|
Artist Marcela Bolívar |
Το επιφανειακόν και τ' απερίσκεπτον
αιώνια συστεγάζονται..
στα εργαστήρια του νου των ελαφρών
κόντρα στων αταλάντευτων την σκέψη..
Στην εποχή των κλόουν της χαράς
καλούνται υποδόρεια καθημερνά
τα προσωπεία και τις μάσκες να φορούν
δεν τους αρέσουν τα πραγματικά..
εις την γελοίαν της ψυχαγωγίας τους ψευδαίσθησιν
αμάσητα τα καταπίνουν τ' αποφάγια της
μιας σύγχρονης..μοντέρνας τηλεόρασης..
μιας ενημέρωσης που την ζωή την πάει αλλού
καθώς οι Φένακες πληθύνανε
ουδέποτες ξεπέσανε στη λήθη..
Δεν την μετρούν την ερημίαν τους για το ευτελές
σαράκι επίπλου παλαιού..
κουφώνει το μυαλό και την ψυχή τους..
Προφάσεις βρίσκουν χίλιες δυο
την κούραση προβάλλουν της ζωής
καθώς εδέσματα σκουπιδοφάγου να γευτούν
επιθυμία ανακούφισης ζητώντας..
Την ανθρώπινη οδύνη αδηφάγα
ως θέαμα συχνά οι σταθμοί πωλούν..
Όχι..τους απωθούν τα θλιβερά
στης χαλαρότης το βωμό
θυσιάζουν την αληθινήν
της ψυχής την αγωγή τους...
την αποχαύνωση άθελα αποζητούν
αντίδοτο θαρρείς μοναδικόν
τα λόγια της φενάκης....
Άνθρωπε εσύ του κοπαδιού...
μην κλαις λοιπόν για τα στερνά
τις μουσικές δεν άκουσες ..
τα τύμπανα σωπάσαν για τα σε
τα χρόνια σου τα χάλασες
ανάγνωση δεν έμαθες
την ελαφρότητα εντύθηκες
εις το χρυσίζον τυλιγμένο σου αμπαλάζ..
ξεθωριασμένες οι επιθυμίες της νιότης σου
σου τραγουδούνε σιωπηρά
δακρυροούσες ερινύες κυνηγώντας σε
''που είσαι νιότη που 'ταζες
πως θα γινόσουν άλλος''
ασχημάτιστες παγίδες καραδόκησαν
τη συντριβή του Εγώ σου...
''ΑΣΧΗΜΑΤΙΣΤΕς ΠΑΓΙΔΕς'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Εις το στασίδι εκεί της εκκλησιάς
εζύγωσα..κι εκάθησα δισταχτικά
και σαν να εστάθη πλάι μου
η μητέρα και με κοίταξε...
στης Θεομήτορος ετούτη την τρανή
γιορτής της προσφοράς του Ιησού
Υπαπαντής τη μέρα...
Λένε πως τάχα πέθανε η μάνα μου
μα σαν τα βράδια λογυρνώ
μπρος στο εικονοστάσι
ανάβω θύμησης καντήλι ακριβό
ορώ..ακουρμάζομαι..φορώ
της μάνας μου το μύρο το διάχυτο
κρυμμένο στο παλιό..
το φυλαγμένο καμηλό παλτό
στις κάμαρες..στο νου και στο κορμί μου.
Θέλω να γράψω μια βραδιά
έναν αργό συγκαθιστό..να της τον τραγουδήσω
κι εκείνη με τα βήματα αργά
σαν τότες που με μάγευαν
της τέχνης τα τσαλίμια..τα καμώματα
τα σκέρτσα του χορού της
της ψυχής τ' αυθεντικά..
να σηκωθεί συγκαθιστά να τον χορέψει..
Λένε πως πέθανε και έχει πια χαθεί
μα όταν εγώ ακούω αργό συγκαθιστό
στην πόρτα του Παράδεισου κοιτώ
στις παρακλήσεις στέλνω μες στις προσευχές
να σηκωθεί για μία ύστερη φορά..
κι όπως μονάχα αυτή με τέχνη το μπορεί
τα βήματα ξανά για να μου μάθει...
''ΤΟ ΜΥΡΟ ΤΗς ΜΑΝΑς'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη..
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Απάνω στο πλατύσκαλο
στο πατρικό το
σπίτι μου..
μια γλάστρα ασπρισμένη απ' τα χέρια της γιαγιάς..
είχε έναν ''έρωτα''..
ένα λουλούδι γούρικο..
αγάπη να σκορπίζει μες στο σπιτικό..
Χειμώνα - Καλοκαίρι εκεί..
ακόμα κι όταν ο χιονιάς ''επλάκωνε''
βαρύς..
μέσα στη σάλα το 'φερνε η μάνα μου ..
μην τύχει και ''παγώσει..
Και κάθε που''φλεβάριζε''
ο καιρός..
στο σκαλοπάτι του πλατύσκαλου..
έπαιρνε τη θέση την τιμητική
την αγάπη να ανθίσει....
Ερχότανε οι γείτονες..
κι ονειρευόντουσαν ομαδικά και φωναχτά..
στα βραδινά ''μασάλια''
έτσι
τις λέγανε στον τόπο μου..
εκείνες τις μαζώξεις τις νυχτερινές..
καθώς οι περισσότεροι
σε τούτο το χωριό..
απ' της Τουρκιάς τα μέρη ήσαντε..
απ' της Τραπεζούντας τη
μεριά...
Έλληνες πέρα ως πέρα..
κι ας τους φωνάζανε οι ντόπιοι
πότες - πότες και καμμιά ειρωνικά..
τουρκομερίτες..
μα αν σκεφτείς τώρα κυριολεκτικά..
από εκεί
ήτανε φερμένοι...
Είχανε όμως μια καλή..
ανθρώπινη σειρά
και μέσα τους
μεγάλη αληλλεγγύη..
Σήμερα γέμισαν τα σπίτια κλειδαριές
καθώς εγέμισε ο τόπος από κλέφτες..
μα ας αφήσουμε ξεκλείδωτες..
τουλάχιστον εκείνες.. της καρδιά
μας...
Μπαίνει ξανά ο Φλεβάρης που έχει όνομα νερού .
τις ''φλέβες'' να
γιομίσει..τα ποτάμια..
Φλεβάρισε
σαν προπομπός της Άνοιξης
τούτος ο μήνας πάλι..
Θα την εφέρει στα δειλά - δειλά ξανά την
Άνοιξη..
όπως και να 'χει στις καρδιές μας..
Ίσως ξανά αναθαρρήσουμε
μονάχοι μας..
σκεφτούμε ομαδικά
γεμίσουμε τις φλέβες μας..
τις φλέβες της
ψυχής μας..
με αισιοδοξία και με όνειρα
που είναι ''κρυμμένα σε φορμόλη''...
ανθρώπινα..έτσι απλά ..
χωρίς φιλοσοφίες περιττές ..
να καταφέρουμε να ''σπάσουμε τις γυάλες''..
''ΝΑ ΣΠΑΣΟΥΜΕ ΤΙς ΓΥΑΛΕς''( απόσπασμα)
Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Μίκρυναν όλα ξαφνικά..
στην απεραντοσύνη του
ο κόσμος μου μια στάλα
τα σύννεφα έγειραν βαρειά
στα ακίνητά σου βλέφαρα..
εσπάραξε η καρδιά μου..
σκοτείνιασε ο ουρανός..
ταξίδεψε σαν αστραπή
στα παγωμένα μάτια σου
η ζωή μας σε ρομάντζο
ντύθηκα με ιριδισμούς
ουράνιου τόξου που εχάθηκε
στ' απρόσμενο φευγιό σου
ταξίδεψα σαν ξωτικό
εκρύφτηκα για μια στιγμή
στο γαλανό ουρανό σου..
έρχεται πάντα μια στιγμή
που ο χρόνος σταματάει..
Ό,τι πονάει δε χάνεται
ό,τι πονάει δε σβήνει
μένει για πάντα χαρακιά
τη συρραφή γυρεύει..
''ΜΙΚΡΥΝΑΝ ΟΛΑ ΞΑΦΝΙΚΑ''
Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Καθώς κοκκίνιζε ο γαλάζιος ουρανός
στου δειλινού την ώρα
έβγαζες για περίπατο
τις σαρκωμένες της ψυχής
κρυμμένες εις τους κήπους σου
θλιμμένες μαργαρίτες..
ένιωθες πιο βαθειά τη μαχαιριά
στο στήθος να καρφώνει..
Ό,τι σε άγγιξε και έτσι και αλλιώς
εκαταγράφηκε στο δίσκο
το σκληρό σου..
Αποτυπώματα μιας άλλης εποχής..
χρόνια της αθωότητας..
αγάπη
και συγκίνηση ορμή και θάρρος..
τόλμη και ρίσκο και
όνειρα..
οι σελίδες των ημερολογίων σου..
στα ημεροδρόμια αλητεύουν...
Υποσχέσεις..
αγάπες και
έρωτες νεανικοί..
όρκους αιώνιους εκρύβανε
που χάθηκαν σε μια
βραδιά
στο πρώτο φύσημα του ανέμου..
ήρθε η ζωή και τους
αθέτησε..
διέψευσε το πείσμα σου το άκαμπτον
το ρίσκο το νεανικό..
που το
πέρασμα του χρόνου αλλοιώνει..
Λες κι ήρθε η ώρα των ισολογισμών
να κλείσεις τα βιβλία τα λογιστικά
επίσκεψη σου κάνει ο απολογισμός
στιγμές - στιγμές..ανεπιθύμητος
απόχτημα των ώριμών σου χρόνων...
Γυμνά δεντριά οι επιθυμίες οι αξόδευτες
κρυμμένες μες στα στήθια αμάδητες
προσμένουσες..κρυμμένες μαργαρίτες..
βάζοντας παραπεμπτικό
στα περιθώρια του αύριο
σ' αγέμιστο κενό ελπιδοφόρο
παγιδευμένες στην καρδιά..
σαν τρικυμία πρωτόγνωρη
μια ουτοπία επιθυμητή
με πάθος και ορμή σου καταγράφουν...
'' ΚΡΥΜΜΕΝΕς ΜΑΡΓΑΡΙΤΕς'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Κι αν κυνηγάς σ' ολάκερη ζωή
βραβεία..
χειροκροτήματα μοιραία ν'αποσπάσεις
και αν γλιστράς..σκορπιέσαι χάνεσαι
κατρακυλάς..γκρεμίζεσαι στης νιότης σου
τις μάταιες υποσχέσεις..
κι αν της ψυχής σου και του νου το χειροκρότημα
δεν τ' ακουσες..δεν το 'νιωσες μονάχη
μην περιμένεις στη ζωή σου να δικαιωθείς
μην περιμένεις και την πλήρωση
ρηχό ποτάμι πάντα θα κυλάς
λιθαριασμένη η κοίτη σου
αφύτρωτες οι όχθες..
Σαν φλόγα θα σου καίει τα σωθικά
το νου σου θα τον κυβερνά
απ' τα βάθη η φωνή
του λατρεμένου σου γονιού θα σου φωνάζει..
''τα βραβεία δεν τα παίρνουν πάντοτε οι άξιοι''
φορές- φορές..τις περισσότερες στιγμές
στης συντεχνίας βόσκουνε
τα άνομβρα λιβάδια...
Να λαχταράς..ν' αναζητάς..
μες στη σιωπής σου να κοιτάς
στις μαύρες σου..
στις σκοτεινές τις μέρες σου
πίσω απ' τα γκρίζα σύννεφα..
στο ουράνιο τόξο να κοιτάς
ποτέ να μην το λησμονάς
τα ουράνια τόξα βγαίνουνε
μετά τις καταιγίδες...
''ΣΑΝ ΦΛΟΓΑ'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη..
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Πάντα λοιπόν σε μάγευαν
τα ευρύχωρα..γεμάτα φως..
τα σπίτια τα μεγάλα..
να μπάζουνε τον ήλιο από παντού
να φτάνουν στα τρανά τους τα παράθυρα
τραγούδια των σειρήνων..
τσιγγάνα είχες την καρδιά
ασύνορα..τα διψασμένα μάτια...
Στο μισθωτήριο της ζωής σου το στερνό
το μίσθωμα αφειδώλευτα..
αγόραζε τους μήνες ακριβά..
ημερομηνία λήξεως ανοιχτή
εις την αδιάκοπη ροή
του χρόνου του απέθαντου εξουσιαστή..
μην καρτεράς με σκουριασμένα τα κατάρτια σου
σε παλαιά..μην περιμένεις πια λιμάνια..
για καινούριες άνοιξε πανιά γι' ακτές.....
Σπίτι να ψάξεις για να βρεις
να διαθέτει κήπο μ' άνθια σπάνια
Βοτανικός να μοιάζει
ωσάν και τα πουλιά τα ξωτικά
σε μυροβόλους ουρανούς..
σε υποσχόμενα φεγγάρια να σε βγάζει.
Αντίκρυ απ' τον κήπο σου
στη θέα του..λίμνες και θάλασσες
στα παραθύρια των ματιών
μπροστά σου να τα φέρνει..
Ψάξε ακρογιάλια άγνωστα
στης ποίησης στιχάκια για να μοιάζουν..
το ένα..το κοχύλι το ξεχωριστό
να το 'βρεις ένα δειλινό
τη συλλογή σου να πλουτίσει..
να 'χει του ήχους της ζωής
τα ανεκπλήρωτα ακόμα να υμνεί
σαν τηλεβόας της ψυχής σου το μπουρού
στους ήχους των σειρήνων να σαλπάρει..
όνομα να του δώσεις στη λεζάντα της ψυχής
σφραγίδα της αγάπης να θυμίζει..
Κι όσο περνούν οι Ανοιξες
κι ο χρόνος σου μοιραία ξεθωριάζει
μελάνι στάζε σινικό
τα γράμματα ανεξίτηλα στο μίσθωμα
το χρόνο ν' αγοράζουν..
''ΤΟ ΜΙΣΘΩΤΗΡΙΟ'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
.............................................................................................................