22 Μαΐου 2019

''Και συλλαβίζοντας τις Άνοιξες''...

Και συλλαβίζοντας τις Άνοιξες..
ως τα σκαλιά της πόρτας μου
του νου μου θα συρθώ..
Θα συλλαβίσω ό,τι αγκάλιασα απ' το χάραμα..
ό,τι με πόνεσε..με πλήγωσε..μου χαμογέλασε..
θα συλλαβίσω την ασχήμια και την ομορφιά..
όση χωράει μέσα σε λέξεις..

Θα τις στολίσω πια τις λέξεις μου ..
θα τις κεντήσω καλλιγραφικά..
μήπως και σώσω την ψυχή τους..
μήπως κι εγώ μαζί μ' αυτές τολμήσω 
και σωθώ...
Θα ζωγραφίσω με πινέλλα ολοκαίνουρια..
λέξεις της Άνοιξης να μοιάζουν..
στιχάκια που αγκαλιάζουνε τα αισθήματα..
μήπως τα μάτια μου αντέξουν να κοιτούνε..
Βάρυνε ο κόσμος πα στα βλέφαρα..
τα χέρια θα απλώσω δε θα φοβηθώ..
να κόψω..
να μυρίσω το φλισκούνι κι άγρια μέντα..

Τελειώνει τούτη η Άνοιξη..
λερά τα σύρματα και οι απλώστρες
πα στα λιακωτά της Γης.. 
μέσα στους κάμπους της μικρής μας της ζωής..
χέρι δε βρέθηκε να γίνει γυαλιστής..
στις πόλεις..στις ψυχές ..στα ηλιοστάσια..
 δεν επρολάβανε οι άνθρωποι..
τα ρούχα τα χρωματιστά..στον ήλιο να στεγνώσουν..
Το 'χα συνήθειο  από παιδί..
στης κατακόμβης μου της σκέψης μου του νου..
στα σκοτεινά της κατερχόμενη
Άνοιξες να προσμένω...

''Και συλλαβίζοντας τις Άνοιξες'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

20 Μαΐου 2019

''Ο γέροντας ο άνθρωπος''...

φωτο : από το διαδίκτυο
Γέμιζε τις σελίδες του..

στιχάκια ..ονείρατα..
εκκλήσεις παριόντων ηδονών..
ο γέροντας..........
στο οδοιπορικό της μνήμης άσβεστη 
η φλόγα της ψυχής του...
Φύτευε νούφαρα στις όχθες απ' τις λίμνες του
στης ξηρασίας πάλευε..ρίζες να αναφυτρώσει...
άγριοι ανέμοι των καιρών..λάθη του παρελθόντος..
οι σκελετοί μες στο ερμάρι της ψυχής..
ασπόριαστοι..δε ρίζωναν στα νούφαρα..
θολώνανε τα πράσινα νερά..
γίνονταν λίμνες τοξικές..
στο άτολμο..στο άμοιρο κορμί του...
σαράκι εκατέτρωγε τα σωθικά..
εις το ξεθώριασμα του μύθου...
Στιγμές αλλόκοτες..ασφυκτιών
ο γέροντας ο άνθρωπος.......
στης αναπόλησης της επανάστασης
ντύνεται Δον - Κιχώτης..
χτίζει έρωτες στους ανεμόμυλους..
διόλου συλλογιζάμενος..ον
αφιλόξενος ο ζέφυρος..ο αρνητής..
βλάστησης γέννα υπόσχεσης δεν κουβαλεί
λυσσομανά ο βοριάς του παρελθόντος...
Βαρύς στους ώμους ο σταυρός...
ένα μοιρολόι αδιάκοπο..
η μύτη στον κονδυλοφόρο του
πίνακες ζωγραφίζει..
Αφέθη ο γέρος μες στις καλαμιές..
ονείρατα με νούφαρα στα βλέφαρα..
μ' ένα σπασμένο δίκανο..
χωρίς σκυλί..φυσέκια και αρματωσιά..
καρτέρι να τους στήνει..
εγλίστρησε η επένδυση του έρωτα
καθώς ο δυστυχής εβάφτιζε..
τον έρωτα..ανάγκην συνηθείας..
μιας λίμνης σιδερόφραχτης
η πόρτα στης ψυχής..της φυλακής του...

'' Ο γέροντας ο άνθρωπος'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη..
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,  

19 Μαΐου 2019

Καλωσύνη στις λυκοποριές - Οδυσσέας Ελύτης...1943

Κι όταν φυσήξει απ’ τα βουνά της ερημιάς η γιάμπολη
Σταλάζοντας πικρά στην υπνωμένη γης
ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου

ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου
Σε βάτους που έφτυσαν φωτιά και τώρα κρυώνουν
Σε δέντρα που ματώσαν, σ’ ερημοκκλησιές που ράισαν
Σε μοναξιές απέραντες μαρμαρωμένου ανέμου
Σε φέγγη που ανατρίχιασαν ένα αθώο κορμί
Σ’ αγκάθια που φαρμάκωσαν ένα φεγγάρι
ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου
Στις σπαραγμένες σάρκες του γκρεμού
Στά ρίγη που κρυστάλλωσαν τις αγωνίες του λόγγου
για μια στερνή φορά
Φωνάζω
ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου....


 Καλωσύνη στις λυκοποριές ( απόσπασμα) - Οδυσσέας Ελύτης...1943
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


 Καλωσύνη στις λυκοποριές - Οδυσσέας Ελύτης...1943


Ποίηση ἄγουρο νεράντζι μου
Κάτω ἀπὸ τοὺς καταράχτες τοῦ ἥλιου
Ἰριδίζοντας
Ἕνα μεσημέρι
Ἡ καρδιά μου ἀκόμα γαλανή
Ἀπ᾿ τὸ τρέξιμο στὴν ἄμμο καὶ τὸν ἔρωτα
Ἔτρεμε
Ἀλλὰ τὰ πουλιὰ στὸ ρέμμα τ᾿ οὐρανοῦ
Ἔβλεπαν κιόλας ν᾿ ἀνεβαίνει ἕνα ἀκέφαλο ἄλογο
Χύνοντας ἀπ᾿ τὸν ἀδειανὸ λαιμό του μαῦρα φύκια

Κοῦροι ἀπὸ τὸν Προφητηλία ψηλά
Δαιμονισμένα χτυποῦσαν τὶς καμπάνες
Κι ἡ μνήμη σὰν πουνέντες ἔμπαζε
Βουητὸ καὶ θάλασσα
Στὴ μεγάλη ἀσβεστωμένη κάμαρα
Μὲ τὰ δυὸ καρυοφύλλια.

Ἐκεῖ τὸ ξύλινο τραπέζι μὲ τὰ κίτρινα λουλούδια
Τὸ ψωμὶ ἀνοιχτὸ σὰν εὐαγγέλιο
Ἡ φωνή, τὰ μαλλιὰ τῆς Ἑλένης.

Τ᾿ ἄφησα
                   στέκομουν ὀρθός
                                                     εἶχε σημάνει ἡ ὥρα
Ν᾿ ἀναβρύσει ἀπὸ τὸ πλευρὸ τοῦ ἀνθρώπου τὸ αἷμα

Τρεῖς φορές αὐτὸς νὰ τ᾿ ἀρνηθεῖ
Καὶ τρεῖς φορές ἐκεῖνο ν᾿ ἀληθέψει
Τρεῖς φορές νὰ τὸ δῶ καὶ νὰ πῶ
                                                                τρεῖς φορές
Τινάζοντας ψηλὰ
Σὰν ἀπ᾿ τὸν ἅδη τῆς φωνῆς ἑνὸς ἀπελπισμένου:

Ἔχτρα στὰ μάτια κύτταξέ με
Βγαίνω μὲ τὰ δικά σου τ᾿ ἄρματα
Ἡ Καλωσύνη ἐδῶ ποὺ βρέθηκε μές στὶς λυκοποριές
Πρέπει νἄχει μπαροῦτι στὸ σελλάχι της
Καὶ νὰ δαγκάνει κάμες.
II

