25 Ιανουαρίου 2021

''στους ψίθυρους της φύσης σε γυρεύω''

φωτο : από το διαδίκτυο
Στης νύχτας το ονείρεμα 
είδα πως κατηφόριζες από τους λόφους Σου
τριγύρναγες στα πράσινα λιβάδια..
Κατέβα πάλι με το μέρωμα..
με την πηγή του ελέους σου πότισε τις βραγιές μας..
Ω! Δέσποινά μου Μεγαλόχαρη..από παιδί
μια αγκαλιά με ζέσταινε της μάνας κι η δική σου
δεν έτρεχα στις εκκλησιές για να σε ψάξω να σε βρω..
στα ξύλινα τα τέμπλα η ανάσα λιγοστή..
δε μ' έστελνε η μάνα μου στο κατηχητικό
ν' ακούω τις μασημένες διδαχές
φανατισμού τις άναρθρες κραυγές των κατηχούντων..
της αγραμματοσύνης οι ταγοί
άθεη τη βαφτίζαν..
ήταν που σ' έφερνε στα μέτρα της..
ήταν που σ' κουβάλαγε κι εκειά μες στην αυλή..
σε έβρισκα στης μάνας το βασιλικό
στ' απέραντα του κάμπου τα λιβάδια
τα βράδια που ερχόσουνα στην κάμαρα
στο αχνό της λάμπας μου το φως...
μονάχη εγονάτιζα..
μια προσευχή να στείλω μες στην ερημιά
που εφύτεψε ο Πλάστης στις ψυχές
κι έστειλε έπειτα Εσέ..βάλσαμο και καταφυγή
να τις παρηγορείς..
εμπέρδευα την όψη σου με την όψη της μητέρας
τώρα που εμεγάλωσα κι ετράνεψε κι ο νους
σε κείνο το Μετόχι τ' αψηλό ανηφορίζοντας ..
στην ερημιά και στους ασφόδελους αναμεσίς..
παντού είν' κρυμμένος ο Θεός θα πεις
στους ψίθυρους της φύσης σε γυρεύω
μακριά απ' τα φώτα ..τις καμπάνες ..τις οχλαγοές
είναι οι καμπάνες δυνατότερες οι εντός
εκστατική η ψυχή..στη σιγαλιά σε συναντά..
θλιμμένη εσύ όπως κι εγώ
γιατί έχω ακόμα όνειρα στη Γης πολλά
για το ακατόρθωτον και το ιδανικό..
στο χοϊκό μου απαύγασμα τολμώ
μεταλαβαίνω στην πηγή σου το αθάνατο νερό
τη λύτρωση..το έλεος προσμένω.... 

''στους ψίθυρους της φύσης σε γυρεύω'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

22 Ιανουαρίου 2021

''θα επιστρέφουν''

φωτο : από το διαδίκτυο

Θα  επιστρέφουνε τις νύχτες στο κατώφλι σου
θα 'χουν την όψη αθώας παιδίσκης στο φεγγάρι..
μα θα 'ναι οι Ερινύες του σκότους σου..
λόγια αδίσταχτα λιθάρια θα πετούν στο μαξιλάρι..
να σου θυμίζουνε τον όρκο που επάτησες
πως πλούτια και διαμάντια στην αρματωσιά 
για το κυνήγι σου..έμοιαζαν περιττά..
κι ήρθαν οι πλάνες σου..κραυγές
σκεπάσανε τις μέρες σου 
στον πύργο σου το γυάλινο στης νιότης
δεν εγεμίζανε τα σκοτεινά κελάρια της ψυχής
ως άνοες ''συσσωρευτές''..εχάθηκαν στο δρόμο
και τα λυχνάρια λιγοστά..κλειστοί κι οι φανοστάτες..
τις νύχτες έβγαινες παρέα με τους ασβούς
έσκαβες τα λαγούμια
ν' αποθηκεύεις στα κρυφά τους θησαυρούς
να σέπονται στο χώμα τα καπίκια..
ανυποψίαστος μαζί μ' αυτούς κι εσύ
πως ήσουν «χοῦς καί εἰς χοῦν θα ἀπελεύσεις»
στους κήπους τους επίγειους της ζωής
δεν γύρεψες παρηγορίας να συλλέξεις παπαρούνες
άπελπις..εις τα γεράματα σύννους και κατηφής
εβγήκες για να δρέψεις την..την λείαν την ανύπαρκτον
στου πνεύματος τα δάση σου ξυλείας υλοτομημένης..
μα σε επρόλαβεν ο χρόνος ο αμείλικτος
ως κεραυνοί στ' ανταριασμένο σου τοπίο της βροχής
εις το βαθύ σου γήρας ασυμπόνευτα στης ερημίας σου
με άκραν μελαγχολίαν περισσήν..καθήμενος
στον πύργο σου τον γυάλινο ευρέθης να θρηνείς..
 
