της μάνας μου που εκράταε τον ίδρωτα απ' τον κάματο
στης μνήμης κελαηδούν τις θυμωνιές...
λευκές οι σκέψεις οι αμόλυντες κραυγάζοντας
στην ασχήμια της αυθάδειας των πόλεων απαντούν
κι αν τα γεράκια τα ξεφτέρια και οι αετοί
λυμαίνονται με δύναμη του αγέρα και του σύμπαντος
τον σιτευτόν τον άρτον
τα κουφαηδόνια..οι σιταρίθρες.. βατοπούλια
αητομάχια..και οι γκιώνηδες τις νύχτες τραγουδούν
χτίζουν με τέχνη ακόμα τις φωλιές
οι αρχιτέκτονες της σύντομης..της παιδικής ζωής μας
πουλιά κι εμείς μιας άλλης εποχής
σε σιτοβολώνες..και λιβάδια με νερόμυλους
με αρώματα αυθεντικού Καλοκαιριού
χτίζουμε ακόμα μες στις πόλεις τις φωλιές μας..
το χώμα εμύρισε η ψυχή..
στις ράγες περπατήσαμε αληθινής ζωής
ματώσανε οι πατούσες στα λιθάρια..
''σιταρίθρες και κουφαηδόνια'' - ( αλληγορικόν)
Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,