Τώρα κρατήσου ἀπ᾿ τὰ σκοινιὰ τῆς θύελλας
Πές μου ποιὸς εἶμαι νὰ σοῦ πῶ ποιὸς εἶσαι

Εἶσαι καλός, εἶσαι ἄνθρωπος, ἔχεις μεγαλώσει
Μὲ πετεινούς, χρυσόμυιγες, γοβιούς, γεράνια
Σὲ μιὰν αὐλὴ μικρὴ ποὺ τὴν κουνοῦσε ἡ θάλασσα
Πέρα-δῶθε
Θυμᾶσαι
Μιὰν αὐλὴ ποὺ μεγάλωνε, χωροῦσε λόφους, κάμπους
Ποτάμια, κερασιές, καμπαναριά,
Βρακουλάδες ποὺ ἔρριχναν φωτιὰ τοῦ Τούρκου
Τὸν καιρὸ ποὺ ἡ μητέρα σου ἦταν
Σὰν μιὰ Παναγιὰ μικρή
Θυμᾶσαι

Ἡ ἁπλὴ ζωὴ πιὸ πλούσια
Κι ἀπὸ δάγκαμα σύκου πλάι σὲ φίλο, πιὸ σεμνή
Κι ἀπὸ λόγο πουλιοῦ σὲ δέντρων ἐκκλησίασμα
Νύχτα-μέρα κρατοῦσε τὸν κανόνα
Θυμᾶσαι
Μέρα-νύχτα πιὸ γλυκιὰ ἡ φωνή σου
Σὰν ἀχτίδα μές στὰ νέα λεμόνια ἔλαμπε
Κι ἡ καρδιά σου ἡ ἀθώα
μέσα στοῦ γλαυκοῦ βυθοῦ τὸν οὐρανό
Σὰν ἄστρο

Εἶσαι καλός, ἔχεις πηδήξει πάνω ἀπὸ φωτιές
Ἔχεις χαϊδέψει
Στὸ χνούδι τοῦ νεροῦ νησιὰ παιδόπουλα
Νέος στὰ χώματά τους ἔχεις δεῖ
Μιὰ κόρη ἀπὸ ἀλαφρόπετρα καὶ αὐγὴ
Νὰ χαράζει σὲ φλούδα δεσπολιᾶς τὸ πρῶτο γράμμα σου.

Χτύπα γι᾿ αὐτὰ τὰ τίμια καὶ τ᾿ ἀγαθά
Ἡ ζωὴ γι᾿ αὐτὰ δὲ θὰ χαθεῖ ποτέ της
Χτύπα ἀπὸ τὰ μάτια σου ν᾿ ἀντιλαμπίσει
Τὸ μαρμαρένιο σπίτι
Ποὔχει ψηλὰ στὴ στέγη
Τοῦ κατακλυσμοῦ τὸ πρῶτο περιστέρι
Γύρω-γύρω περβόλια μὲ νερά
Τῆς Ὑπομονῆς τὸ χάλκινο ἄγαλμα στὴν εἴσοδο
Καὶ βαθιὰ στὸ κελλάρι
Τὴ σοδειὰ τῆς φυλῆς
Θησαυρισμένη ὅπως τὸ λάδι
Σ᾿ ἕνα πιθάρι πατρογονικό, γαλήνιο.
ΙΙΙ

Ἡ ὥρα τρεῖς τῆς πίκρας μέσα στὴ μαύρη πολιτεία
Δοῦλοι παζαρεύουν τὴ βροχή, τὰ δέντρα
Τὸν ἥλιο παραλυτικὸ μέσα στὸ καροτσάκι

Στοὺς στενοὺς βρώμικους δρόμους
Πυροβολοῦν μὲ τὸ μυαλό τους οἱ ἄνθρωποι

Ματώνοντας τὰ σύρματα
Κρυφὰ ἀπ᾿ τὰ τσομπανόσκυλα τοῦ φεγγαριοῦ
Τὰ πόδια σου γλυστροῦν
Στὰ βοῦρλα
Μὲς στὶς καλαμιὲς καὶ τὰ φαρμακερὰ νερά
Ἐκεῖ ποὺ μάχεται ὁ φονηάς τὸ χτύπο τῆς καρδιᾶς του
Κι ἡ σκέψη παγωμένη στέκεται στὸν ἀέρα

Ἡ ὥρα τρεῖς τῆς πίκρας
Ὅταν τὰ δέντρα μοιάζουν στῶν ἀρρώστων
Τὴ στερνὴ χαροπαλαιματιά
Κι ἕνας ἄγγελος μόνος του ὀνειρεύεται
Σὰν γκιώνης
Μὲς στὸν ἔρημο κάμπο
Ἡ ζωὴ ἀχνὰ μὴ στενάξει πιά

Ἡ ὥρα τρεῖς τῆς πίκρας
- Ἂχ ἡ ζωὴ νὰ μὴ στενάξει πιά
Τὰ χέρια σου
Τὰ βασανισμένα χέρια σου
Ποὺ δίνουν ξάφνου μιὰ τῆς σκοτεινιᾶς
Ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου
Νὰ χλιμιντρήσει κορωμένος ὁ ἄνεμος
Ν᾿ ἀστράψει ὁ πόθος Λουμπαρδιάρης

Νὰ ροβολήσει ἀπ᾿ τὰ ψηλὰ βουνά
Ψάλλοντας τὴν ἀγάπη
Ἕνα ἔθνος ὀξιές
Μὲ τὴν ὑγεία τῆς καταιγίδας στὶς σημαῖες του.
IV

Ἀκούγεται ἀπὸ τὴν περπατηξιά σου ἡ δόξα
Ὅπως ἀκούγεται ἀπ᾿ τὸ βρόντημα τοῦ μπρούντζου ὁ ἥλιος
Μελαψὸ παλληκάρι
Ποὺ ἀκουμπᾶς ἐπάνω στὴν Ἑλλάδα
Μὲ τὸ κουράγιο ποὺ ἀκουμπάει στὴ μπόρα τὸ ἔλατο
Καὶ σοῦ πᾶν οἱ αἰῶνες ὅπως τῆς πάει τῆς ἀντρειᾶς
Τὸ λουλούδι στὰ δόντια καὶ τὸ μπὰμ
Τῆς πιστολιᾶς

Πέρασαν μές στὴ μνήμη σου μῆνες ἀνέμων
Ἡ φωνή σου σκοτείνιασε σὰν δρυμός
Εἶδες κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια σου νὰ ξεκοιλιάζουνται ἄλογα
Δάση νὰ τρῶν φωτιὲς ἀνθρώπους ἄνθρωπο

Εἶδες μιὰ πέτρα τρυπημένη ἀπὸ κραυγὴ θανάτου
Νὰ σηκώνει τὴ σκιά της τέρας
Μιὰ γυναίκα μὲ ράμφος καὶ φτερά
Νὰ σπαράζει δείχνοντας ψηλά
Τὸ φεγγάρι στὸ στόμα τῆς φοβέρας

Τίποτα σύ! Μὲς στὴν καρδιὰ τοῦ χρόνου
Ζώνεσαι γύρω σου τὸ διάστημα
Μέσα στὴ χώρα τώρα ποὺ ὀνειρεύομαι
Λές, ἡ ματιὰ τοῦ ἀρνιοῦ σκοτώνει τὰ τσακάλια,
Μέσα στὴ χώρα τώρα ποὺ ὀνειρεύεσαι
Μελαψὸ παλληκάρι
Λέω: Ἡ ἐλπίδα τὄφτασε τὸ μπόι τῆς κορασιᾶς
Εἶν᾿ ἕτοιμη ἡ καρδιὰ τοῦ ἀντρὸς νὰ μαχαιρώσει ἀτσάλι

Κύττα: σελλώνει ὁ ἄνεμος τὰ ὄνειρα
Σπίθες πετοῦν τὰ πέταλα στὸ πυρρὸ νέφος
Ἡ μέρα ὅπου καὶ νἆναι μὲ λούλουδα μηλιᾶς
Θὰ βγεῖ νὰ σεργιανίσει πάλι στὸ ἀρχιπέλαγος!
V