''θα επιστρέφουν'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

21 Ιανουαρίου 2021

''το φαναράκι''

ανήκει στη Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων

Κρυφοκοιτάζω από το τζάμι τη ζωή
αν στο βασίλειο των ζώων που κατοικώ αγαπώ
πιότερο τους ανθρώπους..καθώς..........
στα ημιάγρια θηρία ανθρώπων δεν ευελπιστώ
των θηριοδαμαστών τις ρήσεις των
με βήμα ελπιδοφόρο τα αποφθέγματα πιστά ακολουθώ
λαξεύουνε αργά - αργά τα αιμοβόρα ένστικτα
ημερεύουνε τα αρπαχτικά ..
τα αιμοδιψή λιοντάρια π' αλυχτούνε κλείνουν σε κλουβιά.
την κάθαρση επιζητούνε στα κατώϊα.
Οι ευσεβείς οι πόθοι μου βουλιάζουνε ενίοτε..συχνά
μες στην αρένα ζούγκλας όψη παίρνει η ζωή
μα εγώ αμετανόητη θιασώτης της ζωής
δε σκιάζομαι..τα μάτια κλείνω ονειρεύομαι ορθή
κρατώ το φαναράκι μου σαν να 'ν Μ. Παρασκευή
γαντζώνομαι απ' το έθιμο σαν να 'ναι  Πασχαλιά
βγαίνω μονάχη στη βροχή..μόνο αυτή μου μοιάζει
σαν μάνα π' αγκαλιάζει τη Μητέρα Γη
μάνα που ποτίζει ό,τι όμορφο ξεχνώ
τολμάω τ' όνειρο ν' αγγίξω κι ας το χάνω
να κλάψω δεν αφήνομαι και σιγοτραγουδώ
το προσημειωμένο οικοδόμημα φωτίζω αχνά
τολμώ.. φωτίζω τα κελιά..
στο τελευταίο όνειρο τις κλειδωνιές φωτίζω.
 
''το φαναράκι'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

19 Ιανουαρίου 2021

''κάτω από φρούρια παλαιά '' - ( εν Πάτραις 19/1/2021)

δειλινό : Φρούριο Ρίου Πάτρας

Κάτω από φρούρια παλαιά 
που εγράψαν ιστορία..
ετραγούδησα στιχάκια για τον έρωτα
μετρώντας γλαροπούλια..
στο παλαιοπωλείο των αναμνήσεων γυρνώ
στο γέρμα αυτού του δειλινού εχάθηκα ξανά
κι ας είν' γνωστός ο δρόμος του
χιλιοπερπατημένος .....
τα σκουριασμένα ανεβαίνω τα σκαλιά
ρουφώ τις πίκρες μες στον αχνιστό μου τον καφέ
στα κατακάθια τις βουλιάζω..
σαν άλλοι Δροσουλίτες επανέρχονται..
οι αναμνήσεις δε χωρούν..επλήθυναν
στο Φραγκοκάστελο εκείνο
της δικής μου της ψυχής ... 
σκιές αγαπημένες ζωντανεύουν..

έχει μια γλύκα ετούτος ο γλυκύβραστος
στο τραπεζάκι το βρεμμένο μοιρασμένος..
Μαζεύω χρώματα κι αρώματα
για να με συντροφεύουνε στις εθνικές οδούς
σ' επιστροφές..αναχωρήσεις και αφίξεις..
βουτώ στις ξεχασμένες τις σελίδες μας
στην επίφοβη εσωτερική μου μοναξιά 
κρατώ ολόρθες τις στιγμές..
σεντέφια στα ψαρά μου τα μαλλιά
τα διαβατήρια του έρωτα 
κάθε σεντέφι και μια βύθιση..
στο χτένι που στολίζει την
την κόμη τη λευκή μου.. 
Στην υγρασία της ομίχλης οι σκιές
στοιχειώνουνε σαν άλλες ερωμένες παλαιές
λησμονημένα κάστρα..

''κάτω από φρούρια  παλαιά'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

18 Ιανουαρίου 2021

''τίλιο με άρωμα λεβάντας''

Αλήθεια.. κείνα τα χρόνια μας δεν ήτανε αλλιώτικα
ήταν η ψυχή μας που άφθαρτη τα εκοίταγε αλλιώς
ήταν η πρωινή δροσιά του νου που επότιζε τη σκέψη
ό,τι μας βάραινε στης νιότης τα περάσματα τα γλύκανε
τα ξέπλενε..τα εβούλιαζε με εγρήγορση ο χρόνος..  
ήταν η φλόγα που έκαιγε μες στο μαγκάλι της καρδιάς
π' εζέσταινε το ρίσκο και την τόλμη
την τόλμη για το άγνωστο..π' ενίκαε το φόβο
οι φανοστάτες μας εστέκονταν ορθοί
ο αραμπάς εκύλαε γοργά  έφτανε στο σταθμό του
έψαχνε μύλο για ν' αλέσει το σιτάρι του
ψωμί για να ζυμώσει της ζωής..
αλλάξανε οι εποχές..εκιότεψες κι εσύ
χαμήλωσες της λάμπας σου το φως
θαρρείς κι οι φανοστάτες λιγοστέψανε στους δρόμους
αφήσανε αφώτιστα τα γέρικα σοκάκια
για έρωτες αλλοτινούς πια δε μιλάς
στους κήπους για λεβάντες αρωματικές δε σεργιανάς
είν' των γερόντων η ματιά στο μέλλον το αχανές
γεμάτη αναστολές και συντηρήσεις..
τίλιο με άρωμα λεβάντας η αγάπη σου
πάει καιρός στο χαμηλό το φως
στήνει καρτέρι αερικό..νότες αλλαργινές του έρωτα 
την κάμαρα νοσταλγικά γιομίζει.. 
 
''τίλιο με άρωμα λεβάντας'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


13 Ιανουαρίου 2021

''η ποίηση οφείλει να ''εγκυμονεί''



Γι' άξεστους βιαστές της γλώσσας εδακρύσανε τα μάτια μου..
στων ξιπασμένων τον ναό και των υποκριτών..
στην έπαρση..γονυπετής δεν προσκυνάω..  
όσους σοδόμισαν τις έννοιες..σιωπηρά τους προσπερνάω
έπαψα χρόνους τώρα να αγωνιώ και να πικραίνομαι
έρχομαι απ' τα σοκάκια και τις φτωχογειτονιές με τα λασπόνερα ..κι εδώ σκοπεύω για να μείνω..
άλλαξα το βηματισμό..βραδέως..μ' ερευνητική ματιά
τους δαγκωμένους λόγους τους..
στη χώρα τους του καθωσπρεπισμού..ένοικος δε δηλώνω..
στο θρίλερ ενηλίκων ( ανηλίκων) τα σενάρια
στα παραμύθια πια της Χαλιμάς..μελάνι δε σταλάζω
φτιάχνω δικό μου ένα σενάριο ένα έργο
μια παράσταση..με στέρεα υλικά..
Κι αν μια γυναίκα εγκυμονεί εννέα μήνες συναπτούς
στον κόσμο για να φέρει ένα μωρό
η ποίηση οφείλει να ''εγκυμονεί'' σοφά
την πείρα..τη γνώση και τη βίωση
κι ο δρόμος που χαράζει η ζωή
η ίδια η ζωή του ποιητή..την ποίηση να γεννάει..
Κι εγώ ..
θιασώτης της δια Βίου Μάθησης 
περιδιαβαίνω ταπεινά..τις λέξεις προσκυνάω
όσων αιμάτωσαν κι εγέννησαν με οδίνες και με ίδρωτα
στιχάκια βιωμένα..λαξευμένα..
λέξεις που εστάχυασαν και ζύμωσαν ψωμί
στον άθερο τον κάμπο.
λέξεις που εφύτεψαν αροδαμούς
στους άγονους τους φράχτες..
 
''η ποίηση οφείλει να ''εγκυμονεί'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

12 Ιανουαρίου 2021

''εφλέρταρε στης μοναξιάς''

Σαν έρχονταν οι αφέγγαρες οι νύχτες της
εκουλουριάζονταν εις το καβούκι της
μια αίσθηση ονείρου την κυρίευε
τους δαίμονές της σκότωνε..μονόλογο αρχινούσε..
κάποιες φορές έλεγε να συμβιβαστεί..
ν' αφήσει τον αγέρα να την πάει
κατά πως πάει ο άνεμος στου κόσμου τα ρηχά
να καβαλάει το μαγικό  λευκό της το φτερό..
να σεργιανάει από ψηλά τις κεραμοσκεπές
ηδονικά να νιώθει των πουλιών το πέταγμα
στων εκλεκτών να κατοικεί τη χώρα..
καθώς..............
δεν άντεχε τη μοναξιά πα στο φαρδύ κρεβάτι της
στα συγκαλά της έρχονταν ευθύς...
δεν ήταν στις προθέσεις της απ' τα μικράτα της
να ζει με προσωπείο δανεικό..
κι έτσι καθώς θα εμεγάλωνε
να κρύβει τις αξίες της..πιστεύω και ιδανικά
για ένα χαμόγελο γλαυκό..πίσω απ' το προσωπείο
ούτε και σκιάζονταν στην πόλη την ερημική
να περπατεί στα πεζοδρόμια τα λερά
τα λουστρινένια γδέρνοντας..τα κόκκινα σκαρπίνια
μα να..έρχονταν βράδια πανσελήνου σ' ακροθαλασσιές
εφλέρταρε στης μοναξιάς..αισθαντικά της έκλεινε το μάτι
εδιάλεγε τα χρώματα και τις σκιες του φεγγαριού
στο καβαλέτο της να φέρει..και τότες αποφάσιζε..
μέσα στα κάδρα και στα σχήματα τ' ασφυχτικά της εποχής
της άρεσε π' εφλέρταρε μονάχη της στις ατραπούς..
της άρεσε που εβγαίναν απ' το κάδρο οι γραμμές
που έξυνε τις νύχτες με τα αγκάθια τις πληγές
το μαύρον ρόδον που ερίζωνε στους φράχτες της
λυτρωτικά αιμορραγούσε στην ψυχή
κι εφύτρωνε ατόφιος ο εαυτός της.. 

 ''εφλέρταρε στης μοναξιάς '' - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,