21 Δεκεμβρίου 2015

Το Χριστόψωμο: ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αλεξ. Παπαδιαμάντη.

 

Μεταξύ των πολλών δημωδών τύπων, τους οποίους θα έχωσι να εκμεταλλευθώσιν οι μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπή κατέχει θέσιν η κακή πενθερά, ως και η κακή μητρυιά. Περί μητρυιάς άλλωστε θα αποπειραθώ να διαλάβω τινά, προς εποικοδόμησιν των αναγνωστών μου. Περί μιας κακής πενθεράς σήμερον ο λόγος. Εις τι έπταιεν η ατυχής νέα Διαλεχτή, ούτως ωνομάζετο, θυγάτηρ του Κασσανδρέως μπάρμπα Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εις μίαν των νήσων του Αιγαίου. Εις τι έπταιεν αν ήτο στείρα και άτεκνος; Είχε νυμφευθή προ επταετίας, έκτοτε δις μετέβη εις τα λουτρά της Αιδηψού, πεντάκις τής έδωκαν να πίη διάφορα τελεσιουργά βότανα, εις μάτην, η γη έμενεν άγονος.

 

Δύο ή τρεις γύφτισσαι τής έδωκαν να φορέση περίαπτα θαυματουργά περί τας μασχάλας, ειπούσαι αυτή, ότι τούτο ήτο το μόνον μέσον, όπως γεννήση, και μάλιστα υιόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τη εδώρησεν ηγιασμένον κομβολόγιον, ειπών αυτή να το βαπτίζη και να πίνη το ύδωρ. Τα πάντα μάταια.Επί τέλους με την απελπισίαν ήλθε και η ανάπαυσις της συνειδήσεως, και δεν ενόμιζεν εαυτήν ένοχον. Το αυτό όμως δεν εφρόνει και η γραία Καντάκαινα, η πενθερά της, ήτις επέρριπτεν εις την νύμφην αυτής το σφάλμα της μη αποκτήσεως εγγόνου διά το γήρας της.Είναι αληθές, ότι ο σύζυγος της Διαλεχτής ήτο το μόνον τέκνον της γραίας ταύτης, και ούτος δε συνεμερίζετο την πρόληψιν της μητρός του εναντίον της συμβίας αυτού. Αν δεν τω εγέννα η σύζυγός του, η γενεά εχάνετο. Περίεργον, δε, ότι πας Ελλην της εποχής μας ιερώτατον θεωρεί χρέος και υπερτάτην ανάγκην την διαιώνισιν του γένους του.Εκάστοτε, οσάκις ο υιός της επέστρεφεν εκ του ταξιδίου του, διότι είχε βρατσέραν, και ήτο τολμηρότατος εις την ακτοπλοΐαν, η γραία Καντάκαινα ήρχετο εις προϋπάντησιν αυτού, τον ωδήγει εις τον οικίσκον της, τον εδιάβαζε, τον εκατήχει, του έβαζε μαναφούκια, και ούτω τον προέπεμπε παρά τη γυναικί αυτού. Και δεν έλεγε τα ελαττώματά της, αλλά τα αυγάτιζε, δεν ήτο μόνο «μαρμάρα», τουτέστι στείρα η νύμφη της, τούτο δεν ήρκει, αλλ' ήτο άπαστρη, απασσάλωτη, ξετσίπωτη κλπ. Ολα τα είχεν, «η ποίσα, η δείξα, η άκληρη.

 

Ο καπετάν Καντάκης, φλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τα ήκουεν όλα αυτά, η φαντασία του εφούσκωνεν, εξερχόμενος είτα συνήντα τους συναδέλφους του ναυτικούς, ήρχιζαν τα καλώς ώρισες, καλώς σας ηύρα, έπινεν επτά ή οκτώ ρώμια, και με τριπλήν σκοτοδίνην, την εκ της θαλάσσης, την εκ της γυναικείας διαβολής και την εκ των ποτών, εισήρχετο οίκαδε και βάρβαροι σκηναί συνέβαινον τότε μεταξύ αυτού και της συζύγου του. Ούτως είχον τα πράγματα μέχρι της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους 186... Ο καπετάν Καντάκης προ πέντε ημερών είχε πλεύσει με την βρατσέραν του εις την απέναντι νήσον με φορτίον αμνών και ερίφων, και ήλπιζεν, ότι θα εώρταζε τα Χριστούγεννα εις την οικίαν του. Αλλά τον λογαριασμόν τον έκαμνεν άνευ του ξενοδόχου, δηλ. άνευ του Βορρά, όστις εφύσησεν αιφνιδίως άγριος και έκλεισαν όλα τα πλοία εις τους όρμους, όπου ευρέθησαν. Είπομεν όμως, ότι ο καπετάν Καντάκης ήτο τολμηρός περί την ακτοπλοΐαν. Περί την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων ο άνεμος εμετριάσθη ολίγον, αλλ' ουχ ήττον εξηκολούθει να πνέη. Το μεσονύκτιον πάλιν εδυνάμωσε.Τινές ναυτικοί εν τη αγορά εστοιχημάτιζον, ότι, αφού κατέπεσεν ο Βορράς, ο καπετάν Καντάκης θα έφθανε περί το μεσονύκτιον. Η σύζυγός του όμως δεν ήτο εκεί να τους ακούση και δεν τον επερίμενεν. Αύτη εδέχθη μόνο περί την εσπέραν την επίσκεψιν της πενθεράς της, ασυνήθως φιλόφρονος και μηδιώσης, ήτις τη ευχήθη το απαραίτητον «καλό δέξιμο», και διά χιλιοστήν φορά το στερεότυπον «μ' έναν καλό γυιό».Και ου μόνον, τούτο, αλλά τη προσέφερε και εν χριστόψωμο.-Το ζύμωσα μοναχή μου, είπεν η θειά Καντάκαινα, με γεια να το φας.-Θα το φυλάξω ως τα Φώτα, διά ν' αγιασθή, παρετήρησεν η νύμφη.-Οχι, όχι, είπε μετ' αλλοκότου σπουδής η γραία, το δικό της φυλάει η κάθε μια νοικοκυρά διά τα Φώτα, το πεσκέσι τρώγεται.-Καλά, απήντησεν ηρέμα η Διαλεχτή, του λόγου σου ξέρεις καλλίτερα.Η Διαλεχτή ήτο αγαθωτάτης ψυχής νέα, ουδέποτε ηδύνατο να φαντασθή ή να υποπτεύση κακό τι.«Πώς τώπαθε η πεθερά μου και μου έφερε χριστόψωμο», είπε μόνον καθ' εαυτήν, και αφού απήλθεν η γραία εκλείσθη εις την οικίαν της και εκοιμήθη μετά τινος δεκαετούς παιδίσκης γειτονοπούλας, ήτις τη έκανε συντροφίαν, οσάκις έλειπεν ο σύζυγός της. ΗΔιαλεχτή εκοιμήθη πολύ ενωρίς, διότι σκοπόν είχε να υπάγη εις την εκκλησίαν περί το μεσονύκτιον. Ο ναός δε του Αγίου Νικολάου μόλις απείχε πεντήκοντα βήματα από της οικίας της. Περί το μεσονύκτιον εσήμαναν παρατεταμένως οι κώδωνες. Η Διαλεχτή ηγέρθη, ενεδύθη και απήλθεν εις την εκκλησίαν. Η παρακοιμωμένη αυτή κόρη ήτο συμπεφωνημένον, ότι μόνον μέχρι ου σημάνη ο όρθρος θα έμενε μετ' αυτής, όθεν αφυπνίσασα αυτήν την ωδήγησε πλησίον των αδελφών της. Αι δύο οικίαι εχωρίζοντο διά τοίχου κοινού.Η Διαλεχτή ανήλθεν εις τον γυναικωνίτην του ναού, αλλά μόλις παρήλθεν ημίσεια ώρα και γυνή τις πτωχή και χωλή δυστυχής, ήτις υπηρέτει ως νεωκόρος της εκκλησίας, ελθούσα τη λέγει εις το ους.-Δόσε μου το κλειδί, ήλθε ο άντρας σου.-Ο άντρας μου! ανεφώνησεν η Διαλεχτή έκπληκτος.

 

Και αντί να δώση το κλειδί έσπευσε να καταβή η ιδία.Ελθούσα εις την κλίμακα της οικίας, βλέπει τον σύζυγόν της κατάβρεκτον, αποστάζοντα ύδωρ και αφρόν-Είναι μισοπνιγμένος, είπε μορμυρίζων ούτος, αλλά δεν είναι τίποτε. Αντί να το ρίξωμε έξω, το καθίσαμε στα ρηχά.-Πέσατε έξω; ανέκραξεν ηΔιαλεχτή.οχι, δεν είναι σου λέω τίποτε. Η βρατσέρα είναι σίγουρη, με δυο άγκουρες αραγμένη και καθισμένη.-Θέλεις ν' ανάψω φωτιά;-Αναψε και δόσε μου ν' αλλάξω.Η Διαλεχτή εξήγαγε εκ του κιβωτίου ενδύματα διά τον σύζυγόν της και ήναψε πυρ. - Θέλεις κανένα ζεστό; - Δεν μ' ωφελεί εμένα το ζεστό, είπεν ο καπετάν Καντάκης. Κρασί να βγάλης.Η Διαλεχτή εξήγαγεν εκ του βαρελίου οίνον.-Πώς δεν εφρόντισες να μαγειρεύσης τίποτε; είπε γογγύζων ο ναυτικός.-Δεν σ' επερίμενα απόψε, απήντησε μετά ταπεινότητος ηΔιαλεχτή. Κρέας επήρα. Θέλεις να σου ψήσω πριζόλα;-Βάλε, στα κάρβουνα, και πήγαινε συ στην εκκλησιά σου, είπεν ο καπετάν Καντάκης. Θα έλθω κι εγώ σε λίγο.Η Διαλεχτή έθεσε το κρέας επί της ανθρακιάς, ήτις εσχηματίσθη ήδη, και ητοιμάζετο να υπακούση εις την διαταγήν του συζύγου της, ήτις ήτο και ιδική της επιθυμία, διότι ήθελε να κοινωνήση. Σημειωτέον ότι την φράσιν «πήγαινε συ στην εκκλησιά σου» έβαψεν ο Καντάκης διά στρυφνής χροιάς.-Η μάννα μου δε θα τώμαθε βέβαια ότι ήλθα, παρετήρησεν αύθις ο Καντάκης.-Εκείνη είναι στην ενορία της, απήντησεν η Διαλεχτή. Θέλεις να της παραγγείλω;-Παράγγειλέ της να έλθη το πρωί.Η Διαλεχτή εξήλθεν. Ο Καντάκης την ανεκάλεσεν αίφνης.- Μα τώρα είναι τρόπος να πας εσύ στην εκκλησιά, και να με αφήσεις μόνον;

 

Να μεταλάβω κι έρχομαι, απήντησεν η γυνή.Ο Καντάκης δεν ετόλμησε ν' αντείπη τι, διότι η απάντησις θα ήτο βλασφημία. Ουχ ήττον όμως την βλασφημίαν ενδιαθέτως την επρόφερεν. Η Διαλεχτή εφρόντισε να στείλη αγγελιοφόρον προς την πενθεράν της, ένα δωδεκαετή παίδα της αυτής εκείνης γειτονικής οικογενείας, ης η θυγάτηρ εκοιμήθη αφ' εσπέρας πλησίον της, και επέστρεψεν εις τον ναόν.Ο Καντάκης, όστις επείνα τρομερά, ήρχισε να καταβροχθίζη την πριζόλαν. Καθήμενος οκλαδόν παρά την εστίαν, εβαρύνετο να σηκωθή και ν' ανοίξη το ερμάρι διά να λάβη άρτον, αλλ' αριστερόθεν αυτού υπεράνω της εστίας επί μικρού σανιδώματος ευρίσκετο το Χριστόψωμον εκείνο, το δώρον της μητρός του προς την νύμφην αυτής. Το έφθασε και το έφαγεν ολόκληρον σχεδόν μετά του οπτού κρέατοςΠερί την αυγήν, ηΔιαλεχτή επέστρεψεν εκ του ναού, αλλ' εύρε την πενθεράν της περιβάλλουσαν διά της ωλένης το μέτωπον του υιού αυτής και γοερώς θρηνούσαν.Ελθούσα αύτη προ ολίγων στιγμών τον εύρε κοκκαλωμένον και άπνουν. Επάρασα τους οφθαλμούς, παρετήρησε την απουσίαν του Χριστοψώμου από του σανιδώματος της εστίας, και αμέσως ενόησε τα πάντα. Ο Καντάκης έφαγε το φαρμακωμένο χριστόψωμο, το οποίον η γραία στρίγλα είχε παρασκευάσει διά την νύμφην της.Ιατροί επιστήμονες δεν υπήρχον εν τη μικρά νήσω. ουδεμία νεκροψία ενεργήθη. Ενομίσθη, ότι ο θάνατος προήλθεν εκ παγώματος συνεπεία του ναυαγίου. Μόνη η γραία Καντάκαινα ήξευρε το αίτιον του θανάτου. Σημειωτέον, ότι η γραία, συναισθανθείσα και αυτή το έγκλημά της, δεν εμέμφθη την νύμφην της. Αλλά τουναντίον την υπερήσπισε κατά της κακολογίας άλλων. Εάν έζησε και άλλα κατόπιν Χριστούγεννα, η άστοργος πενθερά και ακουσία παιδοκτόνος, δε θα ήτο πολύ ευτυχής εις το γήρας της.

 Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

.................................................................................................................................
“Το Χριστόψωμο” του Α. Παπαδιαμάντη πρωτοδημοσιεύτηκε στην “Εφημερίδα” το 1887 και έμεινε ξεχασμένο μέχρι τα Χριστούγεννα του 1941, οπότε ο Γιώργος Βαλέτας το συμπεριέλαβε στο τιμητικό για τον Παπαδιαμάντη τεύχος της Νέας Εστίας.

....................................................................................................................................

 Ας προσπαθήσουμε το πνεύμα των Χριστουγέννων και του αληθινού νοήματος της Γέννησης...να μαλακώσει τις καρδιές μας...

Αυτό είναι το ζητούμενο...αυτό και το ''στοίχημα'''του αληθινού ανθρώπου ...που επιθυμεί να σώσει την ψυχή του...

Μακριά από κάθε είδους μεγαλοστομίες...και μεγαλόσταυρους...

Αγάπησε πρώτα τον εαυτό σου...για να κατορθώσεις να αγαπήσεις και τον συνάνθρωπο...Κατανόηση ...αγάπη...υπομονή και προσφορά...

Καλά Χριστούγεννα !!!

Η φίλη σας Σοφία....

...............................................................................................................................



                                 Το χριστόψωμο - Αλεξανδρος Παπαδιαμάντης

...............................................................................................................................

Οι Φίλοι της πέτρας και της Άμμου..

Είναι η ιστορία δυο φίλων που περπατούν στην έρημο.Κάποια στιγμή τσακώθηκαν και ο ένας από τους δύο έδωσε ένα χαστούκι στον άλλο. Αυτός ο τελευταίος, πονεμένος, αλλά χωρίς να πει τίποτα, έγραψε στην άμμο: ΣΗΜΕΡΑ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ ΜΕ ΧΑΣΤΟΥΚΙΣΕ.

Συνέχισαν να περπατούν μέχρι που βρήκαν μια όαση όπου αποφάσισαν να κάνουν μπάνιο. Αλλά αυτός που είχε φάει το χαστούκι παραλίγο να πνιγεί κ ο φίλος του τον έσωσε. Όταν συνήλθε,έγραψε πάνω σε μια πέτρα: ΣΗΜΕΡΑ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΗ ΖΩΗ.

Αυτός που τον είχε χαστουκίσει και στη συνέχεια του έσωσε τη ζωή,τον ρώτησε: όταν σε χτύπησα, έγραψες πάνω στην άμμο και τώρα έγραψες πάνω στην πέτρα. Γιατί? Ο άλλος φίλος απάντησε: «όταν κάποιος μας πληγώνει, το γράφουμε στην άμμο όπου οι άνεμοι της συγνώμης μπορούν να το σβήσουν. Αλλά όταν κάποιος κάνει κάτι καλό για μας, το χαράζουμε στην πέτρα, όπου κανένας άνεμος δεν μπορεί να το σβήσει».
Το πρόβλημα με τους ανθρώπους είναι ότι γράφαμε τις πληγές στην πέτρα και τα ευεργετήματα στην άμμο! Θα συνεχίσουμε έτσι; Δεν συμφέρει! Η μνησικακία δηλητηριάζει πρώτα εμάς! Αργά και σταθερά ποτίζει κάθε κύτταρο της ύπαρξής μας, ώσπου μια μέρα ξυπνάμε και δεν είμαστε εμείς, παρά κάποιος άλλος, τόσο ξένος από τον Εαυτό μας.

 Την ιστορία αυτή την βρήκα σε αυτό το site:http://enallaktikidrasi.com
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Εβδομάδα ελπίδας ...εβδομάδα Της Γέννησης του Χριστού...εβδομάδα της Γέννησης της ελπίδας...του ερχομού του νέου στον κόσμο...όπως μέσα από κάθε Γέννηση...
Ας εστιάσουμε στην ελπίδα...στην εσωτερική μας αλλαγή...ας σταθούμε στην ουσία της ζωής....ας πετάξουμε τα βαρίδια που μας εμποδίζουν να κοιτάξουμε ψηλά....
Είναι ίσως η στιγμή...να στρέψουμε το βλέμμα προς τα πάνω....και να ακολουθήσουμε το '''άστρο της Βηθλεέμ...''''
ΚΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ φίλοι μου αγαπημένοι !!!!
η φίλη σας Σοφία...
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

20 Δεκεμβρίου 2015

Τα κάλαντα, ένα Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Λαπαθιώτη..

Τα κάλαντα


Από πολύ πρωί, σχεδόν προτού να βγει ο ήλιος, είχαν πάρει σβάρνα όλη τη γειτονιά, και είχαν πει τα κάλαντα σ’ όλα τα γύρω σπίτια. Δεν είχαν αφήσει πόρτα, μάντρα, μαγαζί, να μη χτυπήσουν…
— Ναν τα πούμε; Ναν τα πούμε;… Ώς το μεσημέρι, η βόλτα τους ήταν τελειωμένη. Και μην έχοντας πού αλλού να πάνε, πήγαιναν ξανά στα ίδια σπίτια.
Ήταν ο Μήτσος, ο Τάσος κι ο Λεύτερης –αυτοί που τραγουδούσαν— κι ο Γιώργος με το τρίγωνο, κι ο Κώτσος που βαρούσε τη φυσαρμόνικα.
Κι η δουλειά είχε πάει φίνα. Οι τσέπες τους ήταν βαριές από δεκάρες κι από φράγκα.
Είχαν τόσους γνωστούς, παντού! Όλες οι γυναίκες τούς ήξεραν, όλος ο κόσμος, σχεδόν, τους αγαπούσε: Δεν ήταν σπίτι, που να μην είχαν κάνει, κάποτε, θελήματα —μαγαζί, που να μην είχαν, κάποτε, δουλέψει…
Ώς κι ο μπαρμπα-Στάθης, ο μπακάλης, ο γκρινιάρης, που του ’χαν σπάσει κάποτε τα τζάμια, έβγαλε και τους έδωσ’ ένα δίφραγκο…
Κατά τις δυο τ’ απόγεμα, αφού τσίμπησαν λίγο φαΐ, στο πόδι, αποφάσισαν να ξανοιχτούν και σ’ άλλες γειτονιές.
Ο Κώτσος, που ήταν γενικός ταμίας τους, είχε τη σοφή ιδέα, για να μη βαραίν’ η τσέπη του, να μαζέψει όλη τη γαζέτα, και να την πάει σ’ έναν καπνοπώλη, να την κάνει, ολόκληρη, χαρτί…
Δεν τραγουδούσαν και πολύ καλά —αλλά, σ’ αυτές τις περιστάσεις, η πρόθεση είναι το παν! Κι εκείνοι που τους άκουγαν, δεν είχαν, βέβαια, απαίτηση ν’ ακούσουν και Καρούζο! Έφτανε που τα ’λεγαν, απλώς, «για το καλό»…
Και το βράδυ τούς βρήκε μακριά, στην άλλη άκρη της Αθήνας.
Βραχνιασμένοι, κατακουρασμένοι, έκατσαν σ’ ένα ζαχαροπλαστείο να ξεκουραστούν. Η εσοδεία ήταν τόσο άφθονη, ώστε σκέφτηκαν πως είχαν το δικαίωμα κι αυτοί να το ρίξουν λίγο όξω, μια κι η περίσταση το είχε φέρει έτσι. Απ’ τους κουραμπιέδες προχώρησαν στους μπακλαβάδες και τα γαλατομπούρεκα —ώσπου δε μπορούσαν να χωρέσουν άλλο…
Κι επειδή ένα έξοδο φέρνει αμέσως τ’ άλλο, αποφάσισαν να πάνε και στον κινηματογράφο.
Μπήκαν μέσα, με το τρίγωνο και με τη φυσαρμόνικα, χωρίς να ξέρουν τι ταινία έπαιζε, και κάθισαν μπροστά, στις πρώτες θέσεις, που ήταν αδειανές.
Η ταινία παράσταινε κυνηγητά, απαγωγές, ληστείες. Ένα μικρό παιδί ήταν ο ήρως. Αυτός γινόταν ο ανέλπιστος σωτήρας, κι έκανε θαύματα πραγματικά παλικαριάς…
Η σάλα ήταν γιομάτη κόσμο: Φαντάροι, ναύτες και πολίτες, στριμωγμένοι όλοι, φύρδην μίγδην, παρακολουθούσαν την ταινία, και χειροκροτούσαν κάθε φορά που ο μικρός νικούσε ή κατάφερνε κανένα νέο κόλπο, εις βάρος των οχτώ αγριανθρώπων που είχαν κλέψει με  τη βία μια κοπέλα, για να μάθουν κάποιο μυστικό…
Όταν τελείωσε ο κινηματογράφος —επειδή ήταν νωρίς ακόμα— έμειναν και στη δεύτερη παράσταση.
Ήθελαν να ξαναδούνε την ταινία, που τους είχε δώσει τόσες συγκινήσεις. Και την ξαναείδαν πάλι, ξαναπερνώντας απ’ τις ίδιες περιπέτειες, και ξαναδοκιμάζοντας τις ίδιες συγκινήσεις —ώσπου ξανατελείωσε, υπό τα γενικά χειροκροτήματα, και το πανί τούς είπε «Καληνύχτα»…
Η ώρα ήταν δώδεκα και τέταρτο.
Τότε αποφάσισαν να γυρίσουν σπίτια τους. Κι επειδή, σ’ αυτό το μεταξύ, είχαν ξαναπεινάσει, κάθισαν πάλι, σ’ ένα μαγαζί, κι έφαγαν πέντε πιάτα λουκουμάδες.
Και ξεκινήσαν για τη γειτονιά τους, χοροπηδώντας και κάνοντας αστεία, βαρώντας καρπαζιές ο ένας τον άλλο, με φωνές και με κυνηγητά…
Κι ενώ προχωρούσαν έτσι, αφού είχαν στρίψει ένα σωρό γωνιές, ξαφνικά ανακάλυψαν πως είχαν χάσει το δρόμο…
Γύρω τους, τώρα, δεν υπήρχαν σπίτια αλλά ένας κάμπος, βαθύς και σκοτεινός, που ποτέ τους δεν τον είχαν ξαναδεί…
Σταμάτησαν τις τρέλες τους με μιας, και κοιταχτήκανε κι οι πέντε μ’ απορία…
Δεν περπατούσαν πια σε δρόμο, αλλά περνούσαν μέσ’ από χωράφια, και τα πόδια τους βούλιαζαν μέσ’ στο χώμα, που φαινόταν σαν υγρό απ’ τις βροχές.
Δεν υπήρχε γύρω τους τίποτε, παρά, πού και πού, ο ίσκιος ενός δέντρου. Τ’ άστρα έλαμπαν ψηλά, στον ουρανό, κι η αστροφεγγιά τους ήταν τόσο δυνατή, που προχωρούσαν μέσ’ στα σκοτεινά, χωρίς να ξέρουν κατά πού βαδίζουν, αλλά και δίχως να παραπατάνε…
Και στα χέρια τους δεν κρατούσαν πια, ούτε το τρίγωνο, ούτε τη φυσαρμόνικα. Αντί όμως, να βάλουν τις φωνές και να γυρίσουν, να ψάξουνε στο δρόμο —αυτό το πράμα, το πολύ παράξενο, τους φαινόταν τόσο φυσικό, που δε σκέφτηκε κανένας να μιλήσει…
Περπατούσαν σιωπηλοί κι εκστατικοί, με τα μάτια καρφωμένα στον ορίζοντα, μ’ εμπιστοσύνη, δίχως να φοβούνται… Μόνο που τώρα, δίχως να το θέλουν και δίχως να σκεφτούν γιατί το κάνουν, ήταν κι οι πέντε τους πιασμένοι απ’ τα χέρια.
Η ησυχία ήταν τόσο απόλυτη, ώστε οι καρδιές τους, που χτυπούσαν, ακουγόντουσαν μ’ έναν ήχο ρυθμικό και κρυσταλλένιο. Κι ενώ προχωρούσαν, το σκότος άρχισε να γίνεται λιγότερο. Θα ’λεγε κανένας, πως άρχιζε να ξημερώνει. Και τότε είδαν πως, το φως αυτό, ήταν το φως ενός μεγάλου άστρου, ενός μεγάλου άστρου δυνατού, που ξεχώριζε ανάμεσ’ από τ’ άλλα, σ’ ένταση, σε γλύκα και σε πάθος, όπως ξεχωρίζει το βιολί μέσ’ στους άλλους ήχους της Ορχήστρας!
Και προχωρούσαν προς το φως, αυτό, μαγεμένοι και σαν υπνωτισμένοι, δίχως να νοιάζονται καθόλου πού πηγαίνουν, με την καρδιά πλημμυρισμένη ευτυχία, σαν να ’χαν πιει, χωρίς να καταλάβουν, κάποιο γλυκό κι αλλόκοτο κρασί…
Αυτό το πράμα βάσταξε, δεν ξέρω πόση ώρα.
Κι έπειτα είδαν κάποια λάμψη που τρεμόσβηνε, σ’ ένα μικρό σπιτάκι, μακριά.
Ήθελαν, δεν ήθελαν, τα πόδια τους τούς έφερναν εκεί.
Κι ενώ πλησίαζαν, ο πρώτος ήχος που ’φτασε στ’ αυτιά τους, ήταν σαν ένα πράο μουγκρητό, σαν ένα βέλασμα προβάτων μακρινό, κι η μαλακή φωνή μιας αγελάδας…
Τότε κατάλαβαν πως η μικρή εκείνη μάντρα, ήταν μια φτωχική μικρούλα στάνη —και στο βάθος της μικρής εκείνης στάνης μια μικρούλα ξύλινη καλύβα.
Και καθώς προχώρησαν να μπούνε μέσ’ στη μάντρα, γιατί μια δύναμη παράξενη τούς έσπρωχνε, είδαν κόσμο συναγμένο μέσα. Κι όλος αυτός ο κόσμος ήταν πολύ αλλιώτικα ντυμένος. Ήταν ζωσμένο το κορμί του με προβιές, κι είχε τους ώμους και τα πόδια του γυμνά.
Τότε θέλησαν να προχωρήσουν παραμέσα. Γλίστρησαν μέσ’ απ’ τους αμίλητους ανθρώπους, που στεκόσανε τριγύρω σαν αγάλματα, κι οι περισσότεροι ήταν γονατισμένοι –κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας,
Στην αρχή δε μπόρεσαν να διακρίνουν τίποτε. Τόσο πολύ τούς θάμπωσε το δυνατό το φως, που ’βγαινε απ’ τα βάθη της καλύβας. ‘Έπειτα, όμως, σιγά σιγά συνήθισαν, κι άρχισαν να βλέπουν καθαρά.
Η καλύβα ήταν φωτισμένη, ήταν πλημμυρισμένη από φως, χωρίς να φαίνεται ολότελα, στο μάτι, από πού ερχόταν τόση λάμψη! Κοίταζαν με μάτια θαμπωμένα, και δε μπορούσαν να τ’ ανακαλύψουν…
Είδαν τότε, στη μέση της καλύβας, καθισμένη χάμω μια γυναίκα, το πρόσωπό της δε φαινότανε διόλου. Στην αγκαλιά της είχ’ ένα μωρό.
Ήταν καθισμένη χάμω, σ’ ένα παχύ, χοντρό δεμάτι άχερα, κι ήταν προσηλωμένη στο μωρό της. Δε σήκωνε τα μάτια από πάνω του.
Δίπλα της στεκόταν ένας άντρας, που, κι αυτός, ήταν ντυμένος σαν τους άλλους, με μια προβιά στη μέση, και ξυπόλυτος.
Κι οι δυο κοιτούσαν με λαχτάρα το μωρό.
Τότε η γυναίκα σήκωσε τα μάτια, και μια στιγμή τα κάρφωσε στο πλήθος. Φαινόταν νέα και πολύ ωραία, με μάτια τρυφερά και πονεμένα —μάτια τόσο γιομάτα καλοσύνη, που τα παιδιά κατάλαβαν αμέσως, πως έπρεπε κι αυτά να γονατίσουν…
Έγειραν και τα πέντε στη σειρά, κι η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά. Ένιωθαν τώρα μια παράξενη λατρεία, μια καινούργια κι ανεξήγητη λατρεία, δίχως να μπορούν να πούνε λέξη, σα να τους είχαν πάρει τη μιλιά!
Δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο, στην καλύβα, παρά το βέλασμα των ήμερων προβάτων, που πλάγιαζαν τριγύρω στη γυναίκα, κι είχαν ακουμπισμένα τα κεφάλια τους, στα γόνατά της και στη μαύρη της ποδιά.
Κι ήταν, παντού, σα μια πανώρια μουσική, σα μιαν αόρατη, μεγάλη αρμονία, λες κι όλα τραγουδούσαν, δίχως ήχους, ένα βαθύ κι αιώνιο σκοπό.
Και τα παιδιά έγειραν το κεφάλι κι ακούμπησαν το μέτωπο στο χώμα.
Κι ενώ ήταν σκυμμένα έτσι, χάμω, και τα χείλη τους φιλούσανε το χώμα, άκουσαν, άξαφνα, σαν ποδοβολητά αλόγων.
Σήκωσαν τότε τα κεφάλια τους και κοίταξαν. Και είδαν, πίσω τους, στην είσοδο της μάντρας, να ξεπεζεύουν τρεις ωραίοι άντρες, ακόμα πιο παράξενα ντυμένοι.
Φορούσαν ρούχα βελουδένια, κι είχαν απάνω, κεντημένα με χρυσάφι, τ’ άστρα, και στη μέση το φεγγάρι. Στ’ αυτιά τους ήταν περασμένα σκουλαρίκια, και κουβαλούσανε πολύτιμα κουτιά, σκαλισμένα, γύρω γύρω, με ζεντέφια.
Μόλις ξεπέζεψαν, προχώρησαν κι οι τρεις, κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας. Έπεσαν τότε χάμω, και προσκύνησαν. Κι αφού φιλήσανε το χώμα και προσκύνησαν, σηκώθηκαν και στάθηκαν στη μέση. Κι άνοιξαν τα πολύτιμα κουτιά.
Κι όλος ο τόπος γιόμισε αρώματα μεθυστικά κι αλλόκοτα λιβάνια, που σκέπασαν τη μυρουδιά του στάβλου, και την αποφορά της κοπριάς —κι έκαμαν τη φτωχή μικρή καλύβα, να μοσχοβο­λάει σα ναός…
Κι έβγαλαν μέσ’ απ’ τα κουτιά φανταχτερά στολίδια —ρουμπίνια και τοπάζια κι αμεθύστους, και περιδέραια όλα μαργαριτάρια– και τ’ ακουμπήσαν στης γυναίκας την ποδιά…
Και τα παιδιά σηκώσανε τα μάτια τους, και ξανακοίταξαν μπροστά τους, θαμπωμένα…

* * *

Και καθώς άνοιξαν τα μάτια να κοιτάξουν, βρέθηκε, το καθένα, μέσ’ στα ρούχα του, στο φτωχικό συνηθισμένο του κρεβάτι…
Τότε, το καθένα χωριστά, είπε, μέσ’ στα βάθη της ψυχής του, πως όλ’ αυτά, τα είχε δει μέσ’ στ’ όνειρό του… Και γι’ αυτό, το βράδυ που ξανάσμιξαν, δεν έκαμαν ολότελα κουβέντα.
Επειδή, βλέπεις, τα παιδιά, δεν είναι σαν και μας, τους πιο μεγάλους, που φλυαρούμε διαρκώς το καθετί, και ξαναλέμε ό,τι είδαμε στον ύπνο μας. Εκείνα δεν το συζητούν ποτέ, ούτε το σχολιάζουν μεταξύ τους.
Κι εξ άλλου, το ξεχνούν την ίδια μέρα…

ΛΑΠΑΘΙΩΤΗς...
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 Το διήγημα λέγεται «Τα κάλαντα» και δημοσιεύτηκε στο Μπουκέτο, το περιοδικό ποικίλης ύλης που φιλοξένησε μεγάλο μέρος της ποιητικής και της πεζής παραγωγής του Λαπαθιώτη, από το 1924 ίσαμε το τέλος της ζωής τους. Όπως θα περιμένατε, δημοσιεύτηκε σε χριστουγεννιάτικο τεύχος, στο τεύχος της 26ης Δεκεμβρίου 1929. Το παραθέτω εδώ, μονοτονισμένο φυσικά. Η ορθογραφία έτσι κι αλλιώς ήταν σχεδόν η ίδια με τη σημερινή.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

                                                      Καλήν ημέρα άρχοντες...κάλαντα Χριστουγέννων
................................................................................................................................................................

Μοναχικά Χριστούγεννα ......


Κάθε που πλησιάζαν οι γιορτές...η αναστάσωση μες στο μυαλό σου κυριαρχούσε...
Για να προλάβεις ήθελες κι εσύ...μια όμορφη γιορτή...μια φιέστα λαμπερή...σαν και των άλλων να ετοιμάσεις..να νιώσεις πως στο πανηγύρι αυτό...μονάχος κι έξω πια κι εσύ δεν είσαι....
Χρόνια και χρόνια βαυκαλίζοσουν...πως τα κατάφερνες...και όπως όπως...με την πενιχρή σου τη συμμετοχή...που σε σένα πλουσιοπάροχη φαινόταν...συμμετείχες....
Μα τα χρόνια γρήγορα κυλούν...σαν το νεράκι στο ρυάκι....και παρασύρουν γρήγορα τις σκέψεις σου τις βιαστικές...

Τώρα μονάχος σκέφτεται αργά...και ήρεμα και ψύχραιμα και χαλαρά....
Δε βιάζεσαι τη ζωή να προσπεράσεις....
Θέλεις με βήματα αργά...να τη ρουφήξεις τη ζωή...αξία που της πρέπει να της δώσεις....
Τι μαγικό πια τώρα εδώ...τις εικόνες σου να σχεδιάζεις...εικόνες χωρίς τον φόβο κριτικής...ελεύθερα ...αισθαντικά αληθινά...βγαλμένες απ' τα βάθη των δικών σου χρόνων...
Τι μαγικό να προλαβαίνεις άσπρα σαν χιόνια νάχεις τα μαλλιά...κι εσύ να μη φοβάσαι πως γερνάς...αφού παιδί μες στην καρδιά σου μένεις....
Σκέφτηκες άραγε ποτέ...πόσες φορές ερούφηξες την ίδια τη ζωή γερνώντας ?
Τι δώρα δεν επήρες ...δεν φορτώθηκες γερνώντας...?

Φοβόσουνα ...φοβήθηκες ...φοβάσαι το ηλιοβασίλεμα της δύσης της ζωής...
Ποτέ σου δεν εσκέφτηκες θαρρείς....ποτέ σου δεν στοχάστηκες μπροστά στα δειλινά...τα χρώματα που εσύ ζωγράφισες....τα μονοπάτια τα πολύχρωμα της νιότης σου ,που μέχρι εδώ σε φέραν....
Ναι ...μα είσαι τυχερός, που πρόλαβες και ''γέρασες'''που τόσες μέρες δώρο σου προσφέρανε οι καλές σου οι μοίρες της ζωής....
Πάψε να θλίβεσαι και να κοιτάς το μονοπάτι της διαδρομής...που στον προορισμό σου θα σε βγάλει...
Πάντα τις λέξεις να εξηγείς : αρχή- μέση  και τέλος....
Αν η σειρά τηρήθηκε αυτή...από τους τυχερούς λογίζεσαι και γαλήνια βάδισε ως το τέλος...

Έρχονται μέρες γιορτινές...μέρες αγαπησιάρικες..μέρες ζεστές που την καρδιά γεμίζουν φως...
Μη θλίβεσαι ...την εσωτερική σου μοναξιά,προσπάθησε  να την νικήσεις...
Αγάπησες ...αγαπήθηκες....χάρηκες και μοίρασες χαρά...
Και τώρα Χριστούγεννα μπροστά σου πάλι έρχονται...κι εσύ αναπολείς...
Γιορτή σπιτιού...γιορτή αγάπης...
Με τους ανθρώπους που αγαπάς...γλυκά ρομαντικά και ήσυχα κι αυτές τις μέρες θα περάσεις....

Το πιο ρομαντικό για μένα το ταξίδι σου, στις μέρες που θα έρθουν...είναι εκεί μέσα στη ζεστασιά...στα βλέμματα των ανθρώπων που σε αγαπούν...εκεί να ξημερώσεις...
Οι φιέστες και τα περιττά σου τα στολίσματα ...εσένα σε βαραίνουν....
Τις μυρωδιές απόλαυσε...από των ανθρώπων σου τη θέρμη !!!!!
Σοφία Θεοδοσιάδη....

Αφιερωμένο στους μοναχικούς ανθρώπους της ζωής μας...αλλά όχι μόνους....
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


18 Δεκεμβρίου 2015

Στον ερχομό του Έρωτα....της Σοφίας Θεοδοσιάδη.






Είναι φορές που ο Έρωτας...τρελλό παιχνίδι έρχεται και στήνει...
Εσύ θαρρείς πως όλους σου τους κύκλους έκλεισες...και τώρα αναπολήσεις μοναχά σου απομένουν...
Μα η μοίρα ή καλή η νεράιδα σου ξανά...έρχεται χαμογελαστή...και έρωτα στα πόδια σου απλώνει....?
Και ω! του θαύματος να δεις...πως ούτε μια ημέρα σαν να μην επέρασε...
από το σκίρτημα της πρώτης...της νεανικής σου της αγάπης...
Σαν μια καρδιά ανέμελου...φευγάτου...και μικρού κοριτσιού...
.ανοίγεις τώρα όλα τα φύλλα της...και να καλωσορίσεις...την αγάπη καρτερείς και την προσμένεις...
Τι κι αν ενόμιζες πως
σοβαρή'''εσύ...ερωτόλογα εξέχασες να λες...
Προδόθηκες μικρή μου αν και εμεγάλωσες...και στα ίδια μονοπάτια της αγάπης τριγυρνάς...
Παίζεις με τη φωτιά και με τον έρωτα...και οι φλόγες σε αγγίζουν....θα καείς....
Τον αγαπάς ?
Αναρωτιέσαι τι είναι αυτό...που σαν μια νεανίσκη...το ροζ το χρώμα στα μάγουλα και πάλι ξαναφέρνει και γελάς.....

 Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη....
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

ΓΙΑ ΣΕΝΑ....ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ.....



Από μακριά ξεκίνησες ένα πρωινό....ένα πρωινό παγωμένο σαν τους Ρώσικους Χειμώνες....
Πρόλαβες την μυρωδιά απ' το αγιόκλημα του φτωχικού σου....
Πάλι Χειμώνας ήρθε ...και τ' αγιόκλημα δεν άνθισε....
Έφυγες....
Δεν θα ξαναμυρίσεις τη μυρωδιά απ' το αγιόκλημα...που τόσο αγαπούσες....
Μα η δική σου η '''μυρωδιά''' για πάντα μέσα μας....σε μας που σε λατρέψαμε...σ' εμέ και στα παιδιά σου...για πάντα θα πλανάται.... 
Έφυγες..... 
Ήτανε στις 19 μια κρύα μέρα του Δεκέμβρη....
Δεν έμοιαζε το πρωινό και με κανένα άλλο...
Ένα πρωινό αφημένο στη σιωπή....που τόσες δυνατές κραυγές ακόμα μέσα μας αφήνει... 
Σ'ένα μονάχα πρωινό...πως γίνεται...μια ολόκληρη ζωή να την χωρέσεις...?
Να μας κοιτάς από ψηλά...κατάφερες...το μπόρεσες...διαμάντια της καρδιάς και του μυαλού να μας χαρίζεις...
Είναι σύντομο πολλές φορές το πέρασμα...η βόλτα που οι άγγελοι στη Γη μας κατεβαίνουν...
Ναι άγγελοι λογίζονται...όσοι σαν την καρδιά σου έχουν....
Έφυγες..... 19 /12/ 2006....
Να αντέχουμε μόνο μας μένει.....
Σοφία Θεοδοσιάδη..
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

                                           Ν' αντέχουμε μόνο μας μένει- Πάνος Κατσιμίχας....
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΕΝΟΣ ΑΘΕΟΥ .ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ Δ. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ


Ξύπνησε πάλι απότομα. Άγρια. Με τον συνεχόμενο ήχο του κουνουδιού, αντί για τον γνώριμο του κινητού του, που χτυπάει σαν ξυπνητήρι κάθε πρωί στις 8.
«Ούτε να κοιμηθεί κανείς δεν μπορεί», σκέφτηκε και άλλαξε πλευρό γκρινιάζοντας. Προσπάθησε να ξαναβυθιστεί στην αγκαλιά του Μορφέα. Μάταια όμως. Το κουδούνι χτύπαγε σαν τρελό, ξανά και ξανά.
«Τι συμβαίνει;», αναρωτήθηκε για λίγο. Γιατί αμέσως άκουσε χαρούμενα ξεφωνητά παιδιών που έλεγαν τα Κάλαντα. Τους είχαν ανοίξει στο κάτω πάτωμα.
Βλαστήμησε δυνατά. Είχε πάρει άδεια από τη δουλειά τις μέρες αυτές, επίτηδες για να ξεκουραστεί. Με ποιο δικαίωμα τον ενοχλούσαν αυτά τα μυξιάρικα;
Τι είναι σήμερα και τραγουδάνε; Μια συνηθισμένη μέρα. Μια ακόμα μουντή, γκρίζα και παγωμένη μέρα του Δεκεμβρίου.

Μετά θυμήθηκε πως είναι Παραμονή Χριστουγέννων. Έσκασε στα γέλια. «Ρε με τι αηδίες κάθονται και παραμυθιάζονται…», φώναξε με θριαμβευτικό, σαρκαστικό χαμόγελο.
Σηκώθηκε, έφτιαξε καφέ και κάθησε στον υπολογιστή. Είχε μήνυμα από τη Λένα στο Facebook, για να συναντηθούν για τα τελευταία ψώνια «πριν γεννηθεί ο Χριστός», όπως του έγραφε.
Όχι, δεν ήταν καμιά θρησκευόμενη η κοπέλα του. Απλά τον πείραζε, ειδικά αυτές τις μέρες, μιλώντας του συνεχώς γι’ αυτά που εκείνος όχι μόνο δεν πιστεύει, αλλά βρίζει κι από πάνω.
Έτσι έκανε και τώρα. Βλαστήμησε ξανά, με τον ίδιο τρόπο που κάνουν εκατομμύρια Έλληνες. Βαριέται να πάει για ψώνια, αλλά αυτό που τον εκνευρίζει περισσότερο είναι αυτή η «γέννηση».
Χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι η μητέρα του, που μένει στον πάνω όροφο μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια. Τον προσκαλεί στο χριστουγεννιάτικο δείπνο, αλλά του βάζει και μια «αγγαρεία» να κάνει, να πεταχτεί δηλαδή μέχρι τον χασάπη της γειτονιάς και να πάρει μερικά μπριζολάκια.
Με τα χίλια ζόρια ντύνεται και βγαίνει έξω. Μια περίεργη γιορταστική ατμόσφαιρα αναδύεται στην πόλη, παρότι η κίνηση στα μαγαζιά είναι περιορισμένη.
Ανοίγει την πόρτα για να μπει στο κρεοπωλείο. Ταυτόχρονα - κατάρα! - βγαίνει ένας ιερέας. Κρατώντας μια τεράστια γαλοπούλα τυλιγμένη σε ζελατίνα.
Τον κοιτάζει με αηδία. Είναι χοντρός, με αυτά τα μούσια και τις μαύρες πλερέζες, που τον κάνουν ακόμα πιο αντιπαθητικό.

«Ρε τον πεινάλα! Κοίτα να δεις τι γαλοπούλα πήρε να φάει ο βούβαλος!», σκέφτεται. «Ε βέβαια, αφού τους πληρώνουμε τους χαραμοφάηδες…!»
Κουνάει το κεφάλι περιπεκτικά. Ναι, φυσικά και είχε δίκιο! Κλασικός παπάς ήταν αυτός, από εκείνους που βλέπει και σιχαίνεται! Κοίτα τι πήρε να φάει, ενώ ο κοσμάκης πεινάει! ΝΤΡΟΠΗ ΤΟΥ!
Ξαφνικά, από την γωνία παραδίπλα, ένα χαρούμενο λεφούσι ξεπετάγεται. Πέντε – έξι παιδάκια τρέχουν κοντά στον παπά, με την μητέρα να προσπαθεί να τα φτάσει. Κάνουν χαρά, επειδή βλέπουν τη μεγάλη γαλοπούλα και το γελαστό πρόσωπο του πατέρα τους.
Ο Μηνάς αποστρέφει το βλέμμα του. «Τι τα θέλει τόσα παιδιά ο αργόσχολος», προσπαθεί να δικαιολογήσει τις προηγούμενες σκέψεις του.
Μ’ αυτά και μ΄αυτά, ούτε καταλαβαίνει πώς περνάει το πρωινό. Απορροφημένος στον υπολογιστή, ρίχνει τις τελευταίες ματιές στη δουλειά για το σπίτι που του έδωσε ο προϊστάμενος και σε κάτι άρθρα που του έστειλε ο Λευτέρης.
Μα ναι, είναι πολύ ενδιαφέροντα αυτά που του στέλνει ο κολλητός του! «Έτσι θα αντιμετωπίζεις τους χριστιανούληδες όποτε σου κολλάνε», του έχει πει. Και πράγματι! Αισθάνεται σε θέση ισχύος, ειδικά με αυτό το «zeitgeist» που του έστειλε πρόσφατα.
Αλλά και πόσες ακόμα ιστοσελίδες που ενισχύουν τις απόψεις του, δεν έχει καταχωρήσει στα «αγαπημένα»! Εδώ βρίσκεται τώρα, ανταλλάσοντας απόψεις για τα Χριστούγεννα, μαζί με άλλους λογικούς ανθρώπους, που δεν είναι πρόβατα όπως οι Χριστιανοί.
Το δηλητήριο που ξερνάει η οθόνη του υπολογιστή τον έχει εντελώς απορροφήσει. Ώσπου χτυπάει η πόρτα του.
Είναι η Λένα, που τον περίμενε για μια ώρα στο σημείο που είχαν δώσει ραντεβού. Βάζει τις φωνές. Μια τυπική φασαρία ζευγαριού αρχίζει. Και τελειώνει με βρισιές, απειλές και νέα χτυπήματα, πιο δυνατά αυτή τη φορά, στην πόρτα.
«Ωραία», σκέφτεται. «Πάει κι αυτή, να σε δω με ποιον θα πας το βράδυ στο κλαμπ που έχουμε κλείσει, κακομοίρη μου».
Δεν κάθεσαι σπίτι καλύτερα; Τι τις θες εσύ τις γιορτινές ατμόσφαιρες, γι’ αυτά τα παραμύθια; Τι γιορτάζεις;
Άσε που δεν έχουν μείνει και πολλά λεφτά. Πάνε τα παλιά μεγαλεία με τα μπουκάλια σε πανάκριβα κέντρα της παραλιακής. Φέτος έκλεισε με προσφορά, κι αυτή με το ζόρι.
Χέστα λοιπόν όλα! Παράτα τα! Καλύτερα να μην υπάρχουν Χριστούγεννα, για να μην ξοδεύουμε κιόλας!

Δεν πεινάει, ούτε έχει διάθεση να βγει έξω. Κλεισμένος στο δωμάτιό του, παρέα με τα νέα κείμενα του «atheism.net», περνάει καλύτερα την ώρα του.
Με τα χίλια ζόρια ανεβαίνει πάνω, όταν το βραδάκι η μάνα του τον φωνάζει για φαγητό. Έχουν και ορισμένους καλεσμένους συγγενείς, που έχουν έρθει για «ρεβεγιόν».
Δεν τον ενοχλεί αυτό. Ευτυχώς, δεν υπάρχουν θεούσοι εδώ μέσα. Να φάμε, να πιούμε, να παίξουμε και κάνα χαρτάκι, να πούμε και καμιά βλακεία για να περάσει ανώδυνα η ώρα. Όπως κάθε χρόνο δηλαδή, παραμονή Χριστουγέννων. Βαρεμάρα…
Η ώρα περνάει και κατά τις 2 τα μεσάνυχτα, ένας – ένας οι καλεσμένοι φεύγουν. Για στάσου όμως! Υπάρχει ένας ακόμα, που τώρα έφτασε…!
Είναι ο Λευτέρης, ο φίλος του. Το πρότυπό του. Ο μέντοράς του. Έρχεται με αυτό το γνωστό ύφος γεμάτο αυτοπεποίθηση, σιγουριά και ίσως αλαζονεία.

Ωραία, σκέφτεται. Θα το ξενυχτήσουμε απόψε. Θα πούμε δυο κουβέντες σαν άνθρωποι, βρε αδερφέ! Ο Λευτέρης είναι κάτι σαν…γκουρού γι’ αυτόν.
Αναπόφευκτα η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τους «χριστιανούληδες» και τα Χριστούγεννα τους. Τους ειρωνεύονται και τους οικτίρουν, για τα «παραμύθια» που πιστεύουν. Εκεί κάπου, ο Λευτέρης του πετάει και κάτι «καινούρια».
«Αυτοί κατέστρεψαν την Ελλάδα, φίλε. Έσφαζαν τους Έλληνες, γκρέμιζαν τους ναούς. Η Ελλάδα τελείωσε στην αρχαιότητα, φίλε. Μαζί με τους θεούς μας».

Στέκεται αποσβολωμένος ο Μηνάς.
«Τους ποιους, είπες; Τους θεούς;»
«Ναι, φίλε. Αυτή είναι η θρησκεία μας και όχι ο εβραιοχριστιανισμός. Αυτήν πιστεύω κι εγώ».
Κρύος ιδρώτας λούζει τώρα τον Μηνά. Τον άθεο, που νόμιζε πως ο φίλος του έχει τις ίδιες απόψεις μ’ εκείνον.
«Μα καλά, εσύ δεν μου λες χρόνια τώρα πως δεν υπάρχει κανένας θεός;;; Τι μου λες για δώδεκα θεούς τώρα; Εγώ δεν πιστεύω ούτε σε Έναν!»
«Μη στενοχωριέσαι, Μηνά», του απαντά εκείνος με το γνώριμο, υπεροπτικό ύφος του.
«Έλα να σου δείξω μερικά μπλογκ που γράφουν γι’ αυτά, να δεις πώς συνδυάζονται όλα».
Τον πιάνει από το χέρι. Ο Μηνάς το τραβάει. Μέσα του, αυτή τη στιγμή συμβαίνει μια τιτανομαχία. Γκρεμίζονται οι ιδέες, τα πιστεύω και τα…δεν πιστεύω του. Αισθάνεται προδομένος.
Όχι, δεν θα ακούσει τον “φίλο” του. Εκείνος είναι και παραμένει άθεος. Ορκισμένος κι αμετακίνητος.

«Λευτέρη, είμαι κουρασμένος», του λέει. «Θα πέσω για ύπνο, τα λέμε αύριο».
«Μα…», ίσα που προλαβαίνει να ψελλίσει εκείνος, πριν η πόρτα κλείσει με δύναμη σχεδόν μπροστά στο πρόσωπό του.
Είναι εκτός εαυτού ο Μηνάς. Αρχίζει να βλαστημά ξανά, με τον γνωστό του τρόπο. Βρίζει αυτά που δεν πιστεύει ότι υπάρχουν! Τα παραμύθια!
Όχι, δεν του φαίνεται κωμικό αυτό. Ίσα – ίσα, τον κάνει να αισθάνεται δυνατός.
Βγαίνει στο μπαλκόνι να καπνίσει τσιγάρο. Η ώρα πήγε 5 το πρωί. Κρύο και απόλυτο σκοτάδι, που διακόπτουν μονάχα κάποια – λίγα, είναι η αλήθεια – φωτάκια που αναβοσβήνουν στην απέναντι πολυκατοικία.
Ξαφνικά, μέσα στην απόλυτη σιγή της νύχτας, μια καμπάνα ακούγεται να τη σπάζει. Θα είναι του Αγίου Αντρέα, της Ενορίας της γειτονιάς του.
Σκάει στα γέλια. «Κοίτα να δεις τρέλα που έχει ο κόσμος, αξημέρωτα να πηγαίνει στην Εκκλησία! Τι να κάνει εκεί; Αφού δεν υπαρχει τίποτα!».

«ΤΙΠΟΤΑ! ΤΙΠΟΤΑ! ΤΙΠΟΤΑ!»
Το λέει και το ξαναλέει. Με μίσος. Με οργή, σαν να θέλει να βρίσει όχι τα Θεία όπως κάνει πάντα, αλλά τον εαυτό του. Ναι, αυτόν υβρίζει με μανία αυτή τη φορά. Ξεσπά.
«Είμαι ένα τίποτα λοιπόν; Μαζί με όλα τα υπόλοιπα στον κόσμο είμαστε ένα τίποτα;»

Η σκέψη αυτή διαπερνά το μυαλό του σαν ηλεκτροσόκ. Αρνείται να δεχθεί ότι όλα είναι μάταια. Πως υπάρχει μόνο η ύλη, που φθείρεται κι εξαφανίζεται.
Εκείνη τη στιγμή, ακούει βιαστικά βήματα στην είσοδο της πολυκατοικίας του. Σκύβει και βλέπει τον Δήμο μαζί με τους δικούς του, να τρέχουν με τα καλά τους προς τη μεριά της Εκκλησίας.
Καλό παιδί ο Δήμος, αλλά λιγάκι «βαρεμένος». Συμμαθητές στο σχολείο, μα ο Μηνάς τον είχε απομακρύνει από κοντά του. Τον έλεγε «χριστιανοταλιμπάν», επειδή συνεχώς του μίλαγε για τον Θεό.
Παρατηρεί αυτές τις σιλουέτες που απομακρύνονται στο σκοτάδι, μέχρι να χαθούν. Κάθεται και σκέφτεται.
Σίγουρα τώρα θα βρίσκονται στην Εκκλησία. Τι μανία κι αυτή; Τι βρίσκουν πια εκεί πέρα;
«Και δεν πάς κι εσύ να δεις;», ακούγεται μια φωνή από μέσα του, που μοιάζει να ξυπνάει από το λήθαργο ετών.
«Εγώ;;; Είπες, εγώ; Να πάω στην Εκκλησία;;; Εγώ ρε;;; Ρε πας καλά; Με τους παπάδες και τις θεούσες; Τι να πάω να κάνω εκεί εγώ;»
«Πήγαινε, αλλά χωρίς το εγώ σου», ακούγεται και πάλι να αντιλαλεί αυτή η φωνή.
Κάθεται ακίνητος ο Μηνάς. Το σκέφτεται και χωρίς πολλά – πολλά, το αποφασίζει!
Σε λίγο, βρίσκεται καθ’ οδόν για την Εκκλησία. Έχει να πάει από το Γυμνάσιο, που τους πήγαιναν μια φορά το χρόνο. Κι αυτός πήγαινε, για να μην πάρει απουσίες.
Έφτασε κιόλας. Μέσα στο σκοτάδι, ο μικρός ναός μοιάζει με φωτεινό πλεούμενο. Με φάρο που σκορπά ελπίδα, ζεστασιά και γαλήνη.
Ανοίγει την πόρτα. Δεν κάνει το σταυρό του, ούτε ανάβει κερί. Κάθεται πίσω – πίσω όρθιος, για να μην τον βλέπουν.
Τα φώτα είναι μισοσβησμένα. Δεν καταλαβαίνει γιατί. Ώσπου ακούγεται ένας περίεργος ύμνος, που κάτι λέει για αγγέλους που δοξάζουν…τον Χριστό!!!
Ανάβουν τότε όλα τα φώτα. Η ατμόσφαιρα γίνεται γιορτινή και οι ψαλμωδίες πλημμυρίζουν τ’ αυτιά του.
Δεν τις ξέρει, αλλά θέλει να τις ψιθυρίσει. Ειδικά αυτό το «Χριστός γεννάται δοξάσατε», το μαθαίνει κάπως με τη συνεχή επανάληψη.
Δεν κάθεται λεπτό. Ούτε καν παρατηρεί τους γύρω του. Αδιαφορεί για τις «θεούσες». Δεν βλέπει τον παπά αν έχει κοιλιά, αν έχει «χρυσάφια» πάνω του κι αν ψέλνει καλά.
Είναι μόνος του, αυτός κι ο Χριστός.

Σε μια μικρή Εκκλησιά της μεγαλούπολης που λέγεται Αθήνα, μια χαραμάδα φωτός αχνοφέγγει.
Δεν είναι ούτε τα χριστουγεννιάτικα στολίδια, ούτε οι φωτισμένοι πλέον ναοί που πανηγυρίζουν.
Αλλά η ψυχή του Μηνά, που επιτέλους έδιωξε το σκοτάδι και γέμισε με Θείο, Ουράνιο ΦΩΣ…! 


Δημήτρης Σωτηρόπουλος.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 Σημείωμα Συγγραφέα: Το διήγημα που ακολουθεί – και είχαμε πρωτοδημοσιεύσει πέρυσι – δεν έχει σκοπό να δρέψει λογοτεχνικές δάφνες και βραβεία. Αντίθετα, επιδιώκει να αφυπνίσει συνανθρώπους μας που είναι βυθισμένοι στο σκοτάδι της αθεΐας, φέρνοντάς τους στο ΦΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. Για έναν λόγο παραπάνω: Διότι τα όσα αναφέρονται βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά, με τα ονόματα των πρωταγωνιστών αλλαγμένα για ευνόητους λόγους.

Πηγή: http://www.pentapostagma.gr

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Είτε δηλώνετε άθεοι , είτε θρησκευόμενοι, είτε απλά χριστιανοί, μέρες που έρχονται ανεπηρέαστοι δεν μένετε θαρρώ...
Πιστεύει ο καθείς με τον δικό του τρόπο στα Χριστούγεννα...και την δική του την εξήγηση τη δίνει...
Αν λοιπόν η Γέννηση είναι ένα ελπιδοφόρο γεγονός...αν η Γέννηση ελπίδα σκορπά μες στις καρδιές μας...είναι μια αφορμή για να αφεθούμε στο ρομαντισμό των ημερών...
Το πνεύμα να μας κυριεύσει της αγάπης ...τις ελπίδες μας να εναποθέσουμε.....
 στο '''Θείο Βρέφος'''...και όχι μοιρολατρικά...
Να αντλήσουμε δύναμη από τον ερχομό του καινούριου...να χαμογελάσουμε για την στήριξη που πιστεύουμε πως μπορούμε να πάρουμε...από την καινούρια προσδοκία... 
Καλά Χριστούγεννα φίλοι μου αγαπημένοι !!!!
Σοφία Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,