Η
πιο ξέγνοιαστη ηλικία, αδιαμφισβήτητα είναι η παιδική και η νεανική. Η
πιο παραγωγική, συνήθως η μέση. Ποια όμως είναι η ηλικία, όπου είμαστε
πιο χαρούμενοι από ποτέ;
Στην Βρετανία έγινε μια τεράστια έρευνα, ώστε να αποκαλυφθεί η
περίοδος όπου ο άνθρωπος περνάει τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής
του. Περισσότεροι από 300.000 άνθρωποι συμμετείχαν σε μια έρευνα, στην
οποία συλλέχθηκαν πάρα πολλά αποτελέσματα. Ποια λοιπόν είναι η ηλικία
που συνοδεύεται από την μέγιστη ευτυχία;
Πολλοί θα πίστευαν ότι αυτή είναι στα 20, όταν η ενέργεια, η
δημιουργικότητα και η όρεξη χτυπούν... κόκκινο. Αλλοι θα επέλεγαν την
μέση ηλικία, καθώς η ζωή του ανθρώπου έχει μπει για τα καλά σε ένα δρόμο
σταθερό, κάνοντας τον να νιώθει πιο σίγουρος από ποτέ.
Ομως η έρευνα
έδειξε κάτι διαφορετικό. Τα πιο ευτυχισμένα μας χρόνια είναι μεταξύ 65-79 χρονών. Οταν όμως το... 8 μπει μπροστά, τότε τα πράγματα αλλάζουν.
Τα
στατιστικά δεδομένα των Βρετανών επιστημόνων, που ήταν πάρα πολλά,
έδειξαν πως στο αντίθετο άκρο βρίσκονται όσοι είναι μεταξύ 45-59 ετών.
Μάλιστα στην συγκεκριμένη κατηγορία, οι άνδρες πιάνουν... πάτο, με τις
γυναίκες να βρίσκονται ελαφρώς από πάνω τους. Σε αυτήν την δεκαπενταετία
εντοπίζονται και τα μεγαλύτερα ποσοστά άγχους, κάτι πολύ ενδεικτικό,
αλλά και σχετικό με την έρευνα.
Οι επιστήμονες υποστηρίζουν πως αυτό το φαινόμενο εξηγείται, καθώς οι
άνθρωποι αυτής της ηλικίας συνήθως περισσότερες υποχρεώσεις από ποτέ,
ενώ παράλληλα έχουν να προσέχουν τόσο τα παιδιά τους όσο και τους γονείς
τους. Η ισορροπία μεταξύ οικογένειας και δουλειάς, είναι επίσης ένας
καθοριστικός παράγοντας.
Από την άλλη, οι νεώτεροι αλλά και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, έχουν
περισσότερο χρόνο στην διάθεση τους ώστε να επικεντρωθούν σε
δραστηριότητες που τους ευχαριστούν. Από τους δύο όμως, νικητές βγαίνουν
οι μεγαλύτεροι, που όπως φαίνεται, ξεφορτώνονται όλο το άγχος από πάνω
τους.
Πόσο όμορφα κομμάτια μας χαρίζει η ζωή σε όλες τις ηλικίες...αρκεί να την αγαπάμε...να την
γευόμαστε...
να μην μπαίνουμε στα στερεότυπα και στα καλούπια, που η κοινωνία συχνά
μας επιβάλλει με τις αγκυλώσεις της και τις οπισθοδρομικές
...υποκριτικές συμπεριφορές της...
Ταμπέλες κολημμένες πολλάκις στην πλάτη μας...μας κάνουν να διστάζουμε να απολαύσουμε τη ζωή...καθώς τα χρόνια περνούν...
Όμως η μαγική διαδρομή της ζωής...και το αέναον της αναζήτησης δεν σταματά ποτέ...
Είσαι νέος και τρέχεις με ορμή να καταχτήσεις τον κόσμο...κυνηγάς τα όνειρά σου και αυτό είναι το ζητούμενο της νιότης...
Είσαι
μεσήλικας έχεις πετύχει κάποια από τα όνειρά σου και τρέχεις πίσω από
τις ευθύνες της οικογένειας... και κάποια στιγμή αποφασίζεις να βγεις
στο πλάι...να συναταξιοδοτηθείς και τότε πολλές φορές γίνεται το λάθος
από σένα τον ίδιο και τους γύρω σου...
Άλλοτε σου ευχόντουσαν : άντε και καλή ψυχή...
Και
μέσα σ' αυτό το μίζερο το σκεπτικό...δεν μπορούσες πολλάκις να
αυτενεργήσεις και να κάνεις τα θέλω σου πράξη...και να εκμεταλλευτείς
τον πολύτιμο πλέον χρόνο σου δημιουργικά και να προχωρήσεις παραπέρα...
Ομορφιές που δεν προλάβαινε το μάτι σου να ''πιάσει''..ανοίγονται ξαφνικά μπροστά σου....
Βιβλία
που άφησες μισοτελειωμένα και αδιάβαστα στο τρεχαλητό της επιβίωσης..
σου κλείνουν το μάτι...ταξίδια που ονειρεύτηκες και δεν έκανες...τόπους
που νοστάλγησες και δεν είδες....
όλα
για σένα.. τώρα που ο χρόνος σου χαρίζεται απλόχερα...τώρα που είσαι
ακόμα '''ζωντανός'''και φρέσκα σκέφτεσαι.. κι ας πέρασαν τα
χρόνια...τώρα που αντέχεις και μπορείς...
Επειδή
η ζωή μια φορά μας δίνεται '''άπαξ'''που λέει ο αγαπημένος μας
Μίσσιος...άρπαξέ την από τα μαλλιά και χρόνου φείδου...έσω καιρός...
«Γράμμα 1»
Να είσαι πνευματικά ευέλικτη. Η δύναμη δεν βρίσκεται στο να είναι
κανείς άκαμπτος και σταθερός, αλλά στο να είναι ευλύγιστος. Το ευλύγιστο
δέντρο αντέχει στη θύελλα. Μάζεψε όλη τη δύναμη που δίνει ένας γρήγορος
νους.
Η ζωή είναι παράξενη· συμβαίνουν τόσα πράγματα εκεί που δεν τα
περιμένει κανείς, ώστε απλώς με το ν' αντιστέκεται σ' αυτά δεν
πρόκειται να λύσεις κανένα πρόβλημα. Χρειάζεται να έχει κανείς τεράστια
ευλυγισία και σταθερή καρδιά.
Η ζωή είναι σαν μια κόψη ξυραφιού και πρέπει να περπατήσει κανείς
πάνω σ' αυτό το μονοπάτι με εξαιρετική προσοχή και ευέλικτη σοφία.
Η ζωή είναι πολύ πλούσια, έχει τόσους πολλούς θησαυρούς κι εμείς την
πλησιάζουμε με άδειες καρδιές· δεν ξέρουμε πώς να γεμίσουμε τις καρδιές
μας με την αφθονία της ζωής. Ενώ είμαστε φτωχοί μέσα μας, όταν μας
προσφέρονται τα πλούτη της τ' αρνιόμαστε. Πάμε στο πηγάδι για νερό
κρατώντας δαχτυλήθρα κι έτσι η ζωή καταντάει μια κακόγουστη υπόθεση,
ασήμαντη και μικρή.
Η αγάπη είναι επικίνδυνο πράγμα· φέρνει τη μόνη επανάσταση που δίνει
απόλυτη ευτυχία. Είναι τόσο λίγοι εκείνοι από μας που μπορούν ν'
αγαπούν· τόσο λίγοι εκείνοι που θέλουν ν' αγαπούν. Αγαπάμε βάζοντας
όρους, κάνοντας την αγάπη ένα εμπορεύσιμο πράγμα. Έχουμε νοοτροπία
παζαριού, αλλά η αγάπη δεν είναι εμπορεύσιμη, δεν είναι ένα απλό
«πάρε-δώσε». Είναι μια κατάσταση ύπαρξης όπου όλα τα ανθρώπινα
προβλήματα είναι λυμένα.
Τι υπέροχο μέρος που θα μπορούσε να είναι η γη με τόση πολλή ομορφιά
που υπάρχει, τόσο μεγαλείο, τόση άφθαρτη ομορφιά! Είμαστε παγιδευμένοι
στον πόνο και δεν νοιαζόμαστε να ξεφύγουμε απ' αυτόν ακόμα κι όταν
κάποιος μας δείχνει το δρόμο.
Δεν ξέρω, αλλά νιώθει κανείς να φλέγεται από αγάπη· υπάρχει μια
άσβηστη φλόγα· νιώθει ότι έχει τόση πολλή απ' αυτήν μέσα του, που θέλει
να τη δώσει σε όλους· και το κάνει. Είναι σαν ένα ποτάμι που κυλάει με
ορμή, που ποτίζει και δίνει ζωή σε κάθε πόλη και χωριό· μολύνεται από
τις ανθρώπινες βρωμιές που πέφτουν σ' αυτό, αλλά σύντομα τα νερά
καθαρίζονται από μόνα τους και συνεχίζουν να τρέχουν.
Τίποτα δεν μπορεί
να καταστρέψει την αγάπη γιατί διαλύονται μέσα σ' αυτήν τα πάντα: το
καλό και το κακό· το άσχημο και το όμορφο. Είναι το μοναδικό πράγμα που
είναι αυτό το ίδιο αιωνιότητα.
..................................................................................................................................................................
Από το βιβλίο
"Γράμματα σε Μία Νεαρή Φίλη Κείμενα"
ΣΗΜΕΙΩΜΑ: Tα «Γράμματα σε Μία Νεαρή Φίλη» εμφανίστηκαν για πρώτη
φορά το 1986 στο βιβλίο της Pupul Jayakar, «KRISHNAMURTI-A BIΟGRAPHY»,
στο ΚΕΦΑΛΑIΟ 23, που έχει τον τίτλο, “HAPPY IS THE MAN WHΟ IS NΟTHING”:
LETTERS TΟ A YΟUNG FRIEND. Η Pupul Jayacar, σε μια μικρή εισαγωγή που
κάνει στο βιβλίο της, για να παρουσιάσει τα γράμματα αυτά γράφει:
«...Ο Κρισναμούρτι έγραψε τα γράμματα που ακολουθούν από τον Ιούνιο
του 1948 ως τον Μάρτιο του 1960, για μια νεαρή φίλη που ήρθε κοντά του
πληγωμένη στο σώμα και στην ψυχή. Στα γράμματα αυτά, όπου ξετυλίγεται
ολόκληρη η διδασκαλία του Κρισναμούρτι, καθώς επουλώνουν τις πληγές
εκείνης στην οποία απευθύνονται, αποκαλύπτεται μια σπάνια καλοσύνη και
διαύγεια· ο χωρισμός και η απόσταση εξαφανίζονται, ενώ οι λέξεις κυλούν
σαν χείμαρρος· ούτε μία δεν είναι περιττή· η επούλωση των πληγών και η
διδασκαλία προχωρούν ταυτόχρονα...»
Τα «Γράμματα» δίνουν μ’ ένα μοναδικό τρόπο ολόκληρη τη διδασκαλία του
Κρισναμούρτι, καθώς αυτή περνάει μέσα από τη φιλία που ένιωθε εκείνος
για την παραλήπτρια αυτών των επιστολών. ..................................................................................................................................................................
Ήρθαν και με ξυπνήσανε πουρνό-πουρνό της Άνοιξης τ' αηδόνια....
Μου γλυκοτραγουδούσανε στου ήλιου την ανατολή...και στο ξημέρωμα της μέρας....
Αγουροξύπνησα γλυκά...γιατί τη γνώριμη τη μελωδιά είχα βαθιά ξεχάσει....
Μα εκείνα επιμένανε...μη φοβηθείς ετραγουδούσαν....ετιτίβιζαν...με επερικυκλώσανε.. στ' αυτιά τον ήχο τους γύρω μου ολούθε έδεναν.. με μια χρυσή κλωστή...μην τύχει για να ξεχαστώ...μην τύχη και τη μελωδιά αυτή..ξανά τη λησμονήσω...
Άξαφνα εσοβαρεύτηκα και ολόρθος πάλι εστάθηκα και μίλησά της της καρδιάς...με λόγια αυστηρά ...να τη μαλώσω προσπαθούσα...
Έλα της λέω.. δεν πρέπει σου πάλι τραγούδια ...μελωδιές...στιχάκια να μοιράζεις...
Μα αυτή μου αποκρίθηκε...ανόητα πως της φέρομαι και δεν θα με ακούσει....
Πήρε κατόπι τα πουλιά...εκείνα τα αηδόνια...έβαλε το φουστάνι της το γιορτινό...μες στα κατάλευκα ντυμένη...και στους αγρούς και στα περβόλια εξεχύθηκε...τα ρόδα τα τριαντάφυλλα να κόψει να μυρίσει....να ζαλιστεί απ' το άρωμα...να πέσει ...να μεθύσει...
Θα λερωθείς της φώναζα..θα βάψεις το κατάλευκο φουστάνι....
Ούτε που με εκοίταζε...γιορτάνι στα μαλλιά της έδεσε και στάλες στον ποδόγυρο του φουστανιού...με κόκκινο να βάψει προσπαθούσε....
Στολίδια αυτά μοναδικά του τριαντάφυλλου οι ζωγραφιές...στων κοριτσιώνε τα φουστάνια....και στων αντρώνε τις καρδιές....
.
Τρελλαίνει η άνοιξη...σαν έρχεται..τρελλαίνουν το μυαλό του ανθρώπου και τα αηδόνια...
Χίλιες λαλιές σου στέλνουνε...μηνύματα μοναδικά σου τραγουδάνε...και πάντα σου θυμίζουνε...άνοιξη πως προσμένουν να φανεί........
Γιατί πουλιά μοναδικά της Άνοιξης τ' αηδόνια...ξέρουν για τη ζωή σου πως περνά...και να σου το θυμίσουν προσπαθούν...μη τύχει και ξεγελαστείς...μη μπλέξεις στα γρανάζια του.. του μετρημένου χρόνου και άδικα και ανούσια εσύ να τον σκορπίσεις....
Τι.. είναι το τραγούδι αυτό των αηδονιών...στο χάραμα της μέρας...είναι το χάραμα της ίδιας της ζωής και του έρωτα...που πρέπει να ρουφήξεις...και πριν σου τραγουδήσουνε, πως είναι πια αργά...
Τραγούδι αυτό των αηδονιών...τραγούδι αυτογνωσίας...τραγούδι προειδοποίησης...τραγούδι για το σύντομο το πέρασμα στο διάβα της ζωής...τραγούδι αυτό των αηδονιών του έρωτα για τη ζωή...του ίδιου αυτού του έρωτα...του ελιξήριου της ζωής....
Από την πανέμορφη πατρίδα μου και τον θαυμάσιο - εξαίρετο- αηδόνι της Θράκης μου... Χρόνη Αηδονίδη...ένα τραγούδι παραδοσιακό...υπέροχο - μοναδικό...γεμάτο σοφία κι ας μοιάζει λυπητερό...μα καν λυπητερό δεν είναι... Τραγούδι αυτογνωσίας...τραγούδι προειδοποίησης ...τραγούδι για να προλάβουμε τη ζωή...τον έρωτα για τη ζωή...τον ίδιο αυτόν τον έρωτα ...τον κραταιό.... Και ναι φίλοι μου...επειδή με γέλασαν τ' αηδόνια για το αιώνιο της προσωρινής μας ζωής... ελάτε μαζί μου σε τούτο το χορό της ζωής...να προλάβουμε.... Πεταχτός.. .ζωηρός ,θρακιώτικος ο χορός τούτος της ζωής.............
Με γέλασαν τα πουλιά,
της άνοιξης τ’ αηδόνια.
Με γέλασαν και μου `πανε,
ποτέ δε θα πεθάνω.
Φτιάχνω κι εγώ το σπίτι μου
ψηλότερο από τ’ άλλα.
Σαράντα δυο πατώματα,
εξήντα παραθύρια.
Στα παραθύρια στέκομαι,
τους κάμπους αγναντεύω.
Βλέπω τους κάμπους πράσινους
και τα βουνά γαλάζια.
Βλέπω το Χάρο που ’ρχεται
καβάλα στ’ άλογό του
Με γέλασαν τα πουλιά,
της άνοιξης τ ’ αηδόνια.
Με γέλασαν τα πουλιά,
της άνοιξης τ’ αηδόνια.
Με γέλασαν και μου είπανε,
ο Χάρος δε με παίρνει.
Μη με παίρνεις Χάρο,
μη με παίρνεις
γιατί δε με ξαναφέρνεις. .....................................................................................................................................................................
Τριγύρω μας όλα γελούνε
αγάπη μου μαγευτικά
για έρωτα μόνο μιλούνε
και παίζουν ερωτικά
Σκορπούν ευωδιές τα λουλούδια
μεθά πιο πολύ η καρδιά
γλυκά κελαηδούνε τραγούδια
πουλάκια μες στα κλαδιά
Για μας κελαηδούν τα πουλιά
χαρούμενα μες στη φωλιά
μαζί μας κι αυτά μεθυσμένα
γλυκά τραγουδούν μαγεμένα
κρυμένα στην αμυγδαλιά
για μας κελαηδούν τα πουλιά.
Για μας κελαηδούν τα πουλιά - Μ. Σουγιούλ - Διασκευή Χρήστος Λέκκας
.....................................................................................................................................................................
Για μας κελαηδούν τα πουλιά - Νίκος Γούναρης - Τόνης Μαρούδας ......................................................................................................................................................................
Θέλω να μου στέλνεις έναν ήλιο παραπάνω τα πρωινά του χειμώνα.
Να ξεμένω αιφνιδιαστικά χαμογελαστός να τον κοιτάω, ελπίζοντας για όλα.
Να εισβάλει αντάρτης στο ανατολικό δωμάτιο, αποκαλύπτοντας χρώματα, που ' χαν από καιρό βουλιάξει στο γκρι των ημερών.
Να εμπνέομαι παιχνίδια και ρυθμούς
από τους σπάνιους, απολαμβάνοντας τις λάμψεις του στις επιφάνειες των
ξύλων, όπως εισβάλει γενναιόδωρος και αυθάδης, να καταργήσει τις
βροχερές γραμμές του δέρματος στο μέτωπο.
Αυτός, τουλάχιστον, ξέρει καλά την τέχνη, να χαρίζεται σε διάρκεια.
Γράφει ο συγγραφέας Γιάννης Φιλιππίδης: «…Με
τις προσωπικές μου ελεύθερες αυτόνομες σκέψεις απέμεινα ξανά.
Μακριά
από επαγγελματίες που εμπορεύονται το συναίσθημα της ελπίδας, οι ίδιοι
μόνο
γνωρίζουν για το όφελος ποιανού εργάζονται.
Γιατί πολίτης ανάμεσα
σ’ ένα λαό μιας πατρίδας, που η γη της ζεματάει όταν την περπατάς,
όπως
σε πλεούμενο λίγο πριν από τον οριστικό του αφανισμό, εγώ και πάλι θα
θυμηθώ την
πατρική καθοδήγηση να ταχθώ ξανά στο πλευρό του Ινδιάνου.
Πλάι στον αδικημένο, η αντιπολιτευτική μου παρόρμηση ίσως φανεί χρήσιμη,
αφού βλέπεις
βοηθάει στο να μη μεθάς με καμιά εξουσία, να μη συγχωρείς
κανέναν επίορκο…» .....................................................................................................................................................................
ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ Υπάρχει τόση μοναξιά σε 'κείνο το χρυσάφι Το φεγγάρι της νύχτας δεν είναι η σελήνη που είδε ο πρώτος Αδάμ. Οι μακρινοί αιώνες της ανθρώπινης αγρύπνιας την γέμισαν με δάκρυα μες τα χρόνια. Κοίτα τη! Είναι ο δικός σου καθρέφτης. (Jorge Luis Borges, 1970) .....................................................................................................................................................................
Μεσάνυχτα. Στον ουρανό τον ήσυχο, το βαθυσκότεινο,
θαμποσβήνουν δειλά, αχνόφωτα τα αστέρια σ' άπειρους
μαγευτικούς συνδυασμούς, αμέτρητες εξωτικές,παραμυθένιες ζωγραφιές.
Αστέρια πολλά. Μυριάδες αστέρια. Φαναράκια χρυσαφιά, που, με
τις τοσοδούλικες τους λάμψεις, ζωγραφίζουν στα μενεξεδένια βελούδα
γαλέρες, γιρλάντες, άτια και κάστρα και θεριά παράξενα. Εκεί ψηλά, στων αστεριών τον κόσμο που η
χλωμόχρυση σελήνη βασιλεύει, πλανιόταν κάποτε συντροφικά τρία
άστρα μικρά, αδέλφια αγαπημένα. Το πρώτο το'λεγαν Αυγερινό, τα' άλλο
Αστραφτερή και το τρίτο το τελευταίο, που 'χε την πιο
γλυκόθωρη λάμψη απ' όλα τ' άλλα αστέρια που το στερέωμα στολίζουν,
το'λεγαν «Καμάρι τ' Ουρανού». Ανέμελα έπαιζαν κρυφτό στα πουπουλένια νέφη,
κυνηγητό με τις φεγγαραχτίδες, που γλιστρούσαν γοργά, γνέφανε
γελαστά, χάνονταν και ξέφευγαν στ' απλόχωρα ουράνια χαρωπές. Ώσπου κουράστηκε κάποια νυχτιά το Καμάρι τ'
Ουρανού με τ' αδέλφια του αντάμα. Απόκαμε να παίξει. Βαρέθηκε να
θαυμάζει το φεγγάρι εκστατικά. Πεθύμησε σ' άλλους κόσμους,
κόσμους πρωτόγνωρους, αλαργινούς, να ταξιδέψει. Δεν το χώραγε ο
ουρανός, άχαρος και πληχτικός του φαινότανε ο γαλαξίας. - Μη φεύγεις! παρακάλεσε η Αστραφτερή. - Μη μας αφήνεις! κλάφτηκε ο Αυγερινός. Μα το 'χε πάρει απόφαση το Καμάρι τ' Ουρανού.
Υπόσχεση του έδωσε πως θα γυρνούσε σίγουρα, προτού η ροδόλουστη
αυγούλα ξεπροβάλει, και, μ' ένα σάλτο,ανάλαφρο, αποχαιρέτησε τους
συντρόφους του και τις ουράνιες στράτες. Άρχισε να γλιστρά γοργά στο διάφανο διάστημα,
νιώθοντας έναν ίλιγγο μεθυστικό, ίλιγγο που τ' ανατρίχιαζε, του
έκοβε την ανάσα.
Ένα τράνταγμα,
μια μαρμαρυγή, κι έπεσε το Καμάρι τ' Ουρανού στη Γή!
Όταν συνήλθε απ' την παραζάλη, έφερε το
βλέμμα γύρωθε του. Είχε βυθιστεί σ' ένα λιβάδι άγνωστο και σκοτεινό,
κι η αχνή του ανάσα φανέρωνε μια ύπαρξη μαγευτική, εκεί κοντά του. Πλάι
του ακριβώς, στην άκρη μίσχου λεπτού, φύτρωνε ένας ήλιος τοσοδούλης,
στεφανωμένος πάλλευκες αχτίδες. - Ποιος είσαι; μίλησε η μαργαρίτα πρώτη. - Ένας ταξιδιώτης από το γαλαξία. Εσύ; - Λουλούδι. Δεν έχεις ξαναδεί; - Όχι. Από πού έπεσες εδώ; - Δεν έπεσα. Εδώ έτυχε ν' αναστηθώ, εδώ, σ'
ένα λιβάδι μυστικό, να ρουφώ από τη γή πικρούς χυμούς και να προσμένω ...;
Δε χόρταινε να την κοιτά, να θαυμάζει το
φλουράτο κεφαλάκι με τα χαριτωμένα πέταλα, τον ντελικάτο μίσχο της τον τρυφερό. Απόμειναν για λίγο σιωπηλοί. Μόνο τ'
αργοθρόισμα ακουγόταν. Ύστερα, σιγανή άκουσε τη φωνή της: Έψαχνες να με βρείς; Έτσι θαρρώ! Είχε σκύψει πλάι του. Πολύ κοντά του. Ένιωσε
το άρωμα της. Ένα της πέταλο άγγιξε μια χρυσαφιά του ακίδα.
Ρίγησαν. Μια άλικη σπίθα ελαμψε ανάμεσα τους, κι η ψυχή
του ξενιτεμένου αστεριού πλημμύρισε λατρεία τρυφερή για την
μαργαρίτα την χλωμή, που 'γερνε πλάι του σιγοτρέμοντας, απ' τη
φεγγοβολιά του θαμπωμένη. Κι εκείνη η κρυσταλλένια νύχτα ήταν μεγάλη,
ατέλειωτη, μ' ώρες μεθυστικές, αμέτρητες, στιγμές μαγευτικές,
ολόδικες τους. Το βαθυσκότεινο λιβάδι κοιμόταν απέραντο,
ανασαλεύοντας νωχελικά στη μυρωμένη αύρα.
Ξάφνου, μια σκιά πέρασε σαν αστραπή απ' το λιβάδι,
και προτού καλά καλά φανεί, την κατάπιε πάλι το σκοτάδι.
Το αστέρι ένιωσε μια σαΐτα να κεντά τα'ασημένια του τα
φυλλοκάρδια, και την ίδια τη στιγμή ζήλια μαρτυρική στην ψυχή του να φουντώνει! Όσο ένιωθε την καλή του αγγελικά να το θωρεί,
αμφιβολία βασανιστική το τυραννούσε, ζήλια για κάθε χορτάρι του απέραντου
αγρού, για κάθε κρυφή της μαργαρίτας σκέψη ...; Βαθιά την αγαπούσε. Κι εκείνη το ίδιο άραγε;
Αν καμωνόταν; Αν κάποιο άλλο αστέρι πρόσμενε; Αν πεταλούδες
πλουμιστές ονειρευόταν; Αν ταξίδευε κι αυτή στα όνειρά της; Πως θα σιγουρευόταν; Πως θα μάθαινε τα
μυστικά της; Πως; Τέτοια συλλογιζόταν, όταν τράβηξε με δύναμη
ένα πέταλο χιονάτο. - Μ' αγαπά, μουρμούρισε όπως τ' άφηνε να
πέσει. Έπειτα, δισταχτικά τράβηξε ακόμα ένα. - Δεν μ' αγαπά, ψέλλισε βραχνά. - Μη! στέναξε η μαργαρίτα τρέμοντας από πόνο
γλυκό, παράπονο, απορία. Μα μες στη μέθη του τα' αστέρι, πως θα
μάθαινε, όπου να 'ναι την αλήθεια, δεν έδωσε στο μαρτύριο της σημασία. - Μ' αγαπά: γέλαγε τρισευτυχισμένο. - Δε μ' αγαπά! θρηνούσε σκυθρωπό. Κι ασυλλόγιστα μαδούσε ολοένα τα πέταλα της
τα χιονάτα, ένα ένα. - Γιατί; ψιθύριζε τ' άδολο ανθάκι λαβωμένο. Μα τ' αστέρι δεν την άκουγε, στον οίστρο του
παραδομένο. - Μ' αγαπά! - Δε μ' αγαπά! Πονούσε η μαργαρίτα. Πονούσε πολύ. Με κάθε
πέταλο απαλό έφευγε και μια πνοή. Ώσπου τράβηξε το στερνό της
πέταλο τ' αστέρι. - Μ' αγαπά! φώναξε χαρούμενο. Κι ο αντίλαλος του γύρισε θλιμμένος πίσω. Σταμάτησε, σκέφτηκε. Είδε την μαργαρίτα να
σκιρτά όλο παράπονο, να ξεψυχά εκεί, στης λάμψης του την αχνόφωτη
αγκαλιά. Έγειρε αργά αργά, άγγιξε τη χλόη. Της αύρας η πνοή πήρε τα πέταλα, τα σκόρπισε
τριγύρω. Ύστερα, τίποτ' άλλο πια. Μόνο σκοτάδι. Κι
ολόγυρα, σκούρα, πυκνά χορτάρια απειλητικά. Τότε μόνο ένιωσε τι της είχε κάνει.
Τρεμόπαιξε για μια στιγμή, στέναξε κι έπαψε ν' ανασαίνει χρυσαφένιο φως. Άδικα πρόσμενε ο Αυγερινός. Άδικα τ'
αναζητούσε η Αστραφτερή.. γιατί δεν γύρισε το Καμάρι τ' Ουρανού, όπως
είχε υποσχεθεί;
Την άλλη μέρα, όταν ροδόλουστη η αυγή απ' της ανατολής τ' ασημογάλαζα ξεπρόβαλε τα τούλια, σ'
απλόχωρο λιβάδι λιόχαδο, πνιγμένα μες στη δροσερή του αγκάλη, βρήκε
μια μαδημένη μαργαρίτα κι ένα σβησμένο αστέρι βυθισμένα ...
Του Ευγένιου Τριβιζά ..................................................................................................................................................................