19 Δεκεμβρίου 2018

''ριζωμένες αγάπες'' - 19/12/2006 - 19/12/2018

art : Duy Huynh
Στο παγωμένο βλέμμα σου..
ακόμα ουρλιάζει η καρδιά της..
στα παγωμένα μάτια σου 
ζητούσε τη θωριά σου..
χαμένη πλέον η θωριά
 στην άβυσσο..το απλανές
είχε νικήσει αμαχητί.. 
εκείνη τη συμπόνοια της ζωής..
σε παρακάλεσε..σε ικέτεψε..
το βλέμμα ανελέητα παγερό..
όχι..δεν ήτανε το βλέμμα γνώριμο..
δεν ήτανε τα μάτια τα δικά σου..
χειμώνιασε το βλέμμα σου..εχιόνιζε.. 
ασταμάτητα εχιόνιζε στην κάπα της..
εμούσκεψε η κάπα της ψυχής της..
κορίτσι αυτή..το θάνατο..
απ' τα μικράτα της τον είχα ακουστά
και στο μικρό της το χωριό..
δεν τον εκρύβανε..απ' τα παιδιά οι μεγάλοι..
εχτύπαγε λυπητερά η καμπάνα τους
κάθε που ένας χωριανός
τους αποχαιρετούσε..
ετρέχανε ξοπίσω τα μικρά παιδιά..
πηγαίνανε ως τα μνήματα...
παιζότανε η τελευταία πράξη 
μπρος στα μάτια τους
που η γη..το χώμα ..
η γαία όλων των θνητών..
δεχότανε  στα σπλάχνα της 
το άμοιρο  παιδί της..
μα τούτο εδώ το πρωινό..
εκείνη την  ξεπέρναγε..
ήταν ετούτος ο αποχωρισμός..
αλλόκοτα λυπητερός..βαρύς
δεν έμοιαζε ενός φευγιού..
σταμάτημα..
εγκλωβισμός στιγμής ψυχής..
στου χρόνου την κασέλα εσφραγίσθη..
στο βουλοκέρι με αίμα κόκκινο
στον κύκλο της ψυχής σε συναντάει..
η ριζωμένη..είσαι η μεγάλη της..τρανή
η διαμαντένια της αγάπη..

''ριζωμένες αγάπες'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
............................................................................................................

18 Δεκεμβρίου 2018

''μακάριοι οι πτωχοί (ές) τω πνεύματι''..

artworks : Robin Isely
Μες στα παζάρια και στα ''βρώμικα'' τα καπηλειά..
εσκόρπαγαν τις μέρες τους..οι άνοες..
φαντασιόπληκτες κυράδες..και κυράτσες..
Σκιές..φαντάσματα στης ενδοχώρας τους
στα σκωροφαγωμένα τους εσώρουχα..
στάμπας παρωχημένης ιδεοληψίας κι εποχής..
''λικνίζονταν σαν ''πόρνες''..με βαμμένο κοκκινάδι..
και διαλαλούσαν την πραμάτεια τους..

φαντάσματα μιας άλλης εποχής.. και θιασώτες της ανόητης της έκφρασης:
«αν δεν έχει ο λαός ψωμί, ας φάει παντεσπάνι»
Αντουανέτες σε αυλή..παρατρεχάμενες..
είδωλα σκουριασμένα προσκυνώντας..
το γιαλαντζί για αυθεντικό..μάταια η προσπάθεια..
για αυθεντικό πουλούσαν..

 Έξω μελίσσι ο κόσμος να δημιουργεί..να μάχεται..
κι αυτούνες το χαβά της υστερίας..
Υστερικές..αργόσχολες ..απερισκεψίας το ανάγνωσμα..
ακατανόητος ο κόσμος στα φτωχά τους τα μυαλά..
κοιτάνε μες στη λίμνη τους..φορώντας παρωπίδες..
η πείνα έξω έστησε χορό..μα τούτες δω..
από χρόνια βολεμένες στο ελάχιστον..το επικερδές
τσανακογλύφτριες ανδρείκελων..
που φόραγαν κονκάρδα αρχηγού..
συνέχιζαν το έργο τους..ν' απομυζούνε κέρδος..
αγώνα το βαφτίσανε το θάψιμο..
επανάσταση την ύβρι..
Τούτες.. φτωχώ τω πνεύματι κυράδες
και κυράτσες μίας χρήσεως ..
εγλείφανε..κρατάγανε σφιχτά και το τσανάκι τους..
μην τύχει και το χάσουν..
οσφυοκάμπτες απ' της γέννας τους..
ταγμένες στη μιζέρια του μυαλού τους..
Οι άμοιρες..της κακομοίρας είχαν τη φτιαξιά..
γυαλιστερό φοράγαν πανωφόρι..
να ξεγελάσουνε..να κρύψουν στο ντουνιά..
εκείνα τα κουρέλια της ψυχής τους..
Μια λύπηση..μια λύπη έρχεται με κυβερνά..
σαν αναγνώσκω τα ληρήματα..της υστερίας τα λόγια..
Προτάσεις δεν υπάρχουνε στο σχέδιο..
μόν' συλλογή..σαν γραμματόσημα..
βρισιές..φτυσίματα και σάλια γεμισμένα..
που θρέφουνε καθημερνά..
το τέρας της ψυχής τους..
αν γελαστείς κι ερώτηση απευθύνεις  τες
τι ''έκανες στον πόλεμο Μαριώ μου''
έτοιμη έχουν την απάντηση μαθές..
κουμπάρα ήμουνα του Παπατρέχα εγώ..
της ξερολιάς το εγγόνι..
στη γειτονιά δε βγήκα ξέσκεπη..
ο ήλιος μη με κάψει.. 
Κι εσύ μου λες και μου μηνάς..
γιατί βουλιάζει η χώρα σου
σε σκοτεινά λαγούμια...
μα δεν το βλέπεις αδερφέ?
Μπροστά σου είναι οι σκαπανείς..
φτηνό το μεροκάματο της λάσπης τους..
δεν τους κοστίζει τίποτα
σκαλίζουνε..λασπίζουνε και θάβουνε
για μπιρ - παρά ανθρώπους..
Και τι θαρρείς πως είν' η χώρα σου..
εσύ..αυτές..οι άντρες ..τα παιδιά..
κι οι άνοες κυράτσες..
Εμμονικές..βουτούν..ξαναβουτούν στη λάσπη τους..
χρυσάφι το λογίζουν..
Το έργο για τα μένα γράφει ''προσεχώς''
και προσοχή πως μεγαλώνω..
Μένω ασάλευτη και τους κοιτώ..
ν' αντισταθώ με δύναμη..στις σκοτεινές καταπακτές..
που τόλμησαν..τολμούνε να με σπρώχνουν..

''μακάριοι οι πτωχοί (ές) τω πνεύματι''- Σοφίας Θεοδοσιάδη..

.............................................................................................................

Νύχτα Γεμάτη Όνειρα..Νύχτα Γεμάτη Μάγια... ( το αληθινό μου παραμύθι)





Γιατί ποιός μπόρεσε ποτέ..μεγάλος ή μικρός..χωρίς το παραμύθι του να ζήσει?
 

Αφήνω εγώ τα λόγια τα παχιά..σε νιους και σε κυράδες..που θάρρησαν τον κόσμο αυτό ..πως με μαστίγιο και κραυγές..θα τον ποδηγετήσουν..Με παραμύθι θα σας πω..τούτους τους χαραχτήρες..τους χαραχτήρες μας που χτίζουνε..τον κόσμο το μικρό το μέγα..

Παρέες - παρέες τα παιδιά..μες στην πλατεία του  χωριού μου του μικρού ,έτσι εξεκινούσαν  τα κάλαντα να πουν..αποβραδίς μαθές τα λέγαμε εκείνη τη βραδιά τη ''μαγική''..παραμονή σαν έρχονταν Των Χριστουγέννων....
Έτσι λίγο πριν γεννηθεί ο Χριστός...
   Όλη η αγωνία μας εφάνταζε μεγάλη..για την παιδική μας την ψυχή..ποιός τα περισσότερα τα φρούτα θα μαζέψει.....Αγωνία λοιπόν για τα κάλαντα , τα φρούτα , τις δραχμές....Πόρτα σε πόρτα κι απόψε, με τα τριγωνάκια μας ( τα αυτοσχέδια) θα γεμίζαμε το πάνινό μας σακουλάκι...φτιαγμένο με περισσή αγάπη, από τα χέρια της γιαγιάς.... Άλλιώτικα  χρόνια αυτά...φρούτα μας δίναν οι νοικοκυράδες του χωριού στα κάλαντα...άντε και καμμιά δραχμούλα .. κι αυτό ...οι συγγενείς μας μόνο.Αγωνία μεγάλη στην καρδιά μας ...στην ψυχή  ... και στο μυαλό ...για τα κάλαντα... τα φρούτα ...και για τις δραχμές...Χριστούγεννα χιονιάς κι αγιάζι .. πάντα πάνε μαζί....στα βόρεια του παγωμένου μου του τόπου ...
Στη Θράκη ...στο μικρό μου το  χωριό  .... φυσούσανε σκληροί βοριάδες με χιονόνερο και μ' αστραπές..που τα σκοτάδια του φωτίζαν στιγμιαία...Να σου τρυπάει το κόκκαλο το χιονόνερο και να σε περονιάζει...Μα σαν παιδί θα ονομασθείς...από βοριά και Καλλικαντζαράκια δεν νογάς...έτσι μας φοβερίζαν...τη νύχτα μόνοι μας έξω να μην περπατούμε...

Κινήσαμε λοιπόν εκείνη τη βραδιά ,όπως και κάθε χρόνο...κι εμείς ....σαν όλα τα παιδιά  ...πόρτα την πόρτα...χαρά να δώσουμε ...μα και να πάρουμε συνάμα....Και τότε ξαφνικά..  αλλάξανε τόσων  χρόνων συνήθειες...Κι ενώ γυρνάγαμε στα σπίτια μας και ο καθένας μας και η καθεμιά ....τοποθετούσε την '''πραμάτεια ''' της επάνω στο τραπέζι...σε ίσα μέρη για να μοιραστούν οι '''κόποι'''της βραδιάς.....
πετάγεται η Ροδένια μας κι όλο ενθουσιασμό ...την ιδέα της μας '''πέταξε''..στην άκρη εκείνη του χωριού...που ποτέ μας  άλλοτε..δεν φτάναμε... ετούτη την Άγια τη  βραδιά...
να πάμε και τα κάλαντα να πούμε...
  Στο σπίτι της '''γριάς της μάγισσας'''μονάχη καθώς ζούσε...κανείς δεν την λογάριαζε...και δαίμονες μας λέγανε πως κρύβει....(.ήταν και η ταλαιπώρια της...αυτή ..τα δόντια που της λείπαν.....γρια να μοιάζει ...κι ας μην ήταν)...έτσι εθέλησε η μικρή εκεί και να βρεθούμε...

Όλοι εσυμφωνήσανε και νάμαστε στην πόρτα της μπροστά...χωρίς το φόβο..που οι μεγάλοι μας φυτεύαν στο μυαλό...γλυκά τα κάλαντα να τραγουδάμε...Πάντα οι μεγάλοι βρίσκονται μπροστά...όταν τις παιδικές μας τις ψυχές καθοδηγούνε...και όχι πάντα και σωστά....Μα τώρα δεν ήτανε αυτοί μπροστά κι έτσι μονάχοι αποφασίσαμε....εκεί για να τα πούμε.. Και νάσου βγαίνει η γρια...στα σκαλοπάτια....τα χορταριασμένα και μ' ένα γέλιο όμορφο...ψωμάκι μας μοιράζει...ένα ψωμάκι νόστιμο γεμάτο σταφιδούλες...
   Κοπιάστε κόρες μου μας λέει και μη με φοβηθείτε...
Για το γιορτινό τραπέζι τόφτιαξα...τα στόματα των δικών μου των  παιδιών ,να γλυκάνω  και να θρέψω....βραδιά γλυκειά που είναι σήμερα ...καθώς ο Χριστός γεννιέται....
Θάρρος μας ήρθε ολότελα και ξαφνικά...τις μάγισσες, για μια στιγμή πάψαμε  πια να τις φοβόμαστε....Περνάμε μες στο φτωχικό...κι όλες μαζί αφήνουμε όλη την πραμάτεια από τα κάλαντα...επάνω στο τραπέζι..Δραχμές πολλές και ξυλοκέρατα ...φουντούκια ...μανταρίνια ...πορτοκάλια μα και μήλα...εγέμισε το ξύλινο τραπέζι.....
Αστράψαν από τη χαρά , τα μάτια των παιδιών της...
Μοσχοβολιές εγέμισε το φτωχικό το σπίτι....

.Μα χαραχτήρες διάφορους... είν' η ζωή γεμάτη...
Μόνη από όλα τα παιδιά η Μαύρα ...κατσουφιασμένη πια και δύστροπη ...με άγριο βλέμμα μας κοιτούσε...Δεν συμφωνούσε με αυτό...κι ολο για το συμφέρον μας μιλούσε...
Μετρούσε και ξαναμετρούσε τις δραχμές και να τις αποχωριστεί δεν ετολμούσε...Εντράπηκε και έκανε ό,τι εκάμανε οι πιο μεγάλοι της παρέας...

   Μαλάκωσε η γρια με όλα αυτά...και έναν - ένα μας φιλεί και μας καληνυχτίζει...Το βράδυ εκείνο στο κρεβάτι μου εγώ...μια χαρά και μια ανακούφιση ένιωθα ...πως μου εγέμιζαν το στήθος....


Περίμενα πως και πως να ονειρευτώ...το αστέρι αυτό της Βηθλεέμ...
Παιδιά κι εμείς που '''ψάχναμε'''το αστέρι Αυτό ... τη '''Γέννηση '''απ' το δικό μας δρόμο....
   Μπορεί να μην είχαμε φανταχτερά και βελουδένια τα φουστάνια.....μα η μάνα δεν μας άφηνε ποτέ.....χωρίς τα παλτουδάκια απ' τα χεράκια της ραμμένα ...στ' αγιάζι  και στο χιονιά να εκτεθούμε...Πλυμένα καθαρά και καλοφροντισμένα...κι ας λείπανε τα πολυκαταστήματα ,εκείνον τον καιρό... ετρέχαμε τα κάλαντα να πούμε...Φωτάκια δεν ανάβαμε πολλά ...γιατί κι αυτά λιγοστά και δυσεύρετα μας  ήταν...Αυτοσχέδια ήταν και τα ''τρίγωνα'' απ' τους παπούδες, που από νωρίς..μ' ολη την τέχνη τους και περισσή  αγάπη ...που το χέρι τους αυτό καθοδηγούσε...φτιαγμένα με έννοια μεράκι και στοργή...ήχους γλυκείς μα και παράξενους συχνά εγεμίζαν...την ησυχία του χωριού...και τα γαβγίσματα των σκύλων  ...που άλλες βραδιές αλύχταγαν...τώρα τα σταματούσαν....

Μες στην καρδιά μας την αγνή την παιδική...χιλιάδες τώρα δα λαμπιόνια ανάψαν...αφού σ' αυτήν τη δύστυχη την '''Ευταλού'''την μάγισσα...( και που δεν ήταν)...εδώσαμε τέτοια χαρά...
Έτσι τους λέγαν στο χωριό...σαν βλέπαν ...τους φτωχούς...και  τους ταλαίπωρους  και παραπεταμένους...

Κι έτσι εγεννήθη ο Χριστός...τον χρόνο αυτό στο σπιτικό μου...και μες στην παιδική μου την ψυχή..το φως αυτό απ' τ' αστέρι  της Βηθλέεμ....κουρνιάζει εκεί σε μια γωνιά.....όταν ξεχνώ να με φωτίζει....Πάντα μπροστά μου έρχονται και κάθονται...Παραμονή των Χριστουγέννων σαν βραδιάζει...τα μάτια αυτά τα λαμπερά... τα μάτια των παιδιών της '''Μάγισσας''' της Ευταλούς.. ..που μπόρεσαν να ονειρευτούν...μαζί με μας κι αυτά...έστω για μια στιγμή μονάχα...κι αγάπη εκατάλαβαν επιτέλους τι σημαίνει......
Πάντα εκείνη τη βραδιά...εσιγοτραγουδούσα...γιατί τα λόγια αυτά τα καταλάβαινα και πολύ με συγκινούσαν...παιδάκι τότε αθώο κι απονήρευτο...να ονειρευτώ για τη δικαιοσύνη προσπαθούσα.....

   Θα σιγοτραγουδήσω κι ας μεγάλωσα πολύ και απονήρευτη... ας έπαψα να είμαι...Μα κάπου εκείνο το '''κρυμμένο '''το παιδί...τις λίγες τις στιγμές ξυπνάει μέσα μου...με σπρώχνει ...το τραγούδι αυτό..  να αρχινήσω... Είναι που γαληνεύει την ψυχή.....την μέρα αυτή.. της προσμονής μιας '''Γέννησης'''...και ελπίδα με γεμίζει ...πως ίσως κάτι να συμβεί ...κι ο κόσμος να  αλλάξει :

Χριστούγεννα χαρά μου παιδική
μυρτιές και κάλαντα γεμάτη
και στο μικρό  καλύβι του φτωχού
και στο ψηλό τρανό παλάτι..

 Το Χριστουγεννιάτικο -Αληθινό μου Παραμύθι..
( Kείμενο -Αφήγηση- Σοφία Θεοδοσιάδη )
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

17 Δεκεμβρίου 2018

Η μπογάτσα - Άγγελος Βλάχος.

Η μπογάτσα


Ανατολικός μύθος

Είναι χειμώνος εσπέρα.

Πυκναί και αδιάκοποι καταπίπτουσι της χιόνος αι νιφάδες, σαρωνόμεναι υπό του βορρά διά των οδών της πόλεως, εις τας οποίας μόλις πού και πού προκύπτει βραδύνας διαβάτης, σπεύδων εις τον οίκον του, όπου προσδοκά να εύρει θάλπος παρά την φλέγουσαν εστίαν και άρτον επί της τραπέζης. Συσπειρούμενοι υπό τους επενδύτας των και κύπτοντες την κεφαλήν υπό την δριμείαν πνοήν του νυκτερινού ανέμου, παρέρχονται ταχείς οι παροδίται,* προσέχοντες μόνον μη ολισθήσωσιν επί της χιόνος, ουδ' έχοντες καιρόν ή διάθεσιν να σταματήσωσι δεξιά ή αριστερά προ των ανοικτών έναντι οψοπωλείων, όπου μεγαλοφωνούσιν οι μεταπράται, καλούντες εις μάτην τους παρερχομένους αδιαφόρως πελάτας, κωφούς υπό του ψύχους και του κενού στομάχου.

Αλλ' αν το ψύχος και η ασφαλής προσδοκία του αναμένοντος δείπνου κωφαίνει, η πείνα όμως εξεγείρει το ους, και η απελπισία του κενού στομάχου κεντρίζει την προσοχήν και νικά τον βορράν.

Πολλοί παρήλθον αδιάφοροι προ του ανοικτού εκείνου φούρνου την προθήκην του οποίου κοσμούσι θερμοί έτι και ευωδιάζοντες άρτοι, και κουλούραι ξανθαί, και πλακούντια προκλητικά, εν μέσω δε πάντων και προ πάντων ταψίον μπογάτσας, αχνιζούσης έτι από του πυρός και μυροβολούσης από του βουτύρου. Το ταψίον είναι μέγα και η μπογάτσα παχεία και ζακχαρόπαστος. Αναπτύσσει εκεί προς τους παρερχομένους πειναλέους διαβάτας τα θερμά αυτής κάλλη, και η κνίσσα της η ακαταμάχητος, υπερβαίνουσα της προθήκης το ανοικτόν παράθυρον, εισβάλλει θριαμβικώς εις την οδόν και σαγηνεύει τον δυστυχή εκείνον και ρακένδυτον αχθοφόρον, όστις μόλις κατορθώνει, υπό της πείνης και της εξαντλήσεως, να σύρη επί του παγοστρώτου πεζοδρομίου τους κατάκοπους αυτού πόδας. Πολλοί διήλθον και παρήλθαν αλλ' αυτός δεν κατώρθωσε να παρέλθη.

Ο κενός του στόμαχος είχε την δύναμιν να τον σύρη έως εκεί· αλλ' εκεί, προ του ανοικτού παραθύρου του φούρνου και της αχνιζούσης μπογάτσας, ο στόμαχός του απέκαμε και οι πόδες του παρέλυσαν.

Εστάθη και εμειδίασε μειδίαμα ονείρων και προσδοκίας. Οι οφθαλμοί του διεστάλησαν και ηκτινοβόλησαν, ο στόμαχός του ησθάνθη ανεκλάλητον σπασμόν ηδονής, και τα χείλη του συνεδιπλώθησαν λείχοντα το εν το άλλο, εν ευφροσύνω παραισθησία. Τι ήτον εκείνο το οποίον έβλεπεν! Ουδέν είχε φάγει άλλο από πρωίας, ή μικρόν, μικροσκοπικόν τεμάχιον άρτου, αλιευθέν επιπόνως εκ των αποβλήτων περιτριμμάτων προστύχου μαγειρείου. Μάτην ώρας πολλάς συνεστέλλετο αλγεινώς ο στόμαχος του και διεστέλλοντο εξ επιθυμίας οι οφθαλμοί του. Πανταχού ερημία και χιών και βορράς. Και τώρα, εν μέσω της ερημίας η όασις εκείνη η μυροβόλος,.... εν μέσω του ψύχους το θάλπος εκείνο της ευώδους κνίσσης!

Έμεινεν εκεί βωβός, ακίνητος, απολιθωμένος υπό του θάμβους και της επιθυμίας, συνθλίβων διά των χειρών τους σπασμούς του κενού του στομάχου, και ανεκλάλητον ομιλών ερωτικήν γλώσσαν προς το λιπαρόν και κολοσσιαίον εκείνο ταψίον. Εφαντάζετο ήδη εαυτόν καθισμένον προ του θερμού και μοσχοβολούντος πλακούντος, και την πίτταν αυτήν κτήμα του, ιδιοκτησίαν του, υποκειμένην άνευ όρων και περιορισμών εις την θέλησιν των οδόντων και την βουλιμίαν της κενής του κοιλίας. Εφαντάζετο την μαλακήν εκείνην και γλυκείαν ζύμην κοπτομένην και αναρπαζομένην, όχι διά μαχαιριού και περόνης, αλλά διά των δακτύλων του αυτών και των μακρών του ονύχων. Εφαντάζετο την εύχυλον εκείνην και λιπαράν μάζαν αναλυομένην διά των οδόντων του, και οι σιελοποιοί του αδένες ωγκούντο και εξεχείλιζον επί το ατημέλητον και λευκόν εκ της χιόνος γένειόν του.

Αλλά τι το όφελος! Αυτός έβλεπε και έβλεπε, και ο στόμαχός του εστέναζε και ωλόλυζε διαμαρτυρόμενος. Ας φύγωμεν! του έλεγεν εμπιστευτικώς. Αλλά πού να φύγη ο πεινών εκείνος ιέραξ! Και έμενεν ατενίζων επί το απρόσιτον θύμα του, και μάτην βασκαίνων αυτό διά των απορροφητικών του βλεμμάτων.

Αίφνης παρέρχεται προ αυτού η νυκτερινή περίπολος της αστυνομίας, και ο οδηγός αυτής ίσταται προ του παραδόξου και δραματικού θεάματος.
Τον ετρόμαξεν ίσως η εις πραξικόπημα ήδη κορυφουμένη απόγνωσις του λιμώττοντος παρίου, η από των οφθαλμών του αστράπτουσα, ή τον εκίνησεν εις οίκτον το εις καμπύλην εκ της πείνης κυρτούμενον σώμα του.
- Τι κοιτάζεις, μωρέ, αυτού;
- Αχ! τη μπογάτσα, αφέντη μου!
- Σ' αρέσει το λοιπόν η φρέσκια μπογάτσα;
Ο αχθοφόρος δεν απήντησεν, αλλά προσείδε μόνον τον αστυνόμον. Και το βλέμμα του εκείνο ήτο δίωρος κοινοβουλευτική ρητορεία.
- Κόψ' του ένα κομμάτι! διέταξεν ο οικτίρμων δημόσιος λειτουργός τον οπτανέα. Δος του να φάη του κακομοίρη!
-Αμ' ένα κομμάτι μοναχά, αφεντικούλη μου; Τι να το κάμω ένα κομμάτι;
- Μα πόσο θέλεις το λοιπόν; Μη θες να τη φας ολάκερη;
- Την τρώγω, αφέντη μου, υπέλαβε μετριοφρόνως ο γυμνήτης, και υλάκτει, ως λέει ο Όμηρος, ο στόμαχος του εξ αγαλλιάσεως.
- Κι αν δεν τη φας;
- Αν δεν τη φάω... φτύσε με, αφέντη μου.
Και ένευσεν ο αστυνόμος, και ήρχισεν ο πόλεμος.

Τις να περιγραφή την γιγάντιον εκείνην μονομαχίαν της κολοσσιαίας μπογάτσας και του απειροβαθούς στομάχου;
Ενέπηξε τους όνυχας του εις το ταψίον ο βουλιμιών αχθοφόρος, ως αν επρόκειτο να απόσπαση τα εντόσθια θανασίμου εχθρού του, και η πρώτη του δραξ κατεβροχθίσθη ως αν ήτο καταπότιον.
Την πρώτην παρηκολούθησεν άλλη, και ταύτην άλλη και αι βουκιαί διεδέχοντο αλλήλας ως στροφαί ηλεκτρικής δυναμομηχανής, και ο ακένωτος στόμαχος κατεβρόχθιζεν αυτάς πριν ή προφθάση καν να τας ίδη ο κατάπληκτος χορηγός της παραδόξου εκείνης ευωχίας.

- Μωρέ, στάσου, και θα πνιγής! Ετόλμησεν άπαξ να είπη ο πτωχός αστυνόμος, βλέπων ότι το αστείον του πείραμα εκινδύνευε να γίνη σοβαρά του βαλαντίου του τραγωδία.

Αλλά πού να πνιγή ο λύκος! Εκείνος δεν έτρωγε· κατέπινε. Και κατέπινεν αδηφάγος, ταχύς, οιονεί διωκόμενος, και κατεβρόχθιζε πασαλείφων και μύστακα και γένειον, και έλειχεν εν τω μεταξύ τα χείλη και τους δακτυλίους, πότε της μιας και πότε της άλλης των χειρών, και το ταψίον απεγυμνούτο βαθμηδόν, και το ήμισυ της μπογάτσας είχεν ήδη μεταβή εις τους μακαρίτας... ότε η καταβρόχθισις εφάνη πως ανακοπείσα. Οι δάκτυλοι του ορνέου εφάνησαν βραδύνοντες, το γένειον του αχθοφόρου έμενε λιπαρόν και ασπόγγιστον, η κατάποσις ήρχισεν αραιού μένη, και η μάχη... διά μιας εσταμάτησεν. Επροσπάθησεν ο δυστυχής να καταπίη ένα έτι βλωμόν, έφερε την χείρα προς το ταψίον... αλλ' η χείρ του κατέπεσεν αδρανής και το αλαμπές του βλέμμα υψώθη προς τον γενναίον χορηγόν.

- Φτύσε με, αφέντη μου! κατώρθωσε μόλις να ψελλίση. Δεν μπορώ πια!

Και σταυρώσας τας χείρας επί του πληρωθέντος στομάχου του ανέμεινε χριστιανικώς ο αχθοφόρος το πτύσμα του αφελούς χορηγού, προς ον ητένιζεν εναγώνιον βλέμμα ο ανήσυχος οπτανεύς.


Επιμύθιον
Ελπίζομεν ότι η ευφυΐα των ημετέρων αναγνωστών δεν θα ζητήση παρ' ημών, αλλά θα αναπλήρωση μόνη της το ελλείπον επιμύθιον. Και θα το κατορθώση ευκόλως, υποθέτομεν, αρκεί μόνον να ενθυμηθή μερικά προγράμματα υποψηφίων βουληφόρων και μερικάς επαγγελίας δημοσίων αρχόντων.

 Άγγελος Βλάχος  - συγγραφέας
 ..........................................................................................................
 Ο Άγγελος Βλάχος σπούδασε νομικά στην Αθήνα και τη Γερμανία. Χρημάτισε διευθυντής του Βασιλικού θεάτρου, πρεσβευτής, βουλευτής και υπουργός. Έχει πλούσιο μεταφραστικό και συγγραφικό έργο. Έγραψε ποίηση, πεζά, θέατρο, μελέτες, κριτική. Το 1864 η μετάφρασή του του Λαμαρτίνου ενθουσίασε τους ποιητικούς κύκλους της Αθήνας. Για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξε συνεργάτης πολλών αθηναϊκών εφημερίδων.

πηγή: Νεοελληνική λογοτεχνία..
...........................................................................................................
 παροδίται: οι διαβάτες, οι οδοιπόροι.
πλακούντια: είδος γλυκίσματος από ζύμη.
παρίας: άτομο που θεωρείται κοινωνικά ή πολιτικά κατώτερο.
βουκιαί: μπουκιές.
βλωμός: τροφή μασημένη στο στόμα.

..................................................................................................................................................................

16 Δεκεμβρίου 2018

***γλάστρες***

Εμείς που απ' τα μικράτα μας εμάθαμε..
στης μάνας μας να τρέχουμε ..
στα ασπρισμένα ηλιοσκαλιά της..
ν' ανηφορίζουμε καθημερνά..στ' ανάμεσα
στων γερανιών τις γλάστρες της..
στη μυρουδιά της αρμπαρόριζας
στης βαμβακούλας της τα χρώματα.
και στα βαρύοσμα πελαργόνια...
καιρό τώρα λαχτάρησα επάνω στο πλατύσκαλο..
ανάμεσα απ' τις γλάστρες της τις πήλινες..
στα κόκκινα γεράνια της..
κουβέντα πιάναμε τα πρωινά..
ανάμεσα..σιμά τους να βρισκόμουν....
πέρασε χρόνος και δε γύρισα..
μα ο νόστος με γυρίζει..
άραγε να εσκούριασε κι εκείνο το κλειδί..
κρυμμένο στο γεράνι?
Τώρα στης πόλης τα στενά..
σφυρίζοντας γυρίζω αφουγκραζόμενη..
γυρίζω μανισμένη...
πραματευτάδες διαλαλούν στις γειτονιές..
και μπιρ - παρά πουλάνε όσο όσο και μισοτιμής
τσίγκινες ''γλάστρες''..κούφιος θόρυβος..
δεξιά κι αριστερά..πουλάνε στα ''γλαστράκια''
Δεν την αντέχω τη την ύλη γιαλαντζί..
τις πήλινες..τις χωματένιες γλάστρες μου..
ψάχνω ρωγμές να ανασύρω απαρχής..
ελέρωσα τα χέρια μου..βουτήχτηκα στη λάσπη..
απ' τα ποτάμια της σιμά..μάζεψα τον πηλό..
Θλίβομαι τώρα απ' τα μπαλκόνια σαν περνώ..
και ''γλάστρες'' αντικρύζω μπακιρένιες..
βρε.. τις κρατούνε σώνει και καλά..
στα μάτια με το ζόρι τις προβάλλουν..
στολίδια έχουνε φανταχτερά..
είν' μπαλκονάτες ..δεν τους επιτρέπεται..
γυαλάδες να μη φέρουν...
με θράσος ξεπουλούν απ' το πρωί..
για μια δεκάρα την οκά..
το κάλλος των ματιών μου..
μου λένε οι φίλοι μου οι καρδιακοί..
''γλάστρες'' είναι από ευτελή υλικά..
κατάρκαδα ποτέ να μην τις παίρνεις..
μπακίρια..τενεκέδες ..τσίγκινα..
μοστράρουν σε μπαλκόνια που ναι αδιάβατα
λες κι είν' στης Χαλιμάς τα παραμύθια... 
''γλάστρες'' αυτοπωλούνται δεξιά κι αριστερά..
σε όλα τα σοκάκια..σ' ανούσιες κατευθύνσεις..
γι αυτό μικρή μου αναλογίσου πια σοφά..
άλλο μια γλάστρα να στολίζεσαι
στης μάνας το παλιό και όμορφο περβάζι..
κι άλλο μια ''γλάστρα'' να αυτοκαμαρώνεσαι
σε μπαλκονάκι ανήλιαγο του λιγοστού σου νου
να 'ρχονται να σε κουτσουλάν..
πολιτικά αηδόνια !!!

*** γλάστρες*** - Σοφίας Θεοδοσιάδη..
............................................................................................................

14 Δεκεμβρίου 2018

''σαν έρχονται Χριστούγεννα''......


Κι αναζητώ τις αφορμές αποβραδίς..στων αστεριών  τη νύχτα..το βράδυ που χτυπούν τα σήμαντρα..της γέννησης..μηνάν τον ερχομό..κι αναζητώ
το αστεράκι εκείνο το ξεχωριστό...
να κόψω απ' το στερέωμα..
στην αγκαλιά σου αν δυνηθώ..να το μεταφυτέψω..
Θα περπατώ να φτάσω ν'αναρριχηθώ..στους ουράνιους θόλους της ψυχής σου..απόψε που θα γεννηθείς απ' την αρχή..μες στις φτωχές μας τις καρδιές..σαν έννοια..σαν αιώνια ευσπλαχνία..
Παιδιάστικο..ουτοπικό..το όνειρο..ατέρμονη η διαδρομή της αναζήτησης στα χρόνια μου..της παιδικής μου..της αγέραντης ψυχής..αρνείται την πικρία της αλήθειας...Είναι που οι γέννες φέρνουνε τα μόρια της ζωής τα ζωντανά..απ' το στερέωμα του ουρανού..στης Γης τα φτωχικά και πλούσια τα κωνάκια..
Δεν κάνει διακρίσεις η χαρά ..
τη μυρουδιά του βρέφους της του Θεϊκού..απλόχερα απόψε τη μοιράζει..αρωματίζει τις καρδιές..ραντίζει τις ψυχές των πεινασμένων..φυτεύει ελπίδες στο χιονιά.. γεμίζει φως των αστεριών..στα παγωμένα χέρια..
Τι κι αν το ξέρεις..το υποψιάζεσαι..θα ξημερώσει γρήγορα η μαγική  νυχτιά..στων ομματιών σου θα σβηστεί..
εσύ επιμένεις..την καλείς..ζητάς την αγκαλιά της ουτοπίας...
θα βγεις θα ψάξεις ζεστασιά..στα παγωμένα αλώνια..
τι κι αν κρατήσει μόνο μια βραδιά..
σάμπως το όνειρο στιγμές δε ζωντανεύει?

''σαν έρχονται Χριστούγεννα'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
...................................................................................................................................................

12 Δεκεμβρίου 2018

''Φεύγει ο Δεκέμβρης..αγκαλιά με το παλιό''....

Δεκέμβρης κάθε που με συναντώ..
αγαπησιάρικα τις μνήμες μου αγκαλιάζω..
μοιραίοι..αναπάντεχοι θαρρείς οι απολογισμοί
παράτολμα σε στράτες με ονείρατα με στρέφουν..
Παράξενος ο μήνας τούτος μας ο ύστερος..
δεν μέτρησα..δεν σκιάχτηκα..αν τα 'φτασα..
μα τόλμησα..τα πότισα..τα έχω ζωντανά..
τα ονείρατα που γλίστρησαν σε θάλασσες..
φουρτουνιασμένους κάβους..
Απολογισμοί και αποχαιρετισμοί ενός 
που πάλιωσε στα γρήγορα..
χρόνου που εγκλωβίσαμε..
προσδοκιών που χάθηκαν 
φιλοδοξίες που δεν πιάστηκαν..
φιλίες που προδόθηκαν.. 
φιλίες που είναι εκεί ομπρέλλα λες..
όταν επάνω ψιχαλίζει..
αγάπες που δεν καταχτήθηκαν..
και μείνανε μετέωρες στο χέρσο
 και άγονο χωράφι της ψυχής μας.... 
 Λέξεις που δεν ειπώθηκαν.. 
σε ένα αντίο που έμεινε μετέωρο
έτσι μου μοιάζει η ζωή..που σύντομα κυλάει..
Είναι δειλό να παρατάς τη μάχη από την αρχή..
μοιάζει με υποχώρηση δειλού..
που μάχες δεν κερδίζει..
Τι κι αν οι ψυχές αστόχησαν..
Ψυχές που δεν εσυναντήθηκαν..δεν γιάτρεψαν..
και έμειναν ''ανάπηρες'' στο χρόνο..
είναι κι εκείνες οι μοναδικές..
στα μονοπάτια μας που μένουν..
Φόβοι που τρύπωσαν απρόσμενα..
που έγιναν στοιχείο της ζωής μας.
λέξεις καινούριες που εφευρέθηκαν..
''παράπλευρες απώλειες'' τις είπαν..
μιας συσσωρευμένης συμπεριφοράς
εκδίκησης και αβυσσαλέου πάθους εξουσίας  .. 
Παιδιά ανυποψίαστα..θύτες και θύματα μαζί
και αθώα θύματα..χρίστηκαν ήρωες
και επαναστάτες και πολεμιστές..
εις το βωμό του πετρελαίου..
και των συμφερόντων ''προδομένοι''..
Στόχοι που χάθηκαν από τον πανικό..το ξάφνιασμα..
Φεύγει ο Δεκέμβρης..αγκαλιά με το παλιό..
κι εγώ με τον κονδυλοφόρο μου..
μέρες γλυκές..μα και πικρές..
σκορπώ στου τετραδίου τις αράδες μου
μη και της λησμοσύνης χαριστώ..
καθώς για άλλον οσονούπω θα μιλάμε..

''Φεύγει ο Δεκέμβρης..αγκαλιά με το παλιό'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη..