25 Ιανουαρίου 2016

Υπάρχουν άνθρωποι που περπατούν σκυφτοί ...


 Υπάρχουν άνθρωποι που περπατούν σκυφτοί
Σα να κρατούν στους ώμους τους ολάκερο το σύμπαν…
Κοιτάζουν πάντα χαμηλά, τον ήλιο δεν τον βλέπουν
Πώς να τον δούνε μάτια μου;
Πώς να τον δεις τον ήλιο αν δε σηκώνεις το κεφάλι σου ψηλά ...

Γι'αυτό δεν είναι εύκολο να δεις το πρόσωπό τους...
Κανέναν δεν κοιτάζουνε
Κι αν τους ρωτήσεις, θα σου πουν, αόρατοι πως νιώθουν
Γι'αυτό κι εκείνοι δεν κοιτούν
Βλέπεις, θαρρούνε μάτια μου πως κι οι άλλοι δεν τους βλέπουν
Όμως ποτέ τους δε μιλούν…

Μα αν καταφέρεις και τους δεις και τους κοιτάξεις πιο καλά
Τότε θα δεις τι κουβαλούν βαθιά μεσ'την ψυχή τους...
Θλίψη που καθρεφτίζεται στα σκυφτά μάτια τους
Πίκρα, που ζωγραφίζει το βουβό βλέμμα τους
Σιωπή, που σφίγγει τα στεγνά χείλη τους
Μοναξιά, που ασχημαίνει το πρόσωπό τους
Μην απορήσεις μάτια μου
Η μοναξιά ασχημαίνει τους ανθρώπους...

Μη φοβηθείς και φύγεις!
Το δύσκολο ήταν να τους δεις
Πλησίασέ τους… μίλα τους
Μα να'σαι υπομονετικός
Μην αισθανθούν τη λύπη σου
Κρύψε την ενοχή σου που δεν τους είδες πιο νωρίς
Πώς να το κάνεις μάτια μου αν δεν κοιτάζεις χαμηλά;
Πρέπει να νιώσεις μοναξιά για να κοιτάξεις σαν κι αυτούς
Να αισθανθείς πως είσαι εσύ… ή ίσως κάποιος που αγαπάς...
Μα αν γίνει έτσι μείνε ...
Νιώσε τον πόνο τους, τη μοναξιά, μόνο μη νιώσεις οίκτο
Είναι περήφανοι πολύ,κι αν νιώσουνε τον οίκτο σου
Πιότερο θα λυγίσουν...

Λένε πως όσοι είναι σκυφτοί
μέσα τους θέλουνε να μπουν, στη μήτρα που τους γέννησε
Εκεί που νιώθαν ασφαλείς...
Στον κόσμο εκείνο το μικρό που διπλωμένος μόνο αντέχεις
Μα αντέχεις την αγάπη του κι αυτή είναι μεγάλη
Γι'αυτό ποτέ δεν την ξεχνάς…
Πώς να το κάνεις άλλωστε;
Δεν ξεχνιέται η αγάπη μάτια μου, μόνο πονάει αν δεν την έχεις

Γι'αυτό θέλουν να ξαναμπούν στον κόσμο εκείνο το μικρό
Είναι μεγάλος τούτος 'δω...κακός και άδικος, ψυχρός,
Χωρίς στάλα αγάπη
Πώς να τ'αντέξει όλα αυτά ένα σκυφτό κεφάλι;

Μην απορήσεις αν σουν πουν πως η ζωή τους είναι εντάξει
Τι περιμένεις να σου πουν; πως έχουν μάθει να'ναι μόνοι;
Δε μαθαίνεται μάτια μου αυτό, μα συνηθίζεται πικρά

Λένε πως είσαι δυνατός αν έχεις μάθει ν'αγαπάς
Μα γίνεσαι πιο δυνατός αν έχεις μάθει την αγάπη να αντέχεις
Κι αυτό μαθαίνεται ευτυχώς!

Γι'αυτό μην ψάχνεις τι να πεις καθώς θα τους κοιτάζεις
Χάιδεψε απλά τα μάτια τους με γέλιο απ'την καρδιά σου
Βλέπεις, η θλίψη δεν κοιτά τα μάτια που γελάνε
Μίλα τους μόνο απ'την καρδιά και χαμογέλασέ τους
Μην πεις μια λέξη... τίποτα
Μονάχα ακούμπησέ τους

Μην εκπλαγείς σαν τεντωθούν...
Πρόσεξε, μην τρομάξεις!
Πήρες από το βάρος τους κι ισιώνει το κορμί τους
Μην εκπλαγείς όταν σε δουν
Θα σε κοιτάξουν μ'έκπληξη, μα θα χαμογελάσουν…
Δειλά...πριν το κεφάλι τους σηκώσουνε ψηλά
Στον ουρανό…

Ίσως τα μάτια κλείσουνε...
Γιατί θα τους θαμπώσει, το φως του ήλιου που θα δουν
Γιατί θα θυμηθούνε, το φως που είχαν στην καρδιά
Κι ίσως και να δακρύσουν
Μα θα 'ναι δάκρυα από χαρά
Και τότε, θα μιλήσουν ....

Στέβη Σαμέλη.

(Από την ποιητική συλλογή "Μια βόλτα στα σύννεφα" - εκδόσεις Ιωλκός 2012)
....................................................................................................................................................................................................................
 Η Στέβη Σαμέλη γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς εκπαιδευτικούς και μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Από το 1989 ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
 Το βιβλίο «Μια βόλτα στα σύννεφα» είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.
..........................................................................................................................................................................................................................

24 Ιανουαρίου 2016

-Ανέστης Ευαγγέλου, «Το χιόνι» (Στον Κρίτωνα Ζωάκο)




«Χιονίζει πάλι σήμερα.
Απ’ το παράθυρό μου
βλέπω τα δέντρα, τις στέγες των αντικρινών
σπιτιών, όλα μες στ’ άσπρα.
Θυμάμαι
ένα πρωί, σαν ήμασταν παιδιά -χαράματα ήταν
κι έτσι και τότε χιόνιζε- βγαίνω στον κήπο
και βρίσκω τ’ αδερφάκι μου.
Είχε ανοίξει
μια τρύπα μες στο χιόνι κι είχε μπει
μέσα κι έπαιζ’ εκεί με τ’ αρκουδάκι του.
Τι κάνεις
εδώ, του λέω, μονάχος, δεν κρυώνεις;
Δεν θα ξαναγυρίσω σπίτι σας, άκουσα τη φωνή του
οδυνηρά αινιγματική, γεμάτη πείσμα
και μια κακία που δε θα λησμονήσω
-κι έλαμπαν στο μισόφωτο τα ωραία του μάτια,
για ν’ απομείνει εκεί στους άθλιους πάγους
για ν’ απομείνει εκεί ανεξήγητα
παρ’ όλες έκτοτε τις συνεχείς εκκλήσεις μου.
Τη μέρα εκείνη μίσησα το χιόνι
κι ορθός, σε στάση προσοχής, μπρος στ’ αδερφάκι μου
ορκίστηκα να το πολεμώ μέχρι θανάτου.
Αυτά ήτανε τα πρώτα μου μαθήματα
πολύ προτού μάθω την αλφαβήτα.
Αργότερα,
όσο ο καιρός περνούσε κι ένιωθα
να μου έχει δωρηθεί από τους θεούς
της ομιλίας η χάρη, είναι γνωστό το χιόνι
πως όχι μόνο το κατάγγειλα με χίλιους τρόπους
παρά πως του αφιέρωσα για να το στιγματίσω
τις πιο παράφορες, πιο ρωμαλέες στροφές της ποίησής μου.
Σήμερα ωστόσο,
μισό σχεδόν αιώνα απ’ το πρωί εκείνο
των πρώτων παιδικών μου χρόνων,
χιονίζει πάλι.
Απ’ το παράθυρό μου
βλέπω τα δέντρα, τις στέγες των αντικρινών
σπιτιών, όλα μες στ’ άσπρα.
Πέφτει το χιόνι τώρα και σκεπάζει
με μια δική του απόρρητη δικαιοσύνη
τις πράξεις και τις παραλείψεις μας
τις χαρές και τις λύπες μας
τα μεγαλόπνοα σχέδια και τις μικρότητές μας
τους έρωτες
τις φιλίες
τα λάθη μας και τις εξάρσεις.
Κατευνάζει την αλαζονεία∙
διδάσκει την ισότητα∙
χορηγεί την ειρήνη.
Χιόνι της Ευσπλαχνίας -όχι της Ορφάνιας.
Χιόνι της Συγκατάβασης -όχι της Τιμωρίας.
Χιόνι της μυστικής αγάπης πια.»

ΠΗΓΗ:
(Από τη συλλογή Το χιόνι και η ερήμωση (χειρόγραφα – 1994) του Ανέστη Ευαγγέλου)

....................................................................................................................................................................

23 Ιανουαρίου 2016

Πανσέληνο φεγγάρι μου ...στου Άη - Γιώργη την κορφή..........



Ήρθες ξανά και στάθηκες στου Αη - Γιώργη την κορφή...
Ακουμπισμένο στο ανάκατο.. το γκρίζο σύννεφο μου γνέφεις πάλι απόψε....
Κρύα είναι η νύχτα Χειμωνιάτικη ...μα όχι και η καρδιά μου....
Φυσήξανε Βοριάδες δυνατοί...μα και Νοτιάδες με υγρασία και νεροποντές γεμάτοι....
Το βλέμμα έστρεψα για να σε αποφύγω απόψε μια φορά...μα εσύ επιμένεις να μου γνέφεις...
Φεγγάρι μου ολόγιομο...μέσα στης Χειμωνιάς και του Γενάρη την ομίχλη.. ήρθες μπροστά μου και να σε αποφύγω απόψε αδυνατώ.....
Όλοι σου μίλησαν ...σου υπενθύμισαν πως δεν μπορείς να ονειρεύεσαι...πως μοιάζεις πια σε τούτη τη σκληρή την εποχή ...ουτοπική ...φευγάτη και ονειροπόλα...
Μα  απόψε εσύ τα έκλεισες ξανά τα αυτιά...ήχους ...κραυγές...ξεφωνητά και υστερίες δεν σε αγγίζουν....δεν σε κοντεύουν...δεν σε πλησιάζουν....
Έστησες τοίχο απ' τη μεριά τους άλλη μια φορά...και στάθηκες στο φωτεινό το παραθύρι το μικρό του μαγερειού σου....που κατευθείαν στην κορυφή του Υμηττού σε οδηγεί...και στο καμπαναριό της εκκλησιάς σε σεργιανίζει....
Στάθηκες πάλι εκεί ολόγιομο φεγγάρι μου...σελήνη της αστείρευτης ...της παιχνιδιάρικης...της 
λάγνας '''της αλήτισσας ψυχής μου....
Όχι ...όχι.. είμαι ατίθαση εγώ...αρνούμαι να γεράσω...αρνούμαι στα τερτίπια τους να μπω...και  το κεφάλι μου να τους χαρίσω...αρνούμαι επί πίνακι.. για μια της χούφτας δίφραγκα να τους το καταθέσω....
Βγήκα κι απόψε εκεί στην κορυφή του σύννεφου...και παρακάλεσα...του έγνεψα του φεγγαριού ...μαζί του να με πάρει....ταξίδι μες στους μακρινούς τους Γαλαξίες και ταξιδιώτης να γεννώ..επάνω εκεί στην μακριά.. την ομόρφότερη αυτή...κόμη της Βερενίκης....
Όχι δεν θα σταθώ εγώ στους Φυσικούς τους τύπους των μεγάλων και τρανών Πυρηνικών και της Φυσικής  επιστημόνων....
Στην αγκαλιά σου θα αφεθώ φεγγάρι μου ξανά...και μέσα στην αποψινή την παγωμένη νύχτα...ξέρεις εσύ μονάχα εσύ...τα μονοπάτια να διαβαίνεις....
Ανέβηκες πάλι ψηλά ...σου γνέφω δε με βλέπεις ?
Πάλι κι απόψε δίπλα σου θαρθώ σελήνη μου ολοφώτεινη...πανσέληνος μοναδική...του παγωμένου ...του χιονιά τούτου του μήνα...
Όχι και δεν θα φοβηθώ...κι από ψηλές και δύσβατες και καταχιονισμένες τις κορφές εσύ κι αν πλησιάσεις...μαζί σου εγώ εκεί ...δεμένη εις το ''άρμα'' σου θα σε ακολουθώ....
Κι αν αφεθώ στα χέρια σου...κι εσύ το δρόμο χάσεις...ένα είναι σίγουρο...πως μες στου ονείρου ...του φωτός της δικής σου διαδρομής ...μαζί σου θα χαθώ....
Ελπίδα εσύ μου έταξες...σε κοίταξα ξανά κατάματα...μαγεύτηκα απ' το φως σου....
Θα πάρω το κατόπι σου και θάρθω να ρωτήσω...όλα τα αστέρια που θα βρω...για την αγάπη και τον Έρωτα ...ορμήνια για να πάρω...
Τι.. οι άνθρωποι πάνω στη Γη...φορές - φορές ξεχνούνε να αγαπάνε.........

Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη.
.................................................................................................................................................................


 

22 Ιανουαρίου 2016

μενέλαος λουντέμης......











Αχ , τι βαρύ έγκλημα έκανα να μην πω πως σ' αγαπούσα πολύ, πολύ ,όσο δε λέγεται ,όσο δε γράφεται,όσο δεν αντέχεται.Τότε μπορεί και να μην έφευγες. Μα μήπως έγινε; Μήπως στο είπα έτσι δυνατά,σπαραχτικά,όπως το'θελα και δε γνώρισα τα λόγια μου ;Μα τόσο μπερδεμένο πράμα λοιπόν είναι η αγάπη που να μην μπορέσει ένα φτωχό πλάσμα να ξεδιαλύνει τα λόγια του; Και τόσο απέραντος είναι ο κόσμος που να μη σε βρίσκω; Και τώρα που όλοι έφυγαν,όλα έγιναν μισητά,σε ποιον ν'απλώσω τα χέρια μου; Σε ποιον; Σε ποιον να πω σώσε με !, τώρα που χάνομαι,που βουλιάζω,που βουλιάζω...


-Λουντέμης-

....................................................................................................................................................................


Σκέψεις για τον Μενέλαο Λουντέμη - για τον ''δικό'' μου Μέλιο...
 
Ποιός στ' αλήθεια δεν μαγεύτηκε στα εφηβικά του χρόνια ...από τις τόσο ζωντανές ...γεμάτες παρομοιώσεις ...μεταφορές...φράσεις αποστάγματα καρδιάς...από το: Ένα Παδί Μετράει τ' Άστρα...του Μενέλαου Λουντέμη...
Πέρασαν χρόνια από  το θάνατό του  σαν και σήμερα.. ήταν 22 Ιανουαρίου 1977...και πάντα γοητευμένοι από το πλούσιο συγγραφικό του έργο...και το αστείρευτο ταλέντο του στις λέξεις...αναρωτιόμαστε..αν ακόμα και σήμερα παραμένει επίκαιρος...
Η ταπεινή μου σκέψη είναι πως ναι...αν και οι καιροί φυσούν βοριάδες άγριους...οι αξίες...και τα συναισθήματα...εκεί στην άκρη ...στη γωνιά παραμονεύουν...
Είναι για εμέ σχολείο ολάκερο ο Μενέλαος Λουντέμης...που επάνω στα υπέροχα ...στολίδια τα γραπτά του... που μας άφησε...κεντίδια νέα ...φρέσκα και καινούρια μπορούν να γραφούν....
Όχι ...θαρρώ πως δεν φαντάζει παρωχημένος σήμερα...όσο κι αν η τεχνολογία και οι λέξεις μεταλάσσονται...μα χρώμα οι αξίες και τα συναισθήματα καινούριο δεν φορούν...
Και δεν ειναι μόνο το συναίσθημα...ούτε σκοπός του ήταν το θυμικό μας να το συγκινήσει ιδιοτελώς....όχι ...μονάχα αλήθειες τρανταχτές της εποχής εκείνης...που παρωχημένη φαίνεται σε μερικούς...μα η φτώχεια της ψυχής...και η αληθινή η φτώχεια...χορό τρανό έστησε...στης Ιστορίας τα κιτάπια....
 Κείμενο -Σοφία Θεοδοσιάδη... 
................................................................................................................................................................ 

Βέρα Πάβλοβα : Μόνο χιόνι....






Θα΄ναι χειμώνας, θαρρώ, όταν έρθει.
Από την αφόρητη λευκότητα του δρόμου
μια κουκίδα θα φανεί, τόσο μαύρη που τα μάτια θα θαμπώσουν,

και θα πλησιάζει για ώρα πολλή, πάρα πολλή
αντισταθμίζοντας την απουσία του με τον ερχομό του,
και για ώρα πολλή, πάρα πολλή, κουκίδα θα μείνει.

Ένας κόκκος σκόνης; Ένα κάψιμο στο μάτι;
Χιόνι, τίποτα άλλο δεν θα υπάρχει, μόνο χιόνι,
για ώρα πολλή, πάρα πολλή, τίποτα άλλο,
κι αυτός το χιονισμένο πέπλο θα παραμερίζει,
μέγεθος θα αποκτά και τρεις διαστάσεις,
κι όλο και περισσότερο θα πλησιάζει...

Αυτό είναι το όριο, δεν μπορεί να έρθει πιο κοντά.
Μα αυτός συνεχίζει να πλησιάζει,
και τώρα είναι τόσο πελώριος που δεν μπορείς να τον μετρήσεις.

........................................................................................................... 



 

 

 

 

νοσταλγία γυρίζει - Μίλτος Σαχτούρης.

Ἡ γυναίκα γδύθηκε καὶ ξάπλωσε στὸ
κρεβάτι
ἕνα φιλὶ ἀνοιγόκλεινε πάνω στὸ πάτωμα
οἱ ἄγριες μορφὲς μὲ τὰ μαχαίρια ἀρχίσαν
νὰ ξεπροβάλλουν στὸ ταβάνι
στὸν τοῖχο κρεμασμένο ἕνα πουλὶ πνίγηκε
κι ἔσβησε
ἕνα κερὶ ἔγειρε κι ἔπεσε ἀπ᾿ τὸ καντηλέρι
ἔξω ἀκούγονταν κλάματα καὶ ποδοβολητά

Ἄνοιξαν τὰ παράθυρα μπῆκε ἕνα χέρι
ἔπειτα μπῆκε τὸ φεγγάρι
ἀγκάλιασε τὴ γυναίκα καὶ κοιμήθηκαν μαζὶ
Ὅλο τὸ βράδυ ἀκουγόταν μιὰ φωνή:

Οι μέρες περνούν
   το χιόνι μένει...
..........................................................................................................................
 



                             Φωτιά & Χιόνι.. 

..................................................................................

21 Ιανουαρίου 2016

Γεώργιος Βιζυηνός «Στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά»


Για ευτυχία εμβήκα, για ζωής χαρά,
κ’ εγώ σ’ αυτή την πλάσι, καθώς άλλοι
παιδί την έχω αδράξει μ’ ελαφρά φτερά,
σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που θάλλει.

Κι αν ευτυχή κανένας δεν μ’ εκάλει,
χαρά το είχα καν το βράδυ στη φωλιά
αμέριμνο να γέρνω το κεφάλι
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

Παλληκαράκι, πλιότερο από μια φορά
η ελπίδα και του πόθου η παραζάλη,
απ’ της ζωής μ’ εσύραν τα ρηχά νερά
και της ξανθής αγάπης μου τα κάλλη
η ευτυχία, μ’ είπαν, θα προβάλη.

Μα, απέθανε η χαριτωμένη κοπελλιά,
και, ναυαγός, ευρήκα παραγιάλι
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

Λεβέντης, εξερρίζωνα τα γλυκερά
αισθήματα από την καρδιά που πάλλει
κι’ αν ρίπτω της πικρής αλήθειας τη σπορά,
αχ, πότε, πότε ένα καρπό θα βγάλη.

Του βίου μ’ εγονάτισεν η πάλη
λαχτάρησα ησυχία μια σταλιά,
μα δεν την έχω πια, να γείρω πάλι
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

Ω Φύσις, δέσποινά μου και μεγάλη,
δεν έχω πια στον κόσμο αυτό δουλειά.
Η αγάπη σου στον τάφο πια ας με βάλη,
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

 Αμάρτημα της μητρός μου - Γεώργιος Βιζυηνός.

..............................................................................................................................................................
Στο ποίημά του ο Βιζυηνός παρουσιάζει την ιδιαίτερη αξία που είχε πάντοτε η αγάπη της μητέρας του στη ζωή του. Η αγιασμένη αγκαλιά της μητέρας του ήταν πηγή χαράς στα παιδικά του χρόνια κι ασφαλές καταφύγιο στα νεανικά του χρόνια. Ενώ, στα χρόνια της ωριμότητάς του, που η μητέρα του δεν υπάρχει πια, η έλλειψή της αποτελεί μεγάλο πόνο για τον ποιητή. Απογοητευμένος και καταβεβλημένος απ’ τις δυσκολίες της ζωής αποζητά την αγκαλιά της μητέρα του, για να βρει λίγες στιγμές ησυχίας, αλλά εκείνη δεν βρίσκεται πια στη ζωή.
Έτσι, ο ποιητής σε μια στιγμή ιδιαίτερης συναισθηματικής φόρτισης ζητά απ’ τη μητέρα φύση να του στερήσει κι εκείνου τη ζωή, ώστε να βρεθεί και πάλι στην αγκαλιά της μητέρας του. 

Αμάρτημα της μητρός μου - Γεώργιος Βιζυηνός.
Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας....
.............................................................................................................................................................. 

Τι είναι τάχα η αγκαλιά.....


Θάρθουν και σήμερα και θα σου πουν ...θα σου μιλήσουν...θα σου θυμίσουν πως Παγκόσμια Ημέρα Αγκαλιάς είναι ..γιορτής για να αγκαλιάσεις κάποιον και την αγάπη και την τρυφερότητά σου να καταθέσεις...να δώσεις και να πάρεις συναισθήματα...με το κουπόνι τη μια την τούτη ...τη συγκεκριμένη ...την Παγκόσμια....
Πως λέει μην το ξεχάσεις να το θυμηθείς...να αγκαλιάσεις τους.. που αγαπάς...
Άκουσον άκουσον...δόλια μου καρδιά τι σου θυμίζουν....!!!!
Σάμπως να είναι η αγκαλιά το γιατρικό της μιας και της συγκεκριμένης μέρας...στη ''γρίππη''' και στο βήχα που σε βρήκε και σε σάρωσε...
Τι είναι τάχα η αγκαλιά με κουταλάκι και κουπόνι να σταθείς σε μια ουρά ..τούτη την μια μέρα να τη ζητιανέψεις να την πάρεις...?
Έλα καρδιά  μου εσύ στα συγκαλά σου...ο κόσμος παρανόησε...και συναισθήματα ...κι αγάπες ...και τρυφερότητες ...σε φαρμακευτικές σε συνταγές σου γράφει...
ένα μονάχα έχω να σου πω...και σπάσε τα καλούπια...άσε τα συναισθήματα καθημερινά να σε οδηγούνε...είναι η αγκαλιά φωλιά....απάγκιο τρυφερότητας...και η μάνα σου σου τόμαθε ..πως συνταγές δεν παίρνει...

Σοφία Θεοδοσιάδη. 
...................................................................................................................................................................