9 Δεκεμβρίου 2015

Ευγένιου Τριβιζά, «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία - Ένα δέντρο, μια φορά»


Το δέντρο
Σ' ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.
Ποτέ δεν είχε γνωρίσει του δάσους τη δροσιά. Δεν είχαν κελαηδήσει ποτέ στα φύλλα του πουλιά, με δυσκολία να το άγγιζε πού και πού κάποια πονετική ηλιαχτίδα που γλιστρούσε στα κρυφά ανάμεσα στις μουντές και άχαρες πολυκατοικίες που το περιστοίχιζαν.
Οι περαστικοί διάβαιναν δίπλα του με αδιαφορία, βλοσυροί και βιαστικοί, χωρίς να του δίνουν καθόλου σημασία, μερικοί μάλιστα πετούσαν αποτσίγαρα, φλούδια από κάστανα και λερωμένα χαρτομάντηλα κι άλλοι φτύνανε στο χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω από τη ρίζα του.
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, κατάλαβε από κάτι μηχανικούς με σκούρες καμπαρντίνες και κρεμαστά μουστάκια, που έσκυβαν και μουρμούριζαν κι όλο μετρούσαν σκυθρωποί, ότι θα πλάταιναν το δρόμο πλάι του. Κι αν συνέβαινε αυτό, τι τύχη το περίμενε; Θα το πελέκιζαν, θα το ξερίζωναν; Θα το πετούσαν μήπως στα σκουπίδια;
Εκείνο το χριστουγεννιάτικο δειλινό το δέντρο αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ. Στα ολόφωτα παράθυρα γύρω του διέκρινε ανάμεσα από τις κουρτίνες χριστουγεννιάτικα έλατα, που χαρωπά παιδιά τα στόλιζαν με κόκκινα κεριά, καμπανούλες, αγγελούδια, ασημένια πέταλα και γιορτινές γιρλάντες και ζήλευε. Ζήλευε πολύ. Πόσο θα ήθελε να είναι έτσι κι αυτό. Χριστουγεννιάτικο έλατο στη θαλπωρή ενός σπιτιού. Να το φροντίζουν, να το στολίζουν, να το καμαρώνουν...


Το παιδί

Ήταν κι ένα παιδί. Τις μέρες έκανε δουλειές του ποδαριού. Τα βράδια κοιμόταν στο πάτωμα ενός κρύου πλυσταριού στην αυλή ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου με ετοιμόρροπα μπαλκόνια. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα μάγουλά του είχαν χλωμιάσει, τα χέρια του είχαν ροζιάσει, τα μάτια του είχαν γεμίσει θλίψη.
Ποτέ δεν είχε γνωρίσει τη ζεστασιά μιας αγκαλιάς, τη θαλπωρή ενός αληθινού σπιτιού.
Εκείνο το κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ το αγόρι αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ, γιατί είχε μάθει ότι μετά τις γιορτές θα κατεδάφιζαν το μιζεροκτίριο με το πλυσταριό και δεν θα 'χε πού να μείνει.
Τυλιγμένο στο τριμμένο του παλτό, κοιτούσε απ' τα φωτισμένα παράθυρα τα λαμπερά σαλόνια με τα γκι και τα μπαλόνια, τις φρουτιέρες με τα ρόδια και τα χρυσωμένα κουκουνάρια, έβλεπε γελαστά αγόρια και κορίτσια να κρεμούν στα χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια αστραφτερά και ζήλευε. Ζήλευε πολύ, πόσο θα 'θελε να στόλιζε κι αυτό ένα έλατο σε κάποιου τζακιού το αντιφέγγισμα, με τα δώρα υποσχέσεις μαγικές ολόγυρά του...
Πώς το 'φερε η τύχη έτσι κι εκείνο το χριστουγεννιάτικο βράδυ και συναντήθηκαν κάποια στιγμή το δέντρο εκείνο κι εκείνο το παιδί...


H συνάντηση
Εκείνο το δειλινό το παιδί γυρνούσε άσκοπα στους δρόμους της πολύβουης πολιτείας. Κάθε τόσο σταματούσε σε κάποια βιτρίνα. Κόλλαγε τη μύτη του στο τζάμι και κοιτούσε με μάτια εκστατικά όλα εκείνα τα λαχταριστά, σε μια βιτρίνα λόφοι από μελομακάρονα, κουραμπιέδες και πολύχρωμα τρενάκια φορτωμένα με σοκολατάκια, σε μια άλλη ζαχαρένιοι Αγιο-Βασίληδες με μύτες από κερασάκια και μια παραμυθένια πριγκίπισσα από πορσελάνη να κοιτάζει από το αψιδωτό παράθυρο ενός φιλντισένιου κάστρου και λίγο παρακάτω, σε μια άλλη βιτρίνα, μια ονειρεμένη τρόικα με έναν πρόσχαρο αμαξά, μολυβένια στρατιωτάκια με κόκκινες στολές καβάλα σε άλογα πιτσιλωτά να καλπάζουν στοιχισμένα στη σειρά και στο βάθος ένα οπάλινο παλάτι σε μια χιονισμένη στέπα.
Έτσι όπως περπατούσε με τα μάτια στραμμένα στις καταστόλιστες βιτρίνες, έπεσε άθελά του πάνω σ' έναν περαστικό με καμηλό παλτό και γκρενά κασκόλ που γύριζε στο σπίτι του φορτωμένος με σακούλες και πακέτα που φύγανε από τα χέρια του, σκόρπισαν στο δρόμο εδώ και κεί. Το παιδί έχασε την ισορροπία του, γλίστρησε, το κεφάλι του χτύπησε με φόρα στο πεζοδρόμιο, ένιωσε μια σκοτοδίνη. Ο περαστικός του 'βαλε οργισμένος τις φωνές, το κατσάδιασε για τα καλά.
Το αλητάκι σηκώθηκε, το 'βαλε στα πόδια, κατηφόρισε παραπατώντας ένα σοκάκι με μια υπαίθρια αγορά, έστριψε ένα δυο στενά και βρέθηκε στο δρόμο με το παραμελημένο δέντρο. Σταμάτησε λαχανιασμένο να πάρει ανάσα, από τα φωτισμένα παράθυρα, τα χνωτισμένα, αχνοφαίνονταν τα γιορτινά σαλόνια με τα έλατα τα στολισμένα.
— Όμορφα δεν είναι; Ακούει τότε μια φωνή.
Ήταν το δέντρο του δρόμου.
— Πολύ. Αποκρίθηκε το παιδί, χωρίς να παραξενευτεί καθόλου που ένα δέντρο μιλούσε, του άρεσε να του μιλάει κάποιος χωρίς να το σπρώχνει, χωρίς να το κατσαδιάζει, χωρίς να το αποπαίρνει.
— Στόλισέ με! —ψιθύρισε το δέντρο— Στόλισέ με και εμένα έτσι!
— Μακάρι να μπορούσα! Πικρογέλασε το παιδί.
— Προσπάθησε, σε παρακαλώ. Ίσως αυτά, ξέρεις, να 'ναι τα στερνά μου Χριστούγεννα, να μην δω άλλα.
— Γιατί το λες αυτό;
— Άκουσα ότι θα πλατύνουν το δρόμο, πελέκι ή ξεριζωμός με περιμένει, ένα από τα δύο... Δεν είμαι σίγουρο ακόμα.
Το παιδί σκέφτηκε ότι θα κατεδάφιζαν το ετοιμόρροπο κτίριο με το ξεχαρβαλωμένο πλυσταριό, το καταφύγιό του. Σε λίγο δεν θα 'χε ούτε 'κείνο πού να μείνει. Σε κάποιο χαρτόκουτο ίσως;
— Στόλισε με! Παρακάλεσε άλλη μια φορά το δέντρο. Το παιδί κοίταξε ολόγυρά του.
— Με τι; Απόρησε.
— Ό,τι να 'ναι... κάτι θα βρεις εσύ!! Δεν μπορεί.
— Καλά... Αφού το θέλεις τόσο πολύ, κάτι θα βρω να σε στολίσω...
Συμφώνησε το παιδί κι άρχισε να ψάχνει.

Τα στολίδια

Εκείνη τη στιγμή, λες και κάτι ψυχανεμίστηκε ο ουρανός, έπιασε να χιονίζει, το χιόνι έπεφτε πυκνό... Χάδι απαλό σκέπαζε ανάλαφρα με πάλλευκες νιφάδες στα ολόγυμνα κλωνιά του παραμελημένου δέντρου.
Πήρε τότε το μάτι του παιδιού κάτι να αστράφτει λίγο παραπέρα. Μια παρέα πλουσιόπαιδα, που είχαν περάσει από το δρόμο λίγο νωρίτερα, είχαν πετάξει χρωματιστά χρυσόχαρτα από τις καραμέλες που έτρωγαν με λαιμαργία τη μια μετά την άλλη. Το αγόρι μάζεψε ένα ένα τα πεταμένα χρυσόχαρτα, τα μάλαξε με τα δάχτυλά του και έπλασε αστραφτερές πράσινες μπλε και βυσσινόχρωμες μπαλίτσες, μετά ξήλωσε τα κουμπιά του φθαρμένου παλτού και με τις κλωστές κρέμασε τις φανταχτερές μπαλίτσες στα χιονοσκέπαστα κλωνιά του δέντρου.
— Ευχαριστώ! Είπε το δέντρο, ανατριχιάζοντας απ' τη χαρά του.

— Με τι άλλο άραγε να το στολίσω; Μονολόγησε το παιδί.
Λες κι είχε ακούσει τα λόγια του, μια νοικοκυρά τρεις δρόμους παρακάτω άδειασε με φόρα απ' το παράθυρο μιας κουζίνας μια λεκάνη με σαπουνάδα σε μια πλακόστρωτη αυλή. Ο άνεμος πήρε ένα πανάλαφρο σύννεφο από σαπουνόφουσκες και τις ταξίδεψε παιχνιδίζοντας μαζί τους, το αγόρι τις είδε να πλησιάζουν στραφταλίζοντας στο φεγγαρόφωτο, τις κοίταξε με τέτοια λαχτάρα που εκείνες, λες και κατάλαβαν την επιθυμία του, άφησαν τον άνεμο να τις φέρει ένα - δυο γύρους και να τις κρεμάσει στα κλωνιά του δέντρου.
— Όσο πάω κι ομορφαίνω! Καμάρωσε το δέντρο.
— Σίγουρα ομορφαίνεις! Συμφώνησε το αγόρι σφίγγοντας γύρω του το παλτό γιατί έκανε πολύ, πάρα πολύ κρύο...
— Κοίτα! Έρχονται!
Ένα φωτεινό σύννεφο πλησίαζε τρεμοπαίζοντας στο σκοτάδι.
— Ελάτε! Τις κάλεσε με το βλέμμα το παιδί.
Και οι πυγολαμπίδες, λάμψεις αλλόκοσμες, τρεμοσβήνοντας ονειρικά, κάθισαν νεραϊδένιες γιρλάντες στα κλωνιά του δέντρου.
Το κρύο γινόταν όσο πήγαινε πιο τσουχτερό. Το χιόνι έπεφτε ολοένα πιο πυκνό. Το αγόρι σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και τότε το είδε! Είδε το πεφταστέρι κι εκείνο, λες και συνάντησε το βλέμμα του, διέγραψε στο σκοτάδι μια φαντασμαγορική χρυσαφένια τροχιά και ακούμπησε απαλά στην κορφή του δέντρου.
Και ήταν τώρα πράγματι όμορφο το δέντρο λουσμένο στο φεγγαρόφωτο με τα χρυσαφένια μπαλάκια να στραφταλίζουν, τις σαπουνόφουσκες να σιγοτρέμουν, τις πυγολαμπίδες να αναβοσβήνουν κέντημα δαντελένιο στα χιονισμένα του κλωνιά και το πεφταστέρι ν' ανασαίνει χρυσαφένιο φως στην κορφή του.
— M' έκανες τόσο, μα τόσο όμορφο - είπε το δέντρο στο παιδί - Σ' ευχαριστώ πολύ. Σ' ευχαριστώ αληθινά... Πόσο θα 'θελα να μπορούσα να σου χάριζα κι εγώ ένα δώρο...
— Μπορείς! Αποκρίθηκε το παιδί χουχουλίζοντας τα χέρια - Άσε με, σε παρακαλώ, να καθίσω στη ρίζα σου για λίγο. Νιώθω τόσο, μα τόσο κουρασμένο, πονάω... και δεν έχω πού να πάω...
— Αμέ! Έλα, κάθισε. Κάθισε στη ρίζα μου όσο θέλεις. Είπε το δέντρο.
— Και να δεις... Θα κάνω εγώ μια ευχή για σένα.
Το παιδί σήκωσε το γιακά, τυλίχτηκε στο παλιό του πανωφόρι, κάθισε στο χιονοσκέπαστο πεζοδρόμιο, αγκάλιασε το κορμί του δέντρου και σφίχτηκε όσο μπορούσε πιο κοντά του.


Το ταξίδι
Το χιόνι έπεφτε γύρω του. Πάνω του πυκνό. Όλο του το σώμα έτρεμε, τα χέρια του είχαν μουδιάσει, τα δόντια του χτυπούσαν. Έκλεισε τα μάτια για να τα προστατέψει από τις ριπές του χιονιού, όταν ξαφνικά —τι παράξενο— άκουσε εκείνον τον ήχο... Τον ήχο τον χαρμόσυνο! Κουδουνάκια τρόικας! Ένα μαστίγιο ακούστηκε να κροταλίζει, άλογα να καλπάζουν ρυθμικά.
Άνοιξε τα μάτια. Απίστευτο! Στα μελανιασμένα χείλη του άνθισε ένα χαμόγελο. Από βάθος του δρόμου, θαμπά στην αρχή, αλλά όλο και πιο ξεκάθαρα, την είδε. Είδε την παραμυθένια τρόικα με τα ασημένια κουδουνάκια να πλησιάζει φορτωμένη δώρα διαλεχτά. Την οδηγούσε ένας ροδομάγουλος αμαξάς με γούνινο σκούφο, κόκκινη μύτη και πυκνή κυματιστή γενειάδα. Πίσω από την τρόικα κάλπαζαν στρατιώτες με πορφυρές στολές, καβάλα σε περήφανα άλογα στολισμένα με χρυσαφένιες φούντες...
Παραξενεύτηκε το παιδί. Πώς βρέθηκε εδώ αυτή η τρόικα φορτωμένη τόσα δώρα; Και οι καβαλάρηδες; Κάπου τους ήξερε. Κάπου τους είχε ξαναδεί!
H τρόικα σταμάτησε μπροστά του, τα άλογα χρεμέτισαν, ο αμαξάς χαμογέλασε, από το παράθυρο της άμαξας πρόβαλε το πρόσωπο της πριγκιποπούλας.
— Τι όμορφο δέντρο! —Χαμογέλασε— Ποιος να το στόλισε άραγε;
— Εγώ! Αποκρίθηκε το παιδί.
— Αλήθεια;
— Ναι.
— Έλα μαζί μου τότε. Έλα να στολίσεις έτσι όμορφα και το έλατο του βασιλιά, να ζήσεις στο παλάτι μας παντοτινά.
— Δεν πάω πουθενά χωρίς το δέντρο μου! Απάντησε το αγόρι.
H πριγκιποπούλα έδωσε τότε εντολή και οι στρατιώτες του βασιλιά έσκαψαν βαθιά, πήρανε το δέντρο μαζί με τις ρίζες του και το φύτεψαν σε μια πορσελάνινη γλάστρα, μετά το φόρτωσαν στην τρόικα.
Γελώντας πρόσχαρα, ο αμαξάς άπλωσε το χέρι του, βοήθησε το παιδί να ανέβει στην άμαξα να κάτσει πλάι του, τα άλογα στράφηκαν, τον κοίταξαν με τα μεγάλα τους μάτια και ρουθούνισαν ανυπόμονα.
Όλα τα κτίρια, όλα τα φανάρια, όλες οι βιτρίνες, τα πάντα, είχαν τώρα εξαφανιστεί. Μπροστά τους ανοιγόταν μια απέραντη στέπα κι εκεί στο βάθος μέσα από τα διάφανα πέπλα του χιονιού αχνοφαίνονταν μαγευτικοί οι μεγαλόπρεποι τρούλοι κι οι αψιδωτές πύλες του οπάλινου παλατιού!
Ο ροδομάγουλος αμαξάς τράβηξε τα γκέμια. Κροτάλισε το μαστίγιο, τα άλογα χύθηκαν χλιμιντρίζοντας μπροστά, καλπάζοντας όλο και πιο γοργά... λες κι είχανε φτερά... Σε λίγο η τρόικα κι η ακολουθία της είχαν χαθεί στο βάθος της χιονισμένης στέπας.
Το χιόνι που συνέχισε ολοένα πιο πυκνό το σιωπηλό χορό του έσβησε σχεδόν αμέσως τα ίχνη από τις ρόδες και τα πέταλα των αλόγων..
Λένε οι παλιοί...
Λένε οι παλιοί ότι το πεζοδρόμιο εκείνο ήταν κάποτε κάπως πιο φαρδύ, ότι φύτρωνε κάποτε κάποιο δέντρο εκεί.
Διηγούνται επίσης οι παλιοί ότι ένα χριστουγεννιάτικο πρωί βρήκαν στη ρίζα του δέντρου ξεπαγιασμένο ένα παιδί σκεπασμένο από το χιόνι, τυλιγμένο σ' ένα τριμμένο παλτό χωρίς κουμπιά, με ένα γαλήνιο χαμόγελο, ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
Λένε ακόμα ότι από τότε κάθε παραμονή Χριστουγέννων, γύρω στα μεσάνυχτα, κάτι παράξενο συμβαίνει, κάτι που κανείς δεν μπορεί να το εξηγήσει. Ένα σμάρι πυγολαμπίδες τριγυρνούν επίμονα τρεμοσβήνοντας σε εκείνο το σημείο, λες και κάτι αναζητούν, λες και γυρεύουνε να θυμηθούνε κάτι, ότι ένας άνεμος αναπάντεχος φέρνει, ποιος ξέρει από πού, ανάλαφρες σαπουνόφουσκες και χρυσόχαρτα αστραφτερά, ενώ την ίδια στιγμή ένα υπέροχο πεφταστέρι διαγράφει στον ουρανό μια φαντασμαγορική τροχιά και πέφτει στο σημείο ακριβώς εκείνο.
Έτσι λένε...
Ποιος ξέρει;

[πηγή: Ευγένιος Τριβιζάς, εφ. Τα Νέα, 24 Δεκεμβρίου 2003]
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Υπέροχη ιστορία του Ευγένιου Τριβιζά με την
αριστουργηματική εικονογράφηση
του Νικόλα Ανδρικόπουλου.
Το 2009 το παραμύθι του Ευγένιου Τριβιζά
μεταμορφώθηκε σε μια ταινία μικρού μήκους
με τη συνεργασία του ίδιου του συγγραφέα
και του Παναγιώτη Ράππα.
Τα 30 λεπτά της ταινίας,
ντύνονται με την υπέροχη μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου και τις ερμηνείες του Μπάμπη Τσέρτου
και της Φωτεινής Δάρρα.
Μπορείτε να παρακολουθήσετε την ταινία εδώ.
 
 
 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
εικόνα

Το σκιουράκι – Ερωτική ιστορία...



Ήταν που λέτε μια φορά ένα σκιουράκι. Ούτε όμορφο, ούτε άσχημο. Ούτε έξυπνο, ούτε και κουτό. Ένα συνηθισμένο σκιουράκι ήτανε, που θα μοιαζε μ’ όλα τα άλλα, αν δεν είχε μια παράξενη συνήθεια.
Μόλις σουρούπωνε , το σκαγε απ’ τη φωλιά του και πήγαινε και στηνότανε στην άκρη του δάσους, δίπλα στο ποτάμι, καρτερώντας τα ζώα που πήγαιναν να πιούν νερό….
Περνούσαν λέαινες, ζαρκάδια κι αρκούδες και λαγοί και ασβοί και βατραχάκια…
Το σκιουράκι ένοιωθε πως με όλα έμοιαζε λιγάκι, πως όλα τους είχανε κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό. Έτσι, τα σταματούσε όλα, τα κοίταζε στα μάτια και τα ρωτούσε:
- Μπορείς να μ’ αγαπάς?
Τα πιο πολλά γελούσαν. Άλλα δεν έμπαιναν καν στον κόπο ν’ απαντήσουν. Κι άλλα του λέγανε: Δεν έχω χρόνο – ή δεν ξέρω τι είναι ν αγαπάς….



Κι αυτό γινότανε κάθε σούρουπο κι έτσι είχαν τα πράγματα, ώσπου, μια μέρα, το σκιουράκι ξαναρώτησε κι ένας ασβός του χαμογέλασε και του είπε:
- Μπορώ. Έλα ν αγαπηθούμε.
- Μπορείς? Πόσο χαίρομαι!
- Πες μου όμως, τι πα’ να πει ν αγαπηθούμε?
- Λοιπόν, το πιο σπουδαίο είναι να μη βιαστείς να καταλάβεις. Και τώρα άκου: Ν’ αγαπηθούμε, πρώτα-πρώτα πά’ να πει να κοιταζόμαστε στα μάτια.
Κι έτσι κοιταζόντουσαν στα μάτια για μερόνυχτα….
- Τώρα αγαπιόμαστε?
- Όχι βέβαια. Αλοίμονο αν ήταν τόσο απλό. Ν’ αγαπηθούμε πά’ να πει και να φτιάξουμε κάτι μαζί.
Κι έφτιαξαν πράγματα μαζί. Κι ήταν τόσο χαρούμενα! ...
- Τι ωραίο να σ’ αγαπάω!
Τώρα δεν αγαπιόμαστε?
- Όχι ακόμα. Για ν αγαπηθούμε πα να πει και να χουμε κάτι ο ένας απ τον άλλον. Έλα ν αλλάξουμε χρώματα. Δως μου λίγο απ το καστανόμαυρο τρίχωμα σου κι εγώ θα σου δώσω απ το κίτρινο των ματιών μου.
Κι έτσι έκαναν...
Το σκιουράκι καθρεφτίστηκε στα μάτια του ασβού και καμάρωσε την κίτρινη λάμψη τους στα δικά του μάτια. Κι ύστερα του χάρισε το πιο γλυκό καστανόμαυρο τρίχωμα που είχε στην πλάτη του.
- Τώρα αγαπιόμαστε?
- Όχι, όχι ακόμα. Μας μένει το πιο δύσκολο. Πρέπει ν αγκαλιαστουμε σφιχτά, πολύ σφιχτά, και να τρέξουμε στον ήλιο, καβαλώντας μια αχτίδα από φως. Έλα, με το ένα, με το δύο, με το τρία, να προλάβουμε αυτήν εκεί την αχτίδα.
- Ένα, δύο, τρία, εεεεεεεε... ώπ!
- Τώρα αγαπιόμαστε?
- Τώρα.


Και που λέτε όσο κι αν φαίνεται παράξενο, κάπως έτσι έγιναν κι έτρεχαν για τον ήλιο. Κι άρχισε να πέφτει μια βροχή, γλυκιά σα μέλι. Ήταν τα δάκρυα της χαράς τους, που απ την τεράστια ταχύτητα – που ζάλισε όλα τα πουλιά κι όλα τ αστέρια – έγιναν ένα ...
Κι ύστερα βγήκε απ τον ουρανό τόξο τόσο λαμπερό, που όλοι στη γη βάλανε το χέρι πάνω από τα μάτια να μην τυφλωθούνε, κι αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί πάνω απ τα σύννεφα...
Και πέρασε καιρός. Να τανε χρόνια, να τανε ένα λεπτό μονάχα, κανένας δε θα μπορούσε να μας πει, γιατί ο χρόνος είναι άχρονος, μέχρι που ο ασβός ψυθίρισε:
- Κουράστηκα. Μη σου κακοφανεί. Μπορεί και να ζαλίστικα από το τρέξιμο. Θα θελα να γυρίσω πίσω.
- Κουράστηκες? Όμως, δεν τρέχουμε πατώντας στο χώμα. Είναι το φως που μας κουβαλάει. Δεν είναι κουραστικό.
- Για μένα είναι. Έπειτα το χω ξανακάνει. Λίγοι αντέχουν δεύτερη φορά. Ειναι επικίνδυνο. Γυρίζω πίσω...
Αυτά είπε. Και με πολύ μεγάλη ευκολία, πήδηξε πάνω σε ένα μετεωρίτη που κατέβαινε στη γη και χάθηκε...
- Μη φεύγεις, φώναξε το σκιουράκι. Φοβάμαι πως δε θα μπορέσω ποτέ πια να σταματήσω, κι είναι αστείο να τρέχω μόνο μου στον ουρανό...
Όμως, τη φωνή του την άκουσε μονάχα το σκοτάδι, κι ίσως – δε σας τ ορκίζομαι - το φεγγαράκι που πρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο δειλά.
- Εεεεεε ... ωωωωωωω... Είναι κανείς εδώ? Δεν έχει νόημα πια να πάω στον ήλιο. Ποιός θα μπορούσε να μου πει πως θα ξαναγυρίσω πίσω?
Αλλά το σύμπαν εκείνη τη στιγμή ήταν άδειο, κι έτσι δεν του απάντησε κανείς.
- Μου φαίνεται πως τώρα τρέχω πιο γρήγορα από πρώτα. Κι άρχισα να κρυώνω. Κι αν τρέχω έτσι μόνο μου για πάντα? Εεεεε .... ωωωωω.... Βοήθεια! Δεν είναι κανείς εδώ?
Τότε μια μικρή φωνούλα έφτασε στ αυτιά του, τόσο γλυκιά και σιγανή σαν να βγαινε από μέσα του.
- Ψιτ, ψιτ! Σκιουράκι!
- Μου μίλησε κανείς? Τίποτα δε βλέπω.
- Ψιτ, εδώ δίπλα στην κοιλιά σου. Είμαι η ηλιαχτίδα που σε κουβάλησε μαζί με τον ασβό βόλτα στο Γαλαξία. Ακόμα πάνω μου τρέχεις. Άκου. Εγώ μόνο μπορώ να σε γυρίσω πίσω. Πρώτα θα μπούμε σε τροχιά γύρω απ τη γη., κι έτσι ύστερα σιγά – σιγά θα κατεβούμε. Μόνο που έχω τρέξει άπειρα χιλιόμετρα κι ενέργεια μου έχει σχεδόν εξαντληθεί. Για να γυρίσουμε, θα πρέπει να θυσιάσεις κάτι από σένα, να το καίω, να γεμίζω τις μπαταρίες μου, να προχωράμε...
- Ότι πεις. Τι θες να θυσιάσω?
- Ξέρω κι εγώ? ... το τρίχωμα σου, τις πατούσες σου, ένα κομμάτι απ την καρδιά σου...
- Το τρίχωμα μου και οι πατούσες μου είναι δικά σου. Μόνο που καρδιά δεν έχω πια. Την πήρε ο ασβός μαζί του. Κι αυτό δεν αλλάζει...
- Εντάξει, παίρνω τις πατούσες σου. Ελπίζω να μας φτάσουν. Καιώ την πρώτη... Μην πονάς πολύ. Μην κλαις, δεν το αντέχω. Ησύχασε. Κρατήσου τώρα. Αλλάζουμε πορεία.
Κι έτσι μπήκανε σε τροχιά... Το σκιουράκι, μ ένα πόδι, κοίταζε τη γη – τόσο μικρούλα – κι όμως του φάνηκε πως διέκρινε στο δάσος τον ασβό του. Κι ήταν το κέντρο της γης ο ασβός γι αυτόν. Μόνο εκείνος μέτραγε εκεί κάτω. Τίποτα άλλο.
- Παράξενο να μπαίνεις σε τροχιά. Το κέντρο της ζωής σου είν αυτό το κάτι που τρέχεις γύρω του. Κι όμως είναι άσκοπο να τρέχεις, γιατί δεν μπορείς να το φτάσεις, ούτε και να ξεφύγεις απ αυτό...
- Σσσσσς! Μη μιλάς, δάγκωσε τα χείλη, είπε η ηλιαχτίδα... Καίω τη δεύτερη πατούσα. Κατεβαίνουμε ...
Κι αρχίσανε να κατεβαίνουν κάνοντας τούμπες στον αέρα, μέσα σε ρεύματα τόσο τρελλά, που όλα δείχνουν πως δίχως άλλο θα γκρεμοτσακιστούνε. Το σκιουράκι δίχως πόδια, κι η γη να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, το δάσος να φαίνεται πια καθάρα, τα δέντρα, τα πουλάκια, του ποτάμι και ξαφνικά...
Πλάτς! ... Και μετά τίποτα...

Όταν το σκιουράκι, ύστερα από ώρα, άρχισε να συνέρχεται, πόναγε σ όλο του το κορμί. Όμως κατάλαβε πως κάποιος ήταν κοντά του και του βαζε οινόπνευμα κι ύστερα του φυσούσε τις πληγές για να μην τσούζει, και του βαζε επιδέσμους και το χάιδευε....
- ο ασβός μου, σκέφτηκε κι άνοιξε τα μάτια.
Όμως είδε να σκύβει από πάνω του ένας κάστορας. Ήταν ένας μικρόσωμος κανελής κάστορας μ αστεία μουσούδα, που όμως το βλέμμα του ήταν τόσο φωτεινό, που σαν σε κοιτούσε νόμιζες πως λαμπύριζαν πυγολαμπίδες στα μάτια του.
Κι είχε ένα χαμόγελο τόσο, μα τόσο τρυφερό, που το σκιουράκι ούτε να δακρύσει από ευγνωμοσύνη δεν μπορούσε. Κοιτάζονταν σιωπηλά ώρα πολλή. Ύστερα ο κάστορας ρώτησε κάτι που το σκιουράκι άπειρες φορές είχε ρωτήσει παλιά, όταν ήταν ανυποψίαστο για όλα....
- Μπορείς να μ αγαπάς?
Το σκιουράκι αναστέναξε χωρίς καθόλου λύπη.
- Φοβάμαι πως δε μπορώ. Δεν έχω πια καρδιά για να σ αγαπήσω...
- Δεν πειράζει. Αν το θες, θα σου δώσω ένα κομμάτι απ΄τη δική μου.
- Όμως ν αγαπηθούμε πα να πει να τρέχουμε μαζί – κι εγώ δεν έχω πόδια.
- Να τρέχουμε, έτσι άσκοπα, γιατί? Ν αγαπηθούμε πα να πει να κάνουμε μαζί ένα δρόμο, όπως μπορούμε. Το πιο σπουδαίο είναι να μαστε οι δυό μας, και όχι πόσο γρήγορα θα τρέξουμε, ούτε που θα πάμε...
Μικρό μου σκιουράκι, αν μπορείς να μ αγαπάς θα σου φτιάξω δεκανίκια από ξύλο αγριοτριανταφυλλιάς. Κι αν δε θες, θα σε μάθω να περπατάς με τα χέρια. Κι αν κουραστείς, θα σε πάρω αγκαλιά και θα ναι πιο όμορφα, γιατί θ ακούω την ανάσα σου κι η μυρωδιά σου θα μπει μέσα στο πετσί μου και δε θα ξέρουμε αν είσαι εσύ ή εγώ, εγώ ή εσύ, θα είμαστε εμείς....
Τι έγινε μετά κανείς δεν έμαθε στα σίγουρα – κι εγώ που να ξέρω?
Λένε πως τους είδανε να φεύγουν για την Ανατολή, περπατώντας και οι δυο με τα χέρια, και να γελάνε, να γελάνε... Ο απόηχος απ το γέλιο τους ξέμεινε στα φυλλώματα των δέντρων.
- Λένε ...
Πάντως ποτέ – μα ποτέ – κανείς δεν τους ξανάδε πια!

 Λίλη Λαμπρέλλη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 Είμαι παραμυθού, με την έννοια ότι λέω παραμύθια από την προφορική παράδοση και γράφω μικρές ιστορίες με δομή παραμυθιού - τα τελευταία χρόνια και θεωρητικές σκέψεις πάνω στα παραμύθια, τους συμβολισμούς και την αφήγησή τους. Με ρίζες στη Μυτιλήνη και τη Μικρασία, γεννήθηκα το 1952 στον Πειραιά. Σπούδασα νομικά και δούλεψα (για λίγο) δικηγόρος στην Αθήνα και (για πολύ) μεταφράστρια στο Λουξεμβούργο και τις Βρυξέλλες, όπου και ζω εδώ και πάνω από δυο δεκαετίες. Από το 1998 που αφηγούμαι λαϊκά παραμύθια, νιώθω ότι ανήκω στη συντεχνία των παραμυθάδων, "την ευγενική γενιά των σαλτιμπάγκων" που λέει κι ο δάσκαλός μου, ο Ανρί Γκουγκό. Από τις μικρές ιστορίες που έγραψα, το "Κρυμμένο νερό", με τις εξαίσιες ζωγραφιές της Φωτεινής Στεφανίδη, πήρε το 2011 το βραβείο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

8 Δεκεμβρίου 2015

Χαμένη πάλι μες στην πόλη τριγυρνάς...

       


Χαμένη πάλι μες στην πόλη τριγυρνάς...
Δεν θέλεις την οχλαγοή να αποφύγεις...τα μάτια σου να κλείσεις γύρω σου αρνείσαι και αδυνατείς....τη θλίψη να ξορκίσεις προσπαθείς...
Κάθε σου βήμα μες στης πόλης τα στενά...έρχεται μια εικόνα δυνατή την πρω'ι'νή σου τη χαρά να σου κλαδέψει...να στην κλέψει...
Οπλίζεσαι...και μελετάς...σελίδες αποστήθισες από μικρός....στις δυσκολίες να αντέχεις....
Φοράς την πανοπλία σου και τον εχθρό να τον νικήσεις βάζεις σκέψεις στο μυαλό σου και τολμάς...μα ξέρεις άραγε ποιός είναι ο εχθρός ?
Είναι φορές που εσύ μπερδεύεσαι...και να τον ξεχωρίσεις δεν μπορείς...
Άλλες πάλι σαν εύκολο σου φαίνεται...ευθύνες χρόνων δυνατές...στους άλλους να φορτώσεις...
Μην ξεγελιέσαι μάτια μου.. και σε διλλήμματα αμφίβολα.. τον νου σου υποβάλλεις...
Μέσα στο παιχνίδι της ευθύνης σου.. παντού ..κρυμμένος κατοικείς κι εσύ βαθιά....
Σε ξεγελάσανε μου λες...τα όνειρα σου κλέψαν μια βραδιά....
Μα εσύ την πόρτα άφησες να μπουν ...να σε τρυγήσουνε ...ανέμελα σου άρεσε.. άλλοι να δρουν για σένα...σταμάτα ...πάψε το λοιπόν...δόντια να τρίζεις...στους υποτιθέμενους εχθρούς...που τη ζωή σου κυβερνάν...
Σκληρός γίνε κριτής για σένανε...και πάρε το μερίδιο του τρύγου ...του κλαδέματος...και των ονείρων το φευγάτο σου ταξίδι...
Λίγοι...λειψοί...και άβουλοι ...αυτοί που τάχθηκαν...που ψεύτικα τα όνειρα σου τάξανε δε λέω....
Τάχατες γιατί κρύβοσουν την ώρα της αλήθειας...της ευθύνης σου μπροστά ?
Είναι που εύκολα το μάσαγες το ψέμμα τους και το κατάπινες...είναι και που σε βόλευε η κατηφόρα που έτρεχες...με το ποδήλατο το γρήγορο ...που πάντα οδηγούσες...
Μην κλαψουρίζεις τώρα εσύ...που επιστροφή στην ανηφόρα σου ...θα πρέπει με το ίδιο το ποδήλατο...ξανά να επιστρέψεις...
Η άνοδος και η κάθοδος...αντίθετες οι δυο αυτές οι λέξεις...
Σαν τη μια μονάχα εδιδάχθηκες...τα χρόνια κι αν επέρασαν...και απέφυγες...και ξέφυγες...καιρός να διδαχθείς και για την άλλη...
Τόση σοφία χρόνων ...που θα έπρεπε να κουβαλάς...είναι ώρα να την χρησιμοποιείς...και από το σκοτεινό το τούνελ σου να βγεις....
Πάντα στην άκρη εκεί του... σκοτεινού του ανήλιαγου του τούνελ...μια ηλιαχτίδα φωτεινή...ίσως να σε προσμένει....
Σου τόπαν και στο γράψανε πολλές φορές...και ποιητές....και συγγραφείς...μα και πραματευτάδες της αληθινής ζωής...κοντά σου σαν βρεθήκαν....και τα φώτα να σου ανάψουν προσπαθήσαν...
Μα εσύ αρνήθηκες πολλές φορές...τον εσωτερικό σου θάνατο προτίμησες...μπρος στη γεύση και στην ευχαρίστηση...των πρόσκαιρων...των ψεύτικων των απολαύσεων....που η ευκολία σου προσφέρει...και τώρα εσύ περίλυπος κοιτάς προς τα συντρίμμια.... 
Μην επιτρέψεις ...μην αφεθείς...μονάχος σου αντιστάσου...στο θάνατο που άπλωσαν ...που καθημερινά...σαν μόνη λύση σου προτείνουν...
Δεν είναι λύση ο θάνατος....και λύση είναι η ίδια η ζωή....που μέσα από τα δύσκολα ...τα αφώτιστα κι αν φαίνονται τα τούνελ...το μάτι συνεχίζει να σου κλείνει....θα το αρνηθείς ?
Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Μη βαρεθείς και ξαναδιάβασε ..το μικρό αυτό το απόσπασμα του Μεγάλου  Γιάννη Ρίτσου :

  "Δύσκολες ώρες, στον τόπο μας. Κι αυτός ο περήφανος,
γυμνός, ανυπεράσπιστος, ανήμπορος, αφέθηκε να τον βοηθήσουν·
εγγράψαν υποθήκες πάνω του·πήραν διακιώματα· αξιώνουν·
μιλάνε για λογαριασμό του· του ρυθμίζουν την ανάσα, το βήμα·
τον ελεούν· τον ντύνουν μ' άλλα ρούχα ξέχειλα, χαλαρωμένα·
του σφίγγουν μ' ένα καραβάσκοινο τη μέση. Εκείνος,
μέσα στα ξένα ρούχα, ούτε μιλάει κι ούτε πια χαμογελάει
μη και φανεί που ανάμεσα στα δόντια του κρατάει (ως και την ώρα
του ύπνου)
σφιχτά σφιχτά, σαν ύστατο οβολό του, ( μόνο τώρα βιος του)

γυμνό, απαστράπτοντα κι ανένδοτο, το θάνατό του."

(Γιάννης Ρίτσος) 

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Πίνακας ζωγραφικής το αύριο....



Ας την περπατήσουμε κι αυτήν τη μέρα...
 σιγανά κι ελπιδοφόρα... μαζί....για την ελπίδα μας κινώντας...
 
Λέμε αύριο..λέμε αύριο...κάθε μέρα αύριο...Λέξη μαγική το αύριο...
Αναβολή της απελπισίας..
διωγμός της συνειδητοποίησης...εξορία του τέλους....
Μα θάρθει το αύριο ?
Θάρθει το αύριο...
Πάντα έρχεται το αύριο....
Πίνακας ζωγραφικής το αύριο....
Στο κάδρο του χωράμε όλοι ?
θα φτάσουνε τα ''χρώματα'''για να μας ζωγραφίσουν ?
Θάμαστε θαμώνες αυτής της ζωγραφιάς του αύριο
 ή τάχατες εκεί στην άκρη εμείς δεν θα χωράμε?
Εσύ μου λες πως θα χωρέσουμε...
Κι εγώ που τόσο επιθυμώ να σε πιστέψω...
τρέχω στο κάδρο μέσα να κρυφτώ....
Ένα μικρό αποτύπωμα ζητώ...σαν μια φωτογραφία της στιγμής εγώ να μείνω....
Μέσα στο κάδρο που ζωγράφισες εσύ...που στάθηκες πιο δυνατός ζωγράφος....
Είναι καμμιά φορά οι αδύναμοι που μοιάζουνε...να είναι οι δυνατοί....
Τα σκόρπια μου κομμάτια ...τι ζωγραφιά θα γίνονταν σε κάδρο κρεμασμένο ?
Είναι που σαγαπάω πια..και στο δικό σου κάδρο ...ονειρεύτηκα να μπω...
Μας κάνει πάντα ο έρωτας...η ανάγκη του η μεγάλη...τις ζωγραφιές να κυνηγούμε....
Σοφία Θεοδοσιάδη..
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

7 Δεκεμβρίου 2015

Ελένη Καραΐνδρου- νοσταλγικό σε 5/8

Ελένη Καραΐνδρου- νοσταλγικό σε 5/8



,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Μια φορά κι ένα καιρό
Ήταν ένα γραμμόφωνο




"Το παραμύθι ενός ραγισμένου έρωτα" Μενέλαος Λουντέμης 

 

Μια φορά κι ένα καιρό
Ήταν ένα γραμμόφωνο
Ένα ολομόναχο γραμμόφωνο
Μα μπορεί και να μην ήτανε γραμμόφωνο
Και να 'ταν μόνο ένα τραγούδι
Που ζητούσε ένα γραμμόφωνο
Για να πει το καημό του...

Μια φορά κι ένα καιρό
Ήταν ένας Έρωτας
Ένας ολομόναχος Έρωτας
Που γύριζε με μια πλάκα στη μασχάλη
Για να βρει ένα γραμμόφωνο
Για να πει το καημό του...

" Έρωτα μη σε πλάνεψαν
Άλλων ματιών μεθύσια
Και μεσ' τα κυπαρίσσια
Περνάς με μι' άλλη νια;
Έρωτ' αδικοθάνατε
Έρωτα χρυσομάλλη
Αν σ' είδαν με μιαν άλλη
Ήταν η Λησμονιά..."

Μια φορά κι ένα καιρό
Δεν ήταν ένας έρωτας
Δεν ήταν ένας πόνος
Ήταν μισός έρωτας, μισός πόνος
Και μια μισή πλάκα
Που 'λεγε το μισό της σκοπό...

" Έρωτα μη σε… Έρωτα μη σε…
Έρωτα μισέ… Έρωτα μισέ…"

Θε μου
Μα δε βρίσκεται ένα χέρι
Ένα πονετικό χέρι
Για ν' ανασηκώσει τη βελόνα
Και ν' ακουστεί ξανά
Ολόκληρος ο Έρωτας
Ολόκληρο το τραγούδι...

"Έρωτα μη σε σκότωσαν
Τα μαγεμένα βέλη;
Έρωτα Μακιαβέλι
Τα μάτια που σε λάβωσαν
Με δάκρυα πικραμένα
Καρφιά 'ταν πυρωμένα
Και μπήχτηκαν βαθιά..."


 ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

ΓΡΑΜΜΑΤΑ- Κρισναμούρτι....


«Γράμμα 1»
Να είσαι πνευματικά ευέλικτη. Η δύναμη δεν βρίσκεται στο να είναι κανείς άκαμπτος και σταθερός, αλλά στο να είναι ευλύγιστος. Το ευλύγιστο δέντρο αντέχει στη θύελλα. Μάζεψε όλη τη δύναμη που δίνει ένας γρήγορος νους.
Η ζωή είναι παράξενη· συμβαίνουν τόσα πράγματα εκεί που δεν τα περιμένει κανείς, ώστε απλώς με το ν' αντιστέκεται  σ' αυτά δεν πρόκειται να λύσεις κανένα πρόβλημα. Χρειάζεται να έχει κανείς τεράστια ευλυγισία και σταθερή καρδιά.
Η ζωή είναι σαν μια κόψη ξυραφιού και πρέπει να περπατήσει κανείς πάνω σ' αυτό το μονοπάτι με εξαιρετική προσοχή και ευέλικτη σοφία.

Η ζωή είναι πολύ πλούσια, έχει τόσους πολλούς θησαυρούς κι εμείς την πλησιάζουμε με άδειες καρδιές· δεν ξέρουμε πώς να γεμίσουμε τις καρδιές μας με την αφθονία της ζωής. Ενώ είμαστε φτωχοί μέσα μας, όταν μας προσφέρονται τα πλούτη της τ' αρνιόμαστε. Πάμε στο πηγάδι για νερό κρατώντας δαχτυλήθρα κι έτσι η ζωή καταντάει μια κακόγουστη υπόθεση, ασήμαντη και μικρή.
Η αγάπη είναι επικίνδυνο πράγμα· φέρνει τη μόνη επανάσταση που δίνει απόλυτη ευτυχία. Είναι τόσο λίγοι εκείνοι από μας που μπορούν  ν' αγαπούν· τόσο λίγοι εκείνοι που θέλουν ν' αγαπούν. Αγαπάμε βάζοντας όρους, κάνοντας την αγάπη ένα εμπορεύσιμο πράγμα. Έχουμε νοοτροπία παζαριού, αλλά η αγάπη δεν είναι εμπορεύσιμη, δεν είναι ένα απλό «πάρε-δώσε». Είναι μια κατάσταση ύπαρξης όπου όλα τα ανθρώπινα προβλήματα είναι λυμένα.

Τι υπέροχο μέρος που θα μπορούσε να είναι η γη με τόση πολλή ομορφιά που υπάρχει, τόσο μεγαλείο, τόση άφθαρτη ομορφιά! Είμαστε παγιδευμένοι στον πόνο και δεν νοιαζόμαστε να ξεφύγουμε απ' αυτόν ακόμα κι όταν κάποιος μας δείχνει το δρόμο.
Δεν ξέρω, αλλά νιώθει κανείς να φλέγεται από αγάπη· υπάρχει μια άσβηστη φλόγα· νιώθει ότι έχει τόση πολλή απ' αυτήν μέσα του, που θέλει να τη δώσει σε όλους· και το κάνει. Είναι σαν ένα ποτάμι που κυλάει με ορμή, που ποτίζει και δίνει ζωή σε κάθε πόλη και χωριό· μολύνεται από τις ανθρώπινες βρωμιές που πέφτουν σ' αυτό, αλλά σύντομα τα νερά καθαρίζονται από μόνα τους και συνεχίζουν να τρέχουν. Τίποτα δεν μπορεί να καταστρέψει την αγάπη γιατί διαλύονται μέσα σ' αυτήν τα πάντα: το καλό και το κακό· το άσχημο και το όμορφο. Είναι το μοναδικό πράγμα που είναι αυτό το ίδιο αιωνιότητα.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Από το βιβλίο "Γράμματα σε Μία Νεαρή ΦίληΚείμενα"

ΣΗΜΕΙΩΜΑ: Tα «Γράμματα σε Μία Νεαρή Φίλη» εμφανίστηκαν για πρώτη φορά το 1986 στο βιβλίο της Pupul Jayakar, «KRISHNAMURTI-A BIΟGRAPHY», στο ΚΕΦΑΛΑIΟ 23, που έχει τον τίτλο, “HAPPY IS THE MAN WHΟ IS NΟTHING”: LETTERS TΟ A YΟUNG FRIEND.  Η  Pupul Jayacar, σε μια μικρή εισαγωγή που κάνει στο βιβλίο της, για να παρουσιάσει τα γράμματα αυτά γράφει:

«...Ο Κρισναμούρτι έγραψε τα γράμματα που ακολουθούν από τον Ιούνιο του 1948 ως τον Μάρτιο του 1960, για μια νεαρή φίλη που ήρθε κοντά του πληγωμένη στο σώμα και στην ψυχή. Στα γράμματα αυτά, όπου ξετυλίγεται ολόκληρη η διδασκαλία του Κρισναμούρτι, καθώς επουλώνουν τις πληγές εκείνης στην οποία απευθύνονται, αποκαλύπτεται μια σπάνια καλοσύνη και διαύγεια· ο χωρισμός και η απόσταση εξαφανίζονται, ενώ οι λέξεις κυλούν σαν χείμαρρος· ούτε μία δεν είναι περιττή· η επούλωση των πληγών και η διδασκαλία προχωρούν ταυτόχρονα...»

Τα «Γράμματα» δίνουν μ’ ένα μοναδικό τρόπο ολόκληρη τη διδασκαλία του Κρισναμούρτι, καθώς αυτή περνάει μέσα από τη φιλία που ένιωθε εκείνος για την παραλήπτρια αυτών των επιστολών.
                                                                
          
                                                                      
   

  <<  ΓΡΑΜΜΑ 18. >>         
Ταράζεται κανείς, ανησυχεί και μερικές φορές φοβάται. Αυτά, πράγματι συμβαίνουν. Είναι ατυχίες της ζωής. Σήμερα η ζωή είναι σαν μια συννεφιασμένη μέρα. Χτες ήταν ηλιόλουστη, αλλά τώρα βρέχει, συννεφιά και κρύο· αυτή η αλλαγή είναι αναπόφευκτη διαδικασία της ζωής. Ξαφνικά, γεμίζει κανείς από ανησυχία και φόβο· υπάρχουν αιτίες γι' αυτό, κρυμμένες ή αρκετά φανερές και μπορεί κανείς με λίγη επίγνωση να τις βρει αυτές τις αιτίες. Εκείνο που έχει σημασία είναι να έχει κανείς επίγνωση των γεγονότων και των ατυχημάτων και να μην τους δίνει το χρόνο να ριζώσουν, μόνιμα ή πρόσκαιρα. Και δίνει κανείς σημασία σ' αυτές τις αντιδράσεις όταν ο νους συγκρίνει· δικαιολογεί, καταδικάζει ή αποδέχεται. Πρέπει -ξέρεις- να βρίσκεται κανείς εσωτερικά, όλη την ώρα, σε ετοιμότητα χωρίς ένταση. Η ένταση εμφανίζεται όταν θέλεις κάποιο αποτέλεσμα, κι εκείνο που εμφανίζεται δημιουργεί κι άλλη ένταση που πρέπει να κοπεί. Άσε τη ζωή να κυλάει.
Είναι τόσο ολέθρια εύκολο να συνηθίσει κανείς σ' οτιδήποτε, σ' οποιαδήποτε ταλαιπωρία, σ' οποιαδήποτε απογοήτευση, σε οποιαδήποτε συνεχιζόμενη ευχαρίστηση. Μπορεί να προσαρμόσει κανείς τον εαυτό του σ' οποιεσδήποτε συνθήκες: σε μια τρελή ζωή όλο διασκέδαση ή σε μία ασκητική ζωή. Του νου τού αρέσει να δουλεύει μέσα σε αυλάκια, σε συνήθειες· κι αυτή η δραστηριότητα ονομάζεται, «ζωή». Όταν το δει κανείς αυτό ξεκόβει και δοκιμάζει να ζήσει μια ζωή που δεν χρειάζεται νόημα, αγκυροβόλια, ενδιαφέροντα. Τα ενδιαφέροντα, αν κανείς δεν είναι σε τρομερή εγρήγορση, μας ρίχνουν πίσω, σε κάποιο καλούπι ζωής. Μέσα σε όλα, μπορείς να δεις ότι η επιθυμία, το κίνητρο, είναι σε δράση· η επιθυμία να είσαι κάτι, να φτάσεις, να γίνεις κάποιος κ.λπ. Η επιθυμία είναι το κέντρο ακριβώς εκείνου μέσα μας που διαλέγει και όσο θα υπάρχει η επιθυμία ο νους θα μπορεί να λειτουργεί μόνο μέσα σε συνήθειες που είτε τις έχει φτιάξει μόνος του είτε του έχουν επιβληθεί. Το πραγματικό πρόβλημα είναι η απελευθέρωση από την επιθυμία.

 Μπορεί κανείς να παίξει διάφορα παιχνίδια στον εαυτό του, όπως ότι έχει ελευθερωθεί από την επιθυμία, από το κέντρο του εγώ, από τις επιλογές, αλλά να συνεχίζει τα ίδια κάτω από διαφορετικά ονόματα, κάτω από διαφορετικά ρούχα. Όταν κανείς δει την πραγματική σημασία της συνήθειας, του να συνηθίζει πράγματα, να διαλέγει, να δίνει ονόματα, να τρέχει πίσω από κάποιο ενδιαφέρον και τα παρόμοια, τότε, όταν υπάρχει επίγνωση όλων αυτών, τότε γίνεται το αληθινό θαύμα: το σταμάτημα της επιθυμίας. Πειραματίσου μ' αυτό, έχε επίγνωση όλων αυτών, από στιγμή σε στιγμή, χωρίς να έχεις καμιά επιθυμία να φτάσεις κάπου.

Ο ουρανός στο νότο κι ο ουρανός στο βορρά είναι τόσο εκπληκτικά διαφορετικός. Εδώ στο Λονδίνο, έτσι για αλλαγή, δεν υπάρχει ούτε ένα σύννεφο στον ντελικάτο γαλάζιο ουρανό και τα πανύψηλα δέντρα μόλις άρχισαν να πρασινίζουν. Έχουμε άνοιξη· πάνω που πάει ν' αρχίσει. Όλα εδώ είναι βλοσυρά, δεν υπάρχει χαρά στα πρόσωπα των ανθρώπων όπως στο Νότο.
Ένας ήσυχος νους, αλλά τρομερά ξύπνιος, προσεκτικός, είναι ευλογία· μοιάζει με τη γη: πλούσια, με άπειρες δυνατότητες. Όταν υπάρχει ένας τέτοιος νους που δεν συγκρίνει, που δεν καταδικάζει, τότε μόνο είναι δυνατόν να υπάρξει ο άμετρος πλούτος.

Μην αφήσεις τον καπνό της μικροψυχίας να σε πνίξει, κι άσε τη φωτιά να ξεσπάσει. Πρέπει να συνεχίσεις να ξεγαντζώνεσαι, να καταστρέφεις, να μη ριζώνεις. Μην αφήνεις κανένα πρόβλημα να ριζώσει, τέλειωνε μαζί του αμέσως και ξύπνα κάθε πρωί φρέσκια, νέα και αθώα...
Η συμπεριφορά σου απέναντι στην υγεία σου να έχει περίσκεψη και να είναι σταθερή· μην αφήνεις ν' ανακατεύονται συναισθήματα και συγκινήσεις με την υγεία σου ούτε να μειώνουν τη δραστηριότητά σου. Υπάρχουν πάρα πολλές επιρροές και πιέσεις που πλάθουν το νου και την καρδιά, να έχεις επίγνωσή τους, να ξεκόβεις απ' αυτές και να μην γίνεσαι σκλάβος τους. Το να είσαι σκλάβος είναι το να είσαι μετριότητα. Να 'σαι ξύπνια, γεμάτη φλόγα.

Αντιμετώπισε το φόβο, προσκάλεσέ τον, μην τον αφήνεις να σε πλημμυρίσει ξαφνικά, απρόσμενα, αλλά να τον αντιμετωπίζεις συνέχεια· κυνήγα τον επίμονα και σκόπιμα.
Ελπίζω να είσαι καλά και να μην έχεις τρομάξει από «εκείνο»· πιθανόν να μπορεί να θεραπευτεί και να το φροντίσουμε. Μην το αφήνεις να σε τρομοκρατήσει.
Βαθιά, μέσα σου, μπορεί να υπάρχει ένα αργό σβήσιμο· μπορεί να μην έχεις συνείδηση αυτού του πράγματος ή να έχεις συνείδηση και να το παραμελείς. Κύματα χειροτέρευσης κρέμονται πάντα από πάνω μας και δεν έχει σημασία ποιοι είμαστε. Για να βγαίνεις μπροστά τους και να τα συναντάς χωρίς καμία αντίδραση και να βγαίνεις έξω απ' αυτά, απαιτεί μεγάλη ενέργεια. Αυτή η ενέργεια έρχεται μόνο όταν δεν υπάρχει κανενός είδους σύγκρουση, συνειδητή ή ασυνείδητη. Να είσαι τρομερά άγρυπνη.

Μην αφήσεις τα προβλήματα να ριζώνουν. Πέρνα τα γρήγορα, όπως περνάς το μαχαίρι στο βούτυρο. Μην τους επιτρέπεις ν' αφήνουν σημάδι, τέλειωνε μαζί τους μόλις εμφανίζονται. Δεν έχεις καιρό για προβλήματα γι' αυτό τέλειωνε μαζί τους αμέσως.
Έχει γίνει μια αισθητή αλλαγή μέσα σου ‑υπάρχει βαθιά εσωτερική ζωντάνια, δύναμη και καθαρότητα- διατήρησέ την, άσ' την να λειτουργήσει, δώσ' της την ευκαιρία να πλατύνει και να βαθύνει. Οτιδήποτε κι αν συμβεί μην πνιγείς από τις καταστάσεις, από την οικογένεια, από τη δική σου σωματική κατάσταση. Να τρως κανονικά, να ασκείσαι και να μη γίνεσαι νωθρή. Έχοντας φτάσει σε κάποιο σημείο, συνέχισε να προχωράς, μη σταματάς εκεί -ή θα πας μπροστά ή θα κυλήσεις πίσω, δεν μπορεί να μείνεις στατική. Έχεις κολυμπήσει μέσα σου τόσα πολλά χρόνια, έχεις αποτραβηχτεί μέσα σου, αλλά τώρα πρέπει να βγεις απ' αυτή την κίνηση προς τα μέσα και να συναντάς περισσότερους ανθρώπους, να ανοιχτείς.

Διαλογίστηκα για πάρα πολύ κι ήταν καλά. Ελπίζω να κάνεις το ίδιο κι εσύ· αρχίζοντας με το να έχεις επίγνωση της κάθε σκέψης και συναισθήματος -όλη τη μέρα- των νεύρων και του μυαλού, κι ύστερα να είσαι ήσυχη κι ακίνητη (αυτό δεν μπορεί να γίνει με πειθάρχηση)· τότε αρχίζει πραγματικά ο διαλογισμός. Κάν’ το με επιμέλεια.
Οτιδήποτε κι αν συμβαίνει μην αφήνεις το σώμα να επεμβαίνει στο νου· να έχεις επίγνωση του σώματος, να τρως σωστά και στη διάρκεια της μέρας να μένεις μόνη σου με τον εαυτό σου για μερικές ώρες· μη γλιστράς προς τα πίσω και μη γίνεσαι σκλάβα των καταστάσεων. Να είσαι ακλόνητη, να είσαι άγρυπνη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

                                                                        Κρισναμούρτι - Σχέσεις..
 Το παραπάνω απόσπασμα του Κρισναμούρτι είναι από το βιβλίο «Γράμματα σε μια νεαρή φίλη», 2000, μετάφραση Νίκος Πιλάβιος.


,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Πικρές Σταγόνες Θάλασσας ..



ήλθα απόψε μυστικά για να σε πάρω
να σου ιστορώ ατέλειωτα και γιορτινά
σε ντύνω με το βλέμμα μου να μην κρυώνεις
και η ανάσα μου θα σε διαπερνά
έλα δεν έχει τελειωμό
το πράσινο , το γκρι ,το γαλανό ,
έλα οι άνθρωποι αγρίεψαν και θάνατο γεννάνε
πάμε να φύγουμε ,έλα
αγκαλιά θα σε κρατώ
τον πόνο που ασίγαστα σε καίει
σε ένα κύμα φιλικά θα ακουμπώ...
μη κλαις! δεν κάνει...
τι με θωρείς παράξενα
η μοναξιά δεν έχει καμμιά θέση εδώ.
μόλις χθες ήταν που λόγια είπαν φονικά
να με σκοτώσουνε ...
όμως καμμιά αλήθεια δε γνώριζαν
κι εγώ...μα εγώ, μονάχα μιαν εικόνα ήθελα...
δεν έχω θέση σε ανθρώπους εγώ
κι εσύ ...ω! εσύ ...μέσα στις άθλιες σιωπές
τα φονικά μισόλογα...δυο ήλιους ήλθες κι έφερες.
δεν ήξερες πως κι αυτούς εσύ τους έπλασες
δε γνώριζες πόσοι ήλιοι σε κατοικούν
άσε τα λόγια στα νερά που σε κοιτούν ερωτικά
με ανεμώνη σφαλίζουμε τα χείλη
και τότε το δικό μας το τραγούδι αρχινά
ταξιδεμένο σε
υδάτινες πικρές σταγόνες θάλασσας....