« Μια μέρα κάθισε και παίδεψε το κεφάλι του.. Το 'βαλε κάτω και το παίδεψε, το 'πλεξε όπως είδε να κάνουν οι γύφτοι με το καλάθι. Στο τέλος το βρήκε: Θα 'πιανε φιλία με τα βιβλία. Θα γύρευε να μάθει από κει, αυτά που του 'κρυβαν οι μεγάλοι πίσω απ' τα παραμύθια που λέγανε αυτοί οι μικροί χάρτινοι «παππούδες» που κάθονται στα γόνατά σου και σου λένε τις ιστορίες τους χωρίς καμώματα και παρακάλια.
Μα στο χωριό που δούλευε παραπαίδι..δεν είχε χαρτοπουλιά.. έπρεπε λοιπόν να παρακαλέσει κανένα μπάρμπα απ' αυτούς που κατεβαίνανε στην πολιτεία και πουλούσανε το καλαμπόκι τους να του φέρει ένα. Και μια μέρα αυτό έγινε. Έπιασε έναν τέτοιο γερούλη, του 'βαλε στη χούφτα καναδυό μεταλλίκια και, «σε παρακαλώ», του λέει, «αν βρεις, εκεί που πας, κανένα βιβλίο που να λέει καλές ιστορίες, πάρ' το μου. Ε; Πολύ θα σε περικαλέσω .. όμως...».
Έβαλε ο παππούς τα μεταλλίκια στην απαλάμη του, τα πασπάτεψε με το δάχτυλο, αναποδογύρισε ένα, για να δει τι έχει από κάτω... έστρωσε με το δάχτυλο τα μουστάκια του... και του τα 'δωσε πίσω. «Πάρ' τα», του λέει. «Αν τα χαρτιά λένε καλά παραμύθια... μου τα λες και μένα και ξεχρεώνουμε. Αν, πάλι, δε λένε, θα σου πάρω ένα αυτί. Ε;...». Το παιδί τρόμαξε. Ο γέρος τότε έβαλε τα γέλια... «Άιντε, άιντε... Σύχασε..», είπε. «Δε σου παίρνω αυτί, σου παίρνω ένα μεταλλίκι. Σύμφωνοι;».
Σε τρεις μέρες του 'φερε ένα χαρτί, λίγο πιο χοντρό απ' το βαγγέλιο, και του το 'δωσε. «Το πασπάτεψα από παντού», λέει στο παιδί. «Δε βγαίνει τίποτα. Για πάρ' το εσύ, μην 'πα και σε γνωρίζει και συνεννοηθείτε».
Το παιδί τ' άνοιξε τρέμοντας. Ήταν σαν μικρό σπιτάκι, «Ιστορία Σεβάχ του Θαλασσινού» έλεγε το ξώφυλλό του. Αυτό ήταν! Το παιδί έπεσε πάνου στο βιβλίο με τα μούτρα. Και το διάβαζε, το διάβαζε ολόκληρο το χειμώνα. Το διάβαζε και ξανά το διάβαζε και πάλι το ξαναδιάβαζε, και το 'μαθε νεράκι. Κείνος ο μπάρμπας, που του το 'χε φέρει, τ' άκουε και τρέμανε τα μουστάκια του. Όμορφο βιβλίο. Μόνο που είχε μια παραξενιά. Έλεγε την ιστορία του μονάχα σ' όποιον ήθελε.
Ώσπου να κλείσει κείνη η χρονιά, είχε καταπιεί κι άλλα καμιά δεκαριά βιβλία.»
Μενέλαος Λουντέμης
(ένα παιδί μετράει τ' άστρα- κεφάλαιο πρώτο )
.............................................................................................................
ΕΠΕΙΔΗ..ένα παιδί πάντα μετράει τ' άστρα..
ΕΠΕΙΔΗ..ένα παιδί πάντα μετράει τ' άστρα..κι αν το όνομά του είναι Γιάννης..Χάνς..Γιόχαν ή Χασάν..πάντα ονειρεύεται..όπου κι αν γεννηθεί..σε όποιο χαγιάτι και αν ζήσει..από γεννεσημιού του τρέχει πάντα πιο μπροστά..δώστε του φτερά..μα και ''χαρτοπουλιά''..μέσα εκεί εις τα χαρτοπουλιά..είναι ζωγραφισμένοι κόσμοι ολάκεροι..το ταξιδεύουν το παιδί..το ανεβάζουνε ψηλά..το κάνουνε άνθρωπο καλύτερο..
Αλλάξτε φίλοι μου το βλέμμα σας..σκίστε..πετάξτε στα σκουπίδια εκείνο εκεί το φόρεμα του εγωισμού..του ωχ αδερφισμού..νικήστε τη μικροψυχία και τη μικρότητα για το κάθε παιδί..βγείτε απ' το ''θάλαμο'' εκείνον το στενό..που ονομάζει παιδί μόνο το δικό του το παιδί..ένα παιδί ήσουν κι εσύ..με μια ιστορία που κουβαλάς..από μακριά και από κοντά..από τα γεννοφάσκια σου..κι από της κοινωνίας τα κιτάπια..είναι όμορφα τ' αστέρια να μετράς..μα και να τα κρατάς στα χέρια σου τα σκοτεινά τα βράδια..
Κάποιοι θαρρούν πως είν' παρωχημένος ο Λουντέμης και παλαιϊκός..τους στέλνω χαιρετίσματα λοιπόν..καθώς οι εποχές ακατάπαυστα εναλλάσσονται..καθώς νομίζουμε πως διαφέρουνε από τις σημερινές και τις δικές μας..πως ο Μέλιος είναι λογοτέχνης σπουδαίος..κλασσικός..μα και τρανός..και ηθοπλάστης μέγας..και αξεπέραστα διαχρονικός..Πόσο αλήθεια μοιάζουν οι εποχές..για του λαού εκείνα τα παιδιά..που μένουνε πάντοτε αδικημένα..έναντι της ολιγαρχίας..της ελίτ της μάθησης..για μια μερίδα μοναχά προνομιούχων !!!
Σοφία Θεοδοσιάδη - εκπαιδευτικός.
............................................................................................................