Τις νύχτες που βυθίζομαι αργά
στης νοσταλγίας της λίμνης τα νερά
τρέχω..τραβώ απ' το βυθό..
το εφτασφράγιστο
ερμάρι της ψυχής μου...
ψάχνω το φως της να γευτώ
μιας πεταλούδας που εγκλώβισα
επί τούτου μες στα σκοτεινά
το φως να διαχέει μες στα φυλλοκάρδια μου
σαν την ελευθερώνω και πετά
όταν η θάλλουσα η μνήμη την ανακαλέι
στα κουρασμένα βλέφαρά μου..
όντας η καταπονημένη μου ψυχή
απεγνωσμένα αναζητά για να παραδοθεί
στην αέρινη εξουσίας της
στην άπλετη πληρότης...
στα εμπνευσμένα από τα ηλιοβασιλέματα
στα χρώματα απ' τις φτερούγες της
στο κάλλος της ζωής το φευγαλέον μου
να 'ρχεται καλεσμένη στα κιτάπια μου του νου
με τρέμουλο ν' αγγίζω την μεταξωτά
είναι το μυστικό μου...........
την προστατεύω μη μου εκτεθεί
μην κάψει τα φτερά της
στις λάμπες τις αλόγιστες
στις φλόγες του καιρού..
Λένε πως είναι εγωισμός
τις πεταλούδες να εγκλωβίζεις τες
μα πως γλυκά να πορευτώ
χωρίς εκείνη τη μοναδική
την ''αστροπεταλούδα'' μου.............
που συναπάντησα ευλογημένα στη ζωή
στο φως των αστεριών
κοντά του να με φέρνει ?
''ΣΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΤΗς ΚΑΡΔΙΑς ΜΟΥ ΕΡΜΑΡΙ'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Κάποια ημέρα έβρεχε πολύ
μα εσύ δεν εφοβήθης τη νεροποντή..
κι εβγήκες στο πλατύσκαλο
τις στάλες της δροσιάς να ποτιστείς
χωρίς ομπρέλλα κι αδιάβροχο παλτό
μονάχα με τη θέρμη του
μισόν αιώνα παέι πια
που την εφόραες στο κορμί σου...
Γέρναν οι σκέψεις
μες στα μονοπάτια του μυαλού
ρυάκια που κυλάγαν σαν ποτάμι
ωσάν και που κυλάει η ζωή
αόρατο το χέρι που τις σπρώχνει..
Τον αγαπούσες πιότερο θαρρείς
στης απουσίας το παρόν του
το ανέφικτο..τ' ονειρικό
τα ανεκπλήρωτα..τα άπιαστα
πήρανε σαρκά και οστά..
παίρνουνε ακόμα χρώματα λευκά
σαν τ' άνθια του Απρίλη..
στα μονοπάτια του μυαλού
το εξόριστο συναίσθημα
στον έρωτά του τον μοναδικό
θάλλουσες μνήμες ανασταίνει..κυνηγά
το ταξίδι σου αέναα ορίζει..
''ΚΑΠΟΙΑ ΗΜΕΡΑ ΕΒΡΕΧΕ''
Σοφίας Θεοδοσιάδη..
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
|
Artist Marcela Bolívar |
Το επιφανειακόν και τ' απερίσκεπτον
αιώνια συστεγάζονται..
στα εργαστήρια του νου των ελαφρών
κόντρα στων αταλάντευτων την σκέψη..
Στην εποχή των κλόουν της χαράς
καλούνται υποδόρεια καθημερνά
τα προσωπεία και τις μάσκες να φορούν
δεν τους αρέσουν τα πραγματικά..
εις την γελοίαν της ψυχαγωγίας τους ψευδαίσθησιν
αμάσητα τα καταπίνουν τ' αποφάγια της
μιας σύγχρονης..μοντέρνας τηλεόρασης..
μιας ενημέρωσης που την ζωή την πάει αλλού
καθώς οι Φένακες πληθύνανε
ουδέποτες ξεπέσανε στη λήθη..
Δεν την μετρούν την ερημίαν τους για το ευτελές
σαράκι επίπλου παλαιού..
κουφώνει το μυαλό και την ψυχή τους..
Προφάσεις βρίσκουν χίλιες δυο
την κούραση προβάλλουν της ζωής
καθώς εδέσματα σκουπιδοφάγου να γευτούν
επιθυμία ανακούφισης ζητώντας..
Την ανθρώπινη οδύνη αδηφάγα
ως θέαμα συχνά οι σταθμοί πωλούν..
Όχι..τους απωθούν τα θλιβερά
στης χαλαρότης το βωμό
θυσιάζουν την αληθινήν
της ψυχής την αγωγή τους...
την αποχαύνωση άθελα αποζητούν
αντίδοτο θαρρείς μοναδικόν
τα λόγια της φενάκης....
Άνθρωπε εσύ του κοπαδιού...
μην κλαις λοιπόν για τα στερνά
τις μουσικές δεν άκουσες ..
τα τύμπανα σωπάσαν για τα σε
τα χρόνια σου τα χάλασες
ανάγνωση δεν έμαθες
την ελαφρότητα εντύθηκες
εις το χρυσίζον τυλιγμένο σου αμπαλάζ..
ξεθωριασμένες οι επιθυμίες της νιότης σου
σου τραγουδούνε σιωπηρά
δακρυροούσες ερινύες κυνηγώντας σε
''που είσαι νιότη που 'ταζες
πως θα γινόσουν άλλος''
ασχημάτιστες παγίδες καραδόκησαν
τη συντριβή του Εγώ σου...
''ΑΣΧΗΜΑΤΙΣΤΕς ΠΑΓΙΔΕς'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Εις το στασίδι εκεί της εκκλησιάς
εζύγωσα..κι εκάθησα δισταχτικά
και σαν να εστάθη πλάι μου
η μητέρα και με κοίταξε...
στης Θεομήτορος ετούτη την τρανή
γιορτής της προσφοράς του Ιησού
Υπαπαντής τη μέρα...
Λένε πως τάχα πέθανε η μάνα μου
μα σαν τα βράδια λογυρνώ
μπρος στο εικονοστάσι
ανάβω θύμησης καντήλι ακριβό
ορώ..ακουρμάζομαι..φορώ
της μάνας μου το μύρο το διάχυτο
κρυμμένο στο παλιό..
το φυλαγμένο καμηλό παλτό
στις κάμαρες..στο νου και στο κορμί μου.
Θέλω να γράψω μια βραδιά
έναν αργό συγκαθιστό..να της τον τραγουδήσω
κι εκείνη με τα βήματα αργά
σαν τότες που με μάγευαν
της τέχνης τα τσαλίμια..τα καμώματα
τα σκέρτσα του χορού της
της ψυχής τ' αυθεντικά..
να σηκωθεί συγκαθιστά να τον χορέψει..
Λένε πως πέθανε και έχει πια χαθεί
μα όταν εγώ ακούω αργό συγκαθιστό
στην πόρτα του Παράδεισου κοιτώ
στις παρακλήσεις στέλνω μες στις προσευχές
να σηκωθεί για μία ύστερη φορά..
κι όπως μονάχα αυτή με τέχνη το μπορεί
τα βήματα ξανά για να μου μάθει...
''ΤΟ ΜΥΡΟ ΤΗς ΜΑΝΑς'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη..
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Απάνω στο πλατύσκαλο
στο πατρικό το
σπίτι μου..
μια γλάστρα ασπρισμένη απ' τα χέρια της γιαγιάς..
είχε έναν ''έρωτα''..
ένα λουλούδι γούρικο..
αγάπη να σκορπίζει μες στο σπιτικό..
Χειμώνα - Καλοκαίρι εκεί..
ακόμα κι όταν ο χιονιάς ''επλάκωνε''
βαρύς..
μέσα στη σάλα το 'φερνε η μάνα μου ..
μην τύχει και ''παγώσει..
Και κάθε που''φλεβάριζε''
ο καιρός..
στο σκαλοπάτι του πλατύσκαλου..
έπαιρνε τη θέση την τιμητική
την αγάπη να ανθίσει....
Ερχότανε οι γείτονες..
κι ονειρευόντουσαν ομαδικά και φωναχτά..
στα βραδινά ''μασάλια''
έτσι
τις λέγανε στον τόπο μου..
εκείνες τις μαζώξεις τις νυχτερινές..
καθώς οι περισσότεροι
σε τούτο το χωριό..
απ' της Τουρκιάς τα μέρη ήσαντε..
απ' της Τραπεζούντας τη
μεριά...
Έλληνες πέρα ως πέρα..
κι ας τους φωνάζανε οι ντόπιοι
πότες - πότες και καμμιά ειρωνικά..
τουρκομερίτες..
μα αν σκεφτείς τώρα κυριολεκτικά..
από εκεί
ήτανε φερμένοι...
Είχανε όμως μια καλή..
ανθρώπινη σειρά
και μέσα τους
μεγάλη αληλλεγγύη..
Σήμερα γέμισαν τα σπίτια κλειδαριές
καθώς εγέμισε ο τόπος από κλέφτες..
μα ας αφήσουμε ξεκλείδωτες..
τουλάχιστον εκείνες.. της καρδιά
μας...
Μπαίνει ξανά ο Φλεβάρης που έχει όνομα νερού .
τις ''φλέβες'' να
γιομίσει..τα ποτάμια..
Φλεβάρισε
σαν προπομπός της Άνοιξης
τούτος ο μήνας πάλι..
Θα την εφέρει στα δειλά - δειλά ξανά την
Άνοιξη..
όπως και να 'χει στις καρδιές μας..
Ίσως ξανά αναθαρρήσουμε
μονάχοι μας..
σκεφτούμε ομαδικά
γεμίσουμε τις φλέβες μας..
τις φλέβες της
ψυχής μας..
με αισιοδοξία και με όνειρα
που είναι ''κρυμμένα σε φορμόλη''...
ανθρώπινα..έτσι απλά ..
χωρίς φιλοσοφίες περιττές ..
να καταφέρουμε να ''σπάσουμε τις γυάλες''..
''ΝΑ ΣΠΑΣΟΥΜΕ ΤΙς ΓΥΑΛΕς''( απόσπασμα)
Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Μίκρυναν όλα ξαφνικά..
στην απεραντοσύνη του
ο κόσμος μου μια στάλα
τα σύννεφα έγειραν βαρειά
στα ακίνητά σου βλέφαρα..
εσπάραξε η καρδιά μου..
σκοτείνιασε ο ουρανός..
ταξίδεψε σαν αστραπή
στα παγωμένα μάτια σου
η ζωή μας σε ρομάντζο
ντύθηκα με ιριδισμούς
ουράνιου τόξου που εχάθηκε
στ' απρόσμενο φευγιό σου
ταξίδεψα σαν ξωτικό
εκρύφτηκα για μια στιγμή
στο γαλανό ουρανό σου..
έρχεται πάντα μια στιγμή
που ο χρόνος σταματάει..
Ό,τι πονάει δε χάνεται
ό,τι πονάει δε σβήνει
μένει για πάντα χαρακιά
τη συρραφή γυρεύει..
''ΜΙΚΡΥΝΑΝ ΟΛΑ ΞΑΦΝΙΚΑ''
Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Καθώς κοκκίνιζε ο γαλάζιος ουρανός
στου δειλινού την ώρα
έβγαζες για περίπατο
τις σαρκωμένες της ψυχής
κρυμμένες εις τους κήπους σου
θλιμμένες μαργαρίτες..
ένιωθες πιο βαθειά τη μαχαιριά
στο στήθος να καρφώνει..
Ό,τι σε άγγιξε και έτσι και αλλιώς
εκαταγράφηκε στο δίσκο
το σκληρό σου..
Αποτυπώματα μιας άλλης εποχής..
χρόνια της αθωότητας..
αγάπη
και συγκίνηση ορμή και θάρρος..
τόλμη και ρίσκο και
όνειρα..
οι σελίδες των ημερολογίων σου..
στα ημεροδρόμια αλητεύουν...
Υποσχέσεις..
αγάπες και
έρωτες νεανικοί..
όρκους αιώνιους εκρύβανε
που χάθηκαν σε μια
βραδιά
στο πρώτο φύσημα του ανέμου..
ήρθε η ζωή και τους
αθέτησε..
διέψευσε το πείσμα σου το άκαμπτον
το ρίσκο το νεανικό..
που το
πέρασμα του χρόνου αλλοιώνει..
Λες κι ήρθε η ώρα των ισολογισμών
να κλείσεις τα βιβλία τα λογιστικά
επίσκεψη σου κάνει ο απολογισμός
στιγμές - στιγμές..ανεπιθύμητος
απόχτημα των ώριμών σου χρόνων...
Γυμνά δεντριά οι επιθυμίες οι αξόδευτες
κρυμμένες μες στα στήθια αμάδητες
προσμένουσες..κρυμμένες μαργαρίτες..
βάζοντας παραπεμπτικό
στα περιθώρια του αύριο
σ' αγέμιστο κενό ελπιδοφόρο
παγιδευμένες στην καρδιά..
σαν τρικυμία πρωτόγνωρη
μια ουτοπία επιθυμητή
με πάθος και ορμή σου καταγράφουν...
'' ΚΡΥΜΜΕΝΕς ΜΑΡΓΑΡΙΤΕς'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,