12 Μαρτίου 2016

''λυσίκομε μικρέ χαρταετέ μου''




Από μικρή ταξίδια ονειρευόμουνα...ταξίδια μακρινά...εκεί στο καταπράσινο και γραφικό ,γεμάτο ηλίανθους χωριό μου...κάθε που έρχονταν Απόκριες και καθαρά Δευτέρα...Αγώνα έκανα να μεταμφιεστώ ..μαζί μ' εσέ λυσίκομε μικρέ χαρταετέ μου..μήπως  παρασυρθώ.. αετός τη μέρα τούτη να γενώ.. και με το βλέμμα μου στραμμένο προς τον ουρανό..μαζί σου να πετάξω.Φυσάγανε βοριάδες δυνατοί συχνά φορές..τον παρασέρνανε επάνω απ' τα ψηλά τα δέντρα μας του βάλτου τις καμποφτελιές ,που στο μικρό μου το χωριό ο πάππος μου τα 'λεγε καραγάτσια...

Και τότε κλάμα μ' έπιανε γοερό ,γιατί δεν τα κατάφερνα ,μαζί μ' αυτόν κι εγώ να ανεβώ...ψηλά εκεί στον ουρανό... μαζί με τα πουλιά για να πετάξω..κι από εκεί ψηλά...τον κόσμο μ' άλλο μάτι να αγναντέψω...Τρομάζανε κείνη τη μέρα τα πετούμενα...δεν αναγνώριζαν τι είδους είν' πουλιά οι χαρταετοί...που ανταγωνισμό με κείνα βάζαν...και να τα προσπεράσουν προσπαθούσαν...

Με μάλωνε η μάνα μου...που τόσο υψηλά εφανταζόμουν ,πως μπορώ να ανέβω...να πετάξω...
Θα γκρεμοτσακιστείς μου φώναζε...μα εμένα η πολύχρωμη η ουρά του ''αετού''' προς την ανύψωση  του ουρανού...πάντα με προσκαλούσε...Να ξεκολλήσω ήθελα από τη θέση του φορές το όμορφο χωριό μου...και σε ένα ύψωμα ψηλά ,εκεί για να το χτίσω...και από κει ψηλά τον κόσμο να αγναντεύει...Και να το ξεκολλήσω ήθελα..από  τις λάσπες που το βασανίζαν....

Μα και εφοβόμουνα, πως ένας τόσο δα χαρταετός...αν θα αντέξει με το δόλιο του σκοινί,το βάρος να σηκώσει...ενός ολόκληρου χωριού...αμόλα...και  καλούμπα άκουγα συνέχεια.. εις τα αυτιά μου μέσα...και έτρεχα και έτρεχα...ποτέ μου δεν εσταματούσα...μέχρι το βράδυ αυτό για νάρχουνταν...της Καθαρής Δευτέρας...Προσπάθησε...βάλε πιο δυνατό σκοινί μου μήναγε η φωνή από μέσα μου...και ζύγιασε και την ουρά του του ''χαρταετού''',κάντο νε να αντέχει,εκεί στα ύψη να πετά...και μην τα παρατάς...Ανέβηκε πολλές φορές..και πέταξε πολύ ψηλά...μα ήτανε και κάποιες μερικές  φορές...που σκάλωνε στα δέντρα τα ψηλά...και έπεφτε στο πρώτο πάλι φύσημα καταμεσίς στις λάσπες...

΄Ητανε άλλες πάλι οι φορές...που ο αγέρας εγινότανε Νοτιάς...και δεν ανέβαινε ο χαρταετός μου δεν πετούσε...και τότε πείσμωνα πολύ...κι έλεγα στην καρδιά μου...πριν θρυμματιστεί...αγέρα μέσα της να βγάλει ,να φυσήξει...μη φοβηθείς της έλεγα...ο αετός σου θα πετάξει...Με καταρώγανε στο συχνά..οι ρήσεις των τρανών μας ποιητών..μου λέγαν άνεμος μονάχη μου να γίνουμαι..να χτίζω ουράνιους θόλους.. και έτσι να πορεύομαι...Υπόσχεση τους έδινα..καινούριο κάθε χρόνο έλεγα θα φτιάχνω...υπόσχεση τιμής κρατούσα...πάντα με τον καλύτερο λυσίκομο ..με τη ναζιάρικη ουρά χαρταετό...μέσα στο '''πανηγύρι'''της ζωής...να προσπαθώ να συμμετέχω...
 
  Δοκίμιον - ''λυσίκομε μικρέ χαρταετέ μου'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
.................................................................................................................................................................... 


                           Χαρταετοί - Μίκης Θεοδωράκης.
.............................................................................................................

11 Μαρτίου 2016

Χαμόγελο- Ροδένια μου παλιάτσε...της Σοφίας Θεοδοσιάδη.

Πεσίματα ...πληγές...γδαρσίματα ...στα γόνατά μου τυπωμένα ...και στης ψυχής το κάδρο αποτυπωμένα ...ακουαρέλες μου ασπρόμαυρες ...κραγιόνια ανεξίτηλα ...μολύβια αυτά κερένια ...απομεινάρια μιας ολάκερης ζωής ...μέσα στους πάπυρους ,για χρόνια στοιβαγμένα.
Κι εσύ εκεί ...να επιμένεις με ένα άλλο πρόσωπο ...που σήμερα το φόρεσες...το στόλισες ...και βγήκες να το σεργιανίσεις, στις γειτονιές τις γνώριμες και στα σοκάκια τα περπατημένα τα αλλοτινά, για να ξεχάσεις και να λησμονήσεις ,όσα δεν εζωγράφισες καλά,από τη μνήμη να τα σβήσεις....
Μεταμορφώθηκες με μια σου φορεσιά...όμορφα ντύθηκες και εστολίστηκες ...τα ροζ σου φόρεσες ...χαρούμενος παλιάτσος για να μοιάζεις....
Όλοι ντυθήκαν γύρω σου ...μες στη γιορτή της μέρας για να βγούνε...
Και δε γελάει κανείς μαζί σου πια...που έτσι απλά...μεταξωτά και πάνινα ...μπρος τους σε αντικρύζουν ...για...το χαμόγελό σου αυτό ζωή,μες στη ζωή τους δίνει...

Κανείς απάνω σου δε θα σκύψει για να δει ,το ύφασμα που ξόδεψες ,το όμορφο κουστούμι σου να ράψεις...τα χρώματα που απ' την ψυχή σου τα δανείστηκες,για μια στιγμή μονάχα,τη γύμνια της να ντύσει...τι ...έχει ανάγκη σήμερα κι αυτή ...από το λίγο ροζ...τα ροζ της να φορέσει...
Παλιάτσος θέλησες για λίγο να ντυθείς, τα πάνινα τα ποδαράκια σου σε δρόμους δίχως τη σκληράδα αυτή των χαλικιών να περπατήσεις....
Άφησες τα διάβασματά σου τα σοφά...που ήθελαν προσγειωμένο εκεί και ''σοβαρό'' για να σε μετατρέψουν...και σε ένα άλλο σου εγώ να παρουσιαστεί, γιατί δεν άντεχε μαθές...άλλο μες στο σκοτάδι εκεί κρυμμένος...κουρνιασμένος για να μένει...
Να ξεφαντώσει θέλησε για μια στιγμή...γδαρσίματα ...πληγές ...πεσίματα...και κάδρα γκρίζα ...σκυθρωπά...να τα πετάξει ...για ανακύκλωση να παν...καινούρια πια με τα κραγιόνια του να ζωγραφίσει....
Κοιτάχτηκε καλά μες στον καθρέφτη του ,ο όμορφος παλιάτσος μου...του άρεσα πολύ...πήρα το καπελλάκι μου το ασορτί,έβαλα και στα μάγουλα το ροζ που μου ταιριάζει και σαν Ροδένια πάλι ντύθηκα και σήμερα ,για μια ημέρα μοναχά...λίγο να ξαποστάσω....
Μέσα στο πλήθος θα χαθώ...κι εγώ σαν ''καρναβάλι''της Αποκριάς, κανείς τους δε θα καταλάβει...το δάκρυ μου πως σκούπισα πρωί- πρωί ,το σκέπασα με λίγο ρουζ..και ντύθηκα Χαμόγελο- Ροδένια και Παλιάτσος..
Kείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη.
....................................................................................................................................................................

8 Μαρτίου 2016

...γυναίκα σε βαφτίσαν... - της Σοφίας Θεοδοσιάδη.






Τούτο το απόβραδο των απολογισμών ...των σκέψεων...και των διαδρομών στο παρελθόν σου ...στο παρόν σου και στο μέλλον.....την τρυφεράδα αποζητάς και  σήμερα που δεν αμφισβητείται ...θεωρητικά τουλάχιστον στη χώρα σου και σε πολλές εκατοντάδες και χιλιάδες άλλες  χώρες...η ισότητα των δυο τούτων φύλων ...που συνέταιροι στη Γη επάνω ήρθανε για να ζήσουν...σήμερα αν σου είναι εύκολο ...σκύψε και στάσου και αναλογίσου και προσπάθησε...χωρίς τις φεμινιστικές σου τις κορώνες αλλά με σοβαρότητα ...με σεβασμό και με περίσκεψη στο ανθρώπινο το είδος....

Σε  κείνες τις γυναίκες να σταθείς...που ακόμα και σήμερα ανηλεώς πετροβολούνται...και σε κρεβάτια ακατάλληλα γι αυτές...καθώς λουλούδια είναι...εκεί και σύρονται απ' τους ίδιους τους γονείς...τους πατεράδες που τις γέννησαν... που αφεντικά των τόπων κείνων...λογίζονται και είναι....

Μα εσύ που ίση πια λογίζεσαι στον τόπο σου...και που με το ταίρι σου επιλέγεις για να ζήσεις...είναι στιγμές που ανάγκη έχεις εσωτερική...ένα χάδι απαλό επάνω σου να νιώσεις και να πάρεις...όχι σαν επιβράβευση των ρόλων που επωμίστηκες...από την ίδια τη ζωή...που διακρίσεις σε οικονομικά και κρίσεων μανιφέστα πια δεν κάνει...
Σήμερα δεν αμφισβητείται σχεδόν από κανέναν θεωρητικά και επί της αρχής, το θέμα της ισότητας των φύλων. - See more at: http://sfedona.gr/content/%CE%B7-%CF%8D%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%BE%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%B1%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B3%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%BA%CE%B1%CF%82-%CE%B4%CF%85%CF%83%CF%84%CF%85%CF%87%CF%8E%CF%82-%CE%AD%CF%87%CE%B5%CE%B9-%CE%B1%CE%BA%CF%8C%CE%BC%CE%B7-%CE%BD%CF%8C%CE%B7%CE%BC%CE%B1#sthash.TS98WH4O.dpuf
Σήμερα δεν αμφισβητείται σχεδόν από κανέναν θεωρητικά και επί της αρχής, το θέμα της ισότητας των φύλων. - See more at: http://sfedona.gr/content/%CE%B7-%CF%8D%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%BE%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%B1%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B3%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%BA%CE%B1%CF%82-%CE%B4%CF%85%CF%83%CF%84%CF%85%CF%87%CF%8E%CF%82-%CE%AD%CF%87%CE%B5%CE%B9-%CE%B1%CE%BA%CF%8C%CE%BC%CE%B7-%CE%BD%CF%8C%CE%B7%CE%BC%CE%B1#sthash.TS98WH4O.dpuf
Σήμερα δεν αμφισβητείται σχεδόν από κανέναν θεωρητικά και επί της αρχής, το θέμα της ισότητας των φύλων. - See more at: http://sfedona.gr/content/%CE%B7-%CF%8D%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%BE%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%B1%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B3%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%BA%CE%B1%CF%82-%CE%B4%CF%85%CF%83%CF%84%CF%85%CF%87%CF%8E%CF%82-%CE%AD%CF%87%CE%B5%CE%B9-%CE%B1%CE%BA%CF%8C%CE%BC%CE%B7-%CE%BD%CF%8C%CE%B7%CE%BC%CE%B1#sthash.TS98WH4O.dpuf την τρυφεράδα αποζητάς...μέσα στα αυτιά σου να εναποθέσουν...Και είναι το πιο απ' όλα ..πιο γλυκό...να μη σταματούν να σου το λένε...το πόσο πολύ σε '''χρειάζονται'''επειδή πολύ σε αγαπούν...κι απ' την αγάπη σου ξαναγεννιούνται...

Είναι οι μύριοι ρόλοι που εδιάλεξες μονάχη σου...ή και από τη φύση σου εκαρφιτσώσανε...σαν άνοιξες τα μάτια σου...κι όλοι εχαμογέλασαν και εψιθύρισαν : κορίτσι σήμερα εγεννήθη...να σας ζήσει...κι όλοι εκέρναγαν για σε...γιατί ήλιος έλαμπες στα μάτια τους μπροστά...
Κι έτσι απλά...αθόρυβα ...και συστηματικά...τους ρόλους σου επωμίσθης...


Κορίτσι δροσερό εφάνταζες...και ερωμένη και σύζυγος λαχτάρησες να γίνεις...
Κι ήρθαν στην πόρτα σου μπροστά...πραματευτάδες και σου τάξαν τα πλουμίδια τους εσέ.. να σου πουλήσουν...κι εσύ μετά χαράς εδέχθηκες το πλουμιστό του έρωτα φουστάνι να φορέσεις...
Κι έγινες μάνα το κατόπι και γαλήνεψες...και έτρεξες ολημερίς και ολονυχτίς αγάπη να αποθηκεύεις στην καρδιά...για νάχεις για να δίνεις...
Εσκόρπισες άφθονη απ' αυτή τριγύρω σου...και άδειασες πολλές φορές τα φύλλα της καρδιάς...μα τα εξαναγέμισες και πάλι απ' την αρχή...από αυτήν που σου επεστράφη και που πήρες...

Μα η ζωή πάντα έτρεχε γρήγορα και απαιτητικά...και πάντα να προσφέρεις εζητούσε...
Κι έτσι από πάντα κι αν εδούλευες σκληρά...και τώρα κι έναν πάλι νέο ρόλο από εσένα εζητούσε...καριέρα έπρεπε κι εσύ ...μέσα σε όλους τους ρόλους σου κι αυτόν να τον προσθέσεις...
Όμορφος γυάλιζε στα μάτια σου...κι ένα κομμάτι σου να επιβεβαιώσει επιθυμούσε...
Περπάτησες πολύ...και γρήγορα και αργά και σημειωτόν...παράπονο δεν έχεις...

Είναι όμορφοι οι ρόλοι που σου δώσανε...γιατί στην ολοκλήρωση σε οδηγήσαν...
Κι αν στιγμές - στιγμές...δεν τα κατάφερες...σε όλα σου τα εγχειρήματα και τέλεια να είσαι...εεε μην παρπονιέσαι τώρα πια...έτσι εθέλησες...και μόνη σου μες στο χορό αυτό εμπήκες... 
Γύρνα και κοίτα πίσω σου και μπρος.. εις τον καθρέφτη σου μπροστά όμορφα καθρεφτίσου...

Κοίτα το βλέμμα σου το γεμάτο και το γελαστό...κι έτσι θα καταλάβεις...πως μέσα από τους χίλιους ρόλους σου...γυναίκα σε βαφτίσαν... 
 Kείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη.

.....................................................................................................................................................................

√♥ Γυναίκα √ Νίκος Καββαδίας √ Θάνος Μικρούτσικος √ Γιώργος Νταλάρας √

.

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ’ είδες;
Στην άμμο πάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ’ την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα


Στίχοι:  
Νίκος Καββαδίας
Μουσική:  
Θάνος Μικρούτσικος
 Γιώργος Νταλάρας
....................................................................................................................................................................

7 Μαρτίου 2016

ύφαναν να θυμάσαι την προσωπικότητά σου....

Και ξεχασμένοι εκεί στις ρίζες και στο χώμα της ζωής...φορές - φορές την κορυφή κοιτώντας..μοναχά...και θαμπωμένοι από το φως...τα αυτιά κλειστά να τάχουμε σε κείνο το μικρό παιδί...που κλαίει μέσα μας και να το απαλοχα'ι'δέψουμε προσμένει...έτσι λυπητερά αναπολούμε.....αγνοώντας το αδιάφορα , εκείνο το μικρό παιδί...
Και μην αναρωτιέσαι κι απορείς...που πίσω πάντα εκεί  γυρνάς στο δέντρο της ζωής σου...
Αυτό το Δέντρο είναι το '''δέντρο'''της δικής σου της ζωής,της δικής σου της ψυχής ...και γιατί αν μπορείς κάτω απ' τα κλαδιά ,απ' αυτό το ''δίχτυ''της σκιάς...του λατρεμένου σου δεντριού..να σκεπαστείς ...τότε επιθυμίες και αγάπες  και λύπες και βραβεία και αποτυχίες της ζωής...ύφαναν  να θυμάσαι την προσωπικότητά σου....
Αυτό είσαι φίλε μου αγαπητέ και αγαπημένε :
Ο τρόπος που αγαπάς ...που σκέφτεσαι ...και ο τρόπος που ακόμα τα θυμάσαι...
Κι αν το μικρό παιδί στη θύμησή σου έρχεται...τότε ξανά και καλωσόρισέ το....
Σκέψεις - Σοφία Θεοδοσιάδη...
.....................................................................................................................................................................
 

Η γυναίκα του Μαλή - Ζαχαρία Παπαντωνίου..





[…] «Η μαύρη η γυναίκα μου. Πέθανε πέρσι τέτοιον καιρό. Μα δεν ήταν σαν όλες! Ήταν γυναίκα, που λες, η Βάντα! Τι να στα λέω. Δεν είμαστε παντρεμένοι επτά μήνες που ο σατανάς ο αφορεσμένος τώβαλε να κάμω το φόνο και να πάρω τα βουνά. Φυγοδίκησα. Άφηνα μια γυναίκα πίσω μου, την ίδια για το σπίτι, για το χωράφι, για τα πρόβατα, για το παιδί που θάκανα σε δύο μήνες. Και τάβγαλε πέρα η άραχλη! Κόπηκε, που λες, χίλια κομμάτια, και το σπίτι έβγαζε καπνό, και το χωράφι καλαμπόκι, και τα πρόβατα βόσκαγαν, και το παιδί τραγουδιώτανε στην κούνια. Αυτά, θα πεις: Αυτά είναι μικρά πράγματα. Το μεγάλο είναι τούτο. Τ’ αποσπάσματα έμπαιναν στο σπίτι, έχυναν τ’ αλεύρι, φοβέριζαν το παιδί, έκαναν κατάλυμα, βάζανε μαχαίρι στο κοτέτσι. Η γυναίκα στέκονταν βράχος. Τώρα τους έβριζε, ύστερα τους ξεγέλαγε, τους ξανάβριζε, τους έπαιρνε με το καλό.

Μια φορά είχα κατεβεί τη νύχτα στο σπίτι μου και το πρωί με πήραν μυρωδιά οι χωροφυλάκοι. Ως που να στρίψω σε δυο τρία σπίτια, πέντε τουφεκιές από πίσω μου. Τη γλύτωσα. Οι σταυρωτήδες από κοντά μου, αλλά του κάκου. Μ’ έχασαν. Ένας χωροφύλακας σε λίγη ώρα με πετυχαίνει κοντά στη βρύση. Σηκώνει το όπλο. Η γυναίκα μου του πιάνει τα χέρια, τον κυλάει κάτω, αρχίζει το πάλεμα. Ως να παλέψει ο χωροφύλακας το θηλυκό, επήρα καιρό και χάθηκα στα πλατάνια. Έμαθα ύστερα πως η Βάντα του πήρε το όπλο, κι εκείνος πάει στο Στρατοδικείο. Δεκαπέντε χρόνια αυτή ήταν η ζωή μου. Η γυναίκα μου να παλέβει με τ’ αποσπάσματα, να δέρνεται, να δέρνει, να της χύνουν το καλαμπόκι, κι αυτή να το μαζεύει σπυρί με σπυρί. Αυτό το θηλυκό το κοντούλικο -μια χαψιά ήτανε- μέσα σ’ αυτό το χαροπάλεμα4 έσκαβε το χωράφι, βοσκούσε τα πρόβατα, αλώνιζε, κρατούσε το σπίτι, μεγάλωνε τα παιδιά μας, γιατί εφτά τάκαμεν όλα.

Τέλειωσεν αυτή η ζωή. Με λάβωσαν, παρουσιάστηκε, μ’ έρριξαν σε μια φυλακή πέντε μέρες μακριά απ’ το χωριό. Μια μέρα κοιτάζοντας τα βουνά απ’ το παραθύρι της φυλακής βλέπω από κάτου άξαφνα τη γυναίκα μου.
-Σ’ είσαι, ορή Βάντα:
-Ναι.
-Μοναχή, ορή:

Δεν ήταν μοναχή. Ήρθε με τα πόδια, πέντε μέρες δρόμο, σέρνοντας τα εφτά παιδιά, το μουλάρι και το βόϊδι. Το σπίτι μας, καταλαβαίνεις, τ’ άνοιξε κοντά στη φυλακή. Επούλησε το μουλάρι και πήρε το μαγαζί της φυλακής. Έβαλε την ποδιά, έγινε μαγαζάτορας. Κατάφερε να πάρει στη φυλακή ελεύθερο το έμπα και το έβγα. Μαγέρευε για τους φυλακισμένους και για τους στρατιώτες. Έπλενε τα σκουτιά τους. Τα παιδιά μας τα σκόρπισε δουλευτάδες στη χώρα, άλλα τα κράτησε μέσα στο μαγαζί. Με τέτοιον τρόπο έμπαζε ούζο για τους φυλακισμένους μέσα στο ψωμί και μέσα στα ρούχα της -αυτή η δουλειά έφερνε λεφτά- που εστράβωσε τη φρουρά, δεν την έπαιρνε κανείς χαμπάρι. Δεν ήταν πράμα που δεν τώκανε για να μη μας λείψει το ψωμί. Είχα το σπίτι μου απ’ όξω απ’ τη φυλακή, έβλεπα τον καπνό του σπιτιού μου, τζάκι δικό μου, νοικοκυριό! Δεκατρία χρόνια τούτη η δουλειά. Στα δεκατρία ήρθε κι έλιωσε. Δούλεψε, δούλεψε, μα στο στρώμα δεν έπεφτε. Τις μέρες που κόντεβα να βγω, μια νύχτα κρύα, μπήκε τέλος ο Χάρος μέσ’ το μαγαζί, και την ήβρε που έπλενε. Έπεσε μεσ’ στη σκάφη…»

Ο Μαλής ξανατράβηξε βαθειά τη σκαλισμένη πίπα.
-Πολλές φορές, είπε, ο άντρας είναι άντρας, γιατί τον κάνει τέτοιον μια γυναίκα, μια τόση δα γυναίκα, που δεν την παίρνεις για μισό μερδικό. Εγώ τώρα, καθώς καταλαβαίνω, δεν είμαι για να φάω γλυκό ψωμί. Με τραβάει το βουνό. Δεκαπέντε χρόνια το τήραγα απ’ το παραθύρι της φυλακής… Βρε μου καμμιά δουλειά.

-Σαν τι δουλειά; Να σε βάλω σε καμμιά πόρτα; Να φυλάς τίποτα υλικά…
-Ορέ αυτά είναι καμπίσια πράματα, πού είμαι γω για τέτοια! Βάλε με σε τίποτα αμπέλια δραγάτη  να γλέπω και τα βουνά. Σπίτι δε μου πάει τώρα, μόνο σε δραγατσιά μπορώ να ξανασάνω λίγο. Άιντε ορή Βάντα, κατακαϋμένη Βάντα, να φαινόσουν από καμμιά μεριά!

 Η γυναίκα του Μαλή (απόσπασμα)/
(Από τη συλλογή διηγημάτων, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1927)
......................................................................................................................................................................
Γιατί η φύση μ' έπλασε γυναίκα...της Σοφίας Θεοδοσιάδη.

Έτσι μ'αρέσει να μιλώ για το φύλο μου...για τον άνθρωπο - γυναίκα...μέσα από τα μάτια των αντρών...Έτσι ...να μη μεροληπτώ...γυναίκα εγώ...να μην πανηγυρίζω έμαθα για την παγκόσμια που ορίσθη...γιατί ή φύση μ'έπλασε γυναίκα...Μα αν μου επιτρέπεται τη λέξη '''πανηγύρι'''να τη χρησιμοποιώ...σε άλλη βάση αυτό το πανηγύρι μου θα θέσω... 
Είναι φορές που μες στο νου μου έρχονται και τριγυρνούν και κάθονται...σκέψεις αντρών που εγνώρισα και εσυναστράφηκα..και αγάπησα και εδιδάχτηκα...από αυτούς...κι έτσι εβαπτίστηκα από αυτούς γυναίκα τι σημαίνει να κατέχω...να με λέω... 
Άκουσα λόγια αληθινά...λόγια καρδιάς...χωρίς τα καρικεύματα...που πλανεύουν και σε ξεγελούν...
Ήταν τα λόγια του πατέρα μου...τα λόγια του καθηγητή μου...τα λόγια του συντρόφου μου...τα λόγια των φίλων μου...και μέσα από τα μάτια τα δικά τους...κατάλαβα καλά ...γυναίκα νάσαι τι σημaίνει...
έτσι και σήμερα ξανά αυτή τη μέρα που θα θέλαμε πολλές να θυμηθούμε ίσως ...την καρδιά μας να ζεστάνουμε...και στον αγώνα μας ...τον αγώνα της ζωής απερίσπαστες να συνεχίσουμε..να ριχτούμε...μες στα αυτιά σας και στα μάτια σας μπροστά...λίγους μονάχα στίχους από τα λόγια του αγαπημένου φίλου μας Νικόλα ας θυμηθούμε :
   Σκέψεις - Σοφία Θεοδοσιάδη.                                                                                                             









Κι ένα ελάχιστο μικρό απόσπασμα από τον αγαπητό και λατρεμένο από τις διδασκαλίες του καθηγητή μου...αξέχαστο  για πάντα Λιαντίνη : 

Βιολί στραντιβάριους είναι της γυναίκας το σώμα. Λουδοβίκος Μπετόβεν είναι ο βιολιστής του. Και η πράξη του έρωτα, το μουσικό γινόμενο που ακούγεται, είναι η Σονάτα Kreutzer. Η ενάτη σονάτα. Ιδές που η νύχτα πηχτή γκρεμίζεται σε καταρράχτες άστρων.

( Δ. Λιαντίνης '''''Γκέμμα'''' ).

........................................................................................................................................................................ 
 

Μίσος φυτεύεις στις καρδιές.....της Σοφίας Θεοδοσιάδη.







 Ποιός άραγε ποτέ...παιδαγωγός και κυβερνήτης..και γιατρός..πολίτης ή και κάθε υπεύθυνος...θάχει τη δύναμη να σβήσει από τη μνήμη ενός παιδιού...εικόνες αγριμιού να μοιάζει.. του κυνηγημένου απ' τη ζωή ?

Και τώρα που βολεύτηκες και ούτε που το εκατάλαβες ,πως το μέσα σου δεν επροφύλαξες ,στο σάπισμα παρέδωσες και την ψυχή...σήμερα εσύ ναυάγησες και έθαψες βαθιά μέσα στο βυθό της θάλασσας φεγγάρια που ονειρεύτηκαν παιδιά...τον κόσμο για να αλλάξουν....
Σήμερα πάλι εκεί θα τριγυρνάς και θα μετράς όνειρα βυθισμένα ...μα νούμερο στα ονείρατα αυτά ..τα καραβοτσακισμένα που εσύ εβύθισες ...νούμερο και αριθμό δε θάβρεις για να βάλεις...
Άνθρωπε φιλοσόφησε ...τον ανεξέλεγκτο θυμό σου εσύ τιθάσευσε ...
Αν θάρρησες...αν νόμισες...πως εβολέυτηκες ...ζήσε να το απολαύσεις και στο δικό σου το καράβι μόνο να κοιτάς ,μέσα από τα ναυάγια δύναμη να μην παίρνεις..
Μια βόλτα είναι μονναχά η ζωή και σκέψου άλλη μια φορά...το μίσος που εφύτευσες εις το βυθό ...γρήγορα θα ριζώσει ...θα φυτρώσει...κορράλια δάσος θα γενεί...και άλλα επαναστατημένα όνειρα μπροστά σου θα φυτέψει...και δεν θα πάψεις έτσι σου ποτέ να πολεμάς....

Εσείς τρανοί του κόσμου ..με τη δύναμη και τις στολές τις αλεξίσφαιρες...νάξερα ποιόν στ' αλήθεια κυνηγάτε ?
Μήπως αυτήν την ανημπόρια σας.. τον κόσμο που δεν κατορθώσατε να τον μοιράσετε σωστά...γιατί θαρρείτε τα καρβέλια σας..πως είν' λειψά ή σάμπως αυτά δε σας αρέσαν...και στους σκύλους τα πετάξατε...μη τάχα και τα βρουν παιδιά...και δυναμώσουν...και ο δρόμος τους ίσια και κατεπάνω σας.. ίσια σε σας τα φέρει ?
Μα είτε δυναμωμένα ..είτε αδύναμα σε σας μπροστά θε να σταθούν...ίσως και τότε νάναι αργά για τη ''μεγαλοσύνη'' σας την επιτηδευμένη ,άλλη πορεία να χαράξετε και πέρα να διαβείτε...
Και τότε τι θα τολμήσετε, πώς απ' την άγρια ορμή τους θα μπορέσετε...θα κατορθώσετε εσείς για να κρυφτείτε ?

Μίσος φυτεύετε βαθιά...και ρίζες και κλωνάρια αυτό θα βγάλει...
Θα σας περιτυλίξει ασφυχτικά...γιατί και πάντα να θυμάστε...πως ο κισσός ασφυχτικά και βίαια το δέντρο το τυλίγει...και από τη δική του τη δροσιά θρέφεται εκεί και μεγαλώνει...
Θα σ'έβρει όπου και να πας...και κυκλικά θα σε τυλίξει....το μίσος που εσκόρπισες και φύτεψες...μες στις καρδιές τις παιδικές....που μπόρεσες και '''ξήλωσες'''απ' τα κωνάκια τους τα φτωχικά ...μα τα ζεστά...και έδωσες κατάλυμα τάχα εσύ ..συμπόνοιας ...μεγαλοψυχίας και λύπησης...την ατιμία ..που εις βάρος τους την έπραξες...προσπαθώντας.. με λουστρίνι γιατροσόφια και ημίμετρα ...τάχα εσύ να τα γιατρέψεις...
Σοφία Θεοδοσιάδη.
.........................................................................................................................................................................
 

6 Μαρτίου 2016

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

 

 

 

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

ΙΙΙ.

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή
σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά -- κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μεσ’ από φεγγαρά περάσματα και κρυφές της θάλασσας
στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το "τι" και το "ε"
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό
πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά
που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ καί σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία που το
εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς
Τό χαμένο μου το αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σου φορώ
Το λευκό νυφικό τής Οφηλίας, μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πας και ποιος, μ’ ακούς

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα’ ρθει μέρα, μ’ ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει

Στα νερά ένα – ένα, μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας καί, μ’ ακούς
Της αγάπης
Μιά για πάντα το κόψαμε
Και δέν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει τό χώμα , δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μές στή μέση της θάλασσας
Από το μόνο θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά καί ποιος κλαίει – ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει – ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ μ’ ακούς.

[Οδ. Ελύτης, Το Μονόγραμμα, Ίκαρος Αθήνα, 2008, σ.17-19]
...................................................................................................................................................................



Καρυοφυλλιά Καραμπέτη - Το Μονόγραμμα 

..................................................................................