάμαρας του Σκρούτζ.
«Καλά πού κάναμε και τα αρπάξαμε», κακάρισε η μία γυναίκα. «Έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν πρόκειται να ενδιαφερθεί για τα πράγματά του», πρόσθεσε ο άντρας.
«Α το γέρο-τσιγκούνη», έβρισε η άλλη γυναίκα. «Αν ήταν εντάξει άνθρωπος, κάποιος θα βρισκόταν δίπλα του την ώρα πού πέθαινε». Ο Σκρούτζ παρακολουθούσε αηδιασμένος την κουβέντα τους. «Πνεύμα», φώναξε. «Πάμε να φύγουμε, σε παρακαλώ, από αυτό το απαίσιο μέρος». Αλλά η σιωπή του Πνεύματος του πάγωσε το αίμα.
«Πνεύμα», κλαψούρισε ο Σκρούτζ, «βοήθησέ με να ξεχάσω τούτη τη θλιβερή σκηνή. Πήγαινέ με σ ένα μέρος όπου οι άνθρωποι μιλούν ευγενικά για τους νεκρούς…».
Το Πνεύμα τον οδήγησε τότε σε δρόμους γνωστούς, πίσω στο σπίτι του Μπόμπ Κράτσιτ. Η γυναίκα και τα παιδιά του ήσαν όλοι μαζεμένοι γύρω από τη φωτιά. Όμως το φτωχικό δωμάτιο ήταν παράξενα σιωπηλό.
«Δε θα αργήσει ο πατέρας σας», είπε η κυρία Κράτσιτ. «Έχει καθυστερήσει μόνο λίγα λεπτά», είπε κάποιο από τα παιδιά. «Τούτες τις μέρες βαδίζει πιο αργά».
«Αχ!» αναστέναξε ένα άλλο. «Όταν κουβαλούσε τον Τίμ στους ώμους ερχόταν τρεχάτος για το σπίτι».
Εκείνη τη στιγμή ο Μπόμπ Κράτσιτ μπήκε στο σπίτι. Είχε τα μάτια κατακόκκινα σαν να είχε κλάψει. Χαιρέτησε όμως τρυφερά ένα-ένα τα παιδιά του. Έπειτα είπε: «Ποτέ δεν πρόκειται να ξεχάσουμε το μικρούλη μας τον Τίμ, έτσι; Η ανάμνηση του της υπομονής και της ευγενείας του θα μάς κρατήσει για πάντα ενωμένους!».
«Ναί! Ναί!» φώναξαν τα παιδιά. «Έ, τότε, με κάνετε να νιώθω ευτυχισμένος», απάντησε ο Μπόμπ «πολύ ευτυχισμένος!».
Αγκαλιάστηκαν όλοι. Και δάκρυα γέμισαν τα μάτια του Σκρούτζ.
«Πνεύμα», είπε ο Σκρούτζ, «σέ λίγο θα χωρίσουμε. Δε θα μου εξηγήσεις το νόημα όλων αυτών; θα ήθελα να δώ και τη δική μου πορεία στο μέλλον».
Ξαναβγήκαν στο δρόμο και προχωρώντας, βρέθηκαν έξω από το γραφείο του Σκρούτζ. Το Πνεύμα δεν είχε πρόθεση να σταματήσει. Το μακρύ του δάχτυλο έδειχνε εμπρός.
«Σε παρακαλώ, άφησε με μία στιγμή να δώ πώς θα είμαι στο μέλλον», ικέτευσε ο Σκρούτζ. Το Πνεύμα κοντοστάθηκε σιωπηλό. Ο Σκρούτζ κοίταξε από το παράθυρο. Αναγνώρισε το γραφείο του, αλλά η επίπλωση δεν ήταν πλέον η δική του και ο άνθρωπος πού καθόταν στην πολυθρόνα δεν ήταν ο Σκρούτζ! Το Πνεύμα, αμίλητο πάντα, προχώρησε. Ο Σκρούτζ ακολούθησε τα βήματά του. Μετά από λίγο έφτασαν σε μία καγκελόπορτα. Ο Σκρούτζ γούρλωσε τα μάτια. Ήταν το νεκροταφείο. Το Πνεύμα πήγε και στάθηκε εμπρός από έναν τάφο. Ο Σκρούτζ πλησίασε τρέμοντας. Πάνω στην ταφόπλακα διάβασε χαραγμένο το όνομά του: «ΕΜΠΕΝΕΖΕΡ ΣΚΡΟΥΤΖ».
«Μά, τότε, στο χρηματιστήριο θα πρέπει να μιλούσαν για μένα», κλαψούρισε, «καί οι κλέφτες λήστεψαν, μόλις πέθανα, το δικό μου σπίτι!».
«Πνεύμα, βοήθεια, βοήθεια!» φώναξε. «Δεν θέλω να τελειώσει έτσι η ζωή μου. Μπορώ… θέλω να την αλλάξω. Τα μαθήματα των τριών πνευμάτων δεν θα πάνε χαμένα. Μπορείς να αλλάξεις το μέλλον μου;».
Πάνω στην αγωνία του ο Σκρούτζ αγκάλιασε το Πνεύμα από τη μέση. Αλλά η κάπα ήταν άδεια -τό Πνεύμα έγινε ατμός- και ο Σκρούτζ αγκάλιαζε στην πραγματικότητα το κάγκελο του κρεβατιού του! Ναί, του δικού του κρεβατιού! Βρισκόταν πάλι στην κρεβατοκάμαρά του. Ανακουφισμένος από την αγωνία, κλαίγοντας και γελώντας, έτρεξε να αγγίξει τις κουρτίνες. Ήταν εκεί, στη συνηθισμένη τους θέση. Βάλθηκε να χοροπηδά σ όλο το σπίτι γεμάτος ευτυχία. Όλα ήταν στη θέση τους! Τίποτα δεν είχε αλλάξει! Και τη μεγάλη του χαρά διέκοψαν μόνο οι καμπάνες των εκκλησιών, πού χτυπούσαν χαρούμενες σ όλη την πόλη.


ΤΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΕΛΟΣ

Ο Σκρούτζ έτρεξε κι άνοιξε το παράθυρο. Ο ήλιος έλαμπε. Το κρύο ήταν τσουχτερό, αλλά το πρωινό ευχάριστο. «Τί ημέρα είναι σήμερα;», ρώτησε ένα αγόρι πού περνούσε απέξω. «Σήμερα έχουμε Χριστούγεννα!».
«Α τότε, δεν τα έχασα», φώναξε ο Σκρούτζ. «Τα πνεύματα έκαναν τη δουλειά τους μέσα σε μία μόνο νύχτα!».
«Αγόρι μου», ξαναείπε στο παιδί. «Τρέξε, σε παρακαλώ, στο χασάπη και πές του να μου φέρει τη μεγαλύτερη γαλοπούλα του. Θα σου χαρίσω ένα σελίνι, ίσως και τρία, αν επιστρέψεις μέσα σε πέντε λεπτά».
Το παιδί δε δίστασε στιγμή. Έτρεξε γρήγορα και ξαναγύρισε λαχανιασμένο, παρέα με τον κρεοπώλη, πού κουβαλούσε μία τεράστια γαλοπούλα.
«Θα τη στείλω στον Μπόμπ Κράτσιτ», κρυφογέλασε ο Σκρούτζ, «χωρίς να μάθει ποιός του τη δώρισε».
Το πουλί ήταν τόσο βαρύ, ώστε ο Σκρούτζ αναγκάστηκε να καλέσει ένα αμάξι για να το μεταφέρει ως το σπίτι του κλητήρα του. Ο Σκρούτζ, χαμογελώντας, πλήρωσε το αγοράκι, το χασάπη και τον αμαξά. Ένιωθε υπέροχα.
Ο Σκρούτζ έκανε το μπάνιο του, φόρεσε ένα καθαρό κοστούμι και βγήκε περίπατο. Βάδιζε με τα χέρια σταυρωμένα στη ράχη, παρατηρώντας τους περαστικούς. Όλοι ήταν χαρούμενοι. Μερικοί του ευχήθηκαν «Καλά Χριστούγεννα!». Ο Σκρούτζ ομολόγησε ότι ποτέ δεν είχε ακούσει πιο ευχάριστα λόγια. Στο δρόμο συνάντησε έναν από τους δυο κυρίους πού την προηγουμένη τον είχαν επισκεφθεί για να του ζητήσουν τη βοήθειά του για τους φτωχούς.
«Καλέ μου κύριε», του φώναξε «πώς είστε;».
Κι όταν ο άνθρωπος πλησίασε, ο Σκρούτζ του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Εκείνος τον κοίταξε κατάπληκτος. «Μιλάτε σοβαρά, κύριε Σκρούτζ;» φώναξε. «Μα είστε πολύ γενναιόδωρος!». «Μή με ευχαριστείτε», του απάντησε ο Σκρούτζ. «Κάντε μόνο τον κόπο να περάσετε μία από αυτές τις μέρες, όσο το δυνατόν πιο σύντομα, από το γραφείο μου. Θα είναι δική μου ευχαρίστηση!».
Στο τέλος, ο Σκρούτζ κατέληξε εμπρός στο σπίτι του ανιψιού του. Δίστασε για λίγο στο κεφαλόσκαλο. Αλλά μετά πήρε την απόφαση και χτύπησε το κουδούνι. Η υπηρέτρια του άνοιξε την πόρτα.
«Το αφεντικό σου είναι μέσα;» τη ρώτησε.
«Μάλιστα, κύριε. Περάστε. Κάθεται ήδη με τη σύζυγό του και τους καλεσμένους στο τραπέζι, θα σάς δείξω…».
«Δε χρειάζεται, καλή μου», της απάντησε ο Σκρούτζ. «Γνωρίζω πολύ καλά αυτό το σπιτάκι». Ανοιξε σιγανά την πόρτα της τραπεζαρίας και έχωσε το κεφάλι μέσα.
«Φρέντ», ρώτησε, «μπορώ να περάσω;».
«Ποιός είναι;» ρώτησε έκπληκτος ο ανιψιός του Σκρούτζ γυρνώντας το κεφάλι του.
«Ο θείος σου ο Σκρούτζ», του απάντησε. «Ήρθα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι πού με κάλεσες!».
Ο Φρέντ και η γυναίκα του χάρηκαν πολύ πού τελικά ο Σκρούτζ αποφάσισε να τους κάνει την τιμή. Και η γιορτή εξελίχτηκε θαυμάσια. Το γεύμα ήταν νοστιμότατο. Ακολούθησαν μουσική και χορός. Έπαιξαν διάφορα διασκεδαστικά παιχνίδια και φυσικά παντομίμα. Αλλά το καλύτερο απ όλα ήταν εκείνη η ξέφρενη χαρά πού ένιωθε μέσα του ο Σκρούτζ.
Την επομένη, ο Σκρούτζ πήγε πολύ νωρίς στο γραφείο. Ήθελε να κάνει έκπληξη στον κλητήρα του, πού ήξερε ότι θα αργούσε να φανεί στη δουλειά. Και πράγματι, ο Μπόμπ Κράτσιτ ήρθε λίγο πριν τις δέκα. Κάθησε αθόρυβα στη θέση του, με την ελπίδα ότι ο Σκρούτζ δε θα έπαιρνε είδηση την καθυστέρησή του.
«Ααα!» γκρίνιαξε τότε ο Σκρούτζ προσπαθώντας να μιμηθεί το γνωστό κακότροπο ύφος του. «Τί σημαίνει πάλι αυτό;».
«Συ-συ-συγγνώμη, κύριε», τραύλισε ο Μπόμπ Κράτσιτ, «δέν πρόκειται να ξαναργήσω».
«Και πώς μπορείς να δίνεις τέτοιες υποσχέσεις;» του είπε μουτρωμένος ο Σκρούτζ. Ο Μπόμπ άρχισε να τρέμει. Φοβήθηκε την απόλυση.
«Πάντως, για τούτη τη φορά…» συνέχισε ο Σκρούτζ «νομίζω ότι πρέπει να σου αυξήσω το μισθό σου!».
Κατάπληκτος ο Μπόμπ σκέφτηκε να τρέξει για βοήθεια. Νόμισε ότι ο εργοδότης του τρελάθηκε!
«Καλά Χριστούγεννα, αγόρι μου», του είπε τότε ήρεμος και χαμογελαστός ο Σκρούτζ, με τρόπο τόσο ειλικρινή, ώστε τελικά τον έπεισε ότι τα είχε τετρακόσια. «Και όχι μόνο θα σου κάνω αύξηση, αλλά θα βοηθήσω και την οικογένειά σου. Πήγαινε, όμως, πρώτα σε παρακαλώ, να αγοράσεις κι άλλα κάρβουνα, θα ζεσταθούμε καλά κι έπειτα καθισμένοι δίπλα στη φωτιά θα συζητήσουμε όλες τις λεπτομέρειες.
Ο Σκρούτζ κράτησε το λόγο του. Και σύντομα ο μικρός Τίμ ξεπέρασε την αρρώστια, απέκτησε δυνάμεις κι έγινε ένα γελαστό και όμορφο αγόρι, πού ο Σκρούτζ το φρόντισε σαν να ήταν δικό του παιδί. Ο πρώην τσιγκούνης έγινε πολύ γενναιόδωρος κι ήταν πάντα ευγενικός με όλους. Μερικοί βέβαια τον κορόιδεψαν για τη μεταβολή του χαρακτήρα του. Αλλά ο Σκρούτζ δεν ενοχλήθηκε γιατί, όπως είπε πολύ σοφά: «Καλύτερα να σε περιγελούν παρά να σε περιφρονούν!».
Ο Σκρούτζ δεν ξαναείδε τα πνεύματα. Αλλά από εκείνη την ημέρα, όπως λένε, δεν υπήρχε άνθρωπος πού να γιορτάζει καλύτερα τα Χριστούγεννα από τον Εμπενέζερ Σκρούτζ.



 Η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία είναι μια νουβέλα του Άγγλου συγγραφέα Καρόλου Ντίκενς που πρωτοδημοσιεύτηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1843.


Το φθινόπωρο του 1843, ο συγγραφέας και η σύζυγός του Kate βρίσκονταν σε απελπιστική οικονομική κατάσταση. Περίμεναν το πέμπτο τους παιδί, ενώ έπρεπε να δίνουν χρήματα και για μια μεγάλη υποθήκη στο σπίτι τους στο Devonshire. Ξεκίνησε να γράφει τη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» τον Οκτώβριο, σταδιακά δέθηκε πολύ με τους χαρακτήρες της ιστορίας του, στο σημείο να κλαίει, να γελάει και να κλαίει ξανά, όπως έλεγε κι ο ίδιος, γράφοντάς την. Τελείωσε έξι εβδομάδες αργότερα. Πλήρωσε μόνος του τα έξοδα της έκδοσης του βιβλίου κι επέμεινε σε πολυτελές εξώφυλλο και εικονογράφηση, αλλά  πούλησε το βιβλίο σε χαμηλή τιμή για να μπορούν όλοι να το αγοράσουν. Το βιβλίο κυκλοφόρησε την εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα του 1843, στις 19 Δεκεμβρίου κι έγινε αμέσως τεράστια επιτυχία, αν και εξαιτίας του υψηλού κόστους της έκδοσης, τα έσοδα του συγγραφέα ήταν χαμηλότερα από τα αναμενόμενα.
 



Χριστουγεννιάτικη Ιστορία - A Christmas Carol

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

9 Δεκεμβρίου 2015

Ευγένιου Τριβιζά, «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία - Ένα δέντρο, μια φορά»


Το δέντρο
Σ' ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.
Ποτέ δεν είχε γνωρίσει του δάσους τη δροσιά. Δεν είχαν κελαηδήσει ποτέ στα φύλλα του πουλιά, με δυσκολία να το άγγιζε πού και πού κάποια πονετική ηλιαχτίδα που γλιστρούσε στα κρυφά ανάμεσα στις μουντές και άχαρες πολυκατοικίες που το περιστοίχιζαν.
Οι περαστικοί διάβαιναν δίπλα του με αδιαφορία, βλοσυροί και βιαστικοί, χωρίς να του δίνουν καθόλου σημασία, μερικοί μάλιστα πετούσαν αποτσίγαρα, φλούδια από κάστανα και λερωμένα χαρτομάντηλα κι άλλοι φτύνανε στο χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω από τη ρίζα του.
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, κατάλαβε από κάτι μηχανικούς με σκούρες καμπαρντίνες και κρεμαστά μουστάκια, που έσκυβαν και μουρμούριζαν κι όλο μετρούσαν σκυθρωποί, ότι θα πλάταιναν το δρόμο πλάι του. Κι αν συνέβαινε αυτό, τι τύχη το περίμενε; Θα το πελέκιζαν, θα το ξερίζωναν; Θα το πετούσαν μήπως στα σκουπίδια;
Εκείνο το χριστουγεννιάτικο δειλινό το δέντρο αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ. Στα ολόφωτα παράθυρα γύρω του διέκρινε ανάμεσα από τις κουρτίνες χριστουγεννιάτικα έλατα, που χαρωπά παιδιά τα στόλιζαν με κόκκινα κεριά, καμπανούλες, αγγελούδια, ασημένια πέταλα και γιορτινές γιρλάντες και ζήλευε. Ζήλευε πολύ. Πόσο θα ήθελε να είναι έτσι κι αυτό. Χριστουγεννιάτικο έλατο στη θαλπωρή ενός σπιτιού. Να το φροντίζουν, να το στολίζουν, να το καμαρώνουν...


Το παιδί

Ήταν κι ένα παιδί. Τις μέρες έκανε δουλειές του ποδαριού. Τα βράδια κοιμόταν στο πάτωμα ενός κρύου πλυσταριού στην αυλή ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου με ετοιμόρροπα μπαλκόνια. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα μάγουλά του είχαν χλωμιάσει, τα χέρια του είχαν ροζιάσει, τα μάτια του είχαν γεμίσει θλίψη.
Ποτέ δεν είχε γνωρίσει τη ζεστασιά μιας αγκαλιάς, τη θαλπωρή ενός αληθινού σπιτιού.
Εκείνο το κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ το αγόρι αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ, γιατί είχε μάθει ότι μετά τις γιορτές θα κατεδάφιζαν το μιζεροκτίριο με το πλυσταριό και δεν θα 'χε πού να μείνει.
Τυλιγμένο στο τριμμένο του παλτό, κοιτούσε απ' τα φωτισμένα παράθυρα τα λαμπερά σαλόνια με τα γκι και τα μπαλόνια, τις φρουτιέρες με τα ρόδια και τα χρυσωμένα κουκουνάρια, έβλεπε γελαστά αγόρια και κορίτσια να κρεμούν στα χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια αστραφτερά και ζήλευε. Ζήλευε πολύ, πόσο θα 'θελε να στόλιζε κι αυτό ένα έλατο σε κάποιου τζακιού το αντιφέγγισμα, με τα δώρα υποσχέσεις μαγικές ολόγυρά του...
Πώς το 'φερε η τύχη έτσι κι εκείνο το χριστουγεννιάτικο βράδυ και συναντήθηκαν κάποια στιγμή το δέντρο εκείνο κι εκείνο το παιδί...


H συνάντηση
Εκείνο το δειλινό το παιδί γυρνούσε άσκοπα στους δρόμους της πολύβουης πολιτείας. Κάθε τόσο σταματούσε σε κάποια βιτρίνα. Κόλλαγε τη μύτη του στο τζάμι και κοιτούσε με μάτια εκστατικά όλα εκείνα τα λαχταριστά, σε μια βιτρίνα λόφοι από μελομακάρονα, κουραμπιέδες και πολύχρωμα τρενάκια φορτωμένα με σοκολατάκια, σε μια άλλη ζαχαρένιοι Αγιο-Βασίληδες με μύτες από κερασάκια και μια παραμυθένια πριγκίπισσα από πορσελάνη να κοιτάζει από το αψιδωτό παράθυρο ενός φιλντισένιου κάστρου και λίγο παρακάτω, σε μια άλλη βιτρίνα, μια ονειρεμένη τρόικα με έναν πρόσχαρο αμαξά, μολυβένια στρατιωτάκια με κόκκινες στολές καβάλα σε άλογα πιτσιλωτά να καλπάζουν στοιχισμένα στη σειρά και στο βάθος ένα οπάλινο παλάτι σε μια χιονισμένη στέπα.
Έτσι όπως περπατούσε με τα μάτια στραμμένα στις καταστόλιστες βιτρίνες, έπεσε άθελά του πάνω σ' έναν περαστικό με καμηλό παλτό και γκρενά κασκόλ που γύριζε στο σπίτι του φορτωμένος με σακούλες και πακέτα που φύγανε από τα χέρια του, σκόρπισαν στο δρόμο εδώ και κεί. Το παιδί έχασε την ισορροπία του, γλίστρησε, το κεφάλι του χτύπησε με φόρα στο πεζοδρόμιο, ένιωσε μια σκοτοδίνη. Ο περαστικός του 'βαλε οργισμένος τις φωνές, το κατσάδιασε για τα καλά.
Το αλητάκι σηκώθηκε, το 'βαλε στα πόδια, κατηφόρισε παραπατώντας ένα σοκάκι με μια υπαίθρια αγορά, έστριψε ένα δυο στενά και βρέθηκε στο δρόμο με το παραμελημένο δέντρο. Σταμάτησε λαχανιασμένο να πάρει ανάσα, από τα φωτισμένα παράθυρα, τα χνωτισμένα, αχνοφαίνονταν τα γιορτινά σαλόνια με τα έλατα τα στολισμένα.
— Όμορφα δεν είναι; Ακούει τότε μια φωνή.
Ήταν το δέντρο του δρόμου.
— Πολύ. Αποκρίθηκε το παιδί, χωρίς να παραξενευτεί καθόλου που ένα δέντρο μιλούσε, του άρεσε να του μιλάει κάποιος χωρίς να το σπρώχνει, χωρίς να το κατσαδιάζει, χωρίς να το αποπαίρνει.
— Στόλισέ με! —ψιθύρισε το δέντρο— Στόλισέ με και εμένα έτσι!
— Μακάρι να μπορούσα! Πικρογέλασε το παιδί.
— Προσπάθησε, σε παρακαλώ. Ίσως αυτά, ξέρεις, να 'ναι τα στερνά μου Χριστούγεννα, να μην δω άλλα.
— Γιατί το λες αυτό;
— Άκουσα ότι θα πλατύνουν το δρόμο, πελέκι ή ξεριζωμός με περιμένει, ένα από τα δύο... Δεν είμαι σίγουρο ακόμα.
Το παιδί σκέφτηκε ότι θα κατεδάφιζαν το ετοιμόρροπο κτίριο με το ξεχαρβαλωμένο πλυσταριό, το καταφύγιό του. Σε λίγο δεν θα 'χε ούτε 'κείνο πού να μείνει. Σε κάποιο χαρτόκουτο ίσως;
— Στόλισε με! Παρακάλεσε άλλη μια φορά το δέντρο. Το παιδί κοίταξε ολόγυρά του.
— Με τι; Απόρησε.
— Ό,τι να 'ναι... κάτι θα βρεις εσύ!! Δεν μπορεί.
— Καλά... Αφού το θέλεις τόσο πολύ, κάτι θα βρω να σε στολίσω...
Συμφώνησε το παιδί κι άρχισε να ψάχνει.

Τα στολίδια

Εκείνη τη στιγμή, λες και κάτι ψυχανεμίστηκε ο ουρανός, έπιασε να χιονίζει, το χιόνι έπεφτε πυκνό... Χάδι απαλό σκέπαζε ανάλαφρα με πάλλευκες νιφάδες στα ολόγυμνα κλωνιά του παραμελημένου δέντρου.
Πήρε τότε το μάτι του παιδιού κάτι να αστράφτει λίγο παραπέρα. Μια παρέα πλουσιόπαιδα, που είχαν περάσει από το δρόμο λίγο νωρίτερα, είχαν πετάξει χρωματιστά χρυσόχαρτα από τις καραμέλες που έτρωγαν με λαιμαργία τη μια μετά την άλλη. Το αγόρι μάζεψε ένα ένα τα πεταμένα χρυσόχαρτα, τα μάλαξε με τα δάχτυλά του και έπλασε αστραφτερές πράσινες μπλε και βυσσινόχρωμες μπαλίτσες, μετά ξήλωσε τα κουμπιά του φθαρμένου παλτού και με τις κλωστές κρέμασε τις φανταχτερές μπαλίτσες στα χιονοσκέπαστα κλωνιά του δέντρου.
— Ευχαριστώ! Είπε το δέντρο, ανατριχιάζοντας απ' τη χαρά του.

— Με τι άλλο άραγε να το στολίσω; Μονολόγησε το παιδί.
Λες κι είχε ακούσει τα λόγια του, μια νοικοκυρά τρεις δρόμους παρακάτω άδειασε με φόρα απ' το παράθυρο μιας κουζίνας μια λεκάνη με σαπουνάδα σε μια πλακόστρωτη αυλή. Ο άνεμος πήρε ένα πανάλαφρο σύννεφο από σαπουνόφουσκες και τις ταξίδεψε παιχνιδίζοντας μαζί τους, το αγόρι τις είδε να πλησιάζουν στραφταλίζοντας στο φεγγαρόφωτο, τις κοίταξε με τέτοια λαχτάρα που εκείνες, λες και κατάλαβαν την επιθυμία του, άφησαν τον άνεμο να τις φέρει ένα - δυο γύρους και να τις κρεμάσει στα κλωνιά του δέντρου.
— Όσο πάω κι ομορφαίνω! Καμάρωσε το δέντρο.
— Σίγουρα ομορφαίνεις! Συμφώνησε το αγόρι σφίγγοντας γύρω του το παλτό γιατί έκανε πολύ, πάρα πολύ κρύο...
— Κοίτα! Έρχονται!
Ένα φωτεινό σύννεφο πλησίαζε τρεμοπαίζοντας στο σκοτάδι.
— Ελάτε! Τις κάλεσε με το βλέμμα το παιδί.
Και οι πυγολαμπίδες, λάμψεις αλλόκοσμες, τρεμοσβήνοντας ονειρικά, κάθισαν νεραϊδένιες γιρλάντες στα κλωνιά του δέντρου.
Το κρύο γινόταν όσο πήγαινε πιο τσουχτερό. Το χιόνι έπεφτε ολοένα πιο πυκνό. Το αγόρι σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και τότε το είδε! Είδε το πεφταστέρι κι εκείνο, λες και συνάντησε το βλέμμα του, διέγραψε στο σκοτάδι μια φαντασμαγορική χρυσαφένια τροχιά και ακούμπησε απαλά στην κορφή του δέντρου.
Και ήταν τώρα πράγματι όμορφο το δέντρο λουσμένο στο φεγγαρόφωτο με τα χρυσαφένια μπαλάκια να στραφταλίζουν, τις σαπουνόφουσκες να σιγοτρέμουν, τις πυγολαμπίδες να αναβοσβήνουν κέντημα δαντελένιο στα χιονισμένα του κλωνιά και το πεφταστέρι ν' ανασαίνει χρυσαφένιο φως στην κορφή του.
— M' έκανες τόσο, μα τόσο όμορφο - είπε το δέντρο στο παιδί - Σ' ευχαριστώ πολύ. Σ' ευχαριστώ αληθινά... Πόσο θα 'θελα να μπορούσα να σου χάριζα κι εγώ ένα δώρο...
— Μπορείς! Αποκρίθηκε το παιδί χουχουλίζοντας τα χέρια - Άσε με, σε παρακαλώ, να καθίσω στη ρίζα σου για λίγο. Νιώθω τόσο, μα τόσο κουρασμένο, πονάω... και δεν έχω πού να πάω...
— Αμέ! Έλα, κάθισε. Κάθισε στη ρίζα μου όσο θέλεις. Είπε το δέντρο.
— Και να δεις... Θα κάνω εγώ μια ευχή για σένα.
Το παιδί σήκωσε το γιακά, τυλίχτηκε στο παλιό του πανωφόρι, κάθισε στο χιονοσκέπαστο πεζοδρόμιο, αγκάλιασε το κορμί του δέντρου και σφίχτηκε όσο μπορούσε πιο κοντά του.


Το ταξίδι
Το χιόνι έπεφτε γύρω του. Πάνω του πυκνό. Όλο του το σώμα έτρεμε, τα χέρια του είχαν μουδιάσει, τα δόντια του χτυπούσαν. Έκλεισε τα μάτια για να τα προστατέψει από τις ριπές του χιονιού, όταν ξαφνικά —τι παράξενο— άκουσε εκείνον τον ήχο... Τον ήχο τον χαρμόσυνο! Κουδουνάκια τρόικας! Ένα μαστίγιο ακούστηκε να κροταλίζει, άλογα να καλπάζουν ρυθμικά.
Άνοιξε τα μάτια. Απίστευτο! Στα μελανιασμένα χείλη του άνθισε ένα χαμόγελο. Από βάθος του δρόμου, θαμπά στην αρχή, αλλά όλο και πιο ξεκάθαρα, την είδε. Είδε την παραμυθένια τρόικα με τα ασημένια κουδουνάκια να πλησιάζει φορτωμένη δώρα διαλεχτά. Την οδηγούσε ένας ροδομάγουλος αμαξάς με γούνινο σκούφο, κόκκινη μύτη και πυκνή κυματιστή γενειάδα. Πίσω από την τρόικα κάλπαζαν στρατιώτες με πορφυρές στολές, καβάλα σε περήφανα άλογα στολισμένα με χρυσαφένιες φούντες...
Παραξενεύτηκε το παιδί. Πώς βρέθηκε εδώ αυτή η τρόικα φορτωμένη τόσα δώρα; Και οι καβαλάρηδες; Κάπου τους ήξερε. Κάπου τους είχε ξαναδεί!
H τρόικα σταμάτησε μπροστά του, τα άλογα χρεμέτισαν, ο αμαξάς χαμογέλασε, από το παράθυρο της άμαξας πρόβαλε το πρόσωπο της πριγκιποπούλας.
— Τι όμορφο δέντρο! —Χαμογέλασε— Ποιος να το στόλισε άραγε;
— Εγώ! Αποκρίθηκε το παιδί.
— Αλήθεια;
— Ναι.
— Έλα μαζί μου τότε. Έλα να στολίσεις έτσι όμορφα και το έλατο του βασιλιά, να ζήσεις στο παλάτι μας παντοτινά.
— Δεν πάω πουθενά χωρίς το δέντρο μου! Απάντησε το αγόρι.
H πριγκιποπούλα έδωσε τότε εντολή και οι στρατιώτες του βασιλιά έσκαψαν βαθιά, πήρανε το δέντρο μαζί με τις ρίζες του και το φύτεψαν σε μια πορσελάνινη γλάστρα, μετά το φόρτωσαν στην τρόικα.
Γελώντας πρόσχαρα, ο αμαξάς άπλωσε το χέρι του, βοήθησε το παιδί να ανέβει στην άμαξα να κάτσει πλάι του, τα άλογα στράφηκαν, τον κοίταξαν με τα μεγάλα τους μάτια και ρουθούνισαν ανυπόμονα.
Όλα τα κτίρια, όλα τα φανάρια, όλες οι βιτρίνες, τα πάντα, είχαν τώρα εξαφανιστεί. Μπροστά τους ανοιγόταν μια απέραντη στέπα κι εκεί στο βάθος μέσα από τα διάφανα πέπλα του χιονιού αχνοφαίνονταν μαγευτικοί οι μεγαλόπρεποι τρούλοι κι οι αψιδωτές πύλες του οπάλινου παλατιού!
Ο ροδομάγουλος αμαξάς τράβηξε τα γκέμια. Κροτάλισε το μαστίγιο, τα άλογα χύθηκαν χλιμιντρίζοντας μπροστά, καλπάζοντας όλο και πιο γοργά... λες κι είχανε φτερά... Σε λίγο η τρόικα κι η ακολουθία της είχαν χαθεί στο βάθος της χιονισμένης στέπας.
Το χιόνι που συνέχισε ολοένα πιο πυκνό το σιωπηλό χορό του έσβησε σχεδόν αμέσως τα ίχνη από τις ρόδες και τα πέταλα των αλόγων..
Λένε οι παλιοί...
Λένε οι παλιοί ότι το πεζοδρόμιο εκείνο ήταν κάποτε κάπως πιο φαρδύ, ότι φύτρωνε κάποτε κάποιο δέντρο εκεί.
Διηγούνται επίσης οι παλιοί ότι ένα χριστουγεννιάτικο πρωί βρήκαν στη ρίζα του δέντρου ξεπαγιασμένο ένα παιδί σκεπασμένο από το χιόνι, τυλιγμένο σ' ένα τριμμένο παλτό χωρίς κουμπιά, με ένα γαλήνιο χαμόγελο, ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
Λένε ακόμα ότι από τότε κάθε παραμονή Χριστουγέννων, γύρω στα μεσάνυχτα, κάτι παράξενο συμβαίνει, κάτι που κανείς δεν μπορεί να το εξηγήσει. Ένα σμάρι πυγολαμπίδες τριγυρνούν επίμονα τρεμοσβήνοντας σε εκείνο το σημείο, λες και κάτι αναζητούν, λες και γυρεύουνε να θυμηθούνε κάτι, ότι ένας άνεμος αναπάντεχος φέρνει, ποιος ξέρει από πού, ανάλαφρες σαπουνόφουσκες και χρυσόχαρτα αστραφτερά, ενώ την ίδια στιγμή ένα υπέροχο πεφταστέρι διαγράφει στον ουρανό μια φαντασμαγορική τροχιά και πέφτει στο σημείο ακριβώς εκείνο.
Έτσι λένε...
Ποιος ξέρει;

[πηγή: Ευγένιος Τριβιζάς, εφ. Τα Νέα, 24 Δεκεμβρίου 2003]
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Υπέροχη ιστορία του Ευγένιου Τριβιζά με την
αριστουργηματική εικονογράφηση
του Νικόλα Ανδρικόπουλου.
Το 2009 το παραμύθι του Ευγένιου Τριβιζά
μεταμορφώθηκε σε μια ταινία μικρού μήκους
με τη συνεργασία του ίδιου του συγγραφέα
και του Παναγιώτη Ράππα.
Τα 30 λεπτά της ταινίας,
ντύνονται με την υπέροχη μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου και τις ερμηνείες του Μπάμπη Τσέρτου
και της Φωτεινής Δάρρα.
Μπορείτε να παρακολουθήσετε την ταινία εδώ.
 
 
 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
εικόνα

Το σκιουράκι – Ερωτική ιστορία...



Ήταν που λέτε μια φορά ένα σκιουράκι. Ούτε όμορφο, ούτε άσχημο. Ούτε έξυπνο, ούτε και κουτό. Ένα συνηθισμένο σκιουράκι ήτανε, που θα μοιαζε μ’ όλα τα άλλα, αν δεν είχε μια παράξενη συνήθεια.
Μόλις σουρούπωνε , το σκαγε απ’ τη φωλιά του και πήγαινε και στηνότανε στην άκρη του δάσους, δίπλα στο ποτάμι, καρτερώντας τα ζώα που πήγαιναν να πιούν νερό….
Περνούσαν λέαινες, ζαρκάδια κι αρκούδες και λαγοί και ασβοί και βατραχάκια…
Το σκιουράκι ένοιωθε πως με όλα έμοιαζε λιγάκι, πως όλα τους είχανε κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό. Έτσι, τα σταματούσε όλα, τα κοίταζε στα μάτια και τα ρωτούσε:
- Μπορείς να μ’ αγαπάς?
Τα πιο πολλά γελούσαν. Άλλα δεν έμπαιναν καν στον κόπο ν’ απαντήσουν. Κι άλλα του λέγανε: Δεν έχω χρόνο – ή δεν ξέρω τι είναι ν αγαπάς….



Κι αυτό γινότανε κάθε σούρουπο κι έτσι είχαν τα πράγματα, ώσπου, μια μέρα, το σκιουράκι ξαναρώτησε κι ένας ασβός του χαμογέλασε και του είπε:
- Μπορώ. Έλα ν αγαπηθούμε.
- Μπορείς? Πόσο χαίρομαι!
- Πες μου όμως, τι πα’ να πει ν αγαπηθούμε?
- Λοιπόν, το πιο σπουδαίο είναι να μη βιαστείς να καταλάβεις. Και τώρα άκου: Ν’ αγαπηθούμε, πρώτα-πρώτα πά’ να πει να κοιταζόμαστε στα μάτια.
Κι έτσι κοιταζόντουσαν στα μάτια για μερόνυχτα….
- Τώρα αγαπιόμαστε?
- Όχι βέβαια. Αλοίμονο αν ήταν τόσο απλό. Ν’ αγαπηθούμε πά’ να πει και να φτιάξουμε κάτι μαζί.
Κι έφτιαξαν πράγματα μαζί. Κι ήταν τόσο χαρούμενα! ...
- Τι ωραίο να σ’ αγαπάω!
Τώρα δεν αγαπιόμαστε?
- Όχι ακόμα. Για ν αγαπηθούμε πα να πει και να χουμε κάτι ο ένας απ τον άλλον. Έλα ν αλλάξουμε χρώματα. Δως μου λίγο απ το καστανόμαυρο τρίχωμα σου κι εγώ θα σου δώσω απ το κίτρινο των ματιών μου.
Κι έτσι έκαναν...
Το σκιουράκι καθρεφτίστηκε στα μάτια του ασβού και καμάρωσε την κίτρινη λάμψη τους στα δικά του μάτια. Κι ύστερα του χάρισε το πιο γλυκό καστανόμαυρο τρίχωμα που είχε στην πλάτη του.
- Τώρα αγαπιόμαστε?
- Όχι, όχι ακόμα. Μας μένει το πιο δύσκολο. Πρέπει ν αγκαλιαστουμε σφιχτά, πολύ σφιχτά, και να τρέξουμε στον ήλιο, καβαλώντας μια αχτίδα από φως. Έλα, με το ένα, με το δύο, με το τρία, να προλάβουμε αυτήν εκεί την αχτίδα.
- Ένα, δύο, τρία, εεεεεεεε... ώπ!
- Τώρα αγαπιόμαστε?
- Τώρα.


Και που λέτε όσο κι αν φαίνεται παράξενο, κάπως έτσι έγιναν κι έτρεχαν για τον ήλιο. Κι άρχισε να πέφτει μια βροχή, γλυκιά σα μέλι. Ήταν τα δάκρυα της χαράς τους, που απ την τεράστια ταχύτητα – που ζάλισε όλα τα πουλιά κι όλα τ αστέρια – έγιναν ένα ...
Κι ύστερα βγήκε απ τον ουρανό τόξο τόσο λαμπερό, που όλοι στη γη βάλανε το χέρι πάνω από τα μάτια να μην τυφλωθούνε, κι αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί πάνω απ τα σύννεφα...
Και πέρασε καιρός. Να τανε χρόνια, να τανε ένα λεπτό μονάχα, κανένας δε θα μπορούσε να μας πει, γιατί ο χρόνος είναι άχρονος, μέχρι που ο ασβός ψυθίρισε:
- Κουράστηκα. Μη σου κακοφανεί. Μπορεί και να ζαλίστικα από το τρέξιμο. Θα θελα να γυρίσω πίσω.
- Κουράστηκες? Όμως, δεν τρέχουμε πατώντας στο χώμα. Είναι το φως που μας κουβαλάει. Δεν είναι κουραστικό.
- Για μένα είναι. Έπειτα το χω ξανακάνει. Λίγοι αντέχουν δεύτερη φορά. Ειναι επικίνδυνο. Γυρίζω πίσω...
Αυτά είπε. Και με πολύ μεγάλη ευκολία, πήδηξε πάνω σε ένα μετεωρίτη που κατέβαινε στη γη και χάθηκε...
- Μη φεύγεις, φώναξε το σκιουράκι. Φοβάμαι πως δε θα μπορέσω ποτέ πια να σταματήσω, κι είναι αστείο να τρέχω μόνο μου στον ουρανό...
Όμως, τη φωνή του την άκουσε μονάχα το σκοτάδι, κι ίσως – δε σας τ ορκίζομαι - το φεγγαράκι που πρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο δειλά.
- Εεεεεε ... ωωωωωωω... Είναι κανείς εδώ? Δεν έχει νόημα πια να πάω στον ήλιο. Ποιός θα μπορούσε να μου πει πως θα ξαναγυρίσω πίσω?
Αλλά το σύμπαν εκείνη τη στιγμή ήταν άδειο, κι έτσι δεν του απάντησε κανείς.
- Μου φαίνεται πως τώρα τρέχω πιο γρήγορα από πρώτα. Κι άρχισα να κρυώνω. Κι αν τρέχω έτσι μόνο μου για πάντα? Εεεεε .... ωωωωω.... Βοήθεια! Δεν είναι κανείς εδώ?
Τότε μια μικρή φωνούλα έφτασε στ αυτιά του, τόσο γλυκιά και σιγανή σαν να βγαινε από μέσα του.
- Ψιτ, ψιτ! Σκιουράκι!
- Μου μίλησε κανείς? Τίποτα δε βλέπω.
- Ψιτ, εδώ δίπλα στην κοιλιά σου. Είμαι η ηλιαχτίδα που σε κουβάλησε μαζί με τον ασβό βόλτα στο Γαλαξία. Ακόμα πάνω μου τρέχεις. Άκου. Εγώ μόνο μπορώ να σε γυρίσω πίσω. Πρώτα θα μπούμε σε τροχιά γύρω απ τη γη., κι έτσι ύστερα σιγά – σιγά θα κατεβούμε. Μόνο που έχω τρέξει άπειρα χιλιόμετρα κι ενέργεια μου έχει σχεδόν εξαντληθεί. Για να γυρίσουμε, θα πρέπει να θυσιάσεις κάτι από σένα, να το καίω, να γεμίζω τις μπαταρίες μου, να προχωράμε...
- Ότι πεις. Τι θες να θυσιάσω?
- Ξέρω κι εγώ? ... το τρίχωμα σου, τις πατούσες σου, ένα κομμάτι απ την καρδιά σου...
- Το τρίχωμα μου και οι πατούσες μου είναι δικά σου. Μόνο που καρδιά δεν έχω πια. Την πήρε ο ασβός μαζί του. Κι αυτό δεν αλλάζει...
- Εντάξει, παίρνω τις πατούσες σου. Ελπίζω να μας φτάσουν. Καιώ την πρώτη... Μην πονάς πολύ. Μην κλαις, δεν το αντέχω. Ησύχασε. Κρατήσου τώρα. Αλλάζουμε πορεία.
Κι έτσι μπήκανε σε τροχιά... Το σκιουράκι, μ ένα πόδι, κοίταζε τη γη – τόσο μικρούλα – κι όμως του φάνηκε πως διέκρινε στο δάσος τον ασβό του. Κι ήταν το κέντρο της γης ο ασβός γι αυτόν. Μόνο εκείνος μέτραγε εκεί κάτω. Τίποτα άλλο.
- Παράξενο να μπαίνεις σε τροχιά. Το κέντρο της ζωής σου είν αυτό το κάτι που τρέχεις γύρω του. Κι όμως είναι άσκοπο να τρέχεις, γιατί δεν μπορείς να το φτάσεις, ούτε και να ξεφύγεις απ αυτό...
- Σσσσσς! Μη μιλάς, δάγκωσε τα χείλη, είπε η ηλιαχτίδα... Καίω τη δεύτερη πατούσα. Κατεβαίνουμε ...
Κι αρχίσανε να κατεβαίνουν κάνοντας τούμπες στον αέρα, μέσα σε ρεύματα τόσο τρελλά, που όλα δείχνουν πως δίχως άλλο θα γκρεμοτσακιστούνε. Το σκιουράκι δίχως πόδια, κι η γη να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, το δάσος να φαίνεται πια καθάρα, τα δέντρα, τα πουλάκια, του ποτάμι και ξαφνικά...
Πλάτς! ... Και μετά τίποτα...

Όταν το σκιουράκι, ύστερα από ώρα, άρχισε να συνέρχεται, πόναγε σ όλο του το κορμί. Όμως κατάλαβε πως κάποιος ήταν κοντά του και του βαζε οινόπνευμα κι ύστερα του φυσούσε τις πληγές για να μην τσούζει, και του βαζε επιδέσμους και το χάιδευε....
- ο ασβός μου, σκέφτηκε κι άνοιξε τα μάτια.
Όμως είδε να σκύβει από πάνω του ένας κάστορας. Ήταν ένας μικρόσωμος κανελής κάστορας μ αστεία μουσούδα, που όμως το βλέμμα του ήταν τόσο φωτεινό, που σαν σε κοιτούσε νόμιζες πως λαμπύριζαν πυγολαμπίδες στα μάτια του.
Κι είχε ένα χαμόγελο τόσο, μα τόσο τρυφερό, που το σκιουράκι ούτε να δακρύσει από ευγνωμοσύνη δεν μπορούσε. Κοιτάζονταν σιωπηλά ώρα πολλή. Ύστερα ο κάστορας ρώτησε κάτι που το σκιουράκι άπειρες φορές είχε ρωτήσει παλιά, όταν ήταν ανυποψίαστο για όλα....
- Μπορείς να μ αγαπάς?
Το σκιουράκι αναστέναξε χωρίς καθόλου λύπη.
- Φοβάμαι πως δε μπορώ. Δεν έχω πια καρδιά για να σ αγαπήσω...
- Δεν πειράζει. Αν το θες, θα σου δώσω ένα κομμάτι απ΄τη δική μου.
- Όμως ν αγαπηθούμε πα να πει να τρέχουμε μαζί – κι εγώ δεν έχω πόδια.
- Να τρέχουμε, έτσι άσκοπα, γιατί? Ν αγαπηθούμε πα να πει να κάνουμε μαζί ένα δρόμο, όπως μπορούμε. Το πιο σπουδαίο είναι να μαστε οι δυό μας, και όχι πόσο γρήγορα θα τρέξουμε, ούτε που θα πάμε...
Μικρό μου σκιουράκι, αν μπορείς να μ αγαπάς θα σου φτιάξω δεκανίκια από ξύλο αγριοτριανταφυλλιάς. Κι αν δε θες, θα σε μάθω να περπατάς με τα χέρια. Κι αν κουραστείς, θα σε πάρω αγκαλιά και θα ναι πιο όμορφα, γιατί θ ακούω την ανάσα σου κι η μυρωδιά σου θα μπει μέσα στο πετσί μου και δε θα ξέρουμε αν είσαι εσύ ή εγώ, εγώ ή εσύ, θα είμαστε εμείς....
Τι έγινε μετά κανείς δεν έμαθε στα σίγουρα – κι εγώ που να ξέρω?
Λένε πως τους είδανε να φεύγουν για την Ανατολή, περπατώντας και οι δυο με τα χέρια, και να γελάνε, να γελάνε... Ο απόηχος απ το γέλιο τους ξέμεινε στα φυλλώματα των δέντρων.
- Λένε ...
Πάντως ποτέ – μα ποτέ – κανείς δεν τους ξανάδε πια!

 Λίλη Λαμπρέλλη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 Είμαι παραμυθού, με την έννοια ότι λέω παραμύθια από την προφορική παράδοση και γράφω μικρές ιστορίες με δομή παραμυθιού - τα τελευταία χρόνια και θεωρητικές σκέψεις πάνω στα παραμύθια, τους συμβολισμούς και την αφήγησή τους. Με ρίζες στη Μυτιλήνη και τη Μικρασία, γεννήθηκα το 1952 στον Πειραιά. Σπούδασα νομικά και δούλεψα (για λίγο) δικηγόρος στην Αθήνα και (για πολύ) μεταφράστρια στο Λουξεμβούργο και τις Βρυξέλλες, όπου και ζω εδώ και πάνω από δυο δεκαετίες. Από το 1998 που αφηγούμαι λαϊκά παραμύθια, νιώθω ότι ανήκω στη συντεχνία των παραμυθάδων, "την ευγενική γενιά των σαλτιμπάγκων" που λέει κι ο δάσκαλός μου, ο Ανρί Γκουγκό. Από τις μικρές ιστορίες που έγραψα, το "Κρυμμένο νερό", με τις εξαίσιες ζωγραφιές της Φωτεινής Στεφανίδη, πήρε το 2011 το βραβείο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

8 Δεκεμβρίου 2015

Χαμένη πάλι μες στην πόλη τριγυρνάς...

       


Χαμένη πάλι μες στην πόλη τριγυρνάς...
Δεν θέλεις την οχλαγοή να αποφύγεις...τα μάτια σου να κλείσεις γύρω σου αρνείσαι και αδυνατείς....τη θλίψη να ξορκίσεις προσπαθείς...
Κάθε σου βήμα μες στης πόλης τα στενά...έρχεται μια εικόνα δυνατή την πρω'ι'νή σου τη χαρά να σου κλαδέψει...να στην κλέψει...
Οπλίζεσαι...και μελετάς...σελίδες αποστήθισες από μικρός....στις δυσκολίες να αντέχεις....
Φοράς την πανοπλία σου και τον εχθρό να τον νικήσεις βάζεις σκέψεις στο μυαλό σου και τολμάς...μα ξέρεις άραγε ποιός είναι ο εχθρός ?
Είναι φορές που εσύ μπερδεύεσαι...και να τον ξεχωρίσεις δεν μπορείς...
Άλλες πάλι σαν εύκολο σου φαίνεται...ευθύνες χρόνων δυνατές...στους άλλους να φορτώσεις...
Μην ξεγελιέσαι μάτια μου.. και σε διλλήμματα αμφίβολα.. τον νου σου υποβάλλεις...
Μέσα στο παιχνίδι της ευθύνης σου.. παντού ..κρυμμένος κατοικείς κι εσύ βαθιά....
Σε ξεγελάσανε μου λες...τα όνειρα σου κλέψαν μια βραδιά....
Μα εσύ την πόρτα άφησες να μπουν ...να σε τρυγήσουνε ...ανέμελα σου άρεσε.. άλλοι να δρουν για σένα...σταμάτα ...πάψε το λοιπόν...δόντια να τρίζεις...στους υποτιθέμενους εχθρούς...που τη ζωή σου κυβερνάν...
Σκληρός γίνε κριτής για σένανε...και πάρε το μερίδιο του τρύγου ...του κλαδέματος...και των ονείρων το φευγάτο σου ταξίδι...
Λίγοι...λειψοί...και άβουλοι ...αυτοί που τάχθηκαν...που ψεύτικα τα όνειρα σου τάξανε δε λέω....
Τάχατες γιατί κρύβοσουν την ώρα της αλήθειας...της ευθύνης σου μπροστά ?
Είναι που εύκολα το μάσαγες το ψέμμα τους και το κατάπινες...είναι και που σε βόλευε η κατηφόρα που έτρεχες...με το ποδήλατο το γρήγορο ...που πάντα οδηγούσες...
Μην κλαψουρίζεις τώρα εσύ...που επιστροφή στην ανηφόρα σου ...θα πρέπει με το ίδιο το ποδήλατο...ξανά να επιστρέψεις...
Η άνοδος και η κάθοδος...αντίθετες οι δυο αυτές οι λέξεις...
Σαν τη μια μονάχα εδιδάχθηκες...τα χρόνια κι αν επέρασαν...και απέφυγες...και ξέφυγες...καιρός να διδαχθείς και για την άλλη...
Τόση σοφία χρόνων ...που θα έπρεπε να κουβαλάς...είναι ώρα να την χρησιμοποιείς...και από το σκοτεινό το τούνελ σου να βγεις....
Πάντα στην άκρη εκεί του... σκοτεινού του ανήλιαγου του τούνελ...μια ηλιαχτίδα φωτεινή...ίσως να σε προσμένει....
Σου τόπαν και στο γράψανε πολλές φορές...και ποιητές....και συγγραφείς...μα και πραματευτάδες της αληθινής ζωής...κοντά σου σαν βρεθήκαν....και τα φώτα να σου ανάψουν προσπαθήσαν...
Μα εσύ αρνήθηκες πολλές φορές...τον εσωτερικό σου θάνατο προτίμησες...μπρος στη γεύση και στην ευχαρίστηση...των πρόσκαιρων...των ψεύτικων των απολαύσεων....που η ευκολία σου προσφέρει...και τώρα εσύ περίλυπος κοιτάς προς τα συντρίμμια.... 
Μην επιτρέψεις ...μην αφεθείς...μονάχος σου αντιστάσου...στο θάνατο που άπλωσαν ...που καθημερινά...σαν μόνη λύση σου προτείνουν...
Δεν είναι λύση ο θάνατος....και λύση είναι η ίδια η ζωή....που μέσα από τα δύσκολα ...τα αφώτιστα κι αν φαίνονται τα τούνελ...το μάτι συνεχίζει να σου κλείνει....θα το αρνηθείς ?
Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Μη βαρεθείς και ξαναδιάβασε ..το μικρό αυτό το απόσπασμα του Μεγάλου  Γιάννη Ρίτσου :

  "Δύσκολες ώρες, στον τόπο μας. Κι αυτός ο περήφανος,
γυμνός, ανυπεράσπιστος, ανήμπορος, αφέθηκε να τον βοηθήσουν·
εγγράψαν υποθήκες πάνω του·πήραν διακιώματα· αξιώνουν·
μιλάνε για λογαριασμό του· του ρυθμίζουν την ανάσα, το βήμα·
τον ελεούν· τον ντύνουν μ' άλλα ρούχα ξέχειλα, χαλαρωμένα·
του σφίγγουν μ' ένα καραβάσκοινο τη μέση. Εκείνος,
μέσα στα ξένα ρούχα, ούτε μιλάει κι ούτε πια χαμογελάει
μη και φανεί που ανάμεσα στα δόντια του κρατάει (ως και την ώρα
του ύπνου)
σφιχτά σφιχτά, σαν ύστατο οβολό του, ( μόνο τώρα βιος του)

γυμνό, απαστράπτοντα κι ανένδοτο, το θάνατό του."

(Γιάννης Ρίτσος) 

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,