11 Νοεμβρίου 2015

Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ ..

Γιάννης Ρίτσος - Ἡ σονάτα τοῦ σεληνόφωτος

Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο.
Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μὲ τὴν γριὰ βαριά του ἀρκούδα μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας -κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση, τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου- τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της.

Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι; Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της, χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου ν᾿ ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ, ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ - ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;- ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ σταβοπατημένα μου παπούτσια, τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου, χωρὶς καθόλου βαλίτσες - τί νὰ τὶς κάνεις; - Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι - τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Ο Γιάννης Ρίτσος (Μονεμβασιά 1 Μαΐου 1909 - Αθήνα 11 Νοεμβρίου 1990)[2] ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές,[3][4][5] με διεθνή φήμη και ακτινοβολία[6]. Ανήκε στην Αριστερά —και συγκεκριμένα στο ΚΚΕ. Πολλά έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.[7] Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν το έργο του.
Ο Ρίτσος που νόσησε από φυματίωση ξεπέρασε την ασθένεια (πράγμα δύσκολο για την εποχή) και πέρασε από υλικές και ηθικές δοκιμασίες.[8] Ο Ρίτσος, στο σανατόριο του «Σωτηρία», όπου νοσηλευόταν, ήρθε κοντά με τον Μαρξισμό και την Αριστερά, πράγματα που επηρέασαν βαθύτατα την ποίησή του και τον τρόπο ζωής του. Αφού πέρασε από διάφορα σανατόρια, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως αυτοδίδακτος σκηνοθέτης στην Εργατική Λέσχη και ως ηθοποιός και χορευτής σε επιθεωρήσεις.[9]
Η αγωνιστική του έφεση και η επαναστατική του φύση τον οδηγούν στην προσχώρηση του κινήματος των «Πρωτοπόρων» και κατόπιν, το 1942, στο ΕΑΜ, ενώ έγινε μέλος και του Κ.Κ.Ε., στο οποίο παρέμεινε πιστός έως τον θάνατό του. Αργότερα αρχίζουν οι εξορίες στη Λήμνο, στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, προσχώρησε στην ΕΔΑ. Το 1956 ταξίδεψε στην ΕΣΣΔ και στην Κούβα. Κατά τη διάρκεια της Χούντας των Συνταγματαρχών, εξορίστηκε και πάλι, στη Γυάρο, αρχικά, και, κατόπιν, στη Λέρο.[9] Με το πέρας της δικτατορίας, στη μεταπολίτευση, ο Ρίτσος, έγινε ευρέως γνωστός, τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο και στο εξωτερικό, ενώ ακολούθησαν πολλές διακρίσεις και βραβεύσεις.
Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, ο Επιτάφιος, η Ρωμιοσύνη είναι κάποια από τα μεγαλύτερα ποιήματα του ποιητή, ενώ έχει κάνει και πολλές μεταφράσεις ξένων ποιητών όπως του Ναζίμ Χικμέτ, του Αλεξάνδρου Μπλοκ, του Βλαδίμηρου Μαγιακόβσκη, κ.ά.[9] Πολλά ποιήματα του Ρίτσου, έχουν μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη, γνωστότερα εξ αυτών: Η Ρωμιοσύνη και ο Επιτάφιος αλλά κ.ά.[10][11]
Ο Γιάννης Ρίτσος τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης και το βραβείο Λένιν.
Πηγή : Βικιπαίδεια.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 
 

                                                                 Η Σονάτα του Σεληνόφωτος.....
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

10 Νοεμβρίου 2015

Οι Αναμνήσεις Των Στιγμών.....

Αυτό που μένει στην ζωή , στον χρόνο, δεν είναι τα υλικά δώρα,
αλλά οι αναμνήσεις των στιγμών που έζησες και που σε έκαναν ευτυχισμένο...

 Ο πλούτος σου δεν είναι κλεισμένος σε ένα χρηματοκιβώτιο, αλλά στον νου σου και στα συναισθήματα που βίωσες στην καρδιά σου!
Shan

( Κινέζικη Φιλοσοφία.)
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Μα.... είναι αυτή ...η δικιά σου η ψυχή ..που έμαθε να ψάχνει....που σε ολόχρυσα κουτιά δεν μπαίνει...δεν χωρά...
 Πάντα την πόρτα καρτερεί ν' ανοίξει να πετάξει...εκεί στ' αγνάντεμα  να βγεί...το πέταγμά της το τρελλό να συνεχίσει...
  Για να το σταματήσεις δεν μπορείς...μην προσπαθείς ...και τον καιρό σου χάνεις....
Έτσι γεννήθηκες εσύ...τις πεταλούδες μες στο νου σου κουβαλάς...και πως να το αλλάξεις ...?
Άλλη το λένε δίψα για ζωή....εσύ το λες λαχτάρα...
  Γιατί η ψυχή σου το κατάλαβε ...πως σαν το σύντομο το πέταγμα τελειώσει...μιας πεταλούδας την ψυχή θα κουβαλά μαζί της...άρωμα ...νέκταρ και '''ζωή''  θάναι οι αποσκευές της....
  Αυτή θα είναι η τυχερή... αυτή η ελεύθερη η ψυχή η δική σου...καθώς οι άλλοι θα καυχιώνται...πως τίποτα δεν έχασαν...δεν μπόρεσαν και να πετάξουν....

  Μουντά τα χρώματα επάνω στα φτερά τους...τα χρώματα τα φωτεινά.... μιας πεταλούδας ζηλευτής..ποτέ δεν θ' αποχτήσουν....
   Εκεί στο αραχνιασμένο τους χρυσόκουτο αυτό, μέσ' απ' τις τρύπες θα κοιτούν...και θα ονειρεύονται συχνά...πετάγματα απλησίαστα γι αυτούς....απ' των δειλών τις  σκέψεις τους κυριευμένοι.....
( Κείμενο -Σοφία Θεοδοσιάδη )

                                                               Αναμνήσεις - Βίκυ Λέανδρος.

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Ο Μύθος Της Ανεμώνης.

Το όνομα του λουλουδιού συνδέεται με τον αρχαίο ερωτικό μύθο του Άδωνι και της Αφροδίτης. Ο μύθος είναι πολύ γνωστός. Ενέπνευσε μάλιστα και μεγάλους ποιητές όπως ο Οβίδιος και αρκετά αργότερα ο Σαίξπηρ να γράψουν ύμνους σ' αυτόν τον έρωτα. 
Εμείς θα αναφερθούμε στο σημείο εκείνο του μύθου που έχει σχέση με το λουλούδι. Σύμφωνα με το μύθο λοιπόν ο Άδωνις βγήκε για κυνήγι στο δάσος.
 Εκεί όμως τον παραφύλαγε ο θεός Άρης ο προηγούμενος εραστής της Αφροδίτης που ζήλευε τον Άδωνι αφού η Αφροδίτη τον παράτησε για τα μάτια του ωραίου νέου. 
Ο Άρης μεταμορφώθηκε σε άγριο κάπρο, επιτέθηκε στον Άδωνι και τον πλήγωσε θανάσιμα. Η Αφροδίτη άκουσε τα βογκητά του Άδωνι και έσπευσε να τον βρει. Όμως ήταν πια αργά.
Απαρηγόρητη η Αφροδίτη πήρε στην αγκαλιά της το άψυχο σώμα του αγαπημένου της και όπως λέγεται ράντισε με νέκταρ την πληγή. Και από το μείγμα που έκαναν το νέκταρ με το αίμα ξεπήδησε ένα όμορφο λουλούδι. Μόνο που η ζωή αυτού του λουλουδιού κρατάει λίγο.
 Όταν ο άνεμος φυσάει κάνει τα μπουμπούκια του φυτού να ανθίσουν και ύστερα ένα άλλο ανεμοφύσημα παρασέρνει τα πέταλα μακριά. Έτσι το λουλούδι αυτό ονομάστηκε ανεμώνη ή ανεμολούλουδο επειδή ο άνεμος βοηθάει την ανθοφορία του αλλά και την παρακμή του.
Πηγή : Ελληνική Μυθολογία.

Τίποτε πιο απλό απ’ το να σε μαγεύουν. 

Είναι από τα πιο παλιά τεχνάσματα της γης και της άνοιξης: 

οι ανεμώνες. 

 Είναι κατά κάποιο τρόπο αναπάντεχες. Ξεπετάγονται μεσ’ απ’ το περσινό θρόϊσμα σε παραμελημένα μέρη, όπου ποτέ δεν πέφτει το βλέμμα σου. 

Φλέγονται και αιωρούνται, πράγματι αιωρούνται, εξ αιτίας του χρώματος. 

Το έντονο μενεξεδί και μπλε χρώμα τους δεν έχει κανένα βάρος τώρα. Εδώ βασιλεύει έκσταση, αλλά χαμηλών τόνων. 

Ανεμώνες (του ποιητή Τούμας Τρανστρέμερ 

 

 

Ἓν ἄνθος-Κωστής Παλαμάς (απόσπασμα)

Καὶ στὴν Ἀκρόπολη, στὸ βράχο
τὸν Ἱερὸ
ἓν ἄνθος φύτρωσε μονάχο
χλωρὸ χλωρό.


Ἓν ἄνθος ὅμοιο μὲ ἀνεμώνη
περαστική,
ἀθώρητο σ᾿ ὅποιον σιμώνει
στὰ ὕψη ἐκεῖ.


Τὰ μάτια ἀνοίγοντ᾿ ἐκεῖ πέρα
καθὼς βρεθοῦν,
καὶ μὲ τὸν ξάστερον αἰθέρα
σμίγουν, μεθοῦν.


Ἐκεῖ θαμπώνουνε τὰ μάτια
σκόρπια μπροστὰ
καμένα λείψανα, κομμάτια
λαχταριστά.


Κ᾿ ἡ φαντασία ἀμέσως βλέπει
ἡ μαγικὴ
γυμνὴ καὶ δίχως καμιὰ σκέπη
ἀπάνου ἐκεῖ

τὴν Ὀμορφιά, ποὺ τρισμεγάλη,
παντοτεινή,
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ μάρμαρο προβάλλει
καὶ δὲν πονεῖ.


Καὶ στὴν Ἀκρόπολη, στὸ βράχο
τὸν Ἱερὸ
ξανοίγω τἄνθος τὸ μοναχὸ
καὶ τὸ ρωτῶ:
- Ἄνθος, ποὺ μοιάζεις μὲ ἀνεμώνη
περαστική,
ποιὰ μοίρα σ᾿ ἔρριξε ἐδῶ, μόνη
καὶ φτωχική;  




Επίλογος (Φυσάει, Τάσος Λειβαδίτης)

Όμως απόψε, βιάζομαι απόψε,
να παραμερίσω όλη τη λησμονιά
και στη θέση της ν’ ακουμπήσω,
μια μικρή ανεμώνη.

Κύριε, αμάρτησα ενώπιόν σου, ονειρεύτηκα πολύ
μια μικρή ανεμώνη
Έτσι ξέχασα να ζήσω.


                                Της Λήθης το Πηγάδι- Χαρούλης Γιάννης

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

9 Νοεμβρίου 2015

Τα παραμύθια Της ζωής.....

Παλιότερα επίστευα , πως τα παραμύθια και τα θαύματα είναι λέξεις ειπωμένες..
αισιοδοξία και δύναμη προορισμένες είναι αυτές , μες στην ψυχή μας να φυτεύουν.....
  Το βλέπαν οι σοφότεροι πως η καρδιά τ' ανθρώπου εγονάτιζε στις δυσκολίες ...στα πεσίματα...στα γονατίσματα τα καθημερινά, που ο πόνος γύρω εσκορπούσε....
Ελπίδα νόμιζα πως της δώριζαν με τα ελπιδοφόρα τα διηγήματα αυτά....
  Κι ύστερα ήρθε η στιγμή που όλα μέσα μου ανατραπήκαν....
Κοίταξα γύρω μου και είδα...πως τη ζωή αντιγράφουνε στα παραμύθια και στα θαύματα και στα σοφά τα λόγια αυτά.....
  Γιατί η ζωή...δώρο ανεκτίμητο Θεού...μεγάλη φαντασία έχει....
Ίσως η μεγαλύτερη απ' ότι ο νους τ' ανθρώπου μπόρεσε ποτέ να σκαρφιστεί....
Οι Σταχτοπούτες και οι Δράκοι και οι Κύκλωπες...καθώς και οι Σειρήνες γύρω μας ...ανάμεσά μας...μέσα μας και κατοικούν.....
Τα γεγονότα έρχονται μπροστά μας και απλώνονται , να μας θυμίσουν πως το παραμύθι και το όνειρο , που η καρδιά προσμένει....και εύχεται να της συμβεί...μες στην καρδιά και κάποιου άλλου κατοικεί.....
Ποιά δύναμη...ποιό χέρι είναι αυτό, που τα νήματα της ζωής μας τα κινεί...ποτέ κανείς του δεν το έμαθε κι ούτε και το υποψιάστηκε ποτέ......
Είν ' η μαγεία του απρόοπτου , που η ζωή μας πλέκει ...υφαίνει...και μας παρουσιάζει , σαν θα σημάνει η ώρα η σωστή....
Αρνητής εσύ κι αν πάντα ήσουνα και των παραμυθιών και των θαυμάτων, που συμβαίνουν εδώ στη Γη...έρχεται μια τόση δα στιγμή που τις κατασταλαγμένες σου  τις θεωρίες αθετεί και ανατρέπει.....
Αμήχανα κοιτάς να απλώνεται ένας καμβάς καινούριος , άγνωρος και σε καλεί τις βελονιές σου να προσθέσεις....
Είναι να βρεις τότε τη δύναμη, το κέντημα να θέλεις να ομορφύνεις....
Να μη διστάσεις να κεντήσεις πάνω του , όσα η καρδιά ονειρευόταν και ποθούσε...

 Ίσως η ζωή δεν έχει άσπρα άλογα με ιππότες να κατέβουν, μα αν τα μάτια και τα αυτιά ανοιχτά τα έχεις....ν' αφουγκραστείς αν θα μπορείς....ιππότες θε να δεις να έρχονται και τη ζωή σου να αλλάξουν...
Είναι αυτοί οι αληθινοί οι άνθρωποι...που την καρδιά σου με ένα βλέμμα την κερδίζουν....

Σοφία Θεοδοσιάδη. 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Στον τελευταίο σταθμό ...ο Σεφέρης λέει :
<< Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές..είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα >>

Ποιός από μας στ' αλήθεια δεν θάθελε να πιστέψει στο παραμύθι...και ποιός θα μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτό ?
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 

                                            Παραμύθι με λυπημένο τέλος - Μίλτος Πασχαλίδης
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

6 Νοεμβρίου 2015

Οι ΑΘΛΙΟΙ Γράφτηκαν Για όλα Τα Έθνη...

«... Οι Αθλιοι γράφτηκαν για όλα τα έθνη.
Δεν ξέρω αν θα διαβαστούν απ’ όλους, όμως εγώ για όλους τούς έγραψα. ...
» Όπου ο άνθρωπος ζει αμόρφωτος και απελπισμένος, όπου η γυναίκα πουλάει το κορμί της για μια μπουκιά ψωμί, όπου το παιδί υποφέρει από αγραμματοσύνη κι από έλλειψη παιδείας, το βιβλίο των Αθλίων χτυπά την πόρτα φωνάζοντας δυνατά:
»- Ανοίξτε μου! Έρχομαι για σας!
» Στο σκοτεινό σημείο όπου βρίσκεται ο σημερινός πολιτισμός, ο άθλιος ονομάζεται ΑΝΘΡΩΠΟΣ, που αγωνιά κάτω απ’ όλα τα κλίματα και τα καθεστώτα, που στενάζει σ όλες τις γλώσσες».

Βίκτωρ Ουγκώ..
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Αλήθειες βαθιές,σε ένα κλασσικό αριστούργημα της Λογοτερχνίας,
αλήθειες διαχρονικές και πάντα επίκαιρες,σε ένα αδηφάγο κόσμο και φοβερά άδικο....ίσως μοιάζει ουτοπικό.....μα δεν είναι πιστέψτε με.
.Μοιάζει αδύνατον οι '''ΆΘΛΙΟΙ '''αυτού του κόσμου ,να τα βάλουν και να σταθούν απέναντι ,σε τόσο καλά οργανωμένα συμφέροντα ,που λυμάινονται  τη Γη ολάκερη...
.Καμμία αξία δεν έχει ο άνθρωπος στα μάτια των αρπακτικών αυτών.....έχουν όμως αξία οι άνθρωποι στα μάτια των αληθινών ανθρώπων....αυτών που ακόμα και τώρα υπάρχουν ανάμεσά μας....
Τίποτα δε χάνεται,αν ολαός αφυπνισμένος και ενωμένος επαναστατήσει...απέναντι σ' αυτές τις σκοτεινές δυνάμεις  και αντισταθεί σθεναρά...
Αφέθηκαν οι άνθρωποι,απελπισία τους διακατέχει και τους κυβερνά....οι καρδιές κλείσανε και το φως μοιάζει μακρινό στην άκρη του τούνελ....
Κοιτάμε γύρω μας και σήμερα γέμισε η ανθρωπότητα από πεινασμένους,κυνηγημένους και άστεγους...
.Ψιλοβολεμένοι εμείς θαρρούμε,πως είμαστε σε πλεονεκτική θέση και δεν φανταζόμαστε πως μπορούμε να εξαθλιωθούμε....
Μα ήδη η εξαθλίωση μας χτύπησε την πόρτα....
Ο κόσμος ανάκατος,εκατομμύρια οι μετακινήσεις των κυνηγημένων πληθυσμών,ζωές κατεστραμμένες  και το ερώτημα πάντα το ίδιο.....
Είναι οργανωμένες οι κοινωνίες των ανθρώπων και δομημένες με ψήγματα έστω κοινωνιολογικής συμπεριφοράς και κουλτούρας ή ζούμε σε ανοργάνωτες αγέλες ,μιας ζούγκλας με ανθρωπόμορφα τέρατα ?  ...
Δεν το χωράει ανθρώπου νους,παιδιά και γέροι,μα και νέοι,νάχουν για κατάλυμμα τα πεζοδρόμια των πόλεων....Δεν το χωράει ανθρώπου νους,να θαλασσοπνίγονται χιλιάδες οι  κυνηγημένοι....
Ντροπή και όνειδος... για τις οργανωμένες υποτίθεται πολιτείες.....
που Αθλίους  καθημερινά δημιουργεί....
Σοφία Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

5 Νοεμβρίου 2015

Σπίτια ...πόρτες ...παράθυρα...της μνήμης μου....


Τι όμορφες οι μέρες της γειτονιάς μου της παλιάς....
Σπίτια άσπρα....λουλακιά...χρωματιστά βαμμένα...με τα χεράκια και το γούστο της μάνας μου ...της κάθε μιας της μάνας...
  Περβάζια των παράθυρων γεμάτα από τις γλάστρες με ολάνθιστα γεράνια....
Σ' όλα τα χρώματα ...μα εκείνα τα κόκκινα σαν φλόγα στην καρδιά ....
Πόρτες ξύλινες και σκαλιστές....βαμμένες να ταιριάζουν με του τοίχου την μπογιά....
Πόρτες γεμάτες σχέδια...σαν τα όνειρα που έκλειναν ερμητικά το κάθε σούρουπο....σαν στο κωνάκι η οικογένεια μαζεύονταν για να κουρνιάσει πια.....
Περνώ καμμιά φορά από μπροστά...από τα σπίτια τα έρημα και τα παλιά....και σκέφτομαι και αναρωτιέμαι σιωπηρά...πως ερημώσανε τα σπίτια τα μικρά....πως ερημώσανε οι πόρτες όλο χρώμα...

΄Άνθιση γνώρισαν αυτά...και τώρα η φθορά....τα στοίχειωσε...και μοναχά   ο απόηχος ...από φωνές ακούγονται...που μέσα τους εσκόρπισαν συχνά...την ευτυχία που ο άνθρωπος...στο χώρο του αναζητά....
Μεγάλα πια τα σπίτια των αστών...μια πόρτα ίδια και απαράλλαχτη για όλα τα σπίτια...των ανθρώπων...
Άνθρωποι στοιβαγμένοι...χωρίς ξεχωριστά παραθυρόφυλλα...πανομοιότυπα...και  άχαρα μπαλκόνια....
Ίδια παραθυρόφυλλα και ίδια τα μπαλκόνια...κι ένα παιδί στην άκρη εκεί...να δημιουργήσει αναμνήσεις προσπαθεί....

Τι του ζητάς βρε άνθρωπε...τι έχει για να θυμηθεί ?
Μα πως να έχει για να θυμηθεί τις πόρτες ...τα παράθυρα...που όλα ίδια του φαντάζουν?
Πόρτες ζωής...πόρτες καρδιάς...πόρτες παλιές...που επτασφράγιστα τα μυστικά...των παιδικών μας χρόνων εκρατούσαν....
Δεν είναι που αναπολεί κανείς και στο παλιό να μείνει κολλημμένος προσπαθεί....
Όχι δεν είναι αυτό....
Είναι που οι άνθρωποι έχασαν το γούστο τους...κι όλοι ''μοδάτοι'''θέλησαν να γίνουν....
Ίδιοι να γίνουν με τους διπλανούς....μην τύχει κι απ' το κοπάδι ξεκοπούν και διαφορετικούς τους θεωρήσουν....

Μα τάχα έχουνε σκεφτεί....πως η καρδιά από μόδες δεν γνωρίζει ?

  Χαθήκανε τα χρώματα τα λουλακιά...τα πορφυρά.....τη θέση τους τα γκρίζα πήραν....
Μόδα σου λέει το γκρίζο είν' αυτό...μα μόδα της ψυχής το γκρίζο τάχα δύναται να γίνει ?
Την πόρτα του σπιτιού μου πάντα θα αναπολώ...που έκρυβε ξεχωριστά...τα μυστικά μας.....  

  Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

4 Νοεμβρίου 2015

<< Έτσι πολύ ατένισα >> - Κωνσταντίνος Καβάφης.

Κωνσταντίνος Καβάφης «Έτσι πολύ ατένισα –»
Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα,
που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου.
Γραμμές του σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ηδονικά.
Μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα
πάντα έμορφα, κι αχτένιστα σαν είναι,
και πέφτουν, λίγο, επάνω στ’ άσπρα μέτωπα.
Πρόσωπα της αγάπης, όπως τα ‘θελεν
η ποίησίς μου... μες στες νύχτες της νεότητός μου,
μες στες νύχτες μου, κρυφά συναντημένα.......
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Ένα σημαντικό μέρος της ποίησης του Καβάφη είναι αφιερωμένο στην εξύμνηση του έρωτα και της ομορφιάς. Ο ποιητής παρατηρεί, θαυμάζει και αποτυπώνει τα ερωτικά του ινδάλματα στην ποίησή του, επιθυμώντας να τα διαφυλάξει απ’ τη φθορά ή τη λήθη που κατ’ ανάγκη φέρνει το πέρασμα του χρόνου.
Η ομορφιά του ανθρώπινου σώματος προσφέρει αισθητική απόλαυση, αλλά κι έμπνευση στον ποιητή, ο οποίος δε διστάζει να εκφράσει το θαυμασμό του, έστω κι αν γνωρίζει πως η ιδιαιτερότητα των προτιμήσεών του θα προκαλέσει την αντίδραση της συντηρητικής κοινωνίας.
Στο αρχικό δίστιχο του ποιήματος ο Καβάφης δηλώνει πως έχει τόσο πολύ και με τέτοια ένταση -έτσι πολύ- ατενίσει την ομορφιά, ώστε η όρασή του είναι πια γεμάτη από αυτή. Σκόπιμα αφήνει απροσδιόριστη την έννοια της ομορφιάς, επιτρέποντας στον αναγνώστη να της δώσει το νόημα που ο ίδιος επιθυμεί, μιας και επί της ουσίας η ομορφιά αποτελεί πηγή έμπνευσης σε κάθε πιθανή της έκφανση.
Στη δεύτερη κι εκτενέστερη στροφή, θα προσδιορίσει ειδικότερα πως μιλά για την ομορφιά του ανθρώπινου σώματος, υπονοώντας αλλά μη δηλώνοντας το φύλο στο οποίο αναφέρεται. Η ασάφεια αυτή αφήνει το ποίημα ανοιχτό σε μια διπλή ανάγνωση, διευρύνοντας τους αποδέκτες του και αναγνωρίζοντας εμμέσως πως το ανθρώπινο κάλλος δε γνωρίζει διακρίσεις. 
Οι γραμμές του καλοσχηματισμένου σώματος, τα κόκκινα χείλη, τα άρτια μέλη πλασμένα για την ηδονή. Η περιγραφή ξεκινά παρουσιάζοντας αδρομερώς την ομορφιά του ανθρώπινου σώματος, συνεχίζει όμως με την προσοχή του ποιητή να εστιάζεται στα μαλλιά των αγαπημένων προσώπων. Σα να είναι παρμένα από αρχαιοελληνικά αγάλματα, όμορφα και αχτένιστα, πέφτουν λίγο επάνω στα άσπρα μέτωπα. Η επιμονή στην περιγραφή των μαλλιών και η αναφορά στα ελληνικά αγάλματα, λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός με μια προγενέστερη εποχή, όπου η εξύμνηση της ανδρικής ομορφιάς υπήρξε απενοχοποιημένη και διατηρούσε κεντρικό ρόλο στην τέχνη.
Ο θαυμασμός του ποιητή για την ηδονική αρτιότητα και την ομορφιά του ανδρικού σώματος, που στην εποχή του θεωρείται κατακριτέα, στην αρχαία ελληνική τέχνη αποτελούσε διαρκή πηγή έμπνευσης και είχε προσφέρει έργα που έμειναν διαχρονικά σύμβολα του ωραίου.
Τα πρόσωπα αυτά της αγάπης «όπως τα ήθελε η ποίησή μου» -ο Καβάφης με μια τριπλή χρήση της κτητικής αντωνυμίας (η ποίησή μου, η νεότητά μου, οι νύχτες μου), θα καταστήσει σαφές πως μιλά για τη δική του έκφανση του ωραίου και για την ομορφιά που συγκινεί τον ίδιο-, τα συναντούσε κρυφά τις νύχτες της νεότητάς του. Η επανάληψη του χρονικού προσδιορισμού «νύχτες» και το τροπικό επίρρημα «κρυφά», υποδηλώνουν τον μη ηθικό χαρακτήρα των επιλογών του -σύμφωνα πάντα με τις επιταγές της τρέχουσας ηθικής- και τη συνεπαγόμενη ανάγκη να συναντά τα αγαπημένα του πρόσωπα κρυφά μέσα στη νύχτα.
Ο ποιητής φυσικά δε μετανιώνει και δεν απολογείται για τις επιλογές του, αντιθέτως τονίζει πολύ συχνά πως μέσα από αυτές τις ερωτικές συναντήσεις και μέσα από τη θέαση αυτή της ομορφιάς γεννήθηκε η Τέχνη του. Τα χρόνια της νεότητάς του, που αφέθηκε στην ηδονή, όπως ο ίδιος την κατανοούσε και την επιθυμούσε, θα αποτελέσουν στη συνέχεια την αστείρευτη πηγή ποιητικής έμπνευσης και θα προσφέρουν στον Καβάφη το υλικό για να δημιουργήσει το ιδιαίτερο ποιητικό του έργο. 
Συγγραφή Σημειώσεων: Κωνσταντίνος Μάντης
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,