24 Ιανουαρίου 2016

-Ανέστης Ευαγγέλου, «Το χιόνι» (Στον Κρίτωνα Ζωάκο)




«Χιονίζει πάλι σήμερα.
Απ’ το παράθυρό μου
βλέπω τα δέντρα, τις στέγες των αντικρινών
σπιτιών, όλα μες στ’ άσπρα.
Θυμάμαι
ένα πρωί, σαν ήμασταν παιδιά -χαράματα ήταν
κι έτσι και τότε χιόνιζε- βγαίνω στον κήπο
και βρίσκω τ’ αδερφάκι μου.
Είχε ανοίξει
μια τρύπα μες στο χιόνι κι είχε μπει
μέσα κι έπαιζ’ εκεί με τ’ αρκουδάκι του.
Τι κάνεις
εδώ, του λέω, μονάχος, δεν κρυώνεις;
Δεν θα ξαναγυρίσω σπίτι σας, άκουσα τη φωνή του
οδυνηρά αινιγματική, γεμάτη πείσμα
και μια κακία που δε θα λησμονήσω
-κι έλαμπαν στο μισόφωτο τα ωραία του μάτια,
για ν’ απομείνει εκεί στους άθλιους πάγους
για ν’ απομείνει εκεί ανεξήγητα
παρ’ όλες έκτοτε τις συνεχείς εκκλήσεις μου.
Τη μέρα εκείνη μίσησα το χιόνι
κι ορθός, σε στάση προσοχής, μπρος στ’ αδερφάκι μου
ορκίστηκα να το πολεμώ μέχρι θανάτου.
Αυτά ήτανε τα πρώτα μου μαθήματα
πολύ προτού μάθω την αλφαβήτα.
Αργότερα,
όσο ο καιρός περνούσε κι ένιωθα
να μου έχει δωρηθεί από τους θεούς
της ομιλίας η χάρη, είναι γνωστό το χιόνι
πως όχι μόνο το κατάγγειλα με χίλιους τρόπους
παρά πως του αφιέρωσα για να το στιγματίσω
τις πιο παράφορες, πιο ρωμαλέες στροφές της ποίησής μου.
Σήμερα ωστόσο,
μισό σχεδόν αιώνα απ’ το πρωί εκείνο
των πρώτων παιδικών μου χρόνων,
χιονίζει πάλι.
Απ’ το παράθυρό μου
βλέπω τα δέντρα, τις στέγες των αντικρινών
σπιτιών, όλα μες στ’ άσπρα.
Πέφτει το χιόνι τώρα και σκεπάζει
με μια δική του απόρρητη δικαιοσύνη
τις πράξεις και τις παραλείψεις μας
τις χαρές και τις λύπες μας
τα μεγαλόπνοα σχέδια και τις μικρότητές μας
τους έρωτες
τις φιλίες
τα λάθη μας και τις εξάρσεις.
Κατευνάζει την αλαζονεία∙
διδάσκει την ισότητα∙
χορηγεί την ειρήνη.
Χιόνι της Ευσπλαχνίας -όχι της Ορφάνιας.
Χιόνι της Συγκατάβασης -όχι της Τιμωρίας.
Χιόνι της μυστικής αγάπης πια.»

ΠΗΓΗ:
(Από τη συλλογή Το χιόνι και η ερήμωση (χειρόγραφα – 1994) του Ανέστη Ευαγγέλου)

....................................................................................................................................................................

23 Ιανουαρίου 2016

Πανσέληνο φεγγάρι μου ...στου Άη - Γιώργη την κορφή..........



Ήρθες ξανά και στάθηκες στου Αη - Γιώργη την κορφή...
Ακουμπισμένο στο ανάκατο.. το γκρίζο σύννεφο μου γνέφεις πάλι απόψε....
Κρύα είναι η νύχτα Χειμωνιάτικη ...μα όχι και η καρδιά μου....
Φυσήξανε Βοριάδες δυνατοί...μα και Νοτιάδες με υγρασία και νεροποντές γεμάτοι....
Το βλέμμα έστρεψα για να σε αποφύγω απόψε μια φορά...μα εσύ επιμένεις να μου γνέφεις...
Φεγγάρι μου ολόγιομο...μέσα στης Χειμωνιάς και του Γενάρη την ομίχλη.. ήρθες μπροστά μου και να σε αποφύγω απόψε αδυνατώ.....
Όλοι σου μίλησαν ...σου υπενθύμισαν πως δεν μπορείς να ονειρεύεσαι...πως μοιάζεις πια σε τούτη τη σκληρή την εποχή ...ουτοπική ...φευγάτη και ονειροπόλα...
Μα  απόψε εσύ τα έκλεισες ξανά τα αυτιά...ήχους ...κραυγές...ξεφωνητά και υστερίες δεν σε αγγίζουν....δεν σε κοντεύουν...δεν σε πλησιάζουν....
Έστησες τοίχο απ' τη μεριά τους άλλη μια φορά...και στάθηκες στο φωτεινό το παραθύρι το μικρό του μαγερειού σου....που κατευθείαν στην κορυφή του Υμηττού σε οδηγεί...και στο καμπαναριό της εκκλησιάς σε σεργιανίζει....
Στάθηκες πάλι εκεί ολόγιομο φεγγάρι μου...σελήνη της αστείρευτης ...της παιχνιδιάρικης...της 
λάγνας '''της αλήτισσας ψυχής μου....
Όχι ...όχι.. είμαι ατίθαση εγώ...αρνούμαι να γεράσω...αρνούμαι στα τερτίπια τους να μπω...και  το κεφάλι μου να τους χαρίσω...αρνούμαι επί πίνακι.. για μια της χούφτας δίφραγκα να τους το καταθέσω....
Βγήκα κι απόψε εκεί στην κορυφή του σύννεφου...και παρακάλεσα...του έγνεψα του φεγγαριού ...μαζί του να με πάρει....ταξίδι μες στους μακρινούς τους Γαλαξίες και ταξιδιώτης να γεννώ..επάνω εκεί στην μακριά.. την ομόρφότερη αυτή...κόμη της Βερενίκης....
Όχι δεν θα σταθώ εγώ στους Φυσικούς τους τύπους των μεγάλων και τρανών Πυρηνικών και της Φυσικής  επιστημόνων....
Στην αγκαλιά σου θα αφεθώ φεγγάρι μου ξανά...και μέσα στην αποψινή την παγωμένη νύχτα...ξέρεις εσύ μονάχα εσύ...τα μονοπάτια να διαβαίνεις....
Ανέβηκες πάλι ψηλά ...σου γνέφω δε με βλέπεις ?
Πάλι κι απόψε δίπλα σου θαρθώ σελήνη μου ολοφώτεινη...πανσέληνος μοναδική...του παγωμένου ...του χιονιά τούτου του μήνα...
Όχι και δεν θα φοβηθώ...κι από ψηλές και δύσβατες και καταχιονισμένες τις κορφές εσύ κι αν πλησιάσεις...μαζί σου εγώ εκεί ...δεμένη εις το ''άρμα'' σου θα σε ακολουθώ....
Κι αν αφεθώ στα χέρια σου...κι εσύ το δρόμο χάσεις...ένα είναι σίγουρο...πως μες στου ονείρου ...του φωτός της δικής σου διαδρομής ...μαζί σου θα χαθώ....
Ελπίδα εσύ μου έταξες...σε κοίταξα ξανά κατάματα...μαγεύτηκα απ' το φως σου....
Θα πάρω το κατόπι σου και θάρθω να ρωτήσω...όλα τα αστέρια που θα βρω...για την αγάπη και τον Έρωτα ...ορμήνια για να πάρω...
Τι.. οι άνθρωποι πάνω στη Γη...φορές - φορές ξεχνούνε να αγαπάνε.........

Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη.
.................................................................................................................................................................


 

22 Ιανουαρίου 2016

μενέλαος λουντέμης......











Αχ , τι βαρύ έγκλημα έκανα να μην πω πως σ' αγαπούσα πολύ, πολύ ,όσο δε λέγεται ,όσο δε γράφεται,όσο δεν αντέχεται.Τότε μπορεί και να μην έφευγες. Μα μήπως έγινε; Μήπως στο είπα έτσι δυνατά,σπαραχτικά,όπως το'θελα και δε γνώρισα τα λόγια μου ;Μα τόσο μπερδεμένο πράμα λοιπόν είναι η αγάπη που να μην μπορέσει ένα φτωχό πλάσμα να ξεδιαλύνει τα λόγια του; Και τόσο απέραντος είναι ο κόσμος που να μη σε βρίσκω; Και τώρα που όλοι έφυγαν,όλα έγιναν μισητά,σε ποιον ν'απλώσω τα χέρια μου; Σε ποιον; Σε ποιον να πω σώσε με !, τώρα που χάνομαι,που βουλιάζω,που βουλιάζω...


-Λουντέμης-

....................................................................................................................................................................


Σκέψεις για τον Μενέλαο Λουντέμη - για τον ''δικό'' μου Μέλιο...
 
Ποιός στ' αλήθεια δεν μαγεύτηκε στα εφηβικά του χρόνια ...από τις τόσο ζωντανές ...γεμάτες παρομοιώσεις ...μεταφορές...φράσεις αποστάγματα καρδιάς...από το: Ένα Παδί Μετράει τ' Άστρα...του Μενέλαου Λουντέμη...
Πέρασαν χρόνια από  το θάνατό του  σαν και σήμερα.. ήταν 22 Ιανουαρίου 1977...και πάντα γοητευμένοι από το πλούσιο συγγραφικό του έργο...και το αστείρευτο ταλέντο του στις λέξεις...αναρωτιόμαστε..αν ακόμα και σήμερα παραμένει επίκαιρος...
Η ταπεινή μου σκέψη είναι πως ναι...αν και οι καιροί φυσούν βοριάδες άγριους...οι αξίες...και τα συναισθήματα...εκεί στην άκρη ...στη γωνιά παραμονεύουν...
Είναι για εμέ σχολείο ολάκερο ο Μενέλαος Λουντέμης...που επάνω στα υπέροχα ...στολίδια τα γραπτά του... που μας άφησε...κεντίδια νέα ...φρέσκα και καινούρια μπορούν να γραφούν....
Όχι ...θαρρώ πως δεν φαντάζει παρωχημένος σήμερα...όσο κι αν η τεχνολογία και οι λέξεις μεταλάσσονται...μα χρώμα οι αξίες και τα συναισθήματα καινούριο δεν φορούν...
Και δεν ειναι μόνο το συναίσθημα...ούτε σκοπός του ήταν το θυμικό μας να το συγκινήσει ιδιοτελώς....όχι ...μονάχα αλήθειες τρανταχτές της εποχής εκείνης...που παρωχημένη φαίνεται σε μερικούς...μα η φτώχεια της ψυχής...και η αληθινή η φτώχεια...χορό τρανό έστησε...στης Ιστορίας τα κιτάπια....
 Κείμενο -Σοφία Θεοδοσιάδη... 
................................................................................................................................................................ 

Βέρα Πάβλοβα : Μόνο χιόνι....






Θα΄ναι χειμώνας, θαρρώ, όταν έρθει.
Από την αφόρητη λευκότητα του δρόμου
μια κουκίδα θα φανεί, τόσο μαύρη που τα μάτια θα θαμπώσουν,

και θα πλησιάζει για ώρα πολλή, πάρα πολλή
αντισταθμίζοντας την απουσία του με τον ερχομό του,
και για ώρα πολλή, πάρα πολλή, κουκίδα θα μείνει.

Ένας κόκκος σκόνης; Ένα κάψιμο στο μάτι;
Χιόνι, τίποτα άλλο δεν θα υπάρχει, μόνο χιόνι,
για ώρα πολλή, πάρα πολλή, τίποτα άλλο,
κι αυτός το χιονισμένο πέπλο θα παραμερίζει,
μέγεθος θα αποκτά και τρεις διαστάσεις,
κι όλο και περισσότερο θα πλησιάζει...

Αυτό είναι το όριο, δεν μπορεί να έρθει πιο κοντά.
Μα αυτός συνεχίζει να πλησιάζει,
και τώρα είναι τόσο πελώριος που δεν μπορείς να τον μετρήσεις.

........................................................................................................... 



 

 

 

 

νοσταλγία γυρίζει - Μίλτος Σαχτούρης.

Ἡ γυναίκα γδύθηκε καὶ ξάπλωσε στὸ
κρεβάτι
ἕνα φιλὶ ἀνοιγόκλεινε πάνω στὸ πάτωμα
οἱ ἄγριες μορφὲς μὲ τὰ μαχαίρια ἀρχίσαν
νὰ ξεπροβάλλουν στὸ ταβάνι
στὸν τοῖχο κρεμασμένο ἕνα πουλὶ πνίγηκε
κι ἔσβησε
ἕνα κερὶ ἔγειρε κι ἔπεσε ἀπ᾿ τὸ καντηλέρι
ἔξω ἀκούγονταν κλάματα καὶ ποδοβολητά

Ἄνοιξαν τὰ παράθυρα μπῆκε ἕνα χέρι
ἔπειτα μπῆκε τὸ φεγγάρι
ἀγκάλιασε τὴ γυναίκα καὶ κοιμήθηκαν μαζὶ
Ὅλο τὸ βράδυ ἀκουγόταν μιὰ φωνή:

Οι μέρες περνούν
   το χιόνι μένει...
..........................................................................................................................
 



                             Φωτιά & Χιόνι.. 

..................................................................................

21 Ιανουαρίου 2016

Γεώργιος Βιζυηνός «Στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά»


Για ευτυχία εμβήκα, για ζωής χαρά,
κ’ εγώ σ’ αυτή την πλάσι, καθώς άλλοι
παιδί την έχω αδράξει μ’ ελαφρά φτερά,
σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που θάλλει.

Κι αν ευτυχή κανένας δεν μ’ εκάλει,
χαρά το είχα καν το βράδυ στη φωλιά
αμέριμνο να γέρνω το κεφάλι
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

Παλληκαράκι, πλιότερο από μια φορά
η ελπίδα και του πόθου η παραζάλη,
απ’ της ζωής μ’ εσύραν τα ρηχά νερά
και της ξανθής αγάπης μου τα κάλλη
η ευτυχία, μ’ είπαν, θα προβάλη.

Μα, απέθανε η χαριτωμένη κοπελλιά,
και, ναυαγός, ευρήκα παραγιάλι
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

Λεβέντης, εξερρίζωνα τα γλυκερά
αισθήματα από την καρδιά που πάλλει
κι’ αν ρίπτω της πικρής αλήθειας τη σπορά,
αχ, πότε, πότε ένα καρπό θα βγάλη.

Του βίου μ’ εγονάτισεν η πάλη
λαχτάρησα ησυχία μια σταλιά,
μα δεν την έχω πια, να γείρω πάλι
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

Ω Φύσις, δέσποινά μου και μεγάλη,
δεν έχω πια στον κόσμο αυτό δουλειά.
Η αγάπη σου στον τάφο πια ας με βάλη,
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

 Αμάρτημα της μητρός μου - Γεώργιος Βιζυηνός.

..............................................................................................................................................................
Στο ποίημά του ο Βιζυηνός παρουσιάζει την ιδιαίτερη αξία που είχε πάντοτε η αγάπη της μητέρας του στη ζωή του. Η αγιασμένη αγκαλιά της μητέρας του ήταν πηγή χαράς στα παιδικά του χρόνια κι ασφαλές καταφύγιο στα νεανικά του χρόνια. Ενώ, στα χρόνια της ωριμότητάς του, που η μητέρα του δεν υπάρχει πια, η έλλειψή της αποτελεί μεγάλο πόνο για τον ποιητή. Απογοητευμένος και καταβεβλημένος απ’ τις δυσκολίες της ζωής αποζητά την αγκαλιά της μητέρα του, για να βρει λίγες στιγμές ησυχίας, αλλά εκείνη δεν βρίσκεται πια στη ζωή.
Έτσι, ο ποιητής σε μια στιγμή ιδιαίτερης συναισθηματικής φόρτισης ζητά απ’ τη μητέρα φύση να του στερήσει κι εκείνου τη ζωή, ώστε να βρεθεί και πάλι στην αγκαλιά της μητέρας του. 

Αμάρτημα της μητρός μου - Γεώργιος Βιζυηνός.
Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας....
.............................................................................................................................................................. 

Τι είναι τάχα η αγκαλιά.....


Θάρθουν και σήμερα και θα σου πουν ...θα σου μιλήσουν...θα σου θυμίσουν πως Παγκόσμια Ημέρα Αγκαλιάς είναι ..γιορτής για να αγκαλιάσεις κάποιον και την αγάπη και την τρυφερότητά σου να καταθέσεις...να δώσεις και να πάρεις συναισθήματα...με το κουπόνι τη μια την τούτη ...τη συγκεκριμένη ...την Παγκόσμια....
Πως λέει μην το ξεχάσεις να το θυμηθείς...να αγκαλιάσεις τους.. που αγαπάς...
Άκουσον άκουσον...δόλια μου καρδιά τι σου θυμίζουν....!!!!
Σάμπως να είναι η αγκαλιά το γιατρικό της μιας και της συγκεκριμένης μέρας...στη ''γρίππη''' και στο βήχα που σε βρήκε και σε σάρωσε...
Τι είναι τάχα η αγκαλιά με κουταλάκι και κουπόνι να σταθείς σε μια ουρά ..τούτη την μια μέρα να τη ζητιανέψεις να την πάρεις...?
Έλα καρδιά  μου εσύ στα συγκαλά σου...ο κόσμος παρανόησε...και συναισθήματα ...κι αγάπες ...και τρυφερότητες ...σε φαρμακευτικές σε συνταγές σου γράφει...
ένα μονάχα έχω να σου πω...και σπάσε τα καλούπια...άσε τα συναισθήματα καθημερινά να σε οδηγούνε...είναι η αγκαλιά φωλιά....απάγκιο τρυφερότητας...και η μάνα σου σου τόμαθε ..πως συνταγές δεν παίρνει...

Σοφία Θεοδοσιάδη. 
...................................................................................................................................................................

Απόσπασμα απο το το βιβλίο του ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ -ΣΤΟ ΒΥΘΟ


 

Ο «Βυθός» γράφτηκε από τον Μαξίμ Γκόρκι το 1902

-ΛΟΥΚΑΣ-Μας λες για την αλήθεια ..μα η αλήθεια δεν είναι πάντα καλή για τον άνθρωπο..δεν θεραπεύει πάντα την ψυχή.
Να σου πω ένα παράδειγμα:Eιχα κάποτε ένα γνωστό που πίστευε στη χώρα της Δικαιoσύνης..
-ΜΠΟΥΜΠΝΟΦ-Σε τι πράγμα;
-ΛΟΥΚΑΣ-Στη χώρα της δικαιοσύνης. 
Πρέπει να υπάρχει έλεγε, κάπου στη γη η χώρα της δικαιοσύνης..
Και στη χώρα αυτή έλεγε, πρέπει να κατοικούν  ξεχωριστοί άνθρωποι, καλοί άνθρωποι!
Που σέβονται ο ένας τον άλλον, που βοηθάνε ο ένας τον άλλον και όλα στη ζωή τους  είναι μέλι γάλα.
Και ο άνθρωπος αυτός όλο έλεγε να φύγει, να ψάξει να βρει αυτή τη χώρα, ήταν όμως φτωχός και δύσκολα τα 'φερνε βόλτα...κι όταν καμιά φορά τα πράγματα πηγαίνανε απο το κακό στο χειρότερο, κι έλεγες, τώρα θα πέσει να πεθάνει-ακόμα και τότε, δεν το έβαζε κάτω, χαμογελούσε κι έλεγε:
''δεν θα πάθω τίποτα!θα αντέξω!''
Λίγο ακόμα θα περιμένω και θα αφήσω αυτή τη ζωή, και θα παω στη χώρα της δικαιοσύνης..''<Μοναδική του χαρά ήταν αυτή η χώρα>
 - ΠΕΠΕΛ-Και τι έγινε; πήγε τελικά;
-ΜΠΟΥΜΠΝΟΦ-Που να παει; χα χα !
-ΛΟΥΚΑΣ-Μια φορά, στα μέρη που ζούσε, έφεραν έναν εξόριστο επιστήμονα..με βιβλία, χάρτες πολύ μορφωμένο..
Ο άνθρωπός μας λέει στον επιστήμονα ''Πες μου σε παρακαλώ, που βρίσκεται η χώρα της δικαιοσύνης, και πως μπορώ να παω εκεί;''
Ο επιστήμονας ανοίγει τα βιβλία του, βάζει κάτω τους χάρτες του, κοιτάζει, ψάχνει, πουθενά η χώρα της δικαιοσύνης..Ολες οι χώρες ήταν εκεί, εκτός απ' τη χώρα της δικαιοσύνης.
-ΠΕΠΕΛ (Χαμηλόφωνα) Ούτε ίχνος;;;
Ο Μπουμπνόφ γελάει
-ΝΑΤΑΣΑ ..Σώπα εσύ...λοιπόν παππού;
-ΛΟΥΚΑΣ-Ο άνθρωπος δεν τον πιστεύει..Πρέπει, πρέπει να υπάρχει ''λεει'' ψάξε καλύτερα, αλλιώς τα βιβλία και οι χάρτες σου δεν αξίζουν τίποτα, αν δεν μπορείς να βρεις αυτή τη χώρα..Ο επιστήμονας το πήρε κατάκαρδα.
Οι χάρτες μου, λεει, είναι ακριβέστατοι και δεν υπάρχει καμιά τέτοια χώρα πουθενά..
Ο άνθρωπος μας θύμωσε -πως είναι δυνατόν;
 Ζούσε τόσα χρόνια έκανε υπομονή, και πίστευε τόσο πολύ ότι υπάρχει..
Του είχε κλέψει τη χώρα που αγαπούσε..Λέει λοιπόν στον επιστήμονα<
Ελα δω ρε κάθαρμα. Δεν είσαι επιστήμονας εσύ..Απατεώνας είσαι...> και του ρίχνει μια μπουνιά στο μάτι(παύση). Και μετά πήγε στο σπίτι του και κρεμάστηκε..........
Ολοι μένουν σιωπηλοί..
-ΠΕΠΕΛ-Ε που να σε πάρει ο διάβολος,  μας έκανες την ψυχή μαύρη...είδες η χώρα της δικαιοσύνης;  δεν υπάρχει τελικά..


 Μαξίμ Γκόρκι-Στο βυθό
(Το κείμενο έχει μεταφερθεί αυτούσιο, απο το βιβλίο )

................................................................................................................................






Ο Μάξιμ Γκόρκι είναι ένας από τους μεγαλύτερους Ρώσους συγγραφείς. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πεσκώφ. Γεννήθηκε το 1868 στο Νίζνι-Νοβγορόντ από φτωχούς γονείς. Ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν πολύ μικρός και η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε. `Ετσι, ο Μάξιμ αναγκάστηκε να ζήσει στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς του. Σε ηλικία εννιά χρονών αναγκάζεται από τη φτώχεια να φύγει από το σπίτι του παππού του και να βγει στη βιοπάλη. `Αλλαξε πολλές δουλειές αποκτώντας εμπειρίες που αργότερα θα του χρησιμέψουν στο έργο του. Καθώς γυρίζει τη Ρωσία, γνωρίζει τους ανθρώπους και τη δυστυχία που προκαλούσε το τσαρικό καθεστώς. Το 1887 κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, η οποία όμως αποτυγχάνει. Από το 1892 αρχίζει να γράφει για βιοποριστικούς κυρίως λόγους σε επαρχιακές εφημερίδες. Η πρώτη του επιτυχία έρχεται με τη δημοσίευση του διηγήματος "Τσελκάς", το 1895, στο περιοδικό του γνωστού συγγραφέα Κορολένκο. Τα διηγήματά του γίνονται στη συνέχεια ανάρπαστα, ενώ το έργο του μεταφράζεται και γίνεται γνωστό σ' όλη την Ευρώπη. Το 1902 εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας της Πετρούπολης, ενώ το 1905 συμμετέχει στην αποτυχημένη επανάσταση, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Φεύγει από τη Ρωσία για την Αμερική κι από εκεί έρχεται στην Ευρώπη. Εγκαθίσταται στο Κάπρι της Ιταλίας, όπου συνεχίζει τον αγώνα εναντίον του τσαρισμού. Εκεί γνωρίζεται και με το Λένιν. Το 1917 ο Γκόρκι συμμετέχει στην Οκτωβριανή Επανάσταση με το μέρος των μπολσεβίκων. Λίγο αργότερα όμως ξαναφεύγει στο Κάπρι, για να ξαναγυρίσει στη Ρωσία το 1928, όπου γιορτάζονται τα 60 χρόνια από τη γέννηση του. Τα κυριότερα έργα του είναι: "Οι μικροαστοί", "Στο Βυθό", "Τα παιδιά του ήλιου", "Οι βάρβαροι", "Οι εχθροί", "Παράξενοι άνθρωποι", "Τσελκάς", "Οικογένεια Ορλώφ", "Οι τρεις", "Η μάνα", "Η εξομολόγηση", "Το καλοκαίρι", "Ιταλικά παραμύθια", "Τα παιδικά χρόνια", "Στη χώρα των Σοβιέτ" κ.α. Ο Μάξιμ Γκόρκι πέθανε το 1936 στη Μόσχα. 
ΠΗΓΗ :  > Ξένη Λογοτεχνία > Μάξιμ Γκόρκι - Βιογραφικό 
..................................................................................................................................................................