12 Απριλίου 2016

ΔΙΔΩς ΣΩΤΗΡΙΟΥ- ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ (απόσπασμα).


Η μάνα μου ήταν τρυφερή και υπομονετική γυναίκα. Η κακοτροπιά του άντρα της δεν την έκανε να στέκει πάντα σούζα, με τον καλό λόγο και το χαμόγελο στ' αχείλι: «Στον αράθυμο τον άντρα, έλεγε, σα δεν εναντιώνεσαι τον έχεις σκλάβο». Τώρα τι σόι σκλάβο είχε τον πατέρα, μονάχα κείνη το ’ξερε που έκανε μαζί του ένα λόχο παιδιά.
Ωστόσο μια φορά, μια και μοναδική, του εναντιώθηκε. Τον είδε να με χτυπάει με τόση μανία, που το αίμα έτρεχε βρύση από τη μύτη και το στόμα μου. Τότες μπήκε στη μέση, άνοιξε τα χέρια της σαν φτερούγες και με δακρυσμένα μάτια του είπε τρομαγμένη:

-Άμοιρε, θα το χαλάσεις το σπλάχνο σου!
Αιτία του άγριου ξυλοδαρμού ήταν ένα μεταλλίκι. Μου το είχε δώσει ο πατέρας για να πάω στον μπακάλη ν' αγοράσω αλάτι. Ήξερα τι με περίμενε αν το 'χανα, γι' αυτό και το κράταγα σφιχτά στην ιδρωμένη μου παλάμη. Οπόταν στο δρόμο, να και πέφτω μπροστά σ’ ένα γύφτο με μια μαϊμού, μια κοκκινόκολη, ξύπνια σουσουραδίτσα, που παράσταινε πότε το δάσκαλο, πότε τη δεσποινίδα και πότε το φαρμακοτρίφτη. Ήταν πολύ, πάρα πολύ αστεία. Κόσμος είχε κάνει κύκλο γύρω της και χάζευε. Την ώρα της πλερωμής οι περισσότεροι σκορπίσανε. Ήρθε τότες η μαϊμού, στάθηκε μπροστά μου μ' απλωμένο το ντέφι. Τα μάτια μας αντάμωσαν. Δε βάσταξα, ξέσφιξε η χούφτα μου από μόνη της και τίγκ, τάγκ,τόγκ, κύλησε μέσα στο ντέφι το μεταλλίκι μου.

Όταν γύρισα στο σπίτι μ' αδειανά τα χέρια δεν είπα την αλήθεια, είπα μονάχα πως έχασα τα λεφτά. Αυτό ήταν. Είδα τον πατέρα μου ν' αγριεύει τόσο, που τρόμαξα κι έδωσα ένα σάλτο από το ανώι και βρέθηκα κάτω στο δρόμο με κίνδυνο να σκοτωθώ. Όμως ούτε και αυτή η πράξη της απελπισίας μου δεν τον συνέφερε. Με κυνήγησε, κι όταν με τσάκωσε ένας γείτονας ο Χαμπέρογλου, και με παρέδωκε, άρχισε να με χτυπάει όπου έβρισκε. Από κείνη την ημέρα, όσες φορές έβλεπα οργισμένο τον πατέρα, να άνοιγα τα καλομοπόδαρά μου και κατουριόμουνα. Κι όμως ήρθε εποχή που του τα συγχώρεσα όλα τούτα τα φερσίματά του. Μονάχα κεινού του ξενού, του Χαμπέρογλου, την επέμβαση ούτε την κατάλαβα ούτε και τη συχώρεσα ποτέ.

Στο σπίτι δύο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα, γιατί μ' αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξή μας. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τονε μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να μας χαϊδέψει, να μας πάρει στα γόνατά της και να μας πει ένα παραμύθι. Ξύπναγε ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά, έστηνε τσουκάλι, να προκάνει τόσα στόματα. Ύστερα είχε πάντα στην κούνια κ' ένα μυξάρικο να τσιρίζει. Είχε να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη, να ζυμώσει, να πλύνει, να γυροφέρει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι· όλο το χωριό μιλούσε για την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη της.

Η αλήθεια είναι πως και το γέρο μου τον σέβονταν ο κόσμος, γιατί κρατούσε λόγο, ήταν τίμιος στο αλισβερίσι, φιλόξενος και προκομμένος. Τόνε σήκωνε πολύ κ' η αρχοντοκαμωσιά του, ψηλόλιγνος καθώς ήτανε και σγουρομάλλης, με βαθιά γαλάζια μάτια και στρωτά γερά δόντια, που τα πήρε ατόφια στον τάφο του. Για τούτο και καμάρωνα όταν οι γειτόνισσες λέγανε στη μάνα μου: «Ο γιος σου, ο Μανώλης, είναι φτυστός ο μπάρμπα Δημητρός».
Νύχτα, με τ' άστρα σηκωνόταν ο πατέρας απ' το γιατάκι του. Πρωτόβαζε τη φέσα του κι απέ την τσόχινη βράκα του, τα τουζλούκια και τα ποδήματά του. (Κάλτσες δε φορούσε· έλεγε πως τον στενοχωρούσανε και τον βλάφτανε στην υγειά του). Νιβόταν με θόρυβο. Έκανε το σταυρό του μπρος στα κονίσματα. Καψάλιζε λίγο σταρένιο ψωμί στη θράκα, το βουτούσε στο μπρούσκο και το 'κανε κρασοψυχιά, έτρωγε και καμιάν ελιά, φτούσε το κουκούτσι και λίγες βρισιές μαζί για το γούρι και ξεκινούσε στητός κι ανάλαφρος για τα χτήματα.
Δούλευε δεκάξη με δεκαοχτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει. Σήκωνε μοναχός του γομάρια εξήντα εβδομήντα οκάδες, μα ποτέ δεν τον άκουγες να βαρυγκομήσει. Η τσάπα και τ' αλέτρι γίνονταν υπάκουα στο χέρι του. Τα ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσανε συνάμα, γιατί τα φρόντιζε περσότερο απ' όσο φρόντιζε εμάς.

Με το σούρουπο γύριζε στο σπίτι δίχως να σταθεί σε καφενέ. Έπιανε το μπουκάλι το ρακί, κατέβαζε κάμποσες γερές ρουφηξιές, έτρωγε το φαΐ που του φύλαγε η μάνα. Κατά την περίσταση έδερνε δυο τρεις από μας κ' έπεφτε μπαϊλντισμένος στον ύπνο, να ρουχαλίζει και να τρέμει ο τόπος.
Κουβέντα δεν τού 'παιρνες ούδε Κυριακή ούδε χρονιάρα μέρα. Κανένας μας δεν τολμούσε να μιλήσει μπροστά του· είχαμε μάθει να τα λέμε όλα με τα μάτια, τους θυμούς, το παράπονο, τις πονηριές ή τις χαρές μας. Μόνο σαν τύχαινε να βρίσκεται στα κέφια του, Κυριακή, που καθόμαστε ολόκληρη η φαμελιά σε τραπέζι, τότες τ' άρεζε να σηκώνει εμένα που μ' έβλεπε πάντα σαν τον γραμματιζούμενο του σπιτιού, να λέω το «Πάτερ ημών». Δεν καταλάβαινα γρι απ' ό,τι έλεγε τούτη η προσευχή και μια μέρα είπα στη μάνα μου:

—Το «Πατ» μπρε μάνα, ξέρω τι θα πει. Μα κείνο τα «ερημών» με μπερδεύει...


[πηγή: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα
Μυθιστόρημα, Κέδρος.]

Διδώ Σωτηρίου : 12 Απριλίου 1909- 23 Σεπτέμβρη 2004.
...................................................................................................................................................................

Έτσι κι αλλιώς τα χώματα πάντα ήταν ''ματωμένα''από παλιά...και τώρα...μόνο που άλλοτε το αίμα ήταν ''πηχτό'' κι εφαίνονταν...κι άλλοτε αιμορραγούσε ύπουλα...και να το διακρίνεις δε μπορούσες...καθώς το απορρόφαγε το χώμα...και πόνος γίνονταν συχνά...και να καρποφορήσει δεν το άφηνε ...χώμα ευδόκιμο να γίνει...να θρέφει και να ευχαριστεί...όλους τους άνθρωπους της Γης...
Όχι δε θέλω σήμερα το απόβραδο...να σας θυμίσω και να σας αραδιάσω γεγονότα άκρως θλιβερά...που μέσα στις σελίδες της μας εξετύλιξε η μοναδική...η αξιόλογη η Διδώ η Σωτηρίου...
Πως να αντέξω να τα ξαναθυμηθώ...τα γεγονότα που θηριωδίες ''ζούγκλας'''παραθέτουν...γιατί τι άλλο θα μπορούσα να αντιπαραθέσω και να πω...καθώς στο νου μου έρχονται πως οι '''ρόγες '''από τα στήθη γυναικών...γινόταν κομπολόγι...να παίζουν οι σουλτάνοι και οι προύχοντες...της εποχής εκείνης της άγριας...της εγκληματικής...της αδυσώπητης...των διωγμών και εξαφανισμών των συνανθρώπων μας...των Έλληνων...εις την Μ.Ασία από τους Τούρκους...
Πάντα τα γεγονότα με παρέπεμπαν εις τις ψυχολογίες...και στον πολιτισμό και των λαών...που δεν εβημάτισαν ούτε και ένα βήμα παραπέρα...δεν έκαναν τον άνθρωπο ...άνθρωπος να λογίζεται...παρά μονάχα ένα '''άγριο και σαρκοβόρο'''θηρίο...
Αυτά σκεφτόμουν καθώς διάβαζα μικρότερη '''Τα ματωμένα Χώματα'' της Διδώς της Σωτηρίου. 
Έτσι σήμερα στα γεγονότα δε θα σταθώ...που λίγο ή πολύ όλοι τα διαβάσατε...μα ήθελα ανθρώπινα να πώ...πως οικογένειες '''χαλάστηκαν'''πολλές...γι αυτό και με το παραπάνω απόσπασμα...
στην ανθρώπινη πλευρά της οικογένειας θέλησα να σταθώ...
Σάμπως και σήμερα δεν είναι αληθές και διαχρονικό...αυτό που η Διδώ η Σωτηρίου αναφέρει στο βιβλίο της ? :

<< —Το «Πατ» μπρε μάνα, ξέρω τι θα πει. Μα κείνο τα «ερημών» με μπερδεύει...>>

Και ναι και το ''πατ''' υπάρχει...και το τσαλαπάτ μη σου πω...και το '''ερημών'''επίσης που λαούς ολόκληρους αφανίζει...και είναι όπως θα το δει κανείς...τι ερημώνει και τι αφήνει πίσω ο αφανισμός...

Σκέψεις (για τα Ματωμένα Χώματα) - Σοφία Θεοδοσιάδη.
.............................................................................................................. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου