22 Ιανουαρίου 2016

Βέρα Πάβλοβα : Μόνο χιόνι....






Θα΄ναι χειμώνας, θαρρώ, όταν έρθει.
Από την αφόρητη λευκότητα του δρόμου
μια κουκίδα θα φανεί, τόσο μαύρη που τα μάτια θα θαμπώσουν,

και θα πλησιάζει για ώρα πολλή, πάρα πολλή
αντισταθμίζοντας την απουσία του με τον ερχομό του,
και για ώρα πολλή, πάρα πολλή, κουκίδα θα μείνει.

Ένας κόκκος σκόνης; Ένα κάψιμο στο μάτι;
Χιόνι, τίποτα άλλο δεν θα υπάρχει, μόνο χιόνι,
για ώρα πολλή, πάρα πολλή, τίποτα άλλο,
κι αυτός το χιονισμένο πέπλο θα παραμερίζει,
μέγεθος θα αποκτά και τρεις διαστάσεις,
κι όλο και περισσότερο θα πλησιάζει...

Αυτό είναι το όριο, δεν μπορεί να έρθει πιο κοντά.
Μα αυτός συνεχίζει να πλησιάζει,
και τώρα είναι τόσο πελώριος που δεν μπορείς να τον μετρήσεις.

........................................................................................................... 



 

 

 

 

νοσταλγία γυρίζει - Μίλτος Σαχτούρης.

Ἡ γυναίκα γδύθηκε καὶ ξάπλωσε στὸ
κρεβάτι
ἕνα φιλὶ ἀνοιγόκλεινε πάνω στὸ πάτωμα
οἱ ἄγριες μορφὲς μὲ τὰ μαχαίρια ἀρχίσαν
νὰ ξεπροβάλλουν στὸ ταβάνι
στὸν τοῖχο κρεμασμένο ἕνα πουλὶ πνίγηκε
κι ἔσβησε
ἕνα κερὶ ἔγειρε κι ἔπεσε ἀπ᾿ τὸ καντηλέρι
ἔξω ἀκούγονταν κλάματα καὶ ποδοβολητά

Ἄνοιξαν τὰ παράθυρα μπῆκε ἕνα χέρι
ἔπειτα μπῆκε τὸ φεγγάρι
ἀγκάλιασε τὴ γυναίκα καὶ κοιμήθηκαν μαζὶ
Ὅλο τὸ βράδυ ἀκουγόταν μιὰ φωνή:

Οι μέρες περνούν
   το χιόνι μένει...
..........................................................................................................................
 



                             Φωτιά & Χιόνι.. 

..................................................................................

21 Ιανουαρίου 2016

Γεώργιος Βιζυηνός «Στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά»


Για ευτυχία εμβήκα, για ζωής χαρά,
κ’ εγώ σ’ αυτή την πλάσι, καθώς άλλοι
παιδί την έχω αδράξει μ’ ελαφρά φτερά,
σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που θάλλει.

Κι αν ευτυχή κανένας δεν μ’ εκάλει,
χαρά το είχα καν το βράδυ στη φωλιά
αμέριμνο να γέρνω το κεφάλι
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

Παλληκαράκι, πλιότερο από μια φορά
η ελπίδα και του πόθου η παραζάλη,
απ’ της ζωής μ’ εσύραν τα ρηχά νερά
και της ξανθής αγάπης μου τα κάλλη
η ευτυχία, μ’ είπαν, θα προβάλη.

Μα, απέθανε η χαριτωμένη κοπελλιά,
και, ναυαγός, ευρήκα παραγιάλι
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

Λεβέντης, εξερρίζωνα τα γλυκερά
αισθήματα από την καρδιά που πάλλει
κι’ αν ρίπτω της πικρής αλήθειας τη σπορά,
αχ, πότε, πότε ένα καρπό θα βγάλη.

Του βίου μ’ εγονάτισεν η πάλη
λαχτάρησα ησυχία μια σταλιά,
μα δεν την έχω πια, να γείρω πάλι
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

Ω Φύσις, δέσποινά μου και μεγάλη,
δεν έχω πια στον κόσμο αυτό δουλειά.
Η αγάπη σου στον τάφο πια ας με βάλη,
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

 Αμάρτημα της μητρός μου - Γεώργιος Βιζυηνός.

..............................................................................................................................................................
Στο ποίημά του ο Βιζυηνός παρουσιάζει την ιδιαίτερη αξία που είχε πάντοτε η αγάπη της μητέρας του στη ζωή του. Η αγιασμένη αγκαλιά της μητέρας του ήταν πηγή χαράς στα παιδικά του χρόνια κι ασφαλές καταφύγιο στα νεανικά του χρόνια. Ενώ, στα χρόνια της ωριμότητάς του, που η μητέρα του δεν υπάρχει πια, η έλλειψή της αποτελεί μεγάλο πόνο για τον ποιητή. Απογοητευμένος και καταβεβλημένος απ’ τις δυσκολίες της ζωής αποζητά την αγκαλιά της μητέρα του, για να βρει λίγες στιγμές ησυχίας, αλλά εκείνη δεν βρίσκεται πια στη ζωή.
Έτσι, ο ποιητής σε μια στιγμή ιδιαίτερης συναισθηματικής φόρτισης ζητά απ’ τη μητέρα φύση να του στερήσει κι εκείνου τη ζωή, ώστε να βρεθεί και πάλι στην αγκαλιά της μητέρας του. 

Αμάρτημα της μητρός μου - Γεώργιος Βιζυηνός.
Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας....
.............................................................................................................................................................. 

Τι είναι τάχα η αγκαλιά.....


Θάρθουν και σήμερα και θα σου πουν ...θα σου μιλήσουν...θα σου θυμίσουν πως Παγκόσμια Ημέρα Αγκαλιάς είναι ..γιορτής για να αγκαλιάσεις κάποιον και την αγάπη και την τρυφερότητά σου να καταθέσεις...να δώσεις και να πάρεις συναισθήματα...με το κουπόνι τη μια την τούτη ...τη συγκεκριμένη ...την Παγκόσμια....
Πως λέει μην το ξεχάσεις να το θυμηθείς...να αγκαλιάσεις τους.. που αγαπάς...
Άκουσον άκουσον...δόλια μου καρδιά τι σου θυμίζουν....!!!!
Σάμπως να είναι η αγκαλιά το γιατρικό της μιας και της συγκεκριμένης μέρας...στη ''γρίππη''' και στο βήχα που σε βρήκε και σε σάρωσε...
Τι είναι τάχα η αγκαλιά με κουταλάκι και κουπόνι να σταθείς σε μια ουρά ..τούτη την μια μέρα να τη ζητιανέψεις να την πάρεις...?
Έλα καρδιά  μου εσύ στα συγκαλά σου...ο κόσμος παρανόησε...και συναισθήματα ...κι αγάπες ...και τρυφερότητες ...σε φαρμακευτικές σε συνταγές σου γράφει...
ένα μονάχα έχω να σου πω...και σπάσε τα καλούπια...άσε τα συναισθήματα καθημερινά να σε οδηγούνε...είναι η αγκαλιά φωλιά....απάγκιο τρυφερότητας...και η μάνα σου σου τόμαθε ..πως συνταγές δεν παίρνει...

Σοφία Θεοδοσιάδη. 
...................................................................................................................................................................

Απόσπασμα απο το το βιβλίο του ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ -ΣΤΟ ΒΥΘΟ


 

Ο «Βυθός» γράφτηκε από τον Μαξίμ Γκόρκι το 1902

-ΛΟΥΚΑΣ-Μας λες για την αλήθεια ..μα η αλήθεια δεν είναι πάντα καλή για τον άνθρωπο..δεν θεραπεύει πάντα την ψυχή.
Να σου πω ένα παράδειγμα:Eιχα κάποτε ένα γνωστό που πίστευε στη χώρα της Δικαιoσύνης..
-ΜΠΟΥΜΠΝΟΦ-Σε τι πράγμα;
-ΛΟΥΚΑΣ-Στη χώρα της δικαιοσύνης. 
Πρέπει να υπάρχει έλεγε, κάπου στη γη η χώρα της δικαιοσύνης..
Και στη χώρα αυτή έλεγε, πρέπει να κατοικούν  ξεχωριστοί άνθρωποι, καλοί άνθρωποι!
Που σέβονται ο ένας τον άλλον, που βοηθάνε ο ένας τον άλλον και όλα στη ζωή τους  είναι μέλι γάλα.
Και ο άνθρωπος αυτός όλο έλεγε να φύγει, να ψάξει να βρει αυτή τη χώρα, ήταν όμως φτωχός και δύσκολα τα 'φερνε βόλτα...κι όταν καμιά φορά τα πράγματα πηγαίνανε απο το κακό στο χειρότερο, κι έλεγες, τώρα θα πέσει να πεθάνει-ακόμα και τότε, δεν το έβαζε κάτω, χαμογελούσε κι έλεγε:
''δεν θα πάθω τίποτα!θα αντέξω!''
Λίγο ακόμα θα περιμένω και θα αφήσω αυτή τη ζωή, και θα παω στη χώρα της δικαιοσύνης..''<Μοναδική του χαρά ήταν αυτή η χώρα>
 - ΠΕΠΕΛ-Και τι έγινε; πήγε τελικά;
-ΜΠΟΥΜΠΝΟΦ-Που να παει; χα χα !
-ΛΟΥΚΑΣ-Μια φορά, στα μέρη που ζούσε, έφεραν έναν εξόριστο επιστήμονα..με βιβλία, χάρτες πολύ μορφωμένο..
Ο άνθρωπός μας λέει στον επιστήμονα ''Πες μου σε παρακαλώ, που βρίσκεται η χώρα της δικαιοσύνης, και πως μπορώ να παω εκεί;''
Ο επιστήμονας ανοίγει τα βιβλία του, βάζει κάτω τους χάρτες του, κοιτάζει, ψάχνει, πουθενά η χώρα της δικαιοσύνης..Ολες οι χώρες ήταν εκεί, εκτός απ' τη χώρα της δικαιοσύνης.
-ΠΕΠΕΛ (Χαμηλόφωνα) Ούτε ίχνος;;;
Ο Μπουμπνόφ γελάει
-ΝΑΤΑΣΑ ..Σώπα εσύ...λοιπόν παππού;
-ΛΟΥΚΑΣ-Ο άνθρωπος δεν τον πιστεύει..Πρέπει, πρέπει να υπάρχει ''λεει'' ψάξε καλύτερα, αλλιώς τα βιβλία και οι χάρτες σου δεν αξίζουν τίποτα, αν δεν μπορείς να βρεις αυτή τη χώρα..Ο επιστήμονας το πήρε κατάκαρδα.
Οι χάρτες μου, λεει, είναι ακριβέστατοι και δεν υπάρχει καμιά τέτοια χώρα πουθενά..
Ο άνθρωπος μας θύμωσε -πως είναι δυνατόν;
 Ζούσε τόσα χρόνια έκανε υπομονή, και πίστευε τόσο πολύ ότι υπάρχει..
Του είχε κλέψει τη χώρα που αγαπούσε..Λέει λοιπόν στον επιστήμονα<
Ελα δω ρε κάθαρμα. Δεν είσαι επιστήμονας εσύ..Απατεώνας είσαι...> και του ρίχνει μια μπουνιά στο μάτι(παύση). Και μετά πήγε στο σπίτι του και κρεμάστηκε..........
Ολοι μένουν σιωπηλοί..
-ΠΕΠΕΛ-Ε που να σε πάρει ο διάβολος,  μας έκανες την ψυχή μαύρη...είδες η χώρα της δικαιοσύνης;  δεν υπάρχει τελικά..


 Μαξίμ Γκόρκι-Στο βυθό
(Το κείμενο έχει μεταφερθεί αυτούσιο, απο το βιβλίο )

................................................................................................................................






Ο Μάξιμ Γκόρκι είναι ένας από τους μεγαλύτερους Ρώσους συγγραφείς. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πεσκώφ. Γεννήθηκε το 1868 στο Νίζνι-Νοβγορόντ από φτωχούς γονείς. Ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν πολύ μικρός και η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε. `Ετσι, ο Μάξιμ αναγκάστηκε να ζήσει στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς του. Σε ηλικία εννιά χρονών αναγκάζεται από τη φτώχεια να φύγει από το σπίτι του παππού του και να βγει στη βιοπάλη. `Αλλαξε πολλές δουλειές αποκτώντας εμπειρίες που αργότερα θα του χρησιμέψουν στο έργο του. Καθώς γυρίζει τη Ρωσία, γνωρίζει τους ανθρώπους και τη δυστυχία που προκαλούσε το τσαρικό καθεστώς. Το 1887 κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, η οποία όμως αποτυγχάνει. Από το 1892 αρχίζει να γράφει για βιοποριστικούς κυρίως λόγους σε επαρχιακές εφημερίδες. Η πρώτη του επιτυχία έρχεται με τη δημοσίευση του διηγήματος "Τσελκάς", το 1895, στο περιοδικό του γνωστού συγγραφέα Κορολένκο. Τα διηγήματά του γίνονται στη συνέχεια ανάρπαστα, ενώ το έργο του μεταφράζεται και γίνεται γνωστό σ' όλη την Ευρώπη. Το 1902 εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας της Πετρούπολης, ενώ το 1905 συμμετέχει στην αποτυχημένη επανάσταση, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Φεύγει από τη Ρωσία για την Αμερική κι από εκεί έρχεται στην Ευρώπη. Εγκαθίσταται στο Κάπρι της Ιταλίας, όπου συνεχίζει τον αγώνα εναντίον του τσαρισμού. Εκεί γνωρίζεται και με το Λένιν. Το 1917 ο Γκόρκι συμμετέχει στην Οκτωβριανή Επανάσταση με το μέρος των μπολσεβίκων. Λίγο αργότερα όμως ξαναφεύγει στο Κάπρι, για να ξαναγυρίσει στη Ρωσία το 1928, όπου γιορτάζονται τα 60 χρόνια από τη γέννηση του. Τα κυριότερα έργα του είναι: "Οι μικροαστοί", "Στο Βυθό", "Τα παιδιά του ήλιου", "Οι βάρβαροι", "Οι εχθροί", "Παράξενοι άνθρωποι", "Τσελκάς", "Οικογένεια Ορλώφ", "Οι τρεις", "Η μάνα", "Η εξομολόγηση", "Το καλοκαίρι", "Ιταλικά παραμύθια", "Τα παιδικά χρόνια", "Στη χώρα των Σοβιέτ" κ.α. Ο Μάξιμ Γκόρκι πέθανε το 1936 στη Μόσχα. 
ΠΗΓΗ :  > Ξένη Λογοτεχνία > Μάξιμ Γκόρκι - Βιογραφικό 
.................................................................................................................................................................. 

20 Ιανουαρίου 2016

Έξω βρέχει...


Βρέχει και βρέχει έξω εκεί ...με μια βροχή.. σιγανή και ασταμάτητη....ποτιστική ...ποτίζει ...δροσίζει ...νοτίζοντας το χώμα....
Βιαστικοί ...περαστικοί διαβάτες...να κρυφτούν στο περβάζι που σταλάζει προσπαθούν...
Χάνεται το βλέμμα στον ορίζοντα ...ένα έγινε το γκρίζο με της θάλασσας την γαλάζια τη γραμμή...ένα σαν ένα πέλαγος της γης και του ουρανού το χρώμα...
Δεν είναι μελαγχολική εικόνα αυτή...κι ας σκοτεινή σου μοιάζει....
Ρίχνει ποτιστική βροχή...ξεπλένει...ήχους σιγανούς κι ελπίδα για αναγέννηση και ανανέωση υπόσχεται να φέρει...

Μα εσύ θλιμμένος στη γωνιά...τα ρούχα σου φυλάς μη και βραχούν και τα μουσκέψεις....
Kι ύστερα τρέχεις να χωθείς σε κάμαρες ζεστές που ονειρεύεσαι...και νοσταλγείς...κι εικόνες μπρος στα τρομαγμένα και βρεγμένα απ' τη βροχή τα μάτια σου να ζωγραφίσεις...
Μικρές και φτωχικές σου μοιάζανε οι κάμαρες του τόσο δα μικρού του τόπου σου...μα ήτανε αγάπη...ζεστασιά...γέλιο και ευτυχία σπαρμένες...
Βαριά τα βήματά σου σέρνεις τώρα πια στο καφενείο με τις λάμπες τις χλωμές και τα χαμηλωμένα φώτα να βρεθείς...παλιές σου θύμησες στη λησμοσύνη προσπαθείς να μην αφήσεις...

Περαστικέ διαβάτη....τόμαθες και τώρα καλά το ξέρεις...πως όσο κι αν βραχείς...σαν μια καινούρια προσμονή...με το σταμάτημα των σταλαγματιών επάνω στο κορμί σου...το ''άλλο''  το ''ολόφρεσκο'' ... το ''καινούριο'' θα φυτρώσει...
Είναι που νότισε η γη απ' την πολλή βροχή...και να καρπίσει καρτερεί και πάλι...
Αν σκέφτηκες...αν μπόρεσες...τις λάσπες από πάνω σου να διώξεις...αν και το εκατόρθωσες ...
δροσοσταλίδες μες στο νου εκεί να σε δροσίζουν...μη φοβηθείς τη σιγανή βροχή...ποτιστική.. και γόνιμο το έδαφος θα κάνει...
Έτσι γεννιούνται στη ζωή οι φρέσκιες... οι γόνιμες και καρπερές εκτάσεις...μόνο μετά από βροχή......

 Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη. 
................................................................................................................................................................

Υπέροχο Βίντεο...υπέροχη μουσική...θαυμάσιες σκέψεις....

                                                                Lost Bodies ( Vrohi...)
                                       Music, lyrics & video by Lost Bodies, Vocals : Silia

"Όπου μένω εγώ, η βροχή σταματάει νωρίς. Οι λίμνες γίνονται γούρνες λάσπης και τα ποτάμια ουλές στο φλοιό της γης. Oι άνθρωποι χαίρονται προσωρινά την καλοκαιρία, γρήγορα όμως επιζητούν μια συννεφιά που χρησιμεύει και ως σκιά. Η απόσταση ως την επόμενη βροχή είναι άδικη, άδικος και ο χρόνος που δε με λυπάται [...] και η βροχή... η βροχή πάντα σταματάει νωρίς."

....................................................................................................................................................................

Όντρεϊ Χέπμπορν - Αξεπέραστη και Διαχρονική....

 Ζωή σαν παραμύθι....

Γεννήθηκε στις Βρυξέλλες ως Όντρεϊ Καθλήν Ράστον στις 4 Μαίου του 1929. Ο πατέρας της ήταν Ιρλανδός τραπεζίτης και η μητέρα της Ολλανδέζα αριστοκράτισσα. Ο πατέρας της αργότερα προσέθεσε το επώνυμο της γιαγιάς του από την πλευρά της μητέρας του, της Καθλήν Χέπμπορν, στο οικογενειακό επώνυμο. Οπότε το επώνυμο της Όντρεϊ έγινε Χέπμπορν – Ράστον. Εξαιτίας της δουλειάς του πατέρα της αναγκάζονταν συνεχώς να μετακομίζουν ανάμεσα στις Βρυξέλλες, την Αγγλία και την Ολλανδία. Όμως το 1935 οι γονείς της πήραν διαζύγιο, και ο πατέρας της, που προσέκειτο στους Ναζί, άφησε την οικογένειά του. Το 1939 η μητέρα της πήρε την απόφαση να μετακομίσει μαζί με τα παιδιά της στο σπίτι του παππού τους στην Ολλανδία, καθώς πίστευε ότι ήταν μια χώρα ασφαλής από τη γερμανική εισβολή.

 Εκεί η Χέπμπορν φοίτησε στο ωδείο και μυήθηκε στο μπαλέτο.Το 1940 οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ολλανδία. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η Χέπμπορν υιοθέτησε το ψεύτικο όνομα Ίντα φαν Χέεμστρα, αλλάζοντας τα έγγραφα της μητέρας της γιατί ένα όνομα που ακουγόταν έντονα αγγλικό θεωρήθηκε επικίνδυνο.Μέχρι το 1944 η Χέπμπορν είχε εξελιχθεί σε πολύ καλή μπαλαρίνα. Μυστικά χόρευε σε συγκεντρώσεις για να μαζέψει χρήματα για την ολλανδική αντίσταση. Αργότερα δήλωσε πως " το καλύτερο κοινό που είχα ποτέ δεν έκανε τον παραμικρό ήχο στο τέλος της παράστασής μου".
Η Χέπμπορν πέρασε πολύ δύσκολες στιγμές κατά τη γερμανική κατοχή. Έχασε δικούς της ανθρώπους σε στρατόπεδα εργασίας, άλλους τους είδε να εκτελούνται μπροστά της ενώ η ίδια αρρώστησε βαριά. Παρομοίαζε μάλιστα τον εαυτό της με την Άννα Φρανκ καθώς είχαν την ίδια ηλικία και τα ίδια βιώματα. Ήταν και οι δυο τους παιδιά που μεγάλωσαν, έχασαν την παιδικότητά τους και ωρίμασαν απότομα κάτω από τις σκληρές και απάνθρωπες συνθήκες του πολέμου. Όταν τελείωσε ο πόλεμος το 1945 μετακόμισε στο Άμστερνταμ και μετά στο Λονδίνο όπου παρακολούθησε μαθήματα μπαλέτου από διάσημες δασκάλες. Όμως η οικογένειά της ήταν πολύ σε πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση και η Χέπμπορν σαν μπαλαρίνα δεν είχε καλές απολαβές για αυτό αποφάσισε να στραφεί στην υποκριτική, μιας και εκεί θα έπαιρνε 3 λίρες παραπάνω.

Παρότι η Χέπμπορν είχε πολύ ωραίους παρτενέρ στην κινηματογραφική της ζωή στην προσωπική της επέλεξε δύο. Παντρεύτηκε τον Μελ Φερέρ, έμειναν μαζί 14 χρόνια και απέκτησαν ένα γιο. Ο δεύτερος γάμος της ήταν με τον Ιταλό ψυχολόγο Αντρέα Ντότι, με τον οποίο απέκτησε άλλο ένα γιο. Στα τελευταία χρόνια της ζωής της είχε πλάι της τον Ολλανδό ηθοποιό Ρόμπερτ Ουόλντερς.

Η Όντρεϊ Χέπμπορν διέθετε και εσωτερική ομορφιά και μεγαλείο ψυχής. Σύντομα μετά το τέλος της καριέρας της στον κινηματογράφο, η Χέπμπορν ανακηρύχθηκε Πρέσβειρα Καλής Θελήσεως του Οργάνωσης για τα Παιδιά των Ηνωμένων Εθνών. Ευγνώμων για την καλή της τύχη να επιβιώσει της γερμανικής κατοχής ως παιδί, αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής της για τη βοήθεια παιδιών σε φτωχές χώρες. Στα ταξίδια της τη διευκόλυνε η ευρεία γνώση της σε ξένες γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, ολλανδικά.

Ήταν 20 Ιανουαρίου 1993 που έφυγε από τη ζωή...αφήνοντας πίσω της το αξεπέραστο στυλ της.



 Αν υπήρχε πραγματικά εκείνος ο μαγικός καθρέφτης των παραμυθιών και τον ρωτούσε κάποιος: "Καθρέφτη καθρεφτάκι μου ποια είναι η πιο όμορφη; " σίγουρα η Χιονάτη θα έφτανε δεύτερη και με μεγάλη διαφορά. Αν κάποιος ηθοποιός ονειρεύεται πάντα να αποκτήσει ένα βραβείο Όσκαρ σίγουρα δεν τολμά να φανταστεί, ούτε στα πιο τρελά του όνειρα, ότι μπορεί να αποκτήσει 4 διεθνούς φήμης βραβεία. Και αν κάποιος αναρωτιέται ποιος είναι αυτός που έχει καταφέρει να μείνει διάσημος στο πέρασμα του χρόνου και για το ταλέντο και για την ομορφιά του τότε θα πρέπει σίγουρα να διαβάσει την βιογραφία της Όντρεϊ Χέπμπορν.

Πηγή : Βιογραφίες - Βικιπαίδεια
.................................................................................................................................................................. 

19 Ιανουαρίου 2016

Τζιάνι Ροντάρι: Από ποιο ύψος θα κοιτάξεις τον κόσμο;


Το να καταφέρει ένα βιβλίο να κάνει τα παιδιά να παίξουν είναι μεγάλη επιτυχία», πιστεύει ο διάσημος παραμυθάς της επινόησης, Τζιάνι Ροντάρι.

«Γεγονός είναι ότι στο σχολείο διαβάζουν τα κείμενα για να τα κρίνουν και να τα ταξινομήσουν και όχι για να τα καταλάβουν. Το κοσκίνισμα της "ορθότητας" συγκρατεί και αξιοποιεί τα χαλίκια, αφήνοντας το χρυσό να περάσει...». Σκέψεις του Ιταλού Τζιάνι Ροντάρι (Gianni Rodari) στον οποίον το 1970 απονεμήθηκε το βραβείο Άντερσεν, η μεγαλύτερη διάκριση διεθνώς για συγγραφέα παιδικής λογοτεχνίας.

Γεννημένος στο Πιεμόντε το 1920 (πέθανε στην Ρώμη το 1980) θεωρείται ένας από τους πιο διακεκριμένους και πρωτοποριακούς παιδικούς συγγραφείς στην Ιταλία κατά τον 20ο αιώνα.
Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε ολόκληρο τον κόσμο (πολλά από αυτά κυκλοφορούν και στα ελληνικά) και έχουν διαβαστεί από εκατομμύρια παιδιά.


Μεγαλωμένος στην εποχή του φασισμού στην Ιταλία, άρχισε να διαβάζει Μαρξ από τα χρόνια του σχολείου. Η σταδιοδρομία του ξεκίνησε ως δάσκαλος, αλλά προς το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου εντάχθηκε στο κομμουνιστικό κόμμα και συμμετείχε στο ιταλικό κίνημα αντίστασης. Μετά το πόλεμο ξεκινά να γράφει ως δημοσιογράφος κείμενα για παιδιά στην αριστερή εφημερίδα  L'Unità, στο Μιλάνο.

Η δεκαετία του 1950 ήταν μια έντονα δημιουργική στιγμή για τον Ροντάρι, κατά την οποία δημοσίευσε εκατοντάδες ποιήματα και ιστορίες για παιδιά. Κινείται μακριά από τον κομμουνιστικό έλεγχο, αλλά εξακολουθεί να εργάζεται για τον Τύπο της Αριστεράς.

Το πρώτο του βιβλίο, Il libro delle filastrocche (The Book of Rhymes, 1950), περιείχε απίθανους κωμικούς στίχους, ενώ το δεύτερο, το Il Romanzo di Cipollino (1951), αποτέλεσε μια φανταστική αφήγηση για έναν τύραννο πρίγκιπα, όπου η φαντασία ήταν μεθόδους αντιμετώπισης των πολιτικών και κοινωνικών δεινών του χρόνου.

Καθ 'όλη τη δεκαετία, η Εκκλησία τον είδε ως απειλή για τα νεανικά μυαλά και πρότεινε την απαγόρευση των βιβλίων του στα σχολεία.
Εκείνος συνέχισε να εργάζεται σε στενή επαφή με παιδιά και δασκάλους μέσα από το Εκπαιδευτικό Κίνημα Συνεργασίας. Κατά την ίδια περίοδο, βοήθησε να προωθηθούν εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, ενώ μερικά από τα σημαντικότερα και δημοφιλέστερα έργα του άρχισαν να εμφανίζονται...


«Παραμύθια από το Τηλέφωνο», αφηγούνται ιστορίες και συμπορεύονται δημιουργικά στον «Πλανήτη των Χριστουγεννιάτικων Δέντρων». Ανθίζουν παιδικά χαμόγελα σαν ακούν τα «Παραμύθια σαν Πλατύ Χαμόγελο», ενώ «ο Κρεμμυδάκης» συντροφεύει με επιτυχία τους, «Εφευρέτες Αριθμών». Η καταιγιστική δράση ξεκινά όταν βγαίνουν τα «Ζώα έξω από το Κλουβί», και η «Αλίκη στη Χώρα της Περιέργειας»αφήνεται σε ερωτήσεις και απαντήσεις. Κι «Όταν οι καμπάνες σταμάτησαν τον Πόλεμο», γεννήθηκαν οι«Φλυαρίες ανάμεσα στον Ουρανό και τη Γη». Η γιορτή των ιστοριών συνεχίζεται με πρωταγωνιστή μια«Τούρτα στον Ουρανό».

Ιδιαίτερη θέση κατέχει το έργο του, «Γραμματική της Φαντασίας». Ο Ροντάρι εισήγαγε την τέχνη να εφευρίσκεις ιστορίες. Προσπάθησε να αναδείξει τη δύναμη και τον πλούτο της φαντασία δίνοντας δικές του ιδέες και μεθοδολογίες. Το έργο του "Γραμματική της Φαντασίας» αποτελεί ένα εγχειρίδιο για εκπαιδευτικούς και γονείς. Η ευφάνταστη κληρονομιά που εκπόνησε και εμπλούτισε ο Ροντάρι παρέχει μια απελευθερωτική προσέγγιση για την πολιτισμένη σύγχρονη ζωή. Σκοπός του δεν ήταν να συγκαλύψει και να γλυκάνει μέσω της φαντασίας, αλλά να χρησιμοποιήσει τη φαντασία για να διδάξει στα παιδιά την αλήθεια για την πραγματικότητα. «Σκοπός δεν είναι να ενθαρρύνουμε στο παιδί κενές φαντασιοπληξίες, αλλά να το βοηθήσουμε να φανταστεί τον εαυτό του και τη μοίρα του.»


