13 Απριλίου 2016

άνθρωποι με την αύρα της ψυχής τους....



Έτσι αναπάντεχα..κι εκεί που νόμιζες πως έχεις στρώσει τη ζωή σου , πως έμαθες αρκετά...πως περιβάλλεσαι από ανθρώπους ...που σου φαίνονται αρκετοί...πως τάχατες το μέσα σου ησύχασε...νάσου και έρχονται στη ζωή σου εμπροστά άνθρωποι ..που με την αύρα τους , μια θέση εκεί ξεχωριστή , έχουν κλέψει στην καρδιά σου.Μπαίνουν μες στην ψυχή σου χωρίς πρόγραμμα,χωρίς σχέδιο,φωλιάζουν μέσα σου και δεν βγαίνουν από κει ,ποτέ ξανά.Αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που τις χορδές σου άγγιξε και μένεις πάντα με την απορία σου αυτή...

Είναι ίσως ξεχωριστοί για σένα φίλοι της καρδιάς...είναι αυτό.. που χρόνια τώρα ασυνείδητα  ,που προσπαθούσες να αγγίξεις.
Δεν ξέρω αν στη ζωή ελκύουμε μόνοι μας την αγάπη και την αλήθεια, ούτε και ξέρω  αν μερικούς ανθρώπους τους φέρνει η ζωή στα μάτια μας μπροστά...για κάποιο λόγο ...για να '''υπηρετήσουν'''...και να γεμίσουν με τον '''ίσκιο''' τους, κενά ψυχής, που χρόνια εκείνη λαχταρούσε.
Όπως κι αν η ζωή.. τους δρόμους τους παράλληλους αποφάσισε από μόνη της το ακατόρθωτο να κάνει...κόντρα στους νόμους των μαθηματικών και στις θεωρίες ...τους δρόμους να τους κάνει τεμνόμενοι να γίνουν...ένα είναι βέβαιο...πως οι θεωρίες παρακάμπτονται συχνά...και αιτία είναι η ίδια η ζωή...που ασταμάτητα και με ροή...τα δεδομένα ανατρέπει...προχωρεί...καινούργιες θεωρίες και συναισθήματα άγνωρα γεννά...αυτό είναι το απρόσμενο...αυτή είναι η εξέλιξη ...στις σχέσεις των ανθρώπων...και όλοι μα όλοι είναι χρήσιμοι στην '''ταχτοποιημένη''' μας ζωή.
Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη.
............................................................................................................ 

12 Απριλίου 2016

ΔΙΔΩς ΣΩΤΗΡΙΟΥ- ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ (απόσπασμα).


Η μάνα μου ήταν τρυφερή και υπομονετική γυναίκα. Η κακοτροπιά του άντρα της δεν την έκανε να στέκει πάντα σούζα, με τον καλό λόγο και το χαμόγελο στ' αχείλι: «Στον αράθυμο τον άντρα, έλεγε, σα δεν εναντιώνεσαι τον έχεις σκλάβο». Τώρα τι σόι σκλάβο είχε τον πατέρα, μονάχα κείνη το ’ξερε που έκανε μαζί του ένα λόχο παιδιά.
Ωστόσο μια φορά, μια και μοναδική, του εναντιώθηκε. Τον είδε να με χτυπάει με τόση μανία, που το αίμα έτρεχε βρύση από τη μύτη και το στόμα μου. Τότες μπήκε στη μέση, άνοιξε τα χέρια της σαν φτερούγες και με δακρυσμένα μάτια του είπε τρομαγμένη:

-Άμοιρε, θα το χαλάσεις το σπλάχνο σου!
Αιτία του άγριου ξυλοδαρμού ήταν ένα μεταλλίκι. Μου το είχε δώσει ο πατέρας για να πάω στον μπακάλη ν' αγοράσω αλάτι. Ήξερα τι με περίμενε αν το 'χανα, γι' αυτό και το κράταγα σφιχτά στην ιδρωμένη μου παλάμη. Οπόταν στο δρόμο, να και πέφτω μπροστά σ’ ένα γύφτο με μια μαϊμού, μια κοκκινόκολη, ξύπνια σουσουραδίτσα, που παράσταινε πότε το δάσκαλο, πότε τη δεσποινίδα και πότε το φαρμακοτρίφτη. Ήταν πολύ, πάρα πολύ αστεία. Κόσμος είχε κάνει κύκλο γύρω της και χάζευε. Την ώρα της πλερωμής οι περισσότεροι σκορπίσανε. Ήρθε τότες η μαϊμού, στάθηκε μπροστά μου μ' απλωμένο το ντέφι. Τα μάτια μας αντάμωσαν. Δε βάσταξα, ξέσφιξε η χούφτα μου από μόνη της και τίγκ, τάγκ,τόγκ, κύλησε μέσα στο ντέφι το μεταλλίκι μου.

Όταν γύρισα στο σπίτι μ' αδειανά τα χέρια δεν είπα την αλήθεια, είπα μονάχα πως έχασα τα λεφτά. Αυτό ήταν. Είδα τον πατέρα μου ν' αγριεύει τόσο, που τρόμαξα κι έδωσα ένα σάλτο από το ανώι και βρέθηκα κάτω στο δρόμο με κίνδυνο να σκοτωθώ. Όμως ούτε και αυτή η πράξη της απελπισίας μου δεν τον συνέφερε. Με κυνήγησε, κι όταν με τσάκωσε ένας γείτονας ο Χαμπέρογλου, και με παρέδωκε, άρχισε να με χτυπάει όπου έβρισκε. Από κείνη την ημέρα, όσες φορές έβλεπα οργισμένο τον πατέρα, να άνοιγα τα καλομοπόδαρά μου και κατουριόμουνα. Κι όμως ήρθε εποχή που του τα συγχώρεσα όλα τούτα τα φερσίματά του. Μονάχα κεινού του ξενού, του Χαμπέρογλου, την επέμβαση ούτε την κατάλαβα ούτε και τη συχώρεσα ποτέ.

Στο σπίτι δύο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα, γιατί μ' αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξή μας. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τονε μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να μας χαϊδέψει, να μας πάρει στα γόνατά της και να μας πει ένα παραμύθι. Ξύπναγε ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά, έστηνε τσουκάλι, να προκάνει τόσα στόματα. Ύστερα είχε πάντα στην κούνια κ' ένα μυξάρικο να τσιρίζει. Είχε να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη, να ζυμώσει, να πλύνει, να γυροφέρει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι· όλο το χωριό μιλούσε για την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη της.

Η αλήθεια είναι πως και το γέρο μου τον σέβονταν ο κόσμος, γιατί κρατούσε λόγο, ήταν τίμιος στο αλισβερίσι, φιλόξενος και προκομμένος. Τόνε σήκωνε πολύ κ' η αρχοντοκαμωσιά του, ψηλόλιγνος καθώς ήτανε και σγουρομάλλης, με βαθιά γαλάζια μάτια και στρωτά γερά δόντια, που τα πήρε ατόφια στον τάφο του. Για τούτο και καμάρωνα όταν οι γειτόνισσες λέγανε στη μάνα μου: «Ο γιος σου, ο Μανώλης, είναι φτυστός ο μπάρμπα Δημητρός».
Νύχτα, με τ' άστρα σηκωνόταν ο πατέρας απ' το γιατάκι του. Πρωτόβαζε τη φέσα του κι απέ την τσόχινη βράκα του, τα τουζλούκια και τα ποδήματά του. (Κάλτσες δε φορούσε· έλεγε πως τον στενοχωρούσανε και τον βλάφτανε στην υγειά του). Νιβόταν με θόρυβο. Έκανε το σταυρό του μπρος στα κονίσματα. Καψάλιζε λίγο σταρένιο ψωμί στη θράκα, το βουτούσε στο μπρούσκο και το 'κανε κρασοψυχιά, έτρωγε και καμιάν ελιά, φτούσε το κουκούτσι και λίγες βρισιές μαζί για το γούρι και ξεκινούσε στητός κι ανάλαφρος για τα χτήματα.
Δούλευε δεκάξη με δεκαοχτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει. Σήκωνε μοναχός του γομάρια εξήντα εβδομήντα οκάδες, μα ποτέ δεν τον άκουγες να βαρυγκομήσει. Η τσάπα και τ' αλέτρι γίνονταν υπάκουα στο χέρι του. Τα ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσανε συνάμα, γιατί τα φρόντιζε περσότερο απ' όσο φρόντιζε εμάς.

Με το σούρουπο γύριζε στο σπίτι δίχως να σταθεί σε καφενέ. Έπιανε το μπουκάλι το ρακί, κατέβαζε κάμποσες γερές ρουφηξιές, έτρωγε το φαΐ που του φύλαγε η μάνα. Κατά την περίσταση έδερνε δυο τρεις από μας κ' έπεφτε μπαϊλντισμένος στον ύπνο, να ρουχαλίζει και να τρέμει ο τόπος.
Κουβέντα δεν τού 'παιρνες ούδε Κυριακή ούδε χρονιάρα μέρα. Κανένας μας δεν τολμούσε να μιλήσει μπροστά του· είχαμε μάθει να τα λέμε όλα με τα μάτια, τους θυμούς, το παράπονο, τις πονηριές ή τις χαρές μας. Μόνο σαν τύχαινε να βρίσκεται στα κέφια του, Κυριακή, που καθόμαστε ολόκληρη η φαμελιά σε τραπέζι, τότες τ' άρεζε να σηκώνει εμένα που μ' έβλεπε πάντα σαν τον γραμματιζούμενο του σπιτιού, να λέω το «Πάτερ ημών». Δεν καταλάβαινα γρι απ' ό,τι έλεγε τούτη η προσευχή και μια μέρα είπα στη μάνα μου:

—Το «Πατ» μπρε μάνα, ξέρω τι θα πει. Μα κείνο τα «ερημών» με μπερδεύει...


[πηγή: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα
Μυθιστόρημα, Κέδρος.]

Διδώ Σωτηρίου : 12 Απριλίου 1909- 23 Σεπτέμβρη 2004.
...................................................................................................................................................................

Έτσι κι αλλιώς τα χώματα πάντα ήταν ''ματωμένα''από παλιά...και τώρα...μόνο που άλλοτε το αίμα ήταν ''πηχτό'' κι εφαίνονταν...κι άλλοτε αιμορραγούσε ύπουλα...και να το διακρίνεις δε μπορούσες...καθώς το απορρόφαγε το χώμα...και πόνος γίνονταν συχνά...και να καρποφορήσει δεν το άφηνε ...χώμα ευδόκιμο να γίνει...να θρέφει και να ευχαριστεί...όλους τους άνθρωπους της Γης...
Όχι δε θέλω σήμερα το απόβραδο...να σας θυμίσω και να σας αραδιάσω γεγονότα άκρως θλιβερά...που μέσα στις σελίδες της μας εξετύλιξε η μοναδική...η αξιόλογη η Διδώ η Σωτηρίου...
Πως να αντέξω να τα ξαναθυμηθώ...τα γεγονότα που θηριωδίες ''ζούγκλας'''παραθέτουν...γιατί τι άλλο θα μπορούσα να αντιπαραθέσω και να πω...καθώς στο νου μου έρχονται πως οι '''ρόγες '''από τα στήθη γυναικών...γινόταν κομπολόγι...να παίζουν οι σουλτάνοι και οι προύχοντες...της εποχής εκείνης της άγριας...της εγκληματικής...της αδυσώπητης...των διωγμών και εξαφανισμών των συνανθρώπων μας...των Έλληνων...εις την Μ.Ασία από τους Τούρκους...
Πάντα τα γεγονότα με παρέπεμπαν εις τις ψυχολογίες...και στον πολιτισμό και των λαών...που δεν εβημάτισαν ούτε και ένα βήμα παραπέρα...δεν έκαναν τον άνθρωπο ...άνθρωπος να λογίζεται...παρά μονάχα ένα '''άγριο και σαρκοβόρο'''θηρίο...
Αυτά σκεφτόμουν καθώς διάβαζα μικρότερη '''Τα ματωμένα Χώματα'' της Διδώς της Σωτηρίου. 
Έτσι σήμερα στα γεγονότα δε θα σταθώ...που λίγο ή πολύ όλοι τα διαβάσατε...μα ήθελα ανθρώπινα να πώ...πως οικογένειες '''χαλάστηκαν'''πολλές...γι αυτό και με το παραπάνω απόσπασμα...
στην ανθρώπινη πλευρά της οικογένειας θέλησα να σταθώ...
Σάμπως και σήμερα δεν είναι αληθές και διαχρονικό...αυτό που η Διδώ η Σωτηρίου αναφέρει στο βιβλίο της ? :

<< —Το «Πατ» μπρε μάνα, ξέρω τι θα πει. Μα κείνο τα «ερημών» με μπερδεύει...>>

Και ναι και το ''πατ''' υπάρχει...και το τσαλαπάτ μη σου πω...και το '''ερημών'''επίσης που λαούς ολόκληρους αφανίζει...και είναι όπως θα το δει κανείς...τι ερημώνει και τι αφήνει πίσω ο αφανισμός...

Σκέψεις (για τα Ματωμένα Χώματα) - Σοφία Θεοδοσιάδη.
.............................................................................................................. 

Ο κύκνος της ψυχής μου.....


Φτιάξτε αγάπες μου το δικό σας παραμύθι...στολίστε το και μπέστε μέσα...διώχνετε λίγο -λίγο και καθημερινά το γκρίζο και το μαύρο...δύσκολο θα μου πεις...και μοιάζει ακατόρθωτο...καθώς ανοίξανε οι κάνουλες...και βρέχουνε τον κόσμο με μελάνι...λεκέδες γύρω μας δημιουργούν καθημερινά...και πως να βρεις τόσο δραστικό απορρυπαντικό...τη '''βρώμα'''απ' τις ψυχές τις μαύρες να την καθαρίσεις...
Μα πάντα στη ζωή το ανέφικτο είν' αυτό που μάγευε.. στον έρωτα ...στην καθημερινότητα.. στην ίδια τη ζωή...
Πόλεμος καθημερινός στα πάθη του μυαλού και της καρδιάς και των ανθρώπων...χιλιάδες χρόνια πια ο ίδιος πόλεμος..ανηλεής ...σκηρός και ψυχοφθόρος...
Να επικρατήσει ο '''ισχυρός''' επάνω εις τη Γη...να επικρατήσει το αρσενικό πα στης γυναικας την ψυχή...τα σωθικά του να ξεσκίζει...σε έναν αγώνα εκ προοιμίου άνισο...αφού στο τέλος νικητές και ηττημένοι τον πόνο θα γευτούν...
Το όχημα εσύ πάντα το διάλεγες μες στη δική σου τη ζωή να ταξιδέψεις...κι αν θέλεις με τον κύκνο σου...ξεκίνα μόνος σου τις λίμνες και τις θάλασσες να διασχίσεις...
Το ξέρω θα μου πεις φτερά που να πετούν μακριά οι κύκνοι πως δεν έχουν...μα είναι έξυπνα και αγνά και '''λευκά'' πουλιά...και να αγαπούν λευκά...αγνά και δυνατά μπορούν...
Πιάσου γερά απ' το λαιμό τους και ονειρέψου μες στη λίμνη τους και πέταξε...κάνε οδηγό τον άσπρο τους λαιμό...και γράψε απ' την αρχή το δικό σου παραμύθι...στο τέλος της ημέρας ίσως να δικαιωθείς...που για όχημά σου δεν εδιάλεξες ένα σαρκοβόρο λέοντα...μα ένα περήφανο...κατάλευκο...γαλήνιο πουλί...πουλί ψυχής...τον κύκνο της ψυχής σου...

''ο κύκνος της ψυχής μου'' - Σοφία Θεοδοσιάδη.
........................................................................................................... 

Tchaikovsky: Swan Lake - The Kirov Ballet 

.................................................................................

11 Απριλίου 2016

Ωδή στη Φύση - Λάβδανα της Ψυχής μας...οι κουνούκλες....


Περαστικοί ..στους δρόμους τους περιφερειακούς...τους λίγο πατημένους...μοιάζουνε πάντα σιωπηλοί...μα σιωπηλοί δεν είναι...
διαβάτες γρήγοροι και βιαστικοί...μέχρι το βλέμμα τους να καρφωθεί...εικόνες πάλι να γεμίσει...να αφουγκραστεί...
Γύρω - τριγύρω σου μοναχικά τα λάβδανα φυτρώνουν στις πλαγιές...τα μυροβόλα άνθια τους ...τα τόσο μεταξένια...σαν της πεταλούδας τα φτερά...στέκουν εκεί ευαίσθητα...θροϊζουν ...μας μιλούνε...σιωπηλά κι αθόρυβα ...μα πάντα μας μιλούνε...
Είναι και μοιάζουνε μοναχικά...επάνω στα βουνά...παράξενα αυτά πετιούνται τα μυριόβολα...σε σκέψεις παραπέμπουν.. για τη δύναμη στα βράχια πάνω να ευδοκιμούν...τη μυρωδιά τους να μην χάνουν...το λίβανο να δίνουν... που διαλέξανε οι μάγοι να προσφέρουνε..εκείνη τη βραδιά την '''ξεχωριστή'' που εγεννήθηκε στη Γη...κείνο το θείο βρέφος...
Τόσο μικρά...τόσο ασήμαντα μοιάζουνε ώρες - ώρες τα φυτά...και τόση ιστορία κρύβουν μέσα τους...τόσο ταπεινά...κινούνται στο φύσημα του ανέμου...έχει ομορφιά η φύση γύρω...αν έχεις μάτια να τη δεις...άνοιξε το παράθυρο...και άνοιξε τα μάτια της ψυχής σου....μέσα να μπει η μυρωδιά...γιατί τυχαία δεν τα διάλεξαν και τούτα εδώ τα λάβδανα οι τρεις οι μάγοι...δώρο να τα φέρουν στο νεογέννητο Χριστό...κι ας μοιάζουν τόσο ταπεινά στα μάτια σου μπροστά...γεμάτα από μυρωδιές και φαρμακευτικές ιδιότητες λέγανε οι γιαγιάδες μας...γεμάτα φορτωμένα......


Έτσι καθώς εκατηφόριζα...τραγούδι αρχίνησα ψιθυριστό...μες στης Πεντέλης τα βουνά...που λάβδανα γεμάτα...άλλοτε ροζ κι άλλοτε κίτρινα...εχρωμάτιζαν τα μάτια μου...μια ζωγραφιά μου δώριζαν...την πήρα και την στόλισα...μες στης ψυχής μου τα ανοιχτά...τι..είναι αυτές οι ζωγραφιές της φύσης...που από μόνες τους εκεί και καμωμένες...είναι ασυναγώνιστες...και χέρι να τις αντιγράψει ανθρώπου δεν μπορεί...
Σε σκέψεις μπήκα εκεί χαζεύοντας ...θυμούμενη έναν καθηγητή μου της Βιολογίας...που μούλεγε πως είναι χρήσιμα αυτά τα ταπεινά φυτά...γιατί συχνά επάνω τους ...άλλα παράσιτα φυτρώνουν...και ευδοκιμούν...
Και τότε εθυμήθηκα ...εσυνδύασα και χαμογέλασα...πόσο η φύση προνοεί...ακόμα και για τα '''παράσιτα''' μέσα εις τη ζωή μας...
Γιατί επάνω εις τα λάβδανα...ζούνε και τα παρασιτικά φυτά και ζούνε και ανθούνε...σάμπως λέω μέσα μου '''παράσιτα''' δεν είν' κι αυτοί...οι παρατρεχάμενοι...που λίγη λάμψη διεκδικούν από τον '''ήλιο'' αυτό το φωτεινό...που κάποιοι λίγοι ...σα φωτοστέφανο επάνω τους τον μεταφέρουν ?
Αν δεν ξέρετε τι είν' τα λάβδανα...εγώ απλά ...όπως στα χωριά μας θα σας πω '''κουνούκλες'''.. να τα λέτε ..
στα βράχια ..στους ξερότοπους...μα και στις λίμνες κάποτε φυτρώνουνε...αιώνες τώρα εκεί μονάχες τους...και χρήσιμες θαρρούν πως είναι...μέσα στην τόσο πλούσια και πολυποίκιλη χλωρίδα αυτή του τόπου μας..........
 Κείμενο- Σοφία Θεοδοσιάδη.
............................................................................................................. 

9 Απριλίου 2016

ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ - Αργύρης Χιόνης.

Τα μεγάλα όνειρα που είχαμε κάποτε
Ήταν κάτι πολύχρωμα μπαλόνια που μας χάριζαν
Αφού υποσχόμασταν να τρώμε όλη τη σούπα μας

Δεμένα στο σπαγγάκι τα κρατούσαμε
Κι εκείνα μας τραβούσαν ελαφρά το δάχτυλο
Σα να επιχειρούσαν να μας πάρουνε
Μαζί τους για μια πτήση στον αγέρα

Πολύχρωμα γκαζιού μπαλόνια που ’σκαγαν
Κάθε φορά που συναντούσαν το μοιραίο τσιγάρο
Αφήνοντας να κρέμεται στο δάχτυλό μας το σπαγγάκι
Και στην άκρη του τον απαγχονισμένο τους λαιμό.


Αργύρης Χιόνης.
Από την ποιητική συλλογή : ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ.
.................................................................................................................................................................. 

 Δεν έκανα ταξίδια μακρινά...
  Δεν έκανα ταξίδια μακρινά
τα χρόνια μου είχαν ρίζες ήταν δέντρα
που τα `ντυσε με φύλλα η καρδιά
και τ’ άφησε ν’ ανθίζουν μες την πέτρα

Δεν έκανα ταξίδια μακρινά
οι άνθρωποι που αγάπησα ήταν δάση
οι φίλοι μου φεγγάρια ήταν νησιά
που δίψασε η καρδιά μου να τα ψάξει

Το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ
η νύχτα εσύ το όνειρο της μέρας
μικρή πατρίδα σώμα μου κι αρχή
η γη μου εσύ ανάσα μου κι αέρας

Δεν έκανα ταξίδια μακρινά
ταξίδεψε η καρδιά κι αυτό μου φτάνει
σε όνειρα σ’ αισθήματα υγρά
το μυστικό τον κόσμο ν’ ανασάνει

Το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ
η νύχτα εσύ το όνειρο της μέρας
μικρή πατρίδα σώμα μου κι αρχή
η γη μου εσύ ανάσα μου κι αέρας



Στίχοι:  
Παρασκευάς Καρασούλος
Μουσική:  
Γιώργος Ανδρέου
Ερμηνεία: Γιώργος Νταλάρας και Χρήστος Θηβαίος.
................................................................................................................................................................. 

8 Απριλίου 2016

Για την απώλεια - Rainer Maria Rilke




<< Όσον αφορά εμένα , ό,τι δικό μου πέθανε ,πέθανε βυθιζόμενο θα λέγαμε, μες στην ίδια μου την καρδιά : όταν αναζητούσα τον άνθρωπο που είχα χάσει, εκείνος ανασυγκροτούνταν μέσα μου τόσο ιδιότυπα και τόσο αιφνιδιαστικά ,ήταν δε τόσο συγκινητικό να νιώθω πως βρισκόταν πλέον μόνο εκεί, πως η λαχτάρα μου να υπηρετήσω την εκεί ύπαρξή του, να εμβαθύνω σ' αυτήν και να την εγκωμιάσω, έπαιρνε το πάνω χέρι σχεδόν την ίδια στιγμή ,που υπό άλλες συνθήκες ο πόνος θα είχε ήδη επιτεθεί στην ψυχή μου και θα την είχε ερημώσει...ο θάνατος όμως είναι τόσο βαθιά ριζωμένος στη φύση της αγάπης , που διόλου δεν την αντικρούει ( φτάνει μονάχα να μη μας μπερδεύουν οι ασχήμιες και οι υποψίες που του έχουν φορτώσει.).
Εξάλλου που αλλού θα μπορούσε να απωθήσει εκείνος αυτό το Ένα, που άφατο το κρατήσαμε στην καρδιά μας, αν όχι μέσα στην ίδια αυτή καρδιά ?
Που αλλού αν όχι μέσα μας θα ήταν πιο ασφαλής η << ιδέα >> τούτου του αγαπημένου πλάσματος, η ακατάπαυστη επενέργεια , η ανέκαθεν κρυφή επίδρασή του ? >>.
........................................................................................................................................................................
Η θέση του Rilke είναι ξεκάθαρη :
 Ο θάνατος κάποιου αγαπημένου είναι μια από τις συγκλονιστικότερες εμπειρίες της ζωής, μέσω της οποίας δοκιμαζόμαστε, μαθαίνουμε τον εαυτό μας, ωριμάζουμε και μας δίνεται η ευκαιρία να υπερβούμε την πρόσκαιρη θνητή φύση μας και να αντικρύσουμε τη ζωή στην ολότητά της.
......................................................................................................................................................................

 Τα δεδομένα της ψυχής μας ανατρέπει.....


Δεν ξέρω αν είν' αυτός καθευατός ο θάνατος που μας σοκάρει ή αν είν'η συνειδητοποίηση πως το τέλος της επίγειας ζωής είναι εκεί δίπλα και παραμονεύει...
Είναι μόνο ο πόνος της απώλειας...είτε της βιολογικής...είτε της εν ζωή απώλειας που τα δεδομένα της ψυχής μας ανατρέπει ?
Είναι εκείνο το κομμάτι που επένδυσε η ψυχή...και τώρα μπρος στο γεγονός της απώλειας...μένει κενό και μη διαχειρήσιμο σε μας ?
Προσωπική υπόθεση η κάθε απώλεια...η βίωσή της και η επούλωση της τρύπας που άνοιξε απότομα και '''βομβαρδιστικά'''μες στην ψυχή του καθενός...ο θάνατος ενός αγαπημένου...
Είτε θάνατος βιολογικός...είτε θάνατος ερωτικός...ο πόνος είναι ίδιος λέει ο Λιαντίνης στο κεφάλαιο έρωτας -θάνατος...και εξηγεί στη Γκέμμα το γιατί...
Άλλωστε δεν είναι τα λόγια του εκλεκτού αυτού καθηγητή μου τυχαία και ρομαντικά..αλλά βαθιάς μελέτης απεικάσματα...καθώς ο ίδιος το 1977 έκανε τη διδακτορική του  διατριβή με το ''ΈΞΥΠΝΟΝ ΕΝΥΠΝΙΟΝ  για το θάνατο...επάνω στην ποίηση του Rilke...ενός ποιητή και φιλοσόφου...παγκοσμίου φήμης...όπως ήταν ο Γερμανός Rainer Maria Rilke.

Σοφία Θεοδοσιάδη.
...................................................................................................................................................................



 Έξω από τον έρωτα και το θάνατο πρωταρχικό δεν υπάρχει τίποτα άλλο.Αλλά ούτε είναι και νοητό να υπάρχει.Τα ενενήντα δύο στοιχεία της ύλης εγίνανε, για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο.Και οι τέσσερεις Θεμελιώδεις δυνάμεις της Φύσης, ηλεκτρομαγνητική, ασθενής, ισχυρή , βαρυτική,λειτουργούν για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο.Όλα τα όντα,τα φαινόμενα,και οι δράσεις του κόσμου είναι εκφράσεις, σαρκώσεις, μερικότητες, συντελεσμοί, εντελέχειες του έρωτα και του θανάτου.Γι αυτό ο έρωτας και ο θάνατος είναι αδελφοί και ομοιότητες , είναι συμπληρώματα , και οι δύο όψεις του ιδίου προσώπου.

ΔΗΜΗΤΡΗς ΛΙΑΝΤΙΝΗς.
....................................................................................................................................................................
Έξω από τον έρωτα και το θάνατο πρωταρχικό δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Αλλά ούτε είναι και νοητό να υπάρχει. Τα ενενήντα δύο στοιχεία της ύλης εγίνανε, για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Και οι τέσσερες θεμελιώδεις δυνάμεις της φύσης, ηλεκτρομαγνητική, ασθενής, ισχυρή, βαρυτική, λειτουργούν για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Όλα τα όντα, τα φαινόμενα, και οι δράσεις του κόσμου είναι εκφράσεις, σαρκώσεις, μερικότητες, συντελεσμοί, εντελέχειες του έρωτα και του θανάτου. Γι αυτό ο έρωτας και ο θάνατος είναι αδελφοί κα ομοιότητες, είναι συμπληρώματα, και οι δύο όψεις του ιδίου προσώπου.

Δ.ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ - See more at: http://sotirisbotas.blogspot.gr/2015/12/blog-post_37.html#sthash.MV4bFeQV.dpuf

7 Απριλίου 2016

Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης Μουσική: Δημήτρης Λάγιος

Φωτογραφία : Καλλιόπη.



Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου `λαχε δεν είδα

Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
στήνει στην γη καράβι κήπο στα νερά
κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται
μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται

Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου `λαχε δεν είδα

Κάνει να πάρει πέτρα την επαρατά
κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα
μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύρρανους

πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί
να λείψουν απ΄τη μέση τους δοξολογεί!

 Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου `λαχε δεν είδα


Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας- Οδυσσέας Ελύτης.
....................................................................................................................................................................


....ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ


Νερά χρυσοπράσινα απύθμενα

στα περιγιάλια σου και στα νησιά σου

απ' του ηλίου το χάδι ατίθασα 

καμωμένα ειναι όλα τα παιδιά σου

την ρακί στο κεφάλι σαν νιώσουνε

την πατάτα οφτή σαν θα φάνε 

κεμετζέδες μπουζούκια και ροκάνα παίζουν

κλαίνε χορεύουν γελάνε



Τα κορίτσια σου τα αρχοντοστόλισες

με πιασίματα ανάθεμα θάμα

και με μάτια λάγνα σαν αμύγδαλα

που  τα βλέπεις και αισθάνεσαι κάμα 

Μυρωδιές στις αυλές
τα γαρύφαλλα τον αγέρα πετροβολάνε
ανοιχτά τα πορτάκια τα ξύλινα 
σε θωρούν πονηρά.. και γελάνε....



Στης μουριάς μας τον ίσκιο καθόμαστε

μεσημέρια και παίζαμε τάβλι

το θυμάσαι που η Μόνα μας φώναζε 

τα αυτιά και τον δυο πως θα βγάλει



Αγριέψαν αδερφέ οι καιροί και χωρίσαμε

μα η γρια σαν κοιτά το τσουκάλι

πάντα λάθος θα κάνει το μέτρημα

και δυο πιάτα από  πάνω θα βαλει.

nikos davios

............................................................................................................................... Με την υπέροχη μουσική του Δημήτρη Λάγιου ...τούτη τη γενέθλια μέρα του αλησμόνητου ..εξαιρετικού ...διαμάντι της μουσικής...μουσουργού...και τους υπέροχους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη και του φίλου μας Νικόλα ...θα σας καλημερίσω...για την όμορφη και παράξενη πατρίδα μου..
Εις μνήμη του Δημήτρη Λάγιου...!!!
ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΑς αγαπητοί και αγαπημένοι μου...

                                Όμορφη και παράξενη πατρίδα - Δημήτρης Λάγιος. 

.................................................................................................................................




Δημήτρης Λάγιος
Ο Δημήτρης Λάγιος ήταν Έλληνας μουσικοσυνθέτης. Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 7 Απριλίου του 1952 και πέθανε στην Αθήνα στις 11 Απριλίου του 1991, σε ηλικία 39 ετών. Γιος του Σπύρου Λάγιου και της Μαρίας, το γένος Τετράδη, από τη Ζάκυνθο. Βικιπαίδεια
Γέννηση: 7 Απριλίου 1952, Ζάκυνθος
Απεβίωσε: 9 Απριλίου 1991, Αθήνα

....................................................................................................................................