Πάντα λοιπόν θα τρέχωμε προς άγνωστο ακρογιάλι,
θα καταποντιζώμεθα στου τάφου τη νυχτιά,
χωρίς ποτ’ εν’ απάνεμο μες στην ανεμοζάλη,
ουτ’ ένα καταφύγιο στη βαρυχειμωνιά!
Κύτταξε, λίμνη, κύτταξε! Δεν έκλεισ ένας χρόνος
πόπαιζε με το κύμα σου χαρούμενη, τρελλή,
και τώρα, τώρα ο δύστυχος, κάθομαι, λίμνη, μόνος
στην πέτρα εδ’ οπού πάντοτε μας έβλεπες μαζί.
Καθώς και τώρα εμούγκριζες και τότε αγριεμένη
κ’ εξέσχιζες τα στήθη σου στου βράχου τα πλευρά,
ανήσυχη επαράδερνες στην άκρη θυμωμένη
κ’ εράντιζες τα πόδια της με τον αφρό συχνά.
Θυμάσαι, λίμνη, μόνοι μας μια νύχτα εγώ κ’ εκείνη
ελάμνανε άφωνοι οι φτωχοί στα κρύα σου τα νερά,
τ’ αγέρι δεν ανάσαινε, είχες και συ γαλήνη,
στον ύπνο σου, δεν άκουες παρά τα δυό κουπιά.
Με μιας τραγούδι ουράνιο, πρωτάκουστο, δροσάτο
το γέρο τον αντίλαλο τριγύρω μας ξυπνά.
Έμειν’ ευθύς παράλυτο το κύμα σου το αφράτο,
και τέτοια λόγια ακούστηκαν, θυμάμαι, αρμονικά;
«Δίπλωσε, Χρόνε, δίπλωσε τ’ ακούραστα φτερά σου,
ώρες γλυκές, μην τρέχετε, σταθήτε μια στιγμή,
και συ μη φεύγεις, νύχτα μου, με την αστροφεγγιά σου,
τώρα που ζευγαρώσαμε ειν’ όμορφη η ζωή.
Του κόσμου αυτού τα βάσανα, την ερημιά, τη φτώχεια,
θέλουν να φύγουν άμετροι• γι’ αυτούς γοργά-γοργά,
χρόνε μου, πέτα κι’ άφησε στου έρωτα τα βρόχια
τα δυό μας να χορτάσωμε τόσο γλυκεία σκλαβιά.
Του κάκου. Οι ώρες φεύγουνε. Κανείς δε με προσμένει…
Κανείς δε μ’ ακουρμαίνεται… Η νύχτα είναι σκληρή…
Αχνίζουν τ’ άστρα, χάνονται… Κρυφά κρυφά προβαίνει,
τ’ άσπλαχνο γλυκοχάραμα… Λυπήσου μας, αυγή…
Του κάκου. Όλα ξεγέλασμα είν’ όνειρα και πλάνη,
ζωή μας είν’ η αγάπη μας, και μοναχή χαρά,
ας μη ζητούμε ανύπαρκτο στον κόσμο άλλο λιμάνι,
του χρόνου η άγρια θάλασσα δεν έχει ακρογιαλιά.
Χρόνε ζηλιάρη, δύστροπε! Πε μου, γιατί να σβηώνται,
σαν αστραπή να φεύγουνε οι ώρες της χαράς,
καθώς περνούν και φεύγουνε χωρίς να λησμονιώνται
κ’ οι μαύρες, κ’ οι ολόπικρες στιγμές της συμφοράς;
Απ’ τη βαθειά την άβυσσον, όπου μας καταπίνει,
απ’ την αιωνιότητα, όπου μας πλημμυρεί,
τίποτε, Χρόνε, τίποτε στο φως δεν αναδίνει,
δεν ξεφυτρώνει τίποτε… όλα τα τρως εσύ.
Λοιπόν, απ’ όσα εχάρηκα, δε θ’ απομείνη τρίμμα,
δεν θα ν’ αφήσω τίποτε σ’ αυτήν τη μαύρη γη!
Απ’ το γοργό μας πέρασμα δεν είναι τάχα κρίμα
να μη σωθή ένα πάτημα, ω Χρόνε αδικητή;..»
Ω λίμνη, ω βράχοι μου άφωνοι, ω σεις σπηλιές και δάση,
που βλέπετε τον πόνο μου, μια χάρη σας ζητώ•
Εσείς, όπου δε σκιάζεσθέ κανείς να σας χαλάση,
ποτέ μη μας ξεχάσετε, στο μνήμ’ αν πάω κι’ εγώ.
Κι’ όταν σε δέρνη ο σίφουνας, κι όταν βαθειά κοιμάσαι,
ω λίμνη μου αφροστέφανη, να μη μας λησμονής,
εσ’ είδες την αγάπη μας, και μόνη εσύ θυμάσαι
πως άναφταν τα στήθη μας και θα μας συμπονής.
Θέλω τα πεύκα, τα έλατα, οι βράχοι, η ρεματιά σου,
τ’ αφρού σου το μουρμούρισμα, τ’ αντίλαλου η φωνή,
τα δροσερά σου σύγνεφα, τ’ αγέρι, η καταχνιά σου,
η βρύση, ο καλαμιώνας σου, το χόρτο, το πουλί,
Τ’ άστρο το ασημομέτωπο, η μυρωδιά που χύνει
το γαλανό το κύμα σου, ω λίμνη μου γλυκεία,
ό,τι στην πλάση έχει αίσθηση, πνοή, νοημοσύνη,
όλα να λένε: «Αγάπησαν τα μαύρα φλογερά!»
Μετάφραση : Αριστοτέλης Βαλαωρίτης..
Πηγή: Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία..
...........................................................................................................
Ένα από τα αριστουργήματα του Γαλλικού ρομαντισμού..
που διαπραγματεύεται με εμβάθυνση και φιλοσοφικό τρόπο
το παροδικόν της επίγειας ευτυχίας..το ποίημα τούτο.
η «Λίμνη» είναι ένα από τα κεντρικά ποιήματα της συλλογής
Ποιητικοί στοχασμοί
(Méditations poétiques, 1820)...
άνθιση και φθορά..απογοήτευση και ελπίδα..
η φίλη σας Σοφία..
.............................................................................................................