Ο κόσμος του παιχνιδιού για τον Ροντάρι είναι σύνθετος και βαθιά αναγκαίος. Βοηθάει στην ουτοπία...

«Το παιχνίδι αποδίδει απείρως περισσότερο αν το χρησιμοποιούμε για να ευχαριστήσουμε το παιδί, να του παρουσιάσουμε ένα μέλλον με ικανοποιήσεις και ανταμοιβές, λέγοντάς του το σαν παραμύθι. Ξέρω καλά ότι το μέλλον δεν θα είναι σχεδόν ποτέ ωραίο σαν το παραμύθι. Δεν είναι όμως αυτό που μετράει. Ωστόσο, είναι ανάγκη το παιδί να κάνει προμήθειες αισιοδοξίας και εμπιστοσύνης, για να προκαλέσει τη ζωή. Και μετά, μην παραβλέπουμε την παιδαγωγική αξία της ουτοπίας. Αν δε ελπίζαμε, σε πείσμα όλων, σε έναν καλύτερο κόσμο, ποιος θα μας υποχρέωνε να πάμε στον οδοντίατρο;»

Ποιος είναι όμως ο εχθρός της σκέψης, της ικανότητας να εφευρίσκεις ιστορίες;

«Εχθρός της σκέψης είναι η πλήξη. Αν όμως καλέσουμε τα παιδιά να σκεφτούν τι θα συνέβαινε αν, η Σικελία έχανε τα κουμπιά της, είμαι έτοιμος να στοιχηματίσω όλα μου τα κουμπιά ότι δεν θα έπλητταν».


Ενώ δημιουργικός ένας νους;

«Ένας νους που δουλεύει συνεχώς, που κάνει πάντα ερωτήσεις, που ανακαλύπτει προβλήματα εκεί όπου οι άλλοι βρίσκουν ικανοποιητικές απαντήσεις, που νιώθει άνετα σε ρευστές καταστάσεις όπου οι άλλοι μυρίζονται μόνο κινδύνους, που είναι ικανός για αυτόνομες και ανεξάρτητες κρίσεις, που αρνείται το κωδικοποιημένο, που ξαναχειρίζεται αντικείμενα και έννοιες χωρίς να εμποτίζεται από κομφορμισμούς. Όλες αυτές οι ιδιότητες εκδηλώνονται στη δημιουργική διαδικασία.»

Υπάρχει σχέση ανάμεσα στα μαθηματικά και στα παραμύθια;

«Τα παραμύθια χρησιμεύουν στα μαθηματικά όπως τα μαθηματικά χρησιμεύουν στα παραμύθια. Χρησιμεύουν ακριβώς επειδή φαινομενικά δεν χρησιμεύουν σε τίποτα, όπως η ποίηση και η μουσική, όπως το θέατρο ή ο αθλητισμός (όταν δεν γίνονται επιχείρηση). Χρησιμεύουν στον ολοκληρωμένο άνθρωπο.»

παιδιά και βιβλία...

«Η αποφασιστική συνάντηση ανάμεσα στα παιδιά και στα βιβλία γίνεται στα σχολικά θρανία. Αν συμβεί σε ένα δημιουργικό πλαίσιο, όπου θα μετράει η ζωή και όχι η άσκηση, θα μπορέσει να αναδυθεί αυτή η ευχαρίστηση για το διάβασμα με την οποία δεν γεννιόμαστε, γιατί δεν είναι ένστικτο. Εάν συμβεί σε ένα γραφειοκρατικό πλαίσιο, (αντιγραφές, γραμματικές αναλύσεις, περιλήψεις, κ.ά.) τότε τα παιδιά θα ξέρουν να διαβάζουν αλλά μόνο όταν θα είναι υποχρεωμένα. Και πέρα από την υποχρέωση θα καταφεύγουν στα κόμικς -ακόμα και όταν θα είναι ικανά για πιο σύνθετα αναγνώσματα-, ίσως επειδ ή τα κόμικς δεν "μολύνθηκαν" από το σχολείο.»

                                                                        Τζιάνι Ροντάρι
                                           


                                                             



Στάσου και κοίταξε τον κόσμο. Διάλεξε τη δική σου θέαση κάθε φορά...

«Τον κόσμο μπορείς να τον κοιτάξεις από το ύψος ενός ανθρώπου αλλά και από εκείνο ενός σύννεφου. Στην πραγματικότητα, μπορείς να μπεις από την κεντρική πόρτα ή να χωθείς -είναι πιο διασκεδαστικό- από ένα παραθυράκι.»

Πηγή: storieumane.gr
.................................................................................................................................................................

Το Κοριτσάκι που Ταξίδεψες.....







Στο ταξίδι μας αυτό που κινήσαμε να πάμε στις ράγες της ζωής...μόνοι μας ή με συνεπιβάτες,σε σταθμούς πολλούς μας έβγαλε....άλλοτε εικόνες  ζωντανούς ...γεμάτους ..κι άλλοτε σταθμούς χωρίς άνθια στολισμένους...γκρίζους... και τοπία με σύννεφα μπροστά...
Μα από το παραθύρι της δεύτερης της θέσης του τρένου.. που εδιάλεξες..που μπόρεσες το εισιτήριο να καταβάλλεις, τίποτα δεν σε εμπόδισε όλα της γης τοπία να τα σεργιανίσεις.... 
Τώρα δεν εγκατέλειψες...στην ίδια θέση κάθεσαι του οχήματος, του τρένου που αργά -αργά τις ράγες διασχίζεις και στο τέλος της διαδρομής πασχίζει να σε βγάλει...
Πόση ομορφιά ...λαχτάρα και συγκίνηση θα αισθανθείς...στ' αντίκρυσμα της στάσης που εδιάλεξες για πάντα να κατέβεις...!!!!!!!!!

Είναι που εσύ τον διάλεξες...και τον κυνήγησες ...και πάλεψες για να τον συναντήσεις ...
Τι κι αν ... τους φαίνεται τους άλλους φτωχικός ο δικός σου ο σταθμός ?

Μόνη σου ή με συνεπιβάτες διέσχισες ετούτο το σταθμό ...μη φοβηθείς ..προσπάθησε σε τούτη τη γωνιά να ησυχάσεις και τα όνειρα της νύχτας ...μες στη μέρα μην πετάξεις....
Πάντα τα τρένα εκεί που ονειρευόμαστε μας βγάζουν...
Δεν είν' τα όνειρα των αλλωνών δικά σου...φανταχτερά ...προκλητικά ...χρωματισμένα κι αν φαντάζουν...και πάψε ξένα να ονειρεύεσαι για σε...
Οι απολογισμοί δεν σου ταιριάζουν ...ούτε οι οπισθοχωρήσεις πια σου πρέπουν....

Βρίσκεσαι ήδη στο δικό σου τον σταθμό...ήταν βαρύ το τίμημα του ναύλου σου ..που αναγκάστηκες να το πληρώσεις...μα τα κατάφερες θαρρώ...εσύ να ταξιδέψεις....
Άλλωστε πρώτη ή δεύτερη η θέση που ταξίδεψες...κανείς δεν το κατόρθωσε τα μάτια στο σεργιάνι να σου κλείσει...είσαι γεμάτη με πολύτιμες  αποσκευές και εικόνες....
Το κοριτσάκι που εδιάλεξες συνεπιβάτη σου να έχεις...στην διπλανή τη θέση μέσα σου...ποτέ δεν σε εγκατέλειψε... του άρεσε η θέση αυτή και χαμογελαστό κι αυτό...στην ίδια στάση θα κατέβει....μέσα στον ίδιο το σταθμό...στις ράγες της ζωής σου...
Αρμονικά εταξιδέψατε μαζί...ώρες και μέρες ατελείωτες...και να ο σταθμός μπροστά σας...

Σοφία Θεοδοσιάδη
................................................................................................................................................................

 

 

18 Ιανουαρίου 2016

Είμαι το Φάντασμα αυτών που δεν κατάφεραν να φτάσουν και δεν θα φτάσουν....


Ο βραβευμένος με Oscar Robert De Niro συνεργάζεται για πρώτη φορά με τον installation artist JR στο φιλμ μικρού μήκους με τίτλο «Ellis», το οποίο πραγματεύεται τις συγκλονιστικές ιστορίες των μεταναστών που κατέφθασαν κατά εκατομμύρια στις αρχές του αιώνα στο γνωστό Ellis Island, προσδοκώντας σε μια καλύτερη ζωή στις ΗΠΑ.

Στο μικρό νησάκι, επί του οποίου βρίσκεται χτισμένο το εντυπωσιακό Άγαλμα της Ελευθερίας, διαδραματίστηκαν άπειρες ιστορίες ανθρώπινου πόνου και ανεκπλήρωτων ελπίδων, αφού ουσιαστικά χρησίμευσε ως το «φίλτρο» για να λάβουν οι μετανάστες την πολυπόθητη άδεια παραμονής και εργασίας του στις ΗΠΑ, ένα όνειρο που απέκτησε μεγάλες διαστάσεις στις αρχές του 20ού αιώνα, όπου η Αμερική φάνταζε σαν τη Γη της Επαγγελίας.

Στο φιλμ μικρού μήκους του JR, ο Robert De Niro ενσαρκώνει έναν από τους εκατομμύρια μετανάστες που βρέθηκαν στο Ellis Island Immigrant Hospital, στο νοσοκομείο που από το 1902 που ξεκίνησε τη λειτουργία του πέρασαν τουλάχιστον 1,2 εκατομμύρια μετανάστες, πολλοί εκ των οποίων δεν κατάφεραν ποτέ να φτάσουν στον προορισμό τους, εξαιτίας των ασθενειών που μάστιζαν τον πληθυσμό της εποχής.

Μέσα στο επιβλητικό και ερειπωμένο πια Ellis Island Immigrant Hospital, o JR χρησιμοποιεί τα installations, που κατασκεύασε από φωτογραφίες πραγματικών μεταναστών της εποχής, ως φυσικό σκηνικό για την πλοκή του φιλμ, με τον Robert De Niro στον ρόλο του αφηγητή της δραματικής ιστορίας εκατομμυρίων ανθρώπων που άφησαν τον τόπο τους για μια καλύτερη ζωή και ένα υποσχόμενο -αν και αβέβαιο- μέλλον.

Το φιλμ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο The New Yorker Festival στις 4 Οκτωβρίου, ενώ μόλις σήμερα κυκλοφόρησε ολόκληρο στο διαδίκτυο και μάλιστα με ελληνικούς υποτίτλους:

http://didee.gr/2016/01/18/ellis-dite-olokliro-to-sigklonistiko-film-mikrou-mikous-tou-robert-de-niro-me-ellinikous-ipotitlous/ 


Aφιερώστε μόνο 14 λεπτά από το χρόνο σας...για το παραπάνω, σπάνιο Βίντεο αυτό, με Ελληνικούς υποτίτλους....
.................................................................................................................................................................
Συγκρίνετε και παραλληλίστε....
<<Λυπάμαι είμασταν τόσο κοντά >>>
Ζωές που ψάχνουν το <<Απέναντι >>
Άνθρωποι διαφορετικού σχήματος ,χρώματος και μεγέθους....
Μα '''άνθρωποι''.
Είμαι το φάντασμα αυτών που δεν κατάφεραν να φτάσουν και δεν θα φτάσουν....
Ένας κόσμος υποκριτικός '''ένας κόσμος αδιάφορος...μα και ένας κόσμος στις μικρές λεπτομέρειες...στους λίγους...γεμάτος συναισθήματα ...μνήμη και ανθρωπιά...

Σοφία Θεοδοσιάδη 

..................................................................................................................................................................

17 Ιανουαρίου 2016

Ο μύθος της Αμυγδαλιάς...

Ήταν κάποτε στη Θράκη, μια πανέμορφη πριγκίπισσα, η Φυλλίς, η οποία ερωτεύτηκε το γιο του Θησέα, τον Δημοφώντα. Οι δύο νέοι γνωρίστηκαν όταν το καράβι του νεαρού Αθηναίου Δημοφώντα επέστρεφε από την Τροία.
Παντρεύτηκαν αλλά μετά από λίγο καιρό ο νεαρός Αθηναίος νοστάλγησε την πατρίδα του και η ερωτευμένη πριγκίπισσα μη αντέχοντας να τον βλέπει στεναχωρημένο ,τον άφησε να γυρίσει πίσω και αν την αγαπούσε πραγματικά θα ξαναγύριζε και τότε θα ήταν πραγματικά και ειλικρινά δικός της.

Έτσι κι έγινε, και η ερωτευμένη Φυλλίς έμεινε μόνη να περιμένει τον εκλεκτό της για χρόνια ώσπου μαράζωσε και πέθανε από τη θλίψη της.Όμως οι θεοί που ήξεραν την ιστορία της την μεταμόρφωσαν σε δέντρο για να μπορεί να περιμένει για περισσότερα χρόνια τον αγαπημένο της.Έτσι η ερωτευμένη γυναίκα δεν πέθανε αλλά έγινε το δέντρο, που έμελλε να γίνει σύμβολο της ελπίδας : η Αμυγδαλιά.

Έλεγαν λοιπόν ότι μετά από χρόνια και όταν ο Δημοφώντας επέστρεψε στη Θράκη , βρήκε την αγαπημένη του και πιστή γυναίκα , όχι περιστοιχισμένη από μνηστήρες ,αλλά ένα ξερό δέντρο δίχως φύλλα στη μέση του παγωμένου τοπίου.Απελπισμένος και γεμάτος τύψεις αγκάλιασε τον κορμό της και τότε εκείνη πλημμύρισε ανθούς στη μέση του χειμώνα νικώντας το θάνατο.

Μια άλλη εκδοχή του μύθου για την αμυγδαλιά αναφέρει ότι η φυλλίς έμεινε πίσω περιμένοντάς τον , στον τόπο της τελετής του γάμου της.Τα χρόνια περνούσαν και ο Δημοφώντας δεν επέστρεφε.Απελπισμένη η βασιλοπούλα που τον έχασε για πάντα πήγε και κρεμάστηκε σ'ένα δέντρο. Το δέντρο κράτησε την ψυχή της κι από τότε δεν ξανάβγαλε φύλλα , ούτε άνθισε.

Κάποτε με τα χιόνια του Γενάρη γύρισε ο γιος του Θησέα. Σαν έμαθε τον τραγικό χαμό της αγαπημένης του πήγε, αγκάλιασε το δέντρο και αυτό άρχισε να βγάζει τρυφερά φύλλα και άνθη. Η ψυχή της βασιλοπούλας ένιωσε χαρά με το γυρισμό του Δημοφώντα μα δεν ξαναπήρε την ανθρώπινη μορφή της. Έμεινε δέντρο και κάθε χρόνο το Γενάρη, στολίζεται με κάτασπρα λουλούδια.
Έτσι η αμυγδαλιά, έγινε σύμβολο της ελπίδας, δείχνοντας ότι η αγάπη δεν μπορεί να νικηθεί από το θάνατο.
...................................................................................................................................

                     Λαογραφική ιστορία της αμυγδαλιάς.                                                                                       
                                                                                                                                                                                                              
Η Αμυγδαλιά ήταν μια όμορφη κόρη και κατοικούσε σ΄ ένα μεγάλο πύργο. Η μητέρα της την είχε μονάκριβη , τη λάτρευε τόσο πολύ και δεν την άφηνε το χειμώνα να βγει έξω ούτε μια φορά, για να μην κρυώσει. Έτσι , η Αμυγδαλιά καθόταν τις χειμωνιάτικες μέρες πίσω από το τζάμι του παραθύρου της , μέσα στη ζεστασιά του δωματίου της και από εκεί έβλεπε τη βροχή να πέφτει,τον άνεμο να
  λυσσομανάει και πολλές φορές να ξεριζώνει τα δέντρα , το χιόνι να στροβιλίζεται και να ντύνει κάτασπρη τη γη , τα σπουργιτάκια να ψάχνουν με κόπο να βρουν κάτι για να τσιμπήσουν.

Μια μέρα ο Βοριάς , ο πιο ψυχρός από τους ανέμους που φυσάνε στη γη, έτυχε να περάσει έξω από τον πύργο, είδε την Αμυγδαλιά πίσω από το παράθυρό της , τον θάμπωσε τόσο πολύ η ομορφιά της , την αγάπησε κι έβαλε σκοπό να την παντρευτεί. Αλλά…ποια κοπέλα θα δεχόταν να παντρευτεί τον άνεμο; Έτσι ο Βοριάς αποφάσισε να μεταμορφωθεί σε άνθρωπο. Είχε μαγική δύναμη και το κατάφερε πολύ εύκολα. Μεταμορφώθηκε λοιπόν σ΄ ένα ωραίο παλικάρι , σ΄ έναν ιππότη και μια μέρα στάθηκε έξω από το παράθυρο της Αμυγδαλιάς.

Η όμορφη κόρη θαμπώθηκε κι αυτή από την ομορφιά του παλικαριού και δεν άργησε να τον αγαπήσει. -Γιατί δεν ανοίγεις το παράθυρό σου να σε δω από κοντά; τη ρώτησε μια μέρα ο Βοριάς. -Δεν μπορώ , του απάντησε η Αμυγδαλιά .Όσο κρατάει ο χειμώνας η μητέρα μου δε μ΄ αφήνει να βγω από το δωμάτιό μου ούτε ν΄ ανοίξω το παράθυρό μου, γιατί είμαι τόσο ντελικάτη και θα κρυώσω. Θα πρέπει να περιμένεις να έρθει το καλοκαίρι. -Το καλοκαίρι δεν περνώ από αυτά τα μέρη , της είπε ο Βοριάς. Να πεις στη μητέρα σου πως θέλω να σε παντρευτώ και τότε θα σ΄ αφήσει να βγεις από το δωμάτιό σου.

Μίλησε την ίδια εκείνη μέρα η Αμυγδαλιά στη μητέρα της για τον όμορφο νέο που είχε γνωρίσει και την παρακάλεσε να της επιτρέψει να τον παντρευτεί. -Μα…ποιος είναι αυτός ο νέος; τη ρώτησε η μητέρα της. Πώς να σε παντρέψω με έναν άγνωστο; Κι έπειτα…πώς θα μπορέσεις να βγεις έξω με αυτό το κρύο; Άφησε να ζεστάνει ο καιρός και τότε μπορείς να βγεις για να γνωρίσεις από κοντά το νέο που αγαπάς. -Να βγω έστω και για λίγο, την παρακάλεσε η Αμυγδαλιά. -Μην είσαι τόσο βιαστική κόρη μου, τη συμβούλεψε πάλι η μητέρα της.Υπάρχουν τόσοι και τόσοι νέοι που θα ήθελαν να σε παντρευτούν. Μη δίνεις και τόση εμπιστοσύνη σε αυτόν τον άγνωστο.

Η Αμυγδαλιά όμως δεν άκουσε τη συμβουλή της μητέρας της και μια μέρα που εκείνη έλειπε από τον πύργο , ντύθηκε στα λευκά , σα νύφη , άνοιξε την πόρτα κι έτρεξε να συναντήσει τον ιππότη της και να φύγει μαζί του… Ο Βοριάς την έσφιξε στην αγκαλιά του μα…ήταν τόσο παγωμένος και η Αμυγδαλιά ήταν τόσο άμαθη στο κρύο. Έτσι, δεν άργησε να παγώσει το σώμα της, να παγώσει η καρδιά της και να ξεψυχήσει…Δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι ο νέος που αγαπούσε ήταν ο Βοριάς που παγώνει το καθετί στο πέρασμά του.

Ο θεός λυπήθηκε πολύ για το θάνατο της Αμυγδαλιάς και πάνω στον τάφο της έκανε ν΄ ανθίσει ένα δέντρο που πήρε τ΄ όνομά της. Από τότε, ακόμα και μέσα στο βαρύ χειμώνα , η αμυγδαλιά βιάζεται ν΄ ανθίσει.Τα λευκά της λουλούδια μοιάζουν με νυφικό πέπλο. Βιάζεται να συναντήσει τον αγαπημένο της Βοριά και να τον παντρευτεί. Κι εκείνος , παγώνει και μαραίνει χωρίς να το θέλει τα λουλούδια της...
ΠΗΓΗ : Λαογραφία - Μυθολογία.
................................................................................................................................... 

Σκέψεις ....με άρωμα Σοφίας.



Πάντα πίστευα πως μέσα από τους μύθους και τα παραμύθια, τα πιο γλυκά τα λόγια και τα συμπεράσματα ηχούν στα αυτιά μας...
Γλυκός ο τρόπος για να μάθεις την αγάπη και το θάνατο , την προσμονή και την καρτερικότητα...την αφοσίωση...την πίστη...την ελπίδα...

Υπάρχουν ναι.. κι αυτοί οι άνθρωποι, αυτοί οι χαραχτήρες , όσο κι αν μοιάζει ουτοπικό, όσο κι αν φαίνεται παράταιρο σε μια τόσο γρήγορη και βιαστική εποχή...που όλα σαν μιας χρήσεως μαντιλάκια τα πετάει...

Υπάρχουν άνθρωποι και χαραχτήρες που πιστεύουνε και  στην αληθινή αγάπη...στο άγγιγμα της ψυχής...στο άγγιγμα του έρωτα...και μένουνε πιστοί..πιστοί στον άνθρωπο...στη δύναμη της ένωσης ...της επικοινωνίας...

Την ερωτεύτηκε για πάντα ο Βοριάς την αμυγδαλιά...
Τι υπέροχος συμβολισμός...τι εξαίσια αλληγορία...!!!!!!! 
Έρωτας ,αγάπη, αφοσίωση, πίστη, προσμονή, καρτερικότητα, λατρεία ...
Λέξεις και αξίες ανυπέρβλητες και διαχρονικές...
Υφάδια και κεντίδια και πηγές αληθινής ζωής....
Το κάθε που διαβάζεις πρέπει και να το αφουγκράζεσαι...
Το σμίλεμα του νου και της ψυχής , να το ανακαλύψεις στις διηγήσεις τις απλές, εκεί είναι κρυμμένη και η ουσία... 

Σοφία Θεοδοσιάδη.
.....................................................................................................................................

16 Ιανουαρίου 2016

Ανθείς το Καταχείμωνο Αμυγδαλιά μου εσύ...





Χειμώνας έπιασε βαρύς...λυγάνε τα κλαριά σου στη μανία του βοριά....
Μονάχη σου στην άκρη εκεί του βράχου μένεις... και σε κοιτώ ...σε παρακολουθώ....
όμορφη...λυγερή κι αγέρωχη...στα άσπρα και στα ροζ ντυμένη...καμαρώνεις...λουλούδι μου ακριβό..αμυγδαλιάς ανθός ευαίσθητος ...μα βιαστικός...και ανυπόμονος...τον ερχομό του άνθους σου κανείς ποτέ  χιονιάς ..δεν τόλμησε να σταματήσει ...να αναβάλλει....

Τρελλή θαρρούν πως είσαι εσύ και βιαστική...και τον καιρό να τον προλάβεις προσπαθείς...
Κανένας δε σε ρώτησε ποτέ...γιατί το ''Καλοκάιρι'' σου το βιάζεσαι ...λουλούδι να το κάνεις...
Τάχατες δεν είναι η αλήθεια αυτή...πως ο καιρός αν γρήγορα στην ώρα του δεν τον '''τσακώσεις'''και δεν τον εκμεταλλευτείς... και δεν τον παγιδέψεις...γρήγορα απ' το δικό σου το σταθμό...σε άλλο σταθμό θα κινήσει για να ταξιδέψει ... να κατέβει?
Ωφέλιμη η βιασύνη σου φορές - φορές...σαν θες πολύτιμα κομμάτια και του χρόνου  να εγκλωβίσεις....να γευθείς...καρπούς σαν θες και τα κλαριά σου να γεμίσεις....
Είναι τρελλή η αμυγδαλιά το καταχείμωνο π'ανθεί....μα είναι μοναδικό το θέαμα κι η εικόνα της...μες στο ξερό το άψυχο τοπίο του Χειμώνα...

Σάμπως δεν είναι μαγικό να ανθείς κι εσύ και  κόντρα να πηγαίνεις,στους ''παγερούς Χειμώνες'' και μες στους δύσκολους καιρούς ...που στο πιάτο σου αναπάντεχα οι ''χιονιστάδες '' των ανθρώπων των απανταχού..εσένα  σου σερβίρουν?
Τι όμορφη η αντίδραση των λουλουδιών σου των μοναδικών...που βιάζονται την Άνοιξη στη φύση και μέσα  στις καρδιές μας για να φέρουν....!!!!!!!!!! 

 Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη
...............................................................................................................................................................
                                                                                          ΑΝΘΙΣΜΈΝΗ ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ
                                                                                                   Γεώργιος Δροσίνης
                                                                                            
 Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά
με τα χεράκια της
κι εγέμισ’ από άνθη η πλάτη
η αγκαλιά και τα μαλλάκια της.
Κι εγέμισ’ από άνθη...

Αχ, σαν την είδα χιονισμένη την τρελή
γλυκά τη φίλησα
της τίναξα όλα τ’ άνθη από την κεφαλή
κι έτσι της μίλησα:
Της τίναξα όλα τ’ άνθη...

Τρελή, σαν θες να φέρεις στα μαλλιά σου τη χιονιά
τι τόσο βιάζεσαι;
Μονάχη της θε να `ρθει η βαρυχειμωνιά,
δεν το στοχάζεσαι;
Μονάχη της θε να `ρθει...

Του κάκου τότε θα θυμάσαι τα παλιά
τα παιχνιδάκια σου
σκυφτή γριούλα με τα κάτασπρα μαλλιά
και τα γυαλάκια σου.
Σκυφτή γριούλα...
................................................................................................................................................................


    
Το νεο-κλασσικό σήμερα, δημώδες σχεδόν για τους μεγαλύτερους σε ηλικία, τραγούδι της "ανθισμένης αμυγδαλιάς" γράφτηκε από τον Γεώργιο Δροσίνη και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο σατυρικό «Ραμπαγάς» το 1882. Ο συνθέτης του -κατά δήλωση του ιδίου- ήταν ο Γεώργιος (Τζώρτζης) Κωστής (1871-1959), ράπτης το επάγγελμα που πέθανε λησμονημένος στο Άργος, όπου τον είχε περιθάλψει ο τότε Αρχιμανδρίτης Μητροπόλεως Αργολίδος και μετέπειτα Επίσκοπος Χρυσόστομος Δεληγιαννόπουλος μετά τους σεισμούς της Ζακύνθου. Εκείνο που ίσως έχει και κάποια ιστορική αξία είναι το γεγονός ότι ο άγνωστος συνθέτης του, το μελοποίησε κατά τη διάρκεια της επιστράτευσης του 1885 με αποτέλεσμα πολύ γρήγορα να διαδοθεί από τους στρατιώτες σε όλη την Ελλάδα.


Το ποίημα αυτό το έγραψε ο Γεώργιος Δροσίνης σε νεαρή ηλικία όταν ακόμη δημοσίευε τους στίχους του με το ψευδώνυμο Αράχνη για μια χαριτωμένη μαθήτρια του Αρσακείου, εξαδέλφη του, που πράγματι συνέβη να κουνήσει την ανθισμένη νεραντζιά του κήπου του και να πέσουν τα άνθη επάνω της. Και βέβαια ποιητικά αλλά και συμβολικά η νεραντζιά έγινε αμυγδαλιά.

Οι στίχοι του ποιήματος συγκινούν περισσότερο με τις απλές εικόνες, τα ερωτικά συναισθήματα και την αντίθεση νεότητας – γήρατος σε μια φιλοσοφική σύνθεση. Η δε μουσική του αλλά και η εκτέλεσή του και σε τετραφωνία είχαν ως αποτέλεσμα να αποτελέσει το προσφιλέστερο «μελώδημα» της εποχής και για αρκετές 10ετίες της κάθε συμποτικής συγκέντρωσης ή «μουσικής οικιακής εσπερίδας».
                             
....................................................................................................................................................................

15 Ιανουαρίου 2016

Ιθάκες ψάχνεις και ονειρεύεσαι ...


Πάντα θα υπάρχει η αφορμή και πάντα η αιτία να ονειρεύεσαι...να σχεδιάζεις...να προγραμματίζεις ...να περιπλανιέσαι σε διαδρομές πρωτόγνωρες και μακρινές.....

Αρκεί μονάχα μια στιγμή ...μια τόση δα στιγμούλα...τη ρότα της σκέψης και της ζωής σου για να αλλάξει... σε τόπους άγνωρους και σε λιμάνια απάνεμα ή και φουρτουνιασμένα  να σε βγάλει...

Σαν έτοιμος από καιρό...σαν ένα κρυμμένο χαρωπό παιδί ...που έκρυβε τη μπάλα του, στο γήπεδο να βγει...πάντα εκεί κρυμμένος καρτερούσες.... 

Μπορεί τα χρόνια να διαβαίνουν ...να περνούν  ...νεράκι να κυλούν από μπροστά σου...μα αν οι ρυτίδες που στο μέτωπό σου σχηματίστηκαν...αν δεν τις άφησες και την μεγάλη σου καρδιά να ρυτιδιάσουν...και αν το πνεύμα το εφύλαξες γερά και τόθρεψες ...το πότισες ...εεε τότε ναι μπορείς ακόμα ταξίδια μακρινά να ονειρεύεσαι...ταξίδια σε θάλασσες αταξίδευτες , που σε λιμάνια ανοιχτά θε να σε πάνε ...να σε προσαράξουν....

Ναυάγησες πολλές φορές...φοβήθηκες και τόβαλες στα πόδια...
Θεωρίες άπειρες σου αναπτύξανε...και σε συμβούλεψαν σοφοί και ειδικοί...πως η ζωή πολλές παγίδες κρύβει...κι εσύ μαζεύτηκες και κλείστηκες τον φόβο σου να κρύψεις ...να ξορκίσεις αν μπορείς...χωρίς ποτέ σου να μπορέσεις τώρα εσύ...τη φλόγα από μέσα σου της αναζήτησης και του ταξιδιού να αφαιρέσεις... να ξεχάσεις...

Ανοίχτηκες και πάλι με λευκά πανιά...τις ανοιχτές τις θάλασσες που πάντα λάτρευες ...για να τις διασχίσεις...κλείνοντας ερμητικά τα αυτιά και στις Κασσάνδρες, που με εκκωφαντικές κραυγές σε προειδοποιούσαν...για να σε προφυλάξουν λέγοντας, από ναυάγια ξανά που έρχονταν για να σε συναντήσουν...
Μα ποιός άραγε γεύθηκε ταξίδια τόσο παράτολμα ωσάν κι εσέ ...το φόβο σου που πάτησες και σαν ένα άλλος Οδυσσέας χρόνια τώρα αμέτρητα, Ιθάκες ψάχνεις και ονειρεύεσαι ?

Μην τους ακούς και τη σχεδία σου ξανά στα γαλανά νερά της θάλασσάς σου πέταξε...γιατί παιδί των ανοιχτών των θαλασσών έχεις δηλώσει...και τα φουρτουνιασμένα κύματα ποτέ δεν σε φοβήσαν...και πάντα τις φουρτούνες της ζωής...μπουνάτσες διαδέχονταν και τις ακολουθούσαν..
Μα σαν θα βγεις σε απάνεμο λιμάνι.. που εσύ εδιάλεξες να δέσεις και να αράξεις...θάναι τόσο γεμάτη η ψυχή...που μονομιάς τις τρικυμίες θα κοπάσει...θα ξεχάσει...
Τι να την κάνεις μια ζωή σε λίμνες στάσιμων νερών...όταν μπροστά στα μάτια σου τα γαλανά νερά, σαν τις σειρήνες σε καλούν...σου γνέφουν ...σε φωνάζουν ?

<< Κι αν φτωχική την βρεις , η Ιθάκη δε σε γέλασε. έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν. >> Κ. Καβάφης .

 Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη.
................................................................................................................................................................... 

                                                                                    Κωνσταντίνος Καβάφης - Ιθάκη

    Σαν βγεις στο πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δε θα βρεις,
αν μεν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δε θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους.
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγματείες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά.
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στο νου σου να `χεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει.
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δε θα `βγαινες στον δρόμο.
Αλλά δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν

................................................................................................................................................................. 

13 Ιανουαρίου 2016

Εις τα θεμέλια του Φρενοκομείου - Γεωργίου Σουρή.

 

 

 

Εις τα θεμέλια του Φρενοκομείου

 

Ω Εορτή των Εορτών... Ω ευτυχής ημέρα!
Ω! τώρα πρέπει ο καθείς του Άστεως πολίτης
να βάλει στο μπαλκόνι του μια κόκκινη παντιέρα
με μια χρυσήν επιγραφή "Ζωρζής Δρομοκαΐτης".
Ναι! τώρα πρέπει στολισμός με δάφνες και μυρσίνες,
Ναι! τώρα πρέπουν κανονιές, φανάρια και ρετσίνες.

Φρενοκομείο κτίζεται και στη σοφήν Ελλάδα!
Α! ο Θεός εφώτισε τον Χιώτη τον Ζωρζή
και τώρα μέσα στου Δαφνιού τη τόση πρασινάδα
θα βρίσκουμε παρηγοριά κι η μνήμη του θα ζει.
Ω μέγα ευεργέτημα των ευεργετημάτων!
Ω μόνον οικοδόμημα των οικοδομημάτων!

Θέλει λαμπρόν Μαυσώλειον αυτός ο κληροδότης,
παιάνας κι αποθέωσιν εις τρίτους ουρανούς!...
Ευρέθη μες στους Χιώτηδες, με γνώση κι ένας Χιώτης,
κι εσκέφθη ο μεγάλος του και πρακτικός του νους
πως μέσα στην Ελλάδα μας που πλημμυρούν τα φώτα,
Φρενοκομείον έπρεπε να γίνει πρώτα-πρώτα.
..................................................................................................................................................................
 Ο Ζωρζής (Γεώργιος) Δρομοκαΐτης γεννήθηκε το 1805 στον Κάμπο της Χίου. Καταγόταν από τη βυζαντινή οικογένεια των Δερμοκαΐτη, η οποία είχε μετοικήσει στο νησί από την Κωνσταντινούπολη. Μετά την καταστροφή της Χίου από τους Τούρκους (30 Μαρτίου 1822) συνελήφθη αιχμάλωτος και επιχειρήθηκε να πουληθεί ως δούλος στην Κωνσταντινούπολη. Για καλή του τύχη τον βρήκε και τον αγόρασε ο θείος του Μιχαήλ Αγέλαστος, ο οποίος και τον πήρε υπό την προστασία του.
Η μεγαλύτερη ευεργεσία του, με την οποία διασώθηκε ως τις μέρες μας το όνομά του, είναι το ψυχιατρικό θεραπευτήριο στο Δαφνί της Αττικής, το οποίο φέρει την ονομασία «Φρενοκομείον Ζωρζή και Ταρσής Δρομοκαίτου», γνωστότερο ως Δρομοκαίτειο. Με τη διαθήκη του, που ήταν κατατεθειμένη στο Ελληνικό Προξενείο της Χίου (η Χίος βρισκόταν υπό τουρκικό ζυγό έως το 1912), κληροδότησε το ποσό των 800.000 δραχμών, με το οποίο κατέστη δυνατή η ανέγερση του νοσηλευτικού ιδρύματος και η λειτουργία του το 1887, επτά χρόνια μετά τον θάνατό του, που επισυνέβη στις 20 Δεκεμβρίου 1880.

...................................................................................................................................................................


«Ο Ρωμηός» είναι ένα ποίημα του σατιρικού ποιητή από τη Σύρο Γιώργου Σουρή (1853-1919)...

 Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.

Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.

Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.

Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.

Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.

Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.

Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ..
....................................................................................................................................................................
Σουρής Γεώργιος και καυστική σάτιρα...
Αλήθειες ειπωμένες ...βαθιές..αποστάγματα σκέψης ...κι όχι απλά προς τέρψιν των '''γελώντων'''...
Ένα υπέροχο ποίημα που δημοσιεύτηκε στην σατυρική εφημερίδα ο Ρωμηός το 1884...
Πέρασαν χρόνια και καιροί από τότε...μα πάντα η Ελλάδα μας η '''κουρελού'''θέλει ξανά μαντάρισμα...
Σοφία Θεοδοσιάδη.
...............................................................................................................................................................
 Ευχαριστώ τον αγαπημένο μου φίλο Νικόλα για το υπέροχο παρακάτω Βίντεο που μου έστειλε....
Πραγματικά αξίζει τον κόπο να το δείτε...
Τα καραγκιοζιλίκια του Έλληνα...
Συμπεριφορές γνώριμες σε όλους μας και ει δυνατόν αποφευκταίες...



   Κώστας Χατζής - ο Σουρής και η εποχή του .

..................................................................................

12 Ιανουαρίου 2016

Νίκου Καζαντζάκη, Οι αδερφοφάδες (απόσπασμα)

Νίκου Καζαντζάκη, Οι αδερφοφάδες (απόσπασμα) 

 

Μα ξαφνικά, γιατί; ποιος έφταιξε; Καμιά μεγάλη αμαρτία δεν πλάκωσε το χωριό· όπως πάντα οι χωριανοί νήστευαν τις σαρακοστές, Τετάρτη και Παρασκευή δεν έτρωγαν κρέας και ψάρι, δεν έπιναν κρασί, πήγαιναν κάθε Κυριακή στη λειτουργία, έφερναν πρόσφορα, έκαναν κόλλυβα, ξομολογιούνταν και μεταλάβαιναν, γυναίκα δε σήκωνε τα μάτια της να κοιτάξει ξένον άντρα, άντρας δε σήκωνε τα μάτια να κοιτάξει ξένη γυναίκα, όλοι ακλουθούσαν τη στράτα τού θεού...Όλα πήγαιναν καλά και ξαφνικά, εκεί πού ήταν ο θεός σπλαχνικά σκυμμένος κατά το ευτυχισμένο χωριό, απόστρεψε πέρα το πρόσωπό του. το χωpιό ευτύς σκοτείνιασε, κι ένα πρωί φωνή σπαραχτικιά ακούστηκε στην πλατεία του χωριού: «Ξεριζωθείτε, οι Δυνατοί της Γης προστάζουν, φύγετε! Όλοι οι Έλληνες στην Ελλάδα, όλοι οι Τούρκοι στην Τουρκιά! Πάρτε τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας, τα κονίσματα, ξεκουμπιστείτε! Δέκα μέρες διορία».

Θρήνος σηκώθηκε μέσα στο χωριό, σάστισαν γυναίκες κι άντρες, πήγαιναν κι έρχονταν κι αποχαιρετούσαν τους τοίχους, τους αργαλειούς, τη βρύση του χωριού, τα πηγάδια. Κατέβαιναν στην ακρογιαλιά, κυλίονταν στα χοχλάδια του γιαλού, αποχαιρετούσαν τη θάλασσα κι έσερναν μοιρολόι. Δύσκολα, δύσκολα πολύ, μαθές, ξεκολνάει η Ψυχή από τα γνώριμά της νερά κι από τα χώματα! Κι ένα πρωί ο γέρο παπα-Δαμιανός, μοναχός του, δεν αφήκε τον τελάλη, μήτε τον άλλο νιότερο παπά, τον παπα-Γιάνναρο, μοναχός του σηκώθηκε αξημέρωτα, πήρε σβάρνα το χωριό, γύριζε από πόρτα σε πόρτα, φώναζε : «Στ' όνομα του θεού, παιδιά, ήρθε η ώρα !»

Από τις βαθιές αυγές χτυπούσαν λυπητερά οι καμπάνες, οληνύχτα οι γυναίκες ζύμωναν, οι άντρες διαγούμιζαν βιαστικά από τα σπίτια τους ό,τι μπορούσαν να πάρουν μαζί τους, κάπου κάπου μια γριούλα έσερνε ακόμα το μοιρολόι, μα οι άντρες, με πρησμένα μάτια, γύριζαν και της φώναζαν να πάψει. Τι φελούν τα κλάματα; είπε ο Θεός θα γίνει, ας γίνει το λοιπόν να ξεμπερδεύουμε! Και γρήγορα γρήγορα, προτού να λυγίσει η Ψυχή μας και πριν καλά καλά να καταλάβουμε τη συφορά. Ελάτε, γρήγορα χέρια, βρε παιδιά! Ας φουρνίσουμε τα ψωμιά, ας σακιάσουμε όσο αλεύρι μπορούμε, μακρινή πολύ 'ναι η στράτα, ας πάρουμε μαζί μας ό,τι μας χρειάζεται για να ζήσουμε, τσουκάλια, σκάφες, στρώματα, άγια κονίσματα, μη φοβάστε, αδέρφια! Οι ρίζες μας δεν είναι μονάχα εδώ κάτω στη γης, πιάνουν και τον ουρανό και θρέφονται και γι’ αυτό η ράτσα μας είναι αθάνατη. Όρτσα το λοιπόν, παιδιά, Κουράγιο!

Φυσούσε αγέρας, χειμώνας καιρός, τα κύματα είχαν αγριέψει, ο ουρανός γεμάτος σύννεφα. Κανένα αστέρι. Οι δυο παπάδες του χωριού, ο γερο-Δαμιανός κι ο μαυρογένης παπα-Γιάνναρος, πηγαινόρχουνταν μέσα στην εκκλησιά, μάζευαν τα κονίσματα, το άγιο δισκοπότηρο, τ' ασημένιο Βαγγέλιο, τα χρυσοκέντητα άμφια, στέκουνταν κι αποχαιρετούσαν τον Παντοκράτορα, που ενέδρευε ζωγραφισμένος στον τρούλο, ο γερο-Δαμιανός γούρλωνε τα μάτια και τον κοίταζε. πρώτη φορά είχε δει πόσο ήταν άγριος, πως έσφιγγε τα χείλια του με θυμό και καταφρόνεση και κρατούσε το Βαγγέλιο σαν κοτρόνα κι ετοιμάζουνταν να το σφεντονίσει κατακέφαλα στους ανθρώπους.

Κούνησε ο γερο-Δαμιανός το κεφάλι ήταν χλωμός, αδύναμος. Ρουφηγμένα τα μαγουλά του, δεν τού 'μεναν στο πρόσωπο παρά δυο μάτια μεγάλα. Τού 'χαν φάει το κορμί η νήστια, η προσευκή κι η αγάπη για τους ανθρώπους. Κοίταζε με τρόμο τον Παντοκράτορα, τόσα χρόνια και πώς να μην τον δει! Στράφηκε στον παπα-Γιάνναρο : «Έτσι άγριος ήταν πάντα ;» έκαμε να τον ρωτήσει, μα ντράπηκε.

—Παπα-Γιάνναρε, είπε, κουράστηκα. Μάζεψε εσύ τα κονίσματα που θα πάρουμε μαζί μας και τ' άλλα να τα κάψουμε, παιδί μου, κι ο θεός θα μας συχωρέσει, να τα κάψουμε να μην τα μαγαρίσουν οι Αγαρηνοί. Και μάζεψε τη στάχτη, μοίρασέ τη στους χωριανούς, να την κρατούν φυλαχτό. Κι εγώ θα σηκωθώ να κουρταλώ τις πόρτες και να φωνάζω : Ήρθε η ώρα!

Πήρε να ξημερώσει - μέσα από μαύρα σύννεφα πρόβαλε ο ήλιος, φαλακρός, άρρωστος. Ένα φως θλιμμένο άγλειψε το χωριό, ξεχάσκισαν οι πόρτες, κατάμαυρες. Λάλησαν λιγοστά κοκόρια, για στερνή φορά, απάνω στις κοπριές της αυλής. Άνοιγαν οι στάβλοι, πρόβαιναν τα βόδια, τα μουλάρια, τα γαϊδουράκια και πίσω τους τα σκυλιά κι οι άνθρωποι. Μύριζε το χωριό ψωμί ξεφουρνισμένο.

—Νά 'χετε την ευκή του θεού, παιδιά μου, παρακαλούσε ο γερο-Δαμιανός και πήγαινε από το ένα σπίτι στο άλλο, μην κλαίτε, μη βλαστημάτε. Θεού 'ναι θέλημα, μπορεί και για καλό μας. Σίγουρα για καλό μας! Πατέρας μαθές είναι ο θεός. Γίνεται ένας πατέρας να θέλει το κακό των παιδιών του; δε γίνεται! Θα δείτε το λοιπόν, παιδιά μου, πως ο θεός μας έχει ετοιμάσει εκεί πέρα πιο καρπερά χωράφια να ριζώσουμε. Σαν τους Όβραίους ξεσηκωνόμαστε κι εμείς από τη γη των άπιστων και πάμε στη Γη της Επαγγελίας! Εκεί τρέχει το μέλι και το γάλα και τα σταφύλια γίνονται ένα μπόι ανθρώπου.

Την παραμονή του μισεμού κίνησαν όλοι μαζί, λιτανεία, άντρες και γυναικόπαιδα, για το μικρό χαριτωμένο νεκροταφείο απόξω από το χωριό, ν' αποχαιρετήσουν τους προγόνους. Ανακλαημένος ήταν ο καιρός, τη νύχτα είχε βρέξει και κρέμουνταν ακόμα στα φύλλα της ελιάς σταλαγματιές βροχή. Και κάτω το χώμα ήταν μαλακό και μύριζε. Ο παπα-Δαμιανός πήγαινε μπροστά, ντυμένος τα καλά του άμφια, με το χρυσοκεντημένο πετραχήλι του και με το ασημένιο Βαγγέλιο στην αγκαλιά του, πίσω του ακολουθούσε ο λαός, και στερνός, ουραγός, ο παπα-Γιάνναρος, με το ασημένιο σικλί γεμάτο αγιασμό και με την αγιαστούρα του από φουντωμένο δεντρολίβανο. Δεν έψελναν, δεν έκλαιγαν, δε μιλούσαν, πήγαιναν βουβοί, σκυφτοί και μονάχα κάπου κάπου μια γυναίκα στέναζε, ένα βαθύ Κύριε, ελέησαν! ακούγονταν από κανένα γέρικο στόμα κι οι νέες μανάδες είχαν ανοίξει τον κόρφο τους και βύζαιναν τα μωρά τους. Έφτασαν στα κυπαρίσσια, έδωκε μια ο παπάς, άνοιξε την πορτούλα, μπήκε, και πίσω του ο λαός. Οι μαύροι ξύλινοι σταυροί ήταν μουσκεμένοι, μερικά φαναράκια έκαιγαν στους τάφους, μισοσβημένες φωτογραφίες πίσω από το γυαλί μαρτυρούσαν πως ήταν οι κοπέλες, πως ήταν οι λεβέντες με τα στριφτά μουστάκια, όταν εζούσαν. Κατασκορπίστηκε ο λαός, βρήκε καθένας τον αγαπημένο του τάφο, έπεσαν κάτω οι γυναίκες και προσκύνησαν το χώμα, οι άντρες, όρθιοι, έκαναν το σταυρό τους και σφούγγιζαν με την άκρα του μανικιού τους τα μάτια. Ο παπα-Δαμιανός στάθηκε στη μέση του κοιμητήριου, σήκωσε τα χέρια: —Πατέρες, φώναξε, Παππούδες, έχετε γεια! Έχετε γεια, φεύγουμε! Δε μας αφήνουν πια οι Δυνατοί της Γης να ζούμε πλάι σας, να πεθάνουμε και να ξαπλώσουμε πλάι σας, να ξαναγίνουμε κι εμείς χώμα μαζί σας. Μας ξεριζώνουν!

Ανάθεμα στους αίτιους! Ανάθεμα στους αίτιους! Ανάθεμα στους αίτιους!

Σήκωσε ο λαός τα χέρια στον oυρανό, σήκωσε βουή μεγάλη: Ανάθεμα στους αίτιους!

Κυλίστηκαν όλοι χάμω, φιλούσαν το μαλακωμένο από τη βροχή χώμα, το 'τριβαν στην κορφή τού κεφαλιού τους, στα μάγoυλα, στο λαιμό, έσκυβαν, το ξαναφιλούσαν. Φιλούσαν τους πατέρες και τους παππούδες, φώναζαν: «Έχετε γεια !».

Προχώρησε με την αγιαστούρα του ο παπα-Γιάνναρος και πήρε αράδα να ραντίζει τα μνήματα.

—Έχετε γεια! Έχετε γεια! φώναζαν ακολουθώντας οι συγγενείς των πεθαμένων, έχετε γεια, αδέρφια, ξαδέρφια, παππούδες! Σχωρέστε μας που σας αφήνουμε στα χέρια των Αγαρηνών, δε φταίμε εμείς, ανάθεμα στον αίτιο!

[πηγή: Νίκος Καζαντζάκης, Οι αδερφοφάδες. Μυθιστόρημα
...................................................................................................................................................................