Σφίξε στὰ χέρια σου μιὰ νίκη ποὺ δὲν ἦρθε ἀκόμα
Στὰ δόντια σου τὸ ὑστερικὸ φάντασμα τῆς φωτιᾶς
Μὲ τὰ κλαριὰ ποὺ ἕνα κοράλλι ξέχασε
Ν᾿ ἀνάβουνε ἀπὸ τὴ γητειὰ τοῦ παραδείσου

Σκέψου τὸ αὐγὸ ποὺ οἱ μέρες σου οἱ αὐριανὲς κλωσσᾶνε
Τὸ ἄστρο ποὺ ἡ νύχτα ἐξόρισε ἀπὸ τὸ στῆθος σου
Γιὰ νὰ τὸ πεθάνει

Σφίξε στὰ σπάργανα τοῦ Γεναριοῦ ὅπου κρύβεται τὸ μίσος
Καὶ τὸ δικό σου ἀδικοσκοτωμένο πόθο
Τὴ μιλιὰ ποὺ δὲ βρῆκε τὸ γενναῖο της στόμα
Τὸ χτικιὸ τῆς ἀγάπης σου
                                                    Γιατὶ δὲν ἦρθε ἀκόμα

Ἡ ὥρα νὰ μπεῖ στὸ κάθε πράγμα ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς
Νὰ συνεπάρει τὰ σπαρτὰ μιὰ τραμουντάνα ὑγείας
Νὰ πιεῖ ὁ χυμὸς τῆς θύμησης τὸ θελκτικό του μέλλον
Ν᾿ ἀνθοβολήσουν κερασιὲς μὲς στὰ σγουρὰ μαλλιά
Νὰ καταργήσει ὁ λόγος τὸ χρυσάφι.
VI

Χτύπα τὴν πόρτα στὴν καρδιὰ τῆς τυχερῆς σου μέρας
Φώναξε δυνατὰ τὸν ἥλιο
Ἄντρα, θυμήσου τὴ γενιά σου
Πάρε τὸ ὕφος τοῦ βουνοῦ
Ποὺ καμαρώνει μέσα στὶς κοιλάδες
Τὴν κόψη τοῦ κυπαρισσιοῦ

Ὅταν ὁρίζει ἕνα κατακόκκινο ἄστρο Ἀντάρη
Ἐπαναστάτη
Σὲ νύχτες ποὺ ἔσυρε ὁ νοτιάς μέσ᾿ στὴ σκουριὰ τοῦ πένθους
Σὲ νύχτες ποὺ τὸ φῶς ἀλλαξοπίστησε
Ἄντρα, θυμήσου τὴ γενιά σου
Ἐθελοντή
Δούλεψε τὴ φωτιά
Ρίξε μιὰ τουφεκιά
Στὴ λόχμη τῶν πουλιῶν τοῦ ἀνάξιου παραδείσου.

Θησαυριστὲς τοῦ βούρκου
Τοῦ ἥλιου μεροκαματιάρηδες
Ποὺ μές στὰ χέρια σας ἡ τύχη κουρελιάστηκεν

Ἔννοια σας, δὲ θὰ πᾶν χαμένες οἱ ἀστραψιὲς
Τοῦ πάθους ποὺ ἀχτιδώνει τὰ μελλούμενα

Κιόλας πλανιέται στὸν ἀγέρα τῆς φωνῆς ἡ σάλπιγγα
Καιρὸς ν᾿ ἀνοίξουν τ᾿ οὐρανοῦ οἱ γαμήλιες εὐωδιές
Νὰ μπεῖ τοῦ τραγουδιοῦ ὁ λαλὲς στὰ περβολίσια νειᾶτα
Τοῦ κάθε ἀγῶνα ἡ τρικυμία νὰ σπαρθεῖ στὴ θάλασσα
Φτέρες νὰ στείλουν μήνυμα στὰ πρωινὰ πουλιά:

Καιρός, καιρὸς νὰ ξημερώσει πιά
Ἡ Ἀνατολὴ περήφανη σ᾿ ἀδερφικὴ ἀγκαλιά!
VII


Τριώνι τῆς θαλασσινῆς νυχτιᾶς· Ἄλετροπόδι
Ποὺ σὰ νεύεις μὲ χρυσοὺς σταυρούς
Τὰ πεισματάρικα παιδιὰ τῆς χίμαιρας·
Καὶ σὺ ἐκστατικό μου Ἐλίκι
Στὴν ἀσημένια ζώνη τῆς ματιᾶς μου
Ἀπόψε
Ἀγρυπνήσετε
Κι ὅταν φυσήξει ἀπ᾿ τὰ βουνὰ τῆς ἐρημιᾶς ἡ γιάμπολη
Σταλάζοντας πικρὰ στὴν ὑπνωμένη γῆς
Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου

Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου
Σὲ βάτους ποὺ ἔφτυσαν φωτιὰ καὶ τώρα κρυώνουν
Σὲ δέντρα ποὺ ματώσαν, σ᾿ ἐρημοκκλησιές ποὺ ράισαν
Σὲ μοναξιὲς ἀπέραντες μαρμαρωμένου ἀνέμου
Σὲ φέγγη ποὺ ἀνατρίχιασαν ἕνα ἀθῶο κορμί
Σ᾿ ἀγκάθια ποὺ φαρμάκωσαν ἕνα φεγγάρι
Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου
Στὶς σπαραγμένες σάρκες τοῦ γκρεμοῦ
Στά ρίγη ποὺ κρυστάλλωσαν τὶς ἀγωνίες τοῦ λόγγου
Γιὰ μιὰ στερνὴ φορά
Φωνάζω
Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου

Ἄστρα, ὁ χρησμός σας δὲ θὰ πάει χαμένος

Παιδιά, ὁ χαμὸς ὁ χαλασμὸς ἡ πεῖνα
Κι ἡ ἀνάγκη τρεμοσβυοῦν στὸ ψυχορράγημα
Ὀρθώσετε τ᾿ ἀρματωμένα χέρια
Ξετελέψετε
Θάλασσα, χίμαιρα, ἔκσταση
Ἑτοιμάσετε τὴ χώρα σας
Τοῦ χάρου τὴ φωνὴ δὲν θὰ τὴν ἀνεχτοῦμε.

Ἡ μέρα εἶναι κοντὰ ποὺ θὰ ψοφήσει ὁ λύκος
Ποὺ ἡ ἀπονιὰ θὰ φάει τὶς σάρκες της
Ποὺ θὰ βουτήξει σὲ μιὰ δόξα μύρου τὸ βουνό
Καὶ ποὺ ἡ ψυχὴ θ᾿ ἀνάψει ἀπὸ τὶς μυστικές φλογίτσες σας
Ὅπως καὶ πρὶν Τριώνι, Ἀλετροπόδι, Ἐλίκι!


 ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Γραμμένο το 1943, δηλαδή στη διάρκεια της ναζιστικής  κατοχής της πατρίδας μας, πρόκειται για ποίημα σαφώς ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ, κομμένο από την κατοχική λογοκρισία,  που ο δημιουργός του το θεωρεί το 1975 επίκαιρο με τα γεγονότα εκείνων των ημερών. Θα έλεγε άραγε το ίδιο ο Ελύτης και σε σχέση με την παρούσα  συγκυρία; 

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

18 Μαΐου 2019

''Της Προσφυγιάς και του Φευγιού'''..

...δύσκολο ήταν το ταξίδι αυτό της προσφυγιάς και του φευγιού γιαβρί μου..γιατί οι μισοί πεθάνανε στου λυτρωμού τις στράτες.. Τάφος τους έγινε η θάλασσα,αδιάβαστοι επήγανε οι πιο πολλοί από το κοπάδι εκείνο του ξεριζωμού...στης Τραπεζούντας μας στον τόπον...στο λιμάνι..


