14 Δεκεμβρίου 2015

Αγάπη...λέξη μαγική...

Πόση μα πόση ανοησία άραγε ...πόση μα πόση προχειρότητα άραγε...να κρύβεις στις γιορτές σου ...Παγκόσμιες.. σαν θες εσύ και να τις ονομάζεις....?
Ξημέρωσες και σήμερα και σούπανε πως Παγκόσμια γιορτάζουν την αγάπη...
Λες και είναι ένα βάζο με γλυκό....στο ράφι κρεμασμένο....μέλι που εκεί μπροστά το τοποθέτησαν ...με φιόγκο πλουμιστό...να σου πουλήσουν....
Τι είναι η αγάπη άραγε...που σου πουλάνε μοναχά για μια ημέρα...και που εσύ θα την δεχθείς σαν δώρο μες στην καθημερινή σου τη μιζέρια....
Αναλογίστηκες άραγε ποτές...πως φτάνεις μπρος στο μονοπάτι της αγάπης ?
Πόσα εμπόδια θα πρέπει να διαβείς....και μέσα σου σαν όλα αυτά τα προσπεράσεις...την σκυταλοδρομία σου αυτή...που στο κόψιμο του νήματος...εκεί μπροστά της θα σε βγάλει ?
Πως περιμένεις με ψεύτικες...της μιας της μέρας και στιγμής τα συναισθήματα...κορμί ψυχή καρδιά και νου...εσύ σε μια Παγκόσμια σου λέει ...εσύ να τα γεμίσεις...
Μην ξεγελιέσαι μάτια μου...και την δική σου διαδρομή....με της μιας στιγμής τα δώρα της αγάπης...μην προσπαθείς να καρπωθείς και να τ' αγγίξεις...
Δουλειά θέλει καθημερινά...η αγάπη για να ανθίσει....
Θέλει τροφή και δύναμη...και αυταπάρνηση πολλές φορές...για να καρποφορήσει....
Δεν σου μιλώ...για έρωτες και για αγάπες σύντροφων...απλά ερωτικών...
Για την αγάπη σου μιλώ...που άπειρες μορφές...και άπειρα τα πρόσωπα, που μπροστά σου τα φορά...και στης ευτυχίας το μονοπάτι αυτή σε βγάζει...


Δώσε λοιπόν καθημερινά...κατέθεσε αν μπορείς κομμάτια της ψυχής σου...
Μην περιμένεις μια ...μονάχα μια ημέρα...αγάπης κι αν την λένε...να θυμηθείς...πως είσαι άνθρωπος...και μόνο αν την φορέσεις κατάσαρκα...μπορείς να επιβιώσεις....
Δεν με συγκίνησαν ποτέ οι Παγκόσμιες...και οι υποκριτικές...οι ψεύτικες...οι αγάπες που επιφανειακά...μέλι κανέλλα και βάλσαμο...για μια στιγμή και μοναχά προσφέρουν....
Για άλλες αγάπες εγώ σου μιλώ....
Για τις αγάπες τις απλές ...τις καθημερινές....τις συνεχείς τις μόνιμες...που τις καρδιές τις κάνουν να ανθίζουν....
Ξύπνα λοιπόν κάθε ένα πρωινό...κοιτάξου  στης ψυχής σου τον καθρέφτη...υπόσχεση δώσε σε αυτόν...πως τον εαυτό σου θα αγαπάς πολύ....για να μπορεί αγάπη να μοιράζει....

 Κείμενο -Σοφία Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 

Έτσι ποιητικά και στωικά σαν σκέπτονται οι άνθρωποι...φίλε μου Νικόλα....
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

                                Τι είν' αυτό που το λένε αγάπη - Ορχηστρικό Γιώργος Κατσαρός....
..............................................................................................................................................................

 

13 Δεκεμβρίου 2015

Ηλία Βενέζη, Αιολική Γη (απόσπασμα)

 

Ηλία Βενέζη, Αιολική Γη (απόσπασμα)

Το μυθιστόρημα ανασυνθέτει την ευτυχισμένη ζωή των Ελλήνων στη Μικρασία πριν την μικρασιατική καταστροφή. Το πλήθος των φανταστικών προσώπων, των εμψυχισμένων φυσικών στοιχείων, των παιδιών και των μεγάλων που συνθέτουν τον κόσμο της Αιολικής γης είναι δοσμένα από το ώριμο ύφος του συγγραφέα με μορφή παραμυθένια, με πληρότητα μαγική. Η Αιολική γη είναι το βιβλίο του χαμένου παραδείσου των παιδικών χρόνων στα παράλια της Μικρασίας και του δραματικού ξεριζώματος από τη γενέθλια γη.
Κιμιντένια
ΟΤΑΝ παραμέρισαν τα κύματα του Αιγαίου κι άρχισαν ν' αναδύονται απ' το βυθό τα βουνά της Λέσβου υγρά, στιλπνά και γαλήνια, τα κύματα είδαν ξαφνιασμένα το νησί, το νέο τους φίλο. Ήταν συνηθισμένα να ταξιδεύουν απ' τα μέρη του Κρητικού πελάγου και να σβήνουν στις ακρογιαλιές της Ανατολής, και ό,τι ξέρανε από στεριά ήταν σκληρά βουνά, κοφτοί θεόρατοι βράχοι, γη από κίτρινη πέτρα. Τούτο δω, με το νέο νησί, ήταν κάτι άλλο - ω, πόσο διαφορετικό! Γι' αυτό είπαν τα κύματα:
«Ας πάμε το μήνυμα στην πιο κοντινή γη, στη γη της Αιολίδας. Ας της πούμε για το νησί, τη νέα γη που έδεσε το φως με τη γαλήνη, για τη γραμμή και την κίνηση του που είναι τόσο ήμερη σα να έχει μέσα της τη σιωπή, ας της πούμε για το θαύμα του Αιγαίου!»
Ήρθαν τα κύματα και φέραν το μήνυμα του πελάγου στην αιολική ακτή. Ήρθαν και άλλα κύματα, κι άλλα - όλα τα κύματα. Όλα λέγαν για το παιχνίδι της γραμμής του νησιού, για το παιχνίδι της αρμονίας και της σιωπής.

Τ' άκουσαν την πρώτη μέρα τα σκληρά βουνά της Ανατολής και μείνανε αδιάφορα. Τ' άκουσαν και την άλλη, και πάλι δεν ταράχτηκαν. Όμως όταν το κακό παράγινε και κάθε στιγμή άλλο δεν ακούγανε παρά τη βουή του πελάγου να τους λέει για το θαύμα, τα βουνά παράτησαν την αταραξία τους και, περίεργα, σκύψανε πάνω απ' τα κύματα να δουν το νησί του Αιγαίου. Ζηλέψανε την αρμονία του και είπαν:
«Ας κάμουμε κ' εμείς έναν τόπο γαλήνης στη γη της Αιολίδας, που να 'ναι σαν το νησί!»
Παραμερίσανε τότε τα βουνά, τραβήχτηκαν στο βάθος, κι ο τόπος που άφησαν έγινε ο τόπος της Γαλήνης.
Τα βουνά κείνα της Ανατολής τα λένε Κιμιντένια.

ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΜΟΥ δουλέψανε σκληρά τη γη που είναι κάτω απ' τα Κιμιντένια. Όταν εγώ γεννήθηκα, ένα μεγάλο μέρος της περιοχής το όριζε η φαμίλια μας. Το χειμώνα μέναμε στην πόλη, αλλά μόλις τα χιόνια φεύγανε απ' τα Κιμιντένια κ' η γη πρασίνιζε μας έπαιρνε η μητέρα μας, όλα τ' αδέρφια μου, την Ανθίππη, την Αγάπη, την Άρτεμη, τη Λένα, εμένα, και πηγαίναμε να ζήσουμε τους μήνες του καλοκαιριού στο κτήμα, κοντά στον παππού και στη γιαγιά μας.
Η θάλασσα ήταν μακριά από κει, κι αυτό στην αρχή ήταν μεγάλη λύπη για μένα επειδή γεννήθηκα κοντά της. Στην ησυχία της γης θυμόμουν τα κύματα, τα κοχύλια και τις μέδουσες, τη μυρουδιά του σάπιου φυκιού και τα πανιά που ταξίδευαν. Δεν ήξερα να τα πω αυτά, επειδή ήμουνα πολύ μικρός. Αλλά μια μέρα η μητέρα μου βρήκε το αγόρι της πεσμένο μπρούμυτα καταγής, σα να φιλούσε το χώμα. Το αγόρι δε σάλευε, κι όταν η μητέρα πλησίασε τρομαγμένη και το σήκωσε είδε το πρόσωπο του πλημμυρισμένο στα δάκρυα. Το ρώτησε ξαφνιασμένη τι έχει, κ' εκείνο δεν ήξερε ν' αποκριθεί και δεν είπε τίποτα. Όμως μια μητέρα είναι το πιο βαθύ πλάσμα του κόσμου, κ' η δική μου, που κατάλαβε, με πήρε από τότε πολλές φορές και πήγαμε ψηλά στα Κιμιντένια, απ' όπου μπορούσα να βλέπω τη θάλασσα. Κ' ενώ εγώ αφαιριόμουνα στη μακρινή μαγεία του νερού, εκείνη δε μου μιλούσε, για να αισθάνομαι πως είμαστε μονάχοι, η θάλασσα κ' εγώ. Περνούσε πολλή ώρα έτσι, τα μάτια μου κουράζονταν να κοιτάνε και γέρναν, έγερνα κ' εγώ στη γη. Τότε τα δέντρα που με τριγύριζαν γίνονταν καράβια με ψηλά κατάρτια, τα φύλλα που θροούσαν γίνονταν πανιά, ο άνεμος ανατάραζε το χώμα, το σήκωνε σε ψηλά κύματα, τα μικρά τριζόνια και τα πουλιά ήταν χρυσόψαρα και πλέανε, κ' εγώ ταξίδευα μαζί τους.
Σαν ξυπνούσα, έβλεπα από πάνω μου τα μάτια της μητέρας μου να περιμένουν.
— Ήταν ωραία, αγόρι; με ρωτούσε χαμογελώντας γλυκά.
— Αχ, μητέρα, πάντα είναι ωραία με τη θάλασσα!

ΜΙΑ ΑΠΟ ΚΕΙΝΕΣ τις καλοκαιρινές μέρες γυρίζοντας με τη μητέρα μου απ' το «ταξίδι της θάλασσας στα Κιμιντένια», σταθήκαμε στην κοίτη ενός μικρού ποταμίου. Το ποτάμι ήταν γεμάτο καθαρό άμμο, έτρεχε όμως και λίγο νερό.
— Πώς τρέχει νερό, είπα, αφού είναι καλοκαίρι και τα Κιμιντένια δεν κατεβάζουνε νερό;
— Έλα! μου λέει η μητέρα, που είχε ζήσει όλα τα παιδικά της χρόνια στα Κιμιντένια κ' ήξερε τον τόπο καλά. Έλα να δεις!
Περπατήσαμε μες στο ποτάμι, ακολουθώντας το βαθιά στην κοιλάδα, και τότε βρήκαμε σε μια κουφάλα την πηγή απ' όπου ανάβλυζε το νερό. Έκανε πολύ δροσιά εκεί· μολοντούτο δεν είχε βρύα και πλατάνια, όπως θα 'πρεπε σε τόσο υγρό τόπο.
— Δοκίμασε το νερό, μου λέει η μητέρα μου. Να δεις τι δροσερό που είναι!
Πήρα με τη χούφτα μου και το 'φερα στα χείλια μου. Αλλά μόλις το άγγιξαν, το άφησα να χυθεί και σκούπισα τη γλώσσα μου.
— Μα αυτό είναι θάλασσα! είπα ξαφνιασμένος.
Η μητέρα μου γελούσε με πολλή χαρά. Με πήρε στην αγκαλιά της και μου είπε:
— Βλέπεις; Η θάλασσα είναι παντού!
Κι όταν έπειτα πήραμε το δρόμο του γυρισμού έγινε σοβαρή και μου εξήγησε πως όλη η περιοχή κάτω απ' τα Κιμιντένια ήταν κάποτε κακή γη, επειδή πολύ βαθιά μέσα της ζούσε η θάλασσα, έμπαινε μέσα της η θάλασσα. Και χρειάστηκε από γενιά σε γενιά ο ασταμάτητος μόχθος των ταπεινών μου προγόνων για να φύγει το νερό και να γίνουν τα δέντρα και τα κλήματα.

ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ του πάππου μου, του πατέρα της μητέρας μου, η γη πια ήταν έτοιμη κ' έγινε το υποστατικό. Απ' τη μητέρα μου έμαθα το πώς έγινε η πρώτη καλύβα, πότε η γιαγιά μου φύτεψε με τα χέρια της τον πλάτανο στην αυλή, πότε φυτέψανε τα κλήματα. Στο υποστατικό έμπαινες από μια μεγάλη πόρτα, καμωμένη με σκαλιστό ξύλο. Στη μέση ήταν μια αυλή και γύρω γύρω της, η μια χτισμένη κοντά στην άλλη, ήταν οι οικοδομές. Στα κάτω πατώματα ήταν οι αποθήκες κ' οι στάβλοι, στ' απάνω η κατοικία του παππού και της γιαγιάς μας, πλάι ο ξενώνας, και πλάι οι κατοικίες για τις γυναίκες και τους ζευγάδες που δουλεύανε στο κτήμα ολοχρονίς. Μια ξύλινη σκάλα σε ανέβαζε απ' την αυλή στο σπίτι του πάππου, κι από κει άρχιζε το ξύλινο μπαλκόνι που ένωνε κυκλικά όλα τα χτίρια. Τα παράθυρα όλα βλέπαν μες στην αυλή, και μονάχα το σπίτι του παππού είχε ένα σιδερόφραχτο παράθυρο που έβλεπε έξω, τον κόσμο τον έξω απ' τη μεγάλη πόρτα. Έτσι το υποστατικό έμοιαζε σα μοναστήρι ή σα φρούριο, καμωμένο όλο με γερή πέτρα του Σαρμουσάκ για το φόβο των ληστών. Όμως δεν είχε τίποτα απ' την ασκητική αυστηρότητα των μοναστηριών, μήτε απ' την αγριότητα των φρουρίων. Ήταν βαμμένο με γαλάζιο χρώμα.


Σ' ένα επιτούτου δωμάτιο ήταν φυλαγμένα σαν πολύτιμα πράματα τα όπλα, γκράδες και μαρτίνια και σπαθιά, όσα θα φτάνανε για ν' αρματώσουν όλους τους ζευγάδες σε ώρα ανάγκης, αν μας ρίχνονταν ληστές. Αυτό το δωμάτιο το λέγαμε το «Κίτρινο» επειδή ήταν βαμμένο με δυνατό κίτρινο χρώμα. Το δικό μας, των παιδιών, ήταν πλάι στα όπλα, κ' η γειτονία τους μας έκανε να τα συλλογιζόμαστε πολύ. Και καθώς το Κίτρινο ήταν πάντα κλειδωμένο και κανένας δεν είχε την άδεια να το ανοίξει εκτός απ' τον παππού, η φαντασία μας του έδινε μεγάλες διαστάσεις, το σχημάτιζε σα μυστικό καταφύγιο μυθικών πλασμάτων.
Τις νύχτες, όταν γινόταν ησυχία έξω, όταν τα τσακάλια πια δεν ούρλιαζαν και μονάχα τα φύλλα των δέντρων ακούγονταν που σάλευαν, κάθε άλλος σιγανότατος θόρυβος που έφτανε ως εμάς μας φαινόταν να 'ρχεται από το απαγορεμένο δωμάτιο. Τότε το ένα παιδί ξυπνούσε το άλλο.
— Άκουσες; έλεγε η μικρή Άρτεμη και μ' έσπρωχνε. Ξυπνούσα τρομαγμένος και ρωτούσα:
— Τι είναι;
— Άκου! Πλάι κάτι γίνεται! Στο Κίτρινο...
Έβαζα όλη την προσοχή κι αφουγκραζόμουν. Η γη αναπαύεται και γονιμοποιεί τους σπόρους, κι απ' το μυστικό της έργο έρχεται ένας ελάχιστος θόρυβος που μπορεί να φτάξει μονάχα σ' ένα παιδί. Οι ρίζες των δέντρων σαλεύουν στα σκοτεινά γυρεύοντας νερό να πιουν, οι φλούδες των κορμών σαλεύουν για να χυθούν οι χυμοί στους κλώνους και στα φύλλα, τα τυφλά σκουλήκια αγωνίζουνται έρημα το μικρό τους αγώνα, ένα ζαρκάδι πέρασε και χάθηκε, ένα άλλο, κυνηγημένο από μεγαλύτερο του αγρίμι, δεν μπόρεσε να περάσει στο δάσος να γλιτώσει κι ακούγεται η σπαραχτική φωνή του βαθιά, η φωνή του θανάτου. Ύστερα όλα ησυχάζουν, κ' έρχεται η Μεγάλη Σιωπή.
— Άκου!.. λέει πάλι η Άρτεμη όταν γίνεται ησυχία.
— Τσακάλι θα 'ταν και πέρασε, της λέω.
— Μα όχι! Όχι το τσακάλι! Να! Τώρα, τώρα! Κει μέσα! Άκουσε!
Τεντώνω το αυτί μου κι ανοίγω τα μάτια μου όσο μπορώ. Η καρδιά μου χτυπά με αγωνία επειδή αισθάνουμαι την ανάγκη ν' ακούσω ό,τι μπορεί ν' ακούσει εκείνη.
— Αχ! λέω τέλος απελπισμένα. Δεν ακούω τίποτε! Μονάχα τα φύλλα...
— Καημένε! Τα φύλλα. Τι λες για φύλλα! κάνει η φωνή της μες στο σκοτάδι, και ξέρω πως στα μάτια της θα λάμπει η περιφρόνηση. Μα τόσο λοιπόν μικρός είσαι;
Εγώ ήμουνα έξι χρονώ κ' εκείνη είχε κλείσει πια τα οχτώ.
Αυτό δε με πείραζε τόσο. Αλλά μου ερχόταν να κλάψω απ' το κακό μου και απ' το παράπονο επειδή η Άρτεμη ήταν κορίτσι, κ' ένα κορίτσι δε θα 'πρεπε να ξέρει πιο πολλά από ένα αγόρι. Κι όμως, να που έτσι γινόταν - αδικία πολλή ήταν στον κόσμο.
— Ό,τι θέλεις λες! της κάνω τέλος θυμωμένα. Ακούς τα φύλλα στα δέντρα και θαρρείς πως είναι στο Κίτρινο! Χμ!
— Κακομοίρη! Εγώ λέω ό,τι θέλω; διαμαρτύρεται η Άρτεμη. Δε θυμάσαι πως κ' εσύ τις προάλλες τ' άκουσες που περπατούσαν τα σπαθιά μες στο Κίτρινο και μιλούσαν με τα πιστόλια; Ακούς, να λέω, ό,τι θέλω!
Η Άρτεμη είχε δίκιο. Τις προάλλες φύσηξε πολύς αγέρας, αργά μετά τα μεσάνυχτα, κι όλο το υποστατικό σα να σάλευε. Από ψηλά, απ' τα Κιμιντένια, ερχόταν ο θρήνος των δέντρων που πάλευαν με τον άνεμο. Μήτε τα τσακάλια δεν είχαν τολμήσει να βγούνε κείνο το βράδυ απ' τις φωλιές τους, μήτε άλλα ζαρκάδια, καμιά φωνή δεν ακουγόταν. Τότες ακούσαμε το μυστικό θόρυβο που ερχόταν μεσ' από το Κίτρινο, και μείναμε κ' οι δύο σύμφωνοι, η Άρτεμη κ' εγώ, πως τα σπαθιά μιλούσαν. Λοιπόν, τώρα γιατί να μην πιστεύω;
— Εσύ όλο κοιμάσαι, αυτό είναι! συμπεραίνει η Άρτεμη, θέλοντας να εξηγήσει την αδυναμία μου. Εγώ όμως ξαγρυπνώ κ' έχω συνηθίσει τ' αυτί μου να παίρνει.
— Καλά, καλά! της λέω πάλι. Εσύ τα ξέρεις όλα! Κάθισε, λοιπόν, να ξαγρυπνάς με το σκοτάδι...
Γυρίζω στο μικρό κρεβάτι μου και κουκουλώνουμαι με το σεντόνι. Μα την ίδια στιγμή ένας καθαρός, καθαρότατος θόρυβος, ένα τικ τικ, έρχεται μες στη νύχτα απ' το μέρος του Κίτρινου.
— Τ' άκουσες επιτέλους; ψιθυρίζει στα σκοτεινά η φωνή της Άρτεμης, και θαρρώ πως τρέμει. Τ' άκουσες;
— Αχ, τ' άκουσα! μουρμουρίζω κ' εγώ με ταραχή. Τι να 'ναι;
— Τα σπαθιά ξυπνούνε..., λέει εκείνη.
Μα τότε ξυπνά κ' η Ανθίππη. Είναι η μεγαλύτερη αδερφή μας, είναι ως δώδεκα χρονώ κ' είναι η δεύτερη μητέρα μας. Πάντα της λέγαμε τα μυστικά μας.
— Τι έχετε εσείς εκεί; ρωτά σιγανά.
— Ανθίππη, άκου!.. λέει η Άρτεμη, κ' η φωνή της είναι σα να γυρεύει βοήθεια. Τα σπαθιά ξύπνησαν στο Κίτρινο!..
Η Ανθίππη ακούει κ' ύστερα λέει ατάραχη:
— Ποντίκια είναι, μην κάνετε έτσι. Κοιμηθείτε!
Την ακούμε που γυρίζει απ' το άλλο πλευρό να κοιμηθεί, σα να μην έγινε τίποτα. Σκεπάζουμαι κ' εγώ ως το κεφάλι, μα τα μάτια δεν κλείνουν. Οι θόρυβοι του δάσους, της γης, των ζαρκαδιών γίνουνται ένα, γίνουνται η παράξενη μουσική που λέει για τα παραμύθια και για τα όνειρα, λέει για τα ταξίδια των παιδιών που πάνε καβάλα σε χρυσόψαρα να βρούνε τη «Ροδοπαπούδα» με το άσπρο φόρεμα και τ' ασημένια μαλλιά και με το Μεγάλο Δράκο που φυλάει στην πόρτα της. Τα σπαθιά και τα πιστόλια στο κίτρινο δωμάτιο δεν είναι πια άγρια πλάσματα, ξύπνησαν μονάχα γιατί ζήλεψαν, θέλουν κι αυτά να καβαλικέψουν τα χρυσόψαρα, να μην είναι κλεισμένα κ' έρημα. Ανοίγουν σιγανά την πόρτα της φυλακής τους, απλώνουνε τα χέρια και ξέρουν πως, κι αν δεν είναι χρυσόψαρο, ένα μικρό καλό δελφίνι θα περιμένει να τα πάρει. Κ' ενώ τα χρυσόψαρα αρχίζουν το ταξίδι, πλέοντας μες στον αγέρα, ακούγεται πίσω τους η φωνή των σπαθιών, πάνω στο δελφίνι, που ικετεύουνε:
«Περιμένετε να 'ρθουμε! Περιμένετε να 'ρθουμε κ' εμείς στη Ροδοπαπούδα!»
«Ελάτε!» τους λέει φιλικά το μικρό αγόρι απ' το χρυσόψαρο. «Ελάτε και σας περιμένουμε!»
....................................................................................................................................................................................................................................................
Το άλλο πρωί η Ανθίππη με ρωτά:
— Ποιόν περίμενες χτες τη νύχτα;
— Εγώ περίμενα κανέναν;
— Μα ναι, κάποιον φώναζες στον ύπνο σου να 'ρθει.
Δε θυμούμαι πια τίποτα και της λέω πως θα 'ταν όνειρο.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
[…] Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα όνειρά μας.
Η γιαγιά μας κουράστηκε. Θέλει να γείρει το κεφάλι της στα στήθια του παππού, που έχει καρφωμένα πίσω τα μάτια του μπας και ξεχωρίσει τίποτα από τη στεριά, τίποτα απ' τα Κιμιντένια. Μα πια δε φαίνεται τίποτα. Η νύχτα ρούφηξε μέσα της τα σχήματα και τους όγκους.
Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε όλες τις μέρες της ζωής της. Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία. Σαν ένας βόλος να είναι κάτω από το πουκάμισο του γέροντα.
– Τι είναι αυτό εδώ; ρωτά σχεδόν αδιάφορα.
Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χώνει κάτω απ' το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.
– Τι είναι;
– Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί που έφταιξε. Δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.


– Χώμα!
Ναι, λίγο χώμα απ' τη γη τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει, στον ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.
Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντίλι όπου είναι φυλαγμένο το χώμα. Ψάχνουν κει μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς, σαν να το χαϊδεύουν. Tα μάτια τους, δακρυσμένα, στέκουν εκεί.
– Δεν είναι τίποτα λέω. Λίγο χώμα. Γη, Αιολική Γη, Γη του τόπου μου.

[πηγή: Ηλίας Βενέζης, Αιολική Γη, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1975

Η Αιολική γη θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα, αν όχι το σημαντικότερο, έργο του Ηλία Βενέζη. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στις 14 Δεκεμβρίου 1943 από τις εκδόσεις "Άλφα", με την καλλιτεχνική εκδοτική επιμέλεια του Γιάννη Σκαζίκη, σε 3.500 κοινά αντίτυπα και 400 πολυτελείας. Η συγγραφή του όμως είχε αρχίσει μερικά χρόνια πριν και συγκεκριμένα γύρω στο 1938.
Γραμμένο σε πρώτο ενικό πρόσωπο σε αυτό του το μυθιστόρημα ο Βενέζης αναφέρεται με νοσταλγία στις παιδικές του αναμνήσεις στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της Μ. Ασίας. Ο συγγραφέας γεννήθηκε και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των παιδικών του χρόνων σε αυτήν την περιοχή, έως το 1914, όταν άρχισαν οι πρώτοι διωγμοί του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε ο ίδιος και η οικογένειά του έπεσαν θύματα του διωγμού. Σε αυτό το έργο, ο Βενέζης μας παρουσιάζει έναν κόσμο αιθέριο, αγγελικό και αγνό στα Κιμιντένια βουνά της Μικράς Ασίας.
Μετά τον θάνατο του Βενέζη η Αιολική Γή κυκλοφόρησε στη Νότια Αφρική με τον τίτλο Verlange na die Hartland (1979), στην Ισπανία το 1991 (Tierra de Eolia), την Εσθονία το 1998 (Aioolia Maa). Υπάρχει και μία μετάφραση στα Ρωσικά που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 2004. Συνεχίστηκαν επίσης οι επανεκδόσεις το βιβλίου σε Γαλλία (β΄έκδοση 1974, γ΄ έκδοση 1981)  και Γερμανία (ε΄έκδοση 1992, στ΄ έκδοση 2001).
Βικιπαίδεια.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Κανείς δεν επιλέγει από μόνος του να γίνει πρόσφυγας...
Πάντα άλλοι σχεδιάζουν και εκτελούν για τους λαούς...
Από τα ωραιότερα λογοτεχνικά βιβλία που έχω διαβάσει... << η Αιολική Γη>>.
ένα βιβλίο για  όλες τις ηλικίες...για παιδιά των μεγάλων τάξεων του Δημοτικού...του Γυμνασίου...του Λυκείου...και για μεγάλα παιδιά...για όλους εσάς...
Γεμάτο αλήθειες...τρυφερότητα...μιας ζωής στρωμένης στον τόπο τους...
Μιας ζωής ανθρώπινης...με σεβασμό στην καθημερινότητα ...μιας ζωής που επιλέγεις...
Μια περιγραφή...που κυλάει σαν γάργαρο νερό...
Μοναδικός...αξιολάτρευτος για τη γραφή του ο Ηλίας Βενέζης...
Σοφία Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,






 Ηλίας Βενέζης
Συγγραφέας
Ο Ηλίας Βενέζης ήταν Έλληνας συγγραφεας, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Έγινε γνωστός για τα μυθιστορήματά του Αιολική Γη, Το νούμερο 31328 και φυλακίστηκε στις φυλακές αβέρωφ στο block C. Βικιπαίδεια
Απεβίωσε: 3 Αυγούστου 1973, Αθήνα


,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Τὸ Κε­λά­η­δη­μα τῆς Τσί­χλας - Αυτοτελές Διήγημα του Κώστα Βάρναλη.

Τὸ κε­λά­η­δη­μα τῆς τσί­χλας

ΣΙΧΛΑ τὴν πα­ρα­νο­μά­ζα­νε στὸ χω­ριὸ τὴν Ἀν­νού­λα. Κι’ ἔ­ζη­σε καὶ πέ­θα­νε Τσί­χλα.
Εἴ­τα­νε μιᾶς μπου­κιᾶς ἀν­θρω­πά­κι. Ἀ­δύ­να­τη, μὲ ψι­λὰ κα­νιά, δί­χως βά­ρος, πε­τού­με­νη. Δὲν περ­πα­τοῦ­σε – πή­δα­γε κι’ ἔ­τρε­χε.
       Ἀλ­λὰ γιὰ ποι­ό χω­ριὸ μι­λᾶ­με;
      Γιὰ ἕ­ν’ ἀ­πὸ κεῖ­να τὰ βου­νί­σια, ποὺ σκαρ­φα­λώ­νου­νε στὴν πλα­γιὰ τοῦ βου­νοῦ κ’ εἶ­ναι ὅ­λα τὰ ἴ­δια. Ὄ­μορ­φα, μὰ φτω­χὰ καὶ μί­ζε­ρα κι’ ἀ­φη­μέ­να στὴν τύ­χη τους κι ἀ­πὸ Θε­οὺς κι ἀν­θρώ­πους.
      Μιὰ ρε­μα­τιὰ στὴν κα­τη­φο­ριὰ μὲ τὶς κόκ­κι­νες ρο­δο­δάφ­νες καὶ μιὰ γι­δό­στρα­τα, ποὺ φέρ­νει μὲς ἀ­πὸ τὸ δά­σος τῶν πέφ­κων στὴν κορ­φὴ τοῦ βου­νοῦ. Τό­σο ἀ­πό­με­ρο, ξε­χα­σμέ­νο χω­ριό, ποὺ σχε­δὸν εἶ­χε κι ἀ­φτὸ ξε­χά­σει τ’ ὄ­νο­μά του.
      Δὲν τοῦ χρει­α­ζό­τα­νε, λὲς καὶ τοῦ πε­φτε βά­ρος.
      Ἀλ­λ’ ὅ­σο τοὺς λεί­που­νε τῶν μι­κρῶν ἀ­φτῶν χω­ρι­ῶν, πο­λι­τι­σμός, φρον­τί­δα καὶ χορ­τα­σιά, τό­σο τοὺς πε­ρισ­σέ­β’ ἡ ψυ­χή, ψυ­χὴ τοῦ λα­οῦ!
      Εἴ­μα­στε στὸν τε­λε­φταῖ­ο χρό­νο τῆς κα­το­χῆς.
      Τὸ χω­ριό, ποὺ λέ­με, βρι­σκό­τα­νε στὰ σύ­νο­ρα τῶν δύ­ο Ἑλ­λά­δων: τῆς λέ­φτε­ρης καὶ τῆς συ­νερ­γα­ζό­με­νης. Ἀλ­λὰ πρὸς τὰ ἐ­δῶ.
      Ἕ­να γερ­μα­νι­κὸ φυ­λά­κιο προ­σπα­θοῦ­σε μὲ τοὺς να­ζῆ­δες τοὺς δι­κούς του καὶ τοὺς τσο­λιά­δες τοὺς «δι­κούς μας» νὰ μπο­δί­ζει τὴ λε­φτε­ριὰ νὰ κα­τέ­βει ἀ­π’ τὴν κορ­φὴ τοῦ βου­νοῦ πρὸς τὰ κά­τω – στὸν κάμ­πο. Για­τὶ κεῖ ψη­λὰ στὴν κορ­φὴ τοῦ βου­νοῦ εἴ­χα­νε φω­λιά­σ’ οἱ ἀ­γω­νι­στὲς τοῦ Ἔ­θνους κι ἑ­τοι­μά­ζα­νε «κα­λὰ Χρι­στού­γεν­να» γιὰ τοὺς ἐ­χθρούς.
      Μὲ τὴν ἀ­πε­λευ­θε­ρω­τι­κὴν ἐ­πι­τρο­πὴ τοῦ χω­ριοῦ εἴ­χα­νε συ­χνὴν ἐ­πα­φή. Ἀλ­λὰ πῶς; Μέ­σον τῆς τσί­χλας. Εἴ­τα­νε κό­ρη μιᾶς φτω­χειᾶς χη­ρε­βά­με­νης τοῦ χω­ριοῦ, ποὺ ὁ ἄν­τρας της σκο­τώ­θη­κε στὴν Ἀλ­βα­νί­α. Ὀ­χτὼ μὲ δέ­κα χρο­νῶν ἡ τσί­χλα. Μὰ γε­μά­τη φω­νή, ξυ­πνά­δα καὶ μῖ­σος ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἐ­χθρῶν. Καὶ σβέλ­τη καὶ μπα­σμέ­νη στὴ ζω­ὴ —σὰν ὥ­ρι­μο πλά­σμα— κι ἀ­δεί­λια­στη.
      Κα­λὸς και­ρὸς στὰ τέ­λη τοῦ Δε­κέμ­βρη. Ἥ­λιος καὶ στέ­γνη – μὰ καὶ κρύ­ο τσου­χτε­ρό.
      Ἡ Τσί­χλα, μα­ζὶ μὲ ἄλ­λα παι­διά (τὰ σκο­λειὰ κλει­σμέ­να!) βγαί­ναν ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ χω­ριὸ σ’ ἕ­να πλά­τω­μα πρὸς τὸ ρέ­μα καὶ παί­ζα­νε μπρο­στὰ στὰ μά­τια τῶν Γερ­μα­νῶν καὶ τῶν τσο­λιά­δων.
      Παί­ζα­νε τό­πι.
      Ἡ Τσί­χλα, πά­νου στὸ φούν­τω­μα τοῦ παι­χνι­διοῦ, τί­να­ζε τὸ τό­πι ὅ­σο μπο­ροῦ­σε πι­ό­τε­ρο, νὰ τὸ φτά­σει.
      Τὸ τό­πι κυ­λοῦ­σε κά­του στὴ ρε­μα­τιὰ κι ἡ Τσί­χλα κυ­λοῦ­σε κι ἀ­φτή.
      Ὄ­χι πο­λὺ ψη­λά, μέ­σα στὸ δά­σος τὴν πε­ρι­μέ­να­νε κα­τὰ τὸ με­ση­μέ­ρι, κά­θε μέ­ρα δυ­ὸ ἀν­τάρ­τες. Τοὺς ἔ­δι­νε τὸ μή­νυ­μα γραμ­μέ­νο ἢ στο­μα­τι­κὰ τῆς ἐ­πι­τρο­πῆς καὶ ξα­να­γυρ­νοῦ­σε πί­σω λα­χα­νι­α­σμέ­νη (γιὰ νὰ μὴν ἀρ­γή­σει) μὲ τὸ τό­πι στὰ χέ­ρια!
      Ἀλ­λ’ ἀ­φτὸ τὸ τα­χτι­κὸ χά­σι­μο τῆς Τσί­χλας μέ­σα στὸ δά­σος πο­νή­ρε­ψε τοὺς «ἐ­χθροὺς» ξέ­νους καὶ δι­κούς.
      «Πρέ­πει νὰ ἰ­δοῦ­με τὶ τρέ­χει, μὲ τρό­πο – για­τὶ τὸ μω­ρὸ εἶ­ναι πο­λὺ πο­νη­ρό…».
      Ἀλ­λὰ δὲν χρει­ά­στη­κε τρό­πος. Ὁ πρό­ε­δρος τοῦ χω­ριοῦ, δε­ξὶ χέ­ρι τῶν Να­ζή­δων, ἔ­κα­νε τὴν τε­λε­φταί­α του ὑ­πη­ρε­σί­α «πρὸς τὴν Πα­τρί­δα». Τοὺς πλη­ρο­φό­ρη­σε τὶ συμ­βαί­νει.
      Ὅ­ταν τὴν ἄλ­λη μέ­ρα, πα­ρα­μο­νὴ Χρι­στου­γέν­νων, ἡ Τσί­χλα ξα­νά­κα­νε τὸ «παι­χνί­δι» της, τρέ­ξα­νε πί­σω ἀ­πὸ τὸ τό­πι Να­ζῆ­δες καὶ «δι­κοί», στα­μα­τή­σα­νε τὸ τό­πι, στα­μα­τή­σα­νε κι ἀ­φτή­νε καὶ τὴν ψά­ξα­νε.
      Βρή­κα­νε χω­μέ­νο μέ­σα στὰ μαλ­λιά της ἕ­να χαρ­τά­κι.
      «Ἔ­λα δῶ, που­λά­κι μου, τὴ ρώ­τη­σε ὁ πρό­ε­δρος. Ποι­ός σοῦ τό δω­σε τοῦ­το;»
      «Μό­νη μου τό γρα­ψα.»
      «Καὶ τί ξέ­ρεις ἐ­σὺ ἀ­πὸ τέ­τοι­α πρά­μα­τα;»
      «Ὅ­λοι μας ξέ­ρου­με.»
      «Καὶ τί ἄλ­λο “παι­χνί­δι” ξέ­ρεις;»
      «Ὅ­λα. Καὶ νὰ τρέ­χω. Καὶ νὰ πη­δῶ. Καὶ νὰ τρα­γου­δῶ. Νὰ σκαρ­φα­λώ­νω στὰ δέν­τρα, νὰ καρ­πο­λο­γῶ καὶ νὰ πιά­νω που­λά­κια στὶς φω­λι­ές τους.»
      «Γιὰ σκαρ­φά­λω­σε σ’ ἀ­φτή­νε τὴν ἐ­λιὰ νὰ σὲ ἰ­δοῦ­με;»
      Ἡ Τσί­χλα βρέ­θη­κε σ’ ἕ­να λε­πτὸ πά­νω στὸ δέν­τρο.
      «Ξέ­ρεις, εἶ­πες, νὰ τρα­γου­δᾶς. Γιὰ πές μας κα­νέ­να “σκο­πὸ” ν’ ἀ­κού­σου­με; Ὅ,τι σοῦ ἀ­ρέ­σει.»
      Κ’ ἡ Τσί­χλα μὲ λα­γα­ρὴ παι­δι­ά­στι­κη φω­νὴ κε­λά­η­δη­σε.

      «Μά­βρ’ εἶ­ν’ ἡ νύ­χτα στὰ βου­νά…» (Ἀ­φτὸ τὸ τρα­γού­δι εἴ­τα­νε τό­τες τὸ πιὸ συ­νη­θι­σμέ­νο τρα­γού­δι τῶν σκλα­βω­μέ­νων Ἑλ­λή­νων.)

      Μπαμ!, μπάμ!, μπάμ!…
      Οἱ Γερ­μα­να­ρά­δες κι οἱ τσο­λιά­δες τὴ βά­λα­νε στὸ ση­μά­δι καὶ τὴ σκο­τώ­σα­νε σὰν που­λί. Καὶ τὸ που­λὶ σω­ρι­ά­στη­κε χά­μου, μιᾶς φού­χτας σῶ­μα κι ἀ­πέ­ραν­τη ψυ­χή. Ἡ ψυ­χὴ ὅ­λης τῆς Ἑλ­λά­δας.
      Πε­ρα­σμέ­να με­σά­νυ­χτα, τὴν ὥ­ρα ποὺ οἱ καμ­πά­νες δι­α­λα­λού­σα­νε τὴ γέν­νη­ση τοῦ «Σω­τῆ­ρος», πέ­σα­νε ξαφ­νι­κὰ στὸ χω­ριὸ οἱ ἀν­τάρ­τες – καὶ να­ζῆ­δες καὶ «δι­κοὶ» κι ὁ πρό­ε­δρος πλη­ρώ­σαν μὲ τὴ ζω­ή τους τὸ ἄ­ναν­τρό τους ἔγ­κλη­μα.
      Κι ὕ­στε­ρα;
      Ὕ­στε­ρ’ ἀ­πὸ ἕ­να χρό­νο ἡ «ἐ­λευ­θε­ρί­α» εἶ­χε κυ­νη­γη­θεῖ στε­ριᾶς καὶ πε­λά­ου ἀ­π’ ὅ­λη τὴν Ἑλ­λά­δα. Ἀλ­λὰ κά­θε Χρι­στού­γεν­να, με­τὰ τὰ με­σά­νυ­χτα, οἱ χα­ρού­με­νοι ἀν­τί­λα­λοι τῆς καμ­πά­νας δὲν μπο­ρ­οῦ­νε νὰ πνί­ξου­νε τὸ θλι­βε­ρὸ κε­λά­­δη­μα τῆς Τσί­χλας καὶ τὸ κλά­μα τῆς Πα­τρί­δας…

Πηγή: Γιὰ τὴν Χι­λι­ά­κρι­βη τὴ Λευ­τε­ριά, Δι­η­γή­μα­τα τῆς Ἀν­τί­στα­σης, Πο­λι­τι­στι­κές καὶ λο­γο­τε­χνι­κὲς ἐκ­δό­σεις, Ἀθήνα, 1961.

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Κώστας Βάρναλης
«Γεννήθηκα στον Πύργο της Βουλγαρίας» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 24) δηλώνει ο ίδιος ο Βάρναλης σε μια απόπειρα αυτοβιογραφίας υπογραμμίζοντας εξ αρχής ένα σημαντικό στοιχείο της ταυτότητάς του: την ιδιότητα του Έλληνα της διασποράς. 

 
Αναθρεμμένος με το ιδανικό της Μεγάλης Ιδέας σε ένα περιβάλλον, που -αν και «δίνει την εντύπωση ελληνικής πολιτείας» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 27)- αποτελεί επισήμως από το 1886 βουλγαρικό έδαφος, ζει από τα παιδικά του χρόνια, από απόσταση αλλά με αδιάκοπη πατριωτική έξαψη, τις κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, όπως η ήττα του '97. 

 
Η Ελλάδα γίνεται η «χώρα των ονείρων του» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 57). Η φοίτησή του στα «Ζαρίφεια Διδασκαλεία» στη Φιλιππούπολη, από το 1898 και για τέσσερα χρόνια, γίνεται υπό την πίεση της οικογένειάς του να «εκμεταλλευτεί» επαγγελματικά την κλίση του στα γράμματα και σημαίνει το τέλος των δικών του παιδικών επαγγελματικών σχεδίων: να γίνει ράφτης. 
Δουλεύει ήδη ως δάσκαλος στο σχολείο του Πύργου όταν, το 1902, μια υποτροφία για σπουδές φιλολογίας του επιτρέπει να έρθει για πρώτη φορά στην Αθήνα, όπου διαπιστώνει ότι «το άσοφο και ανιστόρητο πλήθος των "ιθαγενών" της Ελλάδος μας θεωρούσε εμάς τους Έλληνες της Βουλγαρίας για Βουλγάρους! Άει πήγαινε να βρεις άκρη!» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 25).

 «Ἢ ποίηση τοῦ Βάρναλη, γράφει ὁ Μενέλαος Λουντέμης, δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στὸ στίβο χωρὶς πάρα πολλὰ γυμνάσματα καὶ δοκιμὲς καὶ περιπλανήσεις στοὺς λειμῶνες τῶν ἀσφόδελων. Μ᾿ ἄλλα λόγια, χωρὶς αὐτὲς τὶς πεισιθάνατες κραυγὲς ποὺ ἔβγαζαν ὅλοι οἱ λυρικοί του καιροῦ του. Ὄχι. Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα ποὔπεσε μὲς στὰ στεκούμενα νερὰ τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ».

 

ΠΗΓΗ : ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ.

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

                                  Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΥΡ ΜΕΝΤΙΟΥ





                                 Η μπαλάντα του Κυρ Μέντιου - Νίκος Ξυλούρης..

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 


12 Δεκεμβρίου 2015

Τα Ψεύτικα τα Λόγια τα Μεγάλα....



Δεν είναι που θέλω απαισιόδοξα να σκέφτομαι...όχι δεν είναι αυτό και ούτε και στη δική μου φορεσιά ταιριάζει....
Μα έρχονται μέρες , ώρες, καταστάσεις δύσκολες, που η αμφισβήτηση γι' αυτά που έμαθες , που κουβαλάς, που σ' έκαναν να μοιάζεις άτρωτος ,αγέρωχος και δυνατός, την ψυχή μα και τον νου σου κυριεύει...και τότε να βάλεις τάξη στο μυαλό σου προσπαθείς...και με τα όρια της ψυχραιμίας σου να αναμετρηθείς....
Ποτέ μου δεν μου άρεσε το μίζερο , μεμψίμοιρο,των διαδρόμων το κουτσομπολιό...που τα προβλήματα,απλά τα διογκώνει και τα μεγαλώνει...
Είναι όμως κάποια πράγματα στα μάτια σου μπροστά , που να τα προσπεράσεις έτσι ασχολίαστα και αδιάφορα, ποτέ σου δεν μπορείς...
Δείχνεις συχνά πυκνά , εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, το χέρι τους απλώνεις και μαζί τους μια πορεία δημιουργική διαλέγεις να ακολουθήσεις ,να διαβείς μονάχος καθώς είναι δύσκολο, παράδεισους να ψάχνεις...

Και δεν μιλώ μονάχα για αυτούς που διάλεξες , αυτούς που πήρες απ' το χέρι ,στην καθημερινή, την προσωπική σου τη  ζωή να πορευθείς...
Μιλώ για τους ανθρώπους που εμπιστεύτηκες. που νόμισες. που διάλεξες, που τους έδωσες το δικαίωμα για σε να αποφασίζουν, για τη ζωή σου καθημερινά να παλεύουν με τους νόμους και σε καλύτερη τροχιά τον κόσμο σου να φέρνουν...
Μα αυτοί χρόνια τώρα αποδείχθηκαν ανάξιοι, κι εσύ πάντα προδομένος...
Σού έταξαν, σου υποσχέθηκαν, σου χαμογέλασαν , με πλαστικά χαμόγελα που την καρδιά σου , σαν δεν το υποψιάστηκες , με ζεστασιά και ελπίδα τη γεμίσαν...
Μα πόσο ψέμμα να αντέξει και να καταπιεί μονάχη μια καρδια ?
Πόσο να αντέξειστα αραδιασμένα σου τα ψέμματα μπροστά και να μην σπάσει...  να  ραγίσει ?
Μπροστά της και απροκάλυπτα, οι κυβερνώντες τούτοι εδώ, το ψέμμα  για γλυκό χαπάκι σου σερβίρουν.

Βολεύονται, αλυχτούν, τρέχουν σαν τα αδέσποτα σκυλιά...ένα ξεροκόκκαλο ακόμα ,στην άδεια τους ψυχή να το προσθέσουν...
Για σας μιλώ, τα  αδέλφια μου.... αριστερά που λέγατε πως σκέφτεστε....
Λες κι έχει από αιώνες το δίκαιο του ανθρώπου γνώση...από αριστερές η δεξιές στροφές.....
Το δίκαιο μόνο δικαίωση ζητά...και από στροφές δεν ξέρει.....
Κι ενώ η τσέπη τους άδεια ποτέ δεν ήταν, γιατί πάντα εδώ στη χώρα μου, οι πλούσιοι είθισται και να μας κυβερνάνε ή τα διαπλεκόμενα συμφέροντα, τις σάρκες μας να ροκανίζουν και να γδέρνουν, αχόρταγοι , άρπαγες, εγωιστές, κατώτεροι των περιστάσεων, ανθρωπάκια της βολεψιάς, θλίψη και φόβο και απελπισιά στους γύρω τους σκορπούν.
Αφήνουνε ανεξέλεγκτους ,ανίκανους ,αγράμματους, επιχειρηματίες της δεκάρας μιας της μόρφωσης και της Παιδείας νυχτωμένοι μακριά, τα ηνία της καθημερτινής ζωής ανθρώπων να κρατούν...

Όχι δεν αντέχεται αυτό...και πάλι στο ίδιο έργο θεατές, εμείς να είμαστε και άπραγοι να παρακολουθούμε...
Βολεψάκηδες κι αυτοί, τα τομάρια τους κοιτάνε να βολέψουν..
Και ούτε τσίπα ούτε ντροπή για τις επιλογές τους...
Βολεύουν τις γυναίκες τους στα Πανεπιστήμια και πανεπιστημιακούς τις χρήζουν...λες και στον τόπο τούτο δω, άλλα μυαλά καλύτερα με επλούσιες περγαμηνές, εκεί έξω , δεν υπάρχουν...
Ντροπή και αίσχος και όνειδος μονάχα σας ταιριάζει...που μετανάστες σπρώχνετε τα όνειρα λαμπρών μυαλών... να ταξιδέψουν και να γίνουν...
Λόγια σκορπίσατε πολλά μα όλα φούσκες έμοιαζαν και στα κεφάλια μας..σαν πέτρες επροσγειωθήκαν...


Κι έρχεται η ώρα μέσα σου να αναρωτηθείς για άλλη μια φορά, αν για όλα αυτά που εσύ προσπάθησες, θυσίασες ώρες ατέλειωτες ,νόμισες πως κατέκτησες, χάρηκες και λυπήθηκες, για αποτυχίες και επιτυχίες...αν όλα αυτά χαμένα , που τα σκόρπισε ο αέρας της ψευτιάς της φτήνιας ,του εγωκεντρισμού, της αρπαχτής και του συμφέροντος, παρανάλωμα της φωτιάς γινήκαν...



Είναι κάποιες φορές που σκέφτομαι έντονα...από που αρχίζει η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο...και αναρωτιέμαι και θλίβομαι συγχρόνως...
Πάντα και πάντοτε η ίδια απάντηση στο νου μου τριγυρνά....
Όλοι να πάρουν από σένα πάντα σου ζητούν...χωρίς να θέλουν ίσο μερίδιο κι αυτοί να καταθέσουν...
Σαν είσαι ένα μικρό παιδί...ακόμα και μέσα στο ίδιο σου το σπίτι έρχονται στιγμές...που σου ζητούν , τις ίδιες τις δυνάμεις σου να υπερβείς...για να φανείς αντάξιος στις προσδοκίες τις μεγάλες των γονιών σου...

Κι ύστερα σαν τα χρόνια σου περνούν και στην αρένα της ζωής θα βγείς...και να αντιμετωπίσεις τις προκλήσεις της θα προσπαθήσεις...θωρακισμένος σαν σου φαίνεται πως είσαι...πάλι μπροστά στα αδιέξοδα και στα κενά σου θα βρεθείς... 
Σε πρόδωσαν πάλι και ξανά και άνθρωποι και ειθύνοντες και αληταράδες υποσχόμενοι, 
μεσσίες της Αριστεράς...με ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα...υποκριτές και συμφεροντολόγοι, άρπαγες ψυχών , ζωών  ,χαράς και γέλιου των ανθρώπων...
Μα πρέπει για άλλη μια φορά, μέσα σου να σκύψεις πάλι εσύ βαθιά , κι από τη δική σου την δεξαμενή  νεράκι να αντλήσεις....
Τώρα τους ξέρεις και τους έμαθες...πως το ποτήρι αυτοί με το νερό ...ποτέ εις το δικό σου στόμα δεν προσφέρουν....
Αυτοπροσδιορίζονται..δίνουν τίτλους στους εαυτούς τους και καταλαμβάνουν θέσεις... βολεύουν τις γυναίκες τους ,τα παιδιά τους....και λυμαίνονται το δίκαιο του λαού....
Σαν νάναι οι μοναδικοί πολίτες πρώτης κατηγορίας... μέσα στον τόπο τούτο....
Συναναστρέφονται ανόητες ...φαντασιόπληκτες...νεόπλουτες κυρίες...και μας παρουσιάζουν μια ζωή σε life style...ως νάναι σταρ του Σινεμά....
Διεκδικούνε τίτλους Πανεπιστημιακούς...για να διδάξουν απορώ ...άραγε τι να μεταλαμπαδεύσουν εις τους νέους ?
Ας αναλογιστούν λοιπόν....τι πράττουν...
Ο Φρανκ Σινάτρα είπε : Εγώ θα ζω μέχρι να πεθάνω...
Εσείς κύριοι ζείτε ή περιφέρεσθε ?

(Κείμενο- Τα Ψεύτικα τα Λόγια τα Μεγάλα )
της Σοφίας Θεοδοσιάδη - εκπαιδευτικού.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 Ο Νίκος Γκάτσος -σε τηλέφωνο- απαγγέλει και τραγουδά ο ίδιος "Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα" πολύ πριν την ενορχήστρωση, με συνοδεία Κώστα Φέρρη και στο πιάνο ο Σταύρος Ξαρχάκος.

 

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ: Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα (ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ)

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

11 Δεκεμβρίου 2015

Παγκόσμια Ημέρα για το Παιδί.....


ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ ΑΓΟΡΙ Μην κλαις αγόρι γοερά
το δάκρυ σου πληγώνει τη Γη
που απορροφά κάθε σταγόνα ευλαβικά.
Οι άνθρωποι είναι αδιάβροχοι
σκληροί & γρανιτένιοι.
Δε νοιώθουν τα συναισθήματα
που κρύβονται στα δάκρυά σου.
~
Μη βλέποντας την αγωνία που ζωγραφίζεται
στο παιδικό φοβισμένο πρόσωπο.
Μη βλέποντας το τρέμουλο
στο παιδικό βασανισμένο κορμάκι.
Μη βλέποντας το άδειο χεράκι
που δεν ανοίγει η αθώα σου αξιοπρέπεια.
Σε προσπερνούν...
~
Θα έρθει η ώρα
που θα χύσουν καυτό δάκρυ.
Ίσως τότε θυμηθούν
το αγόρι που προσπέρασαν αδιάφορα
κάποια στιγμή στην αγχωμένη ζωή τους
και τότε θα αισθανθούν τον πόνο σου.
Ίσως τότε να ξαναγίνουν... Άνθρωποι.


 (Ελένη Ιωάννου) «Για τα παιδιά του κόσμου»
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


Aπόσπασμα από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, "Αναφυλλητό".
------------------------------------------------------------------------------
Τα παιδιά θέλουν παπούτσια
τα παιδιά θέλουν ψωμί
θέλουνε και φάρμακα
δούλεψε και συ.
Γέλα κλαίγε κι όλο λέγε
το παιδί: ζωή.
Τίποτ’ άλλο, Ζωή.
Ζύμωνε στη σκάφη
πρώτο σου ζυμάρι, πρώτο σου ψωμί
ένα καλυβάκι μια μικρούλα αυλή
για το παιδί.

Ζύμωνε το χώμα
με το δάκρυ δάκρυ
φτιάξε ένα χωμάτινο πουλί
να πετάει τη νύχτα
και να κελαηδεί
για το παιδί.
Τούτη είναι η ζωή μας
τούτο το μεγάλο, τίποτ’ άλλο
γέλα κλάψε, πες ό,τι θες
Το παιδί ζωή: ζωή
τίποτ’ άλλο!



Απλά , ήρεμα, στωικά, χωρίς φανφαρονισμούς και μεγαλοστομίες. όχι μια μέρα, μα κάθε μέρα, ας σταθούμε απέναντι στο παιδί.
Η αγάπη , η ελευθερία, το όνειρο που θα μεταλαμπαδεύσουμε στο παιδί, αυτό , αυτό θα κάνει τον κόσμο καλύτερο.....*
Ευτυχισμένα παιδιά = καλλιεργημένοι πολίτες... που προχωράνε τον κόσμο...

Σοφία Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Αφιερωμένο στα παιδιά όλου του κόσμου ....
Όλα τα παιδιά, αυτά που πρωτοβλέπουν το φως, τα παιδιά που μεγαλώνουν σε έναν τρελλαμένο κόσμο, μα και τα μεγάλα παιδιά, που κρύβουν καλά μέσα τους το παιδί...
Το παιδί που ονειρεύεται, το παιδί που ελπίζει , το παιδί που είναι το νήμα για την συνέχεια της ανθρωπότητας....
Σοφία Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

                                    Κάποτε θα 'ρθουν να σου πουν- Παύλος Σιδηρόπουλος..


,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


Πως να κρυφτείς από τα παιδιά - Διονύσης Σαββόπουλος.

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

10 Δεκεμβρίου 2015

Χριστουγεννιάτικη ιστορία - Βιβλίο του Κάρολος Ντίκενς


Ποιός από μας δεν διάβασε και ξαναδιάβασε, το κλασσικό πλέον ,λογοτεχνικό εν τέλει βιβλίο του Κάρολος Ντίκενς και δεν μαγεύτηκε ...δεν μελαγχόλησε γλυκά και τρυφερά....
Αφεθείτε στο πνεύμα των Χριστουγέννων....

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΛΕ'Ι'
 
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΛΕΪ

Διαβάστε περισσότερα στο: www.ithaque.gr
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΛΕΪ

Διαβάστε περισσότερα στο: www.ithaque.gr
"Παραμονή Χριστουγέννων. Σκυμμένος πάνω απ το γραφείο του, ο Εμπενέζερ Σκρούτζ δούλευε ασταμάτητα. Το δωμάτιο ήταν μάλλον κρύο, γιατί τα λιγοστά κάρβουνα στη σόμπα δεν ζέσταιναν αρκετά. Όχι όχι έλειπαν του Σκρούτζ τα χρήματα για ν αγοράσει περισσότερα κάρβουνα. Αλλά ο Εμπενέζερ Σκρούτζ ήταν ένας φοβερός τσιγκούνης! Στο διπλανό δωμάτιο, χωρίς θερμάστρα, εργαζόταν ο Μπόμπ Κράτσιτ, ο κλητήρας του, πού έτρεμε ολόκληρος από την παγωνιά. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε κι ένας χαμογελαστός άντρας μπήκε στο γραφείο.
«Θείε, Καλά Χριστούγεννα!».
«Κακά, ψυχρά κι ανάποδα…» γκρίνιαξε ο Σκρούτζ.
«Θείε μου, μή μουτρώνεις. Ήρθα να σε καλέσω για το μεσημέρι», είπε ο Φρέντ, ο ανιψιός του.
Αλλά ο Σκρούτζ αρνήθηκε την πρόσκληση. Ποτέ του δεν γιόρταζε τα Χριστούγεννα. Τα θεωρούσε χάσιμο χρόνου. Όμως η απάντηση του Σκρούτζ δε χάλασε το κέφι του Φρέντ. Έφυγε χαμογελαστός, αφού προηγουμένως αντάλλαξε ευχές με τον Μπόμπ Κράτσιτ.
Λίγα λεπτά αργότερα χτύπησαν την πόρτα. Ο υπάλληλος έτρεξε ν ανοίξει. Παρουσιάστηκαν δυο κύριοι.
«Εδώ είναι η εταιρεία Σκρούτζ και Μάρλεϊ;» ρώτησε ο πρώτος.
«Ο συνέταιρός μου, ο Μάρλεϊ, πέθανε σαν απόψε πριν από εφτά χρόνια», του απάντησε ψυχρά ο Σκρούτζ.
«Τα συλλυπητήρια μου», είπε ο δεύτερος.
«Εμείς κάνουμε έρανο για τους φτωχούς. Αύριο, πού ξημερώνει μέρα χαράς, υπάρχουν, δυστυχώς, άνθρωποι πού υποφέρουν από το κρύο και την πείνα. Μπορούμε να έχουμε τη συνδρομή σας;».
Ο γέρο-σπαγκοραμμένος δεν είχε σκοπό να ξοδέψει ούτε μία πένα για να βοηθήσει τους συνανθρώπους του και απάντησε αρνητικά στους δυο επισκέπτες.
Εκείνοι έφυγαν απογοητευμένοι, χωρίς να τον πιέσουν περισσότερο.
Νύχτωσε. Ήρθε η ώρα να κλείσει το γραφείο. Ο Σκρούτζ φόρεσε το παλτό και το καπέλο του και πήρε στο χέρι το μπαστούνι του. Με τη σειρά του, ο Μπόμπ Κράτσιτ ετοιμάστηκε κι αυτός να φύγει.
«Υποθέτω ότι δεν θέλεις να δουλέψεις αύριο», του είπε ο Σκρούτζ με δυσφορία. Ο Μπόμπ κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
«Α-α-αν δε σάς πειράζει, κύ-κύ-κύριε Σκρούτζ», τραύλιζε ο καημένος ο Μπόμπ.
«Δε μου αρέσει να σε πληρώνω όταν δεν εργάζεσαι», τον διέκοψε ο Σκρούτζ. «Πάντως, μεθαύριο θα πιάσεις από νωρίς δουλειά!».
Ο Μπόμπ τον ευχαρίστησε κι έτρεξε έξω να βρεί κάτι παιδάκια πού διασκέδαζαν κάνοντας τσουλήθρα στον παγωμένο δρόμο.
Αδιαφορώντας για τη γιορταστική ατμόσφαιρα, ο Σκρούτζ έφαγε, όπως συνήθως, μόνος του σε μια γειτονική ταβέρνα.
Έπειτα, τράβηξε για το σπίτι του. Το κτίριο όπου έμενε βρισκόταν στην άκρη ενός στενού και σκοτεινού δρόμου. Το παλιό και φθαρμένο διαμέρισμα ανήκε κάποτε στο συνέταιρό του, τον Τζάκ Μάρλεϊ.
Ο Σκρούτζ έβγαλε το κλειδί για να ξεκλειδώσει την εξώπορτα. Το ρόπτρο, αν και μεγάλο, δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερα όμορφο πάνω του. Κι όμως, εκείνη τη βραδιά έμοιαζε λουσμένο σ ένα απόκοσμο φώς. Ο Σκρούτζ, πραξενεμένος, έσκυψε να εξετάσει καλύτερα… και τότε αντίκρισε το πρόσωπο του Μάρλεϊ να τον κοιτάζει!.. Την επόμενη στιγμή όμως ξανάγινε ένα κοινότατο ρόπτρο. Ταραγμένος ο Σκρούτζ μπήκε στο διαμέρισμα, μαντάλωσε την πόρτα πίσω του και προχώρησε στη σάλα.
Στη συνέχεια, έβγαλε το παλτό του, φόρεσε τις παντόφλες του και κάθησε μπροστά στο τζάκι. Πάνω στη σχάρα τρεμόσβηναν λίγες αδύναμες φλόγες. Ξαφνικά, απ τη μεριά της αποθήκης άκουσε να σέρνονται βαριές αλυσίδες. Μέσα από την κλειστή πόρτα γλίστρησε μία παράξενη σκιά καί, αιωρούμενη, ήρθε και στάθηκε στη μέση του δωματίου. Τούτη τη φορά δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Ήταν το φάντασμα του παλιού συνεταίρου του Σκρούτζ, πού είχε πεθάνει ακριβώς πριν εφτά χρόνια. Ο γέρος δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του.

«Ποιός είσαι;» ψιθύρισε.
«Ποιός ήμουν!» τον διόρθωσε το φάντασμα. «Ήμουν ο Τζάκ Μάρλεϊ, ο συνέταιρός σου. Δε με θυμάσαι;».
Το φάντασμα του Μάρλεϊ κάθησε στην αγαπημένη του πολυθρόνα. Ο Σκρούτζ, πού κόντευε να λιποθυμήσει από το φόβο του, τον ρώτησε ικετευτικά: «Τζάκ, πές μου, τί θέλεις;».
«Βλέπεις αυτές τις αλυσίδες;» τον ρώτησε το φάντασμα. «Κάθε κρίκος τους αντιπροσωπεύει και μία άσχημη κουβέντα της ζωής μου. Όσο για τα βαριά χρηματοκιβώτια πού σέρνω; Είναι τα πλούτη πού συγκέντρωσα και δεν τα χρησιμοποίησα σωστά. Όλα αυτά θέλω να τα σκεφτείς σοβαρά και να δείς και τη δική σου ζωή αλλιώς, Σκρούτζ!». Το φάντασμα σώπασε για λίγο κι ύστερα συνέχισε:
«Ήρθα να σε προειδοποιήσω. Έχεις ακόμη μια ευκαιρία να γλιτώσεις από τη δική μου μοίρα, θα έρθουν τρία πνεύματα. Το πρώτο θα σε επισκεφθεί απόψε, στη μία μετά τα μεσάνυχτα. Το δεύτερο αύριο, την ίδια ώρα. Και το τρίτο μεθαύριο, μόλις χτυπήσει το ρολόι δώδεκα. Αυτή είναι η τελευταία σου ελπίδα!..».
Και με τα λόγια αυτά ο Μάρλεϊ ξαναέφυγε για να συναντήσει τα άλλα φαντάσματα πού περιπλανιούνται ασταμάτητα στις ομίχλες της αιωνιότητας. Εξαντλημένος ο Σκρούτζ, έπεσε χωρίς να γδυθεί στο κρεβάτι του κι αποκοιμήθηκε αμέσως.


ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ

Ήταν ακόμη σκοτάδι όταν ξύπνησε ο Σκρούτζ. Νόμισε πώς το ρολόι είχε σταματήσει, θυμόταν ότι έπεσε να κοιμηθεί μετά τις δυό. Το ρολόι χτύπησε μία ακριβώς.
Αμέσως, μια λάμψη δυνατή πλημμύρισε την κρεβατοκάμαρα. Ο Σκρούτζ ανασηκώθηκε και τότε είδε εμπρός του μια περίεργη οπτασία. Είχε το ανάστημα, το πρόσωπο, τα χέρια ενός μικρού παιδιού, αλλά τα μαλλιά της ήταν ολόλευκα όπως ενός γέρου. Από τον ώμο, πάνω από το λευκό, κοντό χιτώνιό της, κρεμόταν μια γιρλάντα λιόπρινο, σύμβολο του χειμώνα.
«Μή φοβάσαι», του είπε η οπτασία. «Είμαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρελθόντος κι ήρθα να σε βοηθήσω».
Πήρε τον Σκρούτζ από το χέρι και τον οδήγησε στο παράθυρο.
Ο Σκρούτζ φοβήθηκε μήπως πέσει, αλλά το Πνεύμα τον ενθάρρυνε να πετάξει μαζί του πάνω από στέγες και αγρούς. Κι ήταν πρωί όταν έφτασαν σε μία μικρή επαρχιακή πόλη.
«Μά, εδώ πέρασα τα παιδικά μου χρόνια», μουρμούρισε κατάπληκτος ο Σκρούτζ.
«Έ, τότε, θα ξέρεις το δρόμο για να έρθεις εδώ», τον ρώτησε το Πνεύμα.
«θά μπορούσα να τον βρώ με κλειστά μάτια», απάντησε εκείνος.
«Κι όμως, δείχνεις σαν να έχεις ξεχάσει ακόμη και την ύπαρξη αυτού του τόπου», παρατήρησε αυστηρά το Πνεύμα.
Ύστερα βάδισαν πάνω στο χιονισμένο δρόμο συναντώντας φυσιογνωμίες γνωστές. Αγρότες με τις άμαξες, παιδιά με τ αλογάκια τους. Ο Σκρούτζ τους θυμόταν όλους. Τους φώναξε μάλιστα με τα ονόματά τους. Αλλά κανείς δεν του απάντησε!
«Είναι μόνο σκιές», του εξήγησε το Πνεύμα, «δέν μάς βλέπουν».
Ο Σκρούτζ χάρηκε πολύ πού ξαναείδε φίλους και γνωστούς από τα νιάτα του. Και τούτη η χαρά ήταν πρωτόγνωρη γι αυτόν. Σε λίγο, οι δυο ταξιδιώτες έφτασαν σ ένα χωριουδάκι. Μπήκαν σ ένα μεγάλο κτίριο χτισμένο από τούβλα. Στο εσωτερικό αντίκρισαν σειρές θρανία. Ήταν σχολείο με οικότροφους μαθητές, πού σπούδαζαν μακριά από τις οικογένειές τους.
Σε κάποιο θρανίο, ένα μοναχικό αγόρι, καθόταν και διάβαζε. Κατά τρόπο μαγικό, οι ήρωες του βιβλίου πρόβαλαν εμπρός στο παιδί – ο Αλή Μπαμπά με την ανατολίτικη φορεσιά του, ο Ροβινσών Κρούσος με τον παπαγάλο του στον ώμο, κι άλλοι πολλοί. Στην αρχή ο Σκρούτζ ενθουσιάστηκε βλέποντας τους ήρωες των σχολικών του χρόνων. Έπειτα, όμως, κατάλαβε. Το μοναχικό αγόρι, με μοναδική παρέα τα βιβλία, ήταν ο εαυτός του. Κάθησε, τότε, σ ένα θρανίο και έκλαψε πικρά.
«Πάμε τώρα να επισκεφτούμε κάποια άλλα Χριστούγεννα», του πρότεινε το Πνεύμα.
Καθώς μιλούσε, παρατήρησε ότι το παιδί μεγάλωσε κι έγινε έφηβος. Ο Σκρούτζ ήξερε πολύ καλά ότι ο νεαρός ήταν πάλι μόνος. Οι άλλοι μαθητές θα επέστρεφαν στα σπίτια τους για τις διακοπές.
Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε. Μια νέα και όμορφη κοπέλα μπήκε τρέχοντας στην αίθουσα. Ήρθε και τον αγκάλιασε.
«Αδελφούλη μου», του φώναξε. «Ήρθα να σε πάρω. Θα πάμε στο σπίτι να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα!».
«Στο σπίτι, Φάντ;» ρώτησε ο νεαρός Σκρούτζ.
«Ναί, ζήτησα από τον πατέρα να σ αφήσει να ξαναγυρίσεις για πάντα στο σπίτι. Συμφώνησε. Δε θα ξαναπάς εσωτερικός στο σχολείο!», του ξαναφώναξε χαρούμενη.
«Είναι πολύ γλυκιά με χρυσή, με χρυσή καρδιά», σχολίασε το Πνεύμα. «Νομίζω ότι πέθανε νέα, πάνω στη γέννα!».
«Ναί…» απάντησε σκεφτικός ο Σκρούτζ.
Βγήκαν από το σχολείο και περιπλανήθηκαν στους δρόμους. Οι βιτρίνες των καταστημάτων ήταν στολισμένες για τα Χριστούγεννα. Το Πνεύμα στάθηκε εμπρός σ ένα κατάστημα και ρώτησε τον Σκρούτζ αν το αναγνωρίζει. Εκείνος κούνησε το κεφάλι και είπε: «Εδώ πρωτοεργάστηκα σαν μαθητευόμενος!».
Μπήκαν μέσα. Ένας ηλικιωμένος κύριος καθόταν στο γραφείο.
«Αυτός είναι ο γερό-Φέζιβικ!.. Ο γερό-Φέζιβικ αναστημένος!..» φώναξε μ ενθουσιασμό ο Σκρούτζ.
Εκείνη τη στιγμή, ο νεαρός Σκρούτζ κι ένας άλλος μαθητευόμενος μπήκαν στην αίθουσα.
«Μαζέψτε τα όλα», τους είπε ο Φέζιβικ, «νά ετοιμάσουμε τη γιορτή!».
Οι μαθητευόμενοι δεν περίμεναν να το ακούσουν δεύτερη φορά. Πριν προλάβει ο γέρο-Σκρούτζ ν ανοιγοκλείσει τα μάτια, όλα ήταν καθαρά και τακτοποιημένα. Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν οι καλεσμένοι. Η γιορτή είχε οργανωθεί για όλους τους υπαλλήλους του Φέζιβικ.
Σύντομα η μουσική και ο χορός άναψαν το κέφι για τα καλά. Προσφέρθηκαν γλυκίσματα και ποτά. Ήταν πιά αργά όταν ξεκίνησαν να φύγουν οι καλεσμένοι. Ο κύριος και η κυρία Φέζιβικ έσφιξαν τα χέρια όλων και τους ευχήθηκαν «Καλά Χριστούγεννα!». Έσφιξαν τα χέρια ακόμη και των νεαρών μαθητευομένων πριν πάνε στα κρεβάτια τους στο πίσω μέρος του καταστήματος. Ο γέρο-Σκρούτζ έδειχνε ξετρελαμένος καθώς παρακολουθούσε αυτή τη σκηνή. Ένιωθε τόση χαρά, λες και συμμετείχε πραγματικά στη γιορτή. Αργά τη νύχτα το Πνεύμα και ο Σκρούτζ άκουσαν τους μαθητευομένους να κουβεντιάζουν ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους. Παίνευαν το γέρο-Φέζιβικ και τον ευγνωμονούσαν για την ωραία γιορτή πού τους ετοίμασε.
«Και του κόστισε μόνο τρεις ή τέσσερις λίρες», σχολίασε κάπως ειρωνικά το Πνεύμα. «Έξοδο πού άξιζε τον κόπο!». «Το κόστος δεν ήταν υλικό», διαμαρτυρήθηκε ο Σκρούτζ. «Ανεξάρτητα από τα χρήματα, η γιορτή θα είχε επιτυχία γιατί ο Φέζιβικ ήταν καλός άνθρωπος και πάντοτε ακτινοβολούσε χαρά κι ευτυχία!».
Ξαφνικά ο Σκρούτζ έκοψε την κουβέντα του απότομα.
«Τί σου συμβαίνει;» τον ρώτησε το Πνεύμα. «Μήπως έγινε κάτι πού σε τάραξε;».
«Όχι, τίποτα… Νά, θα ήθελα μόνο να έχω πεί κάτι στον κλητήρα μου».
Η σκηνή άλλαξε. Τώρα ο Σκρούτζ ήταν πλέον ώριμος άντρας. Και μία νέα γυναίκα εγκατέλειπε το σπίτι. Έκλαιγε η καημένη, βουβά. Γύρισε και του είπε:
«Κάποτε ήμασταν φτωχοί αλλά ευτυχισμένοι. Τώρα σε κυβερνά το πάθος σου για το χρήμα!».
«Μά, μεταξύ μας, τίποτα δεν άλλαξε», διαμαρτυρήθηκε ο Σκρούτζ.
«Εγώ έμεινα η ίδια. Εσύ όμως άλλαξες. Δεν μπορώ να σε παντρευτώ. Σου εύχομαι κάθε ευτυχία στη σταδιοδρομία πού διάλεξες».
Και με τα λόγια αυτά η γυναίκα βγήκε στο δρόμο, ενώ ο άντρας δε δοκίμασε να τη σταματήσει.
«Πνεύμα», φώναξε ο γέρο-Σκρούτζ, «σταμάτα να με βασανίζεις, θέλω να γυρίσω στο σπίτι. Δεν αντέχω τις δυσάρεστες αναμνήσεις».
Μέσα σε μία στιγμή πέρασαν χρόνια. Και ξαναείδαν τη νέα γυναίκα. Τώρα γελούσε τρισευτυχισμένη με την κόρη της. Σε διαφορετικές περιστάσεις θα μπορούσε να είναι το παιδί του Σκρούτζ. Ο πατέρας μπήκε στο δωμάτιο. Η μικρή έτρεξε και τον φίλησε. Αγκαλιάστηκαν και οι τρεις εμπρός στο αναμμένο τζάκι.
«Δεν το αντέχω», μούγκρισε ο γερο-Σκρούτζ με φωνή σπασμένη. Και στράφηκε απελπισμένος προς το Πνεύμα, πού μέσα στην ολοφώτεινη ανταύγεια του έμοιαζε σαν να ειρωνεύεται την απελπισία του. Σε λίγο η οπτασία του Πνεύματος άρχισε ν απομακρύνεται και να σβήνει σιγά-σιγά, μέχρι πού εξαφανίστηκε τελείως. Ο Σκρούτζ ένιωσε αφάνταστα κουρασμένος. Τα μάτια του βάρυναν. Ξαναγύρισε στην κρεβατοκάμαρά του. Μόλις πού πρόλαβε να ξαπλώσει στο κρεβάτι κι έπεσε σε ύπνο βαθύ.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ

Όταν ξύπνησε ο Σκρούτζ, το ρολόι χτυπούσε μία. Μια κατακόκκινη λάμψη ερχόταν απ τη σάλα. Σηκώθηκε, φόρεσε τη ρόμπα του και πήγε να δεί τί συμβαίνει. Η σάλα είχε μεταμορφωθεί! Από το πάτωμα ως το ταβάνι ήταν στολισμένη με κισσό, λιόπρινο και ιξό. Στο τζάκι έκαιγε μία ζωηρή φωτιά και στη γωνιά υψωνόταν ένας τεράστιος σωρός από φαγητά-γαλοπούλες, χήνες, πατάτες, μήλα, καρύδια – ενώ πάνω στην κορυφή καθόταν χαμογελαστός ένας γίγαντας μ ένα δαυλό αναμμένο στο αριστερό του χέρι.
«Είμαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρόντος», του φώναξε φιλικά. «Έλα!». Ο Σκρούτζ παρατήρησε το Πνεύμα. Ήταν ντυμένο μ ένα μακρύ λευκό χιτώνα. Και πάνω στα μακριά μαύρα του μαλλιά φορούσε ένα στεφάνι από λιόπρινο.
«Πήγαινε με όπου θέλεις», ξερόβηξε ο Σκρούτζ. «Πήρα ήδη μερικά μαθήματα απ το συνάδελφό σου. Είμαι έτοιμος να παρακολουθήσω και τα δικά σου».
«Τότε πιάσου από τον ποδόγυρο του χιτώνα μου», απάντησε ο γίγαντας.
Η χαρούμενη σάλα, η διακόσμηση, τα φαγητά, όλα εξαφανίστηκαν.
Βρέθηκαν έξω από το σπίτι του υπαλλήλου του, του Μπόμπ Κράτσιτ και κοίταξαν από το παράθυρο. Η κυρία Κράτσιτ και οι τρεις κόρες της φορούσαν παλιά φθαρμένα φορέματα, στολισμένα όμως με κορδέλες για τη γιορτή, και κάθονταν στο τραπέζι. Ξαφνικά, μπήκαν τρέχοντας δυο αγοράκια.
«Μυρίσαμε γαλοπούλα ψητή! Τί καλά! Μοσχοβολά από το δρόμο!» φώναξαν με ενθουσιασμό. Πίσω τους ερχόταν ο πατέρας τους. Στους ώμους του κουβαλούσε το μικρότερο γιό του, τον Τίμ. Τον απέθεσε προσεκτικά στο πάτωμα. Το παιδί ήταν άρρωστο και βάδιζε με δεκανίκι.
Κάθησαν όλοι στο γιορτινό τραπέζι. Η μικρή γαλοπούλα μοιράστηκε πολύ προσεκτικά ώστε να φτάσει για όλους. Πάντως η σκηνή ήταν χαρούμενη. Οι δυο γονείς πρόσεχαν ιδιαίτερα τον ανάπηρο Τίμ. Ένα χαμόγελο φώτισε το χλωμό του προσωπάκι.
«Πνεύμα», ρώτησε με ξαφνικό ενδιαφέρον ο Σκρούτζ, «ο μικρός Τίμ θά… ζήσει ακόμη για πολύ;».
«Χμμ… τον περιβάλλουν σκιές. Αν το μέλλον δεν τις μεταβάλει, το παιδάκι θα πεθάνει! Αλλά εσένα τί σε νοιάζει; Ένα στόμα λιγότερο σε τούτο τον πυκνοκατοικημένο κόσμο. Έτσι δεν είναι;».
Ο Σκρούτζ τότε θυμήθηκε ότι ο ίδιος είχε επαναλάβει πολλές φορές αυτή τη φράση. Και κατέβασε το κεφάλι ντροπιασμένος.
Ξαφνικά, χωρίς το Πνεύμα να προσθέσει άλλη λέξη, βρέθηκαν στο σπίτι του ανιψιού του. «Ο θείος Σκρούτζ μάς θεωρεί τρελούς πού γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα. Κι έτσι, αρνήθηκε να φάει μαζί μας σήμερα», είπε ο Φρέντ.
«Τί απαίσιος άνθρωπος», αναστέναξε η γυναίκα του υποτιμητικά και οι καλεσμένοι κούνησαν τα κεφάλια γιατί συμφώνησαν μαζί της. Αλλά ο Φρέντ πρόσθεσε πικραμένος: «Εγώ, πάντως, λυπάμαι ειλικρινά πού ο θείος έχασε μία ευκαιρία να χαρεί. Και τώρα, παρ όλο πού δε βρίσκεται μαζί μας, θα ήθελα να του εκφράσω τις καλύτερες ευχές μου». Κι αμέσως σήκωσε το ποτήρι και ήπιε στην υγειά του θείου του.
Γρήγορα όμως η χαρούμενη ομήγυρη ξέχασε τον Σκρούτζ. Έπαιξαν μουσική, χόρεψαν, διασκέδασαν με παντομίμα. Ο Σκρούτζ, πού τόσο του άρεσε αυτό το παιχνίδι, συμμετείχε όλο χαρά, ξεχνώντας ότι κανείς δεν μπορούσε να τον δεί ή να τον ακούσει. Το Πνεύμα τον παρακολουθούσε κι έμοιαζε να το γλεντάει μαζί του. Αλλά σύντομα ήρθε η ώρα να φύγουν. «Έχουμε να επισκεφτούμε πολλά μέρη ακόμη ώσπου να περάσει η νύχτα», είπε το Πνεύμα.
Και οδήγησε τον Σκρούτζ έξω από το σπίτι. Περπάτησαν μέσα στο κρύο και στο χιονόνερο, σε βρωμερά στενά και δρομάκια περίεργα, κι ακόμη κάτω από τις σκοτεινές γέφυρες της πόλης. Εκεί ο Σκρούτζ είδε δυστυχισμένους ανθρώπους πού, κολλημένοι σφιχτά ο ένας πάνω στον άλλον, προσπαθούσαν να ζεσταθούν. Ανάμεσα τους τριγύριζαν παιδάκια πού ζητιάνευαν φαγητό απ τους περαστικούς. Κάπου μακριά, ένα ρολόι σήμανε μεσάνυχτα.
Ο Σκρούτζ, τρομοκρατημένος απ την τόση αθλιότητα, αναζήτησε το γιγάντιο Πνεύμα. Αλλά εκείνο είχε εξαφανιστεί.



ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Σε λίγο, ένα άλλο φάντασμα, τυλιγμένο στην ομίχλη, προχώρησε αργά προς τον Σκρούτζ. Παρατήρησε ότι το Πνεύμα αυτό φορούσε μία τεράστια μαύρη κάπα και μία κουκούλα πού του έκρυβε εντελώς το πρόσωπο. Ο Σκρούτζ παραλίγο να λιποθυμήσει από τον τρόμο του.
«θά πρέπει να είσαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Μέλλοντος», ψιθύρισε. «Τί μου επιφυλάσσει το μέλλον; Ίσως ν αλλάξω… Είμαι έτοιμος να σε ακολουθήσω».
Παρά τα γενναία του λόγια, ο Σκρούτζ φοβόταν τόσο πολύ αυτό το φάντασμα, ώστε τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν. Δεν μπορούσε να κάνει βήμα. Το Πνεύμα παρέμεινε ακίνητο περιμένοντας υπομονετικά τον Σκρούτζ μέχρι να συνέλθει. Έπειτα κινήθηκε αθόρυβα. Και ο Σκρούτζ το ακολούθησε σαν να τον τύλιξε η κάπα του Πνεύματος, πού τον παρέσυρε στο άγνωστο.
Κοσμοσυρροή και οχλαγωγία στο χρηματιστήριο. Το Πνεύμα με τον Σκρούτζ ανάμεσα στους χρηματιστές και στους εμπόρους. «Πότε πέθανε;» ρώτησε κάποιος από το πλήθος. «Χθές βράδυ, νομίζω», απάντησε ένας άλλος. «Δεν πιστεύω να πάτησε κανείς στην κηδεία του», σχολίασε ένας τρίτος. «Επιτέλους ξεκουμπίστηκε… Τον σιχαίνονταν όλοι!».
Ο Σκρούτζ ένιωσε οίκτο γι αυτόν πού μιλούσαν. Αναρωτήθηκε για ποιό λόγο να τον έφερε το Πνεύμα σε τούτο το μέρος. Έπειτα αναγνώρισε κάποιον άλλο χρηματιστή στη συνηθισμένη του θέση. Μάταια όμως έψαξε να βρεί και τον εαυτό του.
«Ίσως», σκέφτηκε, «ο Σκρούτζ του μέλλοντος θα παρατήσει τις συναλλαγές και θα στραφεί προς άλλες δραστηριότητες…».
Γύρισε να ρωτήσει το Πνεύμα. Αλλά εκείνο εξακολουθούσε να σωπαίνει. Σήκωσε μόνο το χέρι και έδειξε με το μακρύ του δάχτυλο προς κάποια κατεύθυνση. Ήταν καιρός να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Ο γέροντας ένιωσε να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά του κρύος ιδρώτας.
Έφτασαν σε μία κακόφημη γειτονιά της πόλης. Ο Σκρούτζ δεν είχε ξαναπατήσει το πόδι του εκεί. Στην άκρη ενός βρώμικου στενού βρισκόταν ένα άθλιο καταγώγιο-φωλιά λωποδυτών! Μέσα, τρεις κλέφτες, ένας άντρας και δυο γυναίκες, με τρύπια ρούχα, μοιράζονταν τη λεία τους. Οι πεταμένες πάνω στο πάτωμα κουρτίνες ήταν ίδιες μ εκείνες της κρεβατοκάμαρας του Σκρούτζ.
«Καλά πού κάναμε και τα αρπάξαμε», κακάρισε η μία γυναίκα. «Έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν πρόκειται να ενδιαφερθεί για τα πράγματά του», πρόσθεσε ο άντρας.
«Α το γέρο-τσιγκούνη», έβρισε η άλλη γυναίκα. «Αν ήταν εντάξει άνθρωπος, κάποιος θα βρισκόταν δίπλα του την ώρα πού πέθαινε». Ο Σκρούτζ παρακολουθούσε αηδιασμένος την κουβέντα τους. «Πνεύμα», φώναξε. «Πάμε να φύγουμε, σε παρακαλώ, από αυτό το απαίσιο μέρος». Αλλά η σιωπή του Πνεύματος του πάγωσε το αίμα.
«Πνεύμα», κλαψούρισε ο Σκρούτζ, «βοήθησέ με να ξεχάσω τούτη τη θλιβερή σκηνή. Πήγαινέ με σ ένα μέρος όπου οι άνθρωποι μιλούν ευγενικά για τους νεκρούς…».
Το Πνεύμα τον οδήγησε τότε σε δρόμους γνωστούς, πίσω στο σπίτι του Μπόμπ Κράτσιτ. Η γυναίκα και τα παιδιά του ήσαν όλοι μαζεμένοι γύρω από τη φωτιά. Όμως το φτωχικό δωμάτιο ήταν παράξενα σιωπηλό.
«Δε θα αργήσει ο πατέρας σας», είπε η κυρία Κράτσιτ. «Έχει καθυστερήσει μόνο λίγα λεπτά», είπε κάποιο από τα παιδιά. «Τούτες τις μέρες βαδίζει πιο αργά».
«Αχ!» αναστέναξε ένα άλλο. «Όταν κουβαλούσε τον Τίμ στους ώμους ερχόταν τρεχάτος για το σπίτι».
Εκείνη τη στιγμή ο Μπόμπ Κράτσιτ μπήκε στο σπίτι. Είχε τα μάτια κατακόκκινα σαν να είχε κλάψει. Χαιρέτησε όμως τρυφερά ένα-ένα τα παιδιά του. Έπειτα είπε: «Ποτέ δεν πρόκειται να ξεχάσουμε το μικρούλη μας τον Τίμ, έτσι; Η ανάμνηση του της υπομονής και της ευγενείας του θα μάς κρατήσει για πάντα ενωμένους!».
«Ναί! Ναί!» φώναξαν τα παιδιά. «Έ, τότε, με κάνετε να νιώθω ευτυχισμένος», απάντησε ο Μπόμπ «πολύ ευτυχισμένος!».
Αγκαλιάστηκαν όλοι. Και δάκρυα γέμισαν τα μάτια του Σκρούτζ.
«Πνεύμα», είπε ο Σκρούτζ, «σέ λίγο θα χωρίσουμε. Δε θα μου εξηγήσεις το νόημα όλων αυτών; θα ήθελα να δώ και τη δική μου πορεία στο μέλλον».
Ξαναβγήκαν στο δρόμο και προχωρώντας, βρέθηκαν έξω από το γραφείο του Σκρούτζ. Το Πνεύμα δεν είχε πρόθεση να σταματήσει. Το μακρύ του δάχτυλο έδειχνε εμπρός.
«Σε παρακαλώ, άφησε με μία στιγμή να δώ πώς θα είμαι στο μέλλον», ικέτευσε ο Σκρούτζ. Το Πνεύμα κοντοστάθηκε σιωπηλό. Ο Σκρούτζ κοίταξε από το παράθυρο. Αναγνώρισε το γραφείο του, αλλά η επίπλωση δεν ήταν πλέον η δική του και ο άνθρωπος πού καθόταν στην πολυθρόνα δεν ήταν ο Σκρούτζ! Το Πνεύμα, αμίλητο πάντα, προχώρησε. Ο Σκρούτζ ακολούθησε τα βήματά του. Μετά από λίγο έφτασαν σε μία καγκελόπορτα. Ο Σκρούτζ γούρλωσε τα μάτια. Ήταν το νεκροταφείο. Το Πνεύμα πήγε και στάθηκε εμπρός από έναν τάφο. Ο Σκρούτζ πλησίασε τρέμοντας. Πάνω στην ταφόπλακα διάβασε χαραγμένο το όνομά του: «ΕΜΠΕΝΕΖΕΡ ΣΚΡΟΥΤΖ».
«Μά, τότε, στο χρηματιστήριο θα πρέπει να μιλούσαν για μένα», κλαψούρισε, «καί οι κλέφτες λήστεψαν, μόλις πέθανα, το δικό μου σπίτι!».
«Πνεύμα, βοήθεια, βοήθεια!» φώναξε. «Δεν θέλω να τελειώσει έτσι η ζωή μου. Μπορώ… θέλω να την αλλάξω. Τα μαθήματα των τριών πνευμάτων δεν θα πάνε χαμένα. Μπορείς να αλλάξεις το μέλλον μου;».
Πάνω στην αγωνία του ο Σκρούτζ αγκάλιασε το Πνεύμα από τη μέση. Αλλά η κάπα ήταν άδεια -τό Πνεύμα έγινε ατμός- και ο Σκρούτζ αγκάλιαζε στην πραγματικότητα το κάγκελο του κρεβατιού του! Ναί, του δικού του κρεβατιού! Βρισκόταν πάλι στην κρεβατοκάμαρά του. Ανακουφισμένος από την αγωνία, κλαίγοντας και γελώντας, έτρεξε να αγγίξει τις κουρτίνες. Ήταν εκεί, στη συνηθισμένη τους θέση. Βάλθηκε να χοροπηδά σ όλο το σπίτι γεμάτος ευτυχία. Όλα ήταν στη θέση τους! Τίποτα δεν είχε αλλάξει! Και τη μεγάλη του χαρά διέκοψαν μόνο οι καμπάνες των εκκλησιών, πού χτυπούσαν χαρούμενες σ όλη την πόλη.


ΤΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΕΛΟΣ

Ο Σκρούτζ έτρεξε κι άνοιξε το παράθυρο. Ο ήλιος έλαμπε. Το κρύο ήταν τσουχτερό, αλλά το πρωινό ευχάριστο. «Τί ημέρα είναι σήμερα;», ρώτησε ένα αγόρι πού περνούσε απέξω. «Σήμερα έχουμε Χριστούγεννα!».
«Α τότε, δεν τα έχασα», φώναξε ο Σκρούτζ. «Τα πνεύματα έκαναν τη δουλειά τους μέσα σε μία μόνο νύχτα!».
«Αγόρι μου», ξαναείπε στο παιδί. «Τρέξε, σε παρακαλώ, στο χασάπη και πές του να μου φέρει τη μεγαλύτερη γαλοπούλα του. Θα σου χαρίσω ένα σελίνι, ίσως και τρία, αν επιστρέψεις μέσα σε πέντε λεπτά».
Το παιδί δε δίστασε στιγμή. Έτρεξε γρήγορα και ξαναγύρισε λαχανιασμένο, παρέα με τον κρεοπώλη, πού κουβαλούσε μία τεράστια γαλοπούλα.
«Θα τη στείλω στον Μπόμπ Κράτσιτ», κρυφογέλασε ο Σκρούτζ, «χωρίς να μάθει ποιός του τη δώρισε».
Το πουλί ήταν τόσο βαρύ, ώστε ο Σκρούτζ αναγκάστηκε να καλέσει ένα αμάξι για να το μεταφέρει ως το σπίτι του κλητήρα του. Ο Σκρούτζ, χαμογελώντας, πλήρωσε το αγοράκι, το χασάπη και τον αμαξά. Ένιωθε υπέροχα.
Ο Σκρούτζ έκανε το μπάνιο του, φόρεσε ένα καθαρό κοστούμι και βγήκε περίπατο. Βάδιζε με τα χέρια σταυρωμένα στη ράχη, παρατηρώντας τους περαστικούς. Όλοι ήταν χαρούμενοι. Μερικοί του ευχήθηκαν «Καλά Χριστούγεννα!». Ο Σκρούτζ ομολόγησε ότι ποτέ δεν είχε ακούσει πιο ευχάριστα λόγια. Στο δρόμο συνάντησε έναν από τους δυο κυρίους πού την προηγουμένη τον είχαν επισκεφθεί για να του ζητήσουν τη βοήθειά του για τους φτωχούς.
«Καλέ μου κύριε», του φώναξε «πώς είστε;».
Κι όταν ο άνθρωπος πλησίασε, ο Σκρούτζ του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Εκείνος τον κοίταξε κατάπληκτος. «Μιλάτε σοβαρά, κύριε Σκρούτζ;» φώναξε. «Μα είστε πολύ γενναιόδωρος!». «Μή με ευχαριστείτε», του απάντησε ο Σκρούτζ. «Κάντε μόνο τον κόπο να περάσετε μία από αυτές τις μέρες, όσο το δυνατόν πιο σύντομα, από το γραφείο μου. Θα είναι δική μου ευχαρίστηση!».
Στο τέλος, ο Σκρούτζ κατέληξε εμπρός στο σπίτι του ανιψιού του. Δίστασε για λίγο στο κεφαλόσκαλο. Αλλά μετά πήρε την απόφαση και χτύπησε το κουδούνι. Η υπηρέτρια του άνοιξε την πόρτα.
«Το αφεντικό σου είναι μέσα;» τη ρώτησε.
«Μάλιστα, κύριε. Περάστε. Κάθεται ήδη με τη σύζυγό του και τους καλεσμένους στο τραπέζι, θα σάς δείξω…».
«Δε χρειάζεται, καλή μου», της απάντησε ο Σκρούτζ. «Γνωρίζω πολύ καλά αυτό το σπιτάκι». Ανοιξε σιγανά την πόρτα της τραπεζαρίας και έχωσε το κεφάλι μέσα.
«Φρέντ», ρώτησε, «μπορώ να περάσω;».
«Ποιός είναι;» ρώτησε έκπληκτος ο ανιψιός του Σκρούτζ γυρνώντας το κεφάλι του.
«Ο θείος σου ο Σκρούτζ», του απάντησε. «Ήρθα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι πού με κάλεσες!».
Ο Φρέντ και η γυναίκα του χάρηκαν πολύ πού τελικά ο Σκρούτζ αποφάσισε να τους κάνει την τιμή. Και η γιορτή εξελίχτηκε θαυμάσια. Το γεύμα ήταν νοστιμότατο. Ακολούθησαν μουσική και χορός. Έπαιξαν διάφορα διασκεδαστικά παιχνίδια και φυσικά παντομίμα. Αλλά το καλύτερο απ όλα ήταν εκείνη η ξέφρενη χαρά πού ένιωθε μέσα του ο Σκρούτζ.
Την επομένη, ο Σκρούτζ πήγε πολύ νωρίς στο γραφείο. Ήθελε να κάνει έκπληξη στον κλητήρα του, πού ήξερε ότι θα αργούσε να φανεί στη δουλειά. Και πράγματι, ο Μπόμπ Κράτσιτ ήρθε λίγο πριν τις δέκα. Κάθησε αθόρυβα στη θέση του, με την ελπίδα ότι ο Σκρούτζ δε θα έπαιρνε είδηση την καθυστέρησή του.
«Ααα!» γκρίνιαξε τότε ο Σκρούτζ προσπαθώντας να μιμηθεί το γνωστό κακότροπο ύφος του. «Τί σημαίνει πάλι αυτό;».
«Συ-συ-συγγνώμη, κύριε», τραύλισε ο Μπόμπ Κράτσιτ, «δέν πρόκειται να ξαναργήσω».
«Και πώς μπορείς να δίνεις τέτοιες υποσχέσεις;» του είπε μουτρωμένος ο Σκρούτζ. Ο Μπόμπ άρχισε να τρέμει. Φοβήθηκε την απόλυση.
«Πάντως, για τούτη τη φορά…» συνέχισε ο Σκρούτζ «νομίζω ότι πρέπει να σου αυξήσω το μισθό σου!».
Κατάπληκτος ο Μπόμπ σκέφτηκε να τρέξει για βοήθεια. Νόμισε ότι ο εργοδότης του τρελάθηκε!
«Καλά Χριστούγεννα, αγόρι μου», του είπε τότε ήρεμος και χαμογελαστός ο Σκρούτζ, με τρόπο τόσο ειλικρινή, ώστε τελικά τον έπεισε ότι τα είχε τετρακόσια. «Και όχι μόνο θα σου κάνω αύξηση, αλλά θα βοηθήσω και την οικογένειά σου. Πήγαινε, όμως, πρώτα σε παρακαλώ, να αγοράσεις κι άλλα κάρβουνα, θα ζεσταθούμε καλά κι έπειτα καθισμένοι δίπλα στη φωτιά θα συζητήσουμε όλες τις λεπτομέρειες.
Ο Σκρούτζ κράτησε το λόγο του. Και σύντομα ο μικρός Τίμ ξεπέρασε την αρρώστια, απέκτησε δυνάμεις κι έγινε ένα γελαστό και όμορφο αγόρι, πού ο Σκρούτζ το φρόντισε σαν να ήταν δικό του παιδί. Ο πρώην τσιγκούνης έγινε πολύ γενναιόδωρος κι ήταν πάντα ευγενικός με όλους. Μερικοί βέβαια τον κορόιδεψαν για τη μεταβολή του χαρακτήρα του. Αλλά ο Σκρούτζ δεν ενοχλήθηκε γιατί, όπως είπε πολύ σοφά: «Καλύτερα να σε περιγελούν παρά να σε περιφρονούν!».
Ο Σκρούτζ δεν ξαναείδε τα πνεύματα. Αλλά από εκείνη την ημέρα, όπως λένε, δεν υπήρχε άνθρωπος πού να γιορτάζει καλύτερα τα Χριστούγεννα από τον Εμπενέζερ Σκρούτζ.



 Η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία είναι μια νουβέλα του Άγγλου συγγραφέα Καρόλου Ντίκενς που πρωτοδημοσιεύτηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1843.


Το φθινόπωρο του 1843, ο συγγραφέας και η σύζυγός του Kate βρίσκονταν σε απελπιστική οικονομική κατάσταση. Περίμεναν το πέμπτο τους παιδί, ενώ έπρεπε να δίνουν χρήματα και για μια μεγάλη υποθήκη στο σπίτι τους στο Devonshire. Ξεκίνησε να γράφει τη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» τον Οκτώβριο, σταδιακά δέθηκε πολύ με τους χαρακτήρες της ιστορίας του, στο σημείο να κλαίει, να γελάει και να κλαίει ξανά, όπως έλεγε κι ο ίδιος, γράφοντάς την. Τελείωσε έξι εβδομάδες αργότερα. Πλήρωσε μόνος του τα έξοδα της έκδοσης του βιβλίου κι επέμεινε σε πολυτελές εξώφυλλο και εικονογράφηση, αλλά  πούλησε το βιβλίο σε χαμηλή τιμή για να μπορούν όλοι να το αγοράσουν. Το βιβλίο κυκλοφόρησε την εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα του 1843, στις 19 Δεκεμβρίου κι έγινε αμέσως τεράστια επιτυχία, αν και εξαιτίας του υψηλού κόστους της έκδοσης, τα έσοδα του συγγραφέα ήταν χαμηλότερα από τα αναμενόμενα.
 



Χριστουγεννιάτικη Ιστορία - A Christmas Carol

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,