Από μικρή ταξίδια ονειρευόμουνα...ταξίδια μακρινά...εκεί στο καταπράσινο και γραφικό ,γεμάτο ηλίανθους χωριό μου...κάθε που έρχονταν Απόκριες και καθαρά Δευτέρα...Αγώνα έκανα να μεταμφιεστώ ..μαζί μ' εσέ λυσίκομε μικρέ χαρταετέ μου..μήπως παρασυρθώ.. αετός τη μέρα τούτη να γενώ.. και με το βλέμμα μου στραμμένο προς τον ουρανό..μαζί σου να πετάξω.Φυσάγανε βοριάδες δυνατοί συχνά φορές..τον παρασέρνανε επάνω απ' τα ψηλά τα δέντρα μας του βάλτου τις καμποφτελιές ,που στο μικρό μου το χωριό ο πάππος μου τα 'λεγε καραγάτσια...
Και τότε κλάμα μ' έπιανε γοερό ,γιατί δεν τα κατάφερνα ,μαζί μ' αυτόν κι εγώ να ανεβώ...ψηλά εκεί στον ουρανό... μαζί με τα πουλιά για να πετάξω..κι από εκεί ψηλά...τον κόσμο μ' άλλο μάτι να αγναντέψω...Τρομάζανε κείνη τη μέρα τα πετούμενα...δεν αναγνώριζαν τι είδους είν' πουλιά οι χαρταετοί...που ανταγωνισμό με κείνα βάζαν...και να τα προσπεράσουν προσπαθούσαν...
Με μάλωνε η μάνα μου...που τόσο υψηλά εφανταζόμουν ,πως μπορώ να ανέβω...να πετάξω...
Θα γκρεμοτσακιστείς μου φώναζε...μα εμένα η πολύχρωμη η ουρά του ''αετού''' προς την ανύψωση του ουρανού...πάντα με προσκαλούσε...Να ξεκολλήσω ήθελα από τη θέση του φορές το όμορφο χωριό μου...και σε ένα ύψωμα ψηλά ,εκεί για να το χτίσω...και από κει ψηλά τον κόσμο να αγναντεύει...Και να το ξεκολλήσω ήθελα..από τις λάσπες που το βασανίζαν....
Μα και εφοβόμουνα, πως ένας τόσο δα χαρταετός...αν θα αντέξει με το δόλιο του σκοινί,το βάρος να σηκώσει...ενός ολόκληρου χωριού...αμόλα...και καλούμπα άκουγα συνέχεια.. εις τα αυτιά μου μέσα...και έτρεχα και έτρεχα...ποτέ μου δεν εσταματούσα...μέχρι το βράδυ αυτό για νάρχουνταν...της Καθαρής Δευτέρας...Προσπάθησε...βάλε πιο δυνατό σκοινί μου μήναγε η φωνή από μέσα μου...και ζύγιασε και την ουρά του του ''χαρταετού''',κάντο νε να αντέχει,εκεί στα ύψη να πετά...και μην τα παρατάς...Ανέβηκε πολλές φορές..και πέταξε πολύ ψηλά...μα ήτανε και κάποιες μερικές φορές...που σκάλωνε στα δέντρα τα ψηλά...και έπεφτε στο πρώτο πάλι φύσημα καταμεσίς στις λάσπες...
΄Ητανε άλλες πάλι οι φορές...που ο αγέρας εγινότανε Νοτιάς...και δεν ανέβαινε ο χαρταετός μου δεν πετούσε...και τότε πείσμωνα πολύ...κι έλεγα στην καρδιά μου...πριν θρυμματιστεί...αγέρα μέσα της να βγάλει ,να φυσήξει...μη φοβηθείς της έλεγα...ο αετός σου θα πετάξει...Με καταρώγανε στο συχνά..οι ρήσεις των τρανών μας ποιητών..μου λέγαν άνεμος μονάχη μου να γίνουμαι..να χτίζω ουράνιους θόλους.. και έτσι να πορεύομαι...Υπόσχεση τους έδινα..καινούριο κάθε χρόνο έλεγα θα φτιάχνω...υπόσχεση τιμής κρατούσα...πάντα με τον καλύτερο λυσίκομο ..με τη ναζιάρικη ουρά χαρταετό...μέσα στο '''πανηγύρι'''της ζωής...να προσπαθώ να συμμετέχω...
Δοκίμιον - ''λυσίκομε μικρέ χαρταετέ μου'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
....................................................................................................................................................................
.............................................................................................................