Αποβραδίς..πριν το ταξίδι του ξενιτεμού..στ' άγνωστο να κινήσουμε ..τις ετοιμασίες άρχισα με την ψυχή σφιγμένη..Όχι μη φανταστείς πως είχαμε μπαγκάζια περισσά ή τίποτες βαλίτσες.Δύο μποχτσάδες πήραμε μαζί μας μοναχά..και την εικόνα μας στο τρίπτυχο της Παναγιάς… Γιατί εμείς δε θα εφεύγαμε να αφήσουμε πίσω εκεί και το Θεό μας…Έτάϊσα και έβαλα από νωρίς όλα μου τα μωρά να κοιμηθούνε..για να αντέχουνε  το αύριο..που δύσκολο πολύ θα ήταν.Ζύμωσα και τηγάνισα και λίγα πιροσκία..να φάμε έτσι μια ‘’μπουκιά’’με τους γειτόνους μας..και να τους παραδώσουμε τα ζώα μας ..το βιός μας…Ήτανε καλοί άνθρωποι οι γειτόνοι μας ο Αχμέτ και η Φατμέ…Ποτέ δεν τσακωθήκαμε..και ας επιστεύανε αυτοί  εις τον δικό τους τον Αλλάχ κι εμείς εις το Θεό μας..Γιατί κορίτσι μου γλυκό..εμείς δεν εκοιτάζαμε ονόματα Θεών και πως τους ονομάζαν και τους λένε..Το μόνο που μας ένοιαζε ήταν οι ανθρώποι να ‘χουν μέσα τους έναν Θεό ολοζώντανο …με αυτόν και να πορεύονται δίκαια και ταπεινά…να σέβονται τους γύρω  τους ανθρώπους…

Συγκινήθήκαμε και κλάψαμε πολλές στιγμές..στην ύστερη..χωρίς ελπίδα γυρισμού..τη σκοτεινή βραδιά μας..έδωσε ορμήνειες ο παππούλης σου εις τον Αχμέτ κι εκεί αποχαιρετιστήκαμε..με δάκρυα στα μάτια..Αφήσαμε πίσω όλα μας τα ζωντανά..εδώσαμε κι ένα κλειδί εις τη Φατμέ..και ένα δεύτερο κλειδί το έκρυψε ο πάππος σου στην πόρτα..στο κωνάκι μας..κάτω από το βαρέλι με το γιασεμί..και είπε όταν γυρίσουμε εκεί για να το βρούμε…Ξημέρωνε ο ουρανός..και εζέψαμε το κάρο μας…με τις δυο  αγελάδες μας  τις δυνατές..που πάντα με αυτές εταξιδεύαμε εκεί γύρω…Τα μάτια των παιδιών μου ορθάνοιχτα να μας κοιτούν ..πολύ απορημένα..και να μη σταματούν να με ρωτούν..που μας πηγαίνεις μάνα μες στη νύχτα..Ταξίδι τους  είπα πως θα πάμε μακρινό..για να γνωρίσουνε τη μακρινή μας την πατρίδα..Είμαστε Έλληνες τους είπαμε..και πρέπει σε αυτή την εκδρομή..να δείτε εσείς και να γνωρίσετε τις ρίζες των προγόνων σας…είναι μας είπανε..πολύ όμορφη χώρα η Ελλάδα..Ησύχασαν τότε τα παιδιά..και με χαμόγελο εξεκινήσαν…Γελάγανε ..χοροπηδούσαν και ελέγανε..πως θα αγοράσουνε εκεί..πολλά και όμορφα παιχνίδια..λεφτουκάρια ..πορτοκάλια...


Κι έτσι ..με ένα ψέμμα που εξεστομίσαμε εις τα μωρά .. κλειδώσαμε και φύγαμε..με την καρδιά χίλια  κομμάτια..ως να κατέβουμε για το λιμάνι στο παπόρο για το άγνωστο..που η μοίρα θα μας έπαιζε το ανείπωτο παιχνίδι................

''Της Προσφυγιάς και του Φευγιού'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη

( απόσπασμα ζωντανής αφήγησης της νόνας μου Σοφίας Ορφανίδη)
...........................................................................................................