21 Οκτωβρίου 2015

Τα κόμματα , η επανάσταση κι’ ο έρωτας. (Απο «τα κεραμίδια στάζουν» του Χρόνη Μίσσιου) .


«Τα κόμματα μας τελείωσαν, Μιχάλη. Χωρίστηκαν κι αυτά σε κεφάλι και κορμί, σε αρχηγούς και οπαδούς. Μόνο όσοι γουστάρουν να ασκούν εξουσία και να εξουσιάζονται, όσοι νοιώθουν μοναξιά και ανασφάλεια, ανήκουν πλέον στα κόμματα, από κοινωνικές εκφράσεις έγιναν κοινωνικά εκτοπλάσματα. Δεν διακονούν την κοινωνία, δεν την απελευθερώνουν, επιβλήθηκαν στην κοινωνία και την δολοφονούν. Είναι πολύ εύκολο, ξέρεις, και αφάνταστατα ανακουφιστικό, να εκχωρείσαι, να απαλλάσσεσαι από πάσαν ατομικήν ευθύνην. Κι εδώ που τα λέμε, τα αδιέξοδα όπου μας οδήγησαν -και που με κομπασμό τα ονομάζουν «πολιτισμό» – οι επιλογές του ανθρώπου, εξαντλούνται ανάμεσα στον αφηρημένο λόγο του αρχηγού, που καλύπτει όλη την τραγικότητα και την κτηνωδία της πραγματικότητας, στη λατρεία των συμβόλων, στο ανάκλιντρο του ψυχαναλυτή και στο ζουρλομανδύα…
Η απόλυτη ταύτιση της εξουσίας -σκοπών, μέσων και μεθόδων- με μοναδικό σκοπό πως θα κατακτήσουν μεγαλύτερο κομμάτι εξουσίας και περισσότερους οπαδούς, πως θα βάλουν τις «μάζες» να δουλέψουν καλύτερα, κατατρώγωντας τα σωθικά τους και δολοφονώντας τη μήτρα που της γέννησε, είναι η κοινή τους συνισταμένη… Το όνειρο εκατομυρίων ανθρώπων που βίωσαν την πιο βάρβαρη εξουσία των πιο υψηλών ιδανικών: ένα μπουκάλι κόκα κόλα… Γεμίσαμε από λέξεις που δεν κοστίζουνε τίποτα πια, μαρμαρωμένες στο παρελθόν από την κακιά μάγισα της εξουσίας.Ποιός θα τις λευτερώσει; ποιός θα τις αναστήσει; ποιός θα τις καθαρίσει από τον τρόμο, την οδύνη και την απάτη;… Γεμίσαμε από «επαναστάτες» – είναι της μόδας, βλέπεις, δεν κοστίζει τίποτα. Μα όταν μια ζωή η μόνη σου έγνοια είναι πως θα λαδώνεις την προπέλα που σου βάλανε στον κώλο το σύστημα και οι αρχηγοί, είσαι ένα πια…

Ποιός θα πληρώσει την πίκρα των κομμουνιστών, που μπροστά στον τάφο, δεν έχουν ένα τοπίο να ακουμπήσουν την τρυφερότητά τους;… Μερικοί βολεύτηκαν: «Δεν φταίνε οι ιδέες, μα οι συνθήκες». Μάλιστα. Εν ονόματι του μαρξισμού και του «επιστημονικού σοσιαλισμού». Καημένε Προυντόν, καημένε Όουεν, καημένε Μπακούνιν και όλοι εσείς που δεν σας επιτρέψαμε να φέρετε στην επανάσταση το άρωμα της ευαισθησίας, της φαντασίας και του παραλόγου… Όχι, δεν ανήκω πουθενά, ούτε ψηφίζω πια. Δεν έχω να δώσω λόγο σε κανέναν, δε θέλω να είμαι αρεστός σε κανέναν, μιας και δε θέλω να πείσω κανέναν, δε θέλω να σώσω κανέναν, δε θέλω καμία νίκη. Είμαι ευτυχής. Δεν έχω καμία πρόταση, δε φοβάμαι καμία απόρριψη, παρά μόνον εκείνη στα μάτια των γυναικών…
Μπα, μη θαρρείς πως είμαι λεύτερος. Άλλωστε, ούτε ξέρω πια τι θα πεί η λέξη που στ’ όνομά της θυσιάστηκαν τα υψηλότερα συναισθήματα, αλλά που κάθε αγώνας για την κατάκτησή της παγίωνε την αναίρεσή της, εμπεδώνοντας, όλο και πιο αποτελεσματικά, όλο και πιο πλατιά, την εξουσία μέσα στην κοινωνία. Θαρρώ πως δεν μπορούμε να μιλάμε πια για ελευθερία, αλλά για μια απελευθέρωση… Ναί… πρέπει να αποκαταστήσουμετη ζωή μέσα μας. Χωρίς μια βαθιά επανάσταση του είναι μας, αν δεν ξεράσουμε όλη τη φιλοσοφική και ιδεολογική σαβούρα που μας τάϊσε ο «πολιτισμός», δεν πρόκειται να πετάξουμε προς πουθενά… Μην περιμένεις, σου είπα, δεν έχω καμία πρόταση, ούτε γλώσσα να σου μιλήσω. Ένα νεκροταφείο ο λόγος, οι λέξεις με προδίδουν, με παραπέμπουν ξανά στο παρελθόν, στις λογικές κατασκευές του οράματος. Αλλά εμείς ποτέ δεν υπήρξαμε «λογικοί», ποτέ δεν ήμασταν ωφελιμιστές. Γιατί, τότε, τι σκατά ζητάγαμε στα μπουντρούμια, στα βασανιστίρια και στα εκτελεστικά αποσπάσματα, χωρίς να πιστεύουμε στο ουρί του παραδείσου; Εμείς, οι υπερασπιστές της ευτυχίας και λάτρεις της ζωήςκαι της ελευθερίας;Γιατί δεν κάναμε και μείς τον κοριό, ώσπου να ‘ρθει η μέρα να μας θάψουνε να ησυχάσουμε;…

Όχι! Εμείς που φτάσαμε ως τα έσχατα, πρέπει να ζορίσουμε το μυαλό και το κορμί μας να φτάσει ως την ύψιστη τρέλα της απόλυτης άρνησης, και μέσα από τη φωτιά της εσωτερικής μας αντίστασης να αναστήσουμε την αισθαντικότητά μας. το νόημα και τον αισθησιασμό της ζωής μας… Μπορούμε να το κάνουμε; Να επαναπροσδιορίσουμε τις αξίες της ζωής μας; Ιδού το μέγα φιλοσοφικό ερώτημα της εποχής μας… Χιλιάδες εξεγέρσεις, επαναστάσεις, πολέμοι,πραξικοπήματα, μεταρυθμίσεις, τεχνολογικές επαναστάσεις, και η ζωή μας κατάντησε μια τραγική περιπέτεια μέσα στην κρεατομηχανή της εξουσίας. Απολέσαμε το «υπαρξιακό μας πρόβλημα», που θα μας βοηθούσε να επαναστατήσουμε ή να τρελαθούμε. Το αίτημα της ατομικής μας ολοκλήρωσης, της εμπραγμάτωσης, της αισθησιακής και συναισθηματικής μας αρμονίας, γίνεται όλο και πιο ανέφικτο, όλο και πιο συρρικνωμένο…
 Δεν είναι πια δυνατόννα συνενοηθούμε με ιδεολογίες, αλλά μέσα από την ατομική συμπεριφορά και πράξη, τη συλλογική μας συν-κοινωνία, τη συνεργασία, τη συλλογική μας συν-αρμονία, την ατομική μας συν-διαφορετικότητα. Ο λόγος, εσωτερικά φαγωμένος, όπως και η ζωή μας, δεν είναι πια ικανός για συν-κοινωνία. Οι λέξεις χωρίς μνήμη και ευθύνη, σέρνονται στην καθημερινότητα, κουρέλια χωρίς σώμα, που τα παίρνει ο άνεμος, όπως τις ξεσκισμένες αφίσες των κομμάτων και των σωματείων… Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε διαφορετικά, παρά μόνο μέσα από την αγάπη, την τρυφερότητα του χαδιού, το ερωτικό μας βλέμμα. Από την επαφή μας με την γη, με τη φύση, θα ξαναγεννηθεί ο καινούριος λόγος της ατομικής ευθύνης και μνήμης.

– Άρα έχεις πρόταση…
-Όχι, μα θαρρώ πως μια μέρα θα ξανανταμώσουμε και με τον εαυτό μας, και με τον διπλανό μας, και με τον κόσμο… Σκέφτομαι πως η κινητήρια δύναμη της ζωής είναι η αναζήτηση της χαράς, της ηδονής, της απόλαυσης. Αυτό το βλέπεις με την πρώτη ματιά γύρω στη φύση, αν τα μάτια σου είναι ακόμα κατοικημένα από τις αισθήσεις. Ζωή, ηδονή, χαρά θάνατος, είναι μια αδιατάρακτη ταυτότητα, κι αυτό είναι ένας σημαντικός λόγος αισιοδοξίας… Το λάθος των επαναστατικών κινημάτων ήταν πως αναζήτησαν τις νέες πολιτισμικές αξίες σ’ έναν πυρήνα δυστυχίας.

 Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις, μα θέλω να πώ πως, αντί να κηρύξουμε την απόλαυση της ζωής, κηρύξαμε την ισότητα στα καταναλωτικά αγαθά. Αντί την απελευθερώση από την πολυπλόκαμη εξουσία, την ελευθερία του συνέρχεσθαι… Έτσι, από επαναστατικοί καταλύτες γίναμε απόστολοι-εξουσία του κερατά. Η αναζήτηση αυτής της «ευτυχίας» μας οδήγησε στην ίδια αντίληψη για τη ζωή, στον ίδιο τρόπο σκέψης και τρόπο ζωής, με τον καπιταλισμό, που θέλαμε να ανατρέψουμε. Ήταν φυσικό λοιπόν, ύστερα από μια δραματική και τραγική περιπλάνηση, να ξανανταμώσουμε με τον καπιταλισμό, και μάλιστα ως υπανάπτυκτοι ή ξεπεσμένοι πρίγκηπες, αλλά με εκατομμύρια νεκρούς Δον Κιχώτες που, ποιός ξέρει, ίσως τούτη τη στιγμή τα θαμμένα κοντάρια τους πετάνε τα πρώτα βλαστάρια τους μέσα στη γη… Αλλιώς… δες τα, αν αφαιρέσεις τις λέξεις και τα συνθήματα, όλα τα άλλα είναι απελπιστικά όμοια…
Μα τι περιμένεις, σαν ο Μάρξ, που ήθελε να λευτερώσει τον κόσμο, δεν μπόρεσε να λευτερώσει τον εαυτό του… Το ξέρεις δα πως ήταν «μοιχός», γαμούσε κρυφά την υπηρέτριά του, δηλαδή και αφεντικό με δούλα και υπόδουλος στην παντρειά… Μα πώς αλλιώς, αφού στην φιλοσοφική του ανάλυση «ξέχασε» το «συνουσιάζομαι άρα υπάρχω» και το αντικατέστησε με την μαλακία του Καρτέσιου: «σκέφτομαι άρα υπάρχω…» Κι αφού μόνο εμείς «σκεφτόμασταν», εμείς υπήρχαμε, κι όσο σκεφτόμασταν, τόσο χάναμε την επαφή μας με τη ζωή…»

Χρόνης Μίσσιος, 1991, σελ 73-76, «Τα κεραμίδια στάζουν»
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

20 Οκτωβρίου 2015

Χρόνης Μίσσιος: Η ζωή μας μια φορά μάς δίνεται...

Η ζωή μια φορά μας δίνεται .Άπαξ που λένε.
 Σαν μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον, μ'αυτήν την αυτόνομη μορφή της, δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξουμε ποτέ. Και μεις τί την κάνουμε, ρε; Αντί να τη ζήσουμε; Τί την κάνουμε; Την σέρνουμε από δω και από κει δολοφονώντας την...

Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.
Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις;
Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος.
Πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα;
Έτσι, μ' αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες μας, σα να είναι βάρος. Και μάς είναι βάρος.  Γιατί δε ζούμε...  κατάλαβες;
Όλο κοιτάμε το ρολόι! Να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ'την αρχή.
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν "αξίες", σαν "ανάγκες", σαν "ηθική", σαν "πολιτισμό".
Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών.
Αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και το διπλανό μας...
Όλα, όλα Σαλονικιέ, τ' αφήσαμε, γι' αυτό το αύριο, που δεν θα 'ρθει ποτέ...
Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο, πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως:
Πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για μας.
Όμως, τ' αφήσαμε για αύριο.
Για να πάμε πού ρε Σαλονικιέ; Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος, και δεν πάμε πουθενά αλλού παρά στο θάνατο.
Και μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό, γιατί χάθηκε άλλη μια μέρα απ' τη ζωή μας, χαιρόμαστε!
Ξέρεις γιατί; Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.
Την καταντήσαμε έναν καθημερινό -χωρίς καμιά ελπίδα ανάστασης- θάνατο!
Διότι, αυτός είναι θάνατος!
Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος. Είναι μετάβαση.
Είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δεν δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί, θα δώσεις χάρη κι ομορφιά, όπως η Μαρία, που φούνταρε προχτές από την ταράτσα για να μην πεθάνει...
Ήρθανε να την πάρουνε, και η Μαρία, είπε το "όχι", με τον πιο αμετάκλητο τρόπο.
Πήγαμε στην κηδεία της. Και τί άκουσα τον παππά να λέει;
"Χοῦς εἶ, καὶ εἰς χοῦν ἀπελεύσει"...
Και τότε κατάλαβα, πως η Μαρία σώθηκε.
Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια... -
Χρόνης Μίσσιος
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Ο Χρόνης Μίσσιος, συγγραφέας, αντιστασιακός, αγωνιστής της Aριστεράς και ίσως ο πρώτος ακτιβιστής στην Ελλάδα υπέρ της ολιστικής οικολογικής φιλοσοφίας, γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι.
Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού, λόγω οικονομικής ανέχειας.
Λίγο αργότερα στέλνεται από τον Ερυθρό Σταυρό στα Γιαννιτσά μαζί με άλλα παιδιά, για να γλιτώσουν την πείνα της Κατοχής. Εντάσσεται στην Εθνική Αντίσταση.
Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον εμφύλιο πόλεμο.
Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ’ένα τυχαίο γεγονός.
Φυλακίζεται ως το 1953 και από το 1962 ζει εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη.
Ένα μόνο “διάλειμμα” ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ.
Στη φυλακή (Φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας, Κορυδαλλού) πέρασε και το μεγαλύτερο διάστημα της απριλιανής δικτατορίας. Την περίοδο της καθείρξεώς του μάλιστα έμαθε ουσιαστικά ανάγνωση και γραφή.
Μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 που αποφυλακίζεται (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος.
Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε σε μεγάλη ηλικία.
Το πρώτο του βιβλίο “Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς… (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού.
Ήταν ένα αυτοβιογραφικό κείμενο γραμμένο σε συνειρμική και λαϊκή γλώσσα που εντάσσεται στην παράδοση της απομνημονευματογραφίας[2], καθιερώθηκε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέας στη συνείδηση κριτικής και κοινού.
Μετέτρεψε την οδυνηρή πολιτική του εμπειρία σε ζωντανό λογοτεχνικό μύθο, καταγγέλλοντας τόσο τα βασανιστήρια και τους βασανιστές του όσο και τους κομματικούς γραφειοκράτες της Αριστεράς και τον δογματισμό τους.
Η αμεσότητα του προφορικού του λόγου, που προδίδει μια γνήσια λαϊκή αφήγηση, όπως και η γεμάτη εκπλήξεις πλοκή του, θα επιτρέψουν στον Μίσσιο να υπερβεί το στενό πλαίσιο του αριστερού απομνημονεύματος και να φιλοτεχνήσει μια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία με έντονα πολιτικό λόγο.
Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του “Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;” (Γράμματα, 1988).
Στα επόμενα βιβλία του ο Μίσσιος θα διατηρήσει τη θερμότητα των αισθημάτων του, μεταδίδοντας το ανθρωπιστικό του μήνυμα για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο χωρίς καμία ιδεολογική διόπτρα: από το «Τα κεραμίδια στάζουν» (1991) μέχρι τα «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι» (1996) και «Ντομάτα με γεύση μπανάνας» (2001)“[3].
Ο Μίσσιος υπήρξε εμπνευστής μιας λογοτεχνίας που παρά τον σκληρό κόσμο τον οποίο απεικονίζει, δεν χάνει ποτέ την αισιοδοξία και την πίστη της στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου, ο οποίος είναι ικανός υπό συνθήκες ελευθερίας να ζήσει σε μια δημοκρατία που θα εγγυάται τόσο τα ατομικά δικαιώματα όσο και την ευδαιμονία της κοινότητας.[4].
Συμετείχε σε ενέργειες προστασίας του περιβάλλοντος, ενώ πραγματοποίησε και τηλεοπτικές εκπομπές με θέμα την προστασία της ελληνικής πανίδας.
“Κοσμοκαλόγερος”, σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του, ο Χρόνης Μίσσιος τα τελευταία χρόνια ζούσε στο Καπανδρίτι, με την σύντροφό του Ρηνιώ και τα σκυλιά τους σε ένα αγροτόσπιτο.
Πέθανε στις 20 Νοεμβρίου 2012, σε ηλικία 82 ετών σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας μετά από μάχη με τον καρκίνο[5].
(Πηγές: ΕΚΕΒΙ, biblionet.gr, Βικιπαιδεια, chronismissios.wordpress.com)
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 «Πιστεύω ότι ο μόνος δρόμος, η τελευταία έξοδος προς την ελευθερία του ανθρώπου και του πλανήτη είναι η ολιστική οικολογική φιλοσοφία, σκέψη, πράξη, συμπεριφορά. Η οικολογία ούτε φέρει ούτε εδραιώνει καμία εξουσία, αντίθετα την καθιστά άχρηστη. Είναι μια επανάσταση αυτογνωσίας, μια επανάσταση ανθρώπινης συνείδησης. Δεν είναι μια «πίστη» σε μια ιδεολογία αλλά μια καθημερινή πρακτική για να επανασυνδέσουμε τη λογική με τις αισθήσεις, να απελευθερώσουμε τη συμπαντική μας ιδιαιτερότητα. Να αναγνωρίσουμε τη διαφορετικότητα, την αυταξία και την αναγκαιότητα του συνόλου της ζωής… Είναι ένας δρόμος επαναπροσέγγισης του κόσμου που μας περιβάλλει, ένας δρόμος στην αναζήτηση της χαράς αντί της αγωνίας. Έχουμε ανάγκη να ξαναβρούμε την προσωπική μας αισθητική, τα προσωπικά μας μονοπάτια, του έρωτα, της αγάπης και της τρυφερότητας, το άρωμα του κόσμου και της ύπαρξής μας.”
 Χρόνης Μίσσιος
 Στο tvxs.gr μία από τις τελευταίες αφηγήσεις του Χρόνη Μίσσιου στην Κρυσταλία Πατούλη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Σε μια Ελλάδα που καθημερινά κατρακυλάει και βουλιάζει όλο και πιο πολύ, κι όχι μόνο οικονομικά , μα και αξιακά, υπήρξαν φωνές που έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου,δυστυχώς εις ώτα μη ακουέτω...
Θεωρήθηκε από πολλούς << λα'ι'κός >>ο Χρόνης Μίσσιος...
Ναι.. γιατί δεν έζησε στα μεγάλα σαλόνια...ναι γιατί είχε ταπεινή καταγωγή...
Και ναι γιατί οι αλήθειες που ξεστόμισε,έβλαπταν τα συμφέροντα πολλών...
Και ναι ήταν << λα'ι'κός αν θες...γιατί ήταν ανένταχτος...γιατί τα << Νόμπελ >>του τάδωσε ο λαός και όχι οι Ακαδημίες...
Ε και?
Τάχα δεν έμειναν ανεξίτηλα γραμμένες οι αλήθειες του για την ελευθερία του ανθρώπου ,για τη δικαιοσύνη και την ισότητα ?
Ο Χρόνης Μίσσιος ,ο υπέροχος αγωνιστής...και ναι ήταν <<Λα'ι'κός >> αν έτσι σ' αρέσει να το λες...που δεν έγραφε ιστορίες που χα'ι'δεύαν αυτιά...
Σοφία Θεοδοσιάδη..

 

19 Οκτωβρίου 2015

Παράθυρα Με Θέα ....

Εσύ θαρρείς πως σου μιλώ,για τα παράθυρα αυτά τα ψεύτικα ...που με υλικά πανάκριβα σε σπίτια καμαρώνουν....
  Μα εγώ γι αυτά δεν σου μιλώ κι ας ξέρω, πως πάντα εσύ αυτά θα ονειρεύεσαι,γιατί τις πολυτέλειες σου τάξαν....
Για τ' άλλα τα παράθυρα εγώ θα σου μιλώ...εκείνα της ψυχής , που σε τοπία απέραντα και μακρινά και ατελείωτα σε παίρνουν και σε ταξιδεύουν....
  Ταξίδια που στο πρόγραμμα μιας εκδρομής, ετούτα δε χωράνε....
Σαν ταξιδέψει μια φορά η καρδιά αληθινά,ταξίδια απλησίαστα σε μέρη ξωτικά,μες στους θαλάμους της κρυφά επιχειρεί να ξεκλειδώσει....
 Για ένα είναι βέβαιη....πως οι αποδράσεις της ψυχής, παράθυρα με θέα ανεκτίμητη ,στον άνθρωπο προσφέρουν....
Δεν ξέρω αν εσύ ποτέ σου εταξίδεψες ταξίδια τόσο μακρινά...με την  παρέα σου να είναι η ψυχή σου......
Αν τα ταξίδια αυτά στερήθηκες,δεν μπόρεσες, δεν τα κατάφερες, δεν τόλμησες...στα σύννεφα έστω και μια μοναδική φορά να φτάσεις....
Κάθε φορά που εγώ θα σας μιλώ, ταξίδια θα αναφέρω...και με περίσσια επιμονή πάντα θα σας θυμίζω :
Πως τα ακριβότερα ταξίδια σας είναι αυτά , που μες το νου σας σχεδιάζετε ,αυτά και της καρδιά σας....
( Σοφία Θεοδοσιάδη )
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Είμαι ένας απλός, καθημερινός, αισιόδοξος άνθρωπος..
Αλλά, δεν αντέχω τα παράθυρα χωρίς θέα..
Τα παράθυρα βρίσκονται εκεί για να ταξιδεύουν τη ματιά..
Για ν’ αποκαλύπτουν ορίζοντες..
Για να υπόσχονται το «παραπέρα»..
Για να λούζουν στο αληθινό φώς τ’ άδεια δωμάτια..
Για να φτιάχνουν σκιές,
με χρώμα πάνω στους λευκούς τοίχους!!

Ο. Ελύτης
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

                                           Μούταξες Ταξίδι να με πας -Δήμητρα Γαλάνη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Πράγματα Που Δεν Έκανες...

Θυμάσαι τη μέρα που δανείστηκα 
το καινούριο σου αυτοκίνητο και τρακάρισα?
Νόμισα πως θα με σκότωνες, μα δεν το έκανες.
Και θυμάσαι τη φορά που επέμενα να πάμε στη θάλασσα 
κι εσύ έλεγες ότι θα βρέξει, και έβρεξε?
Θυμάσαι τη φορά που φλερτάρισα με όλoυς τους άντρες 
για να σε κάνω να ζηλέψεις, και συ ζήλεψες?
Νόμιζα πως με παρατούσες, μα δεν το έκανες.
Θυμάσαι τη φορά που λέρωσα την ταπετσαρία
του αυτοκινήτου σου
με κρέμα φράουλα?
Νόμιζα πως θα με χτυπούσες, μα δεν το έκανες.
Και θυμάσαι τη φορά που ξέχασα να σου πω πως
ο χορός ήταν επίσημος κι ήρθες με το μπλουτζίν?
Νόμιζα πως θα'φευγες, αλλα΄δεν το'κανες.
Αλλά με δέχτηκες και μ' αγάπησες και με προστάτεψες.
Υπήρχαν χιλιάδες πράγματα που ήθελα να σου ανταποδώσω
όταν θα γύριζες από το Βιετνάμ.
Αλλά δεν γύρισες.

( Ποίημα άγνωστης-από το βιβλίο του Λεό Μπουσκάλια)
(ΝΑ ΖΕΙς ΝΑ ΜΑΘΑΊΝΕΙς ΚΑΙ ΝΑ ΑΓΑΠΑς ) .
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Επειδή ο χρόονος πιέζει και δεν είναι απεριόριστος για τον καθένα μας...
Κάνε σήμερα και μην αναβάλλεις για αύριο....
Μην αναβάλλεις συνέχεια ξανά και ξανά....
Φείδου χρόνου έλεγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι...
Μην τσιγγουνεύεσαι τα συναισθήματά σου...μοίρασέ τα απλόχερα σ' αυτούς που αγαπάς...
Η μόνη σου ευκαιρία είναι το τώρα...
Μόνον όταν μοιράζεται η ζωή έχει αξία...
η φίλη σας Σοφία.... 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 


                                                               Ζωές από Μετάξι στον αέρα 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

18 Οκτωβρίου 2015

Eίμαστε Εκείνο που Αισθανόμαστε....

"Είμαστε εκείνο που αισθανόμαστε' είτε το κρύβουμε είτε το φανερώνουμε,εκείνο μας φανερώνει.Δεν είναι τυχαία η αύρα που εκπέμπει ένα πρόσωπο,το φωτοστέφανο ή το μαυροστέφανο που εν αγνοία μας κυκλώνει την παρουσία μας,το πιο δυνατό μας στοιχείο,εκείνο που μας κάνει ερωτεύσιμους ή αντιπαθείς,ενδιαφέροντες ή πληκτικούς,αξιόπιστους ή ύποπτους,εκείνο που δεν ξεγελιέται και δεν ξεγελάει.

Το περιεχόμενο είναι που πλάθει την επιφάνεια,την όψη και το βλέμμα του καθενός.Όσο και να στολίσουμε,να μακιγιάρουμε,να προβάρουμε με τέχνη την έκφρασή μας,κάτι από μέσα γλυστράει και βγαίνει αμακιγιάριστο,αφελώς ακάλυπτο. Τα μάτια, τα παράθυρα της ψυχής, όπως έγραψαν οι ρομαντικοί ποιητές, θα δείξουν αργά ή γρήγορα τι συμβαίνει και τι συνέβη εντός.."...

Μάρω Βαμβουνάκη...
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
                                       Σ'αγαπώ γιατί είσαι ωραία - Αλκηστις Πρωτοψάλτη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

17 Οκτωβρίου 2015

Παγκόσμια Ημέρα η 17 Οκτώβρη Για την Εξάλειψη της Φτώχειας...

Ίσως και να μην τα καταφέραμε...όπως ονειρευτήκαμε....ίσως και να αποτύχαμε.....σε βασικά σημεία της ζωής.....
Σίγουρα όμως ,υπάρχουν άνθρωποι...μακριά από την πολιτική....και τα εικονικώς ,ανοήτως προβεβλημένα άτομα ...
που φυλάγουν  ακόμα Θερμοπύλες....
Δώστε την ευκαιρία....στα αγγελούδια αυτά....στα παιδιά....να κάνουν τον κόσμο καλύτερο ....από ό,τι μπορέσαμε εμείς....
Και σίγουρα πεινώντας ...δεν γίνεται αυτό...

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ η 17 ΟΚΤΏΒΡΗ  για την εξάλειψη της Φτώχειας σήμερα....όπως και κάθε χρόνο.....
Δεν θάθελα εικόνες βασανιστικές μπροστά σας να προβάλλω, μα επιθυμητές εικόνες πάντα ονειρεύομαι και μούρχονται στο νου....
 Παγκόσμια σου λέει και σήμερα κατά της φτώχειας......
Οποία υποκρισία Χριστέ μου εσύ.. που για το  δίκαιο εσταυρώθεις !!!
Θα βγούν και  πάλι οι χαζοχαρούμενες κυρίες με τα prada τους, ψωμάκια να μοιράσουν κι ύστερα, ήσυχες ,ανόητες και ανυποψίαστες για τα δεινά του κόσμου, που πολλάκις οι ίδιες προξενούν,το δρόμο θα πάρουν  για το Τουρκολίμανο, τους αστακούς τους να καταβροχθίσουν.....
Την ελεημοσύνη τους την έκαναν και ήσυχες πλέον τη συνείδησή τους έχουν....
Σάμπως ποτέ κανείς τους δίδαδε δικαιοσύνη ,σεβασμός και ισότης τι σημαίνει ?
Τα προβλήματα όμως δεν λύνονται ...με επίδειξη αυτής σου της επιφανειακής σου
 της '''φιλανθρωπίας''...καθώς και κάποιων αληθινών, μεμονομένων ατόμων, με συμπόνοια αληθινή ...σαν λείπει ο  προγραμματισμός ... κράτος κοινωνικό ....και προπάντός ...κοινωνιολογική συνείδηση...προέχουν ....
Γέννημα και θρέμα της τάξης και του κόσμου τούτου εγώ... που νιώθει, όπως κι εσείς αγαπητοί μου  φίλοι,αγαναχτώ,για τη μιζέρια που σκορπούν τριγύρω μου...οι βολεμένοι αυτού του τόπου...
Όχι ...εφησυχασμένη να ζήσω δεν μπορώ... ούτε τα μάτια μου να κλείσω...που κάποιοι δήθεν  από εμάς εξασφαλίζουν καθημερινά.. τα προς το ζειν...
.Δεν είμαστε ξεχωριστοί οι μεν και '''φρόκαλα'' της κοινωνίας οι  άλλοι...... 
Eίμαστε ΑΝΘΡΩΠΟΙ....... για όλους εγώ μιλώ....και μηδενός εξαιρουμένου... 
( Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη.)
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 
Και υπάρχουν σοβαροί άνθρωποι στον κόσμο τούτο.. και δεν είναι σίγουρα από αυτούς.. που η ανοησία του συστήματος ονομάζει επώνυμους...(Λες και οι άλλοι δεν έχουμε επώνυμο )...που έχουν άποψη ζωντανή...ακέραια ...καυτή για το θέμα της φτώχειας και της φιλανθρωπίας...
Ο φίλος Μάκης Ελβανίδης...είναι ένας από αυτούς...που με έκανε να νιώσω...πως δεν είμαι μόνη μου , όταν αγαναχτώ για την υποκρισία αυτού του κόσμου...
Ευχαριστώ το φίλο Μάκη....
Σας παραθέτω όλόκληρο και ατόφιο το σχόλιό του όπως το εξέφρασε κάτω από την ανάρτησή μου ,για την Παγκόσμια Ημέρα Για την Εξάλειψη της Φτώχειας...:
 
Παγκόσμια η υποκρισία και ταυτόχρονα κατάφωρα ανήθικη η αδιαφορία των εχόντων. Και όταν λέω εχόντων, εννοώ αυτούς τους "αξιότιμους κροίσους" που μόνο το 1 τοις χιλίοις των ημερήσιων κερδών τους να διέθεταν θα είχε εξαλειφθεί το επισιτιστικό πρόβλημα παγκοσμίως!!!  Ίσως όταν συνειδητοποιήσουν πως τα σάβανα δεν χρειάζονται σιρίτια, να γίνουν πιο φιλάνθρωποι...
Για όλους αυτούς (ες) που έχουν αναγάγει τη φιλανθρωπία σε σπορ επίδειξης, θα τους έλεγα να αφήσουν κατά μέρος αυτές τις πρακτικές που προκαλούν δυσάρεστα το κοινό αίσθημα και να ασκούν την αλληλεγγύη τους συνεχώς και αδιαλείπτως! Και αντί να πληρώνουν για ένα ζεύγος υποδημάτων 1200 € αυτές και οι κύριοι 100 € για ένα πούρο cohiba να προσφέρουν αυτά τα χρήματα στους κολασμένους αυτής της γης!
Και ας ΄έχουν κατά νου τη ρήση του Eduardo Galeano: "Δεν πιστεύω στην φιλανθρωπία, πιστεύω στην αλληλεγγύη. Η φιλανθρωπία είναι κατακόρυφη, άρα είναι ντροπιαστική. Πηγαίνει από πάνω προς τα κάτω. Η αλληλεγγύη είναι οριζόντια. Σέβεται τον άλλο και μαθαίνεις από αυτόν. Έχω πολλά να μάθω από άλλους ανθρώπους."
Και κυρίως να την κάνουν πράξη... Αλληλεγγύη: Δεν είμαι πλούσιος, αλλά είμαι κι εγώ κάποιος σαν εσένα και όσο μπορώ θα συμπαρασταθώ και θα σε βοηθήσω. Δεν προσφέρω υποκριτικά αφ' υψηλού την ελεημοσύνη με τα ρέστα μου...
(Μάκης Ελβανίδης.)
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 Μπορεί αγαπητοί μου , να μην είναι στα ακούσματά μου ίσως κάποια άσματα λα'ι'κά...'ομως τούτο δω.....είναι άκρως φιλοσοφημένο...
Λόγια βγαλμένα μέσα από τη ραχοκοκαλιά του πεινασμένου λαού ανά την Υφήλιο...
 Ο Ζαμπέτας  έβλεπε πολύ μακριά.....
Τότε το 1968 είχε γράψει τον "Απόγονο" που είχε προβλέψει την ''γκαρσονοποίηση" των Ελλήνων....
Ευχαριστώ θερμά το φίλο Νικόλα που μου τόστειλε το άσμα..
 Παγκόσμιο το χάλι κατά της φτώχειας....
( Σοφία Θεοδοσιάδη )

Ο Τζακ Ο’ Χάρα ήταν φτωχός
και τόνε ξέραν όλοι
κι εγώ κι εσύ κι ο παρακεί
αγγέλοι και διαβόλοι.
Ο Τζακ Ο’ Χάρα ήταν μπεκρής
χρυσή καρδιά, άδεια τσέπη
κι ήρθε ο χειμώνας ο μακρύς
κι ο Τζακ δεν είχε σκέπη.

Μια νύχτα χιόνισε πάρα πολύ
και βγήκαν οι γειτόνοι
για να φτυαρίσουν το πρωί,
και βρήκαν μες στο χιόνι
της γειτονιάς το φρόκαλο,
τον Τζακ Ο’ Χάρα κόκαλο.

Στέλνουν χαμπέρι στο γιατρό
από ενδιαφέρον,
"τρέξε γιατρέ μου, το και το
τον χάνουμε το γέρο".
Μα ο γιατρός κάνει νερά
γιατί δεν έχει τυχερά,
ο θάνατος είν’ έξοδο
κι ο Τζακ σε αδιέξοδο.

Σαν κάναν το καθήκον τους
ήσυχοι πια οι γειτόνοι
γυρίσανε στο σπίτι τους
κι αφήσανε στο χιόνι
της γειτονιάς το φρόκαλο,
τον Τζακ Ο’ Χάρα κόκαλο.

Στίχοι:
Θεοδόσης Άθας
Μουσική:
Γιώργος Ζαμπέτας
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ κήρυξε την 17η Οκτωβρίου «Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Φτώχειας» το 1993.
Ο ΟΗΕ και πολλές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις καλούν την παγκόσμια κοινότητα σε επαγρύπνηση για την εξάλειψη της φτώχειας και μας υπενθυμίζουν τις προσπάθειες για την επίτευξη ενός από τους «Αναπτυξιακούς Στόχους της Χιλιετίας», του φιλόδοξου προγράμματος του ΟΗΕ για τη μείωση της φτώχειας στο μισό ως το 2015.
Με βάση έκθεση του ΟΗΕ, ένα παιδί πεθαίνει κάθε τρία δευτερόλεπτα από τη φτώχεια, ενώ 1,2 δισεκατομμύριο άνθρωποι ζουν με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα.
Στη χώρα μας, το 20% του πληθυσμού απειλείται σήμερα από τον κίνδυνο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, έναντι 15% που είναι ο μέσος κοινοτικός όρος. Η Κομισιόν κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, επισημαίνοντας ότι απειλούνται από τη φτώχεια κοινωνικές ομάδες, όπως οι άνεργοι, οι μονογονικές και πολύτεκνες οικογένειες και οι ηλικιωμένοι.
Σύμφωνα με υπολογισμούς της Ε.Ε, το όριο της φτώχειας ενός μονομελούς νοικοκυριού αντιστοιχεί σε ετήσιο εισόδημα 4.800 ευρώ, ενώ για ένα 4μελές νοικοκυριό ανέρχεται στα 10.800 ευρώ (τιμές 2002).
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 

16 Οκτωβρίου 2015

ΒΟΛΤΑ ΣΕ ΜΙΑ ΑΘΗΝΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΑ..

Τα χρόνια περνούν,οι καιροί αλλάζουν,οι άνθρωποι αλλάζουν και...
οι πόλεις αλλάζουν όψη,το τοπίο μεταμορφώνεται....
Μα τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει τα τοπία της καρδιάς μας,που τα κλείσαμε βαθιά,σαν είμασταν παιδιά...

Η πόλις θα σε ακολουθεί ,λέει ο Καβάφης,για χίλιους διαφορετικούς λόγους,για τις γωνιές της ,τις μυρωδιές της,τις αναμνήσεις που μας χάρισε....τις αναμνήσεις, το άρωμα της ζωής μας...
Δεν είναι απλή νοσταλγία τα γραφόμενά μου σήμερα...
Έτσι μια υπενθύμιση ,στους φίλους μου εσάς,πως πάντα υπάρχουν γωνιές,ακόμα και τώρα,που αν ψάξεις θα τις βρεις,ακόμα συμβαίνουν ωραία πράγματα στην πόλη αυτή...

Και μη θλίβεσθε όσοι δεν κατοικείτε εδώ,σε τούτη την πόλη,σε όποια πόλη,υπάρχουν γωνιές ανεξερεύνητες...
Σαββατοκύριακο μπροστά σας ,εκμεταλλευθείτε το....

Αφιερώστε λίγα λεπτά από το χρόνο σας, γι αυτό το καταπληκτικό βίντεο ,που περιδιαβαίνει τους δρόμους της Αθήνας, με τέλεια μουσική επένδυση...

Το δωράκι μου για τον απογευματινό σας καφέ είναι αυτό....
Με την αγάπη μου....
η φίλη σας Σοφία....
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

                               
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

14 Οκτωβρίου 2015

ΑΠΟΥΣΙΑ......

Χαμένο πάλι απόψε το βλέμμα σου μέσα στην απουσία....
Δεν έψαχνες μακριά το σώμα του να βρεις...αυτό είχες κιόλας στη στροφή χαθεί....
Την απουσία της ψυχής μετρούσες...
Την έψαχνες ...να την τοποθετήσεις... παρουσία να γενεί επροσπάθησες...να δεις αν ταίριαζε στην άδεια σου ψυχή...
   Κι ήταν εκεί παρούσα...μια απουσία δυνατή που άδειαζε το βλέμμα... 
Και κάθε που σουρούπωνε...όλα καταλαγιάζαν...τότε ξεκάθαρα μες στο κενό βουτούσες ...και να χωρέσεις τόλμαγες μέσα στις ξένες τις ζωές...δικές σου να τις κάνεις...
Σαν ...η απουσία που ονειρεύτηκες...σαν νάταν παρουσία...μπροστά σου δεν εστάθηκε...ούτε κι αυτό το βράδυ να προσμένεις...
    Την τσακισμένη ,άδεια σου ψυχή,να την γεμίσουν οι απουσίες δεν μπορούν...
Αναχωρήσεις σχεδιάζεις συνεχώς...να στο θυμίσω πάλι εδώ...πως κάθε αναχώρηση σε άλλο σταθμό μας βγάζει...
Λυπάσαι και πικραίνεσαι....σάμπως δεν έμαθες ..δεν ξέρεις...
Πολλοί είναι αυτοί που λεν πως σε αγαπούν, μα εσύ αγαπάς τον έναν... 
  Κι αυτά τα βράδια σιωπηλά ,τα καθημερινά σαν έρχονται για να σε βρουν,μια απορία θα σου μένει...
Μήπως την απουσία μέσα σου εσύ την τοποθέτησες και την ακούμπησες σε ένα ψέμα?
Ένα ψέμα πιο γλυκό και από την ίδια την αλήθεια?
Κι όσο αυτός δεν έρχεται ,πάντα θα αναρωτιέσαι...
 Αλήθεια..πόση  θέλει δύναμη...την άδεια σου καρδιά... με μια απουσία να γεμίζεις ?
Αυτές οι νύχτες ...οι εκκωφαντικές.. και της σιωπής οι νύχτες... μελωδικών σου  εποχών ...αλλοτινών καιρών...σαν μάγισσες μπροστά σου ξεπροβάλλουν...
Βαθιές οι χαρακιές...βαθιές και ανεξίτηλες μες στην καρδιά σου  κατοικούν...μα οι πληγές γιατρεύονται ...και η ζωή σου γνέφει... 
Σοφία Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 

                                   Ίσως η απουσία σου νάναι και παρουσία -Pamplo Nerouda
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

                                  

Το Αηδόνι και το Τριαντάφυλλο...


Το αηδόνι και το τριαντάφυλλο

ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ

«Είπε ότι θα χόρευε μαζί μου αν της έφερνα κόκκινα τριαντάφυλλα,» φώναξε ο νεαρός Φοιτητής, «άλλα σ' όλο τον κήπο μου δεν υπάρχει ούτε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.» από την φωλιά της στη βελανιδιά η Αηδόνα τον άκουσε, και κοίταξε έξω μέσα από τα φύλλα, και απόρησε.
«Ούτε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο σ' όλο τον κήπο μου!» αυτός φώναξε, και τα όμορφα μάτια του γέμισαν δάκρυα.

Αχ, από τι μικρά πράγματα εξαρτάται η ευτυχία! Έχω διαβάσει όλα όσα οι σοφοί έχουν γράψει, και όλα τα μυστικά τής φιλοσοφίας είναι κτήμα μου, κι όμως για να θέλω ένα κόκκινο τριαντάφυλλο έχει γίνει η ζωή μου δυστυχισμένη.
«Επιτέλους να ένας πραγματικά ερωτευμένος,» είπε η Αηδόνα. «Νύχτες ολόκληρες κι’ αν έχω τραγουδήσει για αυτόν, αν και δεν τον ήξερα: νύχτες ολόκληρες έχω διηγηθεί την ιστορία του στ' αστερία, και τώρα τον αντικρίζω.
Τα μαλλιά του είναι σκούρα σαν τον ανθό του υάκινθου, και τα χείλη του κόκκινα σαν το τριαντάφυλλο του πόθου του αλλά το πάθος έχει κάνει το πρόσωπό του σαν ωχρό ελεφαντόδοντο, και η θλίψη έχει βάλει την σφραγίδα της πάνω στο μέτωπό του.»

«Ο Πρίγκιπας κάνει ένα χορό αύριο το βράδυ,» μουρμούρισε ο νεαρός φοιτητής, «και η αγάπη μου θα είναι καλεσμένη. Αν της φέρω ένα κόκκινο τριαντάφυλλο θα χορέψει μαζί μου μέχρι την αυγή.
Αν της φέρω ένα κόκκινο τριαντάφυλλο θα την κρατήσω στα χέρια μου, και θα γείρει το κεφάλι της πάνω στον ώμο μου, και το χέρι της θα είναι πιασμένο στο δικό μου.
Μα δεν υπάρχει ούτε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στον κήπο μου, κι έτσι θα κάθομαι μόνος, και εκείνη θα με προσπεράσει. Δεν θα μου δώσει καμία σημασία, και η καρδιά μου θα σπάσει.»

«Αυτός όντως είναι ο αληθινά ερωτευμένος,» είπε η Αηδόνα. «Για ότι εγώ τραγουδάω, εκείνος υποφέρει -ότι για μένα είναι χαρά, για εκείνον είναι πόνος.
Σίγουρα ο Έρωτας είναι ένα υπέροχο πράγμα. Είναι πιο πολύτιμος από σμαράγδια, και πιο ακριβός από φίνες οπαλίνες.
Τα μαργαριτάρια και τα πετράδια δεν μπορούν να τον αγοράσουν, ούτε και πουλιέται στην αγορά. Δεν μπορεί να αγοραστεί από τούς πραματευτάδες, ούτε μπορεί να μετρηθεί στη ζυγαριά για χρυσάφι.»

«Οι μουσικοί θα κάθονται στον εξώστη τους,» είπε ο νεαρός Φοιτητής, «και θα παίζουν τα έγχορδα όργανα τους, και η αγάπη μου θα χορεύει στους ήχους της άρπας και του βιολιού.
Θα χορεύει τόσο ανάλαφρα που τα πόδια της δεν θα αγγίζουν το δάπεδο, και οι αυλικοί με τις χαρούμενες ενδυμασίες τους θα συνωστίζονται γύρω της.
Αλλά με μένα δεν θα χορέψει, γιατί δεν έχω κόκκινο τριαντάφυλλο να της προσφέρω», και σωριάστηκε κάτω στο γρασίδι, και έχωσε το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του, και έκλαψε.


«Γιατί κλαίει;» ρώτησε μία μικρή Πράσινη Σαύρα, καθώς τον προσπερνούσε με την ουρά της στο αέρα. «Γιατί, στ' αλήθεια;» είπε μία Πεταλούδα, που πετάριζε ολόγυρα κυνηγώντας μία ηλιαχτίδα.
«Γιατί, στ' αλήθεια;» ψιθύρισε μία Μαργαρίτα στο γείτονά της, με απαλή, χαμηλή φωνή. «Κλαίει για ένα κόκκινο τριαντάφυλλο,» είπε η Αηδόνα.
«Για ένα κόκκινο τριαντάφυλλο;» φώναξαν, «μα πόσο γελοίο!» και η μικρή Σαύρα, που ήταν κάπως κυνική, γέλασε απερίφραστα.
Όμως η Αηδόνα κατάλαβε το μυστικό της θλίψης του φοιτητή, και κάθισε σιωπηλή στη βελανιδιά, και σκέφτηκε σχετικά με το μυστήριο του Έρωτα.
* * *

Ξαφνικά άπλωσε τα καστανά φτερά της για πτήση, και υψώθηκε στον αέρα. Πέρασε μέσα από το δασύλλιο σα σκιά, και σα σκιά διέσχισε τον κήπο.
Στο μέσο του μικρού λιβαδιού στεκόταν μία όμορφη Τριανταφυλλιά, και όταν την είδε πέταξε προς το μέρος της, και κάθισε πάνω σε ένα κλαδάκι. «Δώσε μου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε, «και θα σου τραγουδήσω το πιο γλυκό μου τραγούδι.»
Αλλά το Δένδρο κούνησε το κεφάλι του. «Τα τριαντάφυλλά μου είναι άσπρα,» απάντησε, «τόσο άσπρα όσο ο αφρός της θάλασσας, και πιο άσπρα από το χιόνι πάνω στα βουνά. Αλλά πήγαινε στον αδελφό μου που φυτρώνει γύρω από το παλιό ηλιακό ρολόι, και ίσως θα σου δώσει αυτό που ζητάς.»

Έτσι η Αηδόνα πέταξε στην Τριανταφυλλιά που φύτρωνε γύρω από το παλιό ηλιακό ρολόι. «Δώσε μου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε, «και θα σου τραγουδήσω το πιο γλυκό μου τραγούδι.»

Αλλά το Δένδρο κούνησε το κεφάλι του. «Τα τριαντάφυλλά μου είναι κίτρινα,» απάντησε «τόσο κίτρινα όσο τα μαλλιά της γοργόνας που κάθεται πάνω σε έναν κεχριμπαρένιο θρόνο, και πιο κίτρινα από τον ασφόδελο που ανθίζει στο λιβάδι πριν ο θεριστής έρθει με το δρεπάνι του.
Αλλά πήγαινε στον αδελφό μου που φυτρώνει κάτω από το παράθυρο του Φοιτητή, και ίσως θα σου δώσει αυτό που ζητάς.»

Έτσι η Αηδόνα πέταξε στην Τριανταφυλλιά που φύτρωνε κάτω από το παράθυρο του Φοιτητή. «Δώσε μου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε, «και θα σου τραγουδήσω το πιο γλυκό μου τραγούδι.»
Αλλά το Δένδρο κούνησε το κεφάλι του. «Τα τριαντάφυλλά μου είναι κόκκινα,» απάντησε, «τόσο κόκκινα όσο τα πόδια του περιστεριού, και πιο κόκκινα από τις μεγάλες βεντάλιες του κοραλλιού που κυματίζουν και κυματίζουν στα σπήλαια του ωκεανού.

Αλλά ο χειμώνας έχει παγώσει τις φλέβες μου, και η παγωνιά έχει κάψει τα μπουμπούκια μου, και η θύελλα έχει σπάσει τα κλαριά μου, και δεν θα έχω καθόλου τριαντάφυλλα αυτό το χρόνο.»

«Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο είναι το μόνο που θέλω,» φώναξε η Αηδόνα, «μόνο ένα κόκκινο τριαντάφυλλο! Δεν υπάρχει κανένας τρόπος με τον όποιο να μπορέσω να το αποκτήσω;»
«Υπάρχει ένας τρόπος,» απάντησε το Δένδρο, «αλλά είναι τόσο τρομερός που δεν τολμώ να σου τον πω.» «Πες τον μου,» είπε η Αηδόνα, «Δεν φοβάμαι.»


«Αν θέλεις ένα κόκκινο τριαντάφυλλο,» είπε το Δένδρο, «πρέπει να το δημιουργήσεις από τη μουσική στο φως του φεγγαριού, και να το βάψεις με το αίμα της ίδιας σου της καρδιάς. Πρέπει να μού τραγουδήσεις με το στήθος σου πάνω σε ένα αγκάθι.

Όλο το βράδυ πρέπει να μου τραγουδήσεις, και το αγκάθι πρέπει να τρυπήσει την καρδιά σου, και το αίμα της ζωής σου πρέπει να τρέξει μέσα στις φλέβες μου, και να γίνει δικό μου.»

«Ο Θάνατος είναι μεγάλο τίμημα να πληρώσει (κάποιος) για ένα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε η Αηδόνα, «και η Ζωή είναι πολύ ακριβή για όλους. Είναι ευχάριστο να κάθεσαι στο πράσινο δάσος, και να παρακολουθείς τον Ήλιο στο άρμα του από χρυσό, και τη Σελήνη στο άρμα της από μαργαριτάρια.
Γλυκό είναι το άρωμα του κράταιγου, και γλυκοί είναι οι άγριοι υάκινθοι που κρύβονται στην κοιλάδα, και η ερείκη που ανθίζει στο λόφο. Ωστόσο ο έρωτας είναι καλύτερος από την Ζωή, και τι είναι η καρδιά ενός πουλιού συγκρινόμενη με την καρδιά ενός ανθρώπου;»

Έτσι άπλωσε τα καστανά φτερά της για πτήση, και υψώθηκε στον αέρα. Πέρασε πάνω από τον κήπο σα σκιά, και σα σκιά διέσχισε το δασύλλιο.
Ο νεαρός Φοιτητής ακόμα κείτονταν στο γρασίδι, όπου τον είχε αφήσει, και τα δάκρυα δεν είχαν ακόμη στεγνώσει στα όμορφα μάτια του.
«Να είσαι ευτυχισμένος,» φώναξε η Αηδόνα, «να είσαι ευτυχισμένος, θα το έχεις το κόκκινό σου τριαντάφυλλο. Θα το φτιάξω από μουσική στο φεγγαρόφωτο, και θα το βάψω με της ίδιας της καρδιάς μου το αίμα.

Το μόνο που ζητώ από σένα σ' αντάλλαγμα είναι να είσαι ένας αληθινός εραστής, γιατί ο Έρωτας είναι σοφότερος από την Φιλοσοφία, αν και είναι σοφή, και δυνατότερος από την Ισχύ, αν και είναι ισχυρή.
Στο χρώμα της φωτιάς είναι τα φτερά του, και βαμμένο σαν φλόγα είναι το σώμα του. Τα χείλη του είναι γλυκά σαν μέλι, και η ανάσα του είναι (μεθυστική) σαν λιβάνι.»

Ο Φοιτητής ύψωσε το βλέμμα του από το γρασίδι, και αφουγκράστηκε, Αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι του έλεγε η Αηδόνα, γιατί ήξερε μόνο τα πράγματα που είναι γραμμένα σε βιβλία.
Αλλά η Βελανιδιά κατάλαβε, και ένοιωσε θλίψη, γιατί πολύ συμπαθούσε τη μικρή Αηδόνα που είχε φτιάξει τη φωλιά της μες τα κλαδιά της. «Τραγούδησε μου ένα τελευταίο τραγούδι,» ψιθύρισε, «Θα νοιώσω πολύ μοναχικά όταν θα έχεις φύγει.»

Έτσι η Αηδόνα τραγούδησε στη Βελανιδιά, και η φωνή της ήταν σαν νερό που κελάρυζε από ασημένια κανάτα. Όταν είχε τελειώσει το τραγούδι της ο Φοιτητής σηκώθηκε, και έβγαλε ένα σημειωματάριο και ένα μολύβι από την τσέπη του.

«Έχει μορφή,» είπε στον εαυτό του, καθώς απομακρύνθηκε μέσα στο δασύλλιο -«αυτό δεν μπορεί κανείς να της το αρνηθεί, αλλά έχει αισθήματα; Φοβάμαι πως όχι. Στην πραγματικότητα, είναι σαν τους περισσότερους καλλιτέχνες, είναι μόνο ύφος, χωρίς καμία ειλικρίνεια.
Δεν θα θυσίαζε τον εαυτό της για τους άλλους. Σκέφτεται μοναχά για τη μουσική, και όλοι ξέρουν ότι οι τέχνες είναι εγωιστικές. Όμως, πρέπει να παραδεχτούμε ότι έχει κάποιες όμορφες νότες στη φωνή της. Τι κρίμα είναι που δεν σημαίνουν τίποτε, ή δεν έχουν κανένα πρακτικό όφελος.»

Και πήγε στο δωμάτιό του, και ξάπλωσε στο μικρό του ξυλοκρέβατο, και άρχισε να σκέφτεται την αγάπη του, και, μετά από κάποια ώρα, αποκοιμήθηκε.
* * *

Και όταν η Σελήνη έλαμψε στους ουρανούς η Αηδόνα πέταξε στην Τριανταφυλλιά, και έβαλε το στήθος της πάνω στο αγκάθι. Όλο το βράδυ τραγουδούσε με το στήθος της πάνω στο αγκάθι, και η ψυχρή κρυστάλλινη Σελήνη έσκυψε και αφουγκράστηκε. Όλη νύχτα τραγουδούσε, και το αγκάθι έμπαινε όλο και βαθύτερα στο στήθος της, και το αίμα της ζωής της άδειαζε από μέσα της.

Τραγούδησε πρώτα για τη γέννηση της αγάπης στην καρδιά ενός αγοριού και ενός κοριτσιού. Και στο πιο ψηλό κλαδάκι της Τριανταφυλλιάς άνθισε ένα θαυμάσιο τριαντάφυλλο, πέταλο με το πέταλο, τραγούδι με το τραγούδι.

Ωχρό ήταν, στην αρχή, όπως η καταχνιά που κρέμεται πάνω από το ποτάμι - ωχρό σαν τα πόδια τού πρωινού, και ασημένιο σαν τα φτερά της αυγής.

Σαν τη σκιά ενός τριαντάφυλλού σε καθρέφτη από ασήμι, σαν τη σκιά ενός τριαντάφυλλού σε λίμνη νερού, έτσι ήταν το τριαντάφυλλο που άνθισε στο ψηλότερο κλαδάκι του Δένδρου.
Μα το Δένδρο φώναξε στην Αηδόνα να πιέσει περισσότερο πάνω στο αγκάθι. «Πίεσε περισσότερο, μικρή Αηδόνα», φώναξε το Δένδρο, «αλλιώς η Μέρα θα 'ρθει πριν να τελειώσει το τριαντάφυλλο.»
Έτσι η Αηδόνα πίεσε περισσότερο πάνω στο αγκάθι, και ολοένα και δυνατότερο έγινε το τραγούδι της, καθώς τραγούδαγε για τη γέννηση του πάθους στην ψυχή ενός άνδρα και μίας κόρης. Και μία απαλή απόχρωση από ροζ ήρθε στα φύλλα του τριαντάφυλλου, σαν το αναψοκοκκίνισμα στο πρόσωπο του γαμπρού όταν φιλά τα χείλη της νύφης.

Αλλά το αγκάθι δεν είχε ακόμα φτάσει στην καρδιά της, κι έτσι η καρδιά του τριαντάφυλλου παρέμενε λευκή, καθώς μόνο το αίμα της καρδιάς ενός Αηδονιού μπορεί να κοκκινίσει την καρδιά ενός ρόδου.
Και το Δένδρο φώναξε στην Αηδόνα να πιέσει περισσότερο πάνω στο αγκάθι. «Πίεσε περισσότερο, μικρή Αηδόνα», φώναξε το Δένδρο, «αλλιώς η Μέρα θα 'ρθει πριν να τελειώσει το τριαντάφυλλο.»
Έτσι η Αηδόνα πίεσε περισσότερο πάνω στο αγκάθι, και το αγκάθι άγγιξε την καρδιά της, και μία άγρια σουβλιά πόνου τη διαπέρασε.
Πικρός, πικρός ήταν ο πόνος, και όλο και πιο ξέφρενο γινόταν το τραγούδι της, καθώς τραγουδούσε για τον Έρωτα που τελειοποιείται με το Θάνατο, για τον Έρωτα που δεν πεθαίνει στο μνήμα.

Και το θαυμάσιο ρόδο έγινε βαθυκόκκινο, σαν το ροδόχρωμα του ουρανού της ανατολής. Βαθυκόκκινη ήταν η γιρλάντα από πέταλα, και πορφυρή σα ρουμπίνι ήταν η καρδιά.

Μα της Αηδόνας η φωνή γινόταν όλο και πιο αχνή, και τα μικρά φτερά της άρχισαν να τρέμουν, και μία λεπτή μεμβράνη σκέπασε τα μάτια της. Όλο και πιο αδύναμο γινόταν το τραγούδι της, και ένοιωσε κάτι να την πνίγει στο λαιμό.

Τότε έβγαλε ένα τελευταίο ξέσπασμα μουσικής. Η λευκή Σελήνη το άκουσε, και ξέχασε την αυγή, και παρέμεινε στον ουρανό. Το κόκκινο ρόδο το άκουσε, και τρεμούλιασε σύγκορμο από έκσταση, και άνοιξε τα πέταλά του στον κρύο πρωινό αέρα.


Η ηχώ το μετέφερε στις πορφυροβαμμένες της σπηλιές στους λόφους, και ξύπνησε τους κοιμισμένους τσοπάνηδες από τα όνειρα τους. Αρμένισε μέσα από τα καλάμια του ποταμού, και αυτά μετέφεραν το μαντάτο του στη θάλασσα.

«Κοίτα, κοίτα!» φώναξε το δένδρο, «το τριαντάφυλλο είναι έτοιμο τώρα», μα η Αηδόνα δεν έδωσε καμία απάντηση, γιατί κειτόταν νεκρή στο ψηλό χορτάρι, με το αγκάθι στην καρδιά της.
* * *

Και το μεσημέρι ο Φοιτητής άνοιξε το παράθυρό του και κοίταξε έξω. «Τι έκπληξη, τι θαυμάσια τύχη!» Ξεφώνησε, «να ένα κόκκινο τριαντάφυλλο!
Δεν έχω ποτέ δει τριαντάφυλλο σαν κι αυτό σε όλη μου τη ζωή. Είναι τόσο όμορφο που είμαι σίγουρος ότι έχει ένα μακρύ Λατινικό όνομα», και έσκυψε και το έκοψε.

Μετά φόρεσε το καπέλο του, και έτρεξε μέχρι το σπίτι του Καθηγητή με το τριαντάφυλλο στο χέρι του. Η κόρη του Καθηγητή καθόταν στην εξώπορτα τυλίγοντας μπλε μετάξι σε μια κουβαρίστρα, και το σκυλάκι της ήταν ξαπλωμένο στα πόδια της.
«Είπες ότι θα χόρευες μαζί μου αν σου έφερνα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε ο Φοιτητής. «Ορίστε το πιο κόκκινο τριαντάφυλλο σ' ολόκληρο τον κόσμο. Θα το φορέσεις σήμερα το βράδυ δίπλα στην καρδιά σου, και καθώς θα χορεύουμε μαζί θα σου λέει πόσο σε αγαπώ.»

Μα το κορίτσι κατσούφιασε. «Φοβάμαι ότι δεν θα ταιριάζει με το φόρεμά μου,» απάντησε, «και, εκτός αυτού, ο ανιψιός του Αυλάρχη μου έχει στείλει μερικά αληθινά πετράδια, και όλοι ξέρουν ότι τα πετράδια κοστίζουν πολύ περισσότερο από τα λουλούδια.»

«Λοιπόν, στο λόγο μου, είσαι πολύ αχάριστη,» είπε ο Φοιτητής θυμωμένα, και πέταξε το τριαντάφυλλο στο δρόμο, κι εκείνο έπεσε μέσα στο ρείθρο, και ο τροχός μίας αμαξάς πέρασε από πάνω του.
«Αχάριστη!» είπε το κορίτσι. «Για να σου πω, είσαι πολύ αναιδής. Και, έπειτα, ποιος είσαι εσύ; Ένας φοιτητάκος.
Γιατί, δεν πιστεύω ότι ούτε καν έχεις ασημένιες αγκράφες στα παπούτσια σου όπως έχει ο ανιψιός του Αυλάρχη», και σηκώθηκε από την καρέκλα της και μπήκε μέσα στο σπίτι.
«Τι ανόητο πράγμα που είναι ο Έρωτας,» είπε ο φοιτητής καθώς έφευγε. «Δεν είναι ούτε κατά το ήμισυ τόσο χρήσιμος όσο η Λογική, καθώς δεν αποδεικνύει τίποτε, και πάντοτε σου τάζει πράγματα που δεν πρόκειται να συμβούν, και σε κάνει να πιστεύεις πράγματα που δεν είναι αληθινά.

Στην πραγματικότητα, δεν είναι διόλου πρακτικός, και, καθώς στην εποχή μας το να είσαι πρακτικός είναι το παν, θα επιστρέψω στην Φιλοσοφία και θα μελετήσω Μεταφυσική.» Έτσι επέστρεψε στο δωμάτιό του και τράβηξε ένα μεγάλο σκονισμένο βιβλίο, και άρχισε να διαβάζει.
 ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


                                        Τα πάθη από τον έρωτα - Ο μεγάλος Ερωτικός.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 
    

12 Οκτωβρίου 2015

Φυλάττειν Θερμοπύλας.....

Ενθυμού του Λαού σου τα Τέκνα
και τα έργα αυτών
υπέρ του κάλλους
τα αγωνιζόμενα έργα.
Ενθυμού τους προγόνους
από των πρώτων τον τόπον τούτο
κατοικούντων
έως του Σολωμού και Κάλβου
και Καβάφη
κι ενθυμού Σικελιανόν
και πάντας τους μάρτυρας
τους αγωνιστάς και μαχητάς
τους από παντός βέλους άτρωτον
συντηρήσαντας του ανθρώπου
το ανάστημα.
Ουκ απεσβέτο ύδωρ το λάλον
κι αν η τέφρα για λίγο τα μάτια τυφλώσει
κι αν η τέφρα για λίγο το νου σου θολώσει
επικαλέσου Κύριο τον Λαό σου
Λαό σου τον αγωνιστή
τον αθλοφόρο
τον πανδαμάτορα.
Λαέ μου και Κύριε
βοήθησόν με Λαέ μου
Ανταίε και Σίσσυφε
Λαέ μου Οδυσσέα
Τυραννοκτόνε Λαέ μου
βοήθησόν με. Βοήθησόν με
Λαέ Προμηθέα
γώτισον μου τον νου
κρήνη βρύουσα Συ
κρούνους ιαμάτων
ίασον την ψυχήν μου
οτι ασθενής ειμί
και αμφιβάλλω.
Λαέ μου και Κύριε
βοήθησόν με, βοήθησόν με
Κύριε και Λαέ μου.
`
Γιάννης Νεγρεπόντης - Φυλάττειν Θερμοπύλας.
[απόσπασμα]
    Πηγή : Μετρονόμος
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 Ο Γιάννης Νεγρεπόντης (1930 - 1991) γράφει το ποίημα «Φυλάττειν Θερμοπύλας» το 1971, πολιτικός κρατούμενος, μεσούσης της δικτατορίας του 1967.
Μέσα σ’ αυτήν τη σκοτεινιά, ο ποιητής πάσχει να δει μέσα από τις μικρές ρωγμές των λέξεων τη μεγάλη εκείνη εποχή της Αθήνας. Την εποχή εκείνη που «δοξάστηκε το φως» και το «κάλλος το τραγικό»». Η Αθήνα «υπέρλαμπρη και άφατη» που ως Προμηθέας εφώτισεν τον κόσμο με «της ελευθερίας τα έργα» και «τον πολυσήμαντο της ύπαρξης θρίαμβο».
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 Τα χρόνια κυλούν...οι καιροί αλλάζουν..μα πάντα οι ίδιες έννοιες...εκεί όρθιες και διαχρονικές...δικαίωση ζητούν και περιμένουν...
Σήμερα θα αναρωτηθώ και πάλι άλλη μια φορά : Φυλάττειν άραγε τας Θερμοπύλας ?
Την Ελευθερία ,την Τιμή και την Αξιοπρέπεια ...χαμένες τις θαρρώ από καιρό ...ποιός θα τις φέρει πίσω ?
Σοφία Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

                                           Φυλάττειν Θερμοπύλας - Χρήστος Λεοντής.
Ένας ύμνος στην Ανάταση του πνεύματος και του Ιδεώδους της Πατρίδας...ένας ύμνος...εξαιρετικά δοσμένος από τον Xρήστο Λεοντή ...τον σπουδαίο Xρήστο Λεοντή ...που με τόση σεμνότητα και μεγαλοπρέπεια συγχρόνως ...προσέγγισε και ερμήνευσε ...αυτό το Υψηλού Φρονήματος και Αξίας ποίημα του Γιάννη Νεγρεπόντη.
Ένας ύμνος για την ελευθερία της ψυχής και του Πνεύματος των Ελεύθερων Ανθρώπων.....
Εύγε κύριε Λεοντή από την ταπεινή Σοφία Θεοδοσιάδη !!!
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,