Κάθε που πλησιάζαν οι γιορτές...η αναστάσωση μες στο μυαλό σου κυριαρχούσε...
Για να προλάβεις ήθελες κι εσύ...μια όμορφη γιορτή...μια φιέστα λαμπερή...σαν και των άλλων να ετοιμάσεις..να νιώσεις πως στο πανηγύρι αυτό...μονάχος κι έξω πια κι εσύ δεν είσαι....
Χρόνια και χρόνια βαυκαλίζοσουν...πως τα κατάφερνες...και όπως όπως...με την πενιχρή σου τη συμμετοχή...που σε σένα πλουσιοπάροχη φαινόταν...συμμετείχες....
Μα τα χρόνια γρήγορα κυλούν...σαν το νεράκι στο ρυάκι....και παρασύρουν γρήγορα τις σκέψεις σου τις βιαστικές...
Τώρα μονάχος σκέφτεται αργά...και ήρεμα και ψύχραιμα και χαλαρά....
Δε βιάζεσαι τη ζωή να προσπεράσεις....
Θέλεις με βήματα αργά...να τη ρουφήξεις τη ζωή...αξία που της πρέπει να της δώσεις....
Τι μαγικό πια τώρα εδώ...τις εικόνες σου να σχεδιάζεις...εικόνες χωρίς τον φόβο κριτικής...ελεύθερα ...αισθαντικά αληθινά...βγαλμένες απ' τα βάθη των δικών σου χρόνων...
Τι μαγικό να προλαβαίνεις άσπρα σαν χιόνια νάχεις τα μαλλιά...κι εσύ να μη φοβάσαι πως γερνάς...αφού παιδί μες στην καρδιά σου μένεις....
Σκέφτηκες άραγε ποτέ...πόσες φορές ερούφηξες την ίδια τη ζωή γερνώντας ?
Τι δώρα δεν επήρες ...δεν φορτώθηκες γερνώντας...?
Φοβόσουνα ...φοβήθηκες ...φοβάσαι το ηλιοβασίλεμα της δύσης της ζωής...
Ποτέ σου δεν εσκέφτηκες θαρρείς....ποτέ σου δεν στοχάστηκες μπροστά στα δειλινά...τα χρώματα που εσύ ζωγράφισες....τα μονοπάτια τα πολύχρωμα της νιότης σου ,που μέχρι εδώ σε φέραν....
Ναι ...μα είσαι τυχερός, που πρόλαβες και ''γέρασες'''που τόσες μέρες δώρο σου προσφέρανε οι καλές σου οι μοίρες της ζωής....
Πάψε να θλίβεσαι και να κοιτάς το μονοπάτι της διαδρομής...που στον προορισμό σου θα σε βγάλει...
Πάντα τις λέξεις να εξηγείς : αρχή- μέση και τέλος....
Αν η σειρά τηρήθηκε αυτή...από τους τυχερούς λογίζεσαι και γαλήνια βάδισε ως το τέλος...
Έρχονται μέρες γιορτινές...μέρες αγαπησιάρικες..μέρες ζεστές που την καρδιά γεμίζουν φως...
Μη θλίβεσαι ...την εσωτερική σου μοναξιά,προσπάθησε να την νικήσεις...
Αγάπησες ...αγαπήθηκες....χάρηκες και μοίρασες χαρά...
Και τώρα Χριστούγεννα μπροστά σου πάλι έρχονται...κι εσύ αναπολείς...
Γιορτή σπιτιού...γιορτή αγάπης...
Με τους ανθρώπους που αγαπάς...γλυκά ρομαντικά και ήσυχα κι αυτές τις μέρες θα περάσεις....
Το πιο ρομαντικό για μένα το ταξίδι σου, στις μέρες που θα έρθουν...είναι εκεί μέσα στη ζεστασιά...στα βλέμματα των ανθρώπων που σε αγαπούν...εκεί να ξημερώσεις...
Οι φιέστες και τα περιττά σου τα στολίσματα ...εσένα σε βαραίνουν....
Τις μυρωδιές απόλαυσε...από των ανθρώπων σου τη θέρμη !!!!!
Σοφία Θεοδοσιάδη....
Αφιερωμένο στους μοναχικούς ανθρώπους της ζωής μας...αλλά όχι μόνους....
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Είναι φορές που ο Έρωτας...τρελλό παιχνίδι έρχεται και στήνει...
Εσύ θαρρείς πως όλους σου τους κύκλους έκλεισες...και τώρα αναπολήσεις μοναχά σου απομένουν...
Μα η μοίρα ή καλή η νεράιδα σου ξανά...έρχεται χαμογελαστή...και έρωτα στα πόδια σου απλώνει....?
Και ω! του θαύματος να δεις...πως ούτε μια ημέρα σαν να μην επέρασε... από το σκίρτημα της πρώτης...της νεανικής σου της αγάπης...
Σαν μια καρδιά ανέμελου...φευγάτου...και μικρού κοριτσιού... .ανοίγεις τώρα όλα τα φύλλα της...και να καλωσορίσεις...την αγάπη καρτερείς και την προσμένεις...
Τι κι αν ενόμιζες πως
σοβαρή'''εσύ...ερωτόλογα εξέχασες να λες...
Προδόθηκες μικρή μου αν και εμεγάλωσες...και στα ίδια μονοπάτια της αγάπης τριγυρνάς...
Παίζεις με τη φωτιά και με τον έρωτα...και οι φλόγες σε αγγίζουν....θα καείς....
Τον αγαπάς ?
Αναρωτιέσαι τι είναι αυτό...που σαν μια νεανίσκη...το ροζ το χρώμα στα μάγουλα και πάλι ξαναφέρνει και γελάς.....
Από μακριά ξεκίνησες ένα πρωινό....ένα πρωινό παγωμένο σαν τους Ρώσικους Χειμώνες.... Πρόλαβες την μυρωδιά απ' το αγιόκλημα του φτωχικού σου.... Πάλι Χειμώνας ήρθε ...και τ' αγιόκλημα δεν άνθισε.... Έφυγες.... Δεν θα ξαναμυρίσεις τη μυρωδιά απ' το αγιόκλημα...που τόσο αγαπούσες.... Μα η δική σου η '''μυρωδιά''' για πάντα μέσα μας....σε μας που σε λατρέψαμε...σ' εμέ και στα παιδιά σου...για πάντα θα πλανάται.... Έφυγες..... Ήτανε στις 19 μια κρύα μέρα του Δεκέμβρη.... Δεν έμοιαζε το πρωινό και με κανένα άλλο... Ένα πρωινό αφημένο στη σιωπή....που τόσες δυνατές κραυγές ακόμα μέσα μας αφήνει... Σ'ένα μονάχα πρωινό...πως γίνεται...μια ολόκληρη ζωή να την χωρέσεις...? Να μας κοιτάς από ψηλά...κατάφερες...το μπόρεσες...διαμάντια της καρδιάς και του μυαλού να μας χαρίζεις... Είναι σύντομο πολλές φορές το πέρασμα...η βόλτα που οι άγγελοι στη Γη μας κατεβαίνουν... Ναι άγγελοι λογίζονται...όσοι σαν την καρδιά σου έχουν.... Έφυγες..... 19 /12/ 2006.... Να αντέχουμε μόνο μας μένει..... Σοφία Θεοδοσιάδη.. ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Ν' αντέχουμε μόνο μας μένει- Πάνος Κατσιμίχας.... ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Ξύπνησε πάλι απότομα. Άγρια. Με τον συνεχόμενο ήχο του κουνουδιού, αντί
για τον γνώριμο του κινητού του, που χτυπάει σαν ξυπνητήρι κάθε πρωί
στις 8.
«Ούτε να κοιμηθεί κανείς δεν μπορεί», σκέφτηκε και άλλαξε
πλευρό γκρινιάζοντας. Προσπάθησε να ξαναβυθιστεί στην αγκαλιά του
Μορφέα. Μάταια όμως. Το κουδούνι χτύπαγε σαν τρελό, ξανά και ξανά.
«Τι
συμβαίνει;», αναρωτήθηκε για λίγο. Γιατί αμέσως άκουσε χαρούμενα
ξεφωνητά παιδιών που έλεγαν τα Κάλαντα. Τους είχαν ανοίξει στο κάτω
πάτωμα.
Βλαστήμησε δυνατά. Είχε πάρει άδεια από τη δουλειά τις μέρες
αυτές, επίτηδες για να ξεκουραστεί. Με ποιο δικαίωμα τον ενοχλούσαν αυτά
τα μυξιάρικα;
Τι είναι σήμερα και τραγουδάνε; Μια συνηθισμένη μέρα. Μια ακόμα μουντή, γκρίζα και παγωμένη μέρα του Δεκεμβρίου.
Μετά
θυμήθηκε πως είναι Παραμονή Χριστουγέννων. Έσκασε στα γέλια. «Ρε με τι
αηδίες κάθονται και παραμυθιάζονται…», φώναξε με θριαμβευτικό,
σαρκαστικό χαμόγελο.
Σηκώθηκε, έφτιαξε καφέ και κάθησε στον
υπολογιστή. Είχε μήνυμα από τη Λένα στο Facebook, για να συναντηθούν για
τα τελευταία ψώνια «πριν γεννηθεί ο Χριστός», όπως του έγραφε.
Όχι,
δεν ήταν καμιά θρησκευόμενη η κοπέλα του. Απλά τον πείραζε, ειδικά αυτές
τις μέρες, μιλώντας του συνεχώς γι’ αυτά που εκείνος όχι μόνο δεν
πιστεύει, αλλά βρίζει κι από πάνω.
Έτσι έκανε και τώρα. Βλαστήμησε
ξανά, με τον ίδιο τρόπο που κάνουν εκατομμύρια Έλληνες. Βαριέται να πάει
για ψώνια, αλλά αυτό που τον εκνευρίζει περισσότερο είναι αυτή η
«γέννηση».
Χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι η μητέρα του, που μένει στον
πάνω όροφο μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια. Τον προσκαλεί στο
χριστουγεννιάτικο δείπνο, αλλά του βάζει και μια «αγγαρεία» να κάνει, να
πεταχτεί δηλαδή μέχρι τον χασάπη της γειτονιάς και να πάρει μερικά
μπριζολάκια.
Με τα χίλια ζόρια ντύνεται και βγαίνει έξω. Μια περίεργη
γιορταστική ατμόσφαιρα αναδύεται στην πόλη, παρότι η κίνηση στα μαγαζιά
είναι περιορισμένη.
Ανοίγει την πόρτα για να μπει στο κρεοπωλείο.
Ταυτόχρονα - κατάρα! - βγαίνει ένας ιερέας. Κρατώντας μια τεράστια
γαλοπούλα τυλιγμένη σε ζελατίνα.
Τον κοιτάζει με αηδία. Είναι χοντρός, με αυτά τα μούσια και τις μαύρες πλερέζες, που τον κάνουν ακόμα πιο αντιπαθητικό.
«Ρε
τον πεινάλα! Κοίτα να δεις τι γαλοπούλα πήρε να φάει ο βούβαλος!»,
σκέφτεται. «Ε βέβαια, αφού τους πληρώνουμε τους χαραμοφάηδες…!»
Κουνάει
το κεφάλι περιπεκτικά. Ναι, φυσικά και είχε δίκιο! Κλασικός παπάς ήταν
αυτός, από εκείνους που βλέπει και σιχαίνεται! Κοίτα τι πήρε να φάει,
ενώ ο κοσμάκης πεινάει! ΝΤΡΟΠΗ ΤΟΥ!
Ξαφνικά, από την γωνία παραδίπλα,
ένα χαρούμενο λεφούσι ξεπετάγεται. Πέντε – έξι παιδάκια τρέχουν κοντά
στον παπά, με την μητέρα να προσπαθεί να τα φτάσει. Κάνουν χαρά, επειδή
βλέπουν τη μεγάλη γαλοπούλα και το γελαστό πρόσωπο του πατέρα τους.
Ο
Μηνάς αποστρέφει το βλέμμα του. «Τι τα θέλει τόσα παιδιά ο αργόσχολος»,
προσπαθεί να δικαιολογήσει τις προηγούμενες σκέψεις του.
Μ’ αυτά και
μ΄αυτά, ούτε καταλαβαίνει πώς περνάει το πρωινό. Απορροφημένος στον
υπολογιστή, ρίχνει τις τελευταίες ματιές στη δουλειά για το σπίτι που
του έδωσε ο προϊστάμενος και σε κάτι άρθρα που του έστειλε ο Λευτέρης.
Μα
ναι, είναι πολύ ενδιαφέροντα αυτά που του στέλνει ο κολλητός του! «Έτσι
θα αντιμετωπίζεις τους χριστιανούληδες όποτε σου κολλάνε», του έχει
πει. Και πράγματι! Αισθάνεται σε θέση ισχύος, ειδικά με αυτό το
«zeitgeist» που του έστειλε πρόσφατα.
Αλλά και πόσες ακόμα
ιστοσελίδες που ενισχύουν τις απόψεις του, δεν έχει καταχωρήσει στα
«αγαπημένα»! Εδώ βρίσκεται τώρα, ανταλλάσοντας απόψεις για τα
Χριστούγεννα, μαζί με άλλους λογικούς ανθρώπους, που δεν είναι πρόβατα
όπως οι Χριστιανοί.
Το δηλητήριο που ξερνάει η οθόνη του υπολογιστή τον έχει εντελώς απορροφήσει. Ώσπου χτυπάει η πόρτα του.
Είναι
η Λένα, που τον περίμενε για μια ώρα στο σημείο που είχαν δώσει
ραντεβού. Βάζει τις φωνές. Μια τυπική φασαρία ζευγαριού αρχίζει. Και
τελειώνει με βρισιές, απειλές και νέα χτυπήματα, πιο δυνατά αυτή τη
φορά, στην πόρτα.
«Ωραία», σκέφτεται. «Πάει κι αυτή, να σε δω με ποιον θα πας το βράδυ στο κλαμπ που έχουμε κλείσει, κακομοίρη μου».
Δεν κάθεσαι σπίτι καλύτερα; Τι τις θες εσύ τις γιορτινές ατμόσφαιρες, γι’ αυτά τα παραμύθια; Τι γιορτάζεις;
Άσε
που δεν έχουν μείνει και πολλά λεφτά. Πάνε τα παλιά μεγαλεία με τα
μπουκάλια σε πανάκριβα κέντρα της παραλιακής. Φέτος έκλεισε με προσφορά,
κι αυτή με το ζόρι.
Χέστα λοιπόν όλα! Παράτα τα! Καλύτερα να μην υπάρχουν Χριστούγεννα, για να μην ξοδεύουμε κιόλας!
Δεν
πεινάει, ούτε έχει διάθεση να βγει έξω. Κλεισμένος στο δωμάτιό του,
παρέα με τα νέα κείμενα του «atheism.net», περνάει καλύτερα την ώρα του.
Με
τα χίλια ζόρια ανεβαίνει πάνω, όταν το βραδάκι η μάνα του τον φωνάζει
για φαγητό. Έχουν και ορισμένους καλεσμένους συγγενείς, που έχουν έρθει
για «ρεβεγιόν».
Δεν τον ενοχλεί αυτό. Ευτυχώς, δεν υπάρχουν θεούσοι
εδώ μέσα. Να φάμε, να πιούμε, να παίξουμε και κάνα χαρτάκι, να πούμε και
καμιά βλακεία για να περάσει ανώδυνα η ώρα. Όπως κάθε χρόνο δηλαδή,
παραμονή Χριστουγέννων. Βαρεμάρα…
Η ώρα περνάει και κατά τις 2 τα
μεσάνυχτα, ένας – ένας οι καλεσμένοι φεύγουν. Για στάσου όμως! Υπάρχει
ένας ακόμα, που τώρα έφτασε…!
Είναι ο Λευτέρης, ο φίλος του. Το
πρότυπό του. Ο μέντοράς του. Έρχεται με αυτό το γνωστό ύφος γεμάτο
αυτοπεποίθηση, σιγουριά και ίσως αλαζονεία.
Ωραία, σκέφτεται. Θα
το ξενυχτήσουμε απόψε. Θα πούμε δυο κουβέντες σαν άνθρωποι, βρε αδερφέ!
Ο Λευτέρης είναι κάτι σαν…γκουρού γι’ αυτόν.
Αναπόφευκτα η συζήτηση
περιστρέφεται γύρω από τους «χριστιανούληδες» και τα Χριστούγεννα τους.
Τους ειρωνεύονται και τους οικτίρουν, για τα «παραμύθια» που πιστεύουν.
Εκεί κάπου, ο Λευτέρης του πετάει και κάτι «καινούρια».
«Αυτοί
κατέστρεψαν την Ελλάδα, φίλε. Έσφαζαν τους Έλληνες, γκρέμιζαν τους
ναούς. Η Ελλάδα τελείωσε στην αρχαιότητα, φίλε. Μαζί με τους θεούς μας».
Στέκεται αποσβολωμένος ο Μηνάς.
«Τους ποιους, είπες; Τους θεούς;»
«Ναι, φίλε. Αυτή είναι η θρησκεία μας και όχι ο εβραιοχριστιανισμός. Αυτήν πιστεύω κι εγώ».
Κρύος ιδρώτας λούζει τώρα τον Μηνά. Τον άθεο, που νόμιζε πως ο φίλος του έχει τις ίδιες απόψεις μ’ εκείνον.
«Μα
καλά, εσύ δεν μου λες χρόνια τώρα πως δεν υπάρχει κανένας θεός;;; Τι
μου λες για δώδεκα θεούς τώρα; Εγώ δεν πιστεύω ούτε σε Έναν!»
«Μη στενοχωριέσαι, Μηνά», του απαντά εκείνος με το γνώριμο, υπεροπτικό ύφος του.
«Έλα να σου δείξω μερικά μπλογκ που γράφουν γι’ αυτά, να δεις πώς συνδυάζονται όλα».
Τον
πιάνει από το χέρι. Ο Μηνάς το τραβάει. Μέσα του, αυτή τη στιγμή
συμβαίνει μια τιτανομαχία. Γκρεμίζονται οι ιδέες, τα πιστεύω και τα…δεν
πιστεύω του. Αισθάνεται προδομένος.
Όχι, δεν θα ακούσει τον “φίλο” του. Εκείνος είναι και παραμένει άθεος. Ορκισμένος κι αμετακίνητος.
«Λευτέρη, είμαι κουρασμένος», του λέει. «Θα πέσω για ύπνο, τα λέμε αύριο».
«Μα…», ίσα που προλαβαίνει να ψελλίσει εκείνος, πριν η πόρτα κλείσει με δύναμη σχεδόν μπροστά στο πρόσωπό του.
Είναι
εκτός εαυτού ο Μηνάς. Αρχίζει να βλαστημά ξανά, με τον γνωστό του
τρόπο. Βρίζει αυτά που δεν πιστεύει ότι υπάρχουν! Τα παραμύθια!
Όχι, δεν του φαίνεται κωμικό αυτό. Ίσα – ίσα, τον κάνει να αισθάνεται δυνατός.
Βγαίνει
στο μπαλκόνι να καπνίσει τσιγάρο. Η ώρα πήγε 5 το πρωί. Κρύο και
απόλυτο σκοτάδι, που διακόπτουν μονάχα κάποια – λίγα, είναι η αλήθεια –
φωτάκια που αναβοσβήνουν στην απέναντι πολυκατοικία.
Ξαφνικά, μέσα
στην απόλυτη σιγή της νύχτας, μια καμπάνα ακούγεται να τη σπάζει. Θα
είναι του Αγίου Αντρέα, της Ενορίας της γειτονιάς του.
Σκάει στα
γέλια. «Κοίτα να δεις τρέλα που έχει ο κόσμος, αξημέρωτα να πηγαίνει
στην Εκκλησία! Τι να κάνει εκεί; Αφού δεν υπαρχει τίποτα!».
«ΤΙΠΟΤΑ! ΤΙΠΟΤΑ! ΤΙΠΟΤΑ!»
Το
λέει και το ξαναλέει. Με μίσος. Με οργή, σαν να θέλει να βρίσει όχι τα
Θεία όπως κάνει πάντα, αλλά τον εαυτό του. Ναι, αυτόν υβρίζει με μανία
αυτή τη φορά. Ξεσπά.
«Είμαι ένα τίποτα λοιπόν; Μαζί με όλα τα υπόλοιπα στον κόσμο είμαστε ένα τίποτα;»
Η
σκέψη αυτή διαπερνά το μυαλό του σαν ηλεκτροσόκ. Αρνείται να δεχθεί ότι
όλα είναι μάταια. Πως υπάρχει μόνο η ύλη, που φθείρεται κι
εξαφανίζεται.
Εκείνη τη στιγμή, ακούει βιαστικά βήματα στην είσοδο
της πολυκατοικίας του. Σκύβει και βλέπει τον Δήμο μαζί με τους δικούς
του, να τρέχουν με τα καλά τους προς τη μεριά της Εκκλησίας.
Καλό
παιδί ο Δήμος, αλλά λιγάκι «βαρεμένος». Συμμαθητές στο σχολείο, μα ο
Μηνάς τον είχε απομακρύνει από κοντά του. Τον έλεγε «χριστιανοταλιμπάν»,
επειδή συνεχώς του μίλαγε για τον Θεό.
Παρατηρεί αυτές τις σιλουέτες που απομακρύνονται στο σκοτάδι, μέχρι να χαθούν. Κάθεται και σκέφτεται.
Σίγουρα τώρα θα βρίσκονται στην Εκκλησία. Τι μανία κι αυτή; Τι βρίσκουν πια εκεί πέρα;
«Και δεν πάς κι εσύ να δεις;», ακούγεται μια φωνή από μέσα του, που μοιάζει να ξυπνάει από το λήθαργο ετών.
«Εγώ;;; Είπες, εγώ; Να πάω στην Εκκλησία;;; Εγώ ρε;;; Ρε πας καλά; Με τους παπάδες και τις θεούσες; Τι να πάω να κάνω εκεί εγώ;»
«Πήγαινε, αλλά χωρίς το εγώ σου», ακούγεται και πάλι να αντιλαλεί αυτή η φωνή.
Κάθεται ακίνητος ο Μηνάς. Το σκέφτεται και χωρίς πολλά – πολλά, το αποφασίζει!
Σε
λίγο, βρίσκεται καθ’ οδόν για την Εκκλησία. Έχει να πάει από το
Γυμνάσιο, που τους πήγαιναν μια φορά το χρόνο. Κι αυτός πήγαινε, για να
μην πάρει απουσίες.
Έφτασε κιόλας. Μέσα στο σκοτάδι, ο μικρός ναός μοιάζει με φωτεινό πλεούμενο. Με φάρο που σκορπά ελπίδα, ζεστασιά και γαλήνη.
Ανοίγει την πόρτα. Δεν κάνει το σταυρό του, ούτε ανάβει κερί. Κάθεται πίσω – πίσω όρθιος, για να μην τον βλέπουν.
Τα
φώτα είναι μισοσβησμένα. Δεν καταλαβαίνει γιατί. Ώσπου ακούγεται ένας
περίεργος ύμνος, που κάτι λέει για αγγέλους που δοξάζουν…τον Χριστό!!!
Ανάβουν τότε όλα τα φώτα. Η ατμόσφαιρα γίνεται γιορτινή και οι ψαλμωδίες πλημμυρίζουν τ’ αυτιά του.
Δεν
τις ξέρει, αλλά θέλει να τις ψιθυρίσει. Ειδικά αυτό το «Χριστός
γεννάται δοξάσατε», το μαθαίνει κάπως με τη συνεχή επανάληψη.
Δεν
κάθεται λεπτό. Ούτε καν παρατηρεί τους γύρω του. Αδιαφορεί για τις
«θεούσες». Δεν βλέπει τον παπά αν έχει κοιλιά, αν έχει «χρυσάφια» πάνω
του κι αν ψέλνει καλά.
Είναι μόνος του, αυτός κι ο Χριστός.
Σε μια μικρή Εκκλησιά της μεγαλούπολης που λέγεται Αθήνα, μια χαραμάδα φωτός αχνοφέγγει. Δεν είναι ούτε τα χριστουγεννιάτικα στολίδια, ούτε οι φωτισμένοι πλέον ναοί που πανηγυρίζουν. Αλλά η ψυχή του Μηνά, που επιτέλους έδιωξε το σκοτάδι και γέμισε με Θείο, Ουράνιο ΦΩΣ…!
Δημήτρης Σωτηρόπουλος. ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, Σημείωμα Συγγραφέα: Το διήγημα που ακολουθεί – και είχαμε
πρωτοδημοσιεύσει πέρυσι – δεν έχει σκοπό να δρέψει λογοτεχνικές δάφνες
και βραβεία. Αντίθετα, επιδιώκει να αφυπνίσει συνανθρώπους μας που είναι
βυθισμένοι στο σκοτάδι της αθεΐας, φέρνοντάς τους στο ΦΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.
Για έναν λόγο παραπάνω: Διότι τα όσα αναφέρονται βασίζονται σε
πραγματικά περιστατικά, με τα ονόματα των πρωταγωνιστών αλλαγμένα για
ευνόητους λόγους.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, Είτε δηλώνετε άθεοι , είτε θρησκευόμενοι, είτε απλά χριστιανοί, μέρες που έρχονται ανεπηρέαστοι δεν μένετε θαρρώ... Πιστεύει ο καθείς με τον δικό του τρόπο στα Χριστούγεννα...και την δική του την εξήγηση τη δίνει... Αν λοιπόν η Γέννηση είναι ένα ελπιδοφόρο γεγονός...αν η Γέννηση ελπίδα σκορπά μες στις καρδιές μας...είναι μια αφορμή για να αφεθούμε στο ρομαντισμό των ημερών... Το πνεύμα να μας κυριεύσει της αγάπης ...τις ελπίδες μας να εναποθέσουμε..... στο '''Θείο Βρέφος'''...και όχι μοιρολατρικά... Να αντλήσουμε δύναμη από τον ερχομό του καινούριου...να χαμογελάσουμε για την στήριξη που πιστεύουμε πως μπορούμε να πάρουμε...από την καινούρια προσδοκία... Καλά Χριστούγεννα φίλοι μου αγαπημένοι !!!! Σοφία Θεοδοσιάδη. ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Είκοσι αιώνες πριν, στην πρωτεύουσα του σημερινού Ισραήλ, την
Ιερουσαλήμ, βασίλευε ο Ηρώδης. Τη βασιλεία του ήρθε να αναταράξει ένα
κάπως ασυνήθιστο γεγονός, το οποίο περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος:
Μια μέρα, τρεις ανατολίτες αστρονόμοι, εμφανίστηκαν στην πόλη ζητώντας
πληροφορίες, όπως υποστήριζαν, για το νέο βασιλιά που είχε γεννηθεί. Ο
Ηρώδης, ταραγμένος, τους κάλεσε σε ακρόαση και έμαθε από αυτούς για το
μεγάλο ταξίδι που είχαν ξεκινήσει περίπου δύο χρόνια νωρίτερα.
Κατά τα λεγόμενα των σοφών, είχε εμφανιστεί στο στερέωμα ένα αστέρι
με ασυνήθιστη λάμψη, το οποίο ερμήνευσαν σαν ένδειξη της χαρμόσυνης
είδησης της γέννησης κάποιου πανίσχυρου νέου ηγεμόνα. Ξεκίνησαν αμέσως
από την πατρίδα τους για να τον προσκυνήσουν, και ακολουθούσαν το αστέρι
που έλαμπε μπροστά τους συνεχώς, δείχνοντάς τους το δρόμο προς το
νεογέννητο βασιλιά. Μόνο που σαν έφτασαν στην Ιερουσαλήμ το αστέρι
χάθηκε από τα μάτια τους.
Η συνέχεια είναι γνωστή… Αφού οι μάγοι έφυγαν από την Ιερουσαλήμ, το
άστρο επανεμφανίστηκε, οδηγώντας τους στη Βηθλεέμ, στο σπίτι όπου έμεναν
ο Ιωσήφ, η Μαρία και ο σχεδόν διετής Χριστός. Το θαυμαστό γεγονός του
τεράστιου ταξιδιού και της προσκύνησης των Μάγων συγκινεί και διδάσκει
τον καθένα μας.
Αλλά… τι ήταν πραγματικά το αστέρι που έβλεπαν οι Μάγοι; Ήταν θεϊκό
σημείο; Ήταν κάτι το συμπτωματικό; Επιβεβαιώνεται επιστημονικά; Θα
επιχειρήσουμε παρακάτω να κάνουμε μια προσέγγιση σε κάποια από αυτά τα
ερωτήματα, με στόχο να δούμε αν υπάρχει κάποια απάντηση από το χώρο της
επιστήμης.
Η αλήθεια είναι τις (λίγες) πληροφορίες για το συγκεκριμένο άστρο τις
αντλούμε μόνο από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Παρόλα αυτά πολλοί
επιστήμονες στη διάρκεια της Ιστορίας επιχείρησαν να δώσουν μια πιο
ξεκάθαρη εικόνα σχετικά μ’ αυτό. Έτσι, η πρώτη θεωρία που αναπτύχθηκε,
ήταν πως το άστρο που ακολούθησαν οι Μάγοι ήταν ένας μετεωρίτης. Αυτή η
θεωρία φαίνεται μάλλον απίθανη, καθώς οι μετεωρίτες είναι πολύ
συνηθισμένοι και δε θα μπορούσαν να προκαλέσουν αναστάτωση σε
μορφωμένους αστρονόμους εκείνης της εποχής.
Η επόμενη πιθανότητα που εξετάστηκε, η οποία υποστηρίχθηκε από τον
Ωριγένη, ήταν να επρόκειτο για κάποιον κομήτη. Έναν κομήτη όμως τον
παρατηρούν όλοι, ενώ το άστρο της Βηθλεέμ το έβλεπαν μόνο οι τρεις
σοφοί. Επίσης, οι λαοί της αρχαιότητας έβλεπαν τους κομήτες με αρνητική
διάθεση, ως προάγγελους καταστροφών, και σίγουρα όχι όπως αντιμετώπιζαν
οι Μάγοι το αστέρι.
Ούτε ως υπερκαινοφανής αστέρας (σουπερνόβα) μπορεί να θεωρηθεί το
αστέρι της Βηθλεέμ, καθώς τέτοιοι αστέρες είναι ορατοί από όλους. Ούτε
κάποιος πλανήτης μπορούσε να είναι ˙ οι αστρονόμοι ήξεραν να ξεχωρίζουν
πότε ένας απλός πλανήτης έλαμπε περισσότερο από το συνηθισμένο.
Τότε τι ήταν το άστρο που οδήγησε τους Μάγους στο νεογέννητο Σωτήρα;
Ο Γιόχαν Κέπλερ το 1614 εξέδωσε τη θεωρία του σχετικά με το άστρο των
Χριστουγέννων: «Το άστρο αυτό (της Βηθλεέμ) δεν ήταν οι συνήθεις
κομήτες ή ένα άστρο, αλλά με έναν ιδιαίτερα θαυμαστό τρόπο κινούνταν στο
κατώτερο στρώμα της ατμόσφαιρας… για να οδηγήσει τους Μάγους από τη
Χαλδαία στη Βηθλεέμ». Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Κέπλερ, που έθετε
τη Γέννηση του Χριστού στο έτος 6 π.Χ., οι πλανήτες Δίας και Κρόνος στη
διάρκεια του 7 π.Χ. έλαβαν μέρος σε μια τριπλή ή μεγάλη συζυγία.
Προσπέρασαν δηλαδή ο ένας τον άλλο στις 27 Μαϊου, στις 5 Οκτωβρίου και
την 1η Δεκεμβρίου. Κάτι που κανονικά συμβαίνει μια φορά κάθε 20 χρόνια,
μ’ έναν (παράξενο για τους Μάγους) τρόπο είχε συμβεί τρεις φορές σε
λιγότερο από ένα χρόνο.
Τέτοιες σύνοδοι όμως συμβαίνουν συχνά άρα μάλλον ούτε ως σύνοδος
πλανητών μπορεί να θεωρηθεί η μακρόχρονη λάμψη που έφερε το μήνυμα της
Γέννησης.
Όπως φαίνεται είναι μάλλον δύσκολο να καταλήξουμε σε ένα ασφαλές
συμπέρασμα σχετικά με το υπερφυσικό γεγονός της εμφάνισης του
εκπληκτικού αυτού άστρου είκοσι αιώνες πριν. Αφήνουμε όμως τον επίλογο
στον διευθυντή του Ευγενίδειου Πλανηταρίου κ. Διονύσιο Σιμόπουλο:
«…δυστυχώς μέχρι τώρα καμιά από τις εισηγήσεις που έχουν προταθεί δεν
μπορεί να ικανοποιήσει πλήρως. Γιατί είναι μάλλον δύσκολο να
αποδείξουμε όλα τα επί μέρους στοιχεία που απαιτεί μια πλήρης και
τεκμηριωμένη απόδειξη.
Πολλοί μάλιστα ερευνητές των Γραφών,
υποστηρίζουν ότι το Αστρο της
Βηθλεέμ δεν είναι κάποιο συγκεκριμένο αστρονομικό σώμα ή φαινόμενο, αλλά
πρόκειται απλά και μόνο για ένα συμβολικό άστρο των προφητειών της Π.
Διαθήκης για τον προσδοκώμενο Μεσσία. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει επίσης
και το γεγονός ότι η εμφάνιση κάποιου άστρου ή άλλου αξιοσημείωτου
ουράνιου φαινόμενου κατά τη Γέννηση σπουδαίων ανδρών της ιστορίας είναι
αρκετά διαδεδομένη στα αρχαία κείμενα.
Σε τελική όμως ανάλυση δεν έχει και μεγάλη σημασία το τι συνέβη στον
ουρανό εκείνη τη νύχτα των Χριστουγέννων, γιατί το πολύ πιο σπουδαίο
συνέβαινε επάνω στη γη μας. Κάτι υπέροχο συνέβη στη μικρή πόλη της
Βηθλεέμ εκείνο το βράδυ, και το γεγονός ήταν πολύ πιο σπουδαίο απ’
οτιδήποτε γινόταν στον ουρανό. Γιατί όταν ο Ηλιος ανέτειλε το άλλο
πρωινό, την πρώτη εκείνη μέρα των Χριστουγέννων, ανέτειλε πάνω από έναν
κόσμο που ποτέ πια δεν θα μπορούσε να είναι ο ίδιος. Σήμερα η Γέννηση
του Χριστού αντιμετωπίζεται ως ένα θαύμα. Πολλοί μάλιστα πιστοί θεωρούν
και την εμφάνιση του Αστρου της Βηθλεέμ ως ακόμη ένα θαύμα. Αν
προτιμάτε να πιστεύετε ότι το Αστρο των Χριστουγέννων ήταν ένα θαύμα, η
επιστήμη δεν έχει τη δυνατότητα ούτε να υποστηρίξει, αλλά ούτε και να
απορρίψει κάτι τέτοιο. Είναι ασφαλώς έξω από το πεδίο της επιστήμης
και απόλυτα μέσα στο πεδίο της πίστης.»
Α. Χ.
δευτεροετής φοιτητής Μαθηματικών, Αθήνα
(Βοήθημα-Πηγή: «Το αστέρι των Μάγων», άρθρο του Διονυσίου Σιμόπουλου στο ΓΕΩ Ελευθεροτυπία, 30/12/2000)...
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Το Aστέρι της Βηθλεέμ. ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Με
τα παιδιάτικα μάτια μου έβλεπα, πίσω απ' το τζάμι, τη σημαία του
Παλαμηδιού, του κάστρου τ' Αναπλιού, ψηλά, και το σκοπό τυλιγμένο στο
μανδύα του να πηγαινοέρχεται στην τάπια*, με το τουφέκι στον ώμο. Στο
φόντο του ουρανού, η σιλουέτα του γραφόταν τεράστια, επιβλητική.
Κάμποσες οργιές πιο κάτω, σάλευαν χαμόκλαδα κι οι φραγκοσυκιές
πρασίνιζαν κρεμασμένες στο βάραθρο, πάνω από τη βενετσιάνικη σκάλα - 999
σκαλοπάτια. Εκείνη η μέρα, η γκρίζα, η βουβή, ήταν τα Χριστούγεννα. Τα
καρτερούσαμε με τόσον πόθο, μικροί και μεγάλοι. Εμείς για να
λευτερωθούμε από τα θρανία του σκολειού, κι εκείνοι από τη μονοτονία της
δουλειάς, να γιορτάσουμε στη λιακάδα, στο ξέφωτο, που κάποιες φορές
γιομίζει θάματα τον κάμπο μας με μυρουδιές από άγρια ζαμπάκια* και με
τις πορτοκαλιές φορτωμένες μικρούς ήλιους.
Μα
να, που ο χειμώνας μας έκλεισε μέσα και περιόρισε σε σπιτιάτικο το
γιορτάσι. Ήταν ευτυχισμένα τα χρόνια εκείνα, τα ειρηνικά. Τα σπίτια μας
«πλήρη πάσης αγαθότητος» ευώδιαζαν από τα φρεσκοψημένα χριστόψωμα,
αντηχούσαν από κάλαντα και μουσικά όργανα, θυμούμαι πως το μεσημέρι
καθίσαμε στο τραπέζι πιο πολλοί από δώδεκα νομάτοι... Μα για να
καθίσουμε, έπρεπε να περιμένουμε τον παππού, που θα 'ρχόταν από τ'
'Αργος. Κι ο παππούς άργησε κομμάτι, κι ήρθε, χτυπημένες οι δώδεκα,
γιατί το τρένο είχε καθυστέρηση.
Ήρθε
ο παππούς και μ’ όλα του τα γεράματα ανέβηκε σαν πουλί την ξυλένια
σκάλα, κι η βράκα του η μεταξωτή έτριζε, φρου φρου, ανεβαίνοντας. Στο
άνοιγμα της πόρτας, η λεβέντικη κορμοστασιά του μας φανερώθηκε σαν
άγγελος Παρουσίας, πατριαρχική. Στραβά το κόκκινο φέσι με τη γαλάζια
φούντα ανάριχτη στον ώμο, φρεσκοξυρισμένος, πασίχαρος.
- Γεια χαρά σας!
- Καλώς τον παππού! Χρόνια πολλά!
- Καλά και τιμημένα!
- Αμήν, παππού!
Καθίσαμε
στο τραπέζι. Στην κορφή ο παππούς. Βγάζοντας το φέσι του, το 'ριξε στο
«μεντέρι»*, έπειτα σήκωσε τις παλάμες και χάιδεψε τ' άσπρα του μαλλιά,
που φούντωναν γύρω στο κεφάλι σαν αγιοστέφανο. Πήρανε γύρω θέσεις οι
μπαρμπάδες, οι θειάδες, τα πρωτοξαδέλφια, ολάκερο το σόι. Η ξαδελφούλα η
Αγγελικούλα η ωραιοκάμωτη, βοηθούσε τη μητέρα στο συγύρισμα του
τραπεζιού. Σαν δώρο βασιλικό, πάνω σε ασπίδα γυαλιστερή, πρόβαλλε ο
ψητός διάνος, παραγεμισμένος με κάστανα και κουκουνάρια και μπαχαρικά.
Ένα μεγάλο χριστόψωμο κόπηκε φέτες. Η μυρουδιά των ψητών κεντούσε τα
ρουθούνια Στο παλιό τζάκι τρίζανε τα ξύλα... Ο παππούς σήκωσε το χέρι
και σταυροκοπήθηκε και τόνε μιμηθήκαμε όλοι.
Οι
άνθρωποι στις επαρχίες τρώνε. Δηλαδή το κάνουν δουλειά το φαγοπότι, κι
ένα χριστουγεννιάτικο τραπέζι γίνεται σωστή τελετουργία. Για τούτο δεν
πρέπει να φανεί παράξενο, πως το βασίλεμα του ήλιου βρήκε τους
περισσότερους μας στο τραπέζι ακόμη, φορτωμένο με πορτοκαλόφλουδες και
τσόφλια καρυδιών και ποτήρια, που όσο ν' αδειάσουν, γιόμιζαν κοκκινέλι
της Περαχώρας και γλυκόπιοτο Αγιωργίτικο... Ωστόσο ο καιρός χειροτέρευε.
Τα τζάμια της τραπεζαρίας νοτισμένα, δείχνανε πως όξω το κρύο έσφιγγε.
Σε μια στιγμή η ψυχοκόρη μας η Βαγιώ, μπαίνοντας με τη μπουκάλα γιομάτη είπε:
- Χιονίζει όξω... Απόψε θα το στρώσει!
-
Η φωτιά μας κοντεύει να σβήσει! είπε η μητέρα. Βαγιώ, πήγαινε στο κατώι
να φέρεις ξύλα. Το κατώι ήταν κοντά στη σκάλα, υπόγειο τούρκικου
σπιτιού, όπου σωριάζαμε τις σοδειές της χρονιάς, γιομάτο πιθάρια,
σκάφες, ξύλα και κάρβουνα. Η Βαγιώ άναψε το λυχνάρι και κατέβηκε. Μα σε
λίγο ξαναήρθε, χωρίς ξύλα, αλαφιασμένη και χλωμή. Το σβησμένο λυχνάρι
έτρεμε στα χέρια της. - Μπα! τι έχεις, Βαγιώ; Τι τρέχει;
- Κυρά! Κάποιος είναι... κάποιος... τσέβδιζε η χωριατοπούλα.
- Μίλα καλά! Τι λες;
-Κάποιος είναι, λέω κυρά... κάτου από τη σκάλα... κουβαριασμένος... Και φοβάμαι, η έρμη...
-Δημήτρη
Άντε να ιδείς πρόσταξε ο παππούς έναν από τους θείους μου. Ο Δημήτρης
σηκώθηκε και γρήγορα ακούστηκαν οι μπότες του να τρίζουν, κατεβαίνοντας
τη σκάλα.
-Κανέναν
καλικάντζαρο θα ’δε η Βαγιώ! γέλασε ο δεύτερος θείος μου ο Θανάσης,
χαράζοντας κάστανα και χώνοντας τα στη θράκα. Μα σε λίγο ακούστηκαν πάλι
περπατησιές στη σκάλα και ομιλίες. Η πόρτα άνοιξε και φανερώθηκε πάλι ο
Δημήτρης, μα όχι μόνος. Ένας άλλος άνθρωπος άγνωστος ήταν μαζί του, που
θα 'λεγε κανείς πως ο θείος μου τον έφερνε με το στανιό.
-Έμπα
μέσα! του 'λεγε. Μην ντρέπεσαι! Χρονιάρα μέρα σήμερα... Έμπα να
ζεσταθείς! Μα κείνος φαινότανε πως κομπιάζει, ώσπου ο θείος μου τον
έσπρωξε αλαφρά από τον ώμο και ο ξένος βρέθηκε στην τραπεζαρία.
- Τι είναι τούτος; ρώτησε ο παππούς.
-
Δεν τόνε βλέπετε; Ζητιάνος, ο φουκαράς! Καθότανε μαζεμένος κάτου από τη
σκάλα και τρεμούλιαζε σαν ζαγάρι. Και κάνει ένα ξεροβόρι όξω. Μπρρρ...
Κοιτάξαμε τον ξένο. Η κακομοιριά έβγαινε απ' όλο του το κορμί θα 'τανε
πενηντάρης, λιγνός, κίτρινος, τα γένια του ψαρά κι αχτένιστα, μοιάζανε
με αφάνα*. Ούτε κασκέτο φορούσε, ούτε παπούτσια. Ήτανε σκεπασμένος με
κάτι κουρέλια, που αφήνανε γυμνά εδώ και κει τα μέλη του. Μόλις βρέθηκε
μέσα, γύρισε τα μάτια του γύρω φοβισμένα, σαν αγρίμι, και ύστερα κοίταξε
και την πόρτα που την έκλεινε η κορμοστασιά του θειου μου, του Δημήτρη.
Έκανε μια κίνηση, σα να 'θελε να ξεφύγει, μα ο παππούς μου του
χαμογέλασε καλόβολα και του είπε με τη γλυκιά φωνή του:
-
Γιατί; Κάτσε κειδά, στο τζάκι, να ζεσταθείς, καψερέ... Εκείνος, ακόμα
δίσταζε. Ο Δημήτρης προχώρησε, και ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο τον
ησύχασε.
-Κάτσε,
που σου λέμε. Κάτι θα βρεθεί δα και για σένα. Εδώ είμαστε όλοι
χριστουγεννιάτικοι. Θαν το κάψουμε σήμερα... Ήτανε στο κέφι ο θείος μου.
Γιόμισε ένα ποτήρι κρασί ως τα χείλια, το 'δωσε στον ξένο και του
είπε:
-Πιέ
το, αδελφέ μου, να πάνε κάτου τα φαρμάκια! Γιοματάρι ξέρεις... Έλα,
ρούφα το! Ο άγνωστος πήρε το ποτήρι, και καθώς το χέρι του έτρεμε,
χύθηκε λίγο κρασί στο χαλί. Κοίταξε χάμου.
- Να με συμπαθάτε... μουρμούρισε βραχνά.
-Δεν πειράζει δα... Χρόνια πολλά - γούρι είναι, του απάντησαν. Με μια ρουφηξιά άδειασε το ποτήρι του.
-Μπράβο
σου! φώναξε ο Δημήτρης. Και τώρα, αδελφέ, κάτσε κει, να την
τυλώσεις*... Η φωτιά, θρεμμένη με νέα κούτσουρα, λαμπάδιαζε πρόσχαρα. Ο
άνθρωπος, καθισμένος σταυροπόδι μπροστά στο τζάκι, κρατούσε ανάμεσα στα
γόνατα του το πιάτο με το κρέας, που του είχε φέρει η Βαγιώ και
μασούλιζε λαίμαργα, κοιτάζοντας πότε πότε, κλεφτά τους άλλους γύρω. Σε
κάποια στιγμή, η μητέρα μου τόνε ρώτησε:
-Από πού είσαι, μπάρμπα; Ο άνθρωπος δε μίλησε αμέσως. Σταμάτησε το μάσημα και σήκωσε το πρόσωπο, κοιτάζοντάς τηνε.
- Ντόπιος; ξαναρώτησε η μητέρα μου. Με φωνή βαθιά, σα φερμένη από μάκρος, από καμιά σπηλιά, μουρμούρισε:
-Όχι... ξωμερίτης* είμαι...
-Και δεν έχεις φαμελιά; Δεν έχεις σπίτι;
-'Ε,
Ανθή, φτάνει, πρόσταξε ο παππούς. Ας δίνουμε του φτωχού, κι ας μη
ρωτάμε. Είχαν επισημότητα τα λόγια κείνα του παππού, που καθισμένος στην
πολυθρόνα του, φάνταζε μεγαλόπρεπος σαν ο Δίας ο Ξένιος. «Ας μη
ρωτάμε...». Βράδιαζε πια. Η Βαγιώ άναψε την κρεμαστή λάμπα κι έφερε τους
καφέδες. Ο ξένος πάστρευε το πιάτο του. Άξαφνα μέσα στη βραδινή
σιγαλιά, ακούστηκε μια τουφεκιά, κι αμέσως δεύτερη και τρίτη και
τέταρτη, η μια πάνω στην άλλη. Μαζί ακούστηκαν φωνές φερμένες από πέρα,
άλλες από το κάστρο, το Παλαμήδι, φωνές ταραγμένες.
Οι άντρες μας πετάχτηκαν όρθιοι, οι γυναίκες τρομαγμένες.
-
Κάτι γίνεται στο Παλαμήδι! είπε ο παππούς, ο πολύξερος. Άντρες και
γυναίκες βγήκανε στο μπαλκόνι, χωρίς πια να λογαριάζουνε το κρύο. Στη
δυτική τάπια του Παλαμηδιού, που είναι κατά την πόλη στραμμένη, φώτα
σαλεύανε βιαστικά. Πέσανε, ακόμη τρεις τουφεκιές. Και ύστερ' από δυο
στιγμές, ένα ξαφνικό σάλπισμα ξέσκισε τον παγωμένο αέρα, τρεμόσυρτο,
σερτό μες στο σκοτάδι. Οι καμάρες του Ίτς Καλέ*, αντιλάλησαν τη λαχτάρα
του χαλκού. Ένας ξάδελφός μου, ο Κοσμάς, που είχε κάνει και λοχίας στα
ιππικά, εξήγησε:
-Ά,
το ξέρω 'γω το σάλπισμα τούτο. Κατάδικος το 'σκασε από κει πάνω!
Μπήκαμε όλοι στην τραπεζαρία. Δε μιλούσε κανένας. Η σιωπή βάραινε απάνω
στα πράγματα, και οι ματιές των αντρών σ' ένα κορμί, διπλωμένο μπροστά
στο τζάκι... Μια δυνατή πνοή ανέμου άνοιξε τη μπαλκονόπορτα κι έσβησε τη
λάμπα. Ά!... Έκαναν ξαφνιασμένες οι γυναίκες. Το αντιλάρισμα* της
φωτιάς έπεφτε κοκκινωπό πάνω στον χριστουγεννιάτικο ξένο μας, τον
άγνωστο, και φώτιζε τη στεγνή του όψη, τα γκρίζα γένια του... Τώρα και
των γυναικών οι ματιές βάραιναν απάνω του. Σαν να κατάλαβε την αγωνία
μας, ο άνθρωπος σηκώθηκε απότομα και, χωρίς να μας καληνυχτίσει, χωρίς
να βγάλει άχνα, προχώρησε γρήγορα στην πόρτα, κολλητά στον τοίχο και
χάθηκε σαν φάντασμα. Δεν ακούστηκε ούτε η περπατησιά του στη σκάλα...
Κρύο τάντανο έκανε, παραμονή Χριστούγεννα. Ο αγέρας σα να τανε κρύα
φωτιά κι έκαιγε. Μα ο κόσμος ήτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Είχε
βραδιάσει κι ανάψανε τα φανάρια με το πετρόλαδο. Τα μαγαζιά στο τσαρσί
φεγγοβολούσανε, γεμάτα απ ὅλα τα καλά. Ο κόσμος μπαινόβγαινε και
ψώνιζε· από το να το μαγαζί έβγαινε, στ ἄλλο έμπαινε. Κι όλοι
χαιρετιόντανε και κουβεντιάζανε με γέλια, με χαρές.
Οι μεγάλοι καφενέδες ήτανε γεμάτοι καπνό από τον κόσμο που φουμάριζε.
Ο καφενές τ Ἀσημένιου είχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Είχε
μέσα δύο σόμπες, και τα τζάμια ήτανε θαμπά, απ ὄξω έβλεπες σαν ήσκιους
τους ανθρώπους. Οι μουστερήδες είχανε βγαλμένες τις γούνες από τη ζέστη,
κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραίοι.
Κάθε τόσο άνοιγε η πόρτα και μπαίνανε τα παιδιά που λέγανε τα
κάλαντα. Άλλα μπαίνανε, άλλα βγαίνανε. Και δεν τα λέγανε μισά και
μισοκούτελα, μα τα λέγανε από την αρχή ίσαμε το τέλος, με φωνές
ψαλτάδικες, όχι σαν και τώρα, που λένε μοναχά πέντε λόγια μπρούμυτα κι
ανάσκελα, και κείνα παράφωνα.
Αντίκρυ στον μεγάλον καφενέ τ Ἀσημένιου ήτανε κάτι φτωχομάγαζα,
τσαρουχάδικα, ψαθάδικα και τέτοια. Ίσια-ίσια αντίκρυ στη μεγάλη πόρτα
του καφενέ ήτανε ένα μικρό καφενεδάκι, το πιο φτωχικό σ ὅλη την
πολιτεία, μία ποντικότρυπα.
Ενώ ο μεγάλος ο καφενές φεγγολογούσε και τα τζάμια ήτανε θολά από τη
ζέστη, η ποντικότρυπα ήτανε σκοτεινή, γιατί η λάμπα, μία λάμπα
τσιμπλιασμένη, μία άναβε, μία έσβηνε, όπως έμπαινε ο χιονιάς από τα
σπασμένα τζάμια της πόρτας. Η φιτιλήθρα ήτανε στραβοβιδωμένη και
τσαλαπατημένη σαν το μούτρο του καφετζή, του μπαρμπα-Γιαννακού του
Χατζή, το φιτίλι στραβοκομμένο, το γυαλί σπασμένο από το να μάγουλο και
στην τρύπα είχανε κολλημένο ένα κομμάτι ταραμαδόχαρτο. Βάλε με νου σου
τι φως έδινε μία τέτοια λάμπα! Κάτω τα σανίδια ήτανε σάπια και τρίζανε.
Στον τοίχο ήτανε κρεμασμένα δύο-τρία παμπάλαια κάντρα, καπνισμένα σαν
αρχαία εικονίσματα: το να παρίστανε τον Μέγα Πέτρο μέσα σε μία βάρκα
που την έδερνε η φουρτούνα, τ ἄλλο τον μάντη Τειρεσία που μιλούσε με
τον Αγαμέμνονα, τ ἄλλο τον Παναγή τον Κουταλιανό που πάλευε με την
τίγρη.
Η πελατεία ήτανε συνέχεια με το καφενείο. Όλοι-όλοι ήτανε πεντ – έξι
γέροι σκεβρωμένοι, σαράβαλα, με κάτι τρύπιες γούνες που δεν τις έπιανε
αγκίστρι. Δύο-τρεις ήτανε γιαλικάρηδες, δηλαδή είχανε καμιά σάπια βάρκα
και βγάζανε θαλασσινά για μεζέδες, που τα λέγανε γιαλικά, γιατί
βρίσκουνται στο γιαλό, δηλαδή στα ρηχά νερά. Οι άλλοι ήτανε φρουκαλάδες,
δηλαδή κάνανε φρουκαλιές. «Ήτανε και κανένας νεροκουβαλητής και κανένας
καρβουνιάρης. Να, αυτή ήτανε η πελατεία.
Ο βοριάς έμπαινε μέσα με την τρούμπα, και στριφογύριζε τη λάμπα που
κρεμότανε από το μαυρισμένο ταβάνι, κι αναβόσβηνε. Από το κρύο τρέμανε
οι γέροι και χουχουλίζανε τα χέρια τους, τα βάζανε κι από πάνω από το
τσιγάρο, τάχα για να ζεσταθούνε.
Ο φουκαράς ο καφετζής, για να μην παγώσει, έκανε σουλάτσο,
πηγαινοερχότανε από το τεζάκι ίσαμε την πόρτα, με την παλιογούνα ριχμένη
από πάνω του και, για να δώσει κουράγιο στην πελατεία, εκεί που
σουλατσάριζε, τον επίανε το σύγκρυο και χτυπούσανε τα κατωσάγονά του, κι
έσφιγγε απάνω του την παλιοπατατούκα του κι έλεγε:
— Εεεέχ! Μωρέ ζεστό που είναι το καφενεδάκι μας!…
Ύστερα γύριζε κι έδειχνε τον μεγάλον καφενέ, που καπνίζανε κάργα οι σόμπες, κι έλεγε:
— Αντίκρυ, σκυλί ψοφά από το κρύο…, σκυλί ψοφά!
Ο καημένος ο μπαρμπα-Χατζής!
Απ ὄξω περνούσε κόσμος βιαστικός, με γέλια και με χαρές. Από δῶ κι
από κεῖ ακουγόντανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα στα μαγαζιά.
Η ώρα περνούσε κι ανάριευε σιγά-σιγά ο κόσμος. Τα μαγαζιά σφαλούσαν
ένα-ένα. Μοναχά μέσα στα μπαρμπεριά ξουριζόντανε ακόμα κάτι λίγοι.
Στο τσαρσί λιγόστευε η φασαρία, μα στους μαχαλάδες γυρίζανε τα παιδιά
με τα φανάρια και λέγανε τα κάλαντα στα σπίτια. Οι πόρτες ήτανε
ανοιχτές, οι νοικοκυραίοι, οι νοικοκυράδες και τα παιδιά τους, όλοι
ήτανε χαρούμενοι, κι υποδεχόντανε τους ψαλτάδες, και κείνοι αρχίζανε
καλόφωνοι σαν χοτζάδες:
Καλήν εσπέραν, Άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ ἀρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη…
Κι αφού ξιστορούσανε όσα λέγει το Ευαγγέλιο, τον Ιωσήφ, τους
αγγέλους, τους τσομπάνηδες, τους μάγους, τον Ηρώδη, το σφάξιμο των
νηπίων και την Ραχήλ που έκλαιγε τα τέκνα της, ύστερα τελειώνανε με
τούτα τα λόγια:
Ιδού οπού σας είπαμεν όλην την ιστορίαν,
του Ιησού μας του Χριστού γέννησιν την αγίαν.
Και σας καλονυκτίζομεν, πέσετε κοιμηθείτε,
ολίγον ύπνον πάρετε και πάλιν σηκωθείτε.
Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθείτε,
στην εκκλησίαν τρέξατε, με προθυμίαν μπείτε.
Ν ἀκούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν
και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν.
Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας,
ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας.
Και τον σταυρόν σας κάμετε, γευθείτε, ευφρανθείτε,
δότε και κανενός πτωχού, όστις να υστερείται.
Δότε κι εμάς τον κόπον μας, ο,τ εἶναι ορισμός σας,
και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.
Και εις έτη πολλά.
Να παίνανε στο σπίτι με χαρά, βγαίνανε με πιο μεγάλη χαρά. Παίρνανε
αρχοντικά φιλοδωρήματα από τον κουβαρντά τον νοικοκύρη, κι από τη
νοικοκυρά λογιώ-λογιών γλυκά, που δεν τα τρώγανε, γιατί ακόμα δεν είχε
γίνει η Λειτουργία, αλλά τα μαζεύανε μέσα σε μία καλαθιέρα.
Αβραμιαία πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οι άνθρωποι και γινήκανε σαν ξερίχια από τον πολιτισμό!
Πάνε τα καλά χρόνια!
Όλα γινόντανε όπως τα λεγε το τραγούδι: Πέφτανε στα ζεστά τους και
παίρνανε έναν ύπνο, ώσπου αρχίζανε και χτυπούσανε οι καμπάνες από τις
δώδεκα εκκλησιές της χώρας. Τι γλυκόφωνες καμπάνες! Όχι σαν τις κρύες
τις ευρωπαϊκές, που θαρρείς πως είναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε όλοι,
βάζανε τα καλά τους, και πηγαίνανε στην εκκλησιά.
Σαν τελείωνε η Λειτουργία, γυρίζανε στα σπίτια τους. Οι δρόμοι
αντιλαλούσανε από χαρούμενες φωνές. Οι πόρτες των σπιτιών ήτανε ανοιχτές
και φεγγοβολούσανε. Τα τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ ἄσπρα
τραπεζομάντηλα, κι είχανε πάνω ότι βάλει ο νους σου. Φτωχοί και πλούσιοι
τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οι αρχόντοι στέλνανε απ ὅλα στους
φτωχούς. Κι αντίς να τραγουδήσουνε στα τραπέζια, ψέλνανε το Χριστός
γεννάται, δοξάσατε, Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει, Μυστήριον
ξένον ορώ και παράδοξον. Αφού ευφραινόντανε απ ὅλα, πλαγιάζανε
«ξέγνοιαστοι, σαν τ ἀρνιὰ που κοιμόντανε κοντά στο παχνί, τότες που
γεννήθηκε ο Χριστός, εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας.
Τώρα ας πάμε την ίδια βραδιά στην αντικρινή στεριά, που τρεμοσβήνουνε
ένα-δύο μικρά φωτάκια, πέρα από το πέλαγο που βογγά από τον άγριο τον
χιονιά.
Είναι ένα μαντρί πίσω από μία ραχούλα κοντά στη θάλασσα, φυτρωμένη
από πουρνάρια. Αυτό το μαντρί είναι του Γιάννη του Βλογημένου. Τα
πρόβατα είναι σταλιασμένα κάτω από τη σαγιά και ακούγουνται τα
κουδούνια, τιν-τιν, όπως αναχαράζουνε. Επειδή γεννάνε, οι τσομπαναραίοι
παρά-φυλάγουνε και, μόλις γεννηθεί κανένα αρνί, τ ἁρπᾶνε και το
μπάζουνε στο καλύβι και το ζεσταίνουνε στη φωτιά να μην παγώσει. Απ ὄξω
φωνάζουνε οι μαννάδες. Η φωτιά ξελοχίζει και το καλύβι είναι σαν
χαμάμι.
Εκεί-μέσα βρίσκουνται εξ -εφτά νοματέοι, καθισμένοι γύρω από τον
σοφρά. Πρώτος είναι ο αρχιτσέλιγκας Γιάννης ο Βλογημένος, που, άμα τον
δεις, θαρρείς πως βρίσκεσαι αληθινά στο μαντρί που γεννήθηκε ο Χριστός.
Είναι αρχαίος άνθρωπος, αθώος, με γένια μαύρα, σαν άγιος. Τα ρούχα που
φορά είναι βρακιά ανατολίτικα, στα ποδάρια του έχει τυλιγμένα πετσιά
δεμένα με λαγάρες, στο σελάχι του έχει ήσκα και τσακμάκι. Κι οι άλλοι
τσομπάνηδες είναι σαν τον Γιάννη, μονάχα που ο Γιάννης κάθεται με το
πουκάμισο, ενώ οι άλλοι, επειδή βγαίνουνε όξω για να κοιτάζουνε τα
νιογέννητα, φοράνε προβιές προβατίσιες με το μαλλί γυρισμένο από μέσα.
Αυτοί που κάθουνται στον σοφρά είναι μουσαφιραίοι. Ο ένας είναι ο
Παναγής ο Στριγκάρος, κοντραμπατζής ξακουσμένος για την παλικαριά του.
Είχε πάγει για κυνήγι και νυχτώθηκε στο μαντρί. Με τον Γιάννη
γνωριζόντανε από χρόνια, κι είχε κοιμηθεί πολλές φορές στη στάνη. Οι
άλλοι τρεις ήτανε καρβουνιάρηδες, που κάνανε κάρβουνα εκεί-κοντά. Οι
άλλοι δύο ήτανε ψαράδες, ο γερο-Ψύλλος με το γιο του τον Κωσταντή.
Καθόντανε λοιπόν γύρω στο σοφρά και τρώγανε. Απάνω στο τραπέζι ήτανε
κρέατα, μυτζήθρες ανάλατες, μανούρια, αγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές,
τσίχλες, κι άλλα πουλιά του κυνηγιού.
Ο ένας ο καρβουνιάρης ήτανε από τα μπουγάζια της Πόλης, από τη
Μάδυτο, κι ήξερε κι έψελνε καλά, είχε και φωνή γλυκιά και βαριά,
τζουράδικη. Έψαλε το Μεγάλυνον, ψυχή μου, με τέτοιο μεράκι, που κλάψανε
οι άλλοι που τον ακούγανε, κι ο Γιάννης ο Βλογημένος. Το καλύβι γίνηκε
σαν εκκλησιά, έλεγες πως εκεί μέσα γεννήθηκε ο Χριστός.
Απ ἔξω ο χιονιάς μούγκριζε και τσάκιζε τα ρουπάκια. Ο
γερο-Στριγκάρος καθότανε στα σκοτεινά συλλογισμένος και μασούσε το
μουστάκι του. Φορούσε μία κατσούλα από αστραχάν, μ ὅλο που έκανε ζέστη,
κι είχε χωμένη την απαλάμη του κάθε χεριού του μέσα στ ἀνοιχτὸ μανίκι
τ ἀλλουνοῦ χεριού.
Για μία στιγμή σωπάσανε να κουβεντιάζουνε. Ο Στριγκάρος, σκυφτός,
κοίταζε το χώμα. Κούνησε κάμποσο το κεφάλι του, κι άνοιξε το στόμα του
κι είπε:
Βρε παιδιά, καλά εσείς, γιορτάζετε τη χάρη Του, είσαστε καλοί
άνθρωποι. Αμ εγώ, τι ψυχή θα παραδώσω, που σκότωσα καμιά κοσαριά
ανθρώπους; Ακόμα και γυναίκες ξεκοίλιασα, και μωρά πράματα χάλασα!
Κανένας δε μίλησε. Ύστερ ἀπὸ ώρα, σαν να τανε μοναχός, ξανακούνησε το κεφάλι του κι αναστέναξε κι είπε:
«Άραγες υπάρχει Κόλαση και Παράδεισο;…
Και δάγκασε το μουστάκι του. Ξανακούνησε το κεφάλι του κι είπε μέσα στο στόμα του, σα να μιλούσε με τον εαυτό του:
Δεν μπορεί! Κάτιτις θα υπάρχει…
Και δεν ξαναμίλησε.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, Ο Φώτης Κόντογλου (1895-1962) από το Αϊβαλί της Μικράς
Ασίας δίνει μέσα από τα αφηγήματά του τη ζωή των απλών ανθρώπων της
πατρίδας του. Ο συγγραφέας, όπως γράφει ο H. Tonnet, «ζει με τη φαντασία
του μαζί με τους λαϊκούς ήρωες, για τους οποίους γίνεται λόγος στους
βίους των αγίων και που οι μορφές τους απεικονίζονται στους τοίχους των
εκκλησιών». Στο έργο του Τ' Αϊβαλί, η πατρίδα μου, η νοσταλγική
διάθεση είναι φανερή και συνδέεται άρρηκτα με τη βαθιά του πίστη στην
ορθοδοξία και τη βυζαντινή παράδοση. Το ύφος του είναι απλό, λιτό,
λαϊκό, γιατί ο συγγραφέας πίστευε ότι μόνο μέσα από την απλότητα στην
αφήγηση επιτυγχάνεται η αυθεντικότητα. Έτσι οι ήρωές του, που θυμίζουν
πρόσωπα από τους βίους αγίων και τα λαϊκά θρησκευτικά αναγνώσματα του
16ου αι., είναι άνθρωποι, απλοί, χωρίς μόρφωση, αθώοι. Η απλότητα, η
αυθεντικότητα και η καλοσύνη των προσώπων αποτελούν χαρακτηριστικά
στοιχεία και στο εικαστικό του έργο, αφού ο Κόντογλου διακρίθηκε
ιδιαίτερα ως ζωγράφος. Άσκησε μάλιστα μεγάλη επίδραση σε σημαντικούς
ομοτέχνους του, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γεννήθηκε στο Αϊβαλί (τις αρχαίες Κυδωνίες) στις 8 Νοεμβρίου
1895 και ήταν γιος του Νικολάου Αποστολέλλη και της Δέσποινας
Κόντογλου. Νήπιο ακόμη έχασε τον πατέρα του και ανατράφηκε από τη μητέρα
του και τον θείο του ιερομόναχο Στέφανο Κόντογλου. Γι' αυτό και όταν
μεγάλωσε υιοθέτησε το οικογενειακό επίθετο της μητέρας του. Το
συγγραφικό και εικαστικό του τάλαντο άνθισε νωρίς. Όντας μαθητής
Γυμνασίου, εξέδιδε το περιοδικό «Μέλισσα» με κείμενα δικά του και των
συμμαθητών του, τα οποία εικονογραφούσε ο ίδιος.
Το 1913 άφησε τη
γενέθλια πόλη του και μετέβη στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Σχολή Καλών
Τεχνών, παρότι προς στιγμήν σκέφθηκε να γίνει ναυτικός. Το κλίμα στη
Σχολή δεν τον σήκωνε, αφού μεταξύ των καθηγητών του κυριαρχούσε το
ακαδημαϊκό στυλ του Μονάχου, ενώ ο ίδιος ήταν φορέας άλλης αντίληψης,
έχοντας γερά μέσα του ριζωμένο τον μικρασιατικό λαϊκό πολιτισμό. Το 1914
εγκατέλειψε τη Σχολή και έφυγε για την Ευρώπη. Μετά από μικρά παραμονή
στη Μαδρίτη, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι.
Γρήγορα έγινε γνωστός στους εικαστικούς κύκλους της γαλλικής πρωτεύουσας, όταν τον πρόσεξε ο διάσημος γλύπτης Ογκίστ Ροντέν.
Το 1916 βραβεύτηκε για την εικονογράφηση του βιβλίου του Κνουτ Χάμσουν
«Η πείνα». Στο Παρίσι συνάντησε τον φίλο του και συμφοιτητή του Σπύρο
Παπαλουκά, τον μετέπειτα σπουδαίο ζωγράφο. Την εποχή εκείνη έγραψε και
το πρώτο του λογοτεχνικό έργο, την ιστορία του φανταστικού κουρσάρου
«Πέδρο Καζάς».
Το 1919 επιστρέφει στο Αϊβαλί. Διδάσκει γαλλικά και
ιστορία της τέχνης στο τοπικό παρθεναγωγείο. Παράλληλα, ιδρύει τον
πνευματικό σύλλογο «Νέοι Άνθρωποι» μαζί με τους Ηλία Βενέζη και Στρατή
Δούκα. Το 1921 στρατεύεται και μετέχει στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Μετά
την κατάρρευση του μετώπου και την επακολουθήσασα Έξοδο του ελληνικού
στοιχείου της Μικράς Ασίας, φθάνει πρόσφυγας στη Λέσβο και στη συνέχεια
στην Αθήνα.
Η κυκλοφορία τού «Πέδρο Καζάς» στην Αθήνα τον
επιβάλλει αμέσως στους λογοτεχνικούς κύκλους. Το βιβλίο είναι η ιστορία
ενός ισπανού κουρσάρου, γραμμένη με ένα ασυνήθιστο δυναμισμό και σε μια
γλώσσα γεμάτη νεύρο και παλμό, που αντλούσε άμεσα από τις λαϊκές ρίζες
και τα λαϊκά βιβλία παλαιότερης εποχής. Το 1925 παντρεύεται τη
συμπατριώτισσά του Μαρία Χατζηκαμπούρη και δύο χρόνια αργότερα γεννιέται
η κόρη τους Δέσπω. Τα επόμενα χρόνια θα μοιράσει τον χρόνο του ανάμεσα
στον χρωστήρα και τη γραφίδα, ενώ αξιόλογη είναι η θητεία του ως
συντηρητή έργων τέχνης.
Το 1932 κτίζει το σπίτι του στην οδό
Βιζυηνού 16 (περιοχή Πατησίων), όπου μαζί με τους μαθητές του Τσαρούχη
και Εγγονόπουλο ζωγραφίζουν με νωπογραφίες ένα δωμάτιό του. Κατά τη
διάρκεια της Κατοχής, θύμα του μαυραγοριτισμού, αναγκάζεται να το
πουλήσει για ένα σακί αλεύρι και μετακομίζει με την οικογένειά του σε
ένα γκαράζ. Την εποχή αυτή ο Χριστιανισμός τον απορροφά εντελώς και
αποφασίζει να τον διακονήσει ολόψυχα ως λογοτέχνης και ζωγράφος.