-Πάμε, είπες....
Μια φλόγα διαπερνάει τις πέτρες, τους ανθρώπους, τους αγγέλους.
Αυτή θέλω να ζωγραφίσω, δε θέλω να ζωγραφίσω τη στάχτη.
Τη στιγμή που καίγονται τα πλάσματα του Θεού, τη στιγμή αυτή θέλω να ζωγραφίσω, λίγο προτού γίνουν στάχτη.
Να προφτάσω, να προφτάσω μονάχα. Γι’ αυτό με βλέπεις κι αγκομαχώ και βιάζομαι, να προφτάσω προτού γίνουν στάχτη.
Τυραννάς και σκοτώνεις τα κορμιά για να σώσεις την ψυχή τους.
-Εσύ τη λες ψυχή, εγώ τη λέω φλόγα, μου αποκρίθηκες.
-Εγώ αγαπώ τα κορμιά. Έχει και η σάρκα ένα αντιφέγγισμα ψυχής.
Έχει και η ψυχή ένα χνούδι σάρκας.
Ισορροπούν αρμονικά, ζουν μαζί, εσύ συντρίβεις την άγια ισορροπία.
-Ισορροπία θα πει ακινησία, ακινησία θα πει θάνατος.
-Μα τότε η ζωή είναι ακατάπαυτη άρνηση, αρνιέσαι ό,τι μπόρεσε, ισορροπώντας, ν’ αντισταθεί στη φθορά, το συντρίβεις και ζητάς το αβέβαιο.
-Ζητώ το βέβαιο, σκίζω τις μάσκες, ανασηκώνω τα κρέατα, δε γίνεται, λέω, κάτι αθάνατο υπάρχει κάτω από τα κρέατα, αυτό ζητώ, αυτό θα ζωγραφίσω. Όλα τ’ άλλα, μάσκες, κρέατα, ομορφιές, τα χαρίζω στους Τιτσιάνους και Τιντορέτους, με γειά χαρά τους!
-Θες να ξεπεράσεις τον Τιτσιάνο και τον Τιντορέτο; Μην ξεχνάς την κρητικιά μαντινάδα: «Πολλά ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά και θα σου σπάσει ο κλώνος...»
Κούνησες το κεφάλι:
-Όχι, δε θέλω να ξεπεράσω κανένα.
-Είσαι περίσσια περήφανος.
-Όχι, είμαι περίσσια μόνος.
-Ο Θεός τιμωρεί την αλαζονεία και τη μοναξιά, έχε το νου σου, αγαπημένε!
Δεν αποκρίθηκες. Σβάρνισες τη ματιά σου στην υπνωμένη ακόμα πολιτεία, τα πρώτα κοκόρια λάλησαν.
Σηκώθηκες
-Πάμε, είπες, ξημερώνει... ...............................................................................................................................................................
Άνθιση και φθορά... Γέννηση και θάνατος... Παρόν και παρελθόν..φορτωμένο μνήμες ...λήθη και μνήμη ... Η ποίηση...το δειλά όμορφο ...είναι πιο δυνατό από το φανταχτεράόμορφο... Κι ο έρωτας...η κρυμμένη βαθιά ...η σιωπηλή ομορφιά της καρδιάς.. είναι πιο εκφραστική από την κραυγαλέα...
Ξέρεις πόσες φορές προσπάθησες το παραμύθι σου να γράψεις? Περιπλανήθηκες πολύ...εσκόνταψες...το δρόμο έχασες και σε δρόμους δύσβατους περπάτησες χωρίς πυξίδα και προορισμό... Πόσες
φορές δεν εθυμήθηκες εσύ τις προδοσίες της ψυχής...απάτες λόγων και
έργων , που στα πόδια σου μπροστά σαν μια βραδυφλεγής βόμβα εσκάσαν ?
Όχι δεν εφοβήθηκες ποτέ ξανά απ' την αρχή καινούριο παραμύθι να αρχινίσεις... Χόρτασες ψέμματα ..ανακρίβειες και λόγια περιτέχνως στολισμένα... Γελοίοι γύρω σου πολλοί και άντρες και γυναίκες..πολιτικοί και φίλοι που σου λέγαν καρδιακοί. Κι
εσύ εκεί να στέκεσαι αγέρωχος...το ψέμμα τους να καταπίνεις...να
φτύνεις και να απωθείς ό,τι σε διαβρώνει...μα έχεις ανάγκη και εσύ...απ'
το αγκάλιασμα του κόσμου... Εφόρεσες το ψέμμα τους και βγήκες στο σεργιάνι...
Ούτε
ποτέ σου σκέφτηκες...πως ήρθανε σε σένα ...λουλούδια από τον κήπο σου
που έλειπαν απ' τον δικό τους να κλαδέψουν...χωρίς ούτε ένα
αγριολούλουδο στα πόδια σου να καταθέσουν... Μα στη ζωή δεν
σκέφτηκαν πως άτρωτος κανείς δεν παραμένει...για τον καθένα μας
ξεχωριστά...μια Αχίλλειος πτέρνα '''καραδοκεί '''και περιμένει... Όλα θέμα χρόνου είναι αυτά..κανείς για να τα καταλάβει...
Ο κόσμος δεν προχώρησε ο αληθινός ποτέ...από τους ψευτομανείς και υπερφίαλους κοκόρους... Έρχεται
κάποτε η στιγμή ...που μόνοι ολομόναχοι ...κι ας μην το μαρτυρούν...πως
κλαίνε ολομόναχοι...και γοερά ...χωρίς τον ώμο τον αληθινό ...τον
τρυφερό...να βρούνε να ακουμπήσουν...κι όχι αυτό δεν είναι λόγος
εκδικητικός...εγώ που τώρα δα σας ξεστομίζω... Απλή
..απλούστατη διαπίστωση...αυτό και σου συμβαίνει...όταν σε πραγματικούς
ανθρώπους και φιλίες δεν επενδύεις...δεν ακουμπάς ...γιατί οι
''δήθεν''γρήγορα σκορπούν...στους πέντε τους ανέμους... Ποιός άραγε καλύτερος ο φίλος σου θα αποδειχθεί...από τα διαλεγμένα σου βιβλία ? Ποιός φίλος σου καλύτερος θα αποδειχθεί...απ' τις αγάπες που εδιάλεξες να ζήσεις ? Είναι αυτό μια ελευθερία της ψυχής...που μόνος σου την επιλέγεις...
Πολλοί
θα τρέξουν και θα πουν ...πως είσαι εσύ ο διαφορετικός...πως δεν
εσυμβιβάστηκες...δεν επειθάρχησες...και χαραχτηρισμούς θα σου
κολλήσουν... Γεμάτη θάναι η αφίσα σου ...η αφίσα της ζωής
...της δικής σου της ζωής...από επίθετα και ουσιαστικά ...που σε άλλον
δεν ταιριάζουν...
Αλάνι...απροσάρμοστο...ατίθασο...ανυπόταχτο όλοι θα σε φωνάζουν... Κι εσύ εκεί παλιάτσος της ζωής...αληθινό αλάνι...γελώντας ευχαριστημένος ..χλευάζοντας συνάμα...θα τους περιγελάς...γιατί
δεν εκατάλαβαν πως την ελευθερία που ονειρεύονται...εσύ την έχεις ήδη
αποχτήσει...μέσα από τη σοφία της ζωής της περιπλάνησής σου...και μέσα
από τα αναγνώσματα ..που σαν καινούριο ρούχο στο πετσί σου τα φορείς... Σοφία Θεοδοσιάδη. ................................................................................................................................................................
Ταδιαλεχτά παιδιά ( Είμαστε αλάνια ) - Βασίλης Τσιτσάνης. .....................................................................................................................................................................
Ποτέ μου δεν ασπάστηκα...καθώς μεγάλωνα και καταλάβαινα του κόσμου τα καμώματα... τις μεγαλοστομίες... Πάντα μου άρεσε απλά και ταπεινά να προχωρώ...σαν το κλαράκι που το δέντρο συμπληρώνει...σαν το μπουμπούκι που ανυπόμονα τον ήλιο του προσμένει για να ανθεί...
Ποτέ μου δεν μου άρεσαν λέξεις βαρύγδουπες...ωσάν τη λέξη περηφάνεια...και πάντοτε στη θέση της...επροσπαθούσα τη λέξη ανύψωση ψυχής...για πράξεις που αξίζανε να τις προσέξεις...να προσθέσω. Δεν είναι ο τόπος που καμμιά φορά σε κάνει ανύψωση κι ανάταση ψυχής να αισθανθείς...αλλά αυτό το ένα ... το μοναδικό ποιόν του ανθρώπου... Και ναι Ελληνίδα λέγομαι και είμαι...αφού στον τόπο αυτό εγεννήθηκα και το φως του κόσμου τούτου επρωτοείδα...
Εεε και ? Όλοι κάπου γεννήθηκαν...και ένιωσαν πως έχουν μια πατρίδα...αν και πάντα επίστευα κι ακόμα το πιστεύω...πως πατρίδα πιο αγαπημένη μας και λατρευτή...είναι η ίδια η ψυχή μας... Κι έτσι λοιπόν πορεύτηκα με όλους εσάς μαζί...που Έλληνες λογίζεσθε και τον τόπο αυτόν πονάτε...μα αυτό δεν μας δίνει ελαφρυντικά...στον απολογισμό μας που θα κάνουμε...το μερίδιο της καταστροφικής πορείας μας...σαν έθνος μες στο χρόνο τον Ιστορικό... των ευθυνών μας να απαλλαγούμε...
Κι είναι οι ευθύνες μας πολλές...γιατί κάθε λαός τη μοίρα του λίγο πολύ τη διαγράφει... Είναι πολλοί οι παράγοντες οι εξωτερικοί...κι αυτοί των συμφερόντων...των τρανών και των αρπαχτικών και των μεγάλων...μα είναι και ένα ..το χειρότερο...το πλέον βλαβερό και καταστροφικό...αυτό το μίζερο...το απερίσκεπτο...το μικροαστικό...το εγωιστικό...που τους ανθρώπους καταστρέφει...κι έτσι απ' την εσωτερική μας τη διάβρωση...σε μονοπάτια ολισθηρά πάντα εμείς κυλάμε...
Είναι όμως εκεί στο διάβα μας και κάποιοι άνθρωποι...που μπόρεσαν και αποστασιοποιήθηκαν απ' την ταυτότητά τους τη '''στενή'''του '''Ελληνάρα του περήφανου''' και μπόρεσαν αλήθειες που πονάνε να μας πούνε... Γι αυτό λοιπόν και σήμερα τα λόγια τούτα του σοφού αυτού ανθρώπου...μαζί σας τα μοιράζομαι...και σύμφωνη με βρίσκουν και επαυξάνω... Σκέψεις κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη.
....................................................................................................................................................................
Μεθυστικές οι μυρωδιές της νιότης σου και της ζωής... Μεθυστικά τα λούλουδα που σε τραβούν σε κήπους άγνωρους...και να σε μεταλλάξουν προσπαθούν...ζωές που ονειρεύτηκες να κυνηγήσεις για να φτάσεις... Ίσως είν' η νιότη τόσο ορμητική...και μέσα στην ορμή της και μες στην καταιγίδα...δε σ'άφησε ποτέ σου να σκεφτείς...ήρεμα και σωστά...αν το βασιλιά των λουλουδιών πάντα εσύ ποθούσες...ή τάχα τα αγριολούλουδα μες στην καρδιά σου είχες φυτέψει...
Κι ήρθανε χρόνοι αναπάντεχοι από το πουθενά...και σούστειλαν καλάθια πια πελώρια ..ανθοδέσμες με τριαντάφυλλα μπροστά στα πόδια σου απωθημένα...
Θαμπώθηκες...ζαλίστηκες και μέθυσες...μεθυστική είν' πάντα η μυρωδιά της '''μεταμόρφωσης'''από ένα χαμηλό αγριολούλουδο ...σε κρίνο ή τριαντάφυλλο βασιλικό...να θέλει να σε μετατρέψει.... Πόσο δύσκολο άραγε να αντιληφθείς...μέσα στης νιότης τους χυμούς...και μες στην παραζάλη ...πως τα ωραία όλα μάτια μου...έχουνε ένα τέλος...αν στέρεα δεν έχτισες εσύ ...σωστά τον εαυτό σου...με υλικά που αναλλοίωτα ...να αντέχουν...και στους σεισμούς...και στις πλημμύρες ...στις νεροποντές...σαθρά ερείπια αυτά ...σε χωματερές ποτέ τους να μην καταλήγουν...? Πως να αντέξεις ...να χωνέψεις και να το δεχτείς...επιστροφή στο άχρωμο ...το φτωχικό το παρελθόν σου να επιστρέψεις ?
Σίγουρα δεν σε εγελάσανε οι μυρωδιές αυτές της νιότης σου...δεν είναι αυτές μονάχα υπεύθυνες...μονάχες...γιατί εσύ ...ανήσυχη ...ανυπόμονη...ορμητική...και ματαιόδοξη...δεν κοίταξες τριγύρω σου καλά ...και τις αισθήσεις σου να κατευθύνεις δεν μπορούσες... Μα τα ''Παραμύθια '' και οι μύθοι μάτια μου αίσιο δεν έχουνε και πάντοτε το τέλος... Κι έτσι ανατροπή ...για άλλη μια φορά ...μες στη ζωή σου τη φανταχτερή εκλήθης για να κάνεις...μα την πραγματικότητα ετούτη τη φορά ...με ακραίες λύσεις μη σκεφτείς ...εσύ να διορθώσεις...
.Η μέθη αυτή της αλλαγής...της μεταμόρφωσης.. που σε έχει κυριεύσει...ίσως και τα σημάδια της επάνω σου να άφησε...ίσως και να σε μεταμόρφωσε ...ίσως αυτή να είναι η ίδια η μεταμόρφωσή σου...κι ας μην το εκατάλαβες καλά...επάνω σου καθώς καταγραφόταν...κι ας μην το εκατάλαβες...πως όλη η μακριά σου η διαδρομή...σε κήπους που εδιάλεξες πάντα εσύ μονάχος...πάντα εκεί θα σε οδηγούν... εκεί και θα σε βγάζουν... Σκέψεις κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη. .....................................................................................................................................................................
«Όταν ένας άνθρωπος
πλέει σε πελάγη ευτυχίας, έχει συνήθως μειωμένη παρατηρητικότητα. Όλοι
οι ευτυχισμένοι άνθρωποι αυτού του κόσμου είναι κακοί ψυχολόγοι. Μόνο
όσοι τρώγονται από την ανησυχία έχουν τεταμένες τις αισθήσεις τους»
Πηγή: www.lifo.gr
«Όταν ένας άνθρωπος
πλέει σε πελάγη ευτυχίας, έχει συνήθως μειωμένη παρατηρητικότητα. Όλοι
οι ευτυχισμένοι άνθρωποι αυτού του κόσμου είναι κακοί ψυχολόγοι. Μόνο
όσοι τρώγονται από την ανησυχία έχουν τεταμένες τις αισθήσεις τους»
Ο Φέρντιναντ λέει:
«Το κράτος, αυτός ο μεγαλοαπατεώνας, ο αρχικλέφταρος... Δείξε μου έστω
κι ένα από τα σαράντα υπουργεία σας που να νοιάζεται για το κοινό
συμφέρον. Μήπως το υπουργείο Δικαιοσύνης ή το υπουργείο Κοινωνικής
Πρόνοιας; Μόνο να σπεκουλάρουν ξέρουν... Όχι, φίλε μου... Έχω βαρεθεί ν'
ακούω ότι κάποιοι είναι σε χειρότερη μοίρα, έχω μπουχτίσει ν' ακούω ότι
στάθηκα ''τυχερός'', μόνο και μόνο επειδή δε μου λείπει ούτε χέρι ούτε
πόδι κι επειδή βαδίζω χωρίς δεκανίκια. Κανείς δεν πρόκειται να με πείσει
ότι είναι αρκετό να αναπνέεις και να 'χεις ένα πιάτο φαΐ... Δεν πιστεύω
πια σε τίποτα, ούτε σε θεούς ούτε σε κυβερνήσεις ή στο νόημα της ζωής,
σε τίποτε δεν πιστεύω όσο νιώθω πως αδικούμαι, όσο δεν έχω δικαίωμα στη
ζωή. Και, μέχρι να το αποκτήσω, θα συνεχίσω να υποστηρίζω ότι έπεσα θύμα
κλοπής και απάτης. Δεν πρόκειται να υποχωρήσω προτού νιώσω ότι ζω σαν
άνθρωπος και όχι με τα αποφάγια και τα ξερατά κάποιων άλλων. Το
καταλαβαίνεις αυτό;»
Πηγή: www.lifo.gr
«Όταν ένας άνθρωπος
πλέει σε πελάγη ευτυχίας, έχει συνήθως μειωμένη παρατηρητικότητα. Όλοι
οι ευτυχισμένοι άνθρωποι αυτού του κόσμου είναι κακοί ψυχολόγοι. Μόνο
όσοι τρώγονται από την ανησυχία έχουν τεταμένες τις αισθήσεις τους»
Ο Φέρντιναντ λέει:
«Το κράτος, αυτός ο μεγαλοαπατεώνας, ο αρχικλέφταρος... Δείξε μου έστω
κι ένα από τα σαράντα υπουργεία σας που να νοιάζεται για το κοινό
συμφέρον. Μήπως το υπουργείο Δικαιοσύνης ή το υπουργείο Κοινωνικής
Πρόνοιας; Μόνο να σπεκουλάρουν ξέρουν... Όχι, φίλε μου... Έχω βαρεθεί ν'
ακούω ότι κάποιοι είναι σε χειρότερη μοίρα, έχω μπουχτίσει ν' ακούω ότι
στάθηκα ''τυχερός'', μόνο και μόνο επειδή δε μου λείπει ούτε χέρι ούτε
πόδι κι επειδή βαδίζω χωρίς δεκανίκια. Κανείς δεν πρόκειται να με πείσει
ότι είναι αρκετό να αναπνέεις και να 'χεις ένα πιάτο φαΐ... Δεν πιστεύω
πια σε τίποτα, ούτε σε θεούς ούτε σε κυβερνήσεις ή στο νόημα της ζωής,
σε τίποτε δεν πιστεύω όσο νιώθω πως αδικούμαι, όσο δεν έχω δικαίωμα στη
ζωή. Και, μέχρι να το αποκτήσω, θα συνεχίσω να υποστηρίζω ότι έπεσα θύμα
κλοπής και απάτης. Δεν πρόκειται να υποχωρήσω προτού νιώσω ότι ζω σαν
άνθρωπος και όχι με τα αποφάγια και τα ξερατά κάποιων άλλων. Το
καταλαβαίνεις αυτό;»
Πηγή: www.lifo.gr
Η ζωή είναι πιο παλιά από όλα τα πράγματα που ζούν,όπως η ομορφιά είχε φτερά προτού ακόμα γεννηθεί το όμορφο πάνω στη γή, κι όπως η αλήθεια είναι αλήθεια πριν εκφραστεί.
Η ζωή τραγουδά στη σιωπή μας κι όταν ονειρεύεται στον ύπνο μας.Ακόμα κι όταν είμαστε νικημένοι και ταπεινωμένοι, η Ζωή στέκεται στο θρόνο της ψηλά.Κι όταν δακρύζουμε,η Ζωή χαμογελά στη μέρα,κι είναι λεύτερη,ακόμα κι όταν εμείς σέρνουμε τις αλυσίδες μας.
Συχνά δίνουμε στη ζωή πικρά ονόματα,αλλά μόνο όταν εμείς οι ίδιοι είμαστε γεμάτοι πίκρα και σκοτεινιά.Και βλέπουμε τη Ζωή
άδεια και ανώφελη,αλλά μόνο σα οι ψυχές μας περιπλανιούνται στις
ερημιές κι οι καρδιές μας έχουν μεθύσει από την πολλή έγνοια για τον
εαυτό τους.
Η ζωή είναι
βαθιά και ψηλή και μακρινή και με όλο που μονάχα το πιο μακρινό σας
όραμα μπορεί να αγγίξει τα πόδια της,αυτή είναι πάντα κοντά,και με όλο
που μονάχα η ανάσα της ανάσας μπορεί να φτάσει στην καρδιά της,η σκιά
της σκιάς σας περνά από το πρόσωπό της,κι ο αντίλαλος της πιο αδύναμης
κραυγής σας γίνεται άνοιξη και φθινόπωρο στα στήθια της.
Αλλά η Ζωή είναι σκεπασμένη με πέπλο και κρυμμένη,όπως σκεπασμένος με πέπλο και κρυμμένος είναι ο πιο μεγάλος σας εαυτός.Οταν όμως η Ζωή
μιλά,όλοι οι άνεμοι γίνονται λέξεις,κι όταν αυτή μιλά ξανά το χαμόγελο
στα χείλη σας και τα δάκρυα στα μάτια σας γίνονται λέξεις.Οταν η Ζωή τραγουδά,οι κουφοί ακούνε και σταματούν,κι όταν η Ζωή ζυγώνει περπατώντας,οι τυφλοί τη θωρούν ξαφινιασμένοι και μαγεμένοι την ακολουθούν.
Σε έναν τόπο μακρινό ζει ο Άλ Μουσταφά ο ''Προφήτης''
κι όταν φτάνει η στιγμή να γυρίσει στο νησί του,
οι κάτοικοι του τόπου ζητούν από αυτόν το δώρο της σοφίας του. Ρωτούν
για όσα βαραίνουν την καρδιά τους κι αυτός απαντά για όλα τ' ανθρώπινα:
την αγάπη, την ελευθερία, τα παιδιά, το γάμο, τη δουλειά, τον πόνο, τη
φιλία, το χρόνο, το θάνατο, με λόγια τόσο καθαρά και διαυγή που σε άλλες
εποχές θα θεωρούνταν θεϊκής έμπνευσης. Ο Γκιμπράν έγραψε και ξαναέγραψε
πολλές φορές τον "Προφήτη" μέχρι να τον εκδώσει. Είναι το αριστούργημά
του, το βιβλίο που τον έκανε διάσημο στη Δύση.
"Ο κήπος του προφήτη", που γράφτηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής του,
είναι η συνέχεια του "Προφήτη". Ο Αλ Μουσταφά επιστρέφει στο νησί του
καταβεβλημένος από τη θλίψη των αναμνήσεων και καταφεύγει μόνος στον
κήπο των προγόνων του. Ύστερα όμως ανοίγει την πόρτα στους παλιούς
συντρόφους του και απαντά στις ερωτήσεις τους. Το βιβλίο αντηχεί από την
ανθρωπιά και την ευσπλαχνία του συγγραφέα, και υμνεί τον αρχέγονο
σύνδεσμο του ανθρώπου με τη φύση.
Ο μεγάλος Λιβανέζος ζωγράφος, ποιητής και στοχαστής γεφυρώνει με την
πένα του την αραβική κληρονομιά με το δυτικό ελληνοχριστιανικό
ανθρωπισμό, θυμίζοντας στον άνθρωπο των πολέμων, της επιστήμης και της
ταχύτητας, την ξεχασμένη σοφία που υπάρχει μέσα του.
Ο Χαλίλ Γκιμπράν , ένα από τα πλέον φωτισμένα πνεύματα Ανατολής και Δύσης , γεννήθηκε στο Λίβανο , το 1883. Το 1912 ,εγκαταστάθηκε στην Ν.Υόρκη ,όπου αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη συγγραφή βιβλίων ( τόσο στην αραβική, όσο και στην αγγλική γλώσσα ) και στη ζωγραφική.Ο Γκιμπράν πέθανε το 1931 στη Ν.Υόρκη , αφήνοντας κληρονομιά στην ανθρωπότητα ένα μεγάλο έργο. ....................................................................................................................................................................
Η πιο πολυσυζητημένη περίοδος χρεοκοπίας, αυτή του 1893, έμοιαζε
απίστευτα με τη σημερινή. Η καταχρεωμένη Ελλάδα κυριολεκτικά «πνιγόταν»
απʼ τους δανειστές της. Κι ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης, αδύναμος
να αντιμετωπίσει την κατάσταση που μόλις πριν λίγους μήνες είχε
παραλάβει από τον πολιτικό του αντίπαλο Θεόδωρο Δεληγιάννη, έχοντας
απέναντι του και τους υπονομευτικούς παρασκηνιακούς χειρισμούς του
βασιλιά Γεωργίου Α΄ στο διεθνές πεδίο, αναγκάστηκε να κηρύξει την εθνική
χρεοκοπία.
Σήμερα θα αναδημοσιεύσουμε ολόκληρο το στιχούργημα του Σουρή, από το
φύλλο της 20ης Μαρτίου 1893, που ήταν Σάββατο του Λαζάρου. Το φύλλο είχε
τον γενικό τίτλο
«Ο Πρωθυπουργός ρεμβάζει και περί πολλά τυρβάζει»
.
Όπως γίνεται κατανοητό, στο στόχαστρο του Σουρή δεν ήταν μόνο οι ξένοι,
αλλά και οι χειρισμοί του Τρικούπη και του Κόντε, όπως ανέφερε τον
Κερκυραίο Θεοτόκη. Μάλιστα κατηγορούσε τον Θεοτόκη ότι στην Αγγλία
περνούσε καλά, σπαταλώντας τις ώρες του σε στέκια με όμορφες Αγγλίδες!
Φυσικά διατηρούμε την ακριβή μορφή του κειμένου, ακόμη κι αν σε
μερικές περιπτώσεις η γραφή μερικών λέξεων δεν υφίστανται σήμερα (π.χ.,
Γειωργάκης αντί Γιωργάκης, πέρνει αντί παίρνει, μεταμορφόνω αντί
μεταμορφώνω, βώιδι κλπ), ενώ στον πληθυντικό χρησιμοποιεί άρθρο του
ενικού (π.χ., η Αγγλίδες, αντί οι Αγγλίδες).
...............................................................................................................................................................
Ο Πρωθυπουργός ρεμβάζει και περί πολλά τυρβάζει
Α΄
Ο Κόντες τόστρωσε βαρειά…καθόλου δεν σκοτίζεται,
και μήτε για το δάνειον πολύ δεν σεκλετίζεται.
Εγώ τον Κόντε καρτερώ με πόνο και λαχτάρα
κι αυτός ο αθεόφοβος στην Λόντρα τριγυρίζει,
εμείς εδώ δεν έχομε μια κάλπικη πεντάρα
κι εκείνος με τον Ρόζβερυ τον Λόρδο σαλιαρίζει.
-
Συ αύρα εσπερία μου, κοντά στον Κόντε πέτα
και τα πολλά μας βάσανα καταλεπτώς ειπέτα.
Ειπέ του νάλθη γρήγορα με όλη του την βία,
πες του πως το παράκαμε με την εργολαβία,
κι αν κι είναι Κόντες τσελεπής από τους σεβνταλήδες
αλλʼ όμως για τα μούτρα του δεν είναι κι η Αγγλίδες.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον λεβέντη;…
Τον είδαμε…ξεφάντωνε μες ʼστου Ροτσίλδ το σπήτι,
πουλλαίδες επαράστεκαν αφράταις εις το γλέντι
κι εκείνος έχανε μʼ αυταίς Παρασκευή και Τρίτη.
Και μία η μικρότερη
κι απʼ όλαις ωμορφότερη
τούπε: «τι κοκορεύεσαι;
δεν πας να μου κουρεύεσαι;
δεν κάνεις κόρτε, τσελεπή,
με Λαίδη σαν κι εμένα,
μόνο λεπτά χωρίς ντροπή
ζητάς από καθένα;»
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον ασίκη,
που τον εξενητέψαμε να φέρη χαρτζηλίκι;
Τον ίδαμε…κατάμαυρα ντυμένος σαν κοράκι
στου Μόργκαν το ρημαδιακό εσκότωνε της ώραις,
Εγγλέζαις τον σερβίριζαν, κι εκείνος με μεράκι
μια της πουδίγκαις έβλεπε και μια της σερβιτόραις.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε πουθενά;
μήπως δεν τον εδάνεισαν κι επήρε τα βουνά;
Τον είδαμε…ξεφάντωνε με τον γλεντζέ τον Σγούτα
και μια Μυλλαίδη σερπετή του Κόντε παραμπήκε
κι έχασε το γοβάκι της καθώς η Σταχτοπούτα
κι ευθύς εκείνος έψαξε και δίχως φως το βρήκε.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε της Κερκύρας;
τον ίδαμε… σεργιάνιζε εις ένα κι άλλο Πάρκο
κι απʼ όλους εδιακόνευε τον οβολόν της χήρας
και καθʼ Εγγλέζος μασκαράς του φώναζε «σαμάρκο».
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον τσελεπή Γειωργάκη;
τον ίδαμε… σεργιάνιζε με μαύρο αλογάκι…
εμπρός του παραμέριζαν ταμάξια και τα κάρα
κι οπίσω του εφώναζε των δανειστών η φάρα:
«τζάνουμ Γειωργάκη, να λεπτά και λίραις με το ζόρι,»
κι ο Κόντες ο τρικούβερτος, οπού δεν παίζει κότσα,
με περιφρόνησιν πολλήν τον Ρότσιλδ εθεώρει
και με το σκαρπινάκι του τους δανειστάς εκλώτσα.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον λεβέντη;
τον ίδαμε… χωρίς να πιή δραστήριο ραβέντι
από τα πλούτη τα πολλά δεν έκανε νισάφι
κι από τα βρακοπόδια του κυλούσε το χρυσάφι,
κι όποιος δεν είχε κάλπικο το δόντι του να ξύση
επηλαλούσε πίσω του κι εγύρευε μπαξίσι,
κι αυτός το παραξίλωνε με τα κουβαρνταλήκια
και της στερλίναις σκόρπιζε στους δρόμους σαν χαλίκια.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον καϋμένο;
τον ίδαμε… το δάνειο το έχει τελειωμένο,
κι εντός ολίγου έρχεται να σας παρηγορήση
και των Εγγλέζων γρήγορα θʼ αδειάση την γωνιά,
αλλʼ όμως να προσέξετε ο Κόντες σαν γυρίση
καμμία να μη ρίξετε για τούτον κανονιά.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον αντάμη…
τον ίδαμε…του Τάμεσι κυττούσε το ποτάμι,
κι ερέμβαζε μονάχος του με θλιβερή καρδιά
και νούμερα εχάραζε κατά την αμμουδιά,
και κάποτʼ εψιθύριζε με πόνο και με δάκρυ:
«ποτάμι για λιγόστεψε να βγω στην πέραν άκρη
Και νʼ αγναντέψω δανειστών Μυλλόρδων τα λημέρια,
Πούχουν τασήμια τα πολλά και τα βαρειά κεμέρια».
Β΄
Πώς ακόμη δεν εφάνη;
πού να είναι; τι να κάνη;
Άραγε θα κατορθώση
Την δουλειά μας να τελειώση;
άραγε θαλθή με λίραις
ή θα φέρη μόνο ψείραις;
-
Πώς ακόμη δεν εφάνη;
πού να είναι; τι να κάνη;
άρα θα δεχθούν τους όρους;
άρα κι ο χρυσός θα πέση;
Άρα τους λιμοκοντόρους
Θα τους βγάλω απʼ τη μέση;
-
Ω βάσανα και πάθη κι ολοφυρμός και θρήνος!...
σε κάθε κτύπο πόρτας θαρρώ πως είνʼ εκείνος.
Μʼ ολάνυκτα τα μάτια τον βλέπω εμπροστά …
ταγάρια με στερλίναις στην ράχη του βαστά
κι εις καθεμιά του τσέπη βροντούν του Ρότσιλδ γρούποι
και λέγει «να χρυσάφι, Μυλλόρδε μου Τρικούπη».
-
Έρχεται φορτωμένος με μπόλικους παράδες…
εμπρός, παιδιά, κουράγιο για να τον ελαφρώσωμε,
υμνήσετέ τον όλαις η κομ ιλ φο κυράδες
κι ελάτε με δαφνούλαις κρεββάτι να του στρώσωμε.
Ακούσατε τι κτύποι των στερλινών και βρόντοι!...
δος μας παράδες, μπάρμπα, δος μας παράδες Κόντη.
-
Κατέβασε τους σάκκους εκ της ʼψηλής σου ράχης…
βγάλε και τα σκαρπίνια καλά να τα κυττάξωμε…
μπορεί κι εκεί κρυμμένη καμμιά στερλίνα νάχης…
στάσου και κάθε μέρος απόκρυφο να ψάξωμε.
Δος μου στερλίναις, μπάρμπα, να φύγʼ η στενοχώρια,
δος μου στερλίναις, Κόντε, να ξέρω του λοιπού
τι μούτρο είχε κι έχει των Άγγλων η Βιτώρια
κι ο Βασιλεύς με κέφι να πάη γι Αλεπού.
Γ΄
Έλα για να γεμίσωμε τον άδειο κορβανά,
έλα για νʼ αλαλάξωμε πηδώντας «ωσανά,»
το έρδε Λάζαρε περδέ να ψάλωμε με βάγια
και στο ρουθούνι νάμπωμε τους καθενός κανάγια.
-
Έλα, Γειωργάκη, σώσε μας από το πονηρόν,
έλα να δούμε γρήγορα το φως το ιλαρόν,
έλα, Γειωργάκη, τσελεπή, με την καλοκαιριά,
έλα της Αναστάσεως νʼ ανάψουν τα κεριά,
έλα και γλυκοφίλα μου την κόκα την σοφή,
έλα ταυγά να βάψωμε με κόκκινη βαφή,
από μεγάλαις συλλογαίς για λίγο να ʼσυχάσωμε
και στου Κουλούρη την Αυλή τον μόσχο να πασχάσωμε.
-
Ω Λόντρα συ, φαγέδαινα παντός πεινώντος γένους,
οπού γελάς τους Κόντηδες και τους απεσταλμένους
και μας θαρρείς μουφλούζηδες, πτωχούς και ψωμοζήτας,
πώς ήθελα τα τέκνα σου εις εν να συναγάγω
και τότε με τα δόντια μου, που λέγουν Τραπεζίτας,
όλους τους Τραπεζίτας σου αυτοστιγμεί να φάγω!
-
Ουαί κι αλλοίμονον υμίν, ω δανεισταί σκληροί,
που τρέχει απʼ οπίσω σας ο Κόντες με κερί,
ουαί, που δεν δανείζετε τους πρώτους των ανθρώπων,
τους καταπλήξαντας την γην με κλέος απαράμιλλον,
ουαί, που διυλίζετε τα σπλάγχνα των κωνώπων
κι ευκόλως καταπίνετε ολόκληρον την κάμηλον,
ουαί, που καθαρίζετε απʼ έξω το ποτήρι
και το εντός αφίνετε ακάθαρτον ως πρώτον,
ουαί, που δεν μας κάνετε και τώρα το χατήρι
και ψήνεται ο Κόντες μας εις κάμινον ερώτων.
-
Ουαί υμίν, που σύρετε για μας τα εξʼ αμάξης,
ουαί υμίν, που θέλετε τας εις χρυσόν εισπράξεις,
ουαί υμίν, καθάρματα Τραπεζιτών αδίκων,
οπού τους φόρους θέλετε των διαφόρων σύκων,
ουαί υμίν, που θέλετε κι αυτά τα βελανίδια,
καθώς και τα λεγόμενα Ελληνιστί κικίδια,
ουαί, που θέλετε κι αυτόν τον φόρον της σταφίδος
χωρίς να εξελέγχεται το προϊόν κατʼ είδος,
ουαί υμίν, που θέλετε και τέλη μεταλλείων,
παντοδαπών εταιριών και τόσων ατμοπλοίων,
ουαί υμίν, που θέλετε σκωρίας του Λαυρίου
και καθεμίαν πρόσοδον παντός ουρητηρίου.
-
Ουαί υμίν, που θέλετε και μέρος της σταφίδος
και τρία πέμπτα του λαδιού, που βγαίνει στην Επτάνησο,
ουαί υμίν, γεννήματα ξεβράκωτης Αγγλίδος,
που σαν μωρό ποτίζετε τον Κόντε με γλυκάνισο,
ουαί υμίν, που θέλετε να σας γενούμε σκλάβοι
και τας εισπράξεις Τράπεζα σπουδαία νʼ αναλάβη,
ουαί, δυνάσται τύραννοι Ελλάδος νηστικής,
που μία εκ των Τραπεζών, η της Ιονικής,
πολύτιμα γραμμάτια κατʼ έτος θα εκδίδη
και θα τα τρων νηστεύοντες γαϊδάροι για γρασίδι.
-
Ουαί που θα πληρώνωνται τα τέλη των εμπόρων
με πίστεως γραμμάτια μεγάλης κι αοιδίου,
ουαί, που πάσα είσπραξις των υπεγγύων φόρων
θα στέλλεται προς κάλυψιν του τοκομεριδίου.
Ουαί υμίν, υποκριταί, δοχεία μαύρου δόλου,
οπού δεν εμπιστεύεσθε την πίστιν μας καθόλου
και πάσα πιστοποίησις πηγαίνει του κακού
γιατί φοβείσθε την βροντήν του πυροβολικού.
-
Ουαί υμίν, θρασύδειλα βλαστήματα ελάφων,
οπού παρέρχεσθε ψυχροί προ παναρχαίων τάφων
και λέγετε «για λείψανα και τάφους τι μας μέλει;
εμείς για τους παράδες μας γερά ζητούμε τέλη,
κι αν έχη δόξαν ο Ρωμηός κορώνα και τιμή του,
ας βράζη τον αέρα της να πίνη το ζουμί του».
-
Ουαί υμίν, κοάζοντες απόγονοι βατράχων,
που δεν σας καίγεται καρφί κι αν εις τον Μαραθώνα
ευρήκαμε τα κόκκαλα των Μαραθωνομάχων
και τούτον εδοξάσαμεν της ύλης τον αιώνα,
και λέγετε «για κόκκαλα πεντάρα δεν μας μέλει,
καθείς για τους παράδες του εισπράξεις φόρων θέλει,
κι όταν παθαίνουν οι Ρωμηοί γουργούραις των στομάχων
ας ροκανίζουν κόκκαλα των Μαραθωνομάχων».
-
Ουαί υμίν, υποκριταί, τσιφούτηδες Εβραίοι,
έντομα, περονόσποροι, ακρίδες, αρουραίοι,
ουαί υμίν, παμμίαρον Τραπεζιτών συνάφι,
που διόλου δεν συγκινούν των Μαραθώνων τάφοι,
μηδέ ρυάκων και πηγών σάς τέρπει το κελέρυσμα,
κι αρνείσθε να δανείσετε και μια στερλίνα χάρισμα.
-
Ουαί που θα τρελλάνετε τον Κόντε με τους όρους,
ουαί, που θέλετε κι αυτούς των κουκουλιών τους φόρους,
και λέτε δείχνοντες σʼ εμάς γεμάτα τα σακκούλια
πως με της δόξαις μοναχά δεν βάφονται κουκούλια,
ουαί, που δεν πιστεύετε κι εμένα τον Σωτήρα
και τα μυαλά μου, όλοι σας μου λέτε, και μια λύρα,
ουαί υμίν, που θέλετε να μας ιδήτε πτώμα
και σάλιο δεν αφίνετε μες στο στεγνό μας στόμα,
ουαί υμίν, ανίεροι, που μʼ όχεντρας φαρμάκι
κρυφά κρυφά δαγκώνετε τον Κόντε τον αχμάκη,
ουαί υμίν, ανήμερα θηρία της ερήμου,
που σκιάζομαι αν ευρεθώ και μια στιγμή κοντά σας
εκ φόβου μήπως το δεξί και το ζερβί μερί μου
το κομματιάσουν έξαφνα τα χαυλιόδοντά σας.
-
Ουαί, παμφάγα τέρατα…κακός ψυχρός σας χρόνος,
ταχόρταγά σας στόματα για τον παρά λυσσούν,
ουαί υμίν, Ιάσωνες της γραίας Αλβιόνος,
που της Ελλάδος θέλετε το δέρας το χρυσούν.
Ουαί υμίν, παληανθρωπιά…να πάτε να χαθήτε…
μʼ εκείνα τα κουπόνια σας μας τρώτε διαρκώς,
και τότε μόνον πιθανόν να ευχαριστηθήτε
όταν λωρίδα κόψετε Ελληνικής σαρκός.
-
Ουαί υμίν, που γρήγορα την πλάνην σας θα νοιώσετε, ουαί,
που για το δάνειον πικρά θα μετανοιώσετε,
ουαί, που θάλθη μια στιγμή καθείς να σας λυπήται
και τότε σεις, ω δανεισταί, προς τους Ρωμηούς θα πήτε:
«Ουαί υμίν, απόγονοι των ευκλεών προγόνων,
που χάβετε τα δανεικά με στόματα Γοργόνων,
ουαί, που μας σκοτίσατε με την πολλή σας κλάψα
κι όλους σαν κουτομόηδες μάς βάλατε στην κάψα,
ουαί, που σας δανείσαμε και τούτη τη φορά,
ουαί, που μας κατάφερε ο Κόντες μια χαρά,
ουαί που τον Εγγλέζο μας πιστέψαμε τον Λο μας,
ουαί, που μας καθίζετε σε μουλαριών καπούλια,
ουαί, που θέλει σπάσιμο το ξεροκαύκαλό μας
μʼ όλα τα βελανίδια σας, τα σύκα, τα κουκούλια,
ουαί, που τους μεγάλους σας δεν νοιώσαμε σκοπούς
και γρήγορα θα μας δεχθή προσκυνητάς η Τήνος,
ουαί, τρις πονηρότεροι κι αυτής της Αλεπούς,
που κυνηγούσε στο Γουδί ο νέος Κωνσταντίνος».
Ο Γεώργιος Σουρής
γεννήθηκε σαν σήμερα 2 Φεβρουαρίου του 1853, στη Σύρο και καταγόταν από
τη μεριά του πατέρα του από τα Κύθηρα και από τη μεριά της μητέρας του
από τη Χίο. Η οικογένειά του φιλοδοξούσε να σπουδάσει ο Γεώργιος
θεολογία, οι οικονομικές συνθήκες ζωής τους όμως δεν το επέτρεψαν.
Παρακολούθησε εγκύκλια μαθήματα στη γενέτειρά του και μαθήματα γυμνασίου
στην Αθήνα ως το 1870, οπότε τέλειωσε το σχολείο και έφυγε για τρεις
μήνες στο Ταγκαρόγκ της Ρωσίας για να εργαστεί ως υπάλληλος σιτεμπόρου.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα στράφηκε προς το χώρο του θεάτρου,
συμμετέχοντας σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θιάσων (σε ηλικία δεκαπέντε
χρόνων είχε συμμετάσχει σε μια παράσταση τραγωδίας στο θέατρο Ηρώδου του
Αττικού). ΠΗΓΗ: Βικιπαίδεια
Δυστυχία σου Ελλάς - Γεώργιος Σουρής.. ...................................................................................................................................................................