9 Φεβρουαρίου 2016

Το γαϊτανάκι - Ζωρζ Σαρή



Εκτύπωση
Μια φορά, δεν πάει καιρός, ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό, κάπου εδώ κοντά, ένας άνθρωπος πολύ σοφός και πολύ γέρος. Η πλάτη του ήταν σκυφτή, τόσο σκυφτή, που η άσπρη του γενειάδα άγγιζε τη γη. Είχε διαβάσει τα βιβλία όλου του κόσμου και είχε μάθει τις γλώσσες όλων των ανθρώπων. Ζούσε απόμερα, σ’ ένα μικρό σπιτάκι, ολομόναχος. Στον κήπο του φύτρωναν κι άνθιζαν όλων των λογιών τα λουλούδια: τριαντάφυλλα, τουλίπες, μαργαρίτες, κυκλάμινα, ζουμπούλια κι όμορφα κατακόκκινα γαρίφαλα.
  Οι συχωριανοί του πολύ τον αγαπούσαν κι όλοι τον φώναζαν: ο κυρ Νικόλας ο Γαρίφαλος. Κάποιο δειλινό, όταν ο ήλιος καλησπέριζε τη νύχτα που σκαρφάλωνε πίσω από το βουνό, τρία κοριτσάκια πέρασαν μπροστά από τον κήπο του κυρ Νικόλα, τραγουδώντας τούτο το όμορφο τραγούδι:

  Αν όλα τα παιδιά της γης
  πιάναν γερά τα χέρια
  κορίτσια αγόρια στη σειρά
  και στήνανε χορό
  ο κύκλος θα γινότανε
  πολύ πολύ μεγάλος
  κι ολόκληρη τη Γη μας
  θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

Ο γερο-σοφός, κείνη την ώρα, πότιζε τα λουλούδια του. Σήκωσε το κεφάλι και χαμογέλασε στα παιδιά. Το γέρικο ρυτιδιασμένο χέρι του τους έγνεψε φιλικά.
  – Καλησπέρα, κυρ Νικόλα, του φώναξαν τα κοριτσάκια, και χάθηκαν στη στροφή του δρόμου.
  Όταν τέλειωσε το πότισμα, ο κυρ Νικόλας μπήκε στο σπίτι του και κάθισε στο γραφείο του. Μια στοίβα χοντρά βιβλία τον περίμενε. Έπρεπε να τα διαβάσει… Τι παράξενο όμως, εκείνο το βράδυ, όσο κι αν πάσχιζε να συγκεντρωθεί, δεν τα κατάφερνε. Ο λογισμός του έτρεχε αλλού: στα τρία κοριτσάκια, στο τραγούδι τους.

  Χρόνια τώρα ζούσε ευτυχισμένος με τα βιβλία του, τα λουλούδια του, ολομόναχος, και ξάφνου η μοναξιά τού φάνηκε αβάσταχτη. Κατάλαβε πως η ζωή του έφτανε στο τέρμα της, νοστάλγησε τα νιάτα του.
  Ήταν πολύ λυπημένος εκείνο το βράδυ ο καλός κυρ Νικόλας. Κουνούσε το χιονισμένο του κεφάλι και μιλούσε δυνατά: «Είμαι μόνος, κανένας δεν μπορεί να με βοηθήσει, κανέναν δεν μπορώ να βοηθήσω με τις χίλιες γνώσεις μου. Είμαι άχρηστος. Ας ήμουν τουλάχιστο νέος, ας είχα τη δύναμη να ξανάρχιζα τη ζωή μου, θα μπορούσα…»

  Μονομιάς το πρόσωπο του κυρ Νικόλα φωτίστηκε. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα κι άρχισε να χώνει βιαστικά κι ανάκατα μέσα σε μια βαλίτσα τα πράματά του. Λίγα ρούχα, το χτένι του, το σαπούνι, ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες, τις παντόφλες του…
  Την άλλη μέρα το πρωί, οι χωριανές, ανοίγοντας τα παραθυρόφυλλά τους, είδανε ξαφνιασμένες τον κυρ Νικόλα, που ποτέ δεν είχε βγει τόσο νωρίς, να κατευθύνεται προς το σταθμό του τρένου.
  «Πού να πηγαίνει ο γερο-Γαρίφαλός μας;» αναρωτήθηκαν.
  Ο σταθμάρχης τον χαιρέτησε με σεβασμό και τον βοήθησε ν’ ανέβει στο βαγόνι. Ακούστηκε ένα σφύριγμα, η ατμομηχανή ξεφύσηξε δυνατά, κι οι τεράστιες ρόδες άρχισαν να κυλάνε πάνω στις σιδερένιες ράγες. Ώρες πολλές, τσαφ-τσουφ-τσαφ-τσουφ, και το τρένο έφτασε στη μεγάλη πόλη με τους πολλούς ανθρώπους και τα πολλά αυτοκίνητα. Ο γερο-σοφός σάστισε, ζαλίστηκε από τη φασαρία και την κίνηση, αλλά δεν κοντοστάθηκε. Τράβηξε κατευθείαν για το σπίτι του ξακουσμένου γιατρού Ξανανιώνη. Καθόταν στο γραφείο του, φορώντας την κάτασπρη μπλούζα του. Ήτανε νέος και όμορφος.

  – Γιατρέ, του είπε αμέσως ο κυρ Νικόλας, δεν είμαι άρρωστος. Είμαι γέρος, πολύ γέρος. Έρχομαι σε σας για να μου δώσετε τα χάπια «Νεοζίλ», που δίνουν ξανά νιάτα και δύναμη. Θέλω να εξαφανιστούν οι ρυτίδες μου, θέλω το κορμί μου να γίνει εικοσάχρονο.
  Ο γιατρός έσμιξε τα φρύδια.
  – Αυτά τα χάπια είναι σπάνια και κοστίζουν ακριβά. Έχετε τόσα πολλά χρήματα για να τ’ αγοράσετε;
  – Γιατρέ μου, είμαι απένταρος, κι όμως τα θέλω. Θα σας εξηγήσω αμέσως γιατί τα θέλω. Χτες το βράδυ, έτσι ξαφνικά, μια θαυμαστή Ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό μου. Η Γη μας είναι στρογγυλή με 40.000 χιλιόμετρα περιφέρεια. Κάπου τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι την κατοικούν. Έκανα ένα μικρό, απλό υπολογισμό: Αν όλοι οι νέοι όλου του κόσμου, αγόρια και κορίτσια, δώσουν τα χέρια μιαν ορισμένη μέρα, σε μιαν ορισμένη στιγμή, μπορούν να φτιάξουν ένα γαϊτανάκι γύρω από τη Γη, κι όλοι μαζί, αγαπημένοι, να τραγουδήσουν και να χορέψουν. Πρέπει να γίνω νέος και δυνατός. Θα κάνω το γύρο του κόσμου και θα μιλήσω σ’ όλους για την Ιδέα μου και είμαι σίγουρος πως θα την καταλάβουν και θα τη δεχτούν.

  Ο γιατρός άκουσε προσεχτικά το γερο-Νικόλα, ύστερα σηκώθηκε, άνοιξε μια μεγάλη ντουλάπα γεμάτη γιατρικά κι έβγαλε ένα μικρό κουτί.
  – Ορίστε, του είπε, σας χαρίζω τα «Νεοζίλ». Η Ιδέα σας μου αρέσει. Πάει τόσος καιρός που δεν τραγούδησα, δε χόρεψα. Πολλοί οι άρρωστοι, πολλές οι έγνοιες. Την ημέρα που θα γίνει το γαϊτανάκι, ειδοποιήστε με, θα ’θελα κι εγώ να μπω μες στο χορό.
  Ο κυρ Νικόλας, κρατώντας σφιχτά το πολύτιμο κουτί, ευχαρίστησε τον καλό γιατρό και βγήκε στους δρόμους της πολύβουης πόλης. Ένιωθε χαρούμενος και του φαινόταν πως όλοι οι περαστικοί τού χαμογελούσαν καλοκάγαθα, λες και μάντευαν τις φωτεινές σκέψεις του.
  Μπήκε σ’ ένα ξενοδοχείο, ζήτησε να του δώσουν ένα δωμάτιο και, πριν ξαπλώσει, κατάπιε τρία χάπια, πίνοντας ένα μεγάλο ποτήρι νερό, κι αποκοιμήθηκε…

  Την άλλη μέρα ξύπνησε από τα χαράματα. Ένιωσε καλοδιάθετος, θέλησε να χαϊδέψει τα γένια του. Το χέρι του όμως άγγιξε ένα δροσερό μάγουλο.
  Πήδηξε μεμιάς από το κρεβάτι και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τι μεταμόρφωση! Ήταν νέος κι όμορφος. Του ήρθε να φωνάξει από χαρά.
  Σήκωσε με το χέρι μια καρέκλα, πήδηξε πάνω στο τραπέζι, σβέλτα ξανακατέβηκε, έδωσε μερικές μπουνιές στον αέρα. Ήταν νέος και δυνατός, τι τον ένοιαζαν τα εκατό του χρόνια!

[ Ο κυρ Νικόλας ταξίδεψε σε πολλά μέρη και αντάμωσε ανθρώπους από όλες τις φυλές της γης. Οι πιο πολλοί τον δέχτηκαν με χαρά και υποσχέθηκαν να πάρουν μέρος στο χορό σα θά ’ρθει η ώρα. Βρήκε όμως και σκληρούς ανθρώπους, που του φέρθηκαν άσχημα. Ένας μάλιστα κακός αρχηγός μιας μεγάλης χώρας τον έκλεισε δεκαπέντε μέρες στη φυλακή, γιατί τον νόμισε επικίνδυνο για την ησυχία της χώρας του. ]

  Όταν βγήκε ο κυρ Νικόλας από τη φυλακή, βιάστηκε να κερδίσει το χαμένο καιρό. Δούλεψε σκληρά για να βγάλει τα χρήματα που χρειάζονταν για όλα τα τηλεγραφήματα που έστειλε σε όλον τον κόσμο για να αναγγείλει τη μέρα και την ώρα που θα γινόταν το γαϊτανάκι.
  Παντού έστειλε μηνύματα, στις άκριες της σφαίρας.
  «Θα χορέψουμε και θα τραγουδήσουμε όλοι μαζί, στοπ. Την πρώτη μέρα της Άνοιξης, στοπ. Δώστε τα χέρια, στοπ.»

  Δεν ξέχασε κανέναν, ούτε κι αυτούς που του είχαν πετάξει πέτρες. Ποιος ξέρει, ίσως την τελευταία στιγμή να μετάνιωναν και νά ’διναν κι αυτοί το χέρι.
  Επιτέλους έφτασε η πρώτη μέρα της Άνοιξης! Η Γη στολισμένη την περίμενε. Τα λουλούδια είχανε ντυθεί με χίλια χρώματα και τα πουλιά τραγουδούσανε τα πιο όμορφα τραγούδια τους. Ο ουρανός ήταν ασυννέφιαστος κι ο ήλιος έλαμπε μ’ όλη τη δύναμή του, φωτίζοντας τις ομορφιές της πλάσης.
  Με μια κίνηση, κορίτσια κι αγόρια απ’ όλες τις χώρες, απ’ όλες τις φυλές, δώσανε τα χέρια κι άρχισαν να χορεύουν τραγουδώντας:

  Αν όλα τα παιδιά της γης
  πιάναν γερά τα χέρια
  κορίτσια αγόρια στη σειρά
  και στήνανε χορό
  ο κύκλος θα γινότανε
  πολύ πολύ μεγάλος
  κι ολόκληρη τη Γη μας
  θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

Ο Νικόλας κοιτούσε με μάτια θαμπωμένα από τα δάκρυα. Χιλιάδες νέοι περνούσαν μπροστά του. Τους είχε συναντήσει στα ταξίδια του. Γαλανομάτηδες με ξανθά μαλλιά, μελαχρινοί με μαύρα μάτια, νέγροι με κάτασπρα δόντια, Κινεζούλες με τραβηγμένα μάτια, ερυθρόδερμοι με πολύχρωμα φτερά δίνανε τα χέρια σ’ αυτό το γαϊτανάκι που αγκάλιαζε τη Γη. Τους άκουγε να τραγουδάνε, να μιλάνε, να γελάνε και να φωνάζουν. Ο Γιόχαν έσφιγγε το χέρι του Γιάννη και έλεγε: «Πόσο κουτοί ήμασταν να μη μιλάμε ο ένας στον άλλον. Μοιάζεις του αδελφού μου». Ο Γιάννης έλεγε: «Δε θα είμαι πια μόνος τα βράδια του χειμώνα, θα κάνουμε παρέα και θα λέμε ιστορίες».
  Οι φωνές των νέων ήταν τόσο δυνατές που γκρέμισαν τους τοίχους όλων των φυλακών και οι φυλακισμένοι ξεχύθηκαν λεύτεροι και πιάσαν το χορό και το τραγούδι με τους άλλους νέους της Γης.

  Αν όλα τα παιδιά της γης
  πιάναν γερά τα χέρια
  κορίτσια αγόρια στη σειρά
  και στήνανε χορό
  ο κύκλος θα γινότανε
  πολύ πολύ μεγάλος
  κι ολόκληρη τη Γη μας
  θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

  Αν όλα τα παιδιά της γης
  φωνάζαν τους μεγάλους
  κι αφήναν τα γραφεία τους
  και μπαίναν στο χορό
  ο κύκλος θα γινότανε
  ακόμα πιο μεγάλος
  και δυο φορές τη Γη μας
  θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

  Θα ’ρχόνταν τότε τα πουλιά
  θα ’ρχόνταν τα λουλούδια
  θα ’ρχότανε κι η άνοιξη
  να μπει μες στο χορό
  κι ο κύκλος θα γινότανε
  ακόμα πιο μεγάλος
  και τρεις φορές τη Γη μας
  θ’ αγκάλιαζε θαρρώ!

(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)
..............................................................................................................................................................



Επίκαιρο και διαχρονικό...ένα βιβλίο αγάπης ...ειρήνης ...αλληλεγγύης...
Ένα βιβλίο για παιδιά και '''μεγάλα παιδιά'''.
Ένα βιβλίο που '''μαγεύει'''
 Κι αν εδιαβάσαμε άπειρα βιβλία επωνύμων ανωνύμων και σοφών...πάντα θαρρώ πως μέσα από τόσο γλυκά και τρυφερά βιβλία σαν κι αυτό της Ζωρζ Σαρρή...πάντα θα μας φέρνουν τη σκέψη μας στο σωστό το μονοπάτι....
Εποχές δύσκολές...σκληρές...και πάντα ο κυρ- Νικόλας ο Γαρίφαλος είναι η παρουσία ζητούμενο.....
Πόσο όμορφη θάταν η ζωή !!!!
Μοιάζει ουτοπικό ...και ίσως και αδύνατον ...για τους τρανούς αυτού του κόσμου...μα μέσα από τους ονειροπόλους και τους
 κυρ - Γαρίφαλους προχωράει αληθινά τούτος ο κόσμος... 

Σοφία Θεοδοσιάδη- εκπαιδευτικός

..............................................................................................................................................................







8 Φεβρουαρίου 2016

Κική Δημουλα, Απίθανο πουλάκι έλα μέσα


Αν είσαι μάγισσα όπως πίστευα  χαρίσου πέφτοντας πάνω σ’ αυτό που σκέφτομαι.
 Ν’ ανθίσει ανάγκασέ το κι ένα πουλί ξελόγιασε επάνω στα κλαδιά της ακοής μου. 
Με μάγια τη φωνή του ανακάτεψε, να κελαηδάει νυχθημερόν κατάφερέ το κι ας ενοχλείται το αφύσικο και ας του λέει πάψε θα σε σκοτώσω.
 Εκείνο να μην παύει. 
Να κελαηδάει ατρόμητα γενναία. Αχ έτι και έτη ψάχνω όλα τα πιστευτά του κόσμου αλωνίζω, να βρω μια δεύτερη φωνή. Απίστευτο πουλάκι έλα μέσα

................................................................................................................................

''Ένας αστρολάβος του Ουρανού και της ζωής ..''' απόσπασμα...

Τη ζωή στη Γη ο άνθρωπος ελάχιστα την σέβεται, η ζωή όμως σε άλλους κόσμους διεγείρει το ενδιαφέρον και τη φαντασία του. Είναι άραγε περιέργεια, κατακτητική διάθεση ή απλώς ένα διανοητικό παιχνίδι; Ίσως όλα μαζί, ταυτόχρονα όμως κι ένα βαθύ αίσθημα μοναξιάς. Άλλωστε τη ζωή του εδώ ο άνθρωπος την έχει καταστήσει πιεστική και ανούσια. Περιμένει λοιπόν ένα χέρι βοηθείας και παρηγοριάς από τους πλανήτες και τα μακρινά άστρα. Ακόμη όμως και αν δεχθούμε με αισιοδοξία ότι η ζωή δεν ανθίζει μόνον στη Γη, αλλά ότι αφθονεί στο Σύμπαν, ένας άλλος καθοριστικός παράγοντας ορθώνεται. Είναι ανάγκη να συνειδητοποιηθεί –όσο και αν αντιτίθεται στις ενδόμυχες επιθυμίες μας– ότι με τη ζωή αυτή η επικοινωνία εμφανίζεται, για το ορατό τουλάχιστον μέλλον, ανέφικτη.

Με τη ζωή λοιπόν στο Σύμπαν είναι αδύνατο να επικοινωνήσουμε, η ζωή όμως γύρω μας ανθίζει. Η ζωή εδώ, σ’ έναν μικρό και πανέμορφο πλανήτη, ανέδειξε ύστερα από σιωπηλές διεργασίες που διήρκεσαν δισεκατομμύρια χρόνια μια θαυμαστή ποικιλία έμβιων όντων. Οι θάλασσες και τα δάση της Γης, τα βουνά και οι πεδιάδες της αποκαλύπτουν κάθε στιγμή τη γοητεία που κρύβουν τα χιλιάδες όμοια ή ανόμοια δημιουργήματα της εξελίξεως. Η ανεμώνη και το δελφίνι, ο αίλουρος αλλά και ο γυπαετός, τα ανθρώπινα όντα στις πολλαπλές φυλετικές τους παραλλαγές, είναι δίπλα μας, συμμέτοχα του ίδιου πλανήτη και του μέλλοντός του.

Αποκαλύπτεται όμως επίσης σε όλη του την τραγική αντίφαση ότι ο άνθρωπος, αυτή η περιούσια κορύφωση της εξελίξεως, έχει διπλή υπόσταση. Από τη μια είναι ικανός για μεγάλες πράξεις, έμαθε με την επιστημονική του γνώση να κατανοεί τον κόσμο αλλά και γέννησε αριστουργήματα στον λόγο και στην τέχνη. Από την άλλη, ο ίδιος ο άνθρωπος σφραγίζει την ιστορική πορεία του με πολέμους και αγριότητες, θεοποιεί τα υλικά αγαθά και συντηρεί την αδικία και τις ανισότητες. Ελάχιστα, τέλος, σέβεται τις πολλαπλές εκφράσεις της ζωής, ενώ η φύση και οι θάλασσες του πλανήτη είναι συχνά τα θύματα των συμφερόντων του. Η υπερφίαλη αυτή στάση του ανθρώπου έχει αλλοιώσει έτσι ένα θαυμαστό περιβάλλον, που ωστόσο υπήρξε και το λίκνο της δικής του υπάρξεως.

Είναι λοιπόν καιρός να κατανοήσει ο άνθρωπος ότι η ζωή αλλού ίσως υπάρχει, αλλά η προσδοκία να την συναντήσει δεν θα πραγματωθεί εύκολα. Η ζωή όμως στη Γη ανθίζει ακόμα και τον περιμένει. Αν όσο είναι ακόμα καιρός τείνει το χέρι του προς τη ζωή αυτή, το φυτικό και ζωικό της θαύμα, τον Άλλο και τους άλλους, ίσως αισθανθεί λίγο πιο άξιος έποικος της Γης.

Έτσι είναι σοφότερο να εξαντλήσουμε τις προσπάθειες για καλύτερη επικοινωνία, εδώ στη Γη. Το περίεργο ωστόσο είναι ότι, όσο η επικοινωνία αυτή πυκνώνει με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, το διαδίκτυο και τα κινητά τηλέφωνα, τόσο η μοναξιά μας, η ανθρώπινη, μεγαλώνει και η αποξένωση κυριαρχεί. Φαίνεται ότι αυτό που απαιτείται είναι κάτι περισσότερο από την τεχνολογική έκρηξη της εποχής: απαιτείται βαθύτερη παιδεία και ουσιαστικότερες αξίες του πολιτισμού. Οι εφιάλτες, άλλωστε, από τα περιβαλλοντικά προβλήματα πληθαίνουν, και η Γη δεν φαίνεται να αντέχει για καιρό ακόμα την αφροσύνη μας.

Σημασία επομένως δεν έχει να συναντηθούμε –αν ποτέ συναντηθούμε– στο πολύ μακρινό μέλλον με κάποια όμοια ή ανόμοια με μας δημιουργήματα της εξελίξεως. Το σπουδαίο θα ήταν να μπορούμε τότε να υπερηφανευθούμε, σε χιλιάδες ή εκατομμύρια χρόνια, ότι το ανθρώπινο είδος έχει κατακτήσει υψηλά επίπεδα ισότητας και αξιών, και ότι οι πόλεμοι έχουν εκλείψει και ότι η Γη, το λίκνο της ανθρώπινης ζωής, έχει επουλώσει τις πληγές στις θάλασσες, τα δάση ή την ατμόσφαιρά της, και είναι πάλι ένας πανέμορφος πλανήτης. Διάσπαρτα άλλωστε, εδώ ή εκεί, θα βρίσκονται πάντοτε τα επιτεύγματα των σπουδαίων πολιτισμών, που αιώνες τώρα συνοδεύουν τη διαδρομή του ανθρώπου.

Η «εξωγήινη μοναξιά», λοιπόν, δεν φαίνεται ότι θα εγκαταλείψει εύκολα τον άνθρωπο. Η γήινή του ωστόσο μοναξιά, που είναι επικίνδυνη και πιο ανάλγητη, είναι μεγάλη ανάγκη να απαλυνθεί. Τότε θα αναδειχθεί η μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου, και η αναζήτηση της εξωγήινης ζωής θα αποκτήσει άλλο περιεχόμενο και νόημα..


Γιώργος Γραμματικάκης..
ΠΗΓΗ : Κείμενα Νεολληνικής Λογοτεχνίας....



Ένας αστρολάβος του ουρανού και της ζωής : Γιώργος Γραμματικάκης...
Τόσο απλά : ένας μαγικός κόσμος ανοίγεται μπροστά σου...
Ένας μαγικός επιστήμονας και ταλαντούχος συγγραφέας...που δεν '''στέγνωσε'''ο νους ...η ψυχή και η φαντασία του...μπρος στα στυγνά αποτελέσματα της επιστήμης του...
Ένας συναρπαστικός αφηγητής...
Μια ανεπανάληπτη πένα...
Φανατική αναγνώστριά του...
Από την Κόμη της Βερενίκης στην Ιστορία του Φωτός...
Και τώρα στον Αστρολαβο...ταξίδια από τα βιβλία ...μοναδικά ταξίδια...
Ταξίδια του νου ...τα ακριβότερα ταξίδια.... 
Καλή ανάγνωση.....
 Σοφία Θεοδοσιάδη...
...........................................

 Αστρολάβος.

Είναι ένα αρχαίο εργαλείο, που δημιουργήθηκε πριν 2.000 χρόνια και πάνω όταν οι άνθρωποι πίστευαν ότι η Γη είναι το κέντρο του σύμπαντος. Συχνά αποκαλείται και ο πρώτος υπολογιστής, όπως και να έχει όμως, οι αστρολάβοι είναι αντικείμενα με μυστήριο και ομορφιά.

Τι κάνει λοιπόν ένας αστρολάβος κάνουν και πώς ήταν χρήσιμοι στον αρχαίο κόσμο; Πρώτον, επιλύουν προβλήματα υπολογίζοντας π.χ. την ώρα της ημέρας, σύμφωνα με τη θέση του ήλιου και των αστεριών στον ουρανό.
Όπως ένας υπολογιστή, έβαζαν στοιχεία και είχαν τα αποτελέσματα. Ήταν φτιαγμένοι από ορείχαλκο και είχαν διάμετρο 15 εκατοστά, αν και υπήρχαν και πολύ μεγαλύτεροι.


Ο ουρανός απεικονιζόταν στην επιφάνεια του αστρολάβου, με επίκεντρο τα 20 φωτεινότερα αστέρια. Αν όμως οι αρχαίοι πίστευαν στο γεωκεντρικό σύμπαν, πώς λειτουργούσε όπως το ηλιοκεντρικό σύστημα; Οι αρχαίοι γνώριζαν τα σχετικά μεγέθη της Γης και του Ήλιου και τις αποστάσεις μεταξύ τους.
Με βάση αυτό που μπορούσαν να δουν με το μάτι, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ του ηλιοκεντρικού και του γεωκεντρικού συστήματος -τουλάχιστον όσον αφορά τα μαθηματικά.


 Η προέλευση του αστρολάβου, όπως και τόσες άλλες επιστήμες, βρίσκεται στην κλασική Ελλάδα. Γνωρίζουμε ότι ο Απολλώνιος μάλλον μελέτησε τον αστρολάβο τουλάχιστον 200 χρόνια πριν από τη γέννηση του Χριστού.
Την θεωρία ανέπτυξε αργότερα ο Ίππαρχος, ο οποίος γεννήθηκε στη Νίκαια της Μικράς Ασίας, ο οποίος σπούδασε γύρω στο 180 π.Χ. στη Ρόδο.
Η πρώτη μηχανή τύπου αστρολάβου αναφέρεται στα έργα του Βιτρούβιο ο οποίος πέθανε το 26 π.Χ. και περιέγραψε ένα ρολόι στην Αλεξάνδρεια.


.............................................................................................................................................................. 

7 Φεβρουαρίου 2016

Ανεπαίσθητη Μικρή Ανασεμιά..


ανθίζω στης ανασεμιάς σου το ανεπαίσθητο χάδι....
ταξίδι κινώ στων ματιών σου το φως
κι ύστερα ...
μα ύστερα όλα γίνονται μουσική...
η μουσική σου...
που με βυθίζει σε νέες θάλασσες...
διαβαίνω πάνω απ τα κύματα...
μη μ αφήσεις...
ως ν ακούσουμε
του δοξαριού το ραγισμένο παράπονο...
μετά θα σου πω
για τα μυστικά μονοπάτια του βυθού...
θυμάσαι;
είχες τρομάξει
από ένα μικρό κι αναίτιο σ αγαπώ...
ένα αθώο σ αγαπώ...
είναι πολύ όμορφος ο κόσμος
που γεννά μια τόση δα λέξη....
είναι όμορφος
ο κόσμος της  μουσικής σου....
γεννά ζωή....
αυτή η ανεπαίσθητη
μικρή ανασεμιά σου ....

 

6 Φεβρουαρίου 2016

Και ο παράδεισος της Ζωής του αξίζει ...


Από την "Αναφορά στον Γκρέκο" του Ν. Καζαντζάκη



-Πάμε, είπες....
Μια φλόγα διαπερνάει τις πέτρες, τους ανθρώπους, τους αγγέλους.
Αυτή θέλω να ζωγραφίσω, δε θέλω να ζωγραφίσω τη στάχτη.
Τη στιγμή που καίγονται τα πλάσματα του Θεού, τη στιγμή αυτή θέλω να ζωγραφίσω, λίγο προτού γίνουν στάχτη.

Να προφτάσω, να προφτάσω μονάχα. Γι’ αυτό με βλέπεις κι αγκομαχώ και βιάζομαι, να προφτάσω προτού γίνουν στάχτη.
Τυραννάς και σκοτώνεις τα κορμιά για να σώσεις την ψυχή τους.
-Εσύ τη λες ψυχή, εγώ τη λέω φλόγα, μου αποκρίθηκες.
-Εγώ αγαπώ τα κορμιά. Έχει και η σάρκα ένα αντιφέγγισμα ψυχής.
Έχει και η ψυχή ένα χνούδι σάρκας.
Ισορροπούν αρμονικά, ζουν μαζί, εσύ συντρίβεις την άγια ισορροπία.

-Ισορροπία θα πει ακινησία, ακινησία θα πει θάνατος.
-Μα τότε η ζωή είναι ακατάπαυτη άρνηση, αρνιέσαι ό,τι μπόρεσε, ισορροπώντας, ν’ αντισταθεί στη φθορά, το συντρίβεις και ζητάς το αβέβαιο.

-Ζητώ το βέβαιο, σκίζω τις μάσκες, ανασηκώνω τα κρέατα, δε γίνεται, λέω, κάτι αθάνατο υπάρχει κάτω από τα κρέατα, αυτό ζητώ, αυτό θα ζωγραφίσω. Όλα τ’ άλλα, μάσκες, κρέατα, ομορφιές, τα χαρίζω στους Τιτσιάνους και Τιντορέτους, με γειά χαρά τους!
-Θες να ξεπεράσεις τον Τιτσιάνο και τον Τιντορέτο; Μην ξεχνάς την κρητικιά μαντινάδα: «Πολλά ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά και θα σου σπάσει ο κλώνος...»
Κούνησες το κεφάλι:
-Όχι, δε θέλω να ξεπεράσω κανένα.
-Είσαι περίσσια περήφανος.
-Όχι, είμαι περίσσια μόνος.
-Ο Θεός τιμωρεί την αλαζονεία και τη μοναξιά, έχε το νου σου, αγαπημένε!
Δεν αποκρίθηκες. Σβάρνισες τη ματιά σου στην υπνωμένη ακόμα πολιτεία, τα πρώτα κοκόρια λάλησαν.
Σηκώθηκες
-Πάμε, είπες, ξημερώνει...
...............................................................................................................................................................

...η σιωπηλή ομορφιά της καρδιάς..





Άνθιση και φθορά...
Γέννηση και θάνατος...
Παρόν και παρελθόν..φορτωμένο μνήμες ...λήθη και μνήμη ...
Η ποίηση...το δειλά όμορφο ...είναι πιο δυνατό από το φανταχτερά όμορφο...
Κι ο έρωτας...η κρυμμένη βαθιά ...η σιωπηλή ομορφιά της καρδιάς..
είναι πιο εκφραστική από την κραυγαλέα...

Σοφία Θεοδοσιάδη .
......................................................................................................................................................................