16 Νοεμβρίου 2015

Πατρίδα είναι το καλύτερο και το χειρότερο..

Εχει στο αίμα της πολλούς διαφορετικούς πολιτισμούς - και έχει γνωρίσει ακόμα περισσότερους. Ανήσυχη, ερευνητική, ταξιδιάρα σε τόπους και ιδέες, η Μπαρμπαρά Κασέν γεννήθηκε στη Γαλλία, μεγάλωσε σε εβραϊκή οικογένεια και από παιδάκι έπαιζε στα δάχτυλά της τα αρχαία ελληνικά και λατινικά.
Το να γίνει ελληνίστρια φιλόλογος ήταν από τις πρώτες επιλογές της, όμως υπήρξαν κι άλλες πολλές: δοκιμιογράφος, λογοτέχνις, μεταφράστρια, σήμερα διευθύνει το Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας ενώ το 2012 τιμήθηκε με το Μέγα Βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας για το σύνολο του έργου της.
Η διακεκριμένη φιλόσοφος βρέθηκε πριν από λίγες ημέρες στην Αθήνα -προσκεκλημένη του Γαλλικού Ινστιτούτου και των εκδόσεων Μελάνι- για την παρουσίαση του νέου βιβλίου της «Η Νοσταλγία. Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;».
Kαι είχε πολλά κι ενδιαφέροντα να πει μιλώντας στην «Εφ.Συν» για τη σχέση των ανθρώπων με τον χρόνο, την πατρίδα και τις γλώσσες τους.
Στο σαγηνευτικό της δοκίμιο για το «ασφυκτικό και γλυκό συναίσθημα» της νοσταλγίας έχει συνοδοιπόρους τον πολύτροπο Οδυσσέα, τον ηρωικό Αινεία και τη Γερμανοεβραία φιλόσοφο Χάνα Αρεντ, ενώ μας δίνει ένα γενναιόδωρο μάθημα ανθρωπισμού: «Ρίζωμα και ξεριζωμός: να τι είναι η νοσταλγία», τονίζει.
Μπαρμπαρά Κασέν- Η Νοσταλγία
● Γιατί ασχολείστε με ένα θέμα όπως η νοσταλγία, επιβεβαιώνοντας πως μας απασχολεί από την αρχαιότητα, ενώ είναι ιδιαίτερα επίκαιρο σήμερα;
Κατ’ αρχάς ήταν ένα προσωπικό θέμα. Ηθελα να καταλάβω γιατί αισθάνομαι νοσταλγία για ένα μέρος, την Κορσική, όπου ούτε είχα γεννηθεί ούτε είχα μεγαλώσει και δεν είχα καμία οικογενειακή σχέση. Ωστόσο, εκεί βρίσκεται ο τάφος του άντρα μου. Η Κορσική σίγουρα δεν είναι «πατρίδα» μου, παρ’ όλα αυτά ποθώ να επιστρέφω εκεί. Τι είναι αυτό που μας κάνει να νιώθουμε σαν στο σπίτι μας όταν δεν πρόκειται για τον γενέθλιο τόπο μας; Η απάντηση είναι σαφής: Ενιωθα καλοδεχούμενη στην Κορσική. Η Μεσόγειος είναι από την αρχαιότητα ένας κόσμος γεμάτος ταξίδια, ανταλλαγές, περιπλανήσεις, αλλά και ένας τόπος φιλοξενίας. Θα μπορούσες να είσαι ένας «xenos», ένας ξένος που φιλοξενείται από έναν άλλον ξένο, σε μια τέλεια συμμετρία. Θα μπορούσες να είσαι «hostis», ένας ξενόφερτος, πιθανός «εχθρός» (σύμφωνα με τη λατινική ρίζα). Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οι άνθρωποι περιπλανιούνται, πνίγουν τον εαυτό τους σε έναν εχθρικό χώρο, μακριά από το σπίτι τους, και δεν είναι ευπρόσδεκτοι πουθενά.
● Οι περισσότεροι έχουμε την εντύπωση ότι η «νοσταλγία» προέρχεται από την ελληνική λέξη «νόστος», ωστόσο εσείς περιγράφετε ότι είναι γερμανο-ελβετική. Ποια είναι η διαφορά μεταξύ των δύο ερμηνειών;
«Νοσταλγία» δεν είναι μια λέξη που θα συναντήσετε στην «Οδύσσεια», η οποία ωστόσο είναι το ποίημα του νόστου. Η λέξη στην πραγματικότητα έχει επινοηθεί από Ελβετούς γιατρούς τον 17ο αιώνα, οι οποίοι ήθελαν να εφεύρουν μια ασθένεια που θα επέτρεπε στους Ελβετούς μισθοφόρους του Λουδοβίκου 14ου να ξεφύγουν από τον θάνατο. Ηταν ο πόνος της πατρίδας, η νοσταλγία για το σπίτι τους. Ακόμα κι αν λιποτακτούσαν, δεν θα ήταν δικό τους σφάλμα, δεν θα μπορούσαν να αντισταθούν... Η νοσταλγία του Οδυσσέα δεν είναι ασθένεια, αλλά μάλλον μια ανθρώπινη κατάσταση. Η περιπλάνησή του, η αναζήτηση της ταυτότητας, το σημάδι που τον διακρίνει, το κρεβάτι που μοιράζεται με την Πηνελόπη, ο τρόπος που επιστρέφει και που αναχωρεί πάλι για άλλους τόπους μακρινούς, όλα αυτά τα απίστευτα ποιητικά χαρακτηριστικά και η ερμηνεία τους σκιαγραφούν τον κόσμο όπου ζούμε...
● Πώς περιγράφετε στο βιβλίο σας τις διάφορες εκφάνσεις της νοσταλγίας: του Οδυσσέα, του Αινεία και της Αρεντ;
Ο Οδυσσέας επιστρέφει στο σπίτι ύστερα από περίπου είκοσι χρόνια περιπλάνησης. Βρίσκεται στην κυριολεξία στις ρίζες του, στην Ιθάκη, στην Πηνελόπη και στο ριζωμένο κρεβάτι του. Ωστόσο, σύντομα αναχωρεί και πάλι για άγνωστες χώρες, μακρινές, όπου οι άνθρωποι δεν έχουν δει θάλασσα. Η νοσταλγία του είναι διπλή και η γερμανική γλώσσα βοηθά σε αυτή τη διάκριση: «Heimweh», η πιεστική επιθυμία για το σπίτι, και «sehnsucht», η προσδοκία για το άγνωστο.
Ο Αινείας φεύγει από την Τροία, που καίγεται, μεταφέροντας την πατρίδα στην πλάτη του, τον γέρο πατέρα του και τους θεούς του στους ώμους του. Ποτέ δεν θα επιστρέψει και θα εγκατασταθεί στον τόπο που θα γινόταν η Ρώμη υπό μία συνθήκη: να ξεχάσει τη μητρική του γλώσσα, να μη μιλά πλέον ελληνικά, αλλά λατινικά.
Η Αρεντ, πάλι, μεγαλωμένη σε γερμανοεβραϊκή οικογένεια, «πολιτογραφημένη» στην αμερικανική εξορία της μετά την άνοδο του ναζισμού, επέλεξε να αυτοπροσδιοριστεί όχι σε σχέση με μια χώρα ή έναν λαό, αλλά σε σχέση με μια γλώσσα. Αναγνωρίζει τη μητρική της γλώσσα, τη γερμανική, ως μόνη πατρίδα της. Η Αρεντ είναι η σύγχρονη ανθρώπινη ύπαρξη, ποτέ σαφώς στο σπίτι μας και πάντα σε κάποια εξορία.
● Πόσο σημαντική είναι η γλώσσα σήμερα για τις έννοιες της πατρίδας και της ταυτότητας;
Είναι θεμελιώδης. Πρέπει να σκεφτόμαστε με όρους γλώσσας και μετάφρασης. Εχω διευθύνει ένα «Λεξικό των μη μεταφράσιμων όρων» ώστε να υπάρχει ένα σημείο εκκίνησης σχετικά με τις διαφορές μεταξύ γλωσσών και πολιτισμών, προκειμένου να ερευνήσουμε τις διαφορές χωρίς να τις διορθώσουμε. Είχα δύο εχθρούς: τα globish (παγκόσμια αγγλικά), που καλύπτουν τις μοναδικότητες με ένα πέπλο ψευδο-καθολικής μετάδοσης στο πλαίσιο της σημερινής παγκοσμιοποίησης, ενώ περιορίζουν τις γλώσσες του πολιτισμού σε κομμάτια παλαιομοδίτικων διαλέκτων.
Και αυτό που εγώ αποκαλώ -με βάση τον Χάιντεγκερ- «οντολογικό εθνικισμό», μια ιεράρχηση των γλωσσών με την αρχαία ελληνική και γερμανική γλώσσα -πιο ελληνική από την ελληνική- στην κορυφή, ως καλύτερα ριζωμένες στην αυθεντικότητα της σκέψης. Η διαφορετικότητα των γλωσσών είναι, πιστεύω, ένας από τους καλύτερους τρόπους για να ληφθούν υπόψη οι ποικίλες και σύνθετες ταυτότητες, και η μετάφραση είναι το καλύτερο know-how για τις διαφορές.
● Ποια είναι η έννοια της πατρίδας σήμερα στην Ευρώπη; Σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες, με σύνορα που αλλάζουν, με ζητήματα όπως η μετανάστευση, ο εθνικισμός, να μας απασχολούν;
«Πατρίδα» είναι το καλύτερο και το χειρότερο, και συχνά χρησιμοποιείται για το χειρότερο. Εύχομαι η Ευρώπη να μπορούσε να είναι μια πατρίδα, αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι είναι ή ότι θα μπορούσε να είναι. Ευρωπαίος, έχει πει ο Κούντερα, είναι αυτός που νοσταλγεί την Ευρώπη.
● Τι σκέφτεστε και νιώθετε όταν βλέπετε τους πρόσφυγες από τη Συρία και άλλες χώρες να έρχονται στην Ευρώπη, να χάνουν τις ζωές τους επιχειρώντας να περάσουν σύνορα που είναι πολλές φορές κλειστά;
Ντρέπομαι για την Ευρώπη και για τον εαυτό μου. Πού είναι οι θεσμοί, οι κανόνες, πού είναι οι κυβερνώντες; Γνωρίζουμε όλοι ότι ορισμένες συγκεκριμένες ενέργειες μπορούν να γίνουν, όπως: να πάψει να θεωρείται αξιόπιστο κριτήριο η διαφορά μεταξύ των πολιτικών και οικονομικών προσφύγων, να οργανωθεί η υποδοχή τους λαμβάνοντας υπόψη και τις δυνατότητες και τις επιθυμίες τους, να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα στις χώρες της αναχώρησης, να υπάρχει δράση κατά των κυκλωμάτων κ.λπ. Πρέπει να τους καλοδεχτούμε, αυτό είναι το καλύτερο και για εμάς, αλλά δεν μπορούμε να το κάνουμε. Πώς αλήθεια μπορούμε να δράσουμε προκειμένου να κάνουμε το καθήκον μας;
● Είναι σημαντικό για έναν μετανάστη να ενταχθεί στην κοινωνία της χώρας όπου θα εγκατασταθεί ή πρέπει να διατηρεί τη διαφορετική ταυτότητά του;
Δεν βάζω διλήμματα, ή το ένα ή το άλλο. Ελπίζω και τα δύο, αν είναι δυνατόν, να γίνονται ταυτόχρονα: να ξέρει ο μετανάστης ποιος είναι και από πού έρχεται, τη γλώσσα του, τον πολιτισμό του, την Ιστορία και την προσωπική του ιστορία. Και να μάθει πού είναι τώρα και να συμμετέχει. Αλλά φυσικά, εφόσον είναι ευπρόσδεκτος και του παρέχεται η δυνατότητα συμμετοχής του... Αυτές είναι οι προϋποθέσεις μιας πραγματικής αλληλεπίδρασης που «εμείς» και αυτοί χρειάζονται. Ο Ναπολέων το είχε πει: «Αυτή η παλιά, φθαρμένη Ευρώπη μού είναι βαρετή».
● Ποιες είναι οι αρχές και οι αξίες που θα πρέπει να επικρατούν στην Ευρώπη σήμερα, σε μια εποχή κρίσης που δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά επηρεάζει όλες τις πτυχές της κοινωνίας και του πολιτισμού;
Να σταματήσει η Ευρώπη να ποσοτικοποιεί τα πάντα, να σκεφτεί τις δικές της οικουμενικές ή ψευδο-οικουμενικές αξίες και να μάθει να μεριμνά για τις «διαφορές». Η Ευρώπη πρέπει να είναι έξυπνη και να επαναθέσει ερωτήματα - σχετικά με τη Γη, με τους μετανάστες... Τι είναι πραγματικά σημαντικό; Τι πραγματικά θέλουμε; Αλλά το «εμείς» ως αξίωμα είναι τo πολιτικό πρόβλημα.

Ποτέ δεν αισθάνθηκα ριζωμένη κάπου

● Μπορείτε να μας περιγράψετε την προσωπική εμπειρία σας σε σχέση με τη νοσταλγία και τη διαμόρφωση της ιδιαίτερης ταυτότητάς σας;
Ημουν ένα πολύ ευτυχισμένο παιδί, μιας πολύ κοσμικής εβραϊκής οικογένειας. Εμαθα πως είμαστε Εβραίοι, επειδή η μητέρα μου μού είπε για τον πόλεμο, πώς ζούσαν εκείνη την εποχή και πώς διέφυγαν τελικά. Μου μιλούσε κάνοντας αμέτρητα δικά μου πορτρέτα - ήταν καλή ζωγράφος και ήθελε να βλέπει τα μάτια μου όταν ζωγράφιζε! Ο πατέρας της καταγόταν από την Ουγγαρία. Από την πλευρά του πατέρα μου οι ρίζες φτάνουν ώς τα τέλη του Μεσαίωνα και τον Πάπα της Αβινιόν. Ποτέ δεν υπήρξα νοσταλγική - για ποιο πράγμα να είμαι άραγε; Γεννήθηκα στο Παρίσι, αγαπώ τα γαλλικά, τη γαλλική λογοτεχνία, αλλά ποτέ δεν αισθάνθηκα ριζωμένη κάπου. Η Χάνα Αρεντ έχει πει ότι κατάλαβε πως ήταν εβραϊκής καταγωγής μόνον όταν την πρόσβαλαν για την καταγωγή της. Και πως ποτέ δεν αισθάνθηκε ότι ανήκει σε κάποιο λαό, ούτε στους Γερμανούς ούτε στους Εβραίους. Εγώ έχω, τηρουμένων των αναλογιών, την ίδια εμπειρία.

Εμαθα ελληνικά από παιδί

● Πώς προέκυψε το ενδιαφέρον σας για την αρχαία ελληνική γλώσσα και τη φιλοσοφία;
Εμαθα λατινικά και ελληνικά στο σχολείο, ο πατέρας μου με βοηθούσε στα μαθήματά μου και μας άρεσε να μεταφράζουμε μαζί. Μέσω της μετάφρασης έμαθα ταυτόχρονα ελληνικά και γαλλικά, που μου πρόσφεραν διαφορετικές δυνατότητες αντίληψης και επινόησης. Η γλώσσα και τα κείμενα της αρχαίας Ελλάδας ήταν από τότε για μένα μια μοναδική, ασύγκριτη εμπειρία ευφυΐας και ομορφιάς. Στη συνέχεια, επέλεξα τη φιλοσοφία, γιατί βάζει ερωτήματα που συχνά δεν έχουμε το θάρρος να θέσουμε. Μαθήτευσα σε πολύ καλούς χαϊντεγκεριανούς δασκάλους, μάλιστα είχα την τύχη να συναντήσω και τον Χάιντεγκερ, κατά τη διάρκεια ενός σεμιναρίου όπου δίδασκε και ο ποιητής Ρενέ Σαρ. Εκτοτε οι ιδέες του Χάιντεγκερ σε σχέση και με την αρχαία Ελλάδα, καθώς και το έργο των σοφιστών, με απασχολούν.

Ιnfo:

ΕΝΑς ΙΝΔΙΑΝΙΚΟς ΜΥΘΟς..... Η τέχνη της συμβίωσης.


ΕΝΑς ΙΝΔΙΑΝΙΚΟς ΜΥΘΟς..... Η τέχνη της συμβίωσης.
 Ένας πανάρχαιος μύθος των ινδιάνων Σιου, λέει πως ήρθαν κάποτε στη σκηνή του γέρου μάγου της φυλής, πιασμένοι χέρι χέρι, ο Άγριος Ταύρος, ο πιο γενναίος και τιμημένος νέος πολεμιστής, και το Ψηλό Σύννεφο, η κόρη του αρχηγού, μια από τις ωραιότερες γυναίκες της φυλής.
"Αγαπιόμαστε" αρχίζει ο νέος.
"Και θα παντρευτούμε" λέει εκείνη.
"Και αγαπιόμαστε τόσο που φοβόμαστε..."
"Θα θέλαμε κάποιο μαγικό, ένα χαϊμαλί, ένα φυλαχτό..."
"Κάτι που θα μας εγγυάται ότι θα είμαστε για πάντα μαζί."
"Που θα μας εξασφαλίσει ότι θα είμαστε ο ένας στο πλευρό του άλλου, ώσπου να συναντήσουμε τον Μανιτού, την ημέρα του θανάτου".
"Σε παρακαλούμε" ικετεύουν, "πες μας τί μπορούμε να κάνουμε..."
Ο μάγος τους κοιτάζει και συγκινείται που τους βλέπει τόσο νέους, τόσο ερωτευμένους, να λαχταρούν τόσο μια του λέξη.
"Υπάρχει κάτι ..." λέει τελικά ο σοφός μάγος μετά από αρκετή ώρα. "Αλλά δεν ξέρω...είναι ένα έργο πολύ δύσκολο και απαιτεί θυσίες."
"Δεν μας πειράζει" λένε και οι δύο.
"Ό,τι και να' ναι" επιβεβαιώνει ο Άγριος Ταύρος.
"Ωραία" λέει ο μάγος. "Ψηλό Σύννεφο, βλέπεις το βουνό που είναι βόρεια από το χωριό μας; Πρέπει να το ανέβεις μόνη σου, χωρίς τίποτα άλλο εκτός από ένα δίχτυ και τα χέρια σου, και να κυνηγήσεις το πιο όμορφο και δυνατό γεράκι του βουνού. Αν το πιάσεις, πρέπει να το φέρεις εδώ ζωντανό την τρίτη μέρα μετά την πανσέληνο. Κατάλαβες;"
Η νεαρή κοπέλα συγκατανεύει σιωπηλά.
"Κι εσύ Άγριε Ταύρε" συνεχίζει ο μάγος, "πρέπει να ανέβεις το βουνό του κεραυνού, κι όταν φτάσεις στην κορυφή, τον πιο άγριο απ' όλους τους αετούς, και με τα χέρια σου μόνο κι ένα δίχτυ να τον πιάσεις χωρίς να τον τραυματίσεις και να τον φέρεις μπροστά μου, ζωντανό, την ίδια μέρα που θα έρθει και το Ψηλό Σύννεφο....Πηγαίνετε τώρα."
Οι δυο νέοι κοιτάζονται με τρυφερότητα, κι ύστερα από ένα φευγαλέο χαμόγελο φεύγουν για να εκπληρώσουν την αποστολή που τους ανατέθηκε. Εκείνη πάει προς το βορρά, εκείνος προς το νότο...
Την καθορισμένη ημέρα, μπροστά στη σκηνή του μάγου, περιμένουν οι δυο νέοι, ο καθένας με μια πάνινη τσάντα, που περιέχει το πουλί που του ζητήθηκε.
Ο μάγος τους λέει να βγάλουν τα πουλιά από τις τσάντες με μεγάλη προσοχή. Οι νέοι κάνουν αυτό που τους λέει, και παρουσιάζουν στο γέρο για να τα εγκρίνει τα πουλιά που έπιασαν Είναι πανέμορφα, χωρίς αμφιβολία, τα καλύτερα του είδους τους.
"Πετούσαν ψηλά;" ρωτάει ο μάγος.
"Ναι, βέβαια. Κι εμείς, όπως μας ζητήσατε.... Και τώρα;" ρωτάει ο νέος. "Θα τα σκοτώσουμε και θα πιούμε την τιμή από το αίμα τους;"
"Όχι" λέει ο γέρος.
"Να τα μαγειρέψουμε και να φάμε τη γενναιότητα από το κρέας τους;" προτείνει η νεαρή.
"Όχι" ξαναλέει ο γέρος. "Κάντε ότι σας λέω. Πάρτε τα πουλιά και δέστε τα μεταξύ τους από τα πόδια μ' αυτές τις δερμάτινες λωρίδες... Αφού τα δέσετε, αφήστε τα να φύγουν, να πετάξουν ελεύθερα."
Ο πολεμιστής και η νεαρή κοπέλα κάνουν ό,τι ακριβώς τους έχει πει ο μάγος, και στο τέλος ελευθερώνουν τα πουλιά.
Ο αετός και το γεράκι προσπαθούν να πετάξουν, αλλά το μόνο που καταφέρνουν είναι να στριφογυρίζουν και να ξαναπέφτουν κάτω. Σε λίγα λεπτά, εκνευρισμένα που δεν καταφέρνουν να πετάξουν, τα πουλιά επιτίθενται με τσιμπήματα το ένα εναντίον του άλλου, μέχρι που πληγώνονται.
"Αυτό είναι το μαγικό. Μην ξεχάσετε ποτέ αυτό που είδατε σήμερα. Τώρα, είστε κι εσείς ένας αετός κι ένα γεράκι. Αν δεθείτε ο ένας με τον άλλον, ακόμα κι αν το κάνετε από αγάπη, όχι μόνο θα σέρνεστε στη ζωή σας, αλλά επιπλέον, αργά ή γρήγορα, θα αρχίσετε να πληγώνετε ο ένας τον άλλον. Αν θέλετε η αγάπη σας να κρατήσει για πάντα, να πετάτε μαζί, αλλά ποτέ δεμένοι."

(Είναι από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι "Ο δρόμος της συνάντησης".)

Για τη φίλη , που προσπαθούσε να με πείσει , πως το για πάντα μαζί είναι αποτέλεσμα του
''στενού κλοιού'''μέσα σ' ένα ζευγάρι.
Τώρα της έμειναν τα κλάμματα...
.Δεν της είχε άραγε μιλήσει κανείς,για την  ''τέχνη του ζειν της καθημερινότητας'' ????
Για πάντα μαζί...μια λέξη εγω'ι'στική εκ πρώτης όψεως...μια λέξη δύσκολη...σε στενά καλούπια βαλμένη...μια λέξη παρεξηγημένη...
Για πάντα μαζί...μια λέξη και μαγική...
Λέξη '''μαζί''' ύψιστης σημασιολογίας....
Λέξη δουλεμένη και λαξευμένη από τους σοφούς....
Έννοια γλυκειά η λέξη τούτη...
Το επιθυμητόν....το ζητούμενον...της ψυχής ...του πνεύματος...και της καρδιάς...
Λέξη παγίδα στο χρόνο...δευσμευτική....κινητήριος δύναμη...σαρωτική...λέξη δημιουργίας φθοράς ενίοτε...
Μα πάντα λέξη μαγική : ΜΑΖΙ...
Σοφία Θεοδοσιάδη.



                                                              Για Πάντα Μαζί- Γιάννης Πάριος.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

15 Νοεμβρίου 2015

Ανέραστες Γυναίκες....

«Αν δεν θέλω σεξ είμαι ανέραστη ή λεσβία, αν θέλω σεξ είμαι τσούλα. Αν το κάνουμε αμέσως είμαι εύκολη, αν το καθυστερήσω το παίζω δύσκολη. Αν μείνω έγκυος είμαι ηλίθια, αν κάνω έκτρωση είμαι ανήθικη. Τι διάολο είμαι;»
Λύο Καλοβυρνάς
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Χαίνηδες - Συνταγές μαγειρικής..

Από μικρή τής άρεσε, μες στην κουζίνα μόνη
τις ώρες να σκοτώνει
με τη μαγειρική,
και πέφτανε τα δάκρυα θυμώντας τη ζωή της
και δίναν στο φαΐ της
μια γεύση μαγική.

Κύμινο, μοσχοκάρυδο και κόκκινο πιπέρι,
ποτέ δεν είχε ταίρι
ν’ αλλάξει μιαν ευχή,
να χαμηλώσεις τη φωτιά μετά την πρώτη βράση,
να γίνονταν η πλάση
ξανά απ’ την αρχή.

Ψιλοκομμένος μαϊντανός, και σκόρδο μια σκελίδα,
να `φεγγε μιαν ελπίδα
στα μάτια τα μελιά,
και προς το τέλος πρόσθεσε ένα ποτήρι λάδι,
να `νιωθε ένα χάδι
μια μέρα στα μαλλιά.

Μια νύχτα έπιασε φωτιά μέσα στο μαγερειό της,
που `κανε το φευγιό της
να μοιάζει με γιορτή,
τέτοια που γύρω φύτρωσαν άσπρα του γάμου κρίνα,
ολόιδια με κείνα
που είχε ονειρευτεί.

Πόσες καρδιές που γίνανε αναλαμπή κι αθάλη,
μας κάμανε μεγάλη
κάποια μικρή στιγμή,
κι αθόρυβα διαβήκανε απ’ της ζωής την άκρη,
χωρίς ν’ αφήσει δάκρυ
σε μάγουλο γραμμή.

Στίχοι:
Δημήτρης Αποστολάκης
Μουσική:
Δημήτρης Ζαχαριουδάκης & Γιώργος Μανωλάκης

                                                            Χαίνηδες - Συνταγές μαγειρικής..
                                                  ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Και ναι μπερδεμένες οι γυναίκες ακόμα και σήμερα...
Γυναίκες εργαζόμενες...γυναίκες..ελεύθερες κατά τα λεγόμενα πάντα της κοινωνίας...
Γυναίκες εγκλωβισμένες στα ταμπού της συντηρητικής νοοτροπίας που καταβροχθίζει επιθυμίες και θέλω ανθρώπων που διψούν για ζωή...
Ανέραστες γυναίκες και δυστυχισμένες...που τον έρωτα τοποθετήσαν σε καλούπια ...που αυτός  ποτέ του δεν χωρά...
Γυναίκες κακιασμένες τελικά...που η χαρά έπαψε επίσκεψη σ' αυτές να κάνει...
Το σεξ ...κι ο έρωτας και η αγάπη ...απαγορευτικές οι λέξεις... για τις καταπιεσμένες, ανέραστες γυναίκες...
Ένα τραγούδι τόσο αληθινό... δίνει την έκταση της μοναξιάς τους..και της φλόγας που τις καίει τελικά....
Σοφία Θεοδοσιάδη...
 

Μια Βάρκα Θέλω Ποταμέ...



Επειδή βαρέθηκα και κοντεύω να χάσω το λογαριασμό...με όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μου..
Με τα δισεκατομύρια ευρώ που μοιράζουν οι τηλεοράσεις στα κράτη μέλη της Ευρωπα'ι'κής ένωσης...κι εμείς δεν τα βλέπουμε ποτέ...
 Τα ποσοστά ανόδου και καθόδου των κομμάτων ..που σκασίλα μας μεγάλη εμάς για δαύτους... Εξωφρενικά χρέη ...που δεν καταλαβαίνω πως προέκυψαν ...ενώ εμείς παίρνουμε ψίχουλα...
Λες και ζούμε σε ένα οικονομικό πόλεμο...και καλούμαστε όλοι να γίνουμε οικονομολόγοι σε μια βραδιά..
Kαι σε αυτή την παράνοια πως να αντισταθεί κανείς ?
Σάμπως έχει άλλο όπλο ...πλην του λόγου ?
Διαβάστε λοιπόν αυτά τα υπέροχα λόγια του Νίκου Καββαδία...
και θα καταλάβετε τι μας συμβαίνει...καθαρά....

 Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι,
όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές.
Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός;- Ματώνει, δε σκοτώνει.
Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.

“Υara Yara” , από τη συλλογή Τραβέρσο (1975)


                           
Yara yara - Νίκος Καββαδίας Τραγουδάνε Οι Ξέμπαρκοι Σύνθεση - ερμηνεία: Ηλίας Αριώτης - Νότης Χασάπης. S/S Ιόνιον 1934 «...Mόλις φθάναμε…
   
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Η ΘΑΛΑΣΣΑ- ΠΟΙΗΣΗ..

Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.
Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους –
μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.
Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει. 
 
Στο ομώνυμο ποίημα η θάλασσα αντιπροσωπεύει τον έρωτα. Ο ποιητής συγκρίνει αυτά τα φιανομενικά ανόμοια στοιχεία που όμως μέσα από την ανάλυση που κάνει αποδεικνύεται ότι έχουν πάρα πολλά κοινά στοιχεία. Το σημαντικότερο κοινό στοιχείο τους είναι πως αν και προκαλούν στη ζωή δυστυχίες, εξακολουθούν να παραμένουν υπέροχα. Μπορεί να πληγώνουν και να είναι επικίνδυνα, όμως μια εσωτερική κινητήρια δύναμη οδηγεί τους ανθρώπους να συνεχίσουν να κολυμπούν αλλά και να ερωτεύονται. Κανένας δεν πρέπει να σκέφτεται ότι θα είναι εκείνος που θα πληγωθεί - ο ένας στους χίλιους. Πάντα το ταξίδι στο άγνωστο κρύβει κινδύνους, αλλά μήπως αυτή δεν είναι και η ομορφιά του ταξιδιού;
 
                                    Νίκος Πλάτανος- Ντίνος Χριστιανόπουλος - Η Θάλασσα.
                                                     Μελοποιημένη Ποίηση
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


 

14 Νοεμβρίου 2015

Παράλογος Ο Κόσμος και Παρανο'ι'κός.....

Αναρωτιέσαι εσύ κάθε φορά... τον παραλογισμό του κόσμου τούτου, δεν μπορείς να εξηγήσεις...
Γύρω σου απλώθηκε η βία και η ασχήμια φρικαλέα και εκρηκτικά...
Μικρός κι αδύναμος φαντάζεις εμπρός στα όπλα του εχθρού...τα φονικά....
 Τον εαυτό σου ρώτησες ποτέ εσύ...τι είναι αυτό...που απ' την ζεστή την κάμαρα...εάν αυτή υπάρχει...απ' τη ζεστή του τη φωλιά...εάν αυτή ζεστή τη νιώθει...τι είναι αυτό  το χέρι του, που όπλισε και μες στους δρόμους τόνε τρέχει...?
Ονόματα του έδωσες πολλά .... και τρομοκράτη και Τζιχαντιστή...και άπλυτο και βρωμερό...και μείασμα του κόσμου τούτου από εσένα εκατατάχθη....
Κι εγώ.. που ποτέ μου δεν μου άρεσε ταμπέλες να κολλάω και να προχωράω....και που σίγουρα δεν συμφωνώ...και που την βία ...από όπου κι αν προέρχεται καταδικάζω αμείλικτα...και συμπονώ και κλαίω...για κάθε ανθρώπινη ζωή που χάνεται...τούτο μοναχά σου λέω...
Κάθησε εκεί σε μια γωνιά ...τη σκέψη σου σε τάξη βάλε ...κι αναλογίσου απ' την αρχή...το άδικο που σκόρπισε ο πολιτισμένος  ο κόσμος μας σε όλες τις αγαναχτισμένες τις καρδιές.......

Δέντρο και  δάσος μίσους φύτεψες...και τώρα να το σταματήσεις δεν μπορείς...

Τη μια τη μέρα εδώ τρελλαίνεσαι.. εικόνες των πνιγμένων των παιδιών και των ταλαίπωρων ανθρώπων ...μες στη Μεσόγειο εκεί...στο απέραντο Νεκροταφείο...του ανθρώπινου καημού...
εσύ σαν αντικρύζεις...
Μα από το 2011 ένας ανελέητος πόλεμος ...μια ολική καταστροφή ζωών εκεί στα μάτια σου μπροστά εξελισσόταν...στη διπλανή Συρία...
Έκανες πως δεν έβλεπες ...δεν άκουγες...στις δύστυχες εικόνες και κραυγές εσύ δεν συμμετείχες...
Και τώρα που το πρόβλημα στα χέρια σου μπροστά...σαν μια καυτή πατάτα έσκασε...αναρωτιέσαι και αγαναχτείς...πως γίνεται εσύ να την πληρώνεις ?
Και ναι το ξέρω πως δεν είσαι ο σωστός ο στόχος των τρομοκρατών εσύ...
Μα μέσον και εργαλείο πίεσης λογίζεσαι...και των τρομοκρατών η καρδιά να ξεχωρίσει στόχους δεν μπορεί.....στοχεύει όσο πιο εύκολα μπορεί..... 
Kαι θα αναρωτηθείτε ίσως και πολλές φορές...γιατί η Γαλλία ...γιατί μια άλλη χώρα ?
Σάμπως την αδικία αυτοί οι μετανάστες τρίτης γενιάς εις το πετσί τους δεν την νιώθουν ...ενσωματώθηκαν ποτέ στις χώρες άραγε  που ευρεθήκαν?
Εύκολος στόχος γίνονται αυτοί...και εύκολα στρατολογούνται κάποιοι από αυτούς...σαν στην αγραμματοσύνη τους...και στο θρησκευτικό τους το συναίσθημα ποντάρουν...όσοι τα νήματα των συμφερόντων αυτού του κόσμου τα κινούν...
Και το αβυσσαλέο μίσος και καλά κρατεί ανάμεσα σε όλους τους αδικημένους...τους λαούς πως ενομίσαμε Β' κατηγορίας πολίτες πως είναι....
Τι θα σκεφτούνε θαρρείτε εσείς αυτοί οι λαοί...που εμείς οι Ευρωπαίοι θρηνούμε σήμερα τους 150 τους αδικοχαμένους τους νεκρούς...μέσα εις το Παρίσι....
Χιλιάδες θα μας αντιπαραθέσουν πως είναι οι νεκροί...που χρόνια τώρα ...οι ισχυροί...το θάνατο σκορπούν...για τα δικά τους τα συμφέροντα και για την καλοπέρασή τους...
Ποιανού το μέρος να ενστερνισθείς...και σε ποιανού μεριά να κατοικήσεις ?
Μα ο κόσμος μια παρέα είναι μάτια μου...και το παράλογο ...το άδικο αν κι εσύ δεν βαλθείς να εξαλείψεις...με τη μικρή σου δύναμη...και τον ξεσηκωμό ...τη διαμαρτυρία σου έμπρακτα αν δεν καταθέσεις...πάντα μπροστά σου...εικόνες τραγικές...θα έχεις να αντικρύζεις...
Θρησκείες ...παιχνίδια πολιτικά....ισσοροπίες επικράτησης οικονομικής μα και γοήτρου...οπλίζουνε τα χέρια ανείδεων πολλές φορές μα και αγαναχτισμένων...
Ένα σου λέω μοναχά και αυτό πολύ και το πιστεύω...η αδικία αν δεν αρθεί μέσα στην κοινωνία...πάντα δυστυχώς για τρόπο πίεσης, οι ταλαίπωροι και οι αδικημένοι...τους σκοτωμούς γύρω μας θα σκορπούν...και μες στη θλίψη θε να μας βυθίζουν....
Σήμερα αυτό το διάβασες έγινε στο Παρίσι...αύριο ίσως να το δεις στη γειτονιά σου να συμβαίνει....
Αντέδρασε ειρηνικά...και πίεσε όσο μπορείς....πολέμα την την αδικία...που τις καρδιές φουρκίζει...και σε πράξεις ανεξέλεγκτες ...το νου και το χέρι τ' ανθρώπου οδηγεί....
Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Οι μοιραίοι το δημοφιλέστερο ποίημα του Βάρναλη, χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα κατορθώματα του νεοελληνικού λυρισμού. Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μαύρος Γάτος το 1922, τον ίδιο χρόνο που ο ποιητής με τη σύνθεσή του Το φως που καίει εγκαταλείποντας τις προηγούμενες αναζητήσεις του χάραξε τη νέα του πορεία: να υπηρετήσει με την τέχνη του την αριστερή ιδεολογία στην οποία είχε ενταχθεί.
Ο κοινωνικός στόχος του ποιήματος είναι σαφής: να απεικονίσει με τα πιο παραστατικά χρώματα τη δυστυχία των απόκληρων της ζωής.

Κώστας Βάρναλης «Οι μοιραίοι»
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
- Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
- Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει;
Κανένα στόμα
δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα.
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,
όπου μας εύρει, μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Οι μοιραίοι Μες στην υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές (απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα) όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές· εψές, σαν όλα τα βραδάκια, να πάνε κάτου τα φαρμάκια. Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο και κάπου εφτυούσε καταγής. Ω! πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής! Όσο κι ο νους να τυραννιέται, άσπρην ημέρα δε θυμιέται. Ήλιε και θάλασσα γαλάζα και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού! Ω! της αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλα του δειλινού, λάμπετε, σβήνετε μακριά μας, χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας! Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα παράλυτος, ίδιο στοιχειό τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα στο σπίτι λιώνει από χτικιό· στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι. – Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! – Φταίει ο Θεός που μας μισεί! – Φταίει το κεφάλι το κακό μας! – Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί! Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα. Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα πίνουμε πάντα μας σκυφτοί. Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα, όπου μας εύρει, μας πατεί. Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/top-5-varnalis/
Οι μοιραίοι Μες στην υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές (απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα) όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές· εψές, σαν όλα τα βραδάκια, να πάνε κάτου τα φαρμάκια. Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο και κάπου εφτυούσε καταγής. Ω! πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής! Όσο κι ο νους να τυραννιέται, άσπρην ημέρα δε θυμιέται. Ήλιε και θάλασσα γαλάζα και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού! Ω! της αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλα του δειλινού, λάμπετε, σβήνετε μακριά μας, χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας! Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα παράλυτος, ίδιο στοιχειό τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα στο σπίτι λιώνει από χτικιό· στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι. – Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! – Φταίει ο Θεός που μας μισεί! – Φταίει το κεφάλι το κακό μας! – Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί! Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα. Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα πίνουμε πάντα μας σκυφτοί. Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα, όπου μας εύρει, μας πατεί. Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα! Ακούστε εδώ τον Κώστα Βάρναλη να απαγγέλει το ποίημά του «Οι μοιραίοι»:

Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/top-5-varnalis/ ]
Οι μοιραίοι Μες στην υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές (απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα) όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές· εψές, σαν όλα τα βραδάκια, να πάνε κάτου τα φαρμάκια. Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο και κάπου εφτυούσε καταγής. Ω! πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής! Όσο κι ο νους να τυραννιέται, άσπρην ημέρα δε θυμιέται. Ήλιε και θάλασσα γαλάζα και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού! Ω! της αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλα του δειλινού, λάμπετε, σβήνετε μακριά μας, χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας! Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα παράλυτος, ίδιο στοιχειό τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα στο σπίτι λιώνει από χτικιό· στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι. – Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! – Φταίει ο Θεός που μας μισεί! – Φταίει το κεφάλι το κακό μας! – Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί! Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα. Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα πίνουμε πάντα μας σκυφτοί. Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα, όπου μας εύρει, μας πατεί. Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα! Ακούστε εδώ τον Κώστα Βάρναλη να απαγγέλει το ποίημά του «Οι μοιραίοι»:

Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/top-5-varnalis/ ]
Οι μοιραίοι Μες στην υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές (απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα) όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές· εψές, σαν όλα τα βραδάκια, να πάνε κάτου τα φαρμάκια. Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο και κάπου εφτυούσε καταγής. Ω! πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής! Όσο κι ο νους να τυραννιέται, άσπρην ημέρα δε θυμιέται. Ήλιε και θάλασσα γαλάζα και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού! Ω! της αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλα του δειλινού, λάμπετε, σβήνετε μακριά μας, χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας! Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα παράλυτος, ίδιο στοιχειό τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα στο σπίτι λιώνει από χτικιό· στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι. – Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! – Φταίει ο Θεός που μας μισεί! – Φταίει το κεφάλι το κακό μας! – Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί! Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα. Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα πίνουμε πάντα μας σκυφτοί. Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα, όπου μας εύρει, μας πατεί. Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα! Ακούστε εδώ τον Κώστα Βάρναλη να απαγγέλει το ποίημά του «Οι μοιραίοι»:

Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/top-5-varnalis/ ]
Οι μοιραίοι Μες στην υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές (απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα) όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές· εψές, σαν όλα τα βραδάκια, να πάνε κάτου τα φαρμάκια. Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο και κάπου εφτυούσε καταγής. Ω! πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής! Όσο κι ο νους να τυραννιέται, άσπρην ημέρα δε θυμιέται. Ήλιε και θάλασσα γαλάζα και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού! Ω! της αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλα του δειλινού, λάμπετε, σβήνετε μακριά μας, χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας! Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα παράλυτος, ίδιο στοιχειό τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα στο σπίτι λιώνει από χτικιό· στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι. – Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! – Φταίει ο Θεός που μας μισεί! – Φταίει το κεφάλι το κακό μας! – Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί! Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα. Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα πίνουμε πάντα μας σκυφτοί. Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα, όπου μας εύρει, μας πατεί. Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα! Ακούστε εδώ τον Κώστα Βάρναλη να απαγγέλει το ποίημά του «Οι μοιραίοι»:

Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/top-5-varnalis/ ]

                                                Σαν το Μετανάστη- Φαραντούρη Μαρία.
 ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Ποίηση για το Αιγαίο



Ποίηση για το Αιγαίο

Το Αιγαίο Πέλαγος υπήρξε πά­ντοτε γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ ηπείρων, κοιτίδα πολιτισμών και πηγή έμπνευ­σης και δημιουργίας. Μέσω αυτού διακινήθηκαν αγαθά και ιδέες. Υπήρξε το σταυροδρόμι όπου συναντήθηκαν νοο­τροπίες και πολιτισμοί τριών διαφο­ρετικών ηπείρων. Ο Αιγαιοπελαγίτης άνθρωπος, έμπορος και ναυτικός βρισκόταν στο κέντρο αυτής της συνάντησης, αν δεν ήταν αυτός ο ίδιος που την προκαλούσε. Έτσι είχε τη δυνατότητα να κρίνει και να συγκρίνει ιδέες και να διαμορ­φώνει τη δική του άποψη. Στον αιγαιακό κόσμο κυριαρχεί η ανθρώπινη ταπεινή κλίμα­κα. Επικράτησε  ένας ανθρωποκεντρικός πολιτισμός, στη νόρμα του οποίου ακόμα  και η παράσταση του θείου πήρε ανθρώπινη μορφή.

Σε αυτό το πνεύμα κινείται η δημιουργία του Ομήρου,  η  Οδύσσεια το «έπος της θάλασσας» με τους  πλατείς ορίζοντες , με τις  πολλές μέρες που ξημερώνουν πάνω σε άγνωστους απάτητους τόπους [1]. Τον αγώνα τούτο με τις αντίδικες δυνάμεις του πελάγους τον κερδίζει ο άνθρωπος, η θέληση του Οδυσσέα δίνει στο έπος ένα τέλος – την Ιθάκη.

H θαλασσινή αιγαιοπελαγίτικη εμπειρία αποτελεί μόνιμο, προσφιλές και συχνά κεντρι­κό θέμα των Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών, από την εποχή των αρχαίων λυρικών ως την εντελώς σύγχρονη παραγω­γή. Παρά τη χρονική απόσταση έχουμε να κάνουμε με το επαναλαμ­βανόμενο θέμα ενός και του αυτού ανθρώπινου τύπου, ο οποίος επιβιώ­νει μεταγγίζοντάς μας αισιοδοξία και αλληλεγγύη για τη διαχρονική θαλασσινή περιπέτεια του Έλληνα.

Στην πνευματική ζωή της Ελλάδας παρατηρείται μετά  το 1930,  αυξανόμενο ενδιαφέρον καθώς και  μια λαχτάρα για γνήσια, άμεση ελληνική ζωή, με επίκεντρο το Αρχιπέλαγος του Αιγαίου.
Στα 1936, κυκλοφό­ρησε ένας τόμος εντυπώσεων από το Αιγαίο του Μαρινιάκ[2]. Τό βι­βλίο αυτό το κάνει εξαιρετικά ενδιαφέρον ένας σύντομος, αλλά απο­καλυπτικός, πρόλογος του Πώλ Βαλερύ.

 Ο Βαλερύ με τόνους βα­θύτατα νοσταλγικούς μιλάει για τα ελληνικά νησιά κι ομολογεί πώς αυτά οραματιζόταν, όταν ιχνογραφούσε τα λυρικά νησιά της «Νέας Μοίρας»: « Ποτέ μου δεν είδα, κι ίσως ποτέ δε θ’ αντικρίσω τα διά­σημα, νησιά της Ελλάδας. Θα μείνουν, ίσως, για μένα, πρόσωπα μυθικά με μουσικά και μαγικά ονόματα, και με ζώνες από αφρούς: ένας λαός ευγενικός από πέτρα σπαρμένη στη θαυμαστή θάλασσα, εκεί στον ορίζοντα του πνεύματός μου. Τα δοξολόγησα άλλοτε, αυτά τα νησιά, έτσι σαν ιδεατά Αντικείμενα, και τα πήρα για είδωλα και σύμβολα της πιο καθαρής ποίησης: 


Νησιά — Έλεγα — θεότητες από ρόδο κι αλάτι
κι από τα πρώτα παιχνιδίσματα του νέου φωτός!

Είναι γιατί βρίσκω μέσα στη φύση μου κάτι το απροσδιόριστο' νησιωτικό, κάποια δύναμη  ακατανίκητη με σπρώχνει να συγκρί­νω καθέναν από μάς ανάμεσα στον κόσμο· και τούς άλλους θνητούς, με κάποια από τις βραχώδεις αυτές μορφές πού προβάλλουν μονα­χικές μέσα από τη θάλασσα. Είμαστε κι εμείς  θνητοί σαν τα νη­σιά. ’Άλλα είναι γλυκά και καλόβολα και μπορείς εκεί να πας ν’ αράξεις με ηδονή- κι άλλα είναι τραχιά και σχεδόν απρόσιτα" κι άλλα στεγνά, ξερά- κι άλλα ομαλά, θλιβερά ή χαριτωμένα».

Δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο Νομπελίστες της Ελλάδος έγραψαν για το Αιγαίο Πέλαγος τη Θάλασσα και την περιπέτεια του ανθρώπου: Ο Γιώργος Σεφέρης (Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1963) και ο Οδυσσέας Ελύτης (Νομπέλ Λογοτεχνίας το  1979).
Πολλοί επώνυμοι τραγούδησαν το Αιγαίο, σ’ ένα μόνο όμως αποδόθηκε ο τίτλος ποιητής του Αιγαίου: στον Οδυσσέα Ελύτη. Του ποιητή που αγάπησε το Αιγαίο όσο κανείς άλλος και το τραγούδησε σε όλο του το έργο, αναδεικνύοντας με ευαισθησία και οξύνοια την ομορφιά, τις ιδιαιτερότητες και τη μοναδικότητά του.

Ο Οδυσσέ­ας Ελύτης θα τραγουδήσει στην ποί­ησή του με μια σχεδόν αειθαλή νεό­τητα το ελληνικό τοπίο, τον ήλιο και τη θάλασσα. Σύμφωνα με μια κατε­στημένη έκφραση, που δεν βλέπω τον λόγο γιατί θα έπρεπε να την απο­φύγουμε, ο Ελύτης θα «ανακαλύψει» το Αιγαίο και μάλιστα σε μια ιστορικώς στενόχωρη εποχή, όταν στην Ελλάδα διαδραματίζεται μια ακόμη πράξη της συχνά επαναλαμβανόμε­νης τραγωδίας των δικτατοριών του εικοστού αιώνα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 το ανέφελο μέ­χρι τότε ποιητικό όραμα του Ελύτη αρχίζει να σκοτεινιάζει, ενώ έρχο­νται στην επιφάνεια φιλοσοφικοί προβληματισμοί που δίνουν άλλες διαστάσεις στο έργο του. Παρά ταύτα ο Ελύτης έχει παραμείνει στη συ­νείδηση του κοινού ως ο ποιητής του Αιγαίου, των νησιών και της θάλασ­σας.
Το Αιγαίο γράφει ό Οδύσσειας Ελύ­της «είναι από ύλη ή πνεύμα (δεν έχει σημασία) οδηγημένα στο ουσιώδες.»
Αυτό το ουσιώδες συνήθως προ­σπερνάμε στην τρέχουσα μη πνευμα­τική και άκρως υπολογιστική εποχή μας, αυτό το ουσιώδες όχι μόνον για το Αιγαίο αλλά και για το ίδιο το μυ­στήριο της Ύπαρξης, που ο Οδυσσέας Ελύτης ζήτησε να βρει και να διατυ­πώσει σ’ όλο το μάκρος του έργου του.

«Ένα δειλινό στο Αιγαίο, γράφει ό Οδυσσέας Ελύτης, περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τόσες ίσες δό­σεις που δε μένει στο τέλος παρά η αλήθεια».

Για τον Γ.  Σεφέρη, το τοπίο του Αιγαίου αλλάζει.  Το πέλαγος, το Αιγαίο, δεν είναι ένας αθώος εξωιστορικός τόπος ευδίας και ευδαιμονίας. Ανάμεσα στον ομηρικό Οδυσσέα, για παράδειγμα -του οποίου η συμ­βολική διάσταση έχει απλώσει ρίζες στην παγκόσμια λογοτεχνία1 - και στο Στράτη Θαλασσινό, πρωταγωνιστή  του Σεφέρη παρεμβάλλονται μερικές δεκάδες αιώνων. Ο Σεφέρης χρησιμοποιεί τον Στράτη ως άλλον Οδυσσέα, να βιώνει τη θλίψη της νοσταλγίας, αποκομμένος και μόνος, να αναζητά στο παρελθόν κάποια σημάδια της προσωπικής πια ταυτότητάς του, η οποία εμπεριέχει τα πονεμένα ελληνικά στοιχεία. Ο Σεφέρης δεμένος με την πραγματικότητα έφερε στον ελληνικό στίχο τον τόνο της ύφεσης. Ο Σεφέρης τάσσεται με  αυτούς που δεν είναι ήρωες εκείνους που τους τρώει το ταξίδι, με το ταπεινό εκείνο μέρος της ανθρωπότητας που δεν φωτίζεται και δεν απασχολεί κανένα έπος .

Το Αιγαίο,  δεν ήταν τόπος
ανέφελος και για τον Γιάννη Ρίτσο. Με πίκρα περισσότερο παρά με ειρωνική πρόθεση, στο ποίημα «Α. Β. Γ.» της συλλογής «Πέτρινος χρόνος» τού 1949 (γράφτηκε στη Μακρόνησο και πρωτοεκδόθηκε στο Βουκουρέστι το 1957) ο εξόριστος Ρίτσος επαναλαμβάνει τρεις φορές (ελαφρότατα παραλλαγμένη) την πρόταση «Α, ναι, μιλούσαμε κάποτε για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη». Την τρίτη φορά μάλιστα οξύνει το σχόλιό του προσθέτοντας το «ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ - ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ - ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ». Με την επιλογή των κεφαλαίων είναι σαν να χαράζει επιτύμβιο πάνω σε μια πέτρα του ξερονησιού-νέου Παρθενώνα.




                                               Μες του Αιγαίου τα νερά - Μαρίζα Κωχ.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,