18 Νοεμβρίου 2020

«το φως αρνεύει τις ψυχές»

φωτο : από το διαδίκτυο

Το φως αρνεύει τις ψυχές..παλεύει το σκοτάδι 
άνοιγε τα πορτόφυλλα ο ήλιος να τρυπώνει
κι αν οι ελπίδες είναι φρύγανα
φωτιά να μην πυροδοτείς
άστες να υπάρχουνε στο δάσος της ψυχής
ξερόχορτα..μα ρίζες πως γεννούνε!
Έλα λοιπόν κοντά μου κάθησε
σίμωσε την ψυχή μου..
την αρμονία της φύσης να καλέσουμε
στη γιατρειά μας σύμμαχος να γίνει..
απ' την αρχή να μάθουμε να κουβεντιάζουμε
να κοιταζόμαστε στα μάτια
αλήθειες που χαθήκανε να λέμε..
Κι αν βαρεθούμε την κουβέντα μας
ας σηκωθούμε να χορέψουμε..
τα βήματα κρατώντας στο ρυθμό της..
το μαγικό εις τους ανθρώπους είναι η όσμωση
η απλότης στις κουβέντες της καρδιάς
είναι οι αλήθειες τους που δεν τις μολογάν
φορώντας το τσεμπέρι φτιασιδώματος
της ατσαλάκωτης εικόνας τους
βαρειά εγκυμονούντες.
Έλα λοιπόν..ένα πλησίασμα εκ βαθέων να τολμήσουμε
τον εγκλεισμό του σώματος μη φοβηθείς
της ψυχής τη φυλακή σου να φοβάσαι..
 
«το φως αρνεύει τις ψυχές » - Σοφίας Θεοδοσιάδη 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 


17 Νοεμβρίου 2020

«ΟΙ ΛΕΡΟΙ»


Της Ιστορίας οι λεροί..οι άνοες γκρεμιστάδες
φορούνε φράκο..παπιγιόν εις το λαιμό
ιλουστρασιόν φορούν τις διδαχές να μας διηγηθούν
πλάνοι της πλάνης των ..των νιάτων των ορμητικών
φερέφωνα ανήμερων..το σκότος μελωδούντων
υπόκωφα το δέντρο της ζωής των ροκανίζουν.

Στης Ιστορίας το διάσελο πηδούν αλματωδώς
ψάχνουν καταγραφές εις το μπουλούκι της οχλαγοής
Όχι..δεν είναι οι νέοι που νυχθημερόν στα σκοτεινά..
αθόρυβα με στέρεα υλικά στις κάμαρες οικοδομούν
είναι οι λεροί..οι ''μπαχαλάκηδες'' εκείνοι
που οικοδομήματα σωριάζουν των χτιστάδων..
 
Οι γνώσεις των βαθέως μηδαμινές
Παρασυρμένοι εις τον ποταμόν της ελαφράδας των
''οι ενταγμένοι'' - ανένταχτοι ιδανικών
τραβούν ορμητικά στις συμβολές
μιας θάλασσας στο βούρκο να τους βγάνει..
τον κτίστη μηδέ τον γκρεμιστή του Παλαμά
ουδόλως αναγνώσκουν..
Ετάχθησαν..είναι οι Λεροί
τίτλος που εφρόντισαν οι καθοδηγητές
ταμπέλα στο λαιμό των να  κρεμάσουν..
 
Όσο θα ζω..τα μάτια θα 'χω ανοιχτά
τις νύχτες μοναχή μου θα πενθάω
μεγάλα ήσαν τα σχέδια που ορκίσθηκα..το χρέος μου
στους νέους να ζωγραφίσω
μα αδύναμη στο έρεβος ν' ανιχνεύσω προσπαθώ
να βρω τη δύναμη εκείνο το λερό τους να ξεπλύνω.
 
Δε χάνομαι στα Τάρταρα 
υπάρχει ακόμα ελπίδα εις τη Γη όσο περπατούν
νέοι που χάνονται σε νότες μουσικές
νέοι που αρέσκονται σε δρόμους με ορίζοντα μακρύ..
νέοι π' αρέσκονται στην προκυμαία σιωπηλοί
την μπάντα των λερών να μην ακούν
μόνοι..μοναχικοί..σκεπτόμενοι
στης ουτοπίας να κρατηθούνε στης φυγής των .
 
«ΟΙ ΛΕΡΟΙ»  - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


16 Νοεμβρίου 2020

''ανερυθρίαστοι..συστημικοί εργάτες''

φωτο : από το διαδίκτυο
Χούντες..μαστίγια..φάλαγγες..πείνες..ξορίες εφυτρώνανε
στις άκρες απ' τους ποταμούς..εις τα λιβάδια όλου του κόσμου
μα στο μικρό ρυάκι της μονάχα παπαρούνες εφυτρώναν..
είχε ξεκόψει απ' τον κάμπο τους απ' τα μικράτα της
σ' ένα μικρό της καπνοχώραφο εκάθονταν στις αυλακιές
ένα τραγούδι έρχονταν από τα γάργαρα νερά
ηχούσε στα αυτιά της..ένα τραγούδι αλλόκοτο
στα χρόνια της..χιλιοτραγουδισμένο
εμίλαε για το δίκαιο..εκείνο του εργάτη
εμίλαε για τη φαμίλια της..που με ίδρωτα εκουβάλαε
στ' αμπάρια της τον επιούσιον τον άρτον..
εμίλαε και για τη λευτεριά..εμίλαε για τα παιδιά της
ν' ανέβαιναν τη σκάλα με τις γνώσεις τους εις τα σχολειά
να φτάνανε στο μπόι του ανθρώπου..
μα επαραφύλαγαν..καρτέρι είχαν στήσει στ' ανοιχτά
ανερυθρίαστοι..συστημικοί εργάτες
στου χρόνου τις καταπακτές η αλλοτρίωση
επροσκυνήσανε εις τα κρυφά..οβίτσια κι αξιώματα
γκρεμίσαν τα συνθήματα απ' τις ταράτσες των σπιτιών
για ίδιον όφελος για εαυτόν
που οι ίδιοι διαλαλούσανε..για Ψωμί..Παιδεία Ελευθερία..
Τώρα μονάχη  ετριγυρνούσε με τ' ανάκατα μαλλιά.. 
γκριζάραν από τότες κι οι κροτάφοι... 
 ασάλευτο το βλέμμα της..τρύπωνε στους δαφνώνες.. 
 λίγα κλαριά..λίγα κλωνάρια δάφνης και ελιάς.. του στεφανώματος.. 
 επεριμάζωνε..τις κόμες των αντρειωμένων να στολίσει.. 
κι ένα κερί..κι ένα κερί..να σιγοκαίει στης μνημοσύνης..μη στερέψει..
θυμάται ήταν Νοέμβρη 17 ..ένα γαρύφαλλο εκράταε
της κατακόκκινης να μοιάζει παπαρούνας της ψυχής της..
 
''ανερυθρίαστοι..συστημικοί εργάτες'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
 ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
ανερυθρίαστοι = αυτοί που δεν κοκκινίζουν από την ντροπή τους

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

15 Νοεμβρίου 2020

''βόλτα πρωινή - μετακίνηση 6''








Είναι οι μέρες έγκλειστες..
μα οι Κυριακάτικες προθέσεις μου τις αλυσίδες σπάνε στα κελιά..ασφυχτιούσες οι μεταβάσεις μου.. απολογητικές..έχουνε κι αριθμό..
Και ξαφνικά αλλάζει οπτική γωνία η ματιά
μια βόλτα πρωινή μπροστά απ' τα βράχια τα παλιά
στης γειτονιάς μου της μικρής
πατώντας στα ριζά στους πρόποδες του Υμηττού
ο νους μερεύει..αρνεύεται γλυκά η ψυχή
πολλαπλασιάζεται το ελάχιστον..γεννιέται το πολύ
άλλης ερμηνείας χρήζει το λήμμα πλούτος στα εντός
της ευτυχίας το κυνήγι ανατρέπει την παλιά διαδρομή
μια τρικυμία αισθήσεων την πλημμυρίζει την ψυχή
και ξαφνικά κάμερα αόρατη η ματιά..κλικ
ναι..είμαστε πλούσιοι γιατί είμαστε ορθοί
περνάμε μέσα από την ομορφιά
είναι τα κάγκελα  αόρατα κι αυτά
ο νους στα βράχια ακροβατεί..
στις εκδρομούλες της ψυχής
το φως  στέλνει  μηνύματα
είναι που θέλει κάτι να μας πει...
Είναι όμορφες οι γειτονιές σαν ντύνονται
τα χρώματα από του Φθινοπώρου την παλέτα
που εγκυμονεί μιαν ανανέωση
της προσμονής τις Άνοιξες ν' ανθίσει ..
 
''βόλτα πρωινή - μετακίνηση 6'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

13 Νοεμβρίου 2020

«ράγες της θύμησης»

φωτο : από το διαδίκτυο
Στον στέρφο τόπο που οι απαγορεύσεις συνωστίζονται
 
φουρκίζουνε καθώς και την ψυχή μου 
 επιθυμία μου διακαής..
ένα τρένο να ναυλώσω στα κρυφά 
ν' αποδράσω από τη στενή την ατραπό
το σκοτεινό της εποχής..το τούνελ να φωτίσω
μα εσταματήσαν τα σφυρίγματα..
θαρρείς τα τρένα δεν περνούνε πια απ' τις γειτονιές
σαπίσαν κι οι τραβέρσες στους σταθμούς
τις ράγες δεν κρατούνε..
κουφάρια κείτονται βαγόνια ερημικά
σκιες πλανώνται στα εντός ωσάν αιθέρας.
Παλιομοδίτισσα και αθεράπευτα ρομαντική
ακόμα στο απόμακρον πλανιέμαι
στο σφύριγμα που έσκιζε την κραυγαλέα σιωπή
στης βάλτας του χωριού μου τα λημέρια..
Ξυπόλητη έτρεχα μαζί με τα άλλα τα παιδιά
εκεί που έσμιγαν οι ποταμοί και είχανε γεφύρια
στις ράγες επερπάταγα..εν αγνοία του κινδύνου μου
χωρίς μπαγκάζια και προορισμό..
να χαιρετήσω από μακριά
ανθρώπους μέσα απ' τις κουκέτες τους
το νήμα της ζωής μου να κρατώ σφιχτά
κουνώντας το μαντήλι..να κοινωνώ τις σκέψεις μου
να ταξιδεύουνε  στους μακρινούς σταθμούς
τα ονείρατα που εμοιάζαν στα δικά τους..
τα τρένα κι οι σταθμοί είναι να ενώνουνε
τους αποχωρισμούς δεν τους γροικώ..
εις το «φινάλε» της διαδρομής
απελπισία μου φέρνουν.
 
«ράγες της θύμησης » - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 

12 Νοεμβρίου 2020

''σκαρίφημα ζωής''

φωτο : από το διαδίκτυο
Παρηγορείστε μας εσείς γλυκόλαλα πουλιά
κι εσείς κελαηδιστάδες..
ζωή και θάνατος αντάμα περπατούν
το κλείθρο της ζωής μας απειλούν
μα η ζωή γλυκύτερη νικάει του Θανάτου..
κι αν πολεμήσεις τις σκιες..το φως σου σαν νικήσει
αφέσου στο ονείρεμα..σ' ενα απαλό του χάδι
σκαρίφημα ζωής να ιχνηλατείς
τα παραμύθια μου ν' ακούς..μηνύματα σου στέλνουν..
Κάποιοι είναι λίμνες που ονειρεύονται
και άλλοι κυνηγοί αιμοδιψείς..φυσίγγια που λαβώνουν
μα η ζωή γλυκειά και μέσα απ' το παραθύρι αν τη θωρείς
όταν τ' αστέρια τρεμοσβήνουνε στο έναστρο ταβάνι
και σαν θωρείς ένα μεγάλο νούφαρο σε λίμνη ν' αργοπλέει
και παραπέρα να χουν στήσει το χορό μικρές πυγολαμπίδες..
γι αυτό σου λέω μην αφεθείς
έλα στη λίμνη να καθήσουμε..να ονειρευτούμε αντάμα..
ετούτο το σκαρίφημα..να χει την όψη ενός μικρού παιδιού..
που το λικνίζει απαλά..κάθε μικρή σταγόνα.

 ''σκαρίφημα ζωής'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

11 Νοεμβρίου 2020

«τυφλόμυγα εθέλησε χρυσόμυγα να γίνει »

« Ήταν λέει μια φορά κι έναν καιρό..στους κάμπους πέρα στα  λιβάδια τ' ανοιχτά..μία τυφλόμυγα μικρή..που θέλησε χρυσόμυγα να γένει..Τα βράδια που εφώλιαζε στου φύλλου απάνω την καρδιά..όνειρα γένναγε ολονυχτίς και το πρωί πετώντας  χαμηλά τα κυνηγούσε..Ήταν τυφλή και δεν τα έφτανε με μιας..μα αυτή κάτω δεν το 'βαζε ..και με ακούραστα πετάγματα αδιάκοπα ξοπίσω τους..για να τα πιάσει προσπαθούσε...

Εσκάλωνε..μπερδεύονταν τα ευαίσθητα..πολλές φορές τα ποδαράκια της..πονούσε αυτή πολύ συχνά..Μα δε σταματούσε να πετά..επέταγε..επέταγε και έψαχνε.. και γύρευε σε ''χρυσόμυγα'' να μεταμορφωθεί..χρυσόμυγα να γένει..

Μια μέρα εκεί στου βράχου..κάτω στην πλαγιά..ένας νέος την πλησίασε ..την άρπαξε με μανία στην αρχή..για να την παγιδεύσει..του φάνηκε πολύ ενοχλητική..δεν του άρεσε διόλου το βουητό της..Έδεσε μια κλωστή στο ποδαράκι της και την εκάρφωσε στο χώμα..έξω από το σπίτι του μπροστά..να δει τι θα απογίνει..Βούιζε..βούιζε ασταμάτητα αυτή..έκανε κύκλους ατελείωτους γύρω από την αυλή του..ώσπου στο τέλος τα κατάφερε ..φαγώθηκε και το σχοινί και κόπηκε με μιας..και βρέθηκε ξανά μονάχη της στου κήπου τα μισά..

Κάθησε εκεί σε μια γωνιά και έκλαψε..έκλαψε που δεν έβλεπε και στα τυφλά πετούσε..Μα τα δάκρυα ήταν πολύ καυτά κι εβρέξαν τα φτερά της..Εστάθηκαν επάνω και εγυάλισαν τα μαύρα ταλαιπωρημένα της φτερά..Επόναγε πολύ..μα ξαφνικά κοίταγε γύρω της και επάνω της και είδε τα φτερά της..Τώρα της φάνηκε πως είχανε χρώματα..γυαλίζανε αλλιώτικα....χρυσίζανε και την γεμίσανε χαρά..

Εσκούπισε τα δάκρυα τα καυτά..και άλλα δάκρυα χαράς κυλήσανε στα μάτια τα κλειστά της..άξιζε έλεγε το χαμηλό μου πέταγμα..άξιζε κι αν ακόμη ήταν στα τυφλά..άξιζε και ας έχασα ..κι ας βρέθηκα με ένα κομμένο ποδαράκι..απ' την σκληρή κλωστή.. έκανα ταξίδια δεμένη στην κλωστή..μέρες και νύχτες μακρινά..εγνώρισα από ψηλά του κήπου τις γωνιές.. Εγώ που είμαι μια απλή χρυσόμυγα..που σαν  μικρή ''τυφλόμυγα'' επέταγα στα χαμηλά..τους αραδιάζω με υπερηφάνεια περισσή..την ταπεινή μα τόσο πλούσια σε εδέσματα ψυχής..την όμορφη ..μικρή καταγωγή μου.. 

Εμύρισα..αφουγκράστηκα..έβλεπα με τα μάτια της καρδιάς..γιατί ήμουνα τυφλή απ' την αρχή..καταγραφέας ευλογήθηκα της μοίρας μου να γίνω μοναχή μου..ως μία περισπούδαστη σοφή να αναγεννηθώ.Τώρα έχω..έμαθα..ταξίδεψα..επλήρωσα τοις μετρητοίς εκείνο το λογαριασμό..για τα  χρυσά φτερο- πετάγματά μου » !!!

- Κι εσένα φίλε μου  μικρέ μα και τρανέ μου  ποιητή..που την ζωή  ποιείς..να το θυμάσαι μην το λησμονάς..θα σε πονέσει η ζωή..μα πάνω απ' όλα θα σε κατατρώγει ο σορόκος της καρδιάς..γιατί σαν έχει άτι η ματιά..σαν πεθυμάς πετάγματα ψηλά..θα σε πληρώσει με φαρμάκι η ζωή..μα μην λυγοψυχάς..γιατί αν κιοτέψει η ψυχή για μια στιγμή..θε να σε τρώει το σαράκι ν' ανεβαίνεις αψηλά.

 
''τυφλόμυγα εθέλησε χρυσόμυγα να γίνει ''  - Σοφίας Θεοδοσιάδη..

( ένα παραμύθι για μικρά και μεγάλα παιδιά )

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,