3 Φεβρουαρίου 2016

Χαλίλ Γκιμπράν (ο κήπος του Προφήτη)





Η ζωή είναι πιο παλιά από όλα τα πράγματα που ζούν,όπως η ομορφιά  είχε φτερά προτού ακόμα γεννηθεί το όμορφο πάνω στη γή, κι όπως η αλήθεια είναι αλήθεια πριν εκφραστεί.
Η ζωή τραγουδά στη σιωπή μας κι όταν ονειρεύεται στον ύπνο μας.Ακόμα κι όταν είμαστε νικημένοι και ταπεινωμένοι, η Ζωή στέκεται στο θρόνο της ψηλά.Κι όταν δακρύζουμε,η Ζωή χαμογελά στη μέρα,κι είναι λεύτερη,ακόμα κι όταν εμείς σέρνουμε τις αλυσίδες μας.
Συχνά δίνουμε στη ζωή πικρά ονόματα,αλλά μόνο  όταν εμείς οι ίδιοι είμαστε γεμάτοι πίκρα και σκοτεινιά.Και βλέπουμε τη Ζωή άδεια και ανώφελη,αλλά μόνο σα οι ψυχές μας περιπλανιούνται στις ερημιές κι οι καρδιές μας έχουν μεθύσει από την πολλή έγνοια για τον εαυτό τους.
Η ζωή είναι βαθιά και ψηλή και μακρινή και με όλο που μονάχα το πιο μακρινό σας όραμα μπορεί να αγγίξει τα πόδια της,αυτή είναι πάντα κοντά,και με όλο που μονάχα η ανάσα της ανάσας μπορεί να φτάσει στην καρδιά της,η σκιά της σκιάς σας περνά από το πρόσωπό της,κι ο αντίλαλος της πιο αδύναμης κραυγής σας γίνεται άνοιξη και φθινόπωρο στα στήθια της.
Αλλά η Ζωή είναι  σκεπασμένη με πέπλο και κρυμμένη,όπως σκεπασμένος με πέπλο και κρυμμένος είναι ο πιο μεγάλος σας εαυτός.Οταν όμως η Ζωή μιλά,όλοι οι άνεμοι γίνονται λέξεις,κι όταν αυτή μιλά ξανά το χαμόγελο στα χείλη σας και τα δάκρυα στα μάτια σας γίνονται λέξεις.Οταν η Ζωή τραγουδά,οι κουφοί ακούνε και σταματούν,κι όταν η Ζωή ζυγώνει περπατώντας,οι τυφλοί τη θωρούν ξαφινιασμένοι και μαγεμένοι την ακολουθούν.
Χαλίλ Γκιμπράν (ο κήπος του Προφήτη)
............................................................................................................................

Περίληψη του βιβλίου : Ο κήπος του ''Προφήτη''.

 

Σε έναν τόπο μακρινό ζει ο Άλ Μουσταφά ο ''Προφήτης''
 κι όταν φτάνει η στιγμή να γυρίσει στο νησί του, οι κάτοικοι του τόπου ζητούν από αυτόν το δώρο της σοφίας του. Ρωτούν για όσα βαραίνουν την καρδιά τους κι αυτός απαντά για όλα τ' ανθρώπινα: την αγάπη, την ελευθερία, τα παιδιά, το γάμο, τη δουλειά, τον πόνο, τη φιλία, το χρόνο, το θάνατο, με λόγια τόσο καθαρά και διαυγή που σε άλλες εποχές θα θεωρούνταν θεϊκής έμπνευσης. Ο Γκιμπράν έγραψε και ξαναέγραψε πολλές φορές τον "Προφήτη" μέχρι να τον εκδώσει. Είναι το αριστούργημά του, το βιβλίο που τον έκανε διάσημο στη Δύση. "Ο κήπος του προφήτη", που γράφτηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, είναι η συνέχεια του "Προφήτη". Ο Αλ Μουσταφά επιστρέφει στο νησί του καταβεβλημένος από τη θλίψη των αναμνήσεων και καταφεύγει μόνος στον κήπο των προγόνων του. Ύστερα όμως ανοίγει την πόρτα στους παλιούς συντρόφους του και απαντά στις ερωτήσεις τους. Το βιβλίο αντηχεί από την ανθρωπιά και την ευσπλαχνία του συγγραφέα, και υμνεί τον αρχέγονο σύνδεσμο του ανθρώπου με τη φύση. Ο μεγάλος Λιβανέζος ζωγράφος, ποιητής και στοχαστής γεφυρώνει με την πένα του την αραβική κληρονομιά με το δυτικό ελληνοχριστιανικό ανθρωπισμό, θυμίζοντας στον άνθρωπο των πολέμων, της επιστήμης και της ταχύτητας, την ξεχασμένη σοφία που υπάρχει μέσα του.
.................................................................................................................................................................





Ο Χαλίλ Γκιμπράν , ένα από τα πλέον φωτισμένα πνεύματα Ανατολής και Δύσης , γεννήθηκε στο Λίβανο , το 1883.
Το 1912 ,εγκαταστάθηκε στην Ν.Υόρκη ,όπου αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη συγγραφή βιβλίων ( τόσο στην αραβική, όσο και στην αγγλική γλώσσα ) και στη ζωγραφική.Ο Γκιμπράν πέθανε το 1931 στη Ν.Υόρκη , αφήνοντας κληρονομιά στην ανθρωπότητα ένα μεγάλο έργο.
....................................................................................................................................................................

2 Φεβρουαρίου 2016

Ο Πρωθυπουργός ρεμβάζει και περί πολλά τυρβάζει....


 Η πιο πολυσυζητημένη περίοδος χρεοκοπίας, αυτή του 1893, έμοιαζε απίστευτα με τη σημερινή. Η καταχρεωμένη Ελλάδα κυριολεκτικά «πνιγόταν» απʼ τους δανειστές της. Κι ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης, αδύναμος να αντιμετωπίσει την κατάσταση που μόλις πριν λίγους μήνες είχε παραλάβει από τον πολιτικό του αντίπαλο Θεόδωρο Δεληγιάννη, έχοντας απέναντι του και τους υπονομευτικούς παρασκηνιακούς χειρισμούς του βασιλιά Γεωργίου Α΄ στο διεθνές πεδίο, αναγκάστηκε να κηρύξει την εθνική χρεοκοπία.

Σήμερα θα αναδημοσιεύσουμε ολόκληρο το στιχούργημα του Σουρή, από το φύλλο της 20ης Μαρτίου 1893, που ήταν Σάββατο του Λαζάρου. Το φύλλο είχε τον γενικό τίτλο
 «Ο Πρωθυπουργός ρεμβάζει και περί πολλά τυρβάζει»
. Όπως γίνεται κατανοητό, στο στόχαστρο του Σουρή δεν ήταν μόνο οι ξένοι, αλλά και οι χειρισμοί του Τρικούπη και του Κόντε, όπως ανέφερε τον Κερκυραίο Θεοτόκη. Μάλιστα κατηγορούσε τον Θεοτόκη ότι στην Αγγλία περνούσε καλά, σπαταλώντας τις ώρες του σε στέκια με όμορφες Αγγλίδες!

Φυσικά διατηρούμε την ακριβή μορφή του κειμένου, ακόμη κι αν σε μερικές περιπτώσεις η γραφή μερικών λέξεων δεν υφίστανται σήμερα (π.χ., Γειωργάκης αντί Γιωργάκης, πέρνει αντί παίρνει, μεταμορφόνω αντί μεταμορφώνω, βώιδι κλπ), ενώ στον πληθυντικό χρησιμοποιεί άρθρο του ενικού (π.χ., η Αγγλίδες, αντί οι Αγγλίδες).
...............................................................................................................................................................




Ο Πρωθυπουργός ρεμβάζει και περί πολλά τυρβάζει
Α΄
Ο Κόντες τόστρωσε βαρειά…καθόλου δεν σκοτίζεται,
και μήτε για το δάνειον πολύ δεν σεκλετίζεται.
Εγώ τον Κόντε καρτερώ με πόνο και λαχτάρα
κι αυτός ο αθεόφοβος στην Λόντρα τριγυρίζει,
εμείς εδώ δεν έχομε μια κάλπικη πεντάρα
κι εκείνος με τον Ρόζβερυ τον Λόρδο σαλιαρίζει.
-
Συ αύρα εσπερία μου, κοντά στον Κόντε πέτα
και τα πολλά μας βάσανα καταλεπτώς ειπέτα.
Ειπέ του νάλθη γρήγορα με όλη του την βία,
πες του πως το παράκαμε με την εργολαβία,
κι αν κι είναι Κόντες τσελεπής από τους σεβνταλήδες
αλλʼ όμως για τα μούτρα του δεν είναι κι η Αγγλίδες.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον λεβέντη;…
Τον είδαμε…ξεφάντωνε μες ʼστου Ροτσίλδ το σπήτι,
πουλλαίδες επαράστεκαν αφράταις εις το γλέντι
κι εκείνος έχανε μʼ αυταίς Παρασκευή και Τρίτη.
Και μία η μικρότερη
κι απʼ όλαις ωμορφότερη
τούπε: «τι κοκορεύεσαι;
δεν πας να μου κουρεύεσαι;
δεν κάνεις κόρτε, τσελεπή,
με Λαίδη σαν κι εμένα,
μόνο λεπτά χωρίς ντροπή
ζητάς από καθένα;»
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον ασίκη,
που τον εξενητέψαμε να φέρη χαρτζηλίκι;
Τον ίδαμε…κατάμαυρα ντυμένος σαν κοράκι
στου Μόργκαν το ρημαδιακό εσκότωνε της ώραις,
Εγγλέζαις τον σερβίριζαν, κι εκείνος με μεράκι
μια της πουδίγκαις έβλεπε και μια της σερβιτόραις.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε πουθενά;
μήπως δεν τον εδάνεισαν κι επήρε τα βουνά;
Τον είδαμε…ξεφάντωνε με τον γλεντζέ τον Σγούτα
και μια Μυλλαίδη σερπετή του Κόντε παραμπήκε
κι έχασε το γοβάκι της καθώς η Σταχτοπούτα
κι ευθύς εκείνος έψαξε και δίχως φως το βρήκε.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε της Κερκύρας;
τον ίδαμε… σεργιάνιζε εις ένα κι άλλο Πάρκο
κι απʼ όλους εδιακόνευε τον οβολόν της χήρας
και καθʼ Εγγλέζος μασκαράς του φώναζε «σαμάρκο».
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον τσελεπή Γειωργάκη;
τον ίδαμε… σεργιάνιζε με μαύρο αλογάκι…
εμπρός του παραμέριζαν ταμάξια και τα κάρα
κι οπίσω του εφώναζε των δανειστών η φάρα:
«τζάνουμ Γειωργάκη, να λεπτά και λίραις με το ζόρι,»
κι ο Κόντες ο τρικούβερτος, οπού δεν παίζει κότσα,
με περιφρόνησιν πολλήν τον Ρότσιλδ εθεώρει
και με το σκαρπινάκι του τους δανειστάς εκλώτσα.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον λεβέντη;
τον ίδαμε… χωρίς να πιή δραστήριο ραβέντι
από τα πλούτη τα πολλά δεν έκανε νισάφι
κι από τα βρακοπόδια του κυλούσε το χρυσάφι,
κι όποιος δεν είχε κάλπικο το δόντι του να ξύση
επηλαλούσε πίσω του κι εγύρευε μπαξίσι,
κι αυτός το παραξίλωνε με τα κουβαρνταλήκια
και της στερλίναις σκόρπιζε στους δρόμους σαν χαλίκια.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον καϋμένο;
τον ίδαμε… το δάνειο το έχει τελειωμένο,
κι εντός ολίγου έρχεται να σας παρηγορήση
και των Εγγλέζων γρήγορα θʼ αδειάση την γωνιά,
αλλʼ όμως να προσέξετε ο Κόντες σαν γυρίση
καμμία να μη ρίξετε για τούτον κανονιά.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον αντάμη…
τον ίδαμε…του Τάμεσι κυττούσε το ποτάμι,
κι ερέμβαζε μονάχος του με θλιβερή καρδιά
και νούμερα εχάραζε κατά την αμμουδιά,
και κάποτʼ εψιθύριζε με πόνο και με δάκρυ:
«ποτάμι για λιγόστεψε να βγω στην πέραν άκρη
Και νʼ αγναντέψω δανειστών Μυλλόρδων τα λημέρια,
Πούχουν τασήμια τα πολλά και τα βαρειά κεμέρια».
Β΄
Πώς ακόμη δεν εφάνη;
πού να είναι; τι να κάνη;
Άραγε θα κατορθώση
Την δουλειά μας να τελειώση;
άραγε θαλθή με λίραις
ή θα φέρη μόνο ψείραις;
-
Πώς ακόμη δεν εφάνη;
πού να είναι; τι να κάνη;
άρα θα δεχθούν τους όρους;
άρα κι ο χρυσός θα πέση;
Άρα τους λιμοκοντόρους
Θα τους βγάλω απʼ τη μέση;
-
Ω βάσανα και πάθη κι ολοφυρμός και θρήνος!...
σε κάθε κτύπο πόρτας θαρρώ πως είνʼ εκείνος.
Μʼ ολάνυκτα τα μάτια τον βλέπω εμπροστά …
ταγάρια με στερλίναις στην ράχη του βαστά
κι εις καθεμιά του τσέπη βροντούν του Ρότσιλδ γρούποι
και λέγει «να χρυσάφι, Μυλλόρδε μου Τρικούπη».
-
Έρχεται φορτωμένος με μπόλικους παράδες…
εμπρός, παιδιά, κουράγιο για να τον ελαφρώσωμε,
υμνήσετέ τον όλαις η κομ ιλ φο κυράδες
κι ελάτε με δαφνούλαις κρεββάτι να του στρώσωμε.
Ακούσατε τι κτύποι των στερλινών και βρόντοι!...
δος μας παράδες, μπάρμπα, δος μας παράδες Κόντη.
-
Κατέβασε τους σάκκους εκ της ʼψηλής σου ράχης…
βγάλε και τα σκαρπίνια καλά να τα κυττάξωμε…
μπορεί κι εκεί κρυμμένη καμμιά στερλίνα νάχης…
στάσου και κάθε μέρος απόκρυφο να ψάξωμε.
Δος μου στερλίναις, μπάρμπα, να φύγʼ η στενοχώρια,
δος μου στερλίναις, Κόντε, να ξέρω του λοιπού
τι μούτρο είχε κι έχει των Άγγλων η Βιτώρια
κι ο Βασιλεύς με κέφι να πάη γι Αλεπού.
Γ΄
Έλα για να γεμίσωμε τον άδειο κορβανά,
έλα για νʼ αλαλάξωμε πηδώντας «ωσανά,»
το έρδε Λάζαρε περδέ να ψάλωμε με βάγια
και στο ρουθούνι νάμπωμε τους καθενός κανάγια.
-
Έλα, Γειωργάκη, σώσε μας από το πονηρόν,
έλα να δούμε γρήγορα το φως το ιλαρόν,
έλα, Γειωργάκη, τσελεπή, με την καλοκαιριά,
έλα της Αναστάσεως νʼ ανάψουν τα κεριά,
έλα και γλυκοφίλα μου την κόκα την σοφή,
έλα ταυγά να βάψωμε με κόκκινη βαφή,
από μεγάλαις συλλογαίς για λίγο να ʼσυχάσωμε
και στου Κουλούρη την Αυλή τον μόσχο να πασχάσωμε.
-
Ω Λόντρα συ, φαγέδαινα παντός πεινώντος γένους,
οπού γελάς τους Κόντηδες και τους απεσταλμένους
και μας θαρρείς μουφλούζηδες, πτωχούς και ψωμοζήτας,
πώς ήθελα τα τέκνα σου εις εν να συναγάγω
και τότε με τα δόντια μου, που λέγουν Τραπεζίτας,
όλους τους Τραπεζίτας σου αυτοστιγμεί να φάγω!
-
Ουαί κι αλλοίμονον υμίν, ω δανεισταί σκληροί,
που τρέχει απʼ οπίσω σας ο Κόντες με κερί,
ουαί, που δεν δανείζετε τους πρώτους των ανθρώπων,
τους καταπλήξαντας την γην με κλέος απαράμιλλον,
ουαί, που διυλίζετε τα σπλάγχνα των κωνώπων
κι ευκόλως καταπίνετε ολόκληρον την κάμηλον,
ουαί, που καθαρίζετε απʼ έξω το ποτήρι
και το εντός αφίνετε ακάθαρτον ως πρώτον,
ουαί, που δεν μας κάνετε και τώρα το χατήρι
και ψήνεται ο Κόντες μας εις κάμινον ερώτων.
-
Ουαί υμίν, που σύρετε για μας τα εξʼ αμάξης,
ουαί υμίν, που θέλετε τας εις χρυσόν εισπράξεις,
ουαί υμίν, καθάρματα Τραπεζιτών αδίκων,
οπού τους φόρους θέλετε των διαφόρων σύκων,
ουαί υμίν, που θέλετε κι αυτά τα βελανίδια,
καθώς και τα λεγόμενα Ελληνιστί κικίδια,
ουαί, που θέλετε κι αυτόν τον φόρον της σταφίδος
χωρίς να εξελέγχεται το προϊόν κατʼ είδος,
ουαί υμίν, που θέλετε και τέλη μεταλλείων,
παντοδαπών εταιριών και τόσων ατμοπλοίων,
ουαί υμίν, που θέλετε σκωρίας του Λαυρίου
και καθεμίαν πρόσοδον παντός ουρητηρίου.
-
Ουαί υμίν, που θέλετε και μέρος της σταφίδος
και τρία πέμπτα του λαδιού, που βγαίνει στην Επτάνησο,
ουαί υμίν, γεννήματα ξεβράκωτης Αγγλίδος,
που σαν μωρό ποτίζετε τον Κόντε με γλυκάνισο,
ουαί υμίν, που θέλετε να σας γενούμε σκλάβοι
και τας εισπράξεις Τράπεζα σπουδαία νʼ αναλάβη,
ουαί, δυνάσται τύραννοι Ελλάδος νηστικής,
που μία εκ των Τραπεζών, η της Ιονικής,
πολύτιμα γραμμάτια κατʼ έτος θα εκδίδη
και θα τα τρων νηστεύοντες γαϊδάροι για γρασίδι.
-
Ουαί που θα πληρώνωνται τα τέλη των εμπόρων
με πίστεως γραμμάτια μεγάλης κι αοιδίου,
ουαί, που πάσα είσπραξις των υπεγγύων φόρων
θα στέλλεται προς κάλυψιν του τοκομεριδίου.
Ουαί υμίν, υποκριταί, δοχεία μαύρου δόλου,
οπού δεν εμπιστεύεσθε την πίστιν μας καθόλου
και πάσα πιστοποίησις πηγαίνει του κακού
γιατί φοβείσθε την βροντήν του πυροβολικού.
-
Ουαί υμίν, θρασύδειλα βλαστήματα ελάφων,
οπού παρέρχεσθε ψυχροί προ παναρχαίων τάφων
και λέγετε «για λείψανα και τάφους τι μας μέλει;
εμείς για τους παράδες μας γερά ζητούμε τέλη,
κι αν έχη δόξαν ο Ρωμηός κορώνα και τιμή του,
ας βράζη τον αέρα της να πίνη το ζουμί του».
-
Ουαί υμίν, κοάζοντες απόγονοι βατράχων,
που δεν σας καίγεται καρφί κι αν εις τον Μαραθώνα
ευρήκαμε τα κόκκαλα των Μαραθωνομάχων
και τούτον εδοξάσαμεν της ύλης τον αιώνα,
και λέγετε «για κόκκαλα πεντάρα δεν μας μέλει,
καθείς για τους παράδες του εισπράξεις φόρων θέλει,
κι όταν παθαίνουν οι Ρωμηοί γουργούραις των στομάχων
ας ροκανίζουν κόκκαλα των Μαραθωνομάχων».
-
Ουαί υμίν, υποκριταί, τσιφούτηδες Εβραίοι,
έντομα, περονόσποροι, ακρίδες, αρουραίοι,
ουαί υμίν, παμμίαρον Τραπεζιτών συνάφι,
που διόλου δεν συγκινούν των Μαραθώνων τάφοι,
μηδέ ρυάκων και πηγών σάς τέρπει το κελέρυσμα,
κι αρνείσθε να δανείσετε και μια στερλίνα χάρισμα.
-
Ουαί που θα τρελλάνετε τον Κόντε με τους όρους,
ουαί, που θέλετε κι αυτούς των κουκουλιών τους φόρους,
και λέτε δείχνοντες σʼ εμάς γεμάτα τα σακκούλια
πως με της δόξαις μοναχά δεν βάφονται κουκούλια,
ουαί, που δεν πιστεύετε κι εμένα τον Σωτήρα
και τα μυαλά μου, όλοι σας μου λέτε, και μια λύρα,
ουαί υμίν, που θέλετε να μας ιδήτε πτώμα
και σάλιο δεν αφίνετε μες στο στεγνό μας στόμα,
ουαί υμίν, ανίεροι, που μʼ όχεντρας φαρμάκι
κρυφά κρυφά δαγκώνετε τον Κόντε τον αχμάκη,
ουαί υμίν, ανήμερα θηρία της ερήμου,
που σκιάζομαι αν ευρεθώ και μια στιγμή κοντά σας
εκ φόβου μήπως το δεξί και το ζερβί μερί μου
το κομματιάσουν έξαφνα τα χαυλιόδοντά σας.
-
Ουαί, παμφάγα τέρατα…κακός ψυχρός σας χρόνος,
ταχόρταγά σας στόματα για τον παρά λυσσούν,
ουαί υμίν, Ιάσωνες της γραίας Αλβιόνος,
που της Ελλάδος θέλετε το δέρας το χρυσούν.
Ουαί υμίν, παληανθρωπιά…να πάτε να χαθήτε…
μʼ εκείνα τα κουπόνια σας μας τρώτε διαρκώς,
και τότε μόνον πιθανόν να ευχαριστηθήτε
όταν λωρίδα κόψετε Ελληνικής σαρκός.
-
Ουαί υμίν, που γρήγορα την πλάνην σας θα νοιώσετε, ουαί,
που για το δάνειον πικρά θα μετανοιώσετε,
ουαί, που θάλθη μια στιγμή καθείς να σας λυπήται
και τότε σεις, ω δανεισταί, προς τους Ρωμηούς θα πήτε:
«Ουαί υμίν, απόγονοι των ευκλεών προγόνων,
που χάβετε τα δανεικά με στόματα Γοργόνων,
ουαί, που μας σκοτίσατε με την πολλή σας κλάψα
κι όλους σαν κουτομόηδες μάς βάλατε στην κάψα,
ουαί, που σας δανείσαμε και τούτη τη φορά,
ουαί, που μας κατάφερε ο Κόντες μια χαρά,
ουαί που τον Εγγλέζο μας πιστέψαμε τον Λο μας,
ουαί, που μας καθίζετε σε μουλαριών καπούλια,
ουαί, που θέλει σπάσιμο το ξεροκαύκαλό μας
μʼ όλα τα βελανίδια σας, τα σύκα, τα κουκούλια,
ουαί, που τους μεγάλους σας δεν νοιώσαμε σκοπούς
και γρήγορα θα μας δεχθή προσκυνητάς η Τήνος,
ουαί, τρις πονηρότεροι κι αυτής της Αλεπούς,
που κυνηγούσε στο Γουδί ο νέος Κωνσταντίνος».

-Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη andrikakisalekos@gmail.com
..........................................................................................................

Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε σαν σήμερα 2 Φεβρουαρίου του 1853, στη Σύρο και καταγόταν από τη μεριά του πατέρα του από τα Κύθηρα και από τη μεριά της μητέρας του από τη Χίο. Η οικογένειά του φιλοδοξούσε να σπουδάσει ο Γεώργιος θεολογία, οι οικονομικές συνθήκες ζωής τους όμως δεν το επέτρεψαν. Παρακολούθησε εγκύκλια μαθήματα στη γενέτειρά του και μαθήματα γυμνασίου στην Αθήνα ως το 1870, οπότε τέλειωσε το σχολείο και έφυγε για τρεις μήνες στο Ταγκαρόγκ της Ρωσίας για να εργαστεί ως υπάλληλος σιτεμπόρου. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα στράφηκε προς το χώρο του θεάτρου, συμμετέχοντας σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θιάσων (σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων είχε συμμετάσχει σε μια παράσταση τραγωδίας στο θέατρο Ηρώδου του Αττικού).
ΠΗΓΗ: Βικιπαίδεια 

                                                 Δυστυχία σου Ελλάς - Γεώργιος Σουρής..
...................................................................................................................................................................

1 Φεβρουαρίου 2016

Πώς ο Προάγγελος της Άνοιξης...''πατίνια'' μας χαρίζει ?

Πως γίνεται κάθε που '''φλεβαρίζει'''ο καιρός...και η μέρα μεγαλώνει..πως γίνεται και η κρυμμένη η Άνοιξη που στην καρδιά μου κατοικεί...πάντα να παίρνει θάρρος ...δύναμη...και βήματα ταχειά ξανά ν' ανοίγει...
Είν' που δεν θέλει άραγε απ' το Χειμώνα της να σκεπαστεί...κι εκεί στο παγωμένο από κάτω χιόνι της να μείνει ?
Ή μήπως είν' η ελπίδα της και ο ενθουσιασμός...που στο άνθισμα την οδηγούν...και στο κυνήγι '''μαγισσών'''που κατοικούν εντός της...?

Ποτέ μου δεν την μάλωσα τη δόλια μου καρδιά...κι ας την γελάσανε πολλές φορές...της Άνοιξης οι μυρωδιές...της άνοιξης τα κάλλια...
Εκεί μέσα στο Καταχείμωνο το βροχερό που την περίμενα ...υπόσχονταν τόσα μονοπάτια μαγικά...εμπρός μου για να στρώσει...αδύνατον να της αντισταθώ...μπροστά στο φόβο της στιγμής...μην τύχει αυτή  και με  προδώσει... 
Στους πάγους πάνω εγώ δεν ήξερα να περπατώ...μα η ζωή σαν δώρο της.. πατίνια αυτή μου χάρισε...να τρέχω...να προλάβω...

Εγλίστρησα και έπεσα πολλές στιγμές...και τότε ένα ζευγάρι με τριαντάφυλλα ζωγραφισμένα επάνω ...εσκέφτηκα να αγοράσω...παπούτσια που να μη γλυστρούν...και κάθε που θα πέφτω...τα λούλουδα που έχουν για ζωγραφιά...αυτά μονάχα να κοιτάζω....
Θέλεις δε θέλεις σκέφτηκα ...σαν κατορθώσεις στη ζωή...σαν μάθεις να χορεύεις...μετά από τα πεσίματα τα γλυστερά...υπέροχες στιγμές...φιγούρες απαράμιλλες στο πατινάζ σε περιμένουν...

Είναι αυτός ο χορός ο μαγικός...που μοιάζει πεντοζάλη...που πάντα λες και είναι η πρώτη η φορά...η Άνοιξη ..που σαν σιμώνει... μας φέρνει στην ψυχή...κι ας είναι ακόμα εκεί ο νους στην παγωνιά και στο αγιάζι καρφωμένος...

Εκεί είν' και το χειροκρότημα...εκεί που δεν τον εγκατέλειψες ...στη μέση τούτο το ''χορό'''που λέγεται ζωή...είναι που ο ερχομός της Άνοιξης...κάθε φορά σου υπόσχεται...κάθε φορά σου τάζει και σε παρασύρει...ν' αντέχεις ..να τη ζεις και να την γεύεσαι την ομορφιά του κόσμου...κι ας πέφτεις κι ας γεμίζεις γρατσουνιές στα γόνατα....γιατί άλλη φορά δεν έχει.... 

 Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη
................................................................................................................................................................

“Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει!”

“Ο Φλεβάρης φλέβες ανοίγει και πόρτες σφαλνάει”. Με άλλα λόγια, προκαλεί πολλούς θανάτους εξαιτίας του κρύου και των βροχών, αλλά και των μεταβολών στο κλίμα. Αλλά, παρά την αγριάδα του αυτή, ο Φεβρουάριος είναι ο πρόδρομος της καλοκαιρίας: Σχετικό είναι το τετράστιχο :

 “Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει. Μα αν δώσει και θυμώσει μεσ' το χιόνι θα μας χώσει.” Ο Φεβρουάριος λέγεται και “μικρός μήνας” ή “Κουτσοφλέβαρος”.

 Ο Φεβρουάριος σύμφωνα με το λαογράφο ετυμολόγο σημαίνει πρησμένη φλέβα και τούτο επειδή κατά το μήνα αυτόν πρήζονται, γεμίζουν με νερό οι φλέβες της γης. Τον Φλεβάρη ο λαός ονόμασε και Κουτσοφλέβαρο, γιατί κατά την παράδοση ο Μάρτης δανείστηκε απ' αυτόν δυο ημέρες και στο διάστημα των δυο ημερών “πάγωσε τη γριά”. Είναι γνωστή και η παροιμία “Ο Κουτσοφλέβαρος έβαλε τη γριά στο χαράκωμα από κάτω”.
................................................................................................................................................................

 Όταν ο Φεβρουάριος τραβάει 29 ημέρες, όπως φέτος, γιορτάζεται την ημέρα αυτή η γιορτή του Κασσιανού Οσίου του Ρωμαίου. Είναι ο μόνος Άγιος που αφιερώνεται μια ημέρα γι' αυτόν όχι κάθε χρόνο, αλλά κάθε τέσσερα. Σχετικά με την εξαίρεση αυτή, στη χορεία των Αγίων υπάρχει ένα πολύ χαριτωμένο παραμύθι που το περιλαμβάνει ο λαογράφος Παρασκευάς Μηλιόπουλος στο βιβλίο του “Ο Κότσυφας ο Κυρ Κώστας και άλλα Μακεδονικά” και που σε ελεύθερη αφήγηση είναι “Ο Άγιος Κασσιανός ξάπλωνε όπου υπήρχε σκιά και γάργαρο νερό στον παράδεισο.

Οι άλλοι άγιοι δεν τον ενοχλούσαν, τον έβλεπαν και χαμογελούσαν καλόκαρδα. Νόμιζε κανένας ότι ο παράδεισος ήταν φτιαγμένος γι' αυτόν. Είχε όμως ένα παράπονο που πίεζε την καρδιά του. Δεν μπορούσε να ανεχθεί το γεγονός ότι η Εκκλησία και οι άνθρωποι στη γη τον τιμούσαν μόνο κάθε τέσσερα χρόνια. Θυμούνταν το μαρτύριό του και τις θυσίες του στη γη και ένοιωθε μια απέραντη πίκρα.

Γι' αυτό πήγε να διαμαρτυρηθεί στον πανάγαθο θεό. Είπε ότι υπέφερε και μαρτύρησε για την πίστη του Χριστού και ότι αφού ταπείνωσε τον Σατανά κανένας δεν τον σκέφτηκε παρά τον παραπέταξαν να γιορτάζει μόνο μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια. Διαμαρτυρήθηκε μάλιστα επειδή δώρα και τάματα έφταναν κάθε ημέρα στον Αϊ Γιώργη, τον Αϊ Νικόλα και τον Αϊ Δημήτρη, ενώ σ' αυτόν δεν έφεραν τίποτα. Τότε ο Θεός κάλεσε έναν άγγελο και του είπε να φέρει τους τρεις αγίους μπροστά του.

Πέταξε ο άγγελος πάνω από τα πέλαγα και έφερε τον Άγιο Νικόλαο. Πέταξε πάνω από τα βουνά και κάλεσε τον Αϊ Δημήτρη. Πέταξε στη συνέχεια πάνω από κάμπους και κάλεσε τον Αϊ Γιώργη. Και ο Θεός τούς ρώτησε έναν έναν. Πού ήσουνα Νικόλαε; Στη θάλασσα Άγιε Πατέρα, απάντησε, και πάλευα με τα κύματα για να σώσω κάποιους που πνίγονταν. Εσύ Γεώργιε; Ρώτησε ο Θεός. Πάνω στα βουνά, Αθάνατε, και βοηθούσα τους Έλληνες να κερδίσουν μια δύσκολη μάχη. Εσύ Δημήτριε; Φύλαγα τη Θεσ/νίκη, υπερένδοξε.
Και τότε στράφηκε ο Θεός στον Άγιο Κασσιανό. Βλέπεις τώρα γιατί αυτούς τους τιμάει ο κόσμος; Γιατί δουλεύουν Κασσιανέ, δουλεύουν και δεν ξαπλώνουν.

 Γεώργιος Μ. Μπόντας  – Λαογράφος
..................................................................................................................................................................

Κατ' άλλους λέγεται Φλεβάρης, γιατί παγώνει τις φλέβες της γης.
 Στη Θράκη υπάρχει το ρήμα φλεβαρίζω= πλημμυρίζω, επειδή τα χωράφια «φλεβαρίζουν από τις βροχές.

Λέγεται και τρυγητής γιατί στον αγροτικό βίο, ο Φλεβάρης είναι ο μήνας των αμπελιών. Τότε γίνεται το κλάδεμα, το καθάρισμα και το τσάπισμα των αμπελιών. Τότε βάζουν και καταβολάδες, δηλαδή φυτεύουν αμπέλια (εκτός και αν είναι δίσεχτος ο χρόνος). Για αυτό του το περιεχόμενο ο Φλεβάρης λέγεται όπου είναι ανεπτυγμένη η αμπελουργία και Κλαδευτής.
Για τον άστατο καιρό, ο Φλεβάρης λέγεται επίσης και Μεθυσμένος, γιατί δεν ξέρει τι κάνει.

Πάντα πίστευα και τώρα πλέον είμαι σίγουρη πως η Λαογραφία είναι η ραχοκοκαλιά του Πολιτισμού ενός λαού...και συναγωνίζεται επαξίως την ιστορία του...
Ποιός στ' αλήθεια μπορεί να καταγράψει καλύτερα την καθημερινότητα ...τους πόνους ...τους καημούς...τα ήθη και τα έθιμα των ανθρώπων ενός τόπου...όσο ο ίδιος ο λαός ?
Κανείς θαρρώ δεν θάταν καλύτερος καταγραφέας...
Μέσα στα πλαίσια αυτά...χιλιάδες οι παραδόσεις οι προφορικές ...μα και οι καταγεγραμμένες...για όλες τις εκφάνσεις της ζωής... 
Μια τέτοια ξεχωριστή λοιπόν ιστορία παράδοσης είναι και η παραπάνω μέσα  στο μήνα Φεβρουάριο...και η γιορτή του  Κασσιανού   Οσίου του Ρωμαίου...
Δεν είναι μια ιστορία καταγραφής ενός μύθου...μα η  απόρροια παρατηρήσεων των φαινομένων των καιρικών και των συμπεριφορών και χαραχτήρων των ανθρώπων...μέσα στους αιώνες...τον μήνα αυτόν...

Σοφία Θεοδοσιάδη.
................................................................................................................................................................. 

31 Ιανουαρίου 2016

Ήθελες πάντα να σου κελαηδώ χαρούμενα...

Ήθελες πάντα να σου κελαηδώ χαρούμενα...και στη φωλιά σου γύρω να πετάω..να φτερουγίζω..
Μα εγώ πουλί συνηθισμένο και δεν ήμουνα...ούτε κι ολημερίς εκελαηδούσα...
Γιατί τ' αηδόνια μάτια μου...πολύ πρωί και με το χάραμα και δίπλα σε ομορφιές ανείπωτες και σε ρυάκια κελαηδάνε....και μόνο στη φωλιά που είναι το ταίρι τους στήνουν καρτέρι από νωρίς.. και μελωδίες μοναδικές....στον αέρα τους σκορπάνε.....

Δεν τραγουδάω εγώ σε ξένους τόπους και λημέρια δεν αράζω....πάντα εκεί στη μυρωδιά και κάτω από τον  ίσκιο σου λουφάζω.....και ένα τραγούδι γνώριμο ...μελωδικό....κι αλλιώτικο αρχινώ....κι έρχονται και μαγεύονται απ' τις φωλιές τ' αηδόνια...
Τις συγχορδίες αρχινούν...όλα μαζί σαν ένας μαέστρος υψηλός αυτά να κατευθύνει ..και ορχήστρα μοιάζει του Έρωτα...σκοπό μοναδικό ...που στους αιθέρες γύρω τους σκορπούν....

Γράφουν και καταγράφουνε τους γήινους τους έρωτες...με έναν τρόπο θε'ι'κό και Μυθικό...τ' ανθρώπινα να μην μπορούν ..να μην τολμούν ποτέ και να τους φθείρουν...γιατί ψυχή μου οι έρωτες οι γήινοι...στο χρόνο δεν αντέχουν...και πρέπει με τα χέρια σου ψηλά να τους σηκώνεις....
κι εσύ καθημερνά και να τους σιγοτραγουδείς κι απ' το ποτήρι τους το δροσερό να πίνεις.....

Σοφία Θεοδοσιάδη.. 
..................................................................................................................................................................


 



 Τὸ ἀηδόνι και το γεράκι  

Διονύσιος Σολωμός

«Ἄκουσε, γεράκι, τὸ καημένο τ' ἀηδόνι. Ἡ ζωή μου εἶναι στὴν ἐξουσία σου, ὅπως καὶ τὸ πέταγμά μας αὐτὸ μέσα στὰ σύννεφα, ὅπου δὲν εἶχα φτάσει ποτέ. Ἀλλὰ ἄκουσέ με: Ἀπὸ τὶς μυστικὲς πηγὲς τῆς φύσης ἐρχόταν μιὰ ἤπια πνοὴ καὶ συναντοῦσε μιὰν ἄλλη, ἐξίσου ἤπια, μέσα στὸ στῆθος μου. Αὐτὴ ἡ πνοὴ γινόταν τραγούδι, ὅπως καὶ τὸ φύλλωμα τοῦ δέντρου ποὺ μὲ φιλοξενοῦσε, ὅπως τὰ ἄστρα ποὺ ἔλαμπαν ψηλά. Ἡ ὀμορφιὰ τῶν πραγμάτων ποὺ ἦταν γύρω μου μὲ συγκινοῦσε καὶ μεταβαλλόταν σὲ μουσική. Εἶδα κι ἐσένα νὰ ἔρχεσαι καταπάνω μου, καὶ ὁ φόβος μου νικήθηκε ἀπὸ τὸ θαῦμα τῆς γρήγορης καὶ μεγαλόπρεπης πτήσης σου, ποὺ τὴ θαύμαζα σὰν δῶρο τῶν θεῶν. Ἀλλὰ τὴ στιγμὴ ἐκείνη, ἀπὸ ἀπροσμέτρητο βάθος, ἑτοιμάζονταν ν' ἀναβρύσουν ἀπὸ μένα τραγούδια θλίψης γιὰ ἕνα ρόδο ποὺ τὸ μάδησε ὁ ἀέρας. Τὰ ἄρχιζα, τὰ τραγούδια αὐτά, ἐγὼ πού, ὅταν ξεσποῦσε ὁ κεραυνός, ἔνιωθα νὰ μοῦ τρέμει τὸ στῆθος, καθὼς ἤμουν μαζεμένο μέσα στὸ νέο φύλλωμα. Ἄφησέ με νὰ ζήσω μιὰ στιγμὴ μόνο, ὅσο γιὰ νὰ βγάλω στὸν αἰθέρα καὶ γιὰ τὸ αὐτί σου τὸ θησαυρὸ ποὺ αἰσθάνομαι μέσα μου. Μὴ σκοτώσεις αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ γεννηθεῖ!».

Καθὼς τὸ ἀηδόνι μιλοῦσε, τὸ γεράκι χαλάρωνε τὸ ἁρπακτικὸ νύχι του, καὶ μὲ τὸ ἄλλο ἔκανε φιλικὸ νεΰμα στὸ ἀηδόνι, ποὺ ὅμως τὴ στιγμὴ ἐκείνη ξεψύχησε. 


ΠΗΓΗ :  ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
 Ἀπὸ τὸ Ποιήματα καὶ Πεζά ..
..........................................................................................................................................................

30 Ιανουαρίου 2016

Νύχτα μέσα στα μάτια σου -











Ξάφνου μέσα στο σκοτάδι άναψε ένα φως
χερουβείμ, σεραφείμ σ’ έφεραν στη Γη
το φεγγάρι αρμενίζει στων ματιών σου την πηγή

Νύχτα μέσα στα μάτια σου
νύχτα και στην καρδιά σου
ο έρωτας κοιμήθηκε μέσα στην αγκαλιά σου

Καταπράσινα τα φύλλα τώρα σε φιλούν
χερουβείμ, σεραφείμ γλυκοτραγουδούν
είσαι ο πόνος ο μεγάλος, τύραννός μου και καημός

Στίχοι:  
Γιάννης Θεοδωράκης
Μουσική:  
Μίκης Θεοδωράκης
 Ερμηνεία :Μαργαρίτα Ζορμπαλά.






............. 




29 Ιανουαρίου 2016

Οι Τρεις Ιεράρχες και η Συμβολή τους στην Παιδεία...









 Ο Νομπελίστας μας ποιητής Γ. Σεφέρης έλεγε: “Τα γράμματα είναι από τις πιο ευγενικές ασκήσεις κι από τους πιο υψηλούς πόθους του ανθρώπου. Η παιδεία είναι ο κυβερνήτης του βίου. Κι επειδή οι αρχές αυτές είναι αληθινές, πρέπει να μην ξεχνούμε πως υπάρχει μια καλή παιδεία εκείνη που ελευθερώνει και βοηθά τον άνθρωπο να ολοκληρωθεί σύμφωνα με τον εαυτό του και μια κακή παιδεία εκείνη που διαστρέφει και αποστεγνώνει και είναι μια βιομηχανία που παράγει τους ψευτομορφωμένους και τους νεόπλουτους της μάθησης, που έχουν την ίδια κίβδηλη ευγένεια με τους νεόπλουτους του χρήματος”.
 ..................................................................................................................................................................

Την τιμητική τους έχουν σήμερα 30 Ιανουαρίου οι Τρεις Ιεράρχες προστάτες των Γραμμάτων.

 Με την ονομασία Τρεις Ιεράρχες αναφέρονται τρεις επιφανείς άγιοι και θεολόγοι της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας, προστάτες των γραμμάτων και των μαθητών, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Βασίλειος ο Μέγας και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ή Θεολόγος.

 Ασυμβίβαστοι οι Τρεις Ιεράρχες δεν δίστασαν να συγκρουστούν με την τότε εξουσία προκειμένου να υπερασπιστούν την δικαιοσύνη ή την ορθόδοξη πίστη. Δεν δίστασε ο Μεγ. Βασίλειος να αρνηθεί την φιλία του αιρετικού αυτοκράτορα Ουάλη, λέγοντας του “Την βασιλέως φιλίαν μέγα μεν ηγούμαι μετ’ ευσέβειας, άνευ δε ταύτης, ολεθρίαν αποκαλώ”. Δεν ανέχεται να εγκαταλείψει ούτε “ιώτα εν” των θείων δογμάτων και ασπάζεται και τον θάνατο αν παραστεί ανάγκη.

 Παραιτήθηκε ο Άγιος Γρηγόριος από τον θρόνο της Κων/πόλεως όταν διαπίστωσε αιρετικές κακοδοξίες.
Χτυπά αλύπητα ο Χρυσόστομος, την ανηθικότητα της αυτοκράτειρας Ευδοξίας. “Ο Θεός” της γράφει “σου έδωσε το βασιλικό σκήπτρο για να απονέμεις παντού την δικαιοσύνη. Χώμα και στάχτη, χόρτο και σκόνη, σκιά και καπνός και όνειρο είναι ο άνθρωπος, ακόμα κι αν είναι ισχυρός άρχοντας. Δώσε τέλος στον πόνο και στη δυστυχία των απελπισμένων. Μήπως θα κατέβουν μαζί σου στον τάφο τα σταφύλια των κλημάτων, τα χρήματα και η δόξα της εξουσίας;”.

 Εξορίστηκε ο Άγιος, πέθανε από τις κακουχίες μακριά στα βάθη της Μ. Ασίας, έδωσε όμως παράδειγμα αιώνιο στους εκκλησιαστικούς ηγέτες, κυρίως στους σημερινούς που ορισμένοι κυκλοφορούν σαν Πέρσες σατράπες, μια άλλη μορφή εξουσίας, ανίκανη να συλλάβει το μήνυμα του Ευαγγελίου που τονίζει πως όποιος θέλει να είναι πρώτος, έσται υμών διάκονος, πρέπει να είναι υπηρέτης όλων.

ΠΗΓΗ : Βικιπαίδεια

..............................................................................................................................................................

 Σήμερα θα με ρωτήσετε τι γίνεται με την Παιδεία ...

Χρόνια προσπαθώντας...δάσκαλοι φωτισμένοι.. προσπάθησαν και προσπαθούν, να πλησιάσουν την ψυχή του παιδιού...κι άλλοι πολλοί ακολούθησαν και ακολουθούν  στυγνά το πρόγραμμα του Υπουργείου που κράταγαν στα χέρια τους....εστιάζοντας στον εγκέφαλο και μόνο του παιδιού...
Κανένας δεν αμφισβητεί τη δύναμη και τα επιτεύγματα της τεχνολογίας....
Αναρωτηθήκαμε όμως ποτέ...πόσο σκλήρυναν την καρδιά μας..πόσο μας απομάκρυναν από τον πραγματικό στόχο του ανθρώπινου Γένους ?

 “Παιδεία εστί ου την υδρία πληρώσαι,αλλά ανάψαι αυτήν ”  έλεγε ο Πλάτωνας.

 Γεμίζουμε το κεφάλι του παιδιού με γνώσεις και αφήνουμε σβησμένη την ψυχή του.
Υπήρχαν και υπάρχουν στον κόσμο και στον τόπο μας.. τόσοι εγγράμματοι  άνθρωποι και συγχρόνως  τέτοια φτώχεια πνευματική.
 Έχουμε μια παιδεία που εστιάζει κυρίως στις ανάγκες της τροφοδοσίας των επιχειρήσεων και της βιομηχανίας. Γεμίσαμε διπλωματούχους και εξαφανίστηκαν οι πνευματικοί άνθρωποι.
Αλλά ξεχάσαμε παντελώς πως η πραγματική παιδεία προσφέρει πνευματικότητα...είναι τροφή ψυχής και νου...Κάθε πολιτισμένη και ανθρώπινη κοινωνία έχει ανάγκη όχι μόνον από ειδικούς επιστήμονες...αλλά και από φωτισμένα μυαλά και αληθινούς χαραχτήρες...

Σοφία Θεοδοσιάδη - Εκπαιδευτικός.
....................................................................................................................................................................