16 Δεκεμβρίου 2015

Το Αστέρι της Βηθλεέμ.....



Είκοσι αιώνες πριν, στην πρωτεύουσα του σημερινού Ισραήλ, την Ιερουσαλήμ, βασίλευε ο Ηρώδης. Τη βασιλεία του ήρθε να αναταράξει ένα κάπως ασυνήθιστο γεγονός, το οποίο περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος: Μια μέρα, τρεις ανατολίτες αστρονόμοι, εμφανίστηκαν στην πόλη ζητώντας πληροφορίες, όπως υποστήριζαν, για το νέο βασιλιά που είχε γεννηθεί. Ο Ηρώδης, ταραγμένος, τους κάλεσε σε ακρόαση και έμαθε από αυτούς για το μεγάλο ταξίδι που είχαν ξεκινήσει περίπου δύο χρόνια νωρίτερα.


Κατά τα λεγόμενα των σοφών, είχε εμφανιστεί στο στερέωμα ένα αστέρι με ασυνήθιστη λάμψη, το οποίο ερμήνευσαν σαν ένδειξη της χαρμόσυνης είδησης της γέννησης κάποιου πανίσχυρου νέου ηγεμόνα. Ξεκίνησαν αμέσως από την πατρίδα τους για να τον προσκυνήσουν, και ακολουθούσαν το αστέρι που έλαμπε μπροστά τους συνεχώς, δείχνοντάς τους το δρόμο προς το νεογέννητο βασιλιά. Μόνο που σαν έφτασαν στην Ιερουσαλήμ το αστέρι χάθηκε από τα μάτια τους.
Η συνέχεια είναι γνωστή… Αφού οι μάγοι έφυγαν από την Ιερουσαλήμ, το άστρο επανεμφανίστηκε, οδηγώντας τους στη Βηθλεέμ, στο σπίτι όπου έμεναν ο Ιωσήφ, η Μαρία και ο σχεδόν διετής Χριστός. Το θαυμαστό γεγονός του τεράστιου ταξιδιού και της προσκύνησης των Μάγων συγκινεί και διδάσκει τον καθένα μας.


Αλλά… τι ήταν πραγματικά το αστέρι που έβλεπαν οι Μάγοι; Ήταν θεϊκό σημείο; Ήταν κάτι το συμπτωματικό; Επιβεβαιώνεται επιστημονικά; Θα επιχειρήσουμε παρακάτω να κάνουμε μια προσέγγιση σε κάποια από αυτά τα ερωτήματα, με στόχο να δούμε αν υπάρχει κάποια απάντηση από το χώρο της επιστήμης.


Η αλήθεια είναι τις (λίγες) πληροφορίες για το συγκεκριμένο άστρο τις αντλούμε μόνο από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Παρόλα αυτά πολλοί επιστήμονες στη διάρκεια της Ιστορίας επιχείρησαν να δώσουν μια πιο ξεκάθαρη εικόνα σχετικά μ’ αυτό. Έτσι, η πρώτη θεωρία που αναπτύχθηκε, ήταν πως το άστρο που ακολούθησαν οι Μάγοι ήταν ένας μετεωρίτης. Αυτή η θεωρία φαίνεται μάλλον απίθανη, καθώς οι μετεωρίτες είναι πολύ συνηθισμένοι και δε θα μπορούσαν να προκαλέσουν αναστάτωση σε μορφωμένους αστρονόμους εκείνης της εποχής.


Η επόμενη πιθανότητα που εξετάστηκε, η οποία υποστηρίχθηκε από τον Ωριγένη, ήταν να επρόκειτο για κάποιον κομήτη. Έναν κομήτη όμως τον παρατηρούν όλοι, ενώ το άστρο της Βηθλεέμ το έβλεπαν μόνο οι τρεις σοφοί. Επίσης, οι λαοί της αρχαιότητας έβλεπαν τους κομήτες με αρνητική διάθεση, ως προάγγελους καταστροφών, και σίγουρα όχι όπως αντιμετώπιζαν οι Μάγοι το αστέρι.
Ούτε ως υπερκαινοφανής αστέρας (σουπερνόβα) μπορεί να θεωρηθεί το αστέρι της Βηθλεέμ, καθώς τέτοιοι αστέρες είναι ορατοί από όλους. Ούτε κάποιος πλανήτης μπορούσε να είναι ˙ οι αστρονόμοι ήξεραν να ξεχωρίζουν πότε ένας απλός πλανήτης έλαμπε περισσότερο από το συνηθισμένο.
Τότε τι ήταν το άστρο που οδήγησε τους Μάγους στο νεογέννητο Σωτήρα;


Ο Γιόχαν Κέπλερ το 1614 εξέδωσε τη θεωρία του σχετικά με το άστρο των Χριστουγέννων: «Το άστρο αυτό (της Βηθλεέμ) δεν ήταν οι συνήθεις κομήτες ή ένα άστρο, αλλά με έναν ιδιαίτερα θαυμαστό τρόπο κινούνταν στο κατώτερο στρώμα της ατμόσφαιρας… για να οδηγήσει τους Μάγους από τη Χαλδαία στη Βηθλεέμ». Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Κέπλερ, που έθετε τη Γέννηση του Χριστού στο έτος 6 π.Χ., οι πλανήτες Δίας και Κρόνος στη διάρκεια του 7 π.Χ. έλαβαν μέρος σε μια τριπλή ή μεγάλη συζυγία. Προσπέρασαν δηλαδή ο ένας τον άλλο στις 27 Μαϊου, στις 5 Οκτωβρίου και την 1η Δεκεμβρίου. Κάτι που κανονικά συμβαίνει μια φορά κάθε 20 χρόνια, μ’ έναν (παράξενο για τους Μάγους) τρόπο είχε συμβεί τρεις φορές σε λιγότερο από ένα χρόνο.
Τέτοιες σύνοδοι όμως συμβαίνουν συχνά άρα μάλλον ούτε ως σύνοδος πλανητών μπορεί να θεωρηθεί η μακρόχρονη λάμψη που έφερε το μήνυμα της Γέννησης.


Όπως φαίνεται είναι μάλλον δύσκολο να καταλήξουμε σε ένα ασφαλές συμπέρασμα σχετικά με το υπερφυσικό γεγονός της εμφάνισης του εκπληκτικού αυτού άστρου είκοσι αιώνες πριν. Αφήνουμε όμως τον επίλογο στον διευθυντή του Ευγενίδειου Πλανηταρίου κ. Διονύσιο Σιμόπουλο:
«…δυστυχώς μέχρι τώρα καμιά από τις εισηγήσεις που έχουν προταθεί δεν μπορεί να ικανοποιήσει πλήρως. Γιατί είναι μάλλον δύσκολο να αποδείξουμε όλα τα επί μέρους στοιχεία που απαιτεί μια πλήρης και τεκμηριωμένη απόδειξη.


Πολλοί μάλιστα ερευνητές των Γραφών,
 υποστηρίζουν ότι το Αστρο της Βηθλεέμ δεν είναι κάποιο συγκεκριμένο αστρονομικό σώμα ή φαινόμενο, αλλά πρόκειται απλά και μόνο για ένα συμβολικό άστρο των προφητειών της Π. Διαθήκης για τον προσδοκώμενο Μεσσία. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει επίσης και το γεγονός ότι η εμφάνιση κάποιου άστρου ή άλλου αξιοσημείωτου ουράνιου φαινόμενου κατά τη Γέννηση σπουδαίων ανδρών της ιστορίας είναι αρκετά διαδεδομένη στα αρχαία κείμενα.


Σε τελική όμως ανάλυση δεν έχει και μεγάλη σημασία το τι συνέβη στον ουρανό εκείνη τη νύχτα των Χριστουγέννων, γιατί το πολύ πιο σπουδαίο συνέβαινε επάνω στη γη μας. Κάτι υπέροχο συνέβη στη μικρή πόλη της Βηθλεέμ εκείνο το βράδυ, και το γεγονός ήταν πολύ πιο σπουδαίο απ’ οτιδήποτε γινόταν στον ουρανό. Γιατί όταν ο Ηλιος ανέτειλε το άλλο πρωινό, την πρώτη εκείνη μέρα των Χριστουγέννων, ανέτειλε πάνω από έναν κόσμο που ποτέ πια δεν θα μπορούσε να είναι ο ίδιος. Σήμερα η Γέννηση του Χριστού αντιμετωπίζεται ως ένα θαύμα. Πολλοί μάλιστα πιστοί θεωρούν και την εμφάνιση του Αστρου της Βηθλεέμ ως ακόμη ένα θαύμα. Αν προτιμάτε να πιστεύετε ότι το Αστρο των Χριστουγέννων ήταν ένα θαύμα, η επιστήμη δεν έχει τη δυνατότητα ούτε να υποστηρίξει, αλλά ούτε και να απορρίψει κάτι τέτοιο. Είναι ασφαλώς έξω από το πεδίο της επιστήμης και απόλυτα μέσα στο πεδίο της πίστης.»

Α. Χ.
δευτεροετής φοιτητής Μαθηματικών, Αθήνα
(Βοήθημα-Πηγή: «Το αστέρι των Μάγων», άρθρο του Διονυσίου Σιμόπουλου στο ΓΕΩ Ελευθεροτυπία, 30/12/2000)...
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


                                                                     Το Aστέρι της Βηθλεέμ.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Ο ΞΕΝΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ..Στέφανος Δάφνης.


Με τα παιδιάτικα μάτια μου έβλεπα, πίσω απ' το τζάμι, τη σημαία του Παλαμηδιού, του κάστρου τ' Αναπλιού, ψηλά, και το σκοπό τυλιγμένο στο μανδύα του να πηγαινοέρχεται στην τάπια*, με το τουφέκι στον ώμο. Στο φόντο του ουρανού, η σιλουέτα του γραφόταν τεράστια, επιβλητική. Κάμποσες οργιές πιο κάτω, σάλευαν χαμόκλαδα κι οι φραγκοσυκιές πρασίνιζαν κρεμασμένες στο βάραθρο, πάνω από τη βενετσιάνικη σκάλα - 999 σκαλοπάτια. Εκείνη η μέρα, η γκρίζα, η βουβή, ήταν τα Χριστούγεννα. Τα καρτερούσαμε με τόσον πόθο, μικροί και μεγάλοι. Εμείς για να λευτερωθούμε από τα θρανία του σκολειού, κι εκείνοι από τη μονοτονία της δουλειάς, να γιορτάσουμε στη λιακάδα, στο ξέφωτο, που κάποιες φορές γιομίζει θάματα τον κάμπο μας με μυρουδιές από άγρια ζαμπάκια* και με τις πορτοκαλιές φορτωμένες μικρούς ήλιους. 

Μα να, που ο χειμώνας μας έκλεισε μέσα και περιόρισε σε σπιτιάτικο το γιορτάσι. Ήταν ευτυχισμένα τα χρόνια εκείνα, τα ειρηνικά. Τα σπίτια μας «πλήρη πάσης αγαθότητος» ευώδιαζαν από τα φρεσκοψημένα χριστόψωμα, αντηχούσαν από κάλαντα και μουσικά όργανα, θυμούμαι πως το μεσημέρι καθίσαμε στο τραπέζι πιο πολλοί από δώδεκα νομάτοι... Μα για να καθίσουμε, έπρεπε να περιμένουμε τον παππού, που θα 'ρχόταν από τ' 'Αργος. Κι ο παππούς άργησε κομμάτι, κι ήρθε, χτυπημένες οι δώδεκα, γιατί το τρένο είχε καθυστέρηση. 

Ήρθε ο παππούς και μ’ όλα του τα γεράματα ανέβηκε σαν πουλί την ξυλένια σκάλα, κι η βράκα του η μεταξωτή έτριζε, φρου φρου, ανεβαίνοντας. Στο άνοιγμα της πόρτας, η λεβέντικη κορμοστασιά του μας φανερώθηκε σαν άγγελος Παρουσίας, πατριαρχική. Στραβά το κόκκινο φέσι με τη γαλάζια φούντα ανάριχτη στον ώμο, φρεσκοξυρισμένος, πασίχαρος. 
- Γεια χαρά σας! 
- Καλώς τον παππού! Χρόνια πολλά! 
- Καλά και τιμημένα! 
- Αμήν, παππού! 

Καθίσαμε στο τραπέζι. Στην κορφή ο παππούς. Βγάζοντας το φέσι του, το 'ριξε στο «μεντέρι»*, έπειτα σήκωσε τις παλάμες και χάιδεψε τ' άσπρα του μαλλιά, που φούντωναν γύρω στο κεφάλι σαν αγιοστέφανο. Πήρανε γύρω θέσεις οι μπαρμπάδες, οι θειάδες, τα πρωτοξαδέλφια, ολάκερο το σόι. Η ξαδελφούλα η Αγγελικούλα η ωραιοκάμωτη, βοηθούσε τη μητέρα στο συγύρισμα του τραπεζιού. Σαν δώρο βασιλικό, πάνω σε ασπίδα γυαλιστερή, πρόβαλλε ο ψητός διάνος, παραγεμισμένος με κάστανα και κουκουνάρια και μπαχαρικά. Ένα μεγάλο χριστόψωμο κόπηκε φέτες. Η μυρουδιά των ψητών κεντούσε τα ρουθούνια Στο παλιό τζάκι τρίζανε τα ξύλα... Ο παππούς σήκωσε το χέρι και σταυροκοπήθηκε και τόνε μιμηθήκαμε όλοι. 

Οι άνθρωποι στις επαρχίες τρώνε. Δηλαδή το κάνουν δουλειά το φαγοπότι, κι ένα χριστουγεννιάτικο τραπέζι γίνεται σωστή τελετουργία. Για τούτο δεν πρέπει να φανεί παράξενο, πως το βασίλεμα του ήλιου βρήκε τους περισσότερους μας στο τραπέζι ακόμη, φορτωμένο με πορτοκαλόφλουδες και τσόφλια καρυδιών και ποτήρια, που όσο ν' αδειάσουν, γιόμιζαν κοκκινέλι της Περαχώρας και γλυκόπιοτο Αγιωργίτικο... Ωστόσο ο καιρός χειροτέρευε. Τα τζάμια της τραπεζαρίας νοτισμένα, δείχνανε πως όξω το κρύο έσφιγγε.

Σε μια στιγμή η ψυχοκόρη μας η Βαγιώ, μπαίνοντας με τη μπουκάλα γιομάτη είπε: 
- Χιονίζει όξω... Απόψε θα το στρώσει! 
- Η φωτιά μας κοντεύει να σβήσει! είπε η μητέρα. Βαγιώ, πήγαινε στο κατώι να φέρεις ξύλα. Το κατώι ήταν κοντά στη σκάλα, υπόγειο τούρκικου σπιτιού, όπου σωριάζαμε τις σοδειές της χρονιάς, γιομάτο πιθάρια, σκάφες, ξύλα και κάρβουνα. Η Βαγιώ άναψε το λυχνάρι και κατέβηκε. Μα σε λίγο ξαναήρθε, χωρίς ξύλα, αλαφιασμένη και χλωμή. Το σβησμένο λυχνάρι έτρεμε στα χέρια της.
 - Μπα! τι έχεις, Βαγιώ; Τι τρέχει; 
- Κυρά! Κάποιος είναι... κάποιος... τσέβδιζε η χωριατοπούλα. 
- Μίλα καλά! Τι λες; 
-Κάποιος είναι, λέω κυρά... κάτου από τη σκάλα... κουβαριασμένος... Και φοβάμαι, η έρμη... 
-Δημήτρη Άντε να ιδείς πρόσταξε ο παππούς έναν από τους θείους μου. Ο Δημήτρης σηκώθηκε και γρήγορα ακούστηκαν οι μπότες του να τρίζουν, κατεβαίνοντας τη σκάλα. 


-Κανέναν καλικάντζαρο θα ’δε η Βαγιώ! γέλασε ο δεύτερος θείος μου ο Θανάσης, χαράζοντας κάστανα και χώνοντας τα στη θράκα. Μα σε λίγο ακούστηκαν πάλι περπατησιές στη σκάλα και ομιλίες. Η πόρτα άνοιξε και φανερώθηκε πάλι ο Δημήτρης, μα όχι μόνος. Ένας άλλος άνθρωπος άγνωστος ήταν μαζί του, που θα 'λεγε κανείς πως ο θείος μου τον έφερνε με το στανιό. 
-Έμπα μέσα! του 'λεγε. Μην ντρέπεσαι! Χρονιάρα μέρα σήμερα... Έμπα να ζεσταθείς! Μα κείνος φαινότανε πως κομπιάζει, ώσπου ο θείος μου τον έσπρωξε αλαφρά από τον ώμο και ο ξένος βρέθηκε στην τραπεζαρία. 

- Τι είναι τούτος; ρώτησε ο παππούς. 
- Δεν τόνε βλέπετε; Ζητιάνος, ο φουκαράς! Καθότανε μαζεμένος κάτου από τη σκάλα και τρεμούλιαζε σαν ζαγάρι. Και κάνει ένα ξεροβόρι όξω. Μπρρρ... Κοιτάξαμε τον ξένο. Η κακομοιριά έβγαινε απ' όλο του το κορμί θα 'τανε πενηντάρης, λιγνός, κίτρινος, τα γένια του ψαρά κι αχτένιστα, μοιάζανε με αφάνα*. Ούτε κασκέτο φορούσε, ούτε παπούτσια. Ήτανε σκεπασμένος με κάτι κουρέλια, που αφήνανε γυμνά εδώ και κει τα μέλη του. Μόλις βρέθηκε μέσα, γύρισε τα μάτια του γύρω φοβισμένα, σαν αγρίμι, και ύστερα κοίταξε και την πόρτα που την έκλεινε η κορμοστασιά του θειου μου, του Δημήτρη. Έκανε μια κίνηση, σα να 'θελε να ξεφύγει, μα ο παππούς μου του χαμογέλασε καλόβολα και του είπε με τη γλυκιά φωνή του: 

- Γιατί; Κάτσε κειδά, στο τζάκι, να ζεσταθείς, καψερέ... Εκείνος, ακόμα δίσταζε. Ο Δημήτρης προχώρησε, και ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο τον ησύχασε. 
-Κάτσε, που σου λέμε. Κάτι θα βρεθεί δα και για σένα. Εδώ είμαστε όλοι χριστουγεννιάτικοι. Θαν το κάψουμε σήμερα... Ήτανε στο κέφι ο θείος μου. Γιόμισε ένα ποτήρι κρασί ως τα χείλια, το 'δωσε στον ξένο και του είπε: 
-Πιέ το, αδελφέ μου, να πάνε κάτου τα φαρμάκια! Γιοματάρι ξέρεις... Έλα, ρούφα το! Ο άγνωστος πήρε το ποτήρι, και καθώς το χέρι του έτρεμε, χύθηκε λίγο κρασί στο χαλί. Κοίταξε χάμου. 
- Να με συμπαθάτε... μουρμούρισε βραχνά. 
-Δεν πειράζει δα... Χρόνια πολλά - γούρι είναι, του απάντησαν. Με μια ρουφηξιά άδειασε το ποτήρι του. 

-Μπράβο σου! φώναξε ο Δημήτρης. Και τώρα, αδελφέ, κάτσε κει, να την τυλώσεις*... Η φωτιά, θρεμμένη με νέα κούτσουρα, λαμπάδιαζε πρόσχαρα. Ο άνθρωπος, καθισμένος σταυροπόδι μπροστά στο τζάκι, κρατούσε ανάμεσα στα γόνατα του το πιάτο με το κρέας, που του είχε φέρει η Βαγιώ και μασούλιζε λαίμαργα, κοιτάζοντας πότε πότε, κλεφτά τους άλλους γύρω. Σε κάποια στιγμή, η μητέρα μου τόνε ρώτησε: 

-Από πού είσαι, μπάρμπα; Ο άνθρωπος δε μίλησε αμέσως. Σταμάτησε το μάσημα και σήκωσε το πρόσωπο, κοιτάζοντάς τηνε. 
- Ντόπιος; ξαναρώτησε η μητέρα μου. Με φωνή βαθιά, σα φερμένη από μάκρος, από καμιά σπηλιά, μουρμούρισε: 
-Όχι... ξωμερίτης* είμαι... 
-Και δεν έχεις φαμελιά; Δεν έχεις σπίτι; 
-'Ε, Ανθή, φτάνει, πρόσταξε ο παππούς. Ας δίνουμε του φτωχού, κι ας μη ρωτάμε. Είχαν επισημότητα τα λόγια κείνα του παππού, που καθισμένος στην πολυθρόνα του, φάνταζε μεγαλόπρεπος σαν ο Δίας ο Ξένιος. «Ας μη ρωτάμε...». Βράδιαζε πια. Η Βαγιώ άναψε την κρεμαστή λάμπα κι έφερε τους καφέδες. Ο ξένος πάστρευε το πιάτο του. Άξαφνα μέσα στη βραδινή σιγαλιά, ακούστηκε μια τουφεκιά, κι αμέσως δεύτερη και τρίτη και τέταρτη, η μια πάνω στην άλλη. Μαζί ακούστηκαν φωνές φερμένες από πέρα, άλλες από το κάστρο, το Παλαμήδι, φωνές ταραγμένες. 

Οι άντρες μας πετάχτηκαν όρθιοι, οι γυναίκες τρομαγμένες. 
- Κάτι γίνεται στο Παλαμήδι! είπε ο παππούς, ο πολύξερος. Άντρες και γυναίκες βγήκανε στο μπαλκόνι, χωρίς πια να λογαριάζουνε το κρύο. Στη δυτική τάπια του Παλαμηδιού, που είναι κατά την πόλη στραμμένη, φώτα σαλεύανε βιαστικά. Πέσανε, ακόμη τρεις τουφεκιές. Και ύστερ' από δυο στιγμές, ένα ξαφνικό σάλπισμα ξέσκισε τον παγωμένο αέρα, τρεμόσυρτο, σερτό μες στο σκοτάδι. Οι καμάρες του Ίτς Καλέ*, αντιλάλησαν τη λαχτάρα του χαλκού. Ένας ξάδελφός μου, ο Κοσμάς, που είχε κάνει και λοχίας στα ιππικά, εξήγησε: 

-Ά, το ξέρω 'γω το σάλπισμα τούτο. Κατάδικος το 'σκασε από κει πάνω! Μπήκαμε όλοι στην τραπεζαρία. Δε μιλούσε κανένας. Η σιωπή βάραινε απάνω στα πράγματα, και οι ματιές των αντρών σ' ένα κορμί, διπλωμένο μπροστά στο τζάκι... Μια δυνατή πνοή ανέμου άνοιξε τη μπαλκονόπορτα κι έσβησε τη λάμπα. Ά!... Έκαναν ξαφνιασμένες οι γυναίκες. Το αντιλάρισμα* της φωτιάς έπεφτε κοκκινωπό πάνω στον χριστουγεννιάτικο ξένο μας, τον άγνωστο, και φώτιζε τη στεγνή του όψη, τα γκρίζα γένια του... Τώρα και των γυναικών οι ματιές βάραιναν απάνω του. Σαν να κατάλαβε την αγωνία μας, ο άνθρωπος σηκώθηκε απότομα και, χωρίς να μας καληνυχτίσει, χωρίς να βγάλει άχνα, προχώρησε γρήγορα στην πόρτα, κολλητά στον τοίχο και χάθηκε σαν φάντασμα. Δεν ακούστηκε ούτε η περπατησιά του στη σκάλα... 
Στέφανος Δάφνης.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Από τα ωραιότερα διηγήματα πούχω διαβάσει για τα Χριστούγεννα...
Διήγημα γεμάτο αγάπη...γεμάτο δόσιμο....
Η αγάπη αγκαλιάζει αληθινά όλες τις ψυχές....
Ουδείς αναμάρτητος....
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 



                                    Ο ξένος των Χριστουγέννων - Στέφανος Δάφνης 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

15 Δεκεμβρίου 2015

Φώτης Κόντογλου – Παραμονή Χριστούγεννα....


Κρύο τάντανο έκανε, παραμονή Χριστούγεννα. Ο αγέρας σα να  τανε κρύα φωτιά κι έκαιγε. Μα ο κόσμος ήτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Είχε βραδιάσει κι ανάψανε τα φανάρια με το πετρόλαδο. Τα μαγαζιά στο τσαρσί φεγγοβολούσανε, γεμάτα απ  ὅλα τα καλά. Ο κόσμος μπαινόβγαινε και ψώνιζε· από το  να το μαγαζί έβγαινε, στ  ἄλλο έμπαινε. Κι όλοι χαιρετιόντανε και κουβεντιάζανε με γέλια, με χαρές.
Οι μεγάλοι καφενέδες ήτανε γεμάτοι καπνό από τον κόσμο που φουμάριζε. Ο καφενές τ  Ἀσημένιου είχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Είχε μέσα δύο σόμπες, και τα τζάμια ήτανε θαμπά, απ  ὄξω έβλεπες σαν ήσκιους τους ανθρώπους. Οι μουστερήδες είχανε βγαλμένες τις γούνες από τη ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραίοι.
Κάθε τόσο άνοιγε η πόρτα και μπαίνανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα. Άλλα μπαίνανε, άλλα βγαίνανε. Και δεν τα λέγανε μισά και μισοκούτελα, μα τα λέγανε από την αρχή ίσαμε το τέλος, με φωνές ψαλτάδικες, όχι σαν και τώρα, που λένε μοναχά πέντε λόγια μπρούμυτα κι ανάσκελα, και κείνα παράφωνα.

Αντίκρυ στον μεγάλον καφενέ τ  Ἀσημένιου ήτανε κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα και τέτοια. Ίσια-ίσια αντίκρυ στη μεγάλη πόρτα του καφενέ ήτανε ένα μικρό καφενεδάκι, το πιο φτωχικό σ  ὅλη την πολιτεία, μία ποντικότρυπα.
Ενώ ο μεγάλος ο καφενές φεγγολογούσε και τα τζάμια ήτανε θολά από τη ζέστη, η ποντικότρυπα ήτανε σκοτεινή, γιατί η λάμπα, μία λάμπα τσιμπλιασμένη, μία άναβε, μία έσβηνε, όπως έμπαινε ο χιονιάς από τα σπασμένα τζάμια της πόρτας. Η φιτιλήθρα ήτανε στραβοβιδωμένη και τσαλαπατημένη σαν το μούτρο του καφετζή, του μπαρμπα-Γιαννακού του Χατζή, το φιτίλι στραβοκομμένο, το γυαλί σπασμένο από το  να μάγουλο και στην τρύπα είχανε κολλημένο ένα κομμάτι ταραμαδόχαρτο. Βάλε με νου σου τι φως έδινε μία τέτοια λάμπα! Κάτω τα σανίδια ήτανε σάπια και τρίζανε. Στον τοίχο ήτανε κρεμασμένα δύο-τρία παμπάλαια κάντρα, καπνισμένα σαν αρχαία εικονίσματα: το  να παρίστανε τον Μέγα Πέτρο μέσα σε μία βάρκα που την έδερνε η φουρτούνα, τ  ἄλλο τον μάντη Τειρεσία που μιλούσε με τον Αγαμέμνονα, τ  ἄλλο τον Παναγή τον Κουταλιανό που πάλευε με την τίγρη.

Η πελατεία ήτανε συνέχεια με το καφενείο. Όλοι-όλοι ήτανε πεντ  – έξι γέροι σκεβρωμένοι, σαράβαλα, με κάτι τρύπιες γούνες που δεν τις έπιανε αγκίστρι. Δύο-τρεις ήτανε γιαλικάρηδες, δηλαδή είχανε καμιά σάπια βάρκα και βγάζανε θαλασσινά για μεζέδες, που τα λέγανε γιαλικά, γιατί βρίσκουνται στο γιαλό, δηλαδή στα ρηχά νερά. Οι άλλοι ήτανε φρουκαλάδες, δηλαδή κάνανε φρουκαλιές. «Ήτανε και κανένας νεροκουβαλητής και κανένας καρβουνιάρης. Να, αυτή ήτανε η πελατεία.

Ο βοριάς έμπαινε μέσα με την τρούμπα, και στριφογύριζε τη λάμπα που κρεμότανε από το μαυρισμένο ταβάνι, κι αναβόσβηνε. Από το κρύο τρέμανε οι γέροι και χουχουλίζανε τα χέρια τους, τα βάζανε κι από πάνω από το τσιγάρο, τάχα για να ζεσταθούνε.
Ο φουκαράς ο καφετζής, για να μην παγώσει, έκανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε από το τεζάκι ίσαμε την πόρτα, με την παλιογούνα ριχμένη από πάνω του και, για να δώσει κουράγιο στην πελατεία, εκεί που σουλατσάριζε, τον επίανε το σύγκρυο και χτυπούσανε τα κατωσάγονά του, κι έσφιγγε απάνω του την παλιοπατατούκα του κι έλεγε:
— Εεεέχ! Μωρέ ζεστό που είναι το καφενεδάκι μας!…
Ύστερα γύριζε κι έδειχνε τον μεγάλον καφενέ, που καπνίζανε κάργα οι σόμπες, κι έλεγε:
— Αντίκρυ, σκυλί ψοφά από το κρύο…, σκυλί ψοφά!
Ο καημένος ο μπαρμπα-Χατζής!
Απ  ὄξω περνούσε κόσμος βιαστικός, με γέλια και με χαρές. Από  δῶ κι από  κεῖ ακουγόντανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα στα μαγαζιά.
Η ώρα περνούσε κι ανάριευε σιγά-σιγά ο κόσμος. Τα μαγαζιά σφαλούσαν ένα-ένα. Μοναχά μέσα στα μπαρμπεριά ξουριζόντανε ακόμα κάτι λίγοι.
Στο τσαρσί λιγόστευε η φασαρία, μα στους μαχαλάδες γυρίζανε τα παιδιά με τα φανάρια και λέγανε τα κάλαντα στα σπίτια. Οι πόρτες ήτανε ανοιχτές, οι νοικοκυραίοι, οι νοικοκυράδες και τα παιδιά τους, όλοι ήτανε χαρούμενοι, κι υποδεχόντανε τους ψαλτάδες, και κείνοι αρχίζανε καλόφωνοι σαν χοτζάδες:


Καλήν εσπέραν, Άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ  ἀρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη…
Κι αφού ξιστορούσανε όσα λέγει το Ευαγγέλιο, τον Ιωσήφ, τους αγγέλους, τους τσομπάνηδες, τους μάγους, τον Ηρώδη, το σφάξιμο των νηπίων και την Ραχήλ που έκλαιγε τα τέκνα της, ύστερα τελειώνανε με τούτα τα λόγια:
Ιδού οπού σας είπαμεν όλην την ιστορίαν,
του Ιησού μας του Χριστού γέννησιν την αγίαν.
Και σας καλονυκτίζομεν, πέσετε κοιμηθείτε,
ολίγον ύπνον πάρετε και πάλιν σηκωθείτε.
Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθείτε,
στην εκκλησίαν τρέξατε, με προθυμίαν μπείτε.
Ν  ἀκούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν
και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν.
Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας,
ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας.
Και τον σταυρόν σας κάμετε, γευθείτε, ευφρανθείτε,
δότε και κανενός πτωχού, όστις να υστερείται.
Δότε κι εμάς τον κόπον μας, ο,τ  εἶναι ορισμός σας,
και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.
Και εις έτη πολλά.


Να παίνανε στο σπίτι με χαρά, βγαίνανε με πιο μεγάλη χαρά. Παίρνανε αρχοντικά φιλοδωρήματα από τον κουβαρντά τον νοικοκύρη, κι από τη νοικοκυρά λογιώ-λογιών γλυκά, που δεν τα τρώγανε, γιατί ακόμα δεν είχε γίνει η Λειτουργία, αλλά τα μαζεύανε μέσα σε μία καλαθιέρα.
Αβραμιαία πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οι άνθρωποι και γινήκανε σαν ξερίχια από τον πολιτισμό!

Πάνε τα καλά χρόνια!
Όλα γινόντανε όπως τα  λεγε το τραγούδι: Πέφτανε στα ζεστά τους και παίρνανε έναν ύπνο, ώσπου αρχίζανε και χτυπούσανε οι καμπάνες από τις δώδεκα εκκλησιές της χώρας. Τι γλυκόφωνες καμπάνες! Όχι σαν τις κρύες τις ευρωπαϊκές, που θαρρείς πως είναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε όλοι, βάζανε τα καλά τους, και πηγαίνανε στην εκκλησιά.

Σαν τελείωνε η Λειτουργία, γυρίζανε στα σπίτια τους. Οι δρόμοι αντιλαλούσανε από χαρούμενες φωνές. Οι πόρτες των σπιτιών ήτανε ανοιχτές και φεγγοβολούσανε. Τα τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ  ἄσπρα τραπεζομάντηλα, κι είχανε πάνω ότι βάλει ο νους σου. Φτωχοί και πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οι αρχόντοι στέλνανε απ  ὅλα στους φτωχούς. Κι αντίς να τραγουδήσουνε στα τραπέζια, ψέλνανε το Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Αφού ευφραινόντανε απ  ὅλα, πλαγιάζανε «ξέγνοιαστοι, σαν τ  ἀρνιὰ που κοιμόντανε κοντά στο παχνί, τότες που γεννήθηκε ο Χριστός, εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας.
Τώρα ας πάμε την ίδια βραδιά στην αντικρινή στεριά, που τρεμοσβήνουνε ένα-δύο μικρά φωτάκια, πέρα από το πέλαγο που βογγά από τον άγριο τον χιονιά.






 Είναι ένα μαντρί πίσω από μία ραχούλα κοντά στη θάλασσα, φυτρωμένη από πουρνάρια. Αυτό το μαντρί είναι του Γιάννη του Βλογημένου. Τα πρόβατα είναι σταλιασμένα κάτω από τη σαγιά και ακούγουνται τα κουδούνια, τιν-τιν, όπως αναχαράζουνε. Επειδή γεννάνε, οι τσομπαναραίοι παρά-φυλάγουνε και, μόλις γεννηθεί κανένα αρνί, τ  ἁρπᾶνε και το μπάζουνε στο καλύβι και το ζεσταίνουνε στη φωτιά να μην παγώσει. Απ  ὄξω φωνάζουνε οι μαννάδες. Η φωτιά ξελοχίζει και το καλύβι είναι σαν χαμάμι.

Εκεί-μέσα βρίσκουνται εξ -εφτά νοματέοι, καθισμένοι γύρω από τον σοφρά. Πρώτος είναι ο αρχιτσέλιγκας Γιάννης ο Βλογημένος, που, άμα τον δεις, θαρρείς πως βρίσκεσαι αληθινά στο μαντρί που γεννήθηκε ο Χριστός. Είναι αρχαίος άνθρωπος, αθώος, με γένια μαύρα, σαν άγιος. Τα ρούχα που φορά είναι βρακιά ανατολίτικα, στα ποδάρια του έχει τυλιγμένα πετσιά δεμένα με λαγάρες, στο σελάχι του έχει ήσκα και τσακμάκι. Κι οι άλλοι τσομπάνηδες είναι σαν τον Γιάννη, μονάχα που ο Γιάννης κάθεται με το πουκάμισο, ενώ οι άλλοι, επειδή βγαίνουνε όξω για να κοιτάζουνε τα νιογέννητα, φοράνε προβιές προβατίσιες με το μαλλί γυρισμένο από μέσα.

Αυτοί που κάθουνται στον σοφρά είναι μουσαφιραίοι. Ο ένας είναι ο Παναγής ο Στριγκάρος, κοντραμπατζής ξακουσμένος για την παλικαριά του. Είχε πάγει για κυνήγι και νυχτώθηκε στο μαντρί. Με τον Γιάννη γνωριζόντανε από χρόνια, κι είχε κοιμηθεί πολλές φορές στη στάνη. Οι άλλοι τρεις ήτανε καρβουνιάρηδες, που κάνανε κάρβουνα εκεί-κοντά. Οι άλλοι δύο ήτανε ψαράδες, ο γερο-Ψύλλος με το γιο του τον Κωσταντή.

Καθόντανε λοιπόν γύρω στο σοφρά και τρώγανε. Απάνω στο τραπέζι ήτανε κρέατα, μυτζήθρες ανάλατες, μανούρια, αγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι άλλα πουλιά του κυνηγιού.
Ο ένας ο καρβουνιάρης ήτανε από τα μπουγάζια της Πόλης, από τη Μάδυτο, κι ήξερε κι έψελνε καλά, είχε και φωνή γλυκιά και βαριά, τζουράδικη. Έψαλε το Μεγάλυνον, ψυχή μου, με τέτοιο μεράκι, που κλάψανε οι άλλοι που τον ακούγανε, κι ο Γιάννης ο Βλογημένος. Το καλύβι γίνηκε σαν εκκλησιά, έλεγες πως εκεί μέσα γεννήθηκε ο Χριστός.
Απ  ἔξω ο χιονιάς μούγκριζε και τσάκιζε τα ρουπάκια. Ο γερο-Στριγκάρος καθότανε στα σκοτεινά συλλογισμένος και μασούσε το μουστάκι του. Φορούσε μία κατσούλα από αστραχάν, μ  ὅλο που έκανε ζέστη, κι είχε χωμένη την απαλάμη του κάθε χεριού του μέσα στ  ἀνοιχτὸ μανίκι τ  ἀλλουνοῦ χεριού.

Για μία στιγμή σωπάσανε να κουβεντιάζουνε. Ο Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε το χώμα. Κούνησε κάμποσο το κεφάλι του, κι άνοιξε το στόμα του κι είπε:
Βρε παιδιά, καλά εσείς, γιορτάζετε τη χάρη Του, είσαστε καλοί άνθρωποι. Αμ εγώ, τι ψυχή θα παραδώσω, που σκότωσα καμιά κοσαριά ανθρώπους; Ακόμα και γυναίκες ξεκοίλιασα, και μωρά πράματα χάλασα!
Κανένας δε μίλησε. Ύστερ  ἀπὸ ώρα, σαν να  τανε μοναχός, ξανακούνησε το κεφάλι του κι αναστέναξε κι είπε:
«Άραγες υπάρχει Κόλαση και Παράδεισο;…
Και δάγκασε το μουστάκι του. Ξανακούνησε το κεφάλι του κι είπε μέσα στο στόμα του, σα να μιλούσε με τον εαυτό του:
Δεν μπορεί! Κάτιτις θα υπάρχει…
Και δεν ξαναμίλησε.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 Ο Φώτης Κόντογλου (1895-1962) από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας δίνει μέσα από τα αφηγήματά του τη ζωή των απλών ανθρώπων της πατρίδας του. Ο συγγραφέας, όπως γράφει ο H. Tonnet, «ζει με τη φαντασία του μαζί με τους λαϊκούς ήρωες, για τους οποίους γίνεται λόγος στους βίους των αγίων και που οι μορφές τους απεικονίζονται στους τοίχους των εκκλησιών». Στο έργο του Τ' Αϊβαλί, η πατρίδα μου, η νοσταλγική διάθεση είναι φανερή και συνδέεται άρρηκτα με τη βαθιά του πίστη στην ορθοδοξία και τη βυζαντινή παράδοση. Το ύφος του είναι απλό, λιτό, λαϊκό, γιατί ο συγγραφέας πίστευε ότι μόνο μέσα από την απλότητα στην αφήγηση επιτυγχάνεται η αυθεντικότητα. Έτσι οι ήρωές του, που θυμίζουν πρόσωπα από τους βίους αγίων και τα λαϊκά θρησκευτικά αναγνώσματα του 16ου αι., είναι άνθρωποι, απλοί, χωρίς μόρφωση, αθώοι. Η απλότητα, η αυθεντικότητα και η καλοσύνη των προσώπων αποτελούν χαρακτηριστικά στοιχεία και στο εικαστικό του έργο, αφού ο Κόντογλου διακρίθηκε ιδιαίτερα ως ζωγράφος. Άσκησε μάλιστα μεγάλη επίδραση σε σημαντικούς ομοτέχνους του, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης.

 ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γεννήθηκε στο Αϊβαλί (τις αρχαίες Κυδωνίες) στις 8 Νοεμβρίου 1895 και ήταν γιος του Νικολάου Αποστολέλλη και της Δέσποινας Κόντογλου. Νήπιο ακόμη έχασε τον πατέρα του και ανατράφηκε από τη μητέρα του και τον θείο του ιερομόναχο Στέφανο Κόντογλου. Γι' αυτό και όταν μεγάλωσε υιοθέτησε το οικογενειακό επίθετο της μητέρας του. Το συγγραφικό και εικαστικό του τάλαντο άνθισε νωρίς. Όντας μαθητής Γυμνασίου, εξέδιδε το περιοδικό «Μέλισσα» με κείμενα δικά του και των συμμαθητών του, τα οποία εικονογραφούσε ο ίδιος.
Το 1913 άφησε τη γενέθλια πόλη του και μετέβη στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών, παρότι προς στιγμήν σκέφθηκε να γίνει ναυτικός. Το κλίμα στη Σχολή δεν τον σήκωνε, αφού μεταξύ των καθηγητών του κυριαρχούσε το ακαδημαϊκό στυλ του Μονάχου, ενώ ο ίδιος ήταν φορέας άλλης αντίληψης, έχοντας γερά μέσα του ριζωμένο τον μικρασιατικό λαϊκό πολιτισμό. Το 1914 εγκατέλειψε τη Σχολή και έφυγε για την Ευρώπη. Μετά από μικρά παραμονή στη Μαδρίτη, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι.

Γρήγορα έγινε γνωστός στους εικαστικούς κύκλους της γαλλικής πρωτεύουσας, όταν τον πρόσεξε ο διάσημος γλύπτης Ογκίστ Ροντέν. Το 1916 βραβεύτηκε για την εικονογράφηση του βιβλίου του Κνουτ Χάμσουν «Η πείνα». Στο Παρίσι συνάντησε τον φίλο του και συμφοιτητή του Σπύρο Παπαλουκά, τον μετέπειτα σπουδαίο ζωγράφο. Την εποχή εκείνη έγραψε και το πρώτο του λογοτεχνικό έργο, την ιστορία του φανταστικού κουρσάρου «Πέδρο Καζάς».
Το 1919 επιστρέφει στο Αϊβαλί. Διδάσκει γαλλικά και ιστορία της τέχνης στο τοπικό παρθεναγωγείο. Παράλληλα, ιδρύει τον πνευματικό σύλλογο «Νέοι Άνθρωποι» μαζί με τους Ηλία Βενέζη και Στρατή Δούκα. Το 1921 στρατεύεται και μετέχει στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Μετά την κατάρρευση του μετώπου και την επακολουθήσασα Έξοδο του ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας, φθάνει πρόσφυγας στη Λέσβο και στη συνέχεια στην Αθήνα.

Η κυκλοφορία τού «Πέδρο Καζάς» στην Αθήνα τον επιβάλλει αμέσως στους λογοτεχνικούς κύκλους. Το βιβλίο είναι η ιστορία ενός ισπανού κουρσάρου, γραμμένη με ένα ασυνήθιστο δυναμισμό και σε μια γλώσσα γεμάτη νεύρο και παλμό, που αντλούσε άμεσα από τις λαϊκές ρίζες και τα λαϊκά βιβλία παλαιότερης εποχής. Το 1925 παντρεύεται τη συμπατριώτισσά του Μαρία Χατζηκαμπούρη και δύο χρόνια αργότερα γεννιέται η κόρη τους Δέσπω. Τα επόμενα χρόνια θα μοιράσει τον χρόνο του ανάμεσα στον χρωστήρα και τη γραφίδα, ενώ αξιόλογη είναι η θητεία του ως συντηρητή έργων τέχνης.

Το 1932 κτίζει το σπίτι του στην οδό Βιζυηνού 16 (περιοχή Πατησίων), όπου μαζί με τους μαθητές του Τσαρούχη και Εγγονόπουλο ζωγραφίζουν με νωπογραφίες ένα δωμάτιό του. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, θύμα του μαυραγοριτισμού, αναγκάζεται να το πουλήσει για ένα σακί αλεύρι και μετακομίζει με την οικογένειά του σε ένα γκαράζ. Την εποχή αυτή ο Χριστιανισμός τον απορροφά εντελώς και αποφασίζει να τον διακονήσει ολόψυχα ως λογοτέχνης και ζωγράφος.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

                                Παραμονή Χριστούγεννα- Φώτης Κόντογλου - Διαβάζει η Συνοδινού..
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

14 Δεκεμβρίου 2015

Αγάπη...λέξη μαγική...

Πόση μα πόση ανοησία άραγε ...πόση μα πόση προχειρότητα άραγε...να κρύβεις στις γιορτές σου ...Παγκόσμιες.. σαν θες εσύ και να τις ονομάζεις....?
Ξημέρωσες και σήμερα και σούπανε πως Παγκόσμια γιορτάζουν την αγάπη...
Λες και είναι ένα βάζο με γλυκό....στο ράφι κρεμασμένο....μέλι που εκεί μπροστά το τοποθέτησαν ...με φιόγκο πλουμιστό...να σου πουλήσουν....
Τι είναι η αγάπη άραγε...που σου πουλάνε μοναχά για μια ημέρα...και που εσύ θα την δεχθείς σαν δώρο μες στην καθημερινή σου τη μιζέρια....
Αναλογίστηκες άραγε ποτές...πως φτάνεις μπρος στο μονοπάτι της αγάπης ?
Πόσα εμπόδια θα πρέπει να διαβείς....και μέσα σου σαν όλα αυτά τα προσπεράσεις...την σκυταλοδρομία σου αυτή...που στο κόψιμο του νήματος...εκεί μπροστά της θα σε βγάλει ?
Πως περιμένεις με ψεύτικες...της μιας της μέρας και στιγμής τα συναισθήματα...κορμί ψυχή καρδιά και νου...εσύ σε μια Παγκόσμια σου λέει ...εσύ να τα γεμίσεις...
Μην ξεγελιέσαι μάτια μου...και την δική σου διαδρομή....με της μιας στιγμής τα δώρα της αγάπης...μην προσπαθείς να καρπωθείς και να τ' αγγίξεις...
Δουλειά θέλει καθημερινά...η αγάπη για να ανθίσει....
Θέλει τροφή και δύναμη...και αυταπάρνηση πολλές φορές...για να καρποφορήσει....
Δεν σου μιλώ...για έρωτες και για αγάπες σύντροφων...απλά ερωτικών...
Για την αγάπη σου μιλώ...που άπειρες μορφές...και άπειρα τα πρόσωπα, που μπροστά σου τα φορά...και στης ευτυχίας το μονοπάτι αυτή σε βγάζει...


Δώσε λοιπόν καθημερινά...κατέθεσε αν μπορείς κομμάτια της ψυχής σου...
Μην περιμένεις μια ...μονάχα μια ημέρα...αγάπης κι αν την λένε...να θυμηθείς...πως είσαι άνθρωπος...και μόνο αν την φορέσεις κατάσαρκα...μπορείς να επιβιώσεις....
Δεν με συγκίνησαν ποτέ οι Παγκόσμιες...και οι υποκριτικές...οι ψεύτικες...οι αγάπες που επιφανειακά...μέλι κανέλλα και βάλσαμο...για μια στιγμή και μοναχά προσφέρουν....
Για άλλες αγάπες εγώ σου μιλώ....
Για τις αγάπες τις απλές ...τις καθημερινές....τις συνεχείς τις μόνιμες...που τις καρδιές τις κάνουν να ανθίζουν....
Ξύπνα λοιπόν κάθε ένα πρωινό...κοιτάξου  στης ψυχής σου τον καθρέφτη...υπόσχεση δώσε σε αυτόν...πως τον εαυτό σου θα αγαπάς πολύ....για να μπορεί αγάπη να μοιράζει....

 Κείμενο -Σοφία Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 

Έτσι ποιητικά και στωικά σαν σκέπτονται οι άνθρωποι...φίλε μου Νικόλα....
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

                                Τι είν' αυτό που το λένε αγάπη - Ορχηστρικό Γιώργος Κατσαρός....
..............................................................................................................................................................

 

13 Δεκεμβρίου 2015

Ηλία Βενέζη, Αιολική Γη (απόσπασμα)

 

Ηλία Βενέζη, Αιολική Γη (απόσπασμα)

Το μυθιστόρημα ανασυνθέτει την ευτυχισμένη ζωή των Ελλήνων στη Μικρασία πριν την μικρασιατική καταστροφή. Το πλήθος των φανταστικών προσώπων, των εμψυχισμένων φυσικών στοιχείων, των παιδιών και των μεγάλων που συνθέτουν τον κόσμο της Αιολικής γης είναι δοσμένα από το ώριμο ύφος του συγγραφέα με μορφή παραμυθένια, με πληρότητα μαγική. Η Αιολική γη είναι το βιβλίο του χαμένου παραδείσου των παιδικών χρόνων στα παράλια της Μικρασίας και του δραματικού ξεριζώματος από τη γενέθλια γη.
Κιμιντένια
ΟΤΑΝ παραμέρισαν τα κύματα του Αιγαίου κι άρχισαν ν' αναδύονται απ' το βυθό τα βουνά της Λέσβου υγρά, στιλπνά και γαλήνια, τα κύματα είδαν ξαφνιασμένα το νησί, το νέο τους φίλο. Ήταν συνηθισμένα να ταξιδεύουν απ' τα μέρη του Κρητικού πελάγου και να σβήνουν στις ακρογιαλιές της Ανατολής, και ό,τι ξέρανε από στεριά ήταν σκληρά βουνά, κοφτοί θεόρατοι βράχοι, γη από κίτρινη πέτρα. Τούτο δω, με το νέο νησί, ήταν κάτι άλλο - ω, πόσο διαφορετικό! Γι' αυτό είπαν τα κύματα:
«Ας πάμε το μήνυμα στην πιο κοντινή γη, στη γη της Αιολίδας. Ας της πούμε για το νησί, τη νέα γη που έδεσε το φως με τη γαλήνη, για τη γραμμή και την κίνηση του που είναι τόσο ήμερη σα να έχει μέσα της τη σιωπή, ας της πούμε για το θαύμα του Αιγαίου!»
Ήρθαν τα κύματα και φέραν το μήνυμα του πελάγου στην αιολική ακτή. Ήρθαν και άλλα κύματα, κι άλλα - όλα τα κύματα. Όλα λέγαν για το παιχνίδι της γραμμής του νησιού, για το παιχνίδι της αρμονίας και της σιωπής.

Τ' άκουσαν την πρώτη μέρα τα σκληρά βουνά της Ανατολής και μείνανε αδιάφορα. Τ' άκουσαν και την άλλη, και πάλι δεν ταράχτηκαν. Όμως όταν το κακό παράγινε και κάθε στιγμή άλλο δεν ακούγανε παρά τη βουή του πελάγου να τους λέει για το θαύμα, τα βουνά παράτησαν την αταραξία τους και, περίεργα, σκύψανε πάνω απ' τα κύματα να δουν το νησί του Αιγαίου. Ζηλέψανε την αρμονία του και είπαν:
«Ας κάμουμε κ' εμείς έναν τόπο γαλήνης στη γη της Αιολίδας, που να 'ναι σαν το νησί!»
Παραμερίσανε τότε τα βουνά, τραβήχτηκαν στο βάθος, κι ο τόπος που άφησαν έγινε ο τόπος της Γαλήνης.
Τα βουνά κείνα της Ανατολής τα λένε Κιμιντένια.

ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΜΟΥ δουλέψανε σκληρά τη γη που είναι κάτω απ' τα Κιμιντένια. Όταν εγώ γεννήθηκα, ένα μεγάλο μέρος της περιοχής το όριζε η φαμίλια μας. Το χειμώνα μέναμε στην πόλη, αλλά μόλις τα χιόνια φεύγανε απ' τα Κιμιντένια κ' η γη πρασίνιζε μας έπαιρνε η μητέρα μας, όλα τ' αδέρφια μου, την Ανθίππη, την Αγάπη, την Άρτεμη, τη Λένα, εμένα, και πηγαίναμε να ζήσουμε τους μήνες του καλοκαιριού στο κτήμα, κοντά στον παππού και στη γιαγιά μας.
Η θάλασσα ήταν μακριά από κει, κι αυτό στην αρχή ήταν μεγάλη λύπη για μένα επειδή γεννήθηκα κοντά της. Στην ησυχία της γης θυμόμουν τα κύματα, τα κοχύλια και τις μέδουσες, τη μυρουδιά του σάπιου φυκιού και τα πανιά που ταξίδευαν. Δεν ήξερα να τα πω αυτά, επειδή ήμουνα πολύ μικρός. Αλλά μια μέρα η μητέρα μου βρήκε το αγόρι της πεσμένο μπρούμυτα καταγής, σα να φιλούσε το χώμα. Το αγόρι δε σάλευε, κι όταν η μητέρα πλησίασε τρομαγμένη και το σήκωσε είδε το πρόσωπο του πλημμυρισμένο στα δάκρυα. Το ρώτησε ξαφνιασμένη τι έχει, κ' εκείνο δεν ήξερε ν' αποκριθεί και δεν είπε τίποτα. Όμως μια μητέρα είναι το πιο βαθύ πλάσμα του κόσμου, κ' η δική μου, που κατάλαβε, με πήρε από τότε πολλές φορές και πήγαμε ψηλά στα Κιμιντένια, απ' όπου μπορούσα να βλέπω τη θάλασσα. Κ' ενώ εγώ αφαιριόμουνα στη μακρινή μαγεία του νερού, εκείνη δε μου μιλούσε, για να αισθάνομαι πως είμαστε μονάχοι, η θάλασσα κ' εγώ. Περνούσε πολλή ώρα έτσι, τα μάτια μου κουράζονταν να κοιτάνε και γέρναν, έγερνα κ' εγώ στη γη. Τότε τα δέντρα που με τριγύριζαν γίνονταν καράβια με ψηλά κατάρτια, τα φύλλα που θροούσαν γίνονταν πανιά, ο άνεμος ανατάραζε το χώμα, το σήκωνε σε ψηλά κύματα, τα μικρά τριζόνια και τα πουλιά ήταν χρυσόψαρα και πλέανε, κ' εγώ ταξίδευα μαζί τους.
Σαν ξυπνούσα, έβλεπα από πάνω μου τα μάτια της μητέρας μου να περιμένουν.
— Ήταν ωραία, αγόρι; με ρωτούσε χαμογελώντας γλυκά.
— Αχ, μητέρα, πάντα είναι ωραία με τη θάλασσα!

ΜΙΑ ΑΠΟ ΚΕΙΝΕΣ τις καλοκαιρινές μέρες γυρίζοντας με τη μητέρα μου απ' το «ταξίδι της θάλασσας στα Κιμιντένια», σταθήκαμε στην κοίτη ενός μικρού ποταμίου. Το ποτάμι ήταν γεμάτο καθαρό άμμο, έτρεχε όμως και λίγο νερό.
— Πώς τρέχει νερό, είπα, αφού είναι καλοκαίρι και τα Κιμιντένια δεν κατεβάζουνε νερό;
— Έλα! μου λέει η μητέρα, που είχε ζήσει όλα τα παιδικά της χρόνια στα Κιμιντένια κ' ήξερε τον τόπο καλά. Έλα να δεις!
Περπατήσαμε μες στο ποτάμι, ακολουθώντας το βαθιά στην κοιλάδα, και τότε βρήκαμε σε μια κουφάλα την πηγή απ' όπου ανάβλυζε το νερό. Έκανε πολύ δροσιά εκεί· μολοντούτο δεν είχε βρύα και πλατάνια, όπως θα 'πρεπε σε τόσο υγρό τόπο.
— Δοκίμασε το νερό, μου λέει η μητέρα μου. Να δεις τι δροσερό που είναι!
Πήρα με τη χούφτα μου και το 'φερα στα χείλια μου. Αλλά μόλις το άγγιξαν, το άφησα να χυθεί και σκούπισα τη γλώσσα μου.
— Μα αυτό είναι θάλασσα! είπα ξαφνιασμένος.
Η μητέρα μου γελούσε με πολλή χαρά. Με πήρε στην αγκαλιά της και μου είπε:
— Βλέπεις; Η θάλασσα είναι παντού!
Κι όταν έπειτα πήραμε το δρόμο του γυρισμού έγινε σοβαρή και μου εξήγησε πως όλη η περιοχή κάτω απ' τα Κιμιντένια ήταν κάποτε κακή γη, επειδή πολύ βαθιά μέσα της ζούσε η θάλασσα, έμπαινε μέσα της η θάλασσα. Και χρειάστηκε από γενιά σε γενιά ο ασταμάτητος μόχθος των ταπεινών μου προγόνων για να φύγει το νερό και να γίνουν τα δέντρα και τα κλήματα.

ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ του πάππου μου, του πατέρα της μητέρας μου, η γη πια ήταν έτοιμη κ' έγινε το υποστατικό. Απ' τη μητέρα μου έμαθα το πώς έγινε η πρώτη καλύβα, πότε η γιαγιά μου φύτεψε με τα χέρια της τον πλάτανο στην αυλή, πότε φυτέψανε τα κλήματα. Στο υποστατικό έμπαινες από μια μεγάλη πόρτα, καμωμένη με σκαλιστό ξύλο. Στη μέση ήταν μια αυλή και γύρω γύρω της, η μια χτισμένη κοντά στην άλλη, ήταν οι οικοδομές. Στα κάτω πατώματα ήταν οι αποθήκες κ' οι στάβλοι, στ' απάνω η κατοικία του παππού και της γιαγιάς μας, πλάι ο ξενώνας, και πλάι οι κατοικίες για τις γυναίκες και τους ζευγάδες που δουλεύανε στο κτήμα ολοχρονίς. Μια ξύλινη σκάλα σε ανέβαζε απ' την αυλή στο σπίτι του πάππου, κι από κει άρχιζε το ξύλινο μπαλκόνι που ένωνε κυκλικά όλα τα χτίρια. Τα παράθυρα όλα βλέπαν μες στην αυλή, και μονάχα το σπίτι του παππού είχε ένα σιδερόφραχτο παράθυρο που έβλεπε έξω, τον κόσμο τον έξω απ' τη μεγάλη πόρτα. Έτσι το υποστατικό έμοιαζε σα μοναστήρι ή σα φρούριο, καμωμένο όλο με γερή πέτρα του Σαρμουσάκ για το φόβο των ληστών. Όμως δεν είχε τίποτα απ' την ασκητική αυστηρότητα των μοναστηριών, μήτε απ' την αγριότητα των φρουρίων. Ήταν βαμμένο με γαλάζιο χρώμα.


Σ' ένα επιτούτου δωμάτιο ήταν φυλαγμένα σαν πολύτιμα πράματα τα όπλα, γκράδες και μαρτίνια και σπαθιά, όσα θα φτάνανε για ν' αρματώσουν όλους τους ζευγάδες σε ώρα ανάγκης, αν μας ρίχνονταν ληστές. Αυτό το δωμάτιο το λέγαμε το «Κίτρινο» επειδή ήταν βαμμένο με δυνατό κίτρινο χρώμα. Το δικό μας, των παιδιών, ήταν πλάι στα όπλα, κ' η γειτονία τους μας έκανε να τα συλλογιζόμαστε πολύ. Και καθώς το Κίτρινο ήταν πάντα κλειδωμένο και κανένας δεν είχε την άδεια να το ανοίξει εκτός απ' τον παππού, η φαντασία μας του έδινε μεγάλες διαστάσεις, το σχημάτιζε σα μυστικό καταφύγιο μυθικών πλασμάτων.
Τις νύχτες, όταν γινόταν ησυχία έξω, όταν τα τσακάλια πια δεν ούρλιαζαν και μονάχα τα φύλλα των δέντρων ακούγονταν που σάλευαν, κάθε άλλος σιγανότατος θόρυβος που έφτανε ως εμάς μας φαινόταν να 'ρχεται από το απαγορεμένο δωμάτιο. Τότε το ένα παιδί ξυπνούσε το άλλο.
— Άκουσες; έλεγε η μικρή Άρτεμη και μ' έσπρωχνε. Ξυπνούσα τρομαγμένος και ρωτούσα:
— Τι είναι;
— Άκου! Πλάι κάτι γίνεται! Στο Κίτρινο...
Έβαζα όλη την προσοχή κι αφουγκραζόμουν. Η γη αναπαύεται και γονιμοποιεί τους σπόρους, κι απ' το μυστικό της έργο έρχεται ένας ελάχιστος θόρυβος που μπορεί να φτάξει μονάχα σ' ένα παιδί. Οι ρίζες των δέντρων σαλεύουν στα σκοτεινά γυρεύοντας νερό να πιουν, οι φλούδες των κορμών σαλεύουν για να χυθούν οι χυμοί στους κλώνους και στα φύλλα, τα τυφλά σκουλήκια αγωνίζουνται έρημα το μικρό τους αγώνα, ένα ζαρκάδι πέρασε και χάθηκε, ένα άλλο, κυνηγημένο από μεγαλύτερο του αγρίμι, δεν μπόρεσε να περάσει στο δάσος να γλιτώσει κι ακούγεται η σπαραχτική φωνή του βαθιά, η φωνή του θανάτου. Ύστερα όλα ησυχάζουν, κ' έρχεται η Μεγάλη Σιωπή.
— Άκου!.. λέει πάλι η Άρτεμη όταν γίνεται ησυχία.
— Τσακάλι θα 'ταν και πέρασε, της λέω.
— Μα όχι! Όχι το τσακάλι! Να! Τώρα, τώρα! Κει μέσα! Άκουσε!
Τεντώνω το αυτί μου κι ανοίγω τα μάτια μου όσο μπορώ. Η καρδιά μου χτυπά με αγωνία επειδή αισθάνουμαι την ανάγκη ν' ακούσω ό,τι μπορεί ν' ακούσει εκείνη.
— Αχ! λέω τέλος απελπισμένα. Δεν ακούω τίποτε! Μονάχα τα φύλλα...
— Καημένε! Τα φύλλα. Τι λες για φύλλα! κάνει η φωνή της μες στο σκοτάδι, και ξέρω πως στα μάτια της θα λάμπει η περιφρόνηση. Μα τόσο λοιπόν μικρός είσαι;
Εγώ ήμουνα έξι χρονώ κ' εκείνη είχε κλείσει πια τα οχτώ.
Αυτό δε με πείραζε τόσο. Αλλά μου ερχόταν να κλάψω απ' το κακό μου και απ' το παράπονο επειδή η Άρτεμη ήταν κορίτσι, κ' ένα κορίτσι δε θα 'πρεπε να ξέρει πιο πολλά από ένα αγόρι. Κι όμως, να που έτσι γινόταν - αδικία πολλή ήταν στον κόσμο.
— Ό,τι θέλεις λες! της κάνω τέλος θυμωμένα. Ακούς τα φύλλα στα δέντρα και θαρρείς πως είναι στο Κίτρινο! Χμ!
— Κακομοίρη! Εγώ λέω ό,τι θέλω; διαμαρτύρεται η Άρτεμη. Δε θυμάσαι πως κ' εσύ τις προάλλες τ' άκουσες που περπατούσαν τα σπαθιά μες στο Κίτρινο και μιλούσαν με τα πιστόλια; Ακούς, να λέω, ό,τι θέλω!
Η Άρτεμη είχε δίκιο. Τις προάλλες φύσηξε πολύς αγέρας, αργά μετά τα μεσάνυχτα, κι όλο το υποστατικό σα να σάλευε. Από ψηλά, απ' τα Κιμιντένια, ερχόταν ο θρήνος των δέντρων που πάλευαν με τον άνεμο. Μήτε τα τσακάλια δεν είχαν τολμήσει να βγούνε κείνο το βράδυ απ' τις φωλιές τους, μήτε άλλα ζαρκάδια, καμιά φωνή δεν ακουγόταν. Τότες ακούσαμε το μυστικό θόρυβο που ερχόταν μεσ' από το Κίτρινο, και μείναμε κ' οι δύο σύμφωνοι, η Άρτεμη κ' εγώ, πως τα σπαθιά μιλούσαν. Λοιπόν, τώρα γιατί να μην πιστεύω;
— Εσύ όλο κοιμάσαι, αυτό είναι! συμπεραίνει η Άρτεμη, θέλοντας να εξηγήσει την αδυναμία μου. Εγώ όμως ξαγρυπνώ κ' έχω συνηθίσει τ' αυτί μου να παίρνει.
— Καλά, καλά! της λέω πάλι. Εσύ τα ξέρεις όλα! Κάθισε, λοιπόν, να ξαγρυπνάς με το σκοτάδι...
Γυρίζω στο μικρό κρεβάτι μου και κουκουλώνουμαι με το σεντόνι. Μα την ίδια στιγμή ένας καθαρός, καθαρότατος θόρυβος, ένα τικ τικ, έρχεται μες στη νύχτα απ' το μέρος του Κίτρινου.
— Τ' άκουσες επιτέλους; ψιθυρίζει στα σκοτεινά η φωνή της Άρτεμης, και θαρρώ πως τρέμει. Τ' άκουσες;
— Αχ, τ' άκουσα! μουρμουρίζω κ' εγώ με ταραχή. Τι να 'ναι;
— Τα σπαθιά ξυπνούνε..., λέει εκείνη.
Μα τότε ξυπνά κ' η Ανθίππη. Είναι η μεγαλύτερη αδερφή μας, είναι ως δώδεκα χρονώ κ' είναι η δεύτερη μητέρα μας. Πάντα της λέγαμε τα μυστικά μας.
— Τι έχετε εσείς εκεί; ρωτά σιγανά.
— Ανθίππη, άκου!.. λέει η Άρτεμη, κ' η φωνή της είναι σα να γυρεύει βοήθεια. Τα σπαθιά ξύπνησαν στο Κίτρινο!..
Η Ανθίππη ακούει κ' ύστερα λέει ατάραχη:
— Ποντίκια είναι, μην κάνετε έτσι. Κοιμηθείτε!
Την ακούμε που γυρίζει απ' το άλλο πλευρό να κοιμηθεί, σα να μην έγινε τίποτα. Σκεπάζουμαι κ' εγώ ως το κεφάλι, μα τα μάτια δεν κλείνουν. Οι θόρυβοι του δάσους, της γης, των ζαρκαδιών γίνουνται ένα, γίνουνται η παράξενη μουσική που λέει για τα παραμύθια και για τα όνειρα, λέει για τα ταξίδια των παιδιών που πάνε καβάλα σε χρυσόψαρα να βρούνε τη «Ροδοπαπούδα» με το άσπρο φόρεμα και τ' ασημένια μαλλιά και με το Μεγάλο Δράκο που φυλάει στην πόρτα της. Τα σπαθιά και τα πιστόλια στο κίτρινο δωμάτιο δεν είναι πια άγρια πλάσματα, ξύπνησαν μονάχα γιατί ζήλεψαν, θέλουν κι αυτά να καβαλικέψουν τα χρυσόψαρα, να μην είναι κλεισμένα κ' έρημα. Ανοίγουν σιγανά την πόρτα της φυλακής τους, απλώνουνε τα χέρια και ξέρουν πως, κι αν δεν είναι χρυσόψαρο, ένα μικρό καλό δελφίνι θα περιμένει να τα πάρει. Κ' ενώ τα χρυσόψαρα αρχίζουν το ταξίδι, πλέοντας μες στον αγέρα, ακούγεται πίσω τους η φωνή των σπαθιών, πάνω στο δελφίνι, που ικετεύουνε:
«Περιμένετε να 'ρθουμε! Περιμένετε να 'ρθουμε κ' εμείς στη Ροδοπαπούδα!»
«Ελάτε!» τους λέει φιλικά το μικρό αγόρι απ' το χρυσόψαρο. «Ελάτε και σας περιμένουμε!»
....................................................................................................................................................................................................................................................
Το άλλο πρωί η Ανθίππη με ρωτά:
— Ποιόν περίμενες χτες τη νύχτα;
— Εγώ περίμενα κανέναν;
— Μα ναι, κάποιον φώναζες στον ύπνο σου να 'ρθει.
Δε θυμούμαι πια τίποτα και της λέω πως θα 'ταν όνειρο.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
[…] Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα όνειρά μας.
Η γιαγιά μας κουράστηκε. Θέλει να γείρει το κεφάλι της στα στήθια του παππού, που έχει καρφωμένα πίσω τα μάτια του μπας και ξεχωρίσει τίποτα από τη στεριά, τίποτα απ' τα Κιμιντένια. Μα πια δε φαίνεται τίποτα. Η νύχτα ρούφηξε μέσα της τα σχήματα και τους όγκους.
Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε όλες τις μέρες της ζωής της. Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία. Σαν ένας βόλος να είναι κάτω από το πουκάμισο του γέροντα.
– Τι είναι αυτό εδώ; ρωτά σχεδόν αδιάφορα.
Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χώνει κάτω απ' το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.
– Τι είναι;
– Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί που έφταιξε. Δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.


– Χώμα!
Ναι, λίγο χώμα απ' τη γη τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει, στον ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.
Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντίλι όπου είναι φυλαγμένο το χώμα. Ψάχνουν κει μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς, σαν να το χαϊδεύουν. Tα μάτια τους, δακρυσμένα, στέκουν εκεί.
– Δεν είναι τίποτα λέω. Λίγο χώμα. Γη, Αιολική Γη, Γη του τόπου μου.

[πηγή: Ηλίας Βενέζης, Αιολική Γη, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1975

Η Αιολική γη θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα, αν όχι το σημαντικότερο, έργο του Ηλία Βενέζη. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στις 14 Δεκεμβρίου 1943 από τις εκδόσεις "Άλφα", με την καλλιτεχνική εκδοτική επιμέλεια του Γιάννη Σκαζίκη, σε 3.500 κοινά αντίτυπα και 400 πολυτελείας. Η συγγραφή του όμως είχε αρχίσει μερικά χρόνια πριν και συγκεκριμένα γύρω στο 1938.
Γραμμένο σε πρώτο ενικό πρόσωπο σε αυτό του το μυθιστόρημα ο Βενέζης αναφέρεται με νοσταλγία στις παιδικές του αναμνήσεις στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της Μ. Ασίας. Ο συγγραφέας γεννήθηκε και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των παιδικών του χρόνων σε αυτήν την περιοχή, έως το 1914, όταν άρχισαν οι πρώτοι διωγμοί του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε ο ίδιος και η οικογένειά του έπεσαν θύματα του διωγμού. Σε αυτό το έργο, ο Βενέζης μας παρουσιάζει έναν κόσμο αιθέριο, αγγελικό και αγνό στα Κιμιντένια βουνά της Μικράς Ασίας.
Μετά τον θάνατο του Βενέζη η Αιολική Γή κυκλοφόρησε στη Νότια Αφρική με τον τίτλο Verlange na die Hartland (1979), στην Ισπανία το 1991 (Tierra de Eolia), την Εσθονία το 1998 (Aioolia Maa). Υπάρχει και μία μετάφραση στα Ρωσικά που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 2004. Συνεχίστηκαν επίσης οι επανεκδόσεις το βιβλίου σε Γαλλία (β΄έκδοση 1974, γ΄ έκδοση 1981)  και Γερμανία (ε΄έκδοση 1992, στ΄ έκδοση 2001).
Βικιπαίδεια.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Κανείς δεν επιλέγει από μόνος του να γίνει πρόσφυγας...
Πάντα άλλοι σχεδιάζουν και εκτελούν για τους λαούς...
Από τα ωραιότερα λογοτεχνικά βιβλία που έχω διαβάσει... << η Αιολική Γη>>.
ένα βιβλίο για  όλες τις ηλικίες...για παιδιά των μεγάλων τάξεων του Δημοτικού...του Γυμνασίου...του Λυκείου...και για μεγάλα παιδιά...για όλους εσάς...
Γεμάτο αλήθειες...τρυφερότητα...μιας ζωής στρωμένης στον τόπο τους...
Μιας ζωής ανθρώπινης...με σεβασμό στην καθημερινότητα ...μιας ζωής που επιλέγεις...
Μια περιγραφή...που κυλάει σαν γάργαρο νερό...
Μοναδικός...αξιολάτρευτος για τη γραφή του ο Ηλίας Βενέζης...
Σοφία Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,






 Ηλίας Βενέζης
Συγγραφέας
Ο Ηλίας Βενέζης ήταν Έλληνας συγγραφεας, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Έγινε γνωστός για τα μυθιστορήματά του Αιολική Γη, Το νούμερο 31328 και φυλακίστηκε στις φυλακές αβέρωφ στο block C. Βικιπαίδεια
Απεβίωσε: 3 Αυγούστου 1973, Αθήνα


,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Τὸ Κε­λά­η­δη­μα τῆς Τσί­χλας - Αυτοτελές Διήγημα του Κώστα Βάρναλη.

Τὸ κε­λά­η­δη­μα τῆς τσί­χλας

ΣΙΧΛΑ τὴν πα­ρα­νο­μά­ζα­νε στὸ χω­ριὸ τὴν Ἀν­νού­λα. Κι’ ἔ­ζη­σε καὶ πέ­θα­νε Τσί­χλα.
Εἴ­τα­νε μιᾶς μπου­κιᾶς ἀν­θρω­πά­κι. Ἀ­δύ­να­τη, μὲ ψι­λὰ κα­νιά, δί­χως βά­ρος, πε­τού­με­νη. Δὲν περ­πα­τοῦ­σε – πή­δα­γε κι’ ἔ­τρε­χε.
       Ἀλ­λὰ γιὰ ποι­ό χω­ριὸ μι­λᾶ­με;
      Γιὰ ἕ­ν’ ἀ­πὸ κεῖ­να τὰ βου­νί­σια, ποὺ σκαρ­φα­λώ­νου­νε στὴν πλα­γιὰ τοῦ βου­νοῦ κ’ εἶ­ναι ὅ­λα τὰ ἴ­δια. Ὄ­μορ­φα, μὰ φτω­χὰ καὶ μί­ζε­ρα κι’ ἀ­φη­μέ­να στὴν τύ­χη τους κι ἀ­πὸ Θε­οὺς κι ἀν­θρώ­πους.
      Μιὰ ρε­μα­τιὰ στὴν κα­τη­φο­ριὰ μὲ τὶς κόκ­κι­νες ρο­δο­δάφ­νες καὶ μιὰ γι­δό­στρα­τα, ποὺ φέρ­νει μὲς ἀ­πὸ τὸ δά­σος τῶν πέφ­κων στὴν κορ­φὴ τοῦ βου­νοῦ. Τό­σο ἀ­πό­με­ρο, ξε­χα­σμέ­νο χω­ριό, ποὺ σχε­δὸν εἶ­χε κι ἀ­φτὸ ξε­χά­σει τ’ ὄ­νο­μά του.
      Δὲν τοῦ χρει­α­ζό­τα­νε, λὲς καὶ τοῦ πε­φτε βά­ρος.
      Ἀλ­λ’ ὅ­σο τοὺς λεί­που­νε τῶν μι­κρῶν ἀ­φτῶν χω­ρι­ῶν, πο­λι­τι­σμός, φρον­τί­δα καὶ χορ­τα­σιά, τό­σο τοὺς πε­ρισ­σέ­β’ ἡ ψυ­χή, ψυ­χὴ τοῦ λα­οῦ!
      Εἴ­μα­στε στὸν τε­λε­φταῖ­ο χρό­νο τῆς κα­το­χῆς.
      Τὸ χω­ριό, ποὺ λέ­με, βρι­σκό­τα­νε στὰ σύ­νο­ρα τῶν δύ­ο Ἑλ­λά­δων: τῆς λέ­φτε­ρης καὶ τῆς συ­νερ­γα­ζό­με­νης. Ἀλ­λὰ πρὸς τὰ ἐ­δῶ.
      Ἕ­να γερ­μα­νι­κὸ φυ­λά­κιο προ­σπα­θοῦ­σε μὲ τοὺς να­ζῆ­δες τοὺς δι­κούς του καὶ τοὺς τσο­λιά­δες τοὺς «δι­κούς μας» νὰ μπο­δί­ζει τὴ λε­φτε­ριὰ νὰ κα­τέ­βει ἀ­π’ τὴν κορ­φὴ τοῦ βου­νοῦ πρὸς τὰ κά­τω – στὸν κάμ­πο. Για­τὶ κεῖ ψη­λὰ στὴν κορ­φὴ τοῦ βου­νοῦ εἴ­χα­νε φω­λιά­σ’ οἱ ἀ­γω­νι­στὲς τοῦ Ἔ­θνους κι ἑ­τοι­μά­ζα­νε «κα­λὰ Χρι­στού­γεν­να» γιὰ τοὺς ἐ­χθρούς.
      Μὲ τὴν ἀ­πε­λευ­θε­ρω­τι­κὴν ἐ­πι­τρο­πὴ τοῦ χω­ριοῦ εἴ­χα­νε συ­χνὴν ἐ­πα­φή. Ἀλ­λὰ πῶς; Μέ­σον τῆς τσί­χλας. Εἴ­τα­νε κό­ρη μιᾶς φτω­χειᾶς χη­ρε­βά­με­νης τοῦ χω­ριοῦ, ποὺ ὁ ἄν­τρας της σκο­τώ­θη­κε στὴν Ἀλ­βα­νί­α. Ὀ­χτὼ μὲ δέ­κα χρο­νῶν ἡ τσί­χλα. Μὰ γε­μά­τη φω­νή, ξυ­πνά­δα καὶ μῖ­σος ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἐ­χθρῶν. Καὶ σβέλ­τη καὶ μπα­σμέ­νη στὴ ζω­ὴ —σὰν ὥ­ρι­μο πλά­σμα— κι ἀ­δεί­λια­στη.
      Κα­λὸς και­ρὸς στὰ τέ­λη τοῦ Δε­κέμ­βρη. Ἥ­λιος καὶ στέ­γνη – μὰ καὶ κρύ­ο τσου­χτε­ρό.
      Ἡ Τσί­χλα, μα­ζὶ μὲ ἄλ­λα παι­διά (τὰ σκο­λειὰ κλει­σμέ­να!) βγαί­ναν ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ χω­ριὸ σ’ ἕ­να πλά­τω­μα πρὸς τὸ ρέ­μα καὶ παί­ζα­νε μπρο­στὰ στὰ μά­τια τῶν Γερ­μα­νῶν καὶ τῶν τσο­λιά­δων.
      Παί­ζα­νε τό­πι.
      Ἡ Τσί­χλα, πά­νου στὸ φούν­τω­μα τοῦ παι­χνι­διοῦ, τί­να­ζε τὸ τό­πι ὅ­σο μπο­ροῦ­σε πι­ό­τε­ρο, νὰ τὸ φτά­σει.
      Τὸ τό­πι κυ­λοῦ­σε κά­του στὴ ρε­μα­τιὰ κι ἡ Τσί­χλα κυ­λοῦ­σε κι ἀ­φτή.
      Ὄ­χι πο­λὺ ψη­λά, μέ­σα στὸ δά­σος τὴν πε­ρι­μέ­να­νε κα­τὰ τὸ με­ση­μέ­ρι, κά­θε μέ­ρα δυ­ὸ ἀν­τάρ­τες. Τοὺς ἔ­δι­νε τὸ μή­νυ­μα γραμ­μέ­νο ἢ στο­μα­τι­κὰ τῆς ἐ­πι­τρο­πῆς καὶ ξα­να­γυρ­νοῦ­σε πί­σω λα­χα­νι­α­σμέ­νη (γιὰ νὰ μὴν ἀρ­γή­σει) μὲ τὸ τό­πι στὰ χέ­ρια!
      Ἀλ­λ’ ἀ­φτὸ τὸ τα­χτι­κὸ χά­σι­μο τῆς Τσί­χλας μέ­σα στὸ δά­σος πο­νή­ρε­ψε τοὺς «ἐ­χθροὺς» ξέ­νους καὶ δι­κούς.
      «Πρέ­πει νὰ ἰ­δοῦ­με τὶ τρέ­χει, μὲ τρό­πο – για­τὶ τὸ μω­ρὸ εἶ­ναι πο­λὺ πο­νη­ρό…».
      Ἀλ­λὰ δὲν χρει­ά­στη­κε τρό­πος. Ὁ πρό­ε­δρος τοῦ χω­ριοῦ, δε­ξὶ χέ­ρι τῶν Να­ζή­δων, ἔ­κα­νε τὴν τε­λε­φταί­α του ὑ­πη­ρε­σί­α «πρὸς τὴν Πα­τρί­δα». Τοὺς πλη­ρο­φό­ρη­σε τὶ συμ­βαί­νει.
      Ὅ­ταν τὴν ἄλ­λη μέ­ρα, πα­ρα­μο­νὴ Χρι­στου­γέν­νων, ἡ Τσί­χλα ξα­νά­κα­νε τὸ «παι­χνί­δι» της, τρέ­ξα­νε πί­σω ἀ­πὸ τὸ τό­πι Να­ζῆ­δες καὶ «δι­κοί», στα­μα­τή­σα­νε τὸ τό­πι, στα­μα­τή­σα­νε κι ἀ­φτή­νε καὶ τὴν ψά­ξα­νε.
      Βρή­κα­νε χω­μέ­νο μέ­σα στὰ μαλ­λιά της ἕ­να χαρ­τά­κι.
      «Ἔ­λα δῶ, που­λά­κι μου, τὴ ρώ­τη­σε ὁ πρό­ε­δρος. Ποι­ός σοῦ τό δω­σε τοῦ­το;»
      «Μό­νη μου τό γρα­ψα.»
      «Καὶ τί ξέ­ρεις ἐ­σὺ ἀ­πὸ τέ­τοι­α πρά­μα­τα;»
      «Ὅ­λοι μας ξέ­ρου­με.»
      «Καὶ τί ἄλ­λο “παι­χνί­δι” ξέ­ρεις;»
      «Ὅ­λα. Καὶ νὰ τρέ­χω. Καὶ νὰ πη­δῶ. Καὶ νὰ τρα­γου­δῶ. Νὰ σκαρ­φα­λώ­νω στὰ δέν­τρα, νὰ καρ­πο­λο­γῶ καὶ νὰ πιά­νω που­λά­κια στὶς φω­λι­ές τους.»
      «Γιὰ σκαρ­φά­λω­σε σ’ ἀ­φτή­νε τὴν ἐ­λιὰ νὰ σὲ ἰ­δοῦ­με;»
      Ἡ Τσί­χλα βρέ­θη­κε σ’ ἕ­να λε­πτὸ πά­νω στὸ δέν­τρο.
      «Ξέ­ρεις, εἶ­πες, νὰ τρα­γου­δᾶς. Γιὰ πές μας κα­νέ­να “σκο­πὸ” ν’ ἀ­κού­σου­με; Ὅ,τι σοῦ ἀ­ρέ­σει.»
      Κ’ ἡ Τσί­χλα μὲ λα­γα­ρὴ παι­δι­ά­στι­κη φω­νὴ κε­λά­η­δη­σε.

      «Μά­βρ’ εἶ­ν’ ἡ νύ­χτα στὰ βου­νά…» (Ἀ­φτὸ τὸ τρα­γού­δι εἴ­τα­νε τό­τες τὸ πιὸ συ­νη­θι­σμέ­νο τρα­γού­δι τῶν σκλα­βω­μέ­νων Ἑλ­λή­νων.)

      Μπαμ!, μπάμ!, μπάμ!…
      Οἱ Γερ­μα­να­ρά­δες κι οἱ τσο­λιά­δες τὴ βά­λα­νε στὸ ση­μά­δι καὶ τὴ σκο­τώ­σα­νε σὰν που­λί. Καὶ τὸ που­λὶ σω­ρι­ά­στη­κε χά­μου, μιᾶς φού­χτας σῶ­μα κι ἀ­πέ­ραν­τη ψυ­χή. Ἡ ψυ­χὴ ὅ­λης τῆς Ἑλ­λά­δας.
      Πε­ρα­σμέ­να με­σά­νυ­χτα, τὴν ὥ­ρα ποὺ οἱ καμ­πά­νες δι­α­λα­λού­σα­νε τὴ γέν­νη­ση τοῦ «Σω­τῆ­ρος», πέ­σα­νε ξαφ­νι­κὰ στὸ χω­ριὸ οἱ ἀν­τάρ­τες – καὶ να­ζῆ­δες καὶ «δι­κοὶ» κι ὁ πρό­ε­δρος πλη­ρώ­σαν μὲ τὴ ζω­ή τους τὸ ἄ­ναν­τρό τους ἔγ­κλη­μα.
      Κι ὕ­στε­ρα;
      Ὕ­στε­ρ’ ἀ­πὸ ἕ­να χρό­νο ἡ «ἐ­λευ­θε­ρί­α» εἶ­χε κυ­νη­γη­θεῖ στε­ριᾶς καὶ πε­λά­ου ἀ­π’ ὅ­λη τὴν Ἑλ­λά­δα. Ἀλ­λὰ κά­θε Χρι­στού­γεν­να, με­τὰ τὰ με­σά­νυ­χτα, οἱ χα­ρού­με­νοι ἀν­τί­λα­λοι τῆς καμ­πά­νας δὲν μπο­ρ­οῦ­νε νὰ πνί­ξου­νε τὸ θλι­βε­ρὸ κε­λά­­δη­μα τῆς Τσί­χλας καὶ τὸ κλά­μα τῆς Πα­τρί­δας…

Πηγή: Γιὰ τὴν Χι­λι­ά­κρι­βη τὴ Λευ­τε­ριά, Δι­η­γή­μα­τα τῆς Ἀν­τί­στα­σης, Πο­λι­τι­στι­κές καὶ λο­γο­τε­χνι­κὲς ἐκ­δό­σεις, Ἀθήνα, 1961.

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Κώστας Βάρναλης
«Γεννήθηκα στον Πύργο της Βουλγαρίας» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 24) δηλώνει ο ίδιος ο Βάρναλης σε μια απόπειρα αυτοβιογραφίας υπογραμμίζοντας εξ αρχής ένα σημαντικό στοιχείο της ταυτότητάς του: την ιδιότητα του Έλληνα της διασποράς. 

 
Αναθρεμμένος με το ιδανικό της Μεγάλης Ιδέας σε ένα περιβάλλον, που -αν και «δίνει την εντύπωση ελληνικής πολιτείας» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 27)- αποτελεί επισήμως από το 1886 βουλγαρικό έδαφος, ζει από τα παιδικά του χρόνια, από απόσταση αλλά με αδιάκοπη πατριωτική έξαψη, τις κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, όπως η ήττα του '97. 

 
Η Ελλάδα γίνεται η «χώρα των ονείρων του» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 57). Η φοίτησή του στα «Ζαρίφεια Διδασκαλεία» στη Φιλιππούπολη, από το 1898 και για τέσσερα χρόνια, γίνεται υπό την πίεση της οικογένειάς του να «εκμεταλλευτεί» επαγγελματικά την κλίση του στα γράμματα και σημαίνει το τέλος των δικών του παιδικών επαγγελματικών σχεδίων: να γίνει ράφτης. 
Δουλεύει ήδη ως δάσκαλος στο σχολείο του Πύργου όταν, το 1902, μια υποτροφία για σπουδές φιλολογίας του επιτρέπει να έρθει για πρώτη φορά στην Αθήνα, όπου διαπιστώνει ότι «το άσοφο και ανιστόρητο πλήθος των "ιθαγενών" της Ελλάδος μας θεωρούσε εμάς τους Έλληνες της Βουλγαρίας για Βουλγάρους! Άει πήγαινε να βρεις άκρη!» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 25).

 «Ἢ ποίηση τοῦ Βάρναλη, γράφει ὁ Μενέλαος Λουντέμης, δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στὸ στίβο χωρὶς πάρα πολλὰ γυμνάσματα καὶ δοκιμὲς καὶ περιπλανήσεις στοὺς λειμῶνες τῶν ἀσφόδελων. Μ᾿ ἄλλα λόγια, χωρὶς αὐτὲς τὶς πεισιθάνατες κραυγὲς ποὺ ἔβγαζαν ὅλοι οἱ λυρικοί του καιροῦ του. Ὄχι. Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα ποὔπεσε μὲς στὰ στεκούμενα νερὰ τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ».

 

ΠΗΓΗ : ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ.

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

                                  Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΥΡ ΜΕΝΤΙΟΥ





                                 Η μπαλάντα του Κυρ Μέντιου - Νίκος Ξυλούρης..

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 


12 Δεκεμβρίου 2015

Τα Ψεύτικα τα Λόγια τα Μεγάλα....



Δεν είναι που θέλω απαισιόδοξα να σκέφτομαι...όχι δεν είναι αυτό και ούτε και στη δική μου φορεσιά ταιριάζει....
Μα έρχονται μέρες , ώρες, καταστάσεις δύσκολες, που η αμφισβήτηση γι' αυτά που έμαθες , που κουβαλάς, που σ' έκαναν να μοιάζεις άτρωτος ,αγέρωχος και δυνατός, την ψυχή μα και τον νου σου κυριεύει...και τότε να βάλεις τάξη στο μυαλό σου προσπαθείς...και με τα όρια της ψυχραιμίας σου να αναμετρηθείς....
Ποτέ μου δεν μου άρεσε το μίζερο , μεμψίμοιρο,των διαδρόμων το κουτσομπολιό...που τα προβλήματα,απλά τα διογκώνει και τα μεγαλώνει...
Είναι όμως κάποια πράγματα στα μάτια σου μπροστά , που να τα προσπεράσεις έτσι ασχολίαστα και αδιάφορα, ποτέ σου δεν μπορείς...
Δείχνεις συχνά πυκνά , εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, το χέρι τους απλώνεις και μαζί τους μια πορεία δημιουργική διαλέγεις να ακολουθήσεις ,να διαβείς μονάχος καθώς είναι δύσκολο, παράδεισους να ψάχνεις...

Και δεν μιλώ μονάχα για αυτούς που διάλεξες , αυτούς που πήρες απ' το χέρι ,στην καθημερινή, την προσωπική σου τη  ζωή να πορευθείς...
Μιλώ για τους ανθρώπους που εμπιστεύτηκες. που νόμισες. που διάλεξες, που τους έδωσες το δικαίωμα για σε να αποφασίζουν, για τη ζωή σου καθημερινά να παλεύουν με τους νόμους και σε καλύτερη τροχιά τον κόσμο σου να φέρνουν...
Μα αυτοί χρόνια τώρα αποδείχθηκαν ανάξιοι, κι εσύ πάντα προδομένος...
Σού έταξαν, σου υποσχέθηκαν, σου χαμογέλασαν , με πλαστικά χαμόγελα που την καρδιά σου , σαν δεν το υποψιάστηκες , με ζεστασιά και ελπίδα τη γεμίσαν...
Μα πόσο ψέμμα να αντέξει και να καταπιεί μονάχη μια καρδια ?
Πόσο να αντέξειστα αραδιασμένα σου τα ψέμματα μπροστά και να μην σπάσει...  να  ραγίσει ?
Μπροστά της και απροκάλυπτα, οι κυβερνώντες τούτοι εδώ, το ψέμμα  για γλυκό χαπάκι σου σερβίρουν.

Βολεύονται, αλυχτούν, τρέχουν σαν τα αδέσποτα σκυλιά...ένα ξεροκόκκαλο ακόμα ,στην άδεια τους ψυχή να το προσθέσουν...
Για σας μιλώ, τα  αδέλφια μου.... αριστερά που λέγατε πως σκέφτεστε....
Λες κι έχει από αιώνες το δίκαιο του ανθρώπου γνώση...από αριστερές η δεξιές στροφές.....
Το δίκαιο μόνο δικαίωση ζητά...και από στροφές δεν ξέρει.....
Κι ενώ η τσέπη τους άδεια ποτέ δεν ήταν, γιατί πάντα εδώ στη χώρα μου, οι πλούσιοι είθισται και να μας κυβερνάνε ή τα διαπλεκόμενα συμφέροντα, τις σάρκες μας να ροκανίζουν και να γδέρνουν, αχόρταγοι , άρπαγες, εγωιστές, κατώτεροι των περιστάσεων, ανθρωπάκια της βολεψιάς, θλίψη και φόβο και απελπισιά στους γύρω τους σκορπούν.
Αφήνουνε ανεξέλεγκτους ,ανίκανους ,αγράμματους, επιχειρηματίες της δεκάρας μιας της μόρφωσης και της Παιδείας νυχτωμένοι μακριά, τα ηνία της καθημερτινής ζωής ανθρώπων να κρατούν...

Όχι δεν αντέχεται αυτό...και πάλι στο ίδιο έργο θεατές, εμείς να είμαστε και άπραγοι να παρακολουθούμε...
Βολεψάκηδες κι αυτοί, τα τομάρια τους κοιτάνε να βολέψουν..
Και ούτε τσίπα ούτε ντροπή για τις επιλογές τους...
Βολεύουν τις γυναίκες τους στα Πανεπιστήμια και πανεπιστημιακούς τις χρήζουν...λες και στον τόπο τούτο δω, άλλα μυαλά καλύτερα με επλούσιες περγαμηνές, εκεί έξω , δεν υπάρχουν...
Ντροπή και αίσχος και όνειδος μονάχα σας ταιριάζει...που μετανάστες σπρώχνετε τα όνειρα λαμπρών μυαλών... να ταξιδέψουν και να γίνουν...
Λόγια σκορπίσατε πολλά μα όλα φούσκες έμοιαζαν και στα κεφάλια μας..σαν πέτρες επροσγειωθήκαν...


Κι έρχεται η ώρα μέσα σου να αναρωτηθείς για άλλη μια φορά, αν για όλα αυτά που εσύ προσπάθησες, θυσίασες ώρες ατέλειωτες ,νόμισες πως κατέκτησες, χάρηκες και λυπήθηκες, για αποτυχίες και επιτυχίες...αν όλα αυτά χαμένα , που τα σκόρπισε ο αέρας της ψευτιάς της φτήνιας ,του εγωκεντρισμού, της αρπαχτής και του συμφέροντος, παρανάλωμα της φωτιάς γινήκαν...



Είναι κάποιες φορές που σκέφτομαι έντονα...από που αρχίζει η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο...και αναρωτιέμαι και θλίβομαι συγχρόνως...
Πάντα και πάντοτε η ίδια απάντηση στο νου μου τριγυρνά....
Όλοι να πάρουν από σένα πάντα σου ζητούν...χωρίς να θέλουν ίσο μερίδιο κι αυτοί να καταθέσουν...
Σαν είσαι ένα μικρό παιδί...ακόμα και μέσα στο ίδιο σου το σπίτι έρχονται στιγμές...που σου ζητούν , τις ίδιες τις δυνάμεις σου να υπερβείς...για να φανείς αντάξιος στις προσδοκίες τις μεγάλες των γονιών σου...

Κι ύστερα σαν τα χρόνια σου περνούν και στην αρένα της ζωής θα βγείς...και να αντιμετωπίσεις τις προκλήσεις της θα προσπαθήσεις...θωρακισμένος σαν σου φαίνεται πως είσαι...πάλι μπροστά στα αδιέξοδα και στα κενά σου θα βρεθείς... 
Σε πρόδωσαν πάλι και ξανά και άνθρωποι και ειθύνοντες και αληταράδες υποσχόμενοι, 
μεσσίες της Αριστεράς...με ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα...υποκριτές και συμφεροντολόγοι, άρπαγες ψυχών , ζωών  ,χαράς και γέλιου των ανθρώπων...
Μα πρέπει για άλλη μια φορά, μέσα σου να σκύψεις πάλι εσύ βαθιά , κι από τη δική σου την δεξαμενή  νεράκι να αντλήσεις....
Τώρα τους ξέρεις και τους έμαθες...πως το ποτήρι αυτοί με το νερό ...ποτέ εις το δικό σου στόμα δεν προσφέρουν....
Αυτοπροσδιορίζονται..δίνουν τίτλους στους εαυτούς τους και καταλαμβάνουν θέσεις... βολεύουν τις γυναίκες τους ,τα παιδιά τους....και λυμαίνονται το δίκαιο του λαού....
Σαν νάναι οι μοναδικοί πολίτες πρώτης κατηγορίας... μέσα στον τόπο τούτο....
Συναναστρέφονται ανόητες ...φαντασιόπληκτες...νεόπλουτες κυρίες...και μας παρουσιάζουν μια ζωή σε life style...ως νάναι σταρ του Σινεμά....
Διεκδικούνε τίτλους Πανεπιστημιακούς...για να διδάξουν απορώ ...άραγε τι να μεταλαμπαδεύσουν εις τους νέους ?
Ας αναλογιστούν λοιπόν....τι πράττουν...
Ο Φρανκ Σινάτρα είπε : Εγώ θα ζω μέχρι να πεθάνω...
Εσείς κύριοι ζείτε ή περιφέρεσθε ?

(Κείμενο- Τα Ψεύτικα τα Λόγια τα Μεγάλα )
της Σοφίας Θεοδοσιάδη - εκπαιδευτικού.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 Ο Νίκος Γκάτσος -σε τηλέφωνο- απαγγέλει και τραγουδά ο ίδιος "Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα" πολύ πριν την ενορχήστρωση, με συνοδεία Κώστα Φέρρη και στο πιάνο ο Σταύρος Ξαρχάκος.

 

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ: Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα (ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ)

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

11 Δεκεμβρίου 2015

Παγκόσμια Ημέρα για το Παιδί.....


ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ ΑΓΟΡΙ Μην κλαις αγόρι γοερά
το δάκρυ σου πληγώνει τη Γη
που απορροφά κάθε σταγόνα ευλαβικά.
Οι άνθρωποι είναι αδιάβροχοι
σκληροί & γρανιτένιοι.
Δε νοιώθουν τα συναισθήματα
που κρύβονται στα δάκρυά σου.
~
Μη βλέποντας την αγωνία που ζωγραφίζεται
στο παιδικό φοβισμένο πρόσωπο.
Μη βλέποντας το τρέμουλο
στο παιδικό βασανισμένο κορμάκι.
Μη βλέποντας το άδειο χεράκι
που δεν ανοίγει η αθώα σου αξιοπρέπεια.
Σε προσπερνούν...
~
Θα έρθει η ώρα
που θα χύσουν καυτό δάκρυ.
Ίσως τότε θυμηθούν
το αγόρι που προσπέρασαν αδιάφορα
κάποια στιγμή στην αγχωμένη ζωή τους
και τότε θα αισθανθούν τον πόνο σου.
Ίσως τότε να ξαναγίνουν... Άνθρωποι.


 (Ελένη Ιωάννου) «Για τα παιδιά του κόσμου»
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


Aπόσπασμα από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, "Αναφυλλητό".
------------------------------------------------------------------------------
Τα παιδιά θέλουν παπούτσια
τα παιδιά θέλουν ψωμί
θέλουνε και φάρμακα
δούλεψε και συ.
Γέλα κλαίγε κι όλο λέγε
το παιδί: ζωή.
Τίποτ’ άλλο, Ζωή.
Ζύμωνε στη σκάφη
πρώτο σου ζυμάρι, πρώτο σου ψωμί
ένα καλυβάκι μια μικρούλα αυλή
για το παιδί.

Ζύμωνε το χώμα
με το δάκρυ δάκρυ
φτιάξε ένα χωμάτινο πουλί
να πετάει τη νύχτα
και να κελαηδεί
για το παιδί.
Τούτη είναι η ζωή μας
τούτο το μεγάλο, τίποτ’ άλλο
γέλα κλάψε, πες ό,τι θες
Το παιδί ζωή: ζωή
τίποτ’ άλλο!



Απλά , ήρεμα, στωικά, χωρίς φανφαρονισμούς και μεγαλοστομίες. όχι μια μέρα, μα κάθε μέρα, ας σταθούμε απέναντι στο παιδί.
Η αγάπη , η ελευθερία, το όνειρο που θα μεταλαμπαδεύσουμε στο παιδί, αυτό , αυτό θα κάνει τον κόσμο καλύτερο.....*
Ευτυχισμένα παιδιά = καλλιεργημένοι πολίτες... που προχωράνε τον κόσμο...

Σοφία Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Αφιερωμένο στα παιδιά όλου του κόσμου ....
Όλα τα παιδιά, αυτά που πρωτοβλέπουν το φως, τα παιδιά που μεγαλώνουν σε έναν τρελλαμένο κόσμο, μα και τα μεγάλα παιδιά, που κρύβουν καλά μέσα τους το παιδί...
Το παιδί που ονειρεύεται, το παιδί που ελπίζει , το παιδί που είναι το νήμα για την συνέχεια της ανθρωπότητας....
Σοφία Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

                                    Κάποτε θα 'ρθουν να σου πουν- Παύλος Σιδηρόπουλος..


,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


Πως να κρυφτείς από τα παιδιά - Διονύσης Σαββόπουλος